31/5/13

 
Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν’ αντέξει.
Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα – γι’ αυτό έχει έρθει εξάλλου σ’ αυτή τη ζωή.
Ανά...μεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις,
το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη.
«Άλεφ» και «Μπεθ», υπνοβάτες στο Σολάρις του Διαδικτύου, όπου «ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά», για μια αιώνια στιγμή. «Δραπέτες», καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια –για να τ’ αντέξουν− δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: «Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή».
Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δύο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου «η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Οι δεύτεροι, σ’ ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ’ ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές.
Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν’ απαντηθεί.
Θραύσματα ποιητικής πεζογραφίας, ένας γρίφος με μέρη χρησμικά ή καλοσχεδιασμένα βήματα πάνω σε μια σκακιέρα απ’ όπου όλοι θέλουν να δραπετεύσουν; Οι ήρωες αναμετρώνται με τις αναμνήσεις και το παρόν, αναμετρώνται με το Χρόνο. Και το Μπολερό, κυρίαρχο επαναλαμβανόμενο μοτίβο αλλά και τόπος όπου η ζωή συναντά το θάνατο στο νέο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗ
www.kalendis.gr
Λ. Βουλιαγμένης 70, 16777 – Ελληνικό
Τηλ.: 2109638790 Fax: 2109638791

26/5/13

Η οξείδωση της αμαρτίας το έχει πια σβήσει (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη)

ΜΕΡΟΣ 11ο Κεφάλαιο 1ο Η οξείδωση της αμαρτίας το έχει πια σβήσει. Η Λουίζα είναι βαρύθυμη − εάν θα μπορούσε ν’ αποφασίσει, θα έμενε σπίτι. Χρόνια το κάνει αυτό. Έτσι την έμαθε η μάνα της: να βγαίνει στον κόσμο με τον καλό της εαυτό. Βέβαια, η μάνα της, με τον κακό εαυτό που εί...χε, δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ απ’ το σπίτι. Ο Γκρέκορι που ήρθε όμως να τη δει, δε σήκωνε καμιά αναβολή. Εχθές του το υποσχέθηκε: Δωδώνη. Μηχανικά βάζει τα κλειδιά στη μηχανή. Οι δρόμοι σχεδόν άδειοι. Καλοκαίρι της κρίσης, σκέφτεται. Μα πού χάθηκαν όλοι; Στο ξενοδοχείο του, την ώρα ακριβώς που το υποσχέθηκε, σταματά. «Μαντείον», ξαναδιαβάζει το όνομα. Όλα σήμερα είναι μόνο τουριστικά. Ατραξιόν! Φολκλόρ, πώς το λένε. Το παρελθόν και το παρόν μας, το μέλλον, να το χαζεύουν τουρίστες. Ο Γκρέκορι είναι ήδη στην έξοδο. Ο Γκρέκορι δίπλα της στο αμάξι. Ο Γκρέκορι βιάζεται να φτάσει. Ο Γκρέκορι που λείπει χρόνια από την πατρίδα. Ο Γκρέκορι που, όταν αποφάσισε να γυρίσει, για τους δικούς του ήταν ήδη αργά. Ούτε την κηδεία της μάνας του δεν πρόλαβε. Ο μπαμπάς του βυθισμένος ήδη στην άνοια, εξασφαλίζει για πάντα τα οικογενειακά μυστικά. Μαυραγορίτης! Βαριά η κατηγορία του Αλέξη, και ποιον να ρωτήσει; Όσοι ήξεραν, με τον δικό τους τρόπο, έχουν ήδη αναχωρήσει − αυτά σκέφτεται και βιάζεται. Και αφήνοντας τη Λουίζα τρέχει μπροστά. Το μαντείο σιωπηλό στον Ιούλιο, που συνήθως φοβάται σαν μήνα γιατί όλα τ’ αλλάζει. Η βελανιδιά κι οι χάλκινοι λέβητες· τα τρίποδα 2600 χρόνια και βάλε σιωπηλά. Δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε ξέρει τι περιμένει. Αλλά αυτό το ταξίδι το ονειρεύεται μήνες. Και τώρα που ήρθε, ούτε Γαία, σκέφτεται, ούτε Δίας, ούτε Διώνη. Μονάχα λίγοι τουρίστες κι ένας άντρας που κάτι του θυμίζει. Ένας άντρας με τζιν και τι σερτ, καστανός − στον καθένα, σκέφτεται, θα φαινόταν γνωστός. Τον βλέπει που φωτογραφίζει. Ο Γκρέκορι απεχθάνεται τις φωτογραφίες. Βάζει το δεξί χέρι του στο κεφάλι − μάταιο κόπος· ό,τι χρειάζεται είναι εδώ. Τώρα βαδίζει προς το Αρχαίο Θέατρο. Μόνο ρίγος αισθάνεται, ένα αλλόκοτο ρίγος − άραγε να ’ναι το δέος αυτό; Κι ύστερα, ένα τσίμπημα εντόμου αριστερά στα πλευρά. Δε ραντίζουνε πια… Η Λουίζα που τον ακολουθεί τρέχοντας τον βλέπει να πέφτει. Θεέ μου, σκόνταψε, σκέφτεται. Κατρακυλά! Ένας άντρας καστανός με τζιν και άσπρο τι σερτ σκύβει από πάνω του. Η Λουίζα φτάνει επιτέλους – «είναι καλά;» τον ρωτά. Οι φύλακες, οι ελάχιστοι τουρίστες σε λίγο, κι αυτός ο άντρας, που, όσο κι αν ψάχνει τριγύρω, δεν τον βλέπει πια πουθενά. Μονάχα μια παρτιτούρα σαν πανάρχαιη ερώτηση και η απάντηση μαντική πάνω σε έλασμα: Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν και Κοντσέρτο για βιολί και πιάνο σε Λα.

