23/1/13

“Πατρίδα μου είναι εκεί όπου υπάρχουν άνθρωποι” .



Ο Μετίν Αρντιτί (“Το Τουρκάκι”) μιλά στο περιοδικό του έθνους “Η Ιστορία Σήμερα” (Σαβ 19 Ιανουαρίου 2013)

Στο καινούργιο του ιστορικό μυθιστόρημα “Το Τουρκάκι” (Εκδ. Καλέντη, Μετάφραση Ρίτας Κολαίτη), ο Τούρκος συγγραφέας που ζει στη Γενεύη, αναπλάθει δυο κόσμους και μια εποχή. Ο ήρωάς του Ελί Σοριάνο, ή αλλιώς Ηλίας Τρωιανός, ο επονομαζόμενος «Τουρκέτο», προκειμένου να ορίσει τη ζωή του μέσα από την Τέχνη, εγκαταλείπει τα σοκάκια του Μεγάλου Παζαριού στην Κωνσταντινούπολη του 1531 και καταφεύγει στη Βενετία της εποχής, για να ζήσει την Βενετσιάνικη Αναγέννηση. Για την Τέχνη του, εξάλλου, θ' αναγκαστεί να προδώσει τα πάντα: την εβραϊκή καταγωγή του και τον σκλαβέμπορα πατέρα του, τη γυναίκα που αγάπησε και τις γυναίκες της ζωής του, τα όσια και ιερά της θρησκείας του. Όσον αφορά για την ζωή του ο κ. Αρτιτί στη συνέντευξή μας θα επιμείνει: “Δεν έχω καθόλου την αίσθηση ότι ζω σε δυο πατρίδες. Η μόνη μου πατρίδα είναι η πατρίδα των ανθρώπων. Πατρίδα μου είναι εκεί όπου υπάρχουν άνθρωποι”. Αλλά για το Ιστορικό μυθιστόρημα...

- Πόσο σημαντικός είναι ο τόπος και ο χρόνος, κύριε Αρντιτί, για την ζωή και την δημιουργία των ανθρώπων; Η καταγωγή;

Έχουν οπωσδήποτε πολύ μεγάλη βαρύτητα. Όσον αφορά, όμως, το τι υπερτερεί στον άνθρωπο, το επίκτητο ή το έμφυτο, η υπεροχή του επίκτητου δεν αμφισβητείται πια από κανέναν. Πέραν αυτής της πραγματικότητας, υπάρχει αναμφίβολα και η ανάγκη του καθενός από εμάς να ανήκει σε μια κοινότητα, τη δική του. Έτσι, λοιπόν, η συμπεριφορά του επηρεάζεται έντονα από τις πολιτιστικές παραμέτρους .

- Γιατί επιλέξατε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο με όλες αυτές τις αντιξοότητες για τον ήρωά σας και σαν ιστορικό πλαίσιο για “Το Τουρκάκι”;

Όταν γράφεις ένα μυθιστόρημα δεν επιλέγεις. Εκτελείς· διηγείσαι μια ιστορία που σου επιβάλλεται.

- Γιατί επιλέξατε να είναι δημιουργός και μάλιστα ζωγράφος, αγιογράφος, ο κεντρικός σας ήρωας; Οι ιστορικές αντιξοότητες αναδεικνύουν ή εξαφανίζουν το ταλέντο ή την προσωπική στάση ενός ανθρώπου;

Επέλεξα τη ζωγραφική γιατί η ενασχόληση με αυτή την τέχνη ήταν κάτι το απαγορευμένο, το παραβατικό. Και ακριβώς αυτό κάνει έναν ήρωα ενδιαφέροντα. Αποκτά ενδιαφέρον ακριβώς επειδή βρίσκεται αντίκρυ στα όριά του. Οι δυσκολίες ανακόπτουν πάντα την ορμή των αδυνάτων και, αντιθέτως, επιτρέπουν στους δυνατούς να ξεπεράσουν τον εαυτό τους.

- Ο συγκεκριμένος πίνακας; “Σάμι Σοριάνο, βοηθός σκλαβέμπορα στην Κωνσταντινούπολη”, γράφοντας, ζωγραφίζοντας η αναζήτηση εν τέλει είναι η επιστροφή, στον εαυτό μας ή και στις ρίζες;

Δεν πιστεύω στην επιστροφή στις ρίζες καθαυτές. Πιστεύω όμως ότι οι ρίζες μας είναι ένα στοιχείο που ευνοεί την επιστροφή στον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν λέμε για κάποιον ότι " βρήκε τον εαυτό του ", αυτό σημαίνει κάτι πολύ σημαντικό, σημαίνει ότι μπόρεσε να επιστρέψει στον εαυτό του μέσα στο ρου της ζωής του.

- “Πράγμα παράδοξο, όταν σκιτσάριζε “για τη στοίβα του”, άγγιζε τη βιαιότητα των συγκινήσεων που τον διαπερνούσαν. Κάτι τέτοιες στιγμές, τον κατέκλυζε ολόκληρο ένα συναίσθημα υπεροχής. Τίποτα δεν του φαινόταν αδύνατο. Δούλευε με το πενάκι, το χρωστήρα ή την ασημένια ακίδα, χρησιμοποιούσε χίλια δυο χρώματα, δημιουργούσε σκιές ή φωτοσκιάσεις, με δυο λόγια, σκιτσάριζε ανάλογα με τη διάθεσή του. Επιτέλους, όριζε τη ζωή του”. Γράφοντας, κύριε Αρντιτί, ένας συγγραφέας αισθάνεται ότι ορίζει, τελικά, τη ζωή του;

Όχι , καθόλου. Αντιθέτως μάλιστα, παίρνοντας το ρίσκο να σκιαγραφήσει ήρωες που του ξεφεύγουν, ο συγγραφέας εκτίθεται στην αποτυχία. Γιατί να μπει σε μια τέτοια περιπέτεια αν το κάνει απλά και μόνο για να ορίσει τη ζωή του; Καλύτερα να "κάτσει ήσυχος στη γωνιά του ....

- Ο ήρωάς σας και δημιουργός αφού βιώνει μια ασύλληπτη άνοδο, ζει και την πτώση του. Παρ' όλα αυτά διασώζεται το έργο αθάνατο. Το διαχρονικό κομμάτι ενός δημιουργού, εν τέλει, είναι μόνο το έργο;

Ναι είναι το μόνο που μετράει.

- “Η τάξη των πραγμάτων πρέπει να γίνεται σεβαστή. Η τάξη των πραγμάτων...” Η τέχνη διαθέτει μια δική της τάξη, κύριε Αρντιτί? διαταράσσοντας κατά κάποιον τρόπο την τάξη των πραγμάτων;

Ναι μου αρέσει πολύ η έκφραση σας. Η τέχνη έχει έναν και μοναδικό κανόνα: την αναζήτηση της αλήθειας. Και υπάρχουν φορές που η αλήθεια είναι καταχωνιασμένη κάτω από ένα σύστημα που αυτοαποκαλείται τάξη αλλά στην πραγματικότητα είναι μια απάτη, μια πλάνη. Ο ρόλος της τέχνης είναι να αποκαταστήσει την αλήθεια χωρίς δογματισμούς, χωρίς διδακτισμούς , με τον δικό της τρόπο, με αρωγό τη "θεία χάρη".

- Για τον εαυτό μας γράφουμε, κύριε Αρντινί, τελικά, γράφοντας για τους άλλους;

Νομίζω πως γράφουμε για τους άλλους. Το "τελικά ", όμως, μπορεί να σημαίνει ότι αφού, ίσως, καταφέρουμε να αγγίξουμε τους άλλους. Ναι, μπορούμε να πούμε ότι γράφοντας για τους άλλους ανακαλύπτουμε ένα λόγο ύπαρξης του εαυτού μας.

- Ο δημιουργός πού οφείλει να μείνει πιστός; Στον εαυτό του ή στην εικόνα του; Και το έργο τι είναι; Το πρόσωπό του ή το προσωπείο; Αυτό που είναι ο ίδιος και αποκαλύπτει μυστηριωδώς και μυστικά ή αυτό που νομίζουν ή προσλαμβάνουν οι άλλοι;

Πιστεύω ότι ο δημιουργός δεν πρέπει να θέτει στον εαυτό του τέτοιου είδους ερωτήματα. Η εικόνα του δεν ενδιαφέρει κανέναν και ο ίδιος δεν πρέπει να ενδιαφέρεται για αυτήν. Μοναδικός του σκοπός πρέπει να είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η ικανότητά του να προσφέρει αυτή την αλήθεια με χάρη, με κομψότητα.

- Και ποια θεωρείτε εσείς για έναν δημιουργό ως τα μεγαλύτερα εμπόδια? Τα εμπόδια που συναντήσατε εσείς;

Πάντα η αναζήτηση της αλήθειας. Να καταλάβεις τους ανθρώπους, να προβλέψεις τις αντιδράσεις τους, τα συναισθήματά τους, τις πράξεις τους, τα λόγια τους. Να τραβήξεις το πέπλο που τους σκεπάζει. Η αληθινή αποκάλυψη...

