27/12/10

Φωτιά στο Χαρτί


«Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή... Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν’ ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα».

Είναι είκοσι κάτι χρόνων η Ιφιγένεια Ανδρεδάκη και υπήρξε το πρώτο βραβείο ενός διαδικτυακού διαγωνισμού που οργάνωσε το περιοδικό «Λόγω Τέχνης». Η προσέλευση υπήρξε εντυπωσιακά ενθαρρυντική. Κείμενα δροσερά και με χιούμορ, άποψη και αισθητική. Λόγια κρυστάλλινα, σαφή.

Από τη γενιά της Κρίσης, που διαθέτει και φαντασία και κρίση, αλλά πάνω απ’ όλα Μνήμη, για να τα ξαναχτίσει όλα από την αρχή: «Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ’ το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι, αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά».

Αλλά όσο υπάρχει μια Ιφιγένεια, υπάρχει ελπίδα, και το χαρτί θα πιάνει φωτιά. Καλά Χριστούγεννα!



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής



ΥΓ. Όλο το κείμενο της Ιφιγένειας:

sic transit

Πάνε τρεις μήνες που ξυπνήσαμε κι η τέχνη ήταν νεκρή.

Δεν είναι πως βρήκαμε κανένα πτώμα ή πως τ' αγάλματα άρχισαν να σαπίζουν στους δρόμους, μόνο που, εκείνο το πρωί, την ώρα που πλέναμε τα δόντια μας, ρίξαμε μια πεταχτή ματιά κι οι πίνακες στους τοίχους ήταν νεκροί, ακόμα κι οι μέτριας αισθητικής πίνακες που μας δωρίζουν παλιοί συμμαθητές στα γενέθλιά μας ή αυτοί που είχαμε στο πρώτο μας δωμάτιο και τους φυλάμε για να θυμόμαστε τον καιρό που καθόμασταν στο πάτωμα και μυρίζαμε το ξύλο. Τώρα οι καμβάδες ήταν στη θέση τους, αλλά τα λουλούδια είχαν μαραθεί και τα τοπία ήταν μουντά, πάντως εμείς πήγαμε κανονικά στις δουλειές μας, δεν ήταν καιροί ν' ασχολούμαστε με φιλοσοφίες πρωινιάτικα. Κι είπαμε καλημέρα στα γραφεία και τις οικοδομές, μιλήσαμε για τον καιρό, που τίποτα το ιδιαίτερο δεν είχε, και, με τον ήλιο πια στη θέση του, οι σκέψεις για πεθαμένους πίνακες φάνταζαν πια γελοίες και ξεχαστήκαμε, δεν κάναμε κουβέντα, δεν είμαστε δα και γκαλερίστες.

Κι ύστερα, κατά το μεσημέρι, μάθαμε πως αυτοκτόνησε ο κύριος Τάδε, ηθοποιός προχωρημένης ηλικίας, που, ανίκανος ν' απαγγείλει το μεσημεριανό του μονόλογο, απέδωσε τον αποτυχία στην άνοια, την οποία απ' τα 50 του έτρεμε, ξεκρέμασε απ' τον τοίχο μια μάσκα τραγωδού, φόρεσε ένα ζευγάρι φτερά που είχε στην ντουλάπα, σκέφθηκε αν είχε κάποιον ν' αφήσει δυο λόγια αποχαιρετισμού σ' ένα χαρτί, απεφάνθη πως δεν είχε και βούτηξε απ' το παράθυρο χωρίς άλλες φανφάρες, τη στιγμή ακριβώς που χτυπούσε το τηλέφωνο που θα του ανακοίνωνε πως το θέατρο είχε πεθάνει νωρίτερα το πρωί.