οι εκδοχές του Ιούδα (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη)


("Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ" εκδ. Καλέντη)

ΜΕΡΟΣ 8ο Κεφάλαιο 1ο Οι εκδοχές του Ιούδα. «Η μοίρα μου το θέλησε να σκοτώσω, και να που τώρα πάλι μου βάζει το σουγιά στο χέρι». Ο Πέτρος τσαντίζεται με τον εαυτό του. Βλέπει τη σύζυγό του να τον αγριοκοιτάει κι είναι η πρώτη φορά που την καταλαβαί...νει. Φεύγοντας από την Αθήνα για Ρόδο αυτό ακριβώς της υποσχέθηκε. Ολοδικές τους, έστω ολιγοήμερες, ρομαντικές διακοπές. Για να ξεφεύγει απ’ τον εαυτό του βρήκε δωμάτιο στη Λίνδο, μακριά απ’ την πόλη − «όχι τηλέφωνα στην εταιρεία» και, πάνω απ’ όλα, μακριά από τα βιβλία. Τα μισούσε η Καίτη με όλη της την καρδιά. Ακούγοντάς τη να βγαίνει απ’ το μπάνιο, τα κρύβει στο στρώμα. «Το τέλος» και τις «Τρεις εκδοχές του Ιούδα». Απ’ τα Τεχνάσματα, στην καρδιά του κρατούσε το πρώτο: «Φούνες, ο Μνήμων». Όπως στον κόσμο του έτσι και στον δικό του δεν υπήρχαν παρά λεπτομέρειες, στο ελάχιστο όλο το χαοτικό σύμπαν. Τη βλέπει ντυμένη με ένα κρεμ ταγέρ. Κοιτάει τις γόβες της. Χαμογελά μέσα απ’ τα δόντια. Σε λίγο στις πλάκες στην Αρχαία Κάμειρο θα χρειάζεται διαρκώς να την κρατά. «Θα τσακιστώ εδώ που με έφερες» του ψιθυρίζει απειλητικά. Την κρατά. Οι τουρίστες κοιτούν τις αρχαίες πέτρες με αποβλακωμένο δέος. Κάποιοι γνωρίζουν − φαίνεται αυτό στη διάθεση, ναι το φωνάζουν: «ξέρω γιατί βρίσκομαι εδώ». Οι περισσότεροι βρέθηκαν επειδή έπρεπε, επειδή το τουριστικό γραφείο υποδείκνυε, διότι αυτό ήταν προκαθορισμένο ως η δεύτερη μέρα στην εκδρομή. «Οι ρομαντικές διακοπές», της ψιθυρίζει στ’ αυτί, «περιλαμβάνουν, ξέρεις, και την Αρχαία Κάμειρο». Τον αφήνει και κάθεται με πείσμα στην πέτρα. «Εσύ πήγαινε. Εγώ αποφάσισα να μείνω εδώ». Έχουν περάσει δεκαπέντε λεπτά με το ρολόι. Η Καίτη βράζει − θέλει δε θέλει, την ώρα κοιτά. Με την περιμετρική όρασή της τον βλέπει προσκολλημένο σ’ ένα γκρουπ να φλερτάρει την ξεναγό − «δες τον, ακούει!» Αφηρημένη, παρ’ ότι τον βλέπει να πέφτει, εκείνο που θα τη ζωντανέψει, τελικά, είναι οι φωνές. Οι τουρίστες που τρέχουν αλαλιασμένοι γύρω απ’ τον Πέτρο. Ο Πέτρος που, όταν τον πλησιάζει, είναι σαν πέτρα. Η Καίτη, προσπαθώντας να καταλάβει, τον σκουντά, του μιλά. Αφημένα δίπλα του, σχεδόν πάνω του, μια παρτιτούρα κι ένα cd − αν μπορούσε, ο Πέτρος θα