- Γιατί κι εσείς ζείτε κατά κάποιον τρόπο και δημιουργείτε σε δύο πατρίδες...

Δεν έχω καθόλου την αίσθηση ότι ζω σε δυο πατρίδες Η μόνη μου πατρίδα είναι η πατρίδα των ανθρώπων. Πατρίδα μου είναι εκεί όπου υπάρχουν άνθρωποι .

- Σε ποια βασικά ερωτήματα και επαναλαμβανόμενα απαντά και κινείται αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα? Ποια σημεία συναντούνται όμοια κι απαράλλαχτα σε όλες τις εποχές και στη σημερινή εποχή μας?

Πώς γίνεται να ανήκεις στην πατρίδα των ανθρώπων, στην πανανθρώπινη πατρίδα, αν δεν αποκοπείς από τη δική σου κοινότητα;
Αυτό ακριβώς το σημείο είναι κοινό σε όλες τις εποχές. Είναι ουτοπικό να λες πως αντιμετωπίζεις τους ανθρώπους χωρίς προκαταλήψεις, εφόσον οι προκαταλήψεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κανόνων – πολιτικών, θρησκευτικών, κοινωνικών…


Ποιος είναι: Ο Μετίν Αρντιτί γεννήθηκε το 1945 στην Άγκυρα και ζει στη Γενεύη. Είναι πρόεδρος της Orchestre de la Suisse romande και του ιδρύματος Les Instruments de la Paix-Genève. Με αφορμή το καινούργιο βιβλίο του “Το Τουρκάκι” (Εκδ. Καλέντη, Μετάφραση: Ρίτας Κολαίτη) το οποίο έχει βραβευτεί με 16 διεθνή βραβεία, ήταν ο επίσημος προσκεκλημένος φέτος στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη.
Τα βραβεία για “Το Τουρκάκι”: Prix des Libraires de Nancy – Le Point, Prix Page des Libraires, Prix Jean Giono, Prix de l’Académie Romande, Prix Alberto-Benveniste, Prix Millepages, Prix Casanova, Prix Culture et Bibliothèques Pour Tous, Prix de l’Académie de Bretagne, Prix du Lycée Français de New-York, Prix de la Médiathèque Assia-Djebar, Prix Anastase, Prix du Lycée Charles de Gaulle – Dijon, Prix Page des Libraires. Prix Paroles et Plumes, Prix Océanes.
Άλλα έργα του: Mon Cher Jean… de la cigale à la fracture sociale (1997, Editions Zoé, Γενεύη), La Fontaine, fabuliste infréquentable (1998, Editions Le Fablier), Le mystère Machiavel (1999, Editions Zoé, Γενεύη), Nietzsche ou l’insaisissable consolation (2000, Editions Zoé, Γενεύη), Jonction (2001, K.G. Saur Verlag, Μόναχο), La Chambre de Vincent (2002, Editions Zoé, Γενεύη), Victoria-Hall (2004, Pauvert, Παρίσι [Βικτώρια Χολ, 2006, Εκδόσεις Σοκόλη]), Dernière lettre à Théo (2005, Actes Sud), La Pension Marguerite (2006, Prix Lipp Suisse 2006, Actes Sud), L’Imprévisible (2006, Prix de la Radio suisse romande 2007, Actes Sud), La Fille des Louganis (2007, Actes Sud [Παυλίνα, 2008, Εκδόσεις Λιβάνη]), Loin des bras (2009, Actes Sud).












η καλή μου συμμαθήτρια

Της Κικής Γκίκα

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ» της ΕΛΕΝΗΣ ΓΚΙΚΑ

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΟΡΩΠΙΟΥ 20/1/2013


  • Σήμερα είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενες γιατί έχουμε κοντά μας την συμπατριώτισσά μας Ελένη Γκίκα.

  • - Ελένη, εκ μέρους της Λέσχης Ανάγνωσης, σ’ευχαριστούμε πολύ που δέχτηκες την πρόσκλησή μας.

  • Ιδιαίτερα εγώ θα ήθελα να ευχαριστήσω την Ελένη διότι ποτέ δεν αρνήθηκε ό,τι της ζήτησα. Αυτή ήταν που «ξαναζωντάνεψε» την Λέσχη Ανάγνωσης.

  • Η Ελένη, η καλή μου συμμαθήτρια. Την γνώρισα το 1971 όταν ξεκινήσαμε την α’ Γυμνασίου (πηγαίναμε σε διαφορετικά δημοτικά σχολεία). Την ακολουθούσε από το Δημοτικό η φήμη της πολύ καλής μαθήτριας. Καθόταν στο δεύτερο θρανίο (με τη Μιμίμα την Γεωργάκη). Εγώ ακριβώς πίσω της. Μόλις η καθηγήτρια μας έδινε το θέμα της έκθεσης, η Ελένη σε 10 λεπτά είχε ήδη γεμίσει 3 σελίδες με τα όμορφα στρογγυλά γράμματά της (εγώ ακόμα στον πρόλογο…..). ‘Απλωνε το γραπτό της πάντα, κι εγώ πίσω απ’την πλάτη της προσπαθούσα να κλέψω ιδέες. Τι να κλέψεις? Η έκθεση-χείμαρρος, ποίημα, μυθιστόρημα!!! Το ίδιο γινόταν και στα άλλα μαθήματα. ‘Ηταν η αγαπημένη όλων των καθηγητών. Στην 3η Λυκείου ανέλαβε την παρουσίαση της επετείου της γιορτής του Πολυτεχνείου. ‘Όταν διάβασε την Μεγάλη ‘Εξοδο από το ‘Αξιον Εστί του Ελύτη, μας έκανε και κλαίγαμε. Εγώ της οφείλω το ότι έτσι γνώρισα την ποίηση. Το ίδιο μας έκανε και κλάψαμε 22 χρόνια μετά στη συνεστίαση συμμαθητών (στην ταβέρνα της Ελένης Κορωνιά).

  • Η Ελένη των μαθητικών μας χρόνων. ‘Ησυχη, διακριτική, χωρίς έπαρση, κέρδιζε την αναγνώριση με την ευγένεια και την ποιότητα του χαρακτήρα της.
Μετά το Λύκειο χαθήκαμε για λίγο. Όταν άνοιξε το βιβλιοπωλείο της, βρισκόμαστε εκεί και τα λέγαμε. Και μετά έκανε κάτι εξωφρενικό για «κορίτσια από σπίτι». Στα 25 της άφησε γάμο, δουλειά, βιβλιοπωλείο και έφυγε. Από τότε άρχισε η ξέφρενη συγγραφή βιβλίων: 13 μυθιστορήματα (είναι έτοιμο το 14ο με τίτλο «το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ»), 10 ποιητικές συλλογές, 2 διηγήματα, 3 παιδικά παραμύθια (και είναι έτοιμο το 4ο με τίτλο «η ζωγραφιά που ταξιδεύει»), 5 συμμετοχές σε συλλογικά έργα και 4 ανθολογήσεις και επιμέλειες κοινών έργων. Συγχρόνως είναι στην συντακτική επιτροπή του περιοδικού της εφημερίδας «ΕΘΝΟΣ» με τίτλο «Η ιστορία σήμερα».

  • Η Ελένη σήμερα παραμένει το κορίτσι με την τεράστια υπομονή, την ανοχή, την καλωσύνη, την γενναιοδωρία, την ευαισθησία, την μεγάλη αίσθηση του καθήκοντος, την μεγάλη αγάπη της για τα παιδιά και τους ηλικιωμένους. Η Ελένη που απεχθάνεται την αλαζονεία και την κακία. Που οι πραγματικοί ήρωες γι’αυτήν είναι «εκείνοι που δημιουργούν στα όρια της εξάντλησης, αυτοί που λυγίζουν κάτω απ’το βαρύ μόχθο, που είναι κιόλας τσακισμένοι και στέκουν, ωστόσο, όρθιοι» (Ασσενμπαχ).
  • Η αγαπημένη της απασχόληση είναι το διάβασμα. Το διάβασμα μέχρι τελικής πτώσεως. Όπως λέει «γίνομαι σχεδόν γραμματοσειρά και μπαίνω στη σελίδα». Το σπίτι της είναι μία δημόσια βιβλιοθήκη (πάνω από 25.000 βιβλία!!!!!). ‘Αλλωστε αν θα ξανάρχιζε τώρα, θα ήθελε να ήταν βιβλιοθηκονόμος σε μία βιβλιοθήκη μικρής πόλης.
Η Ελένη έζησε και ζει όπως της πάει. Μετανοιώνει μόνο που δεν χόρτασε τους αγαπημένους της ανθρώπους που έφυγαν. Και νοιώθει ώρες-ώρες μια βαθιά λύπη και μελαγχολία γιατί η πίστη της δεν είναι αρκετή. Θα ήθελε να’ταν ακλόνητη.

Ελένη, ένα μεγάλο εύγε γιατί παρά το γεγονός ότι έφτασες πολύ ψηλά στο χώρο της λογοτεχνίας και όχι μόνον, παραμένεις σεμνή και διακριτική και προτίμησες να ζεις στην πόλη που γεννήθηκες και μεγάλωσες και να προσφέρεις πάντα. Είσαι ένα στολίδι για την πόλη μας και αισθανόμαστε περήφανοι για σένα.