Η χώρα θρήνησε, εξάλλου ο κύριος Τάδε υπήρξε το σύμβολο μιας εποχής, οι κυρίες θυμήθηκαν τις πρώτες του ταινίες, τις φωτογραφίες στα περιοδικά, τους αναστεναγμούς κι η φασαρία κράτησε μέχρι το επόμενο απόγευμα, όταν ο άνθρωπος βρισκόταν πια ξαπλωμένος αναπαυτικά στον τάφο του κι οι κυρίες έκλεισαν την τηλεόραση, κατά τη συμβουλή των συζύγων, που ήθελαν να φάνε ένα πιάτο φαΐ με την ησυχία τους. Και φαίνεται πως η τέχνη της μαγειρικής δεν είχε υποστεί πλήγμα, διότι το φαΐ ήταν νόστιμο όπως πάντα, πράγμα το οποίο μας κάνει ν' αμφιβάλλουμε για τη θέση της μαγειρικής στις υψηλές τέχνες, αν και τέτοιοι διαχωρισμοί κανονικά δεν πρέπει να γίνονται, ειδικά σε μια κοινωνία που έχει χάσει τις βασικές τις τέχνες και κάπως πρέπει ν' απασχοληθεί.

Κι όταν βράδιασε η χώρα στήθηκε να δει ειδήσεις κι έμαθε πως η τέχνη ήταν νεκρή, οι ειδικοί βγήκαν στα παράθυρα κι εξήγησαν με λεπτομέρειες τι σήμαινε αυτό κι ένας πανεπιστημιακός καθησύχασε τον κόσμο μιλώντας γλυκά, εξήγησε πως η κοινωνία μας δεν είναι μια κοινωνία βασισμένη στην τέχνη, πως μπορεί κάποια πράγματα να μας λείψουν, πως η ζωή ίσως να είναι πιο μονότονη χωρίς το σινεμαδάκι και τη μουσική στο ασανσέρ, αλλά η ανθρωπότητα έχει επιβιώσει από μεγαλύτερες καταστροφές και δεν συντρέχει λόγος πανικού. Κι ένας εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε πως σχηματίσθηκαν ήδη επιτροπές που ασχολούνται αποκλειστικά με το θέμα και πως είναι θέμα χρόνου να βρεθεί λύση, αφού πρώτα, βεβαίως, καθοριστούν οι λόγοι του θανάτου.

Κι η χώρα ηρέμησε, όχι τόσο απ' τα λόγια, μα γιατί είδε πως οι κάμερες δούλευαν κανονικά κι έτσι το μεσημεριανό σίριαλ ήταν εξασφαλισμένο. Αλλά το επόμενο πρωί αποκαλύφθηκε πως ένας μεγάλος σκηνοθέτης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο με τρομερά εγκαύματα κι όταν μπόρεσε να μιλήσει δήλωσε πως ξύπνησε πολύ νωρίς, πλησίασε στο παράθυρο κι ο ήλιος ίσα που φαινόταν κι άρπαξε την κάμερα να αιχμαλωτίσει, ως άνθρωπος της τέχνης, την τόση ομορφιά κι όλα πήγαιναν καλά, ο ήλιος ανέβαινε αργά και ξαφνικά άρχισε να φλέγεται κι ο σκηνοθέτης έβγαλε μικρές κραυγές, χρόνια είχε να δει κάτι τόσο μαγευτικό, μόνο που τελικά ήταν η κάμερα που είχε πάρει φωτιά κι ο σκηνοθέτης μόλις το κατάλαβε έβγαλε κραυγές κανονικές και σύντομα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.

Κι από τότε όλοι φοβόμαστε, αναγκαστήκαμε να ξεφορτωθούμε όλα τα επικίνδυνα αντικείμενα, φυσαρμόνικες γυαλίζουν στις χωματερές, τα πιάνα έγιναν ντουλάπες κι όσοι είχαν βιολιά τα έκαψαν στα τζάκια, εξάλλου κι αν δεν είναι επικίνδυνα πια δε χρησιμεύουν πουθενά κι έχει πιάσει ένας βαρύς χειμώνας φέτος. Κι έτσι μάθαμε να ζούμε λίγο πιο μόνοι, λίγο πιο γκρίζα κι όσο περνάει ο καιρός δεν προσέχουμε πια τα χρώματα και μερικοί λένε μήπως είναι καλύτερα, πάνε τρεις μήνες τώρα που δουλεύουμε πιο σκληρά, η χώρα ευημερεί κι οι δείκτες όλο ανεβαίνουν.

