27/5/11

“Μέρες καλές και μέρες κακές, γίνανε πέντε χρόνια”



Ο ΚΑΜΠΟΣ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ” του Χουάν Ρούλφο. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 211, € 16


Δεκαεπτά διηγήματα και ένα μυθιστόρημα ωστόσο αρκούν στον συγγραφέα που τα έγραψε να γίνει θρύλος.

Το “Πέδρο Πάραμο”, ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα στο οποίο κατόρθωσε ο συγγραφέας του, Χουάν Ρούλφο, να κλείσει όλη την ιστορία του Μεξικού και όλη την άβυσσο της ανθρώπινης ύπαρξης, έχει ως προάγγελλό του την συλλογή διηγημάτων (μοναδική στη συγγραφική διαδρομή του) “Ο κάμπος στις φλόγες”.

Δεκαεπτά ιστορίες, επίσης ολιγοσέλιδες, που περικλείουν όλους τους τόπους και όλες τις θεματικές συγγραφικά που τον στοιχειώνουν. Άγονη γη και ανθρώπους αφημένους σε μια αλλόκοτη, παράλογη και άσπλαχνη μοίρα. Ταραχώδη ιστορία που συμπαρασύρει και όλα τα κάνει κονιορτό:

Γιατί εμάς μας έδωσαν να σπείρουμε αυτό το στρώμα από χαλίκια;”

Έτσι μας έδωσαν αυτήν τη γη. Σ' ετούτο το καυτό καμίνι θέλουν να σπείρουμε σπόρους, μήπως και κάτι πιάσει και φυτρώσει”. Διασαφηνίζει από τις πρώτες κιόλας σελίδες στο “Μας δώσανε τη γη”. Κάτι που συνεχίζεται ως φόντο από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα. Στο “Μονοπάτι του Θεού” και στον ατέλειωτο Κάμπο όλα είναι θάνατος και ενέδρα τυφλή:

Κάποιοι φτάσαμε στο Μεγάλο Ύψωμα και σούρνοντας σαν τις οχιές περνούσαμε τις μέρες μας κοιτάζοντας τον Κάμπο, αυτό τον τόπο εκεί κάτω όπου είχαμε γεννηθεί κι είχαμε ζήσει και όπου τώρα μας περίμεναν να μας σκοτώσουν”. Αντάρτες κι εκπρόσωποι του νόμου, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, νέοι που ελπίζουν παράλογα σε μιαν αλλιώτικη ζωή αλλά και πρόωρα αποκαμωμένοι γέροι. Στο διήγημα που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή, ο τόπος που τους έμελλε να ζήσουν φαντάζει ως ου – τόπος. Σαν δαντική κόλαση ή στην καλύτερη περίπτωση, τελικά, Καθαρτήριο:

Έτσι δεν έμενε πια τόπος για μας. Ίσως να μη μας έμενε ούτε καν εκείνο το κομμάτι γης που κάποτε θα χρειαζόμασταν για να μας θάψουν”. Χώρος που συμπαρασύρει στην ίδια άβυσσο, φυσικά, και τον Χρόνο: “Μέρες καλές και μέρες κακές, γίνανε πέντε χρόνια”.

Ποιητικότροπα, με μουσικές μετρημένες σιωπές και γλώσσα βαθιά σαν την ανάσα ρυθμική, με ζώντες και κεκοιμημένους να αποτελούν από κοινού “όλο το ανθρώπινο κοπάδι”. Την ανθρωπογεωγραφία ενιαία και αδιάσπαστη:

Από το πρόσωπό της τρέχουνε ρυάκια βρόμικο νερό λες κι έχει περάσει το ποτάμι από μέσα της”.

Η επαρχία του Χαλίσκο, ο εμφύλιος, φτωχοί αγρότες και οικογενειακά μίση και πάθη που φτάνουν στην αιμομιξία, ο θάνατος, η αγωνία και η ανθρώπινη οδύνη, η συλλογική φωνή της κοινότητας και η υπόκωφη κραυγή της ιστορίας, κατορθώνουν μέσα από την απόλυτα λιτή και κοφτή, ποιητική και βαθύτατη ανθρώπινη αρμονία και ομορφιά, να κάνουν το καθαρτήριο να λάμψει σαν γλωσσικός παράδεισος, ο ήλιος της πιο σκοτεινής μας απελπισίας:

Κάποτε θα ΄ρθει η νύχτα. Αυτό σκεφτόμασταν. Θα έρθει η νύχτα και θα μπορέσουμε να αναπαυτούμε. Τώρα πρέπει να διασχίσουμε τη μέρα, να τη διασχίσουμε όπως όπως για να γλιτώσουμε απ' τη ζέστη και τον ήλιο. Μετά θα σταματήσουμε. Μετά. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να προσπαθούμε ξανά και ξανά να προχωράμε βιαστικά πίσω από τόσους άλλους σαν κι εμάς και μπροστά από άλλους τόσους. Αυτό είναι το θέμα....”