Σ’ευχαριστούμε πολύ και σου ευχόμαστε πάντα να’σαι γερή και φωτισμένη!!!!


22/1/13

ανοιχτό στο ενδεχόμενο


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ/ ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ

Της Τέσυς Μπάιλα

Από την παρουσίαση στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κορωπίου (20 Ιαν. 2013) 

Καλησπέρα κι από μένα, ήθελα πρωτίστως να σας ευχαριστήσω για την τιμή που μου κάνατε να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να μιλήσω για ένα τόσο σημαντικό βιβλίο αλλά κυρίως για την ίδια την Ελένη Γκίκα, έναν άνθρωπο που με αγκάλιασε από τα πρώτα μου βήματα στο χώρο αυτό, μας στηρίζει στο Λογοτεχνικό Περιοδικό Κλεψύδρα και προσωπικά με τιμά με τη φιλία και την αγάπη της. Θα ξεκινήσω λοιπόν από μια μικρή, αλλά τόσο συμπυκνωμένη φράση που σταχυολόγησα από το βιβλίο της Ελένης:

«Ένα έργο παραμένει πάντα ανοιχτό στο ενδεχόμενο». Ποιο είναι τελικά αυτό το ενδεχόμενο, αναρωτήθηκα, διαβάζοντας αυτή τη φράση για να καταλάβω, ολοκληρώνοντας το βιβλίο, ότι με αυτή τη φράση-κλειδί η συγγραφέας Ελένη Γκίκα μας καλεί να ξεκλειδώσουμε τους μυστικούς κόσμους των ηρώων της και να αναζητήσουμε την ηδονή του αναπάντεχου, που πάντα ξαφνιάζει όταν κάποιος αποκρυπτογραφήσει τα νοήματα που ενυπάρχουν μέσα στις λέξεις. Λέξεις που με επιδεξιότητα και σοφία «υφαίνει» η Ελένη Γκίκα σε ένα λόγο που ρέει.

 Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε ότι: «το μυθιστόρημα είναι φιλοσοφία σε εικόνες» και ακριβώς αυτό είναι που κάνει η Ελένη σε τούτο το βιβλίο της. Προσεγγίζει με χειρουργική ακρίβεια φιλοσοφικούς στοχασμούς σε μια αρμονική συμπύκνωση νοημάτων, ένα προσωπικό παιχνίδι στο οποίο μοιάζει να αρέσκεται η συγγραφέας.

Η Ελένη Γκίκα στο βιβλίο της αυτό σκηνοθετεί εικόνες υψηλής αισθητικής, μέσα στις οποίες ο αναγνώστης καλείται να διακρίνει τους πολυδαίδαλους μηχανισμούς που την ώθησαν στη δημιουργία τους και να τους θέσει σε λειτουργία, ώστε να αφουγκραστεί μια διακειμενική συνομιλία που υπάρχει μέσα στις σελίδες του βιβλίου με άλλους, σημαντικούς δημιουργούς.

Άλλωστε η ίδια έχει πλήρως αφομοιώσει πλήρως το έργο τους και μας το προτείνει, περνώντας από τον Φρόιντ στον Γιουνγκ, από τον Προυστ στην Ανν Σέξτον, από τον Ντίκενς στη Γιουρσενάρ, από τον Κάφκα στον Πρεβέρ και από εκεί με την ίδια ευκολία στον Ουγκώ ή τον Σωκράτη. Μα περισσότερο από όλους ο Μπόρχες και βεβαίως ο Ντάρελ, τα λόγια του οποίου διατρέχουν το κείμενο, είναι οι προσωπικότητες που την εμπνέουν και γίνονται η αιτία να υψωθεί ο λόγος της.

Αλλά και η μουσική συνομιλία του κειμένου είναι εξίσου σημαντική. Από τον Τσαϊκόφσκι, περνάει στον Μπαχ και τον Ραχμάνινοφ, από την Καραΐνδρου στον Πράισνερ, τον Θεοδωράκη και τον Ντβόρζακ, από τους Σκόρπιονς στους Μπιτλς με ιδιαίτερη ευκολία, υπενθυμίζοντας τελικά ότι η τέχνη είναι μία, αδιαίρετη και μοναδική, ποικιλοτρόπως εκφραζόμενη αλλά πάντα ενιαία, αφού, όπως έχει γράψει ο Φερνάντο Πεσόα: «η τέχνη ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί».

«Ένας καλλιτέχνης δεν ζει την προσωπική του ζωή όπως εμείς. Την κρύβει, υποχρεώνοντάς μας να πάμε στα βιβλία του ή στους πίνακές του, στις μουσικές του, αν θέλουμε να αγγίξουμε την αληθινή συναισθηματική του πηγή», γράφει η ίδια, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο τον μυστικό κώδικα ανάγνωσης αυτού του δυνατού και ταυτόχρονα εσωστρεφούς κειμένου.

 Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι παράλληλα λοιπόν ένα δοκίμιο περί τέχνης γενικότερα, ένα δοκίμιο ωστόσο με ιδιότυπα χαρακτηριστικά, τα οποία  αποκτά μέσα από τη σχέση του με το πεζογράφημα αλλά κυρίως μέσα από τη σχέση του με την Ποίηση. Η Ελένη Γκίκα διεισδύει μέσα στους ποιητικούς κόλπους της γλωσσικής εκφοράς και καταγράφει τους σπασμούς μιας έκρηξης, εμπλουτίζοντας το κείμενό της με εικόνες στοιχειωμένες από τη ποιητική του Ταρκόφσκι, του Σεφέρη, του Τζόυς.

Κι αν όπως έγραψε ο Καμύ για τον Κάφκα η δύναμη του συνίσταται στο γεγονός ότι σε αναγκάζει να τον ξαναδιαβάσεις, η δύναμη της Ελένης Γκίκα είναι ο εξαναγκασμός να διαβείς αναγνωστικά μονοπάτια που η ίδια περπάτησε πριν από σένα, να ανιχνεύσεις τις προσωπικές της αναγνωστικές αναφορές, αν πρόθεσή σου είναι να αντικρίσεις γυμνές τις προσωπικές της αλήθειες και μόνο έτσι να τις κατανοήσεις.

Το βιβλίο λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα και είναι αυτά τα επίπεδα που προσφέρουν την αναγνωστική απόλαυση. Δημιουργούν ένα ιδιαίτερο μικρόκοσμο, τον κόσμο της Ελένης Γκίκα στον οποίο όταν καταφέρει να περάσει ο αναγνώστης, τότε μπορεί και εισπράττει τον αμητό συναισθημάτων που η συγγραφέας του προσφέρει. Μοιάζει λίγο με την είσοδο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, εκεί όπου πάντα, τι περίεργο; το ενδεχόμενο παραμονεύει.

Μέσα στα πολυεπίπεδα μονοπάτια του κόσμου αυτού, ο αναγνώστης θα ανακαλύψει την ψυχολογική και ταυτόχρονα συναισθηματική μορφή τόσο της συγγραφέως όσο και τη δική του. Η έξοδος από τον κόσμο αυτόν βρίσκεται στην οδό της γνώσης. Μιας γνώσης που έρχεται καταλυτική, ωστόσο οσμωτικά κατασταλαγμένη, για να βάλει σε τάξη τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις, τις αλλιώτικες ψυχολογικές και συναισθηματικές διαδρομές.

 Το βιβλίο θα μπορούσε επίσης να λέγεται Γυναίκες στο περβάζι της ζωής, όπως η ίδια αναφέρει κάπου, αφού πέρα από τη ροή μιας συγκεκριμένης ιστορίας αυτό που ακριβώς εξετάζεται είναι η αγωνία της γυναίκας που παραμένει στο περιθώριο της ζωής.

 Η Ελένη Γκίκα μιλά για τον πόνο και την αγωνία, για τα όνειρα που χάσκουν ξεθωριασμένα στο περβάζι της ζωής και ζητούν την πραγμάτωση τους ή συχνότερα το λόγο της μη πραγμάτωσης, το φως και το σκοτάδι της ανατροπής, την αυτογνωσία και το πάλεμα για τη θυσία κι όλα αυτά σε ένα χρόνο άχρονο με το παρόν μπλεγμένο στο παρελθόν και το μέλλον. Στο πρόσωπο μιας γυναίκας, αυτής της Βορινής κουζίνας, η συγγραφέας εγκωμιάζει τη γυναίκα ως σύμβολο,  ως ιδέα, ως άνθρωπο και υμνεί τις γυναίκες όλου του κόσμου.

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας ακροβατεί στις σχέσεις της και γίνεται η ίδια το φως και ταυτόχρονα το σκοτάδι μέσα στη διαύγεια, ισορροπώντας το δικό της εγώ μέσα στο εσύ των άλλων γυναικών, αναζητώντας το «πού συναντιούνται οι δρόμοι τους και πού χωρίζουν-αν χωρίζουν ποτέ», όπως γράφει η ίδια. Οι ήρωες της Ελένης Γκίκα και οι ηρωίδες της αναζητούν τις πιο βαθιές τους επιθυμίες και μέσα από αυτές μαθαίνουν να ζουν από την αρχή, να πραγματοποιούν τα όνειρά τους, να γεύονται τις αλήθειες τους.