Αλλά εγώ θυμάμαι τότε που οι άνθρωποι διάβαζαν στα τρένα, τότε που τα κορίτσια ξεχνούσαν πως φορούν ακουστικά και περπατούσαν στα πεζοδρόμια με ρυθμό, τότε που κρατιόμασταν χέρι χέρι στα σινεμά και μερικές φορές τα ζευγάρια την Πρωτοχρονιά χορεύανε τανγκό κι έτσι έχω κρύψει μια πένα κάτω απ' το στρώμα μου και κάθε φορά που νιώθω γκρι αρπάζω ένα χαρτί και γράφω, αλλά ξέρω πως τίποτα δεν καταφέρνω, γιατί το χαρτί ποτέ δεν παίρνει φωτιά.



21/12/10

Είμαι αισιόδοξη όσον αφορά το βιβλίο


Της Ειρήνης Σπυριδάκη

Συνέντευξη στο art.mag

Διαβάζει ακατάπαυστα, σχεδόν όπως αναπνέει. Γράφει με πάθος, ξορκίζοντας τη μοναξιά της, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Ο λόγος για την Ελένη Γκίκα, την καταξιωμένη στο χώρο του βιβλίου συγγραφέα και κριτικό της λογοτεχνίας. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, η Ελένη Γκίκα αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σχέση της με τη συγγραφή, καθώς και τα χαρακτηριστικά της γραφής ενός συγγραφέα, τα οποία αναγνωρίζει ως θετικά. Αναφέρεται στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία, στο μέλλον της ψηφιακής ανάγνωσης, ενώ για το τέλος, η συγγραφέας προτείνει βιβλία που άφησαν το στίγμα τους στην προσωπική λογοτεχνική της υπόσταση.

- Ποιος άνθρωπος ή ποιο γεγονός σάς έδωσε το έναυσμα να ασχοληθείτε ενεργά με το χώρο της νεοελληνικής λογοτεχνίας;

H... μοναξιά μου ως παιδί (μοναχοπαίδι και ευπαθές γαρ), οι γονείς μου οι οποίοι ήταν όλο με ένα βιβλίο στο χέρι, οι ιστορίες που με κυνηγούσαν και οι χάρτινοι ήρωες τους οποίους εξ αρχής λάτρεψα. Ταυτίστηκα, πόνεσα, έκλαψα, γέλασα, έμαθα να ζω πια μαζί τους.
Όσο για το... επαγγελματικό του θέματος, τι να πω, υπήρξα από τους τυχερούς να γίνει δουλειά μου το πάθος μου! Θα πλήρωνα για ό,τι κάνω! Και είμαι ευτυχής. Μόνο να γράφω και να διαβάζω θέλησα σ' αυτή τη ζωή. Μου αρκεί. Με κάνει να αισθάνομαι ευλογημένη, ευτυχισμένη.

- Το νέο βιβλίο σας με τίτλο «Αιώνια επιστροφή» πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Μιλήστε μας για το πώς γεννήθηκε η ιδέα και πώς αυτή εν συνεχεία μετεξελίχθηκε σε μυθιστόρημα.

Μια νύχτα διαβάζοντας το σενάριο της “Θυσίας” του Ταρκόφσκι κι ενώ έγραφα ήδη άλλο! Καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό μου ως εμμονή αυτό με την νιτσεική “αιώνια επιστροφή” και άρχισα χωρίς να το θέλω, σαν υπνοβάτης να ακολουθώ μια άκρως ερωτική και πολιτική ιστορία. Που περιείχε ταυτόχρονα και όλα μου τα υπαρξιακά. Δυο γυναίκες στα ίδια χνάρια, δυο άντρες στα βήματα του περαματάρη Στάλκερ και μια ταινία του Ταρκόφσκι να αποτελεί το κλειδί. Όσο κρατούσε αυτή η ιστορία με έκανε τόσο μα τόσο... ευτυχισμένη να το πω; Βυθισμένη σε έναν κόσμο που εμπεριείχα και αγνοούσα. Η “αιώνια επιστροφή” υπήρξε μεγάλη έκπληξη και ως σύλληψη και ως θεματογραφία αλλά και ως έκδοση στην τελική. Μεγάλη ευλογία ο Θάνος ο Ψυχογιός στη ζωή μου. Ο οποίος μου έπεσε και ουρανοκατέβατος! Κυριολεκτικά! Και πάντοτε θα το λέω.