Η Παναγιά στην Τάλπα και η λαχτάρα να φτάσει κανείς “πριν της τελειώσουνε τα θαύματα” στην “Τάλπα” καταλύουν τα σύνορα ηθικού και ανήθικου, της πραγματικής και της ασύλληπτης και ανείπωτης, πέραν του κόσμου τύπου αλλόκοτης αλλ' υπαρκτής ωστόσο ζωής, με τους νεκρούς να ακούν, να κατανοούν και να κυριαρχούν σε μια πυρετική, κληρονομημένη ως προπατορικό αμάρτημα θανάσιμη ζωή, όπου και η παραμικρή στιγμή συγκίνησης που είναι επαναλαμβανόμενη και διαρκής, απομένει όπως είπε και ο Γκυστάβ Λε Κλεζιό “τη μόνη μας ελπίδα σωτηρίας”.

Ένα βιβλίο που αποτελεί ένα αυτοτελές συγγραφικό σύμπαν αλλά ταυτοχρόνως και ζωή σπαρταριστή. Που αναφέρεται στο Μεξικό και στην Λατινική Αμερική αλλά και σε όλη την ανθρώπινη Ιστορία και μοίρα. Συγγραφέας που σε στοιχειώνει, ασυζητητί. Σε μια μετάφραση απολύτως εναρμονισμένη στη συγγραφική μουσική. Η Έφη Γιαννοπούλου και στο “Ο κάμπος στις φλόγες” όπως και στο “Πέδρο Πάραμο” έχει επιτελέσει – εκ του αποτελέσματος κρίνοντας – ένα μεταφραστικό θαύμα.

Οι επί μέρους τίτλοι των διηγημάτων: Μας δώσανε τη γη. Κουέστρα δε λας Κομάδρες. Είναι που είμαστε φτωχοί. Ο άντρας. Το χάραμα. Τάλπα. Μακάριο. Ο κάμπος στις φλόγες. Πες τους να μη με σκοτώσουν. Λουβίνα. Η νύχτα που τον άφησαν μόνο. Πέρασμα του Βορρά. Θυμήσου. Δεν ακούς να γαβγίζουν τα σκυλιά. Η μέρα της κατάρρευσης. Η κληρονομιά της Ματίλντε Αρκάνχελ. Ανακλέτο Μορόνες, αποτελούν, όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά, ακόμα και η κάθε γραμμή χωριστά, μια βαθιά νυχιά στα σπλάχνα.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Ο Χουάν Ρούλφο γεννήθηκε στις 16 Μαίου 1917 στη μεξικανική επαρχία του Χαλίσκο, όπου και έζησε τα πρώτα του χρόνια.

Μέχρι τα δέκα του χρόνια έχει χάσει και τους δυο γονείς του.

Το 1932 αποφασίζει να ξεκινήσει νομικές σπουδές στην Γκουανταλαχάρα, αναγκάζεται όμως να διακόψει λόγω μιας απεργίας διαρκείας στο πανεπιστήμιο.

Το 1935 μετοικεί στην Πόλη του Μεξικού, όπου προσπαθεί να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά χωρίς επιτυχία. Σχετίζεται με λογοτεχνικούς κύκλους και αρχίζει να δημοσιεύει σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά τα διηγήματά του, δεκαπέντε από τα οποία θα εκδοθούν το 1953 σε μια συλλογή με τον τίτλο “Ο κάμπος στις φλόγες”, στην οποία θα προστεθούν αργότερα άλλα δύο.

Το διάστημα αυτό είναι υπότροφος του Κέντρου για τους Μεξικανούς συγγραφείς και ετοιμάζει το μυθιστόρημά του, που αρχικά επρόκειτο να έχει τον τίτλο “Τα μουρμουρητά”, αλλά θα εκδοθεί το 1955 με τον τίτλο “Πέδρο Πάραμο”.

Και τα δύο βιβλία του έχουν άμεσο και σημαντικό αντίκτυπο στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία επηρεάζουν πολλούς νεότερους συγγραφείς. Ωστόσο δε θα εκδώσει τίποτα άλλο μέχρι τον θάνατό του. Στη διάρκεια της ζωής του θα βραβευτεί πολλές φορές για το λογοτεχνικό του έργο.

Πεθαίνει στις 7 Ιανουαρίου 1986. Το συγγραφικό του έργο, παρά τη μικρή του έκταση, έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, έχει υμνηθεί από πολλούς σημαντικούς συγγραφείς και τον κατατάσσει μεταξύ των σημαντικότερων συγγραφέων του 20ου αιώνα.


Δημοσιεύεται στο Έθνος της Κυριακής