Για μια ακόμη φορά η Ελένη Γκίκα γράφει με ένα λόγο λιτό αλλά περίτεχνο, απλό αλλά σε καμιά περίπτωση απλοϊκό, με λέξεις που ανακτούν τη σημασία του βιωματικού τους φορτίου και εξαπολύονται για να καταδείξουν όχι την αγωνία των ηρώων αλλά περισσότερο της ίδιας της συγγραφέως μια και η Γκίκα πάσχει και γι’ αυτό το λόγο γράφει αυτό το βιβλίο. Πάσχει για τη λογοτεχνία, για τους ήχους των λέξεων που σβήνουν από το λεξιλόγιό μας, για την τέχνη που θα έπρεπε να είναι το είδωλο του καθρέφτη στη ζωή όλων μας, για τη μουσική που χάνεται.

 Η Γκίκα σπαράζει για τις χαμένες αξίες, για τις τρομοκρατικές ενέργειες της εξουσίας, για το σκοτωμένο παιδί των Εξαρχείων, για τη κόλαση της Αθήνας κάθε φορά που γίνονται επεισόδια. Κι αυτές της τις αγωνίες καταγράφει μέσα στο βιβλίο της με την αθωότητα της γραφής αλλά και τον πόνο του πνευματικού ανθρώπου, περιγράφοντας παράλληλα τις μοναχικές της διαδρομές στη ζωή.

  Με τρόπο αποκαλυπτικό, με λιτή αφήγηση ωστόσο ευθύβολη, με λέξεις-βέλη βγαλμένες από τη φαρέτρα της τέχνης του λόγου, κατακεραυνώνει τους στόχους της και δημιουργεί εικόνες και συναισθηματικά κρεσέντα σε μια αναγνωστική διαδικασία που σίγουρα είναι απαιτητική. Ο αναγνώστης, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τις σύγχρονες κοινωνικές αλήθειες της εποχής και μέσα από το λόγο της συγγραφέως θα ανταμώσει τη συναισθηματική ωρίμανση στην οποία τον καλεί.

Η Γκίκα μέσα σε ένα υποδειγματικό, τόσο στη δομή όσο και στον καταγγελτικό του χαρακτήρα, μυθιστόρημα φέρνει μπροστά στα μάτια μας όλες τις αλήθειες της γυναικείας φύσης, τα αντιφατικά της προσωπεία και λειτουργεί ως μια απελπισμένη κραυγή, που αιωνίως επιστρέφει σε μια ολοκληρωτική διαμαρτυρία ενάντια σε όλα όσα η συνείδησή της δεν μπορεί να αποδεχτεί. Μια κραυγή που μόνο ως πάθος μπορεί να μετατραπεί. Ένα πάθος για τη ζωή, τον έρωτα, την τέχνη, τις δυνάμεις εκείνες δηλαδή που έχουν τη μοναδική ικανότητα να αναγεννούν τα πάντα.

«Το σφύριγμα του μοναχικού διαβάτη μέσα στο σκοτάδι δεν σημαίνει πάντοτε φόβο», έγραψε κάποτε ο Ελύτης και η Γκίκα μοιάζει να μη φοβάται το σκοτάδι των χαμένων αξιών της ζωής επειδή βαδίζει παρέα με την τέχνη, το μοναδικό ίσως συντελεστή πολιτισμού και γι’ αυτό τόσο πολύτιμο, την τέχνη σε όλες τις μορφές, πλεγμένες αναπόδραστα η μία μέσα στην άλλη. Κι αυτό ακριβώς προτείνει σε όλους μας, να περπατήσουμε κρατώντας απ’ το χέρι την τέχνη, για να βγούμε στο ξέφωτο του πολιτισμού. Ίσως τελικά αυτό να είναι το ενδεχόμενο που θα αποκαλυφθεί στον αναγνώστη αυτού του βιβλίου, όταν αφεθεί στην αναγνωστική του διαδικασία. Αυτό ήταν τουλάχιστον για εμένα.

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι ήδη ένα  καλοτάξιδο βιβλίο και διαγράφει μια σημαντική πορεία στα ελληνικά γράμματα, γι’ αυτό, το μόνο που θα πω είναι καλή συνέχεια στις εμπνεύσεις σου Ελένη μου και σ’ ευχαριστώ και πάλι για τούτη την τιμή.

21/1/13

Μείνε στην αγάπη



Δημοτική Βιβλιοθήκη Κορωπίου
20 Ιανουαρίου 2013
Από τη Φλώρα Μωραϊτου
Σκέψεις διαβάζοντας το βιβλίο της Ελένη Γκίκα
«Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας»
« …πώς δεν τα αντέχω τα τινάγματα
του μέσα βίου έξω
Αυτοί οι στίχοι της Κικής Δημουλά μοναδικής στην κατάδυση στη γυναικεία ψυχή και στην έκφραση των υπαρξιακών αγωνιών ανακλήθηκαν αβίαστα και αυθόρμητα καθώς προχωρούσε η ανάγνωση της «Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας» της Ελένης Γκίκα.
Γιατί αυτό κάνει μέσα από τις δυο ηρωίδες της , που συναντιούνται στον καθρέφτη και τελικά είναι μία με τα πολλά της πρόσωπα. Ίσως η κάθε Γυναίκα. Ένα επώδυνο τίναγμα του μέσα βίου έξω , μια βασανιστική ενδοσκόπηση , ένα ξεγύμνωμα της γυναικείας ψυχής που δημοσιοποιεί μέσω της λογοτεχνικής γραφής τις αγωνίες ,τις ανασφάλειες, τη μοναξιά, τις ματαιώσεις και τις διαψεύσεις, τα τραύματα και τις ελλείψεις της παιδικής και της ενήλικης ζωής που βιώνεται μισή και ανολοκλήρωτη.
-«Η επίγνωση πως κάτι βαθύ και ουσιαστικό, εντέλει της ξέφυγε, κι αυτή η αίσθηση του μισοτελειωμένου – μια μισή κίνηση ,άραγε, όλη μας η ζωή;»- ή μήπως μια απάτη η ζωή ,όπως το μυθικό Ζαραντάν το αλλόκοτο και τερατώδες νησί, που σε παρασέρνει στο βυθό;» αναρωτιέται η συγγραφέας.

«Ένα βιβλίο πρέπει να λειτουργεί σαν τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα εντός μας», παραθέτει την άποψη του Κάφκα η συγγραφέας, μεταξύ πληθώρας άλλων παραθεμάτων πολλών συγγραφέων και ποιητών-κάτι που άλλωστε αποτελεί σημείο αναγνωρίσεως της Ελένης Γκίκα και δηλωτικό της ζωής της μέσω των βιβλίων ,της χάρτινης, όπως η ίδια την αποκαλεί.
Δεν θα έλεγα «τη Γυναίκα της βορινής κουζίνας» τσεκούρι . Νυστέρι, μάλλον. Είναι ένα βιβλίο όχι ευχάριστο, όχι ευκολοδιάβαστο, μάλλον στενάχωρο, γιατί λέει αλήθειες πικρές , δύσκολα ομολογημένες,
Γιατί σκαλίζει συνειδήσεις, ξυπνά εφησυχασμούς, σπάει την κρούστα της φαινομενικά τακτοποιημένης και κοινωνικά αποδεκτής ζωής. Θα την έλεγα και καθρέφτη αμείλικτο, γιατί βάζει τον αναγνώστη της ώριμης ηλικίας, όταν αρχίζει τους απολογισμούς και την τακτοποίηση των λογαριασμών ,απέναντι στο δικό του καθρέφτη που μαγικός και άτεγκτος ανασύρει εικόνες από το παρελθόν επιμελώς θαμμένες και αποκαλύπτει τις ρυτίδες και τις ρωγμές του παρόντος, τις δικές του ματαιώσεις, τα δικά του κενά , τις δικές του αγωνίες και απώλειες .τα δικά του μισά για αυτά που έκανε και δεν έκανε, αυτά που έζησε και δεν τόλμησε να ζήσει, που ξαφνικά βλέπει «τον ξένο και τον εχθρό στον καθρέφτη».

Εντέλει με ένα τρόπο αντιφατικό ,ένα βιβλίο που δεν είναι ευχάριστο λειτουργεί ανακουφιστικά και καθαρτικά στο βαθμό που νιώθεις ότι όλα αυτά και ένα σωρό ερωτήματα μικρά και μεγάλα για το ακατανόητο, το ανεξήγητο και το παράλογο της ζωής, η εναγώνια αναζήτηση ενός νοήματος που ταλανίζουν την ύπαρξή του τη μικρή ,είναι αγωνίες και ερωτήματα και άλλων πολλών, ανθρώπων απλών και ανθρώπων του πνεύματος που έχουν αναλώσει τη ζωή τους στην αναζήτηση, στη μελέτη και τη γραφή .