- Είστε συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας, ενώ έχετε διατελέσει υπεύθυνη έκδοσης σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πώς καταφέρνετε αλήθεια να συνδυάζετε όλες τις παραπάνω ιδιότητες;

Όλα αυτά εν τέλει είναι το... εξής ένα: διαβάζω. Με πάθος, με απόλαυση, με... ψυχαναγκασμό πολλές φορές (αν δεν τελειώσω το βιβλίο δεν κοιμάμαι) και για τους ίδιους λόγους γράφω κιόλας! Από περιέργεια για την ιστορία που μου αποκαλύπτεται σιγά σιγά μαγικά και μυστηριωδώς στα σωθικά μου, στο κεφάλι μου ή κάπου στο σύμπαν!

- Πόσο αυστηρός μπορεί να είναι ένας κριτικός λογοτεχνίας – συγγραφέας έναντι του λογοτεχνικού του έργου;

Α, έχει μαύρα μεσάνυχτα, Ειρήνη μου, σε διαβεβαιώ! Ενώ αισθάνομαι να είμαι στο κεφάλι του καθενός όταν διαβάζω βιβλία, όσον αφορά τα δικά μου είναι σαν ξένα! Άλλα, δεν αντέχω ούτε που να τα δω! Κάποια άλλα με ξαφνιάζουν, υπάρχουν ιστορίες που ανακαλύπτω με τον καιρό, μεγαλώνουν κι αλλάζουν μαζί με μένα.

- Ποια είναι τα ειδικά χαρακτηριστικά της γραφής ενός συγγραφέα, τα οποία αξιολογείτε θετικά, ως κριτικός;

Ατμόσφαιρα (πολύ σημαντικό, άνευ ατμόσφαιρας...), συγγραφικό αποτύπωμα (πείτε το ιδιαίτερο τρόπο γραφής; στυλ;), τόλμη (όσον αφορά τη γραφή γιατί στη ζωή συνήθως είναι δειλοί οι συγγραφείς), βαριά σκιά (να φλέγονται για κείνο που κάνουν, να θέλουν να τα πουν οπωσδήποτε γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς), και φυσικά συγκρότηση και... κουπί! Θέλει δουλειά όλο αυτό αλλά αν είναι για σένα ανάσα, ζωή, όλα είναι αλλιώς και το αντιλαμβάνονται οι πάντες. Και ως αναγνώστρια τα ίδια θα έλεγα. Νομίζω την έχω διατηρήσει την αθωότητα και την δίψα του αναγνώστη ειδ' άλλως θα ήμουν δυστυχής!

- Πιστεύετε ότι η σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία έχει αποκρυσταλλώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ή θεωρείτε ότι ακόμη τα αναζητεί;

Έχω την εντύπωση ότι στην εποχή μας- παρά την κρίση, στη λογοτεχνία ευτυχώς λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα- έχει αρχίσει να τα βρίσκει σιγά – σιγά. Δεν είμαι απ' αυτούς που γκρινιάζουν, έχουμε αρκετούς συγγραφείς και γράφουν καλά! Όσο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε μια μπερδεμένη εποχή, καθρέφτης είναι, δεν γίνεται παρά και η λογοτεχνία να είναι μπερδεμένη. Αλλά την ποίηση την έχουμε στις φλέβες μας, στο DNA μας ως λαός.