της έλεγε Αντουάν Φορκερέ και βιόλα ντα γκάμπα, κι εκείνη θα τον κοίταζε εκνευρισμένη. Πουθενά δε συναντήθηκαν − φυσικά, ούτε στη μουσική. Απ’ τις ειδήσεις των οκτώ θα ακούσει, μαζί με όλη τη χώρα, για μια ακόμη μυστηριώδη δολοφονία σε αρχαιολογικό χώρο, με μουσική υπόκρουση βιόλας ντα γκάμπα, κάτι που επιτείνει το μυστήριο του αλλόκοτου δολοφόνου με την εμμονή στην κλασική μουσική. Ο τρόπος ο ίδιος: ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα. Χωρίς σύριγγα στον τόπο του αλλόκοτου θανάτου αυτή τη φορά. Η Καίτη κλαίει. Ο αστυνομικός διευθυντής τη ρωτά. Ο υπεύθυνος του ξενοδοχείου, αμήχανος, βιάζεται − όσο το δυνατόν γρηγορότερα να ξεμπερδέψει με το συμβάν. Η καμαριέρα, μαζεύοντας το δωμάτιο, αφήνει κάτω απ’ το στρώμα το βιβλίο Τρεις εκδοχές του Ιούδα, τσαλακωμένο στην τελευταία σελίδα. «… το Μυστικό Όνομα του Θεού». Η επόμενη φράση: «Ήταν, λοιπόν, και ο ίδιος ένοχος του σκοτεινού εγκλήματος;» Το χαρτί έκανε πιέτα. Και αυτήν ακριβώς τη μικρή λεπτομέρεια δε θα την προσέξει κανείς.

Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, εκδ. Καλέντη

Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν’ αντέξει. Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα – γι’ αυτό έχει έρθει εξάλλου σ’ αυτή τη ζωή.
Ανάμεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις,
το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη.
«Άλεφ» και «Μπεθ», υπνοβάτες στο Σολάρ...ις του Διαδικτύου, όπου «ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά», για μια αιώνια στιγμή. «Δραπέτες», καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια –για να τ’ αντέξουν− δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: «Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή».
Είκοσι και ένας οι νεκροί.
Και δύο έγκλειστοι.
Οι πρώτοι, σε νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία. Εκεί όπου «η πύλη του Άδη παραμένει ανοιχτή».
Οι δεύτεροι, σ’ ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σ’ ένα Πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες, αλλά με στοιχειωμένες τις ζωές και τις μουσικές.
Επειδή οι ιστορίες δεν ξεφεύγουν εύκολα ούτε από την Ιστορία ούτε και από την καταγωγή. Ο Λαβύρινθος παραμένει λαβύρινθος και αναπάντητη η απορία του Αβερρόη. Αλλά εκείνοι οι δύο θα κάνουν τα πάντα για να μπορέσει ν’ απαντηθεί.