Βιβλίο απαιτητικό με πυκνότητα σκέψεων και συναισθημάτων, ζητά την αδιάλειπτη προσοχή του αναγνώστη και ελέγχει το εύρος των λογοτεχνικών του αναγνωσμάτων και όχι μόνο . Με γλώσσα καλοδουλεμένη, με λόγο μεστό και περιεκτικό, που υπαινίσσεται και υπονοεί ,όπως η ποίηση περισσότερα απ’όσα λέει. Κάθε φράση του σε βάζει σε διαδικασία
σκέψης και προβληματισμού, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας και αμφισβητώντας:
Άραγε «Μαθαίνεται η αγάπη;»
Και σίγουρα «Με ό,τι ζήσαμε ζούμε» και
«Είμαστε ότι ζήσαμε και ότι μάθαμε»
«Ζόρικος δρόμος ο χρόνος», ποιος το αμφισβητεί;
Και θέλει θάρρος για να παραδεχτείς ότι «τα μεγαλύτερα ψέματα στον εαυτό μας τα λέμε»
Και δυστυχώς «η ζωή αποκτά το πλήρες νόημά της, όταν κοντοζυγώνει ο θάνατος»
Και πόσα «λάθη καμωμένα σωστά»
«τις δυστυχίες μας μόνοι μας τις φτιάχνουμε»; κάποιες ναι και άλλες όχι


Βάζει θέματα πολλά , γνωστά ,αλλά στην πράξη δύσκολα ,γιατί η τέχνη της ζωής απαιτεί πολύ ταλέντο.
-Για τα καθοριστικά για την ενήλικη ζωή μας παιδικά χρόνια με τις οσμές τις εικόνες και τους ήχους και το ανικανοποίητο παιδί που κουβαλάμε μέσα μας όλη μας τη ζωή ,όπως η Αρσινόη και η Ράνια.
-Για την αναντικατάστατη μητρική αγάπη και αποδοχή, που αν δεν υπάρξει στο τρυφερό ξεκίνημα της ζωής σημαδεύει ως έλλειψη, αναπηρία ψυχική και εναγώνια αναζήτηση όλη τη ζωή παιδική και ενήλικη.
-Για την συμφιλίωση με την δυναμική ,σίγουρη, αυστηρή και ψυχρή μάνα που δεν ήξερε να αγκαλιάζει, όταν αντιστρέφονται οι ρόλοι .
-Για το έλλειμμα και το ανολοκλήρωτο για ένα παιδί που δεν αποκτήθηκε, από επιλογή και μιας ζωής που δε βιώθηκε αληθινά αλλά σε μια χάρτινη φυλακή, όπως την έζησε η Αρσινόη .
Και από την άλλη το κενό και η αίσθηση αχρηστίας,
όπως τη βιώνει η Ράνια ,η γυναίκα της βορινής κουζίνας, που ανάλωσε τη ζωή της σε μια κουζίνα ,βασίλειο και φυλακή της ,και τώρα ζει τον αργό θάνατο του γάμου της, «μέσα από την απουσία της παρουσίας» και την απουσία των παιδιών που αφήνουν τη φωλιά και ακολουθούν δρόμους που δεν κατανοεί και αδυνατεί να ελέγξει.Και νιώθει ότι υπήρξε λίγη και αποτυχημένη και ότι αναλώθηκε από επιλογή σε μια ζωή χωρίς νόημα.

-Αλλά και για τη νέα γενιά, μιλάει, τη χαμένη γενιά της κρίσης, τους τρομαγμένους και γιαυτό εξαγριωμένους έφηβους, όπως ο Ορφέας ,ο γιος της Ράνιας, που μέσα στην παραζάλη και τη σύγχυση ξεχύνονται στους δρόμους για να βρουν το δίκιο και το δικαίωμα στο όνειρο , ένα νόημα, για να νικήσουνε τον τρόμο τους, για να εκδικηθούν την κερδισμένη γενιά ,την αδηφάγα, καταστρέφοντας και αυτοκαταστρεφόμενοι.

Κάθε γυναίκα κάποιο κομμάτι της ,κάποια πτυχή της ζωής της θα αναγνωρίσει στη γυναίκα της βορινής κουζίνας. Και είναι σίγουρο ότι δεν υπάρχει γυναίκα που να μην έχει κλάψει στην κουζίνα της –( άλλωστε τα ψιλοκομμένα κρεμμύδια είναι πάντα ασφαλές άλλοθι).

Στενάχωρη και αδιέξοδη « η Γυναίκα»,ασφυκτική η ατμόσφαιρά της μέχρι λίγο πριν το τέλος. Όμως πλησιάζοντας στο τέλος συντελείται απρόσμενα και ανακουφιστικά ,σαν από θαύμα, άλλωστε «βουτηγμένη στο θαύμα» όλη μας η ζωή» ,μια ανατροπή και σα να βρίσκουν όλα τη θέση τους και το νόημά τους ,ακόμα και αν δεν είναι απόλυτα κατανοητό. Το παρελθόν δεν έρχεται απειλητικό και βασανιστικό αλλά ως γλυκιά ανάμνηση `οι νεκροί ανακαλούνται με τρυφερότητα, τα
όνειρα γαληνεύουν. «Δεν υπάρχει πια χαμένος χρόνος παρά μόνο κερδισμένος. Καθετί έχει το λόγο του και τη μυστική του φωνή»
« ο καθείς εφ’ω ετάχθη και ο καθείς με τα όπλα του» δίνει τον αγώνα του σ’αυτή τη ζωή και μυστηριακά και ανεπίγνωστα υπηρετεί το σκοπό της.
Στο τέλος και η Ράνια , της οικογένειας ,των μαντλέν και του ραβανί και η μοναχική Αρσινόη με τη χάρτινη ζωή της συμφιλιώνονται με τη ζωή τους και την αποδέχονται με το ακατανόητο μυστήριό της και τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματά της. Ζουν ήρεμες, σε ειρήνη με τον εαυτό τους και καταλαγιασμένες μέσα στη πλατιά αγκαλιά της πίστης και της αγάπης.Το ίδιο και ο Ορφέας, που κατανοεί ότι η απάντηση δε βρίσκεται στη βία.
Αφήνοντας και στον αναγνώστη μια αχτίδα, μια παρηγορητική προοπτική αποδοχής του ακατανόητου μυστηρίου της ζωής ,για να μπορέσει να τη διανύσει με απαντοχή στις καταφορές της τύχης ,αλλά και να χαρεί της ζωής το «άξιον εστί»,την ευλογία της κάθε μέρας και την ομορφιά και το μεγαλείο των μικρών πραγμάτων, αποδεχόμενος την ζωή όχι ως βάρος δυσβάσταχτο αλλά
ως θείο δώρο, πρόκληση και περιπετειώδες ταξίδι.
Τελειώνοντας από μένα για την Ελένη , της διαρκούς αναζήτησης της Αγάπης , και όλους εμάς που βιώνουμε μικρούς και μεγάλους πόνους, ατομικούς,οικογενειακούς και συλλογικούς, που πλέον διαπλέκονται επικίνδυνα απειλώντας με κλονισμό τις ανθρώπινες σχέσεις και τη συνοχή μας ως κοινωνία ,αντί άλλων ευχών για τη χρονιά που ξεκίνησε και όσες επόμενες μας αξιώσει ο θεός, αυτοί οι αγαπημένοι μου, ιαματικοί στίχοι του Ν.Καρούζου που ένοιωσα να συμπυκνώνουν το τελικό μήνυμα του βιβλίου και προσφέρουν ανακούφιση παρηγοριά και ελπίδα στο άλγος των ψυχών και στην τρικυμία των καιρών :

Ν. Καρούζος
Μείνε
Θα περάσουν αποπάνω μας όλοι οι τροχοί…
Στο τέλος
τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν…

Αγάπη , μείνε στην καρδιά-
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
με την αγάπη
θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
(Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία,)
Και ,προπαντός,
Ας μην αφήσουμε την αγάπη
Να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα…

Πέρασε ,αγάπη,
αρχόντισσα στην ψυχή μας,
ανώτερη απ’ την ελευθερία,
απάνω απ’τον πατέρα
απάνω απ’τη μητέρα,
απάνω απ’ τη γυναίκα-
απάνω σε όλους μας!

Αγάπη, μένουμε στα χείλη σου
κ’έχουμε γεύση του θεού,
Τα δικά σου χείλη ,αγάπη, δεν κυριεύουν
Οι άκρες τους ρέπουν στο σκοτεινό,
Παίρνουν απ’το φως,
Προσφέρουν στο φως-
Είναι και μέσα μας το φως!

θα μας πατήσουν
Πέλματα πολλά
Στο τέλος
Τα ίδια τα όνειρά μας θα μας σώσουν…

Μείνε στην αγάπη.