- Γίνεται συχνά λόγος για βιβλία – “best-seller”, γεγονός που επηρεάζει την αναγνωστική συμπεριφορά του κοινού. Σύμφωνα με την προσωπική σας άποψη, όσα βιβλία χαρακτηρίζονται ευπώλητα είναι ταυτοχρόνως και ποιοτικά;

Πρώτα- πρώτα θα πρέπει να πούμε ότι ένα βιβλίο που αρέσει, σίγουρα κάτι θα έχει, κάτι εκφράζει, τα μπεστ - σέλλερ δεν είναι τυχαία. Ανεξαρτήτως αν εμείς συμφωνούμε ή όχι. Είναι και αναλόγως του προσωπικού γούστου του καθενός. Τώρα, αν κοιτάξετε τα ευπώλητα θα βρείτε και Μπόρχες (ναι, υπήρξε κάποια εποχή) και Έκο και Ροθ και Γιόκο Ογκάουα και Μουρακάμι αλλά και έλληνες συγγραφείς που μας βάζουν δύσκολα, πώς το εξηγείτε αυτό; Στο φινάλε ο καθένας διαβάζει με ό,τι έχει, ό,τι είναι, αυτό που του μοιάζει και του ταιριάζει! Γιατί όχι;

- Ο χώρος των εκδόσεων διέρχεται στις μέρες μας κρίση. Ολοένα και λιγότερα βιβλία εκδίδονται ετησίως, ενώ οι πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς είναι πλέον ελάχιστοι. Πώς αντικρίζετε το παρόν και το μέλλον των εκδόσεων στην Ελλάδα;

Πάντα η όποιας μορφής κρίση ωφελούσε την λογοτεχνία. Κάποτε οι εκδότες εξέδιδαν βιβλία σχεδόν στα τυφλά. Ε, ας προσέξουμε περισσότερο όλοι! Δεν συμφωνώ ότι δεν βγαίνουνε νέοι συγγραφείς, ίσα – ίσα και βγαίνουν και αντιμετωπίζονται πολύ πιο ευνοικά απ' ό,τι ένας ήδη δοκιμασμένος. Απλώς χρειάζεται προσπάθεια και επιμονή. Να μη μπορεί να κάνεις αλλιώς παρά να γράφεις, σε εκδίδουν δεν σε εκδίδουν! Θα εκδοθείς κάποια στιγμή, ό,τι αξίζει έρχεται η ώρα που τον βρίσκει τον δρόμο. Είμαι αισιόδοξη όσον αφορά το βιβλίο! Όσο απαισιόδοξη είμαι για την οικονομία, τόσο αισιοδοξώ για το μέλλον της λογοτεχνίας και για την Τέχνη. Αλλιώς δεν αντέχεται ετούτη η ζωή!

- Πολλοί κάνουν λόγο για τα ψηφιακά βιβλία, θεωρώντας ότι αποτελούν το μέλλον της λογοτεχνικής ανάγνωσης. Ποια είναι η προσωπική σας εκτίμηση έναντι μιας τέτοιας πραγματικότητας;

Καθόλου δεν με τρομάζει! Αντιθέτως με κάνει περίεργη και ευτυχή! Οι ιστορίες πάντα θα υπάρχουν όπως και οι αφηγητές, τώρα το μέσον ε ας αλλάζει! Πάντοτε θα υπάρχουν και οι φετιχιστές του χαρτιού, το βιβλίο ως μαγικό αντικείμενο αφ' εαυτού του κάτι μου λέει ότι παράλληλα με την ψηφιακή μορφή, σαν αισθητική, τέχνη, θα είναι όλο και πιο καλό, πιο θελκτικό. Αλλά και τα e-books που επιτρέπουν ειδικά στους νεαρούς αναγνώστες και διάδραση και συμμετοχή, να σας πω την αλήθεια μου και μένα μαγεύουν! Όλα για το καλό της λογοτεχνίας είναι, το μέσον επικοινωνίας αλλάζει. Αλλά τίποτα δεν ακυρώνει αυτό που υπάρχει, έχει μεγάλη δύναμη και η λογοτεχνία και το χαρτί!