---------------------------------------


Κλείνοντας θα θέλαμε η γυναικεία συντροφιά της λέσχης ανάγνωσης να αφιερώσουμε ένα τραγούδι στην Ράνια της Ελένης και σε κάθε άλλη Ράνια, Μαρία, Κατερίνα, Σοφία ,σε κάθε γυναίκα που ανάλωσε και αναλώνει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της σε μια κουζίνα, για να κρατάει το σπιτικό ανοιχτό, να συγκεντρώνει την οικογένεια γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι και κρατά την εστία ζεστή. Και με τρόπο απλό και αυτονόητο, δεδομένο για τους οικείους καταφέρνει να κάνει γιορτή κάποιες μικρές στιγμές. Το αφιερώνουμε και στις άλλες των δίσεχτων καιρών, που το παράπονο τους δεν είναι ότι μένει ανέγγιχτο το φαγητό που με τόση αγάπη ετοίμασαν ,αλλά αγωνιούν και αγωνίζονται με τα ελάχιστα , για να κρατήσουν την εστία αναμμένη σε ένα αγώνα επιβίωσης.


μαζί σας μεγαλώνω και γερνάω καλά...


Για τη “Γυναίκα της βορινής κουζίνας”

 

«Στο σπίτι μου που δεν είναι σπίτι μου»

 

από την παρουσίαση του βιβλίου στη Δημοτική Βιβλιοθήκη στο Κορωπί (Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013)

 

Θα μπορούσα και να είμαι εγώ “Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”, από την άποψη ότι πράγματι έχω... βορινή κουζίνα, εξάλλου σαν χώρος με έχει απασχολήσει, χρόνια, καιρό. Από το “Μετεβλήθη εντός μου ο ρυθμός του κόσμου”. Είναι κι εκεί μια γυναίκα της βορινής κουζίνας που χάνεται, τελικά.

Και είναι το βιβλίο που ήθελα πάντα να γράψω. Από την άποψη ότι έχει όλες τις ερωτήσεις που ενδεχομένως και ποτέ να μην απαντηθούν, τα βασικά μου αινίγματα που μπορεί και ποτέ να μη λυθούν και είναι ένα βιβλίο φωτεινό, επί της ουσίας αισιόδοξο.

Σκληρό και ταυτοχρόνως τρυφερό.

Ερεβώδες και ταυτοχρόνως λυτρωτικό.

Γραφόταν χρόνια, μέσα από τις τρεις γυναίκες που ενδεχομένως και να ταυτίζονται στο τέλος, δλδ να αποτελούν και τα τρία ενδεχόμενα του ενός προσώπου ή να σκορπίζονται στον χώρο και στον χρόνο σαν μπάμπουσες, επιχείρησα να ζήσω όλα τα ενδεχόμενα της ζωής: εκείνη που έζησα, εκείνη που δεν θα ζούσα ποτέ πια εκ των πραγμάτων (δεν γίνεται τώρα να κάνω παιδιά), εκείνη που θα μπορέσω να δω όταν πού πια καιρός, όταν όλα θα κοντεύουν να τερματίσουν και η εικόνα του εαυτού μου και της ζωής θα έχει γίνει κάπως σαφής.

Η Αρσινόη, η γυναίκα του ανατολικού καθρέφτη, είναι η γυναίκα της δικής μου γενιάς. Ελευθερωμένη και ταυτοχρόνως σκλάβα στις σκηνοθετημένες αγάπες της. Μεταφράζει, μεταφράζει, μεταφράζει και θυσιάζει ό,τι την βγάζει έξω από την δική της σκηνοθετημένη ζωή.

Η Ουρανία, ή Ράνια, η γυναίκα της Βορινής κουζίνας είναι η σταχτοπούτα που βρήκε τον πρίγκιπά της νωρίς. Τον άντρα της και την υπέροχη κουζίνα της αμέσως μόλις τέλειωσε τη σχολή. Τα τρία παιδιά ήρθαν σαν φυσικό επακόλουθο.

Η Αριάδνη, η γυναίκα του δυτικού καθρέφτη έχει σχεδόν τερματίσει, τα έχει κάνει καλά, τα έχει βρει και τα έχει χάσει και έχει πια καταλάβει ότι αυτό είναι, εν τέλει, η ζωή. Είναι εκείνη που μπορεί πια όντως να βλέπει. Η γυναίκα εκείνη που μπορεί να παρατηρεί. Πόσο όμοιες είναι οι άλλες δυο που νομίζουν ότι είναι ανόμοιες εντελώς. Που διαβάζουν το ίδιο βιβλίο ταυτοχρόνως, βαδίζουν στους ίδιους δρόμους και χάνονται στις κινητοποιήσεις του κέντρου η μία αναζητώντας με πέντε μαντλέν στην τσάντα τον γιο της και η άλλη σώζοντας εκείνον τον γιο με χειρόγραφα του Πρεβέρ. Που μοιράζονται κάποια στιγμή και τον ίδιο άντρα.

Τον άνδρα που σαν σκιά είναι εκείνος που αξιώνεται την θυσία ως πατέρας και διασώζεται στο φινάλε ως γιος.

Και ταυτοχρόνως, είναι η γιαγιά τους και η μάνα τους. Είναι το φάντασμα μιας γυναίκας που επισκέπτεται την Ράνια στη Βορινή της κουζίνα, είναι η Γερτρούδη και η Ουλρίκα, είναι η Βερόνικα στην διπλή και στην πολλαπλή της ζωή.

Ξετυλίγονται σε 33 κεφάλαια τριτοπρόσωπα και παρεμβάλλονται στα πέντε μέρη πρωτοπρόσωπα, η Αρσινόη με επιστολές, η Ράνια με τις ημερολογιακές σημειώσεις της και η Αριάδνη με τα προσωπεία, τις μάσκες της, εντελώς εικαστικά.

Ο τόπος είναι η Αθήνα που καίγεται, ο χρόνος πηγαινοέρχεται ενιαίος και θεικός. Οι ρόλοι αλλάζουν και όλοι μπορούν τα πάντα, είμαστε ελεύθεροι εξάλλου να βαδίσουμε ακόμα και στον χαμό.

Δεν θα είχε τελειώσει αν δεν είχαν προηγηθεί τα παραμύθια μου και αν δεν είχε αποκατασταθεί η υπέροχη σχέση με τα παιδιά. Δεν θα είχε τελειώσει τόσο φωτεινά εάν η ζωή μου, η ζωή μας, δεν είχε τα τελευταία χρόνια τέτοια σκοτεινά.

Ένα βιβλίο που υπήρξε για μένα θεραπευτική γάζα, αυτογνωσία, η ζωή που δεν έζησα και για την οποία ποτέ δεν είναι αργά.

Είναι ο κόσμος που δεν είναι εκείνος που φαίνεται αλλά εκείνος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε για να τον ξεχάσουμε – για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε- αμέσως μετά.

Αναμετρήθηκα μαζί του όταν όλα είχαν τελειώσει, η Κέλλυ και ο Αλέξανδρος Καλέντης οι εκδότες μου, μού είχαν παραδώσει ένα βιβλίο σχεδόν μεταξωτό, ο Αντώνης Ασπρόμουργος είχε βρει τα πρόσωπα και τα προσωπεία των ηρωίδων μου και η Αρετή Κολλάτου είχε αναλάβει στην κυριολεξία να τις αποκρυπτογραφήσει για μένα.

Μ' αυτό το βιβλίο άντεξα εκείνο που ποτέ δεν πίστευα ότι θ' αντέξω. Την απώλεια. Την απώλεια σχεδόν των πάντων για να τα ξαναβρώ καινούργια. Και πάνω απ' όλα τον θάνατο του αγαπημένου μπαμπά. Αποδεχόμενη πια ό,τι στη ζωή θα πρέπει και να το γράψω για να το καταλάβω αυτό που ζω. Ποτέ, εξάλλου, δεν καλοξέρεις αν είναι οι ήρωες που σε επέλεξαν ή σ' ονειρεύτηκαν ή αν είσαι εκείνη που επιλέγεις και τους έχεις, εν τέλει, ονειρευτεί. Ποτέ σου, επίσης, δεν θα καλοκαταλάβεις ολότελα πώς διασώζονται, τελικά, όλα μέσ' στο χαρτί. Όλα όσα ζήσαμε αλλά κι εκείνα που εν δυνάμει θα μπορούσε και να ζήσουμε. Γιατί έχει πολλά πρόσωπα και ο εαυτός μας και η ζωή.

 

H ζωή που μας επιφυλάσσει μεγάλες εκπλήξεις, συνδυάζοντας χαστούκια και χάδια μαζί.

Όπως αυτό εδώ το σημερινό που για μένα, για κάθε άνθρωπο που γράφει ή κάνει οτιδήποτε, όταν συμβαίνει στον τόπο του και από τους ανθρώπους του, αποτελεί την ύψιστη τελικά τιμή. Κάτι σαν το εύγε της μαμάς μας, γι' αυτό δεν κάνουμε σ' αυτή τη ζωή ό,τι κάνουμε τελικά;

 

Με τα βιβλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης μεγάλωσα και σ' αυτό τον χώρο χρωστώ την αγάπη γι' αυτά. Αυτό τον χώρο εδώ τον είδα να χτίζεται, να γεμίζει βιβλία, αναγνώστες, παιδιά.

Και σήμερα όλοι εσείς μού κάνετε την τιμή να βρίσκομαι ανάμεσά σας, ακριβώς εδώ που ως παιδί δεν θα μπορούσα ούτε καν να το φανταστώ.

Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να φανταστώ πως η διπλανή μου στο θρανίο, η Κική Γκίκα θα μιλούσε σήμερα για μένα εδώ. Κική μου, σου χρωστώ τελικά τον ξανακερδισμένο χρόνο,

σε όλους εσάς χρωστώ το ότι δεν θα μου επιτρέψετε να γνωρίσω τον Χαμένο καιρό που βιώνουν οι ηρωίδες μου στο βιβλίο.

Γι' αυτό, μέσα από την καρδιά μου το μόνο που μπορώ να πω είναι ευχαριστώ.

Ευχαριστώ την φίλη της καρδιάς μου, την αδελφή που δεν είχα κι απόκτησα, την Μηλίτσα Πιέτρη Αυγούστη για την διαρκή φροντίδα και την αγάπη της, για τη ζεστασιά μιας ζωής,

ευχαριστώ την Φλώρα Μωραίτη για την ευαίσθητη κι οξυδερκή προσέγγισή της στο βιβλίο αλλά και για όλα αυτά τα χρόνια στην Ομάδα βιβλίου,

ευχαριστώ την καινούργια μου φίλη Τέσσυ Μπάιλα γιατί μου επιτρέπει να ελπίζω και πάλι στο ενδεχόμενο,

μου επιτρέπει να παραμένω ανοιχτή σ' αυτό σαν παιδί,

ευχαριστώ όλα τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης της Δημοτικής Βιβλιοθήκης που διάβασαν με αγάπη αυτό το βιβλίο, για το χρόνο τους και τον τρόπο τους,

ευχαριστώ πολύ τη Βιβλιοθήκη και τον Σφηττό, τον δήμαρχο κύριο Κιούση, ξανά την παιδική φίλη και συμμαθήτριά μου Κική Γκίκα γι' αυτή την τιμή,

τους εκδότες μου,

Κέλλυ και Αλέξανδρο Καλέντη που με κάνουν να θέλω να γίνω καλή όσο γίνεται πιο καλή,

σας ευχαριστώ όλους,

μέσα από την καρδιά μου

γι' αυτή την τιμή και για την ωραία εν τέλει μαζί σας ζωή...

 

για μένα θα είστε η οικογένεια πάντα

και ο τόπος μου, το στήριγμά μου για όλα τα δύσκολα, ο δικός μου παράδεισος, ο τόπος που ονειρεύομαι να ζήσω και να γεράσω γιατί μαζί σας ζω, μεγαλώνω, γερνώ καλά....

 

ευχαριστώ!

 

 

 

14/1/13

Η θηλυκή ματιά στη ζωή





«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» της Ελένης Γκίκα (Εκδ. Καλέντη)

γράφει η Βίκυ Κόλλια




δημοσιεύθηκε στις 11/1/2013 στο “Αττικό Βήμα”

«Η λογοτεχνία όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με την
ομολογία, ότι η ζωή δεν αρκεί». Όπως πολλές έννοιες και προσδιορισμοί εκπίπτουν από την αρχική τους υπόσταση, ακριβώς έτσι και η δημοσιογραφία απέκτησε τιμητές, κατήγορους και αμφισβητίες. Δεν είναι ψέμα πως, από τον χώρο της ενημέρωσης, λιγότερο έντυπο και κυρίως ηλεκτρονικό, εκπορεύεται η συνείδηση που δυστυχώς συχνά
φτάνει παραποιημένη στο κοινό.
Στοχοποιούνται, όπως είναι επόμενο, οι δημοσιογράφοι, οι οποίοι
θεωρούνται από πολλούς συνυπεύθυνοι για την γενικότερα διαταραγμένη κατάσταση στην οποία έχει επέλθει η χώρα.
Και όμως, η δημοσιογραφία, όπως και τα συνθετικά της λέξης
ορίζουν, αφορά μια μορφή γραφής που απευθύνεται στο λαό.
Η κα. Ελένη Γκίκα και από την επιτυχημένη δημοσιογραφική της
πορεία και από τη μυθιστορηματική της αναζήτηση αποδεικνύει ότι άξια φέρει τον τίτλο της δημοσιογράφου που τολμηρά αλλά και με σεβασμό έχει εισβάλλει και στο χώρο της λογοτεχνίας.
Και δεν είναι εύκολο πραγματικά, σε μέρες που πολλοί
αυτοπροσδιορίζονται ως συγγραφείς, να γίνει κάποιος αποδεκτός ως πνευματικός δημιουργός. Θεωρώ πως εκείνος που εκτιμά και τιμά έναν τέτοιο τίτλο και επιθυμεί επάξια να τον φέρει, οφείλει να αποδεικνύει με κάθε του πόνημα ότι τον αξίζει. Οι εξετάσεις γίνονται
από το τμήμα εκείνο του αναγνωστικού κοινού που έχει αποφασίσει να βάζει ψηλά τον πήχυ, επιδιώκοντας και δικαίως την ποιότητα.
Πόσο δύσκολο είναι άραγε, για μια επιτυχημένη και κοινά αποδεκτή
δημοσιογράφο να επιλέγει τη λογοτεχνία ως μορφή αυτοέκφρασης; Πόσο τολμηρό και ριψοκίνδυνο; Φαντάζομαι πολύ, εφόσον η δημοσιογραφική πένα δεν είναι πάντοτε ικανή να παράγει λογοτεχνία. Αρκετοί το τόλμησαν, όχι πάντοτε με επιτυχία.
Η κα. Ελένη Γκίκα διαθέτει ευαισθησία, ποιητική φλέβα,
φιλοσοφική διάθεση και κυρίως σεβασμό στον αναγνώστη, στοιχεία που συνθέτουν μια πραγματική λογοτέχνιδα. Και σίγουρα δεν είναι εύκολο από τη σκληρή, βουτηγμένη στην κυριολεξία- κατ’ απαίτηση του κοινού- γλώσσα της δημοσιογραφίας να αρθρώσει κάποιος λογοτεχνικό λόγο.
Η Ελένη Γκίκα, όπως είναι γνωστό, κινείται ανάμεσα στην
πεζογραφία και την ποίηση με εξαιρετική ευελιξία. Πρόκειται προφανώς ένα δύσκολο εγχείρημα, που προφανώς απαιτεί υψηλή γνώση της ελληνικής γλώσσας αλλά και συγγραφικό χάρισμα, κάτι που εκείνη διαθέτει.

«Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» είναι ένας ύμνος και ένας
θρήνος για τη γυναίκα του χθες, του σήμερα, του αύριο.
Η Ράνια, η Αρσινόη και η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη. Και ο
καθρέφτης, ένα διαχρονικό σύμβολο ομορφιάς και αυτοπροσδιορισμού του γυναικείου φύλου. Το αθώο παιδικό βλέμμα, η πρώιμη συνειδητοποιημένη θηλυκότητα, της εφηβείας, η γυναικεία φιλαρέσκεια... η αγωνία της πρώτης ρυτίδας, το άγχος της μοναξιάς, της απώλειας του ερωτισμού, η αποδόμηση του γυναικείου συμβόλου... και η παράλληλη ανύψωσή της.
Η εναλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων από τις ηρωίδες, οι
ημερολογιακής φύσης καταθέσεις ψυχής και η δυναμική παρέμβαση της αφηγήτριας στο μυθιστόρημα χαρίζουν μοναδική θεατρικότητα.
Ίσως έγραφαν κοιτώντας τον καθρέφτη τους, χρίζοντάς τον σιωπηλό
μάρτυρα της ζωής τους.
Η σημειολογία στο μυθιστόρημα αυτό επικρατεί απόλυτα. Συμβολικά
αναφέρονται τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, η 15ηΑυγούστου, ακόμα οι μαντλέν που με πείσμα επιμένει να παρασκευάζει η Ράνια ακόμα και στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής της. Ο χρόνος αποδεικνύεται άλλοτε εχθρός άλλοτε φίλος συμπονετικός και συνοδοιπόρος τους. Το κόκκινο παλτό του μικρού πρόωρα χαμένου κοριτσιού στη Μάνη, η μνήμη του αδικοχαμένου βρέφους της Αρσινόης, η βορινή κουζίνα της Ράνιας, ‘ναός και τάφος’ αντίστοιχα, το ανατολικό γραφείο της Αρσινόης, το καταφύγιο και η φυλακή της, το Ζαραντάν, το περίεργο νησί, η κόλαση και ο παράδεισος.
Δυο γυναίκες τόσο όμοιες- ακόμα και στην εμφάνιση- και τόσο
ανόμοιες .Δυο ζωές παράλληλες που συγκλίνουν. Δυο σπίτια τόσο διαφορετικά. Το ένα ζεστό οικογενειακό, που με τον καιρό αδειάζει δραματικά, εκείνο της Ράνιας, το άλλο ψυχρό, αδιάφορο, εργένικο, με έναν νεαρό επαναστάτη τον Ορφέα να του δίνει προσωρινά ζωή. Δυο σπίτια φωλιά και παγίδα μαζί.
Η Ράνια που έψαχνε ουρανό... «Γινόμαστε ό,τι ονειρευόμαστε»,
λέει ο Ντάρελ. Η Ράνια όμως μεγάλωσε, ωρίμασε, έγινε μητέρα και σύζυγος με όνειρα ανεκπλήρωτα. Η Ράνια, μια μητρική παρουσία από την αρχή έως το τέλος, να αποζητά αγκαλιά και τρυφερότητα, επιβεβαίωση και αποδοχή στον άνδρα της Φώτη, στα τρία της παιδιά, στον ανώνυμο εραστή. Μια αγκαλιά που στερήθηκε από τον πρόωρο χαμό της αδιάφορης μητέρας της και τον πρόωρο πνευματικό παροπλισμό του αγαπημένου της πατέρα.
Η Ράνια, η προσωποποίηση της ενοχής, της ματαίωσης, της ακύρωσης
αλλά και της καλοσύνης, της ανθρωπιάς, της ευαισθησίας. Τρία παιδιά, τρεις άγκυρες. Πώς να μπορέσει να ξεφύγει; Η Βεατρίκη, η Οφηλία και ο Ορφέας είναι το καταφύγιο από τα λάθη της, οι μόνες αδιαπραγμάτευτες, θετικές επιλογές της και ο λόγος να συνεχίζει να ζει...
Μόνο που η μητρότητα δεν καλύπτει πάντοτε τα κενά. Κάποιες φορές
μόνο τεχνητά και παροδικά τα σκεπάζει.
Οι μαντλέν της και
η γκουρμέ βορεινή κουζίνα της δεν μπορούν να
παραπλανήσουν και να κρατήσουν κοντά της τον Φώτη που προτιμά τελικά τις απλές και καθαρές γεύσεις. Ευτυχώς που η μαγειρική της δεινότητα δελέαζε τα παιδιά της. Ακόμα κι όταν εκείνα φεύγουν και η φωλιά αδειάζει, η Ράνια με πείσμα συνεχίζει να δημιουργεί στην κουζίνα της. Είναι άλλωστε η γυναίκα της Βορινής κουζίνας ένα και το αυτό με τον χώρο της. Κανείς και τίποτα δεν θα την μετακινήσει από το βασίλειό της. Εκεί τουλάχιστον νιώθει ασφαλής και πλήρης.
Ειδικά, όταν ο ‘Φώτης της’ έγινε απλά ‘ο Φώτης’ ο ηθελημένα αόρατος σχεδόν συγκάτοικος. Τόσο παρών μα και τόσο απών κι όμως τόσο όμοιος τελικά με τη Ράνια. Στην απώλεια της αδιάφορης μητέρας προστίθεται και η τραγική απουσία του Φώτη. Ευτυχώς, τα αποθέματα αγάπης της Ράνιας είναι ατελείωτα...το ίδιο και τα αποθέματα ενοχής.
Ενοχική και η Αρσινόη, η άλλη ηρωίδα από μικρή κι εκείνη.
“Γεμίζω ενοχές! Δεν θα με γεμίσεις εσύ ενοχές...” Η μαμά της δεν αναγνώριζε ποτέ ότι είχε ενοχές, όπως δεν αναγνώριζε ποτέ της ότι έσφαλε.
Ενοχική με το φαγητό που πιέζονταν να φάει από μικρή , ενοχική
με τη μητέρα της που δεν κατάφερε ποτέ να την καλύψει αλλά που η Αρσινόη τόσο την αγάπησε και δεν πρόλαβε ποτέ της να το πει.
Η Αρσινόη που ποτέ δεν ανήκε στο ανατολικό της γραφείο. Απλά,
έμενε εκεί περιμένοντας την ανατολή μιας καλύτερης ζωής. Και η ξαφνική εισβολή του Φώτη στην καθημερινότητά της, στην Αλεξάνδρειά της ήταν μαγική. Βρήκε και νόμισε πως βρήκε το απάνεμο λιμάνι
της και όταν ετοιμάστηκε να αγκυροβολήσει η καρδιά της, εκείνος ο πρίγκηπας υπήρξε μια ζωή μονάχα μέσα στα χαρτιά. Η δική του άγκυρα, τα δικά του δεσμά ήταν βαριά, αφόρητα.
Ευτυχώς, υπήρχαν για την Αρσινόη οι μεταφράσεις, η συγγραφή.
Όμως, η αιφνιδιαστική και απροσδόκητη εμφάνιση του νεαρού Ορφέα κάνει και τη συγγραφή να φαντάζει ανεπαρκής. Χάρτινη φυλακή τα λέει τα βιβλία ο νεαρός επαναστάτης, η μεγάλη ανατροπή της ζωής της ύστερα από τον Φώτη. Εκείνος θα της αποκαλύψει το ψέμα που συντηρούσε τόσα χρόνια, τη ματαιότητα και το κενό που
επέλεξε για ζωή.
Τουλάχιστον, ο Ορφέας και οι συνομήλικοί του είχαν όνειρα και
αγωνίζονταν για να τα δουν να πραγματοποιούνται. Ρίσκαραν κι ας κινδύνευαν.
Όπως ο Άγγελος, που χάθηκε άδικα, σημαδεύοντας με τον χαμό του τις ζωές των φίλων του.
Ο Ορφέας, ο γιος που αναζητούσε απελπισμένα η μητέρα του η Ράνια
στους δρόμους της Αθήνας και ήθελε πάντα απεγνωσμένα η Αρσινόη. Ο Ορφέας, το παιδί του Φώτη.
Ο Φώτης κι ο Ορφέας, οι δυο διακριτικές ανδρικές παρουσίες,
θύτες και θύματα σ’ ένα μυθιστόρημα όπου η γυναίκα αυτοπεριγράφεται,
αυτοπροσδιορίζεται.
Υπάρχει έντονη ελληνικότητα στη γυναικεία παρουσία του
μυθιστορήματος. Η υπερπροστατευτικότητα, η ανασφάλεια, η πρόσκόλληση στα παιδιά, οι νευρώσεις, η μαγειρική, η ανάγκη για ανδρική παρουσία, πληγή από τον απογαλακτισμό των παιδιών, τα σύνδρομα καταπίεσης. Μεσογειακό πρότυπο γυναίκας τόσο
τρυφερό κι όμως τόσο επικίνδυνα ανελεύθερο.
Η ζωή που δεν έζησαν. Η Ράνια, η Αρσινόη ακόμα και ο Φώτης, ο
συνδετικός τους κρίκος. Δίχως να το ξέρουν, δίχως να το ξέρει, δίχως να το θέλουν, χωρίς να το θέλει.
Εκείνος, η άκρη του ξεχασμένου νήματος, εκείνος το τέλος και η
αρχή μιας νέας, μιας άλλης, διαφορετικής ζωής και για τις δυο. Σε απόσταση αναπνοής η ζωή τους, τα σπίτια τους, η σκέψη τους, η καρδιά τους, το παρελθόν τους.
Η Αλεξάνδρεια, ο Ντάρελ, η Μάνη, η μαγειρική, τα βιβλία, η
συγγραφή...ο Φώτης.
Η απουσία του αποδεικνύεται πιο ευεργετική για όλους από την
απουσία του. Και τον ίδιο τον βασάνιζε τελικά η εσωτερική του ανεπάρκεια.
Λυτρώνεται τραγικά, δραματικά. Κι αρχίζουν τα ταξίδια της ψυχής για την Αρσινόη και τον Ορφέα. Η ζωή και ο θάνατος. Ο καθρέφτης δεν μπορεί να απαντήσει, ούτε η γυναίκα του δυτικού καθρέφτη.
Η αναζήτηση της αλήθειας και η αλήθεια που είναι τόσο φανερή,
τόσο απλή, τόσο προσιτή.
Το θεϊκό παρόν, που ο Ορφέας με την επίσκεψή του στο Άγιο Όρος
ανακαλύπτει και μεταλαμπαδεύει στην Αρσινόη. Και ξαφνικά, όλα γίνονται απλά, φωτεινά, καθαρά.
Οι φίλοι, η αγάπη και η γερόντισσα Γαβρηιλία ακόμα και η
μαγειρική για την Αρσινόη γίνονται η νέα όψη της ζωής.
Και η συγγραφή, αυτή θα είναι η νέα αλήθεια της Ράνιας. Τελικά,
τώρα που υπάρχει στη ζωή της η Αρσινόη, το πλήρωμα του χρόνου είναι το κλειδί. Κι ο καθρέφτης εκεί στη θέση του τις περιμένει να τον αντικρύσουν τώρα πια με καθαρή ματιά, ατρόμητες, με γνώση
της δύναμης και της αδυναμίας τους, της υπεροχής και της μειονεξίας τους, της πληρότητας και της ανεπάρκειάς τους, της ευαισθησίας και του κυνισμού τους.
Είναι η προσωπική αλήθεια για την Ράνια και την Αρσινόη, την αιώνια γυναίκα…