- Ποια πέντε βιβλία θεωρείτε ότι θα πρέπει να περιλαμβάνονται στην προσωπική βιβλιοθήκη κάθε αναγνώστη;

Μου βάζετε δύσκολα, δεν θέλω ακατάσχετα να φλυαρώ ούτε και να απαντήσω για όλους. Θα μιλήσω προσωπικά. Χωρίς εκείνα, ενδεχομένως δεν κάνω. Άπαντα Μπόρχες, Αγία Γραφή, Προυστ “Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο”, “Ο ηλίθιος” του Ντοστογιέφσκι, και επαναλαμβάνω, επειδή εγώ δεν θα άντεχα δίχως αυτά, “Η Αλίκη στη Χώρα των θαμάτων” ναι, το υπέροχο παραμύθι αυτό και “Η ασκητική της αγάπης” της γερόντισσας Γαβριηλίας. Βιβλία που αλλάζουν μαζί μου καθ' οδόν, η δύναμή μου, η απάντηση στην ερώτηση που δεν θα γίνει ποτέ, η παρηγορία μου.

Κυρία Σπυριδάκη, σας ευχαριστώ πολύ για τις υπέροχες ερωτήσεις. Ανακάλυψα μέσα μου πράγματα κι εγώ.

Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα με τίτλο "Αιώνια επιστροφή" κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός


7/12/10

Αιώνια Επιστροφή: το trailer

Η ζωντανή έρημος


Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”.


ΝΟΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ, ΔΥΤΙΚΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 298, € 14


Δεν θα την ξανάβλεπα ποτέ, μόνο στις αναμνήσεις. Ήταν εδώ και τώρα έφυγε. Δεν υπάρχει μέση λύση. Το μάλλον είναι μια λέξη που μπορεί να τη βρει νότια των συνόρων. Αλλά ποτέ, μα ποτέ, δυτικά του ήλιου”.

Με διαβρωτική ροκ, τζαζ και κλασική μουσική να διατρέχουν ως συνήθως και αυτό το βιβλίο, με έρωτα και θάνατο πανταχού παρόντα εξ αρχής, ο μεγάλος Ιάπωνας συγγραφέας γνωστός μας από το “Κουρδιστό πουλί” κι αγαπημένος απ' το “Νορβικό δάσος”, συμπυκνώνει σε ένα απόλυτης ποιητικής απλότητας μυθιστόρημα, όλο το μυστήριο του έρωτα και της ζωής.

Ως συνήθως ο ήρωάς του, ο Χατζίμε, είναι ένας απολύτως συνηθισμένος άνθρωπος. Μοναχοπαίδι τραγικό, ούτε θηρίο, ούτε θεός, ερωτεύεται πλατωνικά τη Σιμαμότο στα δώδεκά του, την χάνει και το ελαφρώς κουτσό πόδι της το κάνει φετίχ.

Στην εφηβεία του, ερωτευμένος με την Ιζούμι θα την πληγώσει με το χειρότερο τρόπο. Θα φύγει για Τόκιο, θα σπουδάσει, θα πιάσει δουλειά ως επιμελητής που δεν τον αφορά, θα μετρά νεκρές σχέσεις, άδειες ημέρες, τον παντελώς χαμένο καιρό:

Μου έμεναν τριάντα τρία χρόνια μέχρι τη σύνταξη, να σέρνω καθημερινά τις αλυσίδες μου σ' ένα γραφείο, κοιτάζοντας τυπογραφικά δοκίμια, μετρώντας αράδες, διορθώνοντας λάθη. Θα παντρευόμουν ένα καλό κορίτσι, θα κάναμε μερικά παιδιά, θα παίρναμε δυο φορές το χρόνο το δώρο- η μόνη φωτεινή στιγμή μιας κατά τα άλλα πληκτικής ύπαρξης”.

Αλλά δεν θα πάψει να επαναλαμβάνει: “Δεν είν' αυτό που ψάχνω”. Και να γνωρίζει καλά: “Χρόνια απογοήτευσης και μοναξιάς. Και σιωπής. Παγωμένα χρόνια, όπου τα αισθήματα βρίσκονταν κλειδωμένα μέσα μου”.

Η ζωντανή έρημος” του Ντίκενς κι ένας συμφοιτητής θα του προσφέρει το μελλοντικό πλάνο:

Ο κόσμος μας είναι ακριβώς ίδιος. Πέφτει βροχή κι ανθίζουν τα λουλούδια. Δεν βρέχει, μαραίνονται. Τα έντομα τα τρώνε οι σαύρες, τις σαύρες τις τρώνε τα πουλιά. Στο τέλος όμως όλα πεθαίνουν. Πεθαίνουν και ξεραίνονται. Η γενιά μας πεθαίνει κι έρχεται η επόμενη. Έτσι πάει. Χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να ζήσεις. Και χίλιοι διαφορετικοί τρόποι να πεθάνεις. Στο τέλος όμως δεν έχει και τόση σημασία. Το μόνο που μένει είναι η έρημος”. Και τότε στη ζωή του απρόσμενα σε μια νεροποντή θα εμφανιστεί η Γιουκίκο. Και θα την παντρευτεί. Ο πεθερός του θα τον βοηθήσει να γίνει ο ιδιοκτήτης σε δυο τζαζ μπαρ, θα κάνουν δυο παιδιά, η ζωή φαίνεται πια ό,τι επιτυχημένα κι ευτυχισμένα κυλά.

Μέχρι εκείνο το βροχερό βράδυ που η Σιμαμότο, επιστρέφει. Για να του αναποδογυρίσει σαν το πουλόβερ όλη του τη ζωή. Μυστηριώδης, σπαραγμένη και σπαρακτική, γοητευτική. Θα δείξει ότι προτίθεται να την ακολουθήσει έως την άκρη της γης. Στο ποτάμι, για να σκορπίσει τις στάχτες του πεθαμένου μωρού της, στο εξοχικό όπου θα κάνουν έρωτα σαν μελλοθάνατοι ή ως τρελοί. Για να την χάσει για πάντα, κατόπιν. Χωρίς να μπορέσει να λύσει το αίνιγμά της ποτέ.

Το φάντασμά του, κάποια στιγμή επιστρέφει, αλλά ο Χατζίμε το ξέρει ότι “Κάτι πολύ ουσιώδες είχε χαθεί”. Γνωρίζει ακόμα και ότι “Η ζωή δεν είναι τόσο εύκολη και δεν πιστεύει ότι πρέπει να είναι”.

Αγκαθάκι στο χρόνο το τραγούδι τους εκείνο της βροχής.

Star – Crossed Lovers”. Ο Ντιουκ Έλινγκτον κι ο Μπίλι Στρέιχορν το έγραψαν πριν από πολλά χρόνια. Αλλά παρ' όλα αυτά, μιλάει γι' αυτούς: “Εραστές που γεννήθηκαν κάτω από άτυχο άστρο. Άτυχοι εραστές”.

Και η ζωή τους, αντανάκλαση σε ένα υπαρκτό ανύπαρκτο χρόνο, επειδή “Μπορεί το αστέρι να μην υπάρχει πια. Κι όμως μερικές φορές αυτό το φως μού φαίνεται πιο αληθινό απ' οτιδήποτε άλλο”. Σαν τον Χατζίμε, την Σιμαμότο: “Τουλάχιστον φαίνεται να είσ' εδώ. Μπορεί όμως και να μην είσαι. Μπορεί να είναι απλώς η σκιά σου. Ο αληθινός εαυτός σου μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού”.

Ένα αγρίως ερωτικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα, για την αντανάκλαση της ζωής και τον πόνο του έρωτα, για τον θάνατο που γεννιέται ταυτοχρόνως με την ίδια πράξη την ερωτική. Ονειρικό, παραληρηματικό, απλό αλλά αφάνταστα σύνθετο. Υφασμένο με εκείνο το πυκνό υλικό των ονείρων και της ζωής.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.

Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζμπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα. Tο 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ «Peter Cat», το οποίο πούλησε το 1981 για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο. Tο 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Tο 1991 πήγε στις HΠA, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.

Έργα του: “Hear the wind sing, Pindall”, 1973, και “A wild sheep chase”,τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου, “Hard -boiled wonderland and the enti of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, “The elephant vanishes”,“Undergraund”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “After the quake” “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleeping woman” “After dark”.

Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Tρούμαν Kαπότε, Tζον Ίρβινγκ και Pέιμοντ Kάρβερ. “Είναι απλώς ένα χόμπι”, λέει, “όχι δουλειά”. Από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος”, “Σπούτνικ αγαπημένη” και “Μετά το σεισμό”.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής