30/1/14

οι εμιγκρέ και τα ελάχιστα εκείνα που αντέχουν στο χρόνο


«Οι εμιγκρέ» της Ελένης Λόππα. Εκδ. «Γαβριηλίδη», σελ. 159
 
«Τι περίεργους κύκλους κάνει η ζωή, σκεφτόταν, καθώς την κοίταζε να μιλά με τόσο πάθος. Πώς ξαφνικά εισβάλει το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, κι εμείς μπλεγμένοι σ’ ένα περίπλοκο γαιτανάκι γυρίζουμε ασταμάτητα, περιστρεφόμαστε σαν τους δερβίσηδες, μη μπορώντας να βάλουμε τέλος στις αέναες περιστροφές, μέχρι το θάνατό μας! Κι ανάμεσά μας, άλλα πρόσωπα μπερδεύονται στους κύκλους μας, έρχονται και χάνονται, σαν τους κομήτες. Ο Μπορίς, η Νίνα, τώρα η Πάολα… Αχ, να μπορούσε κανείς να κρατήσει  για πάντα κάποιες μαγικές στιγμές…
Να μπορούσε να μιλήσει ξάστερα στον άλλον και να του πει, με παιδική αθωότητα, χωρίς να φοβάται, μήπως φανεί στα μάτια του υπερβολικός ή αδύναμος: «Ναι, σε θέλω. Μείνε μαζί μου» ή «Πάρε με μαζί σου». Και η στιγμή η μαγική να συμπίπτει ακριβώς χρονικά με την επιθυμία του άλλου. Όμως… χανόμαστε σε ασύμπτωτους χρόνους ή φοβόμαστε να πάρουμε το ρίσκο μιας απόφασης».
Στο καινούργιο της βιβλίο η Ελένη Λόππα, «Οι εμιγκρέ», «Ιστορίες ανθρώπων» όπως η ίδια το αποκαλεί, τρεις ιστορίες που αποτελούν πορτραίτα της Πάολας, του Μπορίς και της Ελένης, αλλά που κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν και ένα μεταμοντέρνο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, διασώζει μέσα από τους ήρωές τους και τις εκούσιες ή ακούσιες μετακινήσεις τους έναν αιώνα ζωής.
Στην πρώτη ιστορία, «Η ιστορία της Πάολας, όπως την αποκαλεί, η ηρωίδα της ξεκινά από το Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, διαφεύγει με ταξιδιωτικό πούλμαν και ζητά πολιτικό άσυλο στην Κωνσταντινούπολη, μεταφέρεται για ελάχιστο χρόνο στη Ρώμη για να καταλήξει στην Νέα Υόρκη, στην πολυπόθητη Αμερική. Με αγωνία και αγώνα, με τύψεις, αφήνει πίσω της [μέχρι να τους καλέσει κοντά της] την μάνα της και την κόρη της, κατορθώνει να διεκδικήσει την δική της ζωή. Στην πορεία, βεβαίως κερδίζοντας την πολυπόθητη ελευθερία της, πληρώνει στο ακέραιο το τίμημα: δεν ακολουθεί τον αγαπημένο της, στερείται την γλώσσα της και την χώρα της, δουλεύει σκληρά και βιώνει στο έπακρον την μοναξιά.
Στην δεύτερη ιστορία, «Η Ιστορία του Μπορίς», το Βουκουρέστι θα είναι και πάλι η αφετηρία, μόλις αρχίζουν τα δύσκολα, αλλά ο Μπορίς θα καταφύγει στο Παρίσι ως φοιτητής. Εκεί, παρά την αυτοεξορία του,  σαφώς όλα θα είναι πιο εύκολα, θα βιώσει κι εκείνος, βεβαίως, πολλά: τον χωρισμό του από την Πάολα, τον πρώτο του έρωτα. Τις πολιτικές αναταράξεις, τον πόλεμο, γιατί όχι; με το Αλγέρι, μόλις που διασώζεται την τελευταία στιγμή, και μιαν ιδιότυπη μοναξιά.
Στην τρίτη ιστορία, «Η Ιστορία της Ελένης», οι συνθήκες θα είναι ακόμα πιο σύνθετες, η Ελένη θα φύγει από την Βουλγαρία πριν από την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ακολουθώντας στο Παρίσι τον Αλέξιο που αποσχηματίζεται για χατίρι της, με τα δυο παιδιά. Εκεί, θα ζήσει έναν πόλεμο, τον Χίτλερ στη γαλλική πρωτεύουσα, μετά μια έντιμη σχεδόν αποστειρωμένη ζωή. Θ’ ανοίξει τα φτερά της στο σχέδιο και στη μόδα, θα ξαναγυρίσει στην πατρίδα για να αποχαιρετήσει τη μάνα της, νεκρή.
Αρχή των πάντων, ο πατέρας της πανταχού παρούσας, διακριτικά αόρατης αφηγήτριας. Και μια σειρά από γράμματα της Πάολας στα ρουμανικά. Για να τον ξανασυναντήσει στον χρόνο, αφού δεν μπορεί να τον έχει εφόσον είναι απών, δηλαδή, νεκρός, στο παρόν, θα τον αναζητήσει στο παρελθόν του. Η γλώσσα θα αποτελέσει πατρίδα για κείνην, κι έτσι θα συναντήσει η αδελφή της και η μητέρα της στο Βουκουρέστι την Πάολα. Για τον θείο Μπορίς και άκουγε και τον γνώρισε κιόλας, είχε από εκείνον μια πορσελάνινη κούκλα, όσο για την Ελένη υπήρξε κι αυτή φίλη της αδελφής του Μπορίς, δηλαδή, σχεδόν συγγενείς.
Στην πολυεπίπεδη αφήγησή της όλα συμβιώνουν και απλώνονται αρμονικά σαν ζωή. Με όλη την ομορφιά ή τη βία, τη μαγεία και τις αντιξοότητες, τις ανατροπές και τις αντιφάσεις. Εξάλλου μιλάμε για όντως ζωή: Για την εξορία ή αυτοεξορία των ηρώων, τη μοναξιά και τις αντιξοότητες αλλά παράλληλα και για την ίδια την Ιστορία που καθορίζει προσωπικές ιστορίες, ζωές. Κι έτσι με αναγνωστική απόλαυση ζούμε στην πρώτη ιστορία, ένα υπέροχο Βουκουρέστι με τα μνημεία του και τους καλλιτέχνες μέσα στον ιστορικό ζόφο της εποχής. Την Βουλγαρία λίγο πριν από τον δικό της κομμουνισμό με τις εκκλησίες και με τις μικρές καθημερινές τελετουργίες. Το Παρίσι κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Παρίσι με ανοιχτή πληγή το Αλγέρι, το Παρίσι τον Μάη του ’68, το  παρισινά καφέ και την ιστορία τους, τους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες, τους μουσικούς, την τζαζ και τα ρεύματα που ξεκίνησαν απ’ εκεί και καθόρισαν μιαν εποχή, ακόμα και την δική μας εποχή.
Αλλά το σπουδαιότερο νήμα του βιβλίου είναι οι χρονικές συγκυρίες, ο τρόπος που σμίγουν για να χαθούν άνθρωποι και αγάπες μέσα στον χώρο και στον χρόνο, οι προσωπικές επιλογές που κάναμε και δεν κάναμε, τα ρίσκα που πήραμε ή δεν πήραμε, οι δυο ιστορίες, αυτές της Πάολας και της Ελένης που εντέλει διασταυρώνονται μέσα από την ιστορία του Μπορίς.
Η τολμηρή Πάολα που μπορεί να ξέφυγε από τον ζόφο της πατρίδας της αλλά δεν τόλμησε να τον ακολουθήσει στο Παρίσι και η «τυχερή- άτυχη» Ελένη [κι αυτό το τυχερή- άτυχη μέσα σε εισαγωγικά] που τον γνώρισε αργά.
Η συνάντησή τους που κάνει τις τρεις ιστορίες μια Ιστορία, τα όσα ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, εν τέλει, ποτέ:  «Εκεί, καθισμένες η μία απέναντι στην άλλη, άρχισαν να αφηγούνται τις ζωές τους, λες και γνωρίζονταν χρόνια. Στην αρχή πιο συγκρατημένα, ύστερα πιο ελεύθερα. Αναφέρθηκαν στη φυγή τους και στους λόγους που τις ανάγκασαν να απομακρυνθούν από τις πατρίδες τους, στις πρώτες προσπάθειες και δυσκολίες εγκλιματισμού και προσαρμογής στη νέα πατρίδα, στον πόνο της ξενιτιάς, στη νοσταλγία που τις κυρίευε, όταν σκεφτόταν τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησαν πίσω τους, και άλλα και άλλα…»
Η εσωτερική κι εξωτερική εξορία και στις τρεις ιστορίες είναι το νήμα, και μαζί με τους κεντρικούς ήρωες, την Πάολα, τον Μπορίς, την Ελένη, κι άλλοι πολλοί:
«Όπως η Σανέλ, έτσι και η Ελένη χρησιμοποίησε στο ατελιέ της Ρώσους εμιγκρέ. Υπήρχε άλλωστε κάποια κοινή μοίρα, σε άλλο βέβαια επίπεδο, με αυτούς. Έτσι αισθανόταν η Ελένη. Ήταν άνθρωποι που έφταναν από τη χώρα τους ή από τις άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ, πολιτικοί πρόσφυγες, φυγάδες ή αυτοεξόριστοι, άνθρωποι φοβισμένοι, ταπεινωμένοι χωρίς γλώσσα, στέγη και χρήματα, που αναζητούσαν μια καλύτερη ζωή. Θεωρούσε, λοιπόν, η Ελένη ότι μπορούσε να συμβάλει, δίνοντάς τους εργασία, στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους. Η Γαλλία εξάλλου εκείνη την εποχή ήταν η πιο φιλόξενη χώρα, χάρις σε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη παράδοση, και ενσωμάτωνε στους κόλπους της όλους τους κατατρεγμένους».
Ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο που εγκιβωτίζει τον χώρο, τον χρόνο, ζωή και ζωές. Με προβληματισμούς που πάντοτε θα υπάρχουν για να μας γδέρνουν κρυφά και να μας πονάνε:
«Από τη μια αρνούμαστε μια πρόκληση και από την άλλη υποφέρουμε που την αρνηθήκαμε κι αυτή η άρνηση μπορεί να μας καταβάλει μια ολόκληρη ζωή. Γιατί η ζωή φεύγει τόσο γρήγορα, σαν όνειρο, και δεν προλαβαίνουμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία της, την αξία κάποιων συγκυριών, γεγονότων, συναντήσεων. Κι όταν γίνει αυτό, έχουμε φτάσει ήδη στο τέρμα. Τι φενακισμός!»
Και με την αποδοχή ότι εν τέλει, ό,τι μπορούμε κάνουμε, η ζωή δεν είναι πρόβα, όσα αντέχει στον καθένα μας η ψυχή.
Μια μικρή σημείωση για το τέλος. Η Ελένη Λόππα ήδη από το πρώτο της βιβλίο «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης» [Γαβριηλίδης, 2011] απέδειξε ότι έχει τον τρόπο να αναδεικνύει τα ουσιαστικά της ζωής και να την διασώσει μυθιστορηματικά μέσα από τη λογοτεχνία. Διασώζοντας έτσι αγαπημένους, εκείνα τα ελάχιστα που αντέχουν και πρέπει ν’ αντέξουν στον χρόνο, εποχή.

 

25/1/14

Ποιος φταίει αν εμείς/ φεύγουμε μ’ άδεια χέρια;



Ποια είναι η αλήθεια στο «Μπολερό» της Ελένης Γκίκα;

 Της Χρύσας Σπυροπούλου για το βιβλίο «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ», εκδ. Καλέντη


Η παρέα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας- και όχι μόνο, γιατί η Ελένη επιδίδεται με επιτυχία και σε άλλα λογοτεχνικά είδη όπως στην ποίηση- μεγάλωσε το 1997 όταν κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου; από τις εκδόσεις Φιλιππότη, αλλά και η συλλογή διηγημάτων με τίτλο Όνειρα από Toplexil, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Έκτοτε, η συγγραφική της πέννα δουλεύει αδιάλειπτα και αναπαριστά εικόνες και σκέψεις, πολυμορφικές παρουσίες παρόντων και απόντων προσώπων, ονειρικές εκφάνσεις και μορφές που ανακύπτουν από τους σκιερούς και ομιχλώδεις χώρους του ασυνειδήτου. Γραφή ευαίσθητη, ποιητική, ενίοτε κρυπτική και υπαινικτική, δεν αφήνει ασυγκίνητο τον αναγνώστη.
 Έτσι, μετά από την έκδοση δώδεκα μυθιστορημάτων, το δέκατο τρίτο της με τον αινιγματικό τίτλο Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ (Καλέντης 2013), έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο, και άρα η ιστορία που ακολουθεί διαθέτει ποικιλία ερμηνειών και στάσεων. Η αλήθεια των πραγμάτων είναι μια κινούμενη άμμος, μεταβαλλόμενη και αναπροσαρμοζόμενη διαρκώς.

Ας περιοριστούμε, ωστόσο, στο τελευταίο της μυθιστόρημα, για το οποίο συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ. Διαβάζοντάς το, ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι  βρίσκεται μπροστά σε παζλ, σε μια σύνθεση την οποία καλείται να ολοκληρώσει, τοποθετώντας το κάθε μέρος του στη σωστή θέση. Εν τω μεταξύ, οι εικόνες, που εμπεριέχουν συγχρόνως ποιητικότητα και αφαιρετικότητα,  συνιστούν έναν κατακερματισμένο κόσμο, στον οποίο ο προσωπικός λόγος ενώνεται, συνδέεται με σπουδαίους συγγραφείς, μουσικούς, αλλά και σύμβολα της μυθολογίας. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα των: Γκαίτε, Μπόρχες, Ίαν Μακ Γιούαν, Δάντη, Ουγκώ, Ιουλίου Βερν, Μάργκαρετ Μίτσελ με το Όσα παίρνει ο άνεμος, Χώθορν με το Άλικο γράμμα, Λιούις Κάρολ με την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, τον Ρουμί και τους στίχους του: «Το απέραντο Έλεός Του/ μας προσφέρει τα πάντα./ Ποιος φταίει αν εμείς/ φεύγουμε μ’ άδεια χέρια;»(σ. 74).  Η αναζήτηση της ταυτότητας, προσφιλές θέμα της Ελένης Γκίκα, επιτείνεται με το απόσπασμα από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων: «Ποια είσαι;» ρωτάει η κάμπια την Αλίκη. Κι εκείνη απαντάει: « Δεν ξέρω, κύριε. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά όμως έχω αλλάξει πολλές φορές από τότε». Εδώ, όμως, και ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης, της Αριάδνης, και οι χθόνιοι θεοί.
Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, όπως και στα υπόλοιπα έργα της Γκίκα υπάρχει η έννοια της αναζήτησης, αναζήτηση ταυτότητας, του νοήματος της ζωής, της αλήθεια, αλλά και η αναζήτηση του εταίρου, ενώ η προσδοκία για την αιώνια επιστροφή έρχεται και επανέρχεται, χωρίς ωστόσο, να δίδονται πολλές υποσχέσεις. Άλλωστε, τίποτε δεν είναι βέβαιο και όλα βρίσκονται υπό αμφισβήτηση. Σε κάποιο σημείο διαβάζουμε: « Τα μόνα πράγματα που αντέχουνε στο χρόνο είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ…» (σ. 22), αλλά που δεν τα γνωρίζουμε και άρα αν υπάρχουν, υπάρχουν όσο εμείς τα σκεφτόμαστε και τα φανταζόμαστε.

Η αφήγηση είναι το αποτέλεσμα της γυναικείας φωνής, ενός προσώπου που αγαπά την ζωή και αναζητεί τις τεχνικές εκείνες με τις οποίες θα μπορέσει να εκφράσει το πάθος της γι’ αυτήν, για να ζήσει και να απολαύσει αυτό που δεν φαίνεται, εκείνο που θα ήθελε να υπάρχει και να φωτίζει την καθημερινότητα, να διαλύει την πλήξη και τη μοναξιά. Τα ερωτήματα και η διττή πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παιχνίδι γι’ αυτό που υπάρχει και γι’ αυτό που φανταζόμαστε και επιθυμούμε. Άραγε τι είναι ο κόσμος; Μήπως αυτό που βλέπουμε ή εκείνο που ονειρεύτηκε η πεταλούδα; Μήπως πρόκειται για ένα όνειρο, για σκιές, όπως διατυπώθηκε από τον Σαίξπηρ; Το μόνο σίγουρο είναι ότι για τους ήρωες της Γκίκα η ζωή είναι ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα, ένας γρίφος.
Οι πρωταγωνιστές αυτού του μυθιστορήματος είναι η Εκάτη -Ουλρίκα και ο Μιχαήλ –Σεμπάστιαν. Αξίζει να παραμείνουμε στα ονόματά τους για λίγο για να καταλάβουμε και τα μυστικά του βιβλίου. Μην ανησυχείτε, δεν θα τα αποκαλύψω όλα….  Η Εκάτη, λοιπόν, ήταν χθόνια θεότητα, η θεά της μαγικής τέχνης στον Κάτω Κόσμο, το μοναδικό παιδί των Τιτάνων Πέρση και Αστερία. Από τους γονείς της κληρονόμησε δυνάμεις στη γη, τη θάλασσα και τον ουρανό. Βοήθησε τη θεά Δήμητρα στην αναζήτηση της Περσεφόνης, και μετά την επανένωσή τους έγινε σύντροφος της Περσεφόνης και σύντροφος του Άδη. Σε αγάλματα απεικονίζεται με τρία κεφάλια, τρίμορφη, κάτι που παραπέμπει και στην πολυπλοκότητα των ηρώων της Γκίκα. Το όνομα Ουλρίκα στα σκανδιναβικά σημαίνει «ευγενής/ πλούσιος κυβερνήτης/ άρχοντας», στα αγγλικά σημαίνει «η δύναμη του λύκου».  Το όνομα Μιχαήλ σημαίνει «Ποιος είναι όμοιος με τον Θεό;»· ο Αρχάγγελος Μιχαήλ ήταν ο πρώτος των αρχόντων, ο άρχων, ενώ Σεμπάστιαν είναι το λατινικό όνομα του Σεβαστού. Άρα τα δύο αυτά ονόματα παίζουν με το θέμα της ευγένειας του άρχοντος, του υπέρτατου όντος, του θανάτου; Όλα είναι υποθέσεις και ο αναγνώστης μπορεί να αυθαιρετεί. Σημασία έχει τι εισπράττει από την ανάγνωση του μυθιστορήματος, εφ’ όσον όλα είναι ρευστά και τίποτε δεν εκλαμβάνεται ως απολύτως αληθές.

Η Εκάτη-Ουλρίκα μεγαλώνει σ’ ένα ξενοδοχείο, σ’ ένα χώρο που δεν είναι φυσιολογικό να μεγαλώνουν παιδιά. Το «ξενοδοχείο» περιλαμβάνει το «ξένο» και το «περαστικό», το «εφήμερο», όπως είναι και η ζωή μας, μολονότι επανέρχεται είτε αυτούσιο είτε συγκαλυμμένο το νιτσεϊκό « ό,τι γεννιέται, γεννιέται ξανά»(σ. 47). Η Εκάτη κατασκευάζει κούκλες, μάσκες, δηλ. αντίγραφα ανθρώπων, γίνεται μια μικρή θεά- όπως είναι και ο συγγραφέας, ο οποίος κατασκευάζει το δικό του σύμπαν. Η Εκάτη αναζητεί την ετερότητα μοναχικά, στον υπολογιστή, όχι στην πραγματική ζωή, αλλά σε μια φανταστική/ εικονική «χώρα», όπου νιώθει περισσότερο ασφαλής. Έγνοια της, ανικανοποίητη καθώς είναι με τα δεδομένα της καθημερινότητας,  να επικοινωνήσει με κάποιον που δεν υπάρχει, να συνομιλήσει με κάποιον που δεν βρίσκεται ανάμεσά μας. Εμπόδιο στο να προχωρήσει στη ζωή της είναι οι ενοχές που αισθάνεται για το θάνατο της μητέρας, ενώ ρίχνει τις ευθύνες στον πατέρα της.
Ωστόσο, το μυθιστόρημα αυτό έχει κι άλλα πρόσωπα: την Νίκη, τον Τάκη, την Χάνα. Έχει κανείς την αίσθηση, όμως, ότι αυτά τα πρόσωπα δεν είναι παρά οι εκδοχές, οι πολλές μορφές της Εκάτης-Ουλρίκα, που συναντούν τους λογοτεχνικούς ήρωες μεγάλων συγγραφέων, αλλά και μουσικοσυνθέτες, όπως ο Σοπέν, ο Μάλερ, ο Ραβέλ με το Μπολερό του, ο Βάγκνερ και ο Μπραμς με το Γερμανικό Ρέκβιέμ του.

Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ, ενώνει και συγχέει το πραγματικό με το πλαστό, το φανταστικό, διατρέχει και ξεκλειδώνει, χωρίς να απογυμνώνει από το μύθο τους, σελίδες λογοτεχνικές, παρτιτούρες, μας ταξιδεύει στο εδώ και στο εκεί, σ’ αυτό που φοβόμαστε να αντικρίσουμε, στον άλλο μας εαυτό, αυτόν τον οικείο και συγχρόνως άγνωστο.
Η Ελένη Γκίκα έχει άνεση να γράφει, να δημιουργεί παράλληλους και επάλληλους κόσμους, να δίνει ζωή στους εσωτερικούς δαίμονες, να τους σχηματοποιεί και να τους αποδίδει με ποιητικότητα. Αγαπάει το ωραίο και το περιγράφει αντλώντας εικόνες από τη φύση, εικόνες του εφήμερου, αλλά κι αιώνιου. Γι’ αυτό οι μυγδαλιές,  οι ροδακινιές,  οι κερασιές, οι αρμπαρόριζες, οι κατιφέδες,  οι δυόσμοι,  οι βασιλικοί συμπληρώνουν την ιστορία. Κι όλα αυτά, έμψυχα- οι ήρωές της- και υλικά, έχουν την ίδια μοίρα: είναι εφήμερα όμορφα…

Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ μπορεί με την κατηγορηματικότητα του τίτλου να αποκλείεται η αντίθετη άποψη, ωστόσο οι ιστορίες του- γιατί η ιστορία δεν είναι μόνο μία-ενέχουν την άρνηση και την κατάφαση μαζί. 


Η επαλήθευση της αφήγησης


 «Τα πορφυρά πανιά» του Αλεξάντρ Γκριν. Μετάφραση: Ιοκάστη Καμμένου. Επίμετρο: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Εκδ. «Κίχλη». σελ. 205

«Σύντομα τα έχασε όλα’ όλα, εκτός από το σημαντικότερο: την ξεχωριστή ψυχή του που πετούσε ψηλά».
Έτσι «χαμένοι» ξεκινούν στη νουβέλα του Ρωσοπολωνού Άλεξάντρ Γκριν, όλοι στην αρχή: ο Λόνγκρεν ο ναύτης ο οποίος επιστρέφοντας δεν βρίσκει πια να τον περιμένει στο κατώφλι η αγαπημένη του Μαίρη, και η μικρή Ασσόλ, η κόρη του. Και στην άλλη άκρη του ορίζοντα ένας μικρός Γκρέυ, ο οποίος θα βρίσκει τα πάντα σε έναν πίνακα απ’ όπου έρχεται κατ’ επάνω του ένα ιστιοφόρο με ολάνοιχτα τα πανιά, κρατώντας μια γεύση απ’ το μέλλον αλλά δεν θα κρατάει για πάντα όταν είναι τόσο νωρίς.
«Πες μου, γιατί δεν μας αγαπάνε;»
«Αχ, Ασσόλ, μήπως ξέρουν ν’ αγαπούν; Πρέπει να ξέρεις ν’ αγαπάς, κι αυτοί δεν μπορούν να το κάνουν».
Ο Λόνγκρεν που φτιάχνει παιχνίδια-καράβια για να ζήσει την Ασσόλ, της οποίας «η πραγματικότητα είχε μπλεχτεί με το υπερφυσικό» εξ’ αρχής, και θα έρθουν γι’ αυτό αντιμέτωποι με όλη την δυσπιστία, την μωρία και την χλεύη του κόσμου.
Αφορμή, η προφητεία του περιηγητή Έγκλ. Ποιητής και μάγος, γνωστός συλλογέας τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών ο Έγκλ, θα διαβλέψει για την Ασσόλ ένα αλλόκοτα θαυμαστό μέλλον: ένα καράβι με το οποίο θα ‘ρθει για να την πάρει κάποτε ο πρίγκιπάς της και θα ‘χει, σαν το παιχνίδι που πήρε η όχθη μόλις αυτή τη στιγμή, πανιά πορφυρά. Κι απ’ αυτήν ακριβώς τη στιγμή θ’ αρχίσει για τον μικρή Ασσόλ και «η ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας». Ο πατέρας της θα συνηγορήσει στο παραμύθι του Έγκλ, ένας ζητιάνος θα το διαδώσει μετά στο χωριό, με αποτέλεσμα η Ασσόλ να γίνει για όλους και μέχρι να μεγαλώσει «η σαλπαρισμένη Ασσόλ», για να το επαληθεύσει κάποτε, επτά χρόνια μετά, κάποιος καπετάνιος Γκρέυ.
Γιατί την ίδια εποχή, κάπου στον κόσμο και μακριά από την Καπέρνα, ο Γκρέυ, μεγαλώνει στο σκοτεινό και μεγαλοπρεπές πατρικό του και αποφασίζει από έναν πίνακα να γίνει καπετάνιος. Εξάλλου «Του άρεσαν οι πίνακες που δεν συνοδεύονταν από εξηγήσεις και επιγραφές, καθώς η εντύπωση που προκαλούν είναι απαράμιλλα πιο ισχυρή. Το περιεχόμενό τους, απαλλαγμένο από τις λέξεις, γίνεται απέραντο, επιβεβαιώνοντας κάθε εικασία και σκέψη».
Παιδί με δική του έντονη εσωτερική ζωή, αναλαμβάνει κατ’ αρχάς να επαληθεύσει και την προσωπική, οικογενειακή τους προφητεία. Για ένα κρασί εξαιρετικό που περιμένει κάποτε έναν Γκρέυ για να το πιει όταν θα βρεθεί στην παράδεισο. Φεύγει, λοιπόν, στα καράβια σαν ναύτης στην αρχή, αναζητώντας αυτό-που-θα-γίνει-για-κείνον-ο-παράδεισος.
Την Ασσόλ θα την συναντήσει σαν την κοιμωμένη βασιλοπούλα, ακριβώς να κοιμάται, όχι τα επτά χρόνια της προφητείας αλλά εκείνο το πρωί που θα την πρωτοβρεί στο ίδιο σημείο που κάποτε η μικρή Ασσόλ είχε χάσει για λίγο το καραβάκι –με-τα-πορφυρά-πανιά-παιχνίδι. Στο μεταξύ θα έχει γίνει ένα ξεχωριστό πλάσμα που θα αφουγκράζεται τα πουλιά, τα φυτά και τα ζώα στη σιωπή. «Ήξερε και της άρεσε να διαβάζει, αλλά και στα βιβλία, όπως και στη ζωή της, διάβαζε κυρίως ανάμεσα στις γραμμές», όπως θα φροντίσει ο Γκριν να μας πει και ειδικά γι’ αυτό το πρωί, που θα ξυπνήσει σαν την Αλίκη στη χώρα του παραμυθιού, κυριολεκτικά μια άλλη: «Ήταν σαν να ξύπνησε από την χειροπιαστή πραγματικότητα σε μιαν άλλη, ακόμη πιο ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη». Και  «Από εκείνη τη στιγμή δεν την άφησε πια καθόλου η αίσθηση μιας θριαμβευτικά πλούσιας συνείδησης του κόσμου».
Στο μεταξύ, υπομονετικά και λες με αόρατη πολύχρωμη κλωστή μοιάζει να έχει ολοκληρωθεί με μικρές σοφές ακριβείς βελονιές το κέντημα του κόσμου.
Ο Γκρέυ που έχει γίνει καπετάνιος στο Σεκρέτ και θ’ ακούσει την προφητεία στην ταβέρνα του χωριού, θα σπεύσει να κάνει το Σεκρέτ πορφυρό, αγοράζοντας δυο χιλιάδες μέτρα μεταξωτό. Η Συνάντηση, εξάλλου, όπως και η αγάπη είναι μεταμορφωτική και για τους δυο, ο συγγραφέας το γράφει και το υπαινίσσεται με άπειρους θαυμαστούς τρόπους:
«Ό,τι περίμενε τόσον καιρό και με τόση θέρμη έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί, στην άκρη του κόσμου»-
«Ήταν σαν να τον είχε καλέσει κάποιος, αλλά να είχε ξεχάσει ποιος και πού»-
«Καθώς λοιπόν δεν έχουν όνομα, μένουν για πάντα έξω από τις λέξεις αλλά και πέρα από κάθε έννοια, σαν την αίσθηση ενός αρώματος»-
«Περιμένω, βλέπω και σύντομα θα γνωρίζω»-
«Όλα πάνω της κοιμόνταν: τα σκούρα μαλλιά της κοιμόνταν, η φούστα της κοιμόταν, το ίδιο και οι πιέτες της φούστας της. Ακόμη και το χορτάρι δίπλα στο σώμα της έμοιαζε να λαγοκοιμάται…»-
«Μια έντονη ροπή προς το ασυνήθιστο τον κατέβαλε ξαφνικά»-
«Έβγαλε από το δάχτυλό του το παλιό πολύτιμο δαχτυλίδι, σκεπτόμενος, και όχι αδικαιολόγητα, πώς μπορεί με αυτόν τον τρόπο να υπαγόρευε στη ζωή κάτι σημαντικό, σαν την ορθογραφία, ας πούμε».

Η αφήγηση θα φτάσει, φυσικά, έως εκείνον, στρεβλή:
«Δεν μπορεί να είναι άλλη από τη “Σαλπαρισμένη Aσσόλ»-
«Πριν από εφτά χρόνια είχε μιλήσει στην ακροθαλασσιά με έναν άντρα που ήταν συλλογέας παραδοσιακών τραγουδιών»,
αλλά «από τη στιγμή που είδε τα μάτια της Ασσόλ, όλη η στενοκεφαλιά της διήγησης του Μέννερς ξεθώριασε»

Και «από εκείνη τη στιγμή και εξής τον είχε κυριεύσει η επίγνωση μιας καταπληκτικής ανακάλυψης, σαν τη σπίθα στο γουδί της πυρίτιδας του Μπέρτολντ- μια από εκείνες τις εκρήξεις της ανθρώπινης ψυχής από τις οποίες απελευθερώνεται ακτινοβολώντας η φωτιά».
Αλλά την ίδια επίδραση θα έχει η Συνάντηση ή η αναμονή της και για τους δυο:
«Μέσα της, λοιπόν, υπάρχουν δυο κοπέλες, δυο Ασσόλ μπερδεμένες σε μια υπέροχη αταξία. Η μία είναι η κόρη του ναυτικού, του χειροτέχνη που κατασκευάζει παιχνίδια, η άλλη είναι ένα ζωντανό ποίημα με όλα τα θαύματα των παρηχήσεων και των εικόνων του, με μια μυστήρια γειτνίαση λέξεων, στην αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, καθώς το ένα χύνεται πάνω στο άλλο»-
«Ό,τι περίμενε τόσον καιρό και με τόση θέρμη έπαιρνε σάρκα και οστά εκεί, στην άκρη του κόσμου».
Το ερωτικό παραμύθι τους θα έχει αίσιο τέλος, άξιο να το τραγουδούν τα παιδιά και οι μεγάλοι στο μέλλον:
«Έτσι τα ‘φερε η τύχη, όπως λένε κι οι άνθρωποι που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, και ο Γκρέυ και η Ασσόλ βρήκαν ο ένας τον άλλον, ένα πρωινό μιας ημέρας του καλοκαιριού με τόσα μοιραία γεγονότα».
Η πραγματικότητα θα πάρει άλλη όψη, «ζούσε στο μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος, από το οποίο μπορούσε σαφώς να αντιληφθεί όλους τους υπαινιγμούς και τα νεύματα της πραγματικότητας». Και θ’ αλλάξει μια για πάντα και η αντίληψη για το πραγματικό: «Αυτό που κάνω υπάρχει, όπως η παλιά αντίληψη για το όμορφο και το άπιαστο, το οποίο στην πραγματικότητα, είναι τόσο χειροπιαστό και πιθανό, όσο μια βόλτα στην εξοχή».
Η ελεύθερη βούληση, - εξάλλου, αυτό δεν λένε και οι γραφές; είμαστε ανελέητα ελεύθεροι να επιλέξουμε και το καλό και το κακό; - θα ωθήσει τον αποφασιστικό Γκρέυ να ολοκληρώσει το θαύμα: «Βλέπετε πόσο στενά δεμένες είναι εδώ η μοίρα, η βούληση και οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων; Πηγαίνω σ’ αυτήν που περιμένει και μπορεί να περιμένει μόνο εμένα, ενώ εγώ δεν θέλω καμία άλλη παρά μόνον αυτή, και τούτο ίσως επειδή, χάρη σ’ αυτή, συνειδητοποίησα μιαν απλή αλήθεια, ότι τα λεγόμενα θαύματα πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα πραγματοποιούμε».
Κι όσο για όλους εμάς, το θαύμα της αγάπης έχει πολλές μορφές, ο Γκριν μας παρηγορεί: «Όμως υπάρχουν κι άλλα, το ίδιο μεγαλειώδη θαύματα: ένα χαμόγελο, η ευθυμία, η συγχώρεση και.. πού και πού μια σωστή κουβέντα». Το ίδιο θαύμα που μεταμόρφωσε και την μητέρα του Γκρέυ από μια ανόητη πλούσια σε μια γυναίκα σπλαχνική που προσεύχεται έστω και μέσα από το χρυσό κλουβί: «Ευλόγησον του θαλασσοπόρους, τους ταξιδιώτες, τους ασθενείς, τους βασανισμένους, τους αιχμαλώτους, και τ’ αγόρι μου».
Μια ιστορία που είναι αναλόγως με τον αναγνώστη: παραμύθι, ρομαντική, οντολογική, θεολογική, θαλασσινή, μαγική και μαγευτική. Ένα αλλόκοτο φαινομενικά απλό κείμενο 150 σελίδων που συνεχίζεται και πίσω και κάτω από τις γραμμές, υπάρχει πριν από την αρχή και εξακολουθεί να γράφεται και να μας επηρεάζει και πέρα απ’ το τέλος. Καθόλου τυχαίες οι «παρεξηγήσεις» ανάγνωσης που έχουν συμβεί: ταινίες και κριτικές που την κάνουν να γίνεται ο άλλος.
Ο συγγραφέας της, άλλωστε, έχει φροντίσει να την επαληθεύσει με την δική του ζωή: με πολλά βάσανα και διακυμάνσεις, φυγές συνεχείς, από το σχολείο, μέχρι τη φυλακή, απ’ το καράβι και μέχρι το σπίτι των συγγραφέων. Επαληθεύοντας την άρρητη προφητεία να διαβαστεί όπως του αξίζει, αφού πια πεθάνει.

Όμως, όσο ζούσε αξιώθηκε το πιο ουσιαστικό: να συλλάβει μιαν άλλη πραγματικότητα και να στήσει την δική του «Γκρινλάντια», να φτιάξει έναν κόσμο που είναι τόσο αληθινός όσο η αγάπη και η αναγνώριση, να στήσει μια όντως Συνάντηση.
«Τα πορφυρά πανιά» έχουν την δυνατότητα της επαλήθευσης, σε κάθε παράγραφο, κάθε στιγμή. Κάθε κύμα, κάθε παιχνίδι και κάθε πουλί διασώζουν κάτι από το άδηλο κι άρρητο της αιώνιας αφήγησης. Ένα αριστούργημα που παραμένει ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία, μπορεί να σ’ αλλάξει και να σε κυνηγά για καιρό , να σου υπενθυμίζει του καθενός μας την «ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας ευλογημένης μοίρας» που μπορεί να είναι τόσο απλά και «μια πλούσια συνείδηση του κόσμου». Και μπορεί ν’ αρχίσει ακριβώς εκεί όπου φαίνεται ότι τελειώνει κάθε πραγματικό, γιατί υπάρχει εκείνο –που-μπορεί-να-μη-φαίνεται-ωστόσο-είναι-πιο-πραγματικό-απ’-το-πραγματικό: «Σύντομα τα έχασε όλα’ όλα, εκτός από το σημαντικότερο: την ξεχωριστή ψυχή του που πετούσε ψηλά». Κι ο Γκριν αυτό το γνωρίζει καλά, στην Γκρινλάντια οι άνθρωποι πετούν και βαδίζουν επάνω στο νερό, στο δικό του το σύμπαν οι ήρωες βιώνουν εμπειρικά και καθημερινά, και επειδή το πιστεύουν, το θαύμα.
Η εξαιρετική έκδοση συνοδεύεται και με ένα επίμετρο που αστράφτει κι αποτελεί σπουδαίο αναγνωστικό οδηγό. Μας υπογραμμίζει, δηλαδή, το ότι η αφήγηση είναι σε επτά κεφάλαια, επτά χρόνια μέχρι την επαλήθευση της προφητείας που αποτελεί και επαλήθευση της ίδιας της αφήγησης.
Η αφήγηση, όπως και η ποίηση, έχει την δυνατότητα ενίοτε να είναι και χρησμική. Και κάποιοι ποιητές και αφηγητές φαίνεται τούτο να το γνωρίζουν.


 

 

22/1/14

σαν φόνοι σε οπερατική σκηνή


 
Γράφει η Πέρσα Κουμούτση

για «Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» της Ελένης Γκίκα, εκδόσεις Καλέντη.

 
Κατά καιρούς πολλοί συγγραφείς έχουν επιχειρήσει να συγγράψουν νουάρ μυθιστόρημα, πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι έχουν πετύχει τη ‘συνταγή’ απλά και μόνο γιατί εντάσσουν στα μυθιστορήματα τους αστυνομική πλοκή. Αντιθέτως,  το βιβλίο της Ελένης Γκίκα, αν και δεν στηρίζεται στη κλασσική δομή ενός νουάρ μυθιστορήματος, δεν ακολουθεί δηλαδή την πεπατημένη τακτική των αστυνομικών μυθιστορημάτων, ή το αξιακό εκείνο σύστημα που φέρνουν τα μυθιστορήματα της αστυνομικής λογοτεχνίας: αυτό της εξιχνίασης του μυστηρίου, ούτε καταλήγει με τις καθιερωμένες συλλήψεις ή την καταδίκη του δράστη, το βιβλίο περιλαμβάνει όλα εκείνα τα στοιχεία που το κατατάσσουν και σε αυτό το είδος, επιβεβαιώνοντας παλαιότερες υποψίες μου ότι η Ελέη, όχι μόνο μπορεί να γράψει νουάρ, αλλά ότι και ιδιοσυγκρασιακά της ταιριάζει γάντι.

Το βιβλίο με τον ευφάνταστο τίτλο « Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» αποτελεί το 13 μυθιστόρημα της συγγραφέως και είναι ένα βιβλίο που κινείται περίτεχνα σε δυο επίπεδα ή αλλιώς στηρίζεται σε δυο κεντρικούς άξονες. Εκείνο της Ιστορίας με ιώτα κεφαλαίο, και εκείνο της ιστορίας, ή του μύθου των κεντρικών ηρώων της. Κι ανάμεσα τους 21 πρόσωπα που δολοφονούνται με ένα περίεργο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο και πάντα σε αρχαιολογικούς χώρους, νεκρομαντεία, αρχαία θέατρα, ιστορικά μνημεία εκεί ή όπου αλλού «η πύλη του Άδη είναι ανοικτή», όπως αναφέρει η ίδια.  Οι 21 αυτοί φόνοι θα μπορούσαμε να πούμε οτι απαρτίζουν τους κρίκους της αλυσίδας εκείνης που όχι μόνο συνενώνει τις δυο ιστορίες, τη μικρή και τη μεγάλη- αλλά τα πρόσωπα με τις καταστάσεις, κυρίως όμως το παρελθόν με το παρόν, γιατί όπως υποστηρίζει η ίδια στο βιβλίο της, «το παρελθόν μας ενυπάρχει στο παρόν, και είμαστε ότι αφήνουμε πίσω μας.»

Έτσι, το κάθε έγκλημα που διαπράττεται στο σήμερα, αντικρίζει σε ένα άλλο που διαπράχθηκε στο χθες. Μαζί τους και η σφραγίδα ενός παγκόσμιου μουσικού συνθέτη που εμφανίζεται επίσης με έναν παράδοξο τρόπο: μέσω μιας παρτιτούρας που αφήνει πίσω του ο δολοφόνος. κατ αυτόν τον τρόπο, ο κάθε φόνος αποτελεί μια τραγική και συνάμα ‘διαφωτιστική’ στιγμή, αφού ο αναγνώστης εκτός από το ειδεχθές του θανάτου, έρχεται σε επαφή με λαμπρά έργα παγκόσμιων συνθετών της προκλασικής, κλασικής και της μπαροκ μουσικής. Ακολουθεί για παράδειγμα τις μουσικές του Φιλιπ Τέλεμαν, Βάγκνερ, Ραβέλ, Μπραμς, Βιβάλντι, Ελίζαμπεθ ντε λα Κλερ, Μότσαρτ, Σούμαν, Μπραμς , Σούμπερτ Όφενμπαχ, Μιχαήλ Πρετόριους, Χίλντεργκαρντ, Σκαρλάτι και άλλων. Μέσω των φόνων η Ελένη μας τους ανασυστήνει, αποκαλύπτοντας σταδιακά, εξελικτικά το πορτραίτο των θυμάτων, αλλά κατά κύριο λόγο εκείνο του θύτη που είναι ταυτόχρονα και θύμα. Ο καθένας δηλαδή από τους φόνους αποτελεί ένα μικρό κομμάτι από το μεγαλύτερο παζλ της ιστορίας ή του μύθου αλλά και του προσώπου που τους διαπράττει.  

Ωστόσο στο βιβλίο της Ελένης οι φόνοι δεν είναι αυτοσκοπός, είναι απλώς η αφορμή για να στοχαστούμε την αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου. Ούτε  έχει στόχο, όπως ίσως ανέφερα νωρίτερα, να  εξιχνιαστούν τα εγκλήματα που παρεμπιπτόντως παρουσιάζονταν τόσο ποιητικά σαν να ήταν θάνατοι πάνω σε μια οπερατική σκηνή, οι φόνοι υπάρχουν εκεί ως πλαίσιο της ιστορίας των κεντρικών ηρώων και ως υπογράμμιση του αξιώματος ή της πεποίθησης, αν θέλετε, ότι η ιστορία μας ακολουθεί, κι ότι συχνά πληρώνουμε εν αγνοία μας τις αμαρτίες εκείνες που κουβαλάμε από τους άλλους ή πως οι ζωές μας δε μπορεί παρά να επηρεάζονται τα μέγιστα από το παρελθόν που μας κληροδοτείται. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι φόνοι πέρα από την πραγματική τους διάσταση διατηρούν και ένα συμβολικό ρόλο, υπάρχουν περισσότερο ως ένα τρόπο εξιλέωσης και κάθαρσης, παρά τιμωρίας.

Και στο ενδιάμεσο όλων αυτών, οι σκέψεις/ο στοχασμός της ίδιας της συγγραφέως πάνω στη ζωή και το θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη, τον έρωτα και τη δικαίωση ένα τρίπτυχο που διαρκώς επαναλαμβάνεται στα έργα της – άλλωστε όπως υποστηρίζει η ίδια, «η μοίρα αρέσκεται στις επαναλήψεις.»

Κι όπως όλα, διαθέτουν δυο ταυτότητες, την αντικειμενική και την υποκειμενική, ή αλλιώς εκείνη που μας δίνουν, και εκείνη που επιλέγουμε και που μας καθορίζει ως συμπεριφορές ή ως ψυχοσύνθεση, το ίδιο συμβαίνει και με το ζευγάρι των βασικών ηρώων που ακούει σε δυο ονόματα, το πρώτο που αντικρίζει στο πρόσωπο και το άλλο στο προσωπείο, ή αλλιώς στο ρόλο και την ιδιότητά τους, γιατί , για τη συγγραφέα όλοι φέρουμε δυο ταυτότητες εκείνη που μας έδωσαν και εκείνη που επιλέγουμε να γίνουμε, και τίποτα δε συμβαίνει τυχαία. Και η τραγικότητά τους είναι ότι δεν ξεφεύγουν από την ιστορία, ούτε από τη καταγωγή ή τη μοίρα τους. Οι κεντρικοί ήρωες, παγιδευμένοι σε ένα ρημαγμένο ξενοδοχείο που ζωντανεύει με τον καιρό και σε ένα παλιό πυργόσπιτο της Μάνης με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες συναντιούνται για να επιβεβαιώσουν αυτήν την τραγικότητα , δέσμιοι καθώς είναι της για πάντα και ανίκανοι να ξεφύγουν από τα δίκτυα της.

Το νέο βιβλίο της πολυγραφότατης Ελένης Γκίκα, καταδύεται στον κόσμο της τέχνης, της ιστορίας και της μνήμης, σμιλεύοντας περίτεχνα την πραγματική  και την ιδεατή τους διάσταση. Η Ελένη Γκίκα είναι  μυθιστοριογράφος η οποία δεν αφήνει τίποτα στη τύχη του, εξυφαίνει έναν μύθο γοητευτικό για να υπογραμμίσει για άλλη μια φορά το αδιέξοδο του σύγχρονου ανθρώπου που επωμίζεται την ιστορία, τη δική του αλλά και των προγόνων του, τη δική του μοίρα αλλά και των συνανθρώπων του, τα δικά του λάθη του αλλά και εκείνα των προκατόχων του, σαν να μη μπορεί να αποδεσμευτεί από αυτά, εκτός ίσως με το θάνατο που στο βιβλίο της Ελένης, όπως προανέφερα, παίζει το ρόλο της κάθαρσης, της λύτρωσης, αλλά συνάμα και μιας σπουδαίας σύνθεσης. Και βέβαια, όλα αυτά πάντα δοσμένα από μια οπτική ξεχωριστή και πρωτότυπη, αφήνοντας το αναγνώστη να συμπληρώσει τις ψηφίδες του μωσαϊκού που δημιουργεί η ίδια για να τον παρακινήσει να λύσει ο ίδιο το μυστήριο, να το εξιχνιάσει όπως νομίζει ή κρίνει ο ίδιος.

«Το Μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ» είναι ένα ευφάνταστο, στοχαστικό βιβλίο γραμμένο σε γλώσσα ποιητική, συμβολική, με εικόνες που παρά τη σκοτεινότητα τους κρύβουν πίσω τους φως και καλαισθησία, αναδεικνύοντας και πάλι το αιώνιο δίπολο της ζωής: τον έρωτα και τον θάνατο μόνο που στο συγκεκριμένο βιβλίο εμφανίζονται μαζί με δυο νέους συμπρωταγωνιστές: τη Νέμεση και το Χρέος 

Επιστρατεύοντας τον συμβολισμό, κυρίως στα ονόματα, στους τόπους που επιλέγει ως σκηνικό των φόνων, τον τρόπο που διαπράττονται δίνει την ολοκληρωμένη εικόνα των πρωταγωνιστικών μορφών, αλλά και του δικού της πνευματικού κα ψυχικού τοπίου, αφήνοντας σ’ έναν κάπως πιο θολό ορίζοντα τα υπόλοιπα πρόσωπα και τις πράξεις του παρελθόντος που δεν έγιναν ποτέ παρελθόν.

Τελειώνοντας, επιτρέψτε μου να παραθέσω δυο από τις πάμπολλες ρήσεις που ξεχώρισα /σταχυολόγησα και που με συγκίνησαν, «Να μη μισείς τον εχθρό σου γιατί γίνεσαι κατά κάποιον τρόπο σκλάβος του. το μίσος σου δε θα σε ικανοποιήσει περισσότερο από τη γαλήνη σου.» ή «τίποτα δεν χτίζεται πάνω σε πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σαν να ήταν η άμμος πέτρα.»

Νομίζω πως αυτές δυο ρήσεις ιδιαίτερα η δεύτερη αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του μυθιστορήματος και την αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου. είναι όμως αφορμή και για μας να στοχαστούμε, πού και τι ακριβώς είναι αυτό που κτίζουμε στο διάβα της ζωής μας και ποιοι θα είναι οι αποδέκτες του, αλλά και οι πληρωτές του χρέους, γιατί η ψυχή δεν μπορεί να δραπετεύσει από τη μοίρα της και όλα συμβαίνουν μια φορά για να επαναληφθούν ξανά και ξανά, να μείνουν αιώνια.

 

21/1/14

το μυστικό ήταν στο παγωτό και στην αρχιτεκτονική


«Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ»

 
Πάντα όταν είναι να μιλάω για κάτι δικό μου είμαι αμήχανη. Ίσως γι’ αυτό και να γράφω. Για να πω εκείνα που με βαραίνουν αλλά περισσότερο για να τα βρω.

Θα ορκιζόμουν ότι αυτό εδώ το βιβλίο υπήρξε παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι αλλόκοτο ή μάλλον ένα βιβλίο- παιχνίδι, εξάλλου από παιδάκι έτσι το έμαθα το παιχνίδι, σαν διάβασμα. Θέλω να πω ότι θέλοντας και μη, με απίστευτη έκπληξη, με χαρά παιδική, ήταν σα να το διάβαζα από κάπου αράδα – αράδα, με την πρώτη του αράδα τόσο αλλόκοτα απολαυστική.
Έντεκα χρόνια πριν και στην παλιά πόλη της Ρόδου, ντάλα Ιούλης, - ο μήνας που φοβάμαι κι ωστόσο επάνω του πάω όπως συνηθίζουμε να πηγαίνουμε κατά πάνω στον χαμό,- περίμενα έναν φίλο. Και μ’ έστησε. Για να σπρώξω τον χρόνο στο καφενείο όπου ήμουν είπα να κάνω αυτό που ξέρω από παιδί για τα δύσκολα και τις ώρες της αμηχανίας, να φάω δηλαδή παγωτό. Κι έτσι βρέθηκα – στημένη κατ’ αρχάς από το ραντεβού μου- να τρώω ένα απίστευτα σοροπιασμένο μπολερό! Και ακριβώς την ώρα που με πλησίαζε το ραντεβού μου, σημείωνα στην χαρτοπετσέτα, έτσι για να μη το ξεχάσω σαν γεύση, «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ».
Εάν δεν με είχε στήσει το ραντεβού μου, εάν είχα παραγγείλει καφέ και όχι το καταπραυντικό παιδικό παγωτό, δεν θα είχα πέσει ποτέ πάνω στο μπολερό. Και φυσικά δεν θα είχα συναντηθεί ποτέ με την ιστορία- μπολερό.
Αλλά και όσα ακολούθησαν ήταν ομοίως νομοτελειακώς αλλόκοτα.
Η ιστορία ήρθε αργά, καταδεχτικά.
Εξάλλου ήδη το κρατούμενο ήταν ένας τίτλος. Και η μουσική σιγουριά. Καθώς και μια νουάρ υπόσχεση από κάπου μακριά.
Τα υπόλοιπα, ήταν ο τόπος. Χαρισμένος κι αυτός.

Δεν το θυμάμαι ποιο καλοκαίρι μετά, βρέθηκα με τον Κώστα τον Μουρσελά στην Πάρο, και για μια μέρα στο ξενοδοχείο που είχε στήσει με την πρώτη γυναίκα του «πέθανε γι’ αυτό το ξενοδοχείο», μου είπε χαρακτηριστικά. Ένα κτήριο λαβυρινθώδους και μπορχικής ομορφιάς. Με μια φύση μακριά από τους τουρίστες. Έχω μανία με τα αναστημένα κτήρια, το κατάλαβα αμέσως πως αυτό το ξεχασμένο ξενοδοχείο θα με στοιχειώσει, όπως κατάλαβα ότι εδώ ακούγεται καλά και καθαρά εκείνο το μπολερό.
Κι έτσι ένα χρόνο προτού φύγει ο πατέρας μου, βρέθηκα μαζί με την Πέρσα στα Χαριά. Χρόνια το έψαχνα το πυργόσπιτο. Αλλά εκείνο με καταδέχτηκε ουρανοκατέβατο με ενδιάμεσο την Σοφία την Ταράντου, για χρόνια η διπλανή μου στο γραφείο, δεν είναι πια, κανένας δεν είναι πια.
«Λενάκι, σου βρήκα εκείνο που ψάχνεις! Το πυργόσπιτο! Μόλις άνοιξε, δηλαδή παρανόμως αλλά μίλησα και μπορείς να πας και να μείνεις!» όταν κάτι είναι δικό σου ή ήρθε η ώρα του, είναι σα ν’ ανοίγουνε ξαφνικά οι ουρανοί. Ε και πήγαμε. Με την Πέρσα. Κι είδα και το δεύτερο χώρο. Είδα το σπίτι του Σεμπάστιαν. Έχοντας επίγνωση όμως ότι θα είναι και το τελευταίο ταξίδι. Το διαισθανόμουν. Μετά άρχισαν τα όργανα’ επώδυνα! Και ο οικειοθελής εγκλεισμός.

Έτσι το επόμενο Καλοκαίρι και αφού είχε φύγει ο μπαμπάς μου, είπα να φύγω κι εγώ από τη ζωή μου, όσο πιο μακριά. Και όσο να ‘ναι, το μπολερό εκείνο βοήθησε. Είχα τον τίτλο, δηλαδή το βιβλίο, το μόνο που έμενε ήταν να το ξεθάψω ή να… συντονιστώ. Είχα ήδη τον τόπο, ένα πυργόσπιτο με γκρεμισμένες τις πολεμίστρες και ένα μισοκατεστραμμένο ξενοδοχείο, Είχα τα πρόσωπα, ένα τετράδιο με τα διπλά ονόματα, προσωπεία και πρόσωπα, και με τις συγγένειες, οικογενειακά δέντρα, όλα άσχετα από τα προσωπικά, Είχα τις μουσικές, άλλο τετράδιο, συνθέτες και παρτιτούρες, Βρήκα και όλα τα αρχαιολογικά, νεκρομαντεία πιο πολύ με δέος για τα αρχιτεκτονικά. Είχα και έναν εμφύλιο μέσα μου, κι ακόμα ερωτηματικά «ποιος έκαψε τότε το Κορωπί», είχα νεκρούς και την γιαγιά μου με το πρώτο ηλεκτροσόκ αναγνωρίζοντας τον σκοτωμένο αδελφό της σε ομαδικό τάφο. Είχα και εκείνη την βεβαιότητα πως όλα είναι αλυσίδα, δεν σπάει ακόμα και όταν σπάμε, στρώθηκα λοιπόν σα να παίζω επιτραπέζιο ή σκάκι, οι κινήσεις σαν από μόνες τους, δικό μου τίποτα, ούτε καρδιά, ούτε προσωπικά.
Εκείνη έφτιαχνε κόσμους ολόκληρους με τα χέρια της. Εκείνος, μουσικές. Εκείνη είχε κόκκινα μαλλιά. Αυτός, χρέος και βάρος. Εγώ, τίποτα απ’ αυτά.
Το μόνο δικό μου ήταν η μανία μου με τον Μπόρχες. Σα να τον είχα καταπιεί.
Το δύσκολο ήταν να γραφτούν τα τετράδια. Η ιστορία μετά ήταν εύκολο να ζωντανέψει ή να γραφτεί. Τρία κεφάλαια πριν το τέλος, κατάλαβα ότι όλα έπρεπε να ξαναγίνουν απ’ την αρχή. Το μυστικό ήταν εντέλει στην Αρχιτεκτονική. Ο παλιός πύργος και το ρημαγμένο ξενοδοχείο έπρεπε να είναι νεκρομαναντεία, Αχέροντας, νεκρός χωροχρόνος που έπρεπε να αναστηθεί από τον Μπόρχες και από την Μουσική. Έζησα μια νύχτα απόλυτου τρόμου. Άχρηστος κόπος, φοβόμουν. Για να αξιωθώ κατόπιν το απόλυτο δέος. Ήταν αρχιτεκτονικά νεκρομαντεία που είχαν περιγραφεί σαν πύργος και σαν ξενοδοχείο στην αρχή.
Φυσικά, η εκδίκησή του που υπήρξε το μπολερό του Ραβέλ έγινε παγωτό της άφεσης στην πόλη των ιπποτών. Είμαι τους ελέους και όχι της δικαιοσύνης, το έχω ξαναπεί.
Έτσι, όταν το τέλειωσα «έπαιξα», είπα της Αρετής. Η Αρετή Κολλάτου είναι η επιμελήτριά μου, «και όμως εσύ είσαι αυτή», επέμενε όταν το διάβασε η Αρετή.
Είμαι δεν είμαι, αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι ένα βιβλίο που μου χαρίστηκε. Μαζί με τους εκδότες μου, εκείνη την δύσκολη, ανυπόφορα επώδυνη εποχή. Ο μπαμπάς μου φεύγοντας μου έστειλε τον Αλέξανδρο και την Κέλλυ ως αδελφή. Τα υπόλοιπα, ήταν πια ο δρόμος μου κι ήταν εύκολα.
Έτσι σήμερα, είναι μια βραδιά που στήθηκε με αγάπη αλλά πάνω απ’ όλα με εκτίμηση, η Πέρσα και η Χρύσα είναι αιώνες τώρα στη ζωή μου, η Αγγέλα, από την πρώτη στιγμή, σπαθί. Κι ο Μήτσος, Δημήτρη μ’ αρέσει το Μήτσος, δεν τα μασάει τα λόγια του, μου έβγαλε μια απόκρυφη οικειότητα από την πρώτη στιγμή.
Η Μηλίτσα συνειδητοποίησε πως πέρσι επίσης στις 20 του Γενάρη και πάλι χωρίς επιδίωξη, είχε γίνει εκείνη η αποκαλυπτική συνάντηση- παρουσίαση για την Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας στο Κορωπί. Κι εγώ ως δεισιδαίμων γνήσια τσογαδόρος ζωής, χαιρόμουν μια ήδη προκαθορισμένη συνάντηση. Ο μπαμπάς και εκείνος που έφυγε κάποιο Γενάρη- είμαι σχεδόν σίγουρη, έχουν φροντίσει γι’ αυτήν.
Πολλά είπα.
Θα ‘θελα μόνο να σας ευχαριστήσω για την αγάπη και πάνω απ’ όλα για το ότι μου επιτρέπετε την εκτίμηση τόσα χρόνια σ’ αυτήν την αλλόκοτα μίζερη ξαφνικά ζωή.

Αγγέλα, Πέρσα, Δημήτρη, Χρύσα,
Αλέξανδρε, Κέλλυ, Αρετή, Βασιλική, Βίκυ, Δήμητρα,
Ευγνώμων!

Σας ευχαριστώ όλους, πολύ. Είμαι αργόστροφη και θέλω χρόνο, εσείς οι φίλοι μου είστε ο χρόνος μου, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ!    

τίποτα δεν είναι οριστικό, ούτε καν το τέλος


Η Αγγέλα Γαβρίλη για το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ», εκδ. Καλέντη

Το μυστήριο στο πρώτο νουάρ της Ελένης Γκίκα ξεκινά ήδη από τον τίτλο, με μία κατηγορηματική δήλωση: Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ. Αυτό είναι το πρώτο κλειδί που δίνεται στον αναγνώστη, για ξεκλειδώσει το βιβλίο: όπως και στη ''Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας'', η Ελένη δημιουργεί ένα κείμενο κλειδωμένο, δίνοντας όμως μέσα από τα σύμβολα που χρησιμοποιεί, τα κλειδιά για να το ανοίξει ο αναγνώστης. Θα μπορούσα να πω ότι το μυστήριο στο βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό το ίδιο το βιβλίο αλλά όπως σε κάθε αστυνομικό, υπάρχουν εκείνα τα στοιχεία μέσα στην πλοκή, που οδηγούν στην επιλύση του.

Ας δούμε τα στοιχεία αυτού του μυστηρίου ένα-ένα, προκειμένου να βρούμε το νήμα που θα μας οδηγήσει στην κλειδαριά την οποία ανοίγει το κλειδί του τίτλου.

Το ''Μπολερό'' είναι ένας λαβύρινθος από βιβλία, χώμα και μουσική, τα βασικά υλικά με τα οποία χτίζει το κείμενό της η συγγραφέας. Αυτά είναι τα υλικά και έπειτα υπάρχει και το σχέδιο του οικοδομήματος: αρχιτέκτονες το αίμα, με τη διπλή σημασία του για τη ζωή και για το θάνατο, και ο έρωτας.

Βιβλία λοιπόν ως υλικό για το βιβλίο: οι διακειμενικές αναφορές από αγαπημένους συγγραφείς της Ελένης αντικαθιστούν τους διαλόγους μεταξύ των ηρώων: αφηγούνται την ιστορία τους μέσα από τα λόγια άλλων. Κυρίαρχος βεβαίως, ο Μπόρχες: εκείνος και ο κόσμος του κρατούν όλα τα κλειδιά του μυστηρίου, τα γραπτά του είναι ο συνδετικός κρίκος που ενώνει τους δύο ήρωες. Το ζευγάρι των βασικών ηρώων ακούει σε παράξενα ονόματα, σημαίνοντα και σημαινόμενα ταυτόχρονα, που τους κρύβουν και τους αποκαλύπτουν την ίδια στιγμή. Θα συναντηθούν τυχαία, ναυαγοί στον ωκεανό του διαδικτύου, όπου όλα συνυπάρχουν σε έναν μη-τόπο, αλλά αυτή η τυχαία συνάντηση είναι ραντεβού (μια αγαπημένη φράση της Ελένης Γκίκα που συχνά έχω ακούσει από τα χείλη της).

Το επόμενο στοιχείο είναι το χώμα: το χώμα περιέχει τους νεκρούς, τους προγόνους, τη μνήμη, και βέβαια το χώμα είναι η πρώτη ύλη για να δημιουργηθεί το γκόλεμ, το χωμάτινο πλάσμα της εβραϊκής παράδοσης που αποκτά ζωή με τη μαγική δύναμη του λόγου, ένα πολύ ισχυρό σύμβολο στο γραπτό σύμπαν της Ελένης Γκίκα.

Ακολουθεί η μουσική γιατί μπορεί το μπολερό να μην είναι εκείνο του Ραβέλ, αλλά ο ρυθμός αυτής της μουσικής σύνθεσης διατρέχει το βιβλίο από τη μια σελίδα ως την άλλη, αλλά και τις ζωές των ηρώων. Και τίποτα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ρυθμό.

Τι λείπει ακόμα; Το αίμα, για ξεκινήσει το βιβλίο να ζει, το μυστήριο να ξεδιπλώνεται. Αίμα για τη ζωή και αίμα για το θάνατο, αφού το βιβλίο ως νουάρ ξεκινά με μια δολοφονία στην εποχή του Εμφυλίου στην είσοδο ενός νεκρομαντείου. Αυτή η γραμμή αίματος διασχίζει δυο γενιές και ποτίζει όλη την πλοκή μέσα από τα ματωμένα ίχνη ενός σίριαλ κίλλερ που αφήνει πίσω του πτώματα και μουσικές παρτιτούρες.

Τέλος ο έρωτας, όπως πάντα απρόσκλητος και απρόβλεπτος. Αμαρτίες γονέων που κάνουν τα τέκνα τους να ερωτευτούν... Λάθος άνθρωποι τη σωστή στιγμή ή μήπως οι σωστοί άνθρωποι τη λάθος στιγμή; Ένα ακόμα μυστήριο προς επίλυση - και όχι μόνο στο βιβλίο της Ελένης.

Με όλα αυτά τα στοιχεία, η Ελένη Γκίκα δημιουργεί μια ποιητική πεζογραφία με εικόνες ομορφιάς σκοτεινιασμένης, με σιωπές εγκυμονούσες τις αλήθειες που ο λόγος δεν αντέχει και με σύμβολα, τόσα πολλά που φτιάχνουν μια καινούρια γλώσσα: σε αυτό το μυθιστόρημα, πράγματι, η συγγραφέας δημιουργεί μια νέα γλώσσα ή ίσως επαναφέρει στη ζωή μια νεκρή γλώσσα. Στην αρχή σε παραξενεύει, έπειτα ακούγεται όλο και περισσότερο οικεία... Και μετά θυμάσαι ότι τη μίλαγες σε άλλες εποχές, σε άλλες ζωές, με νεκρούς προγόνους.

Η γραφή της είναι απαιτητική. Τίποτα δεν σου δίνεται εύκολα, πρέπει να το κερδίσεις, να το αποκωδικοποιήσεις και να το τοποθετήσεις στη σωστή του θέση.

Αν έπρεπε να χαρακτηρίσω το βιβλίο, δεν θα το ονόμαζα μυθιστόρημα αλλά «Βιβλίο των Σκιών», όπου οι γενιές των μάγων και των μαγισσών (κι οι συγγραφείς δεν απέχουν πολύ από τους μάγους) καταγράφουν τα ξόρκια τους.  Ως κατακλείδα: όλοι τις ίδιες ιστορίες λέμε από την αρχή του κόσμου κι όλες οι ιστορίες είναι μία, από διαφορετικούς αφηγητές –  είναι γκόλεμ, χωμάτινα πλάσματα που τους δίνουμε ζωή ή τους την αφαιρούμε με τη δύναμη του λόγου. Η διαφορά ανάμεσα στη λέξη που δίνει ζωή και στη λέξη που την αφαιρεί στο σύστημα της καμπάλα,της αποκρυφιστικής, εβραϊκής παράδοσης, είναι μόνο ένα γράμμα... Η απόσταση ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο είναι μόνο ένα βήμα. Η Ελένη Γκίκα τόσο στο Μπολερό, όσο και στα άλλα γραπτά της, καταργεί αυτό το βήμα, αυτήν τη μικρή αλλά καθοριστική απόσταση. Ζωή και θάνατος, ζωντανοί και νεκροί συνυπάρχουν και συνδιαμορφώνουν την έκβαση των γεγονότων. Υπό αυτή την οπτική, το βιβλίο της Ελένης είναι ένα μεταφυσικό νουάρ που σε κλείνει μέσα του όχι με σκοπό να ανακαλύψεις το δολοφόνο, αλλά για να σου πει ακριβώς αυτό: όλα είναι ένα, όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα και τίποτα δεν είναι οριστικό, ούτε καν το τέλος.
 

17/1/14

Ο χορός του θανάτου


«Το κλειδί» του Τζουνιτσίρο Τανιζάκι. Μετάφραση από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης. Εκδ. «Άγρα», σελ. 237

 «Άρχισε χωρίς ενδοιασμούς να γράφει γι’ αυτό- ή θα ‘πρεπε μάλλον να πω ότι έγραφε πια με μοναδικό του σχεδόν σκοπό να μιλήσει γι’ αυτό- από την πρώτη Ιανουαρίου του φετινού χρόνου. Ταυτόχρονα άρχισα κι εγώ να κρατάω ημερολόγιο απ’ το Γενάρη σαν ένα είδος διαξιφισμού μαζί του. Αρχικά αρκεί νομίζω να αντιπαραθέσω αυτά που λέμε ο καθένας με τη σειρά του, συμπληρώνοντας τα σημεία όπου υπάρχουν κενά, ή μήπως κι έτσι μπορέσω λιγάκι να καταλάβω με ποιους τρόπους αγαπηθήκαμε εμείς οι δυο, πώς δοθήκαμε ολοκληρωτικά ο ένας στον άλλον, πώς κοροιδέψαμε ο ένας τον άλλον, πώς ρίξαμε ο ένας τον άλλον στη λάσπη, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο τέλος ο ένας απ’ τους δυο μας να καταστραφεί».
Κι όμως, κάπως παιχνιδιάρικα, αν και απελπισμένα κατά βάθος απ’ την αρχή, με το κλειδί πεσμένο κατά λάθος μπροστά απ’ τον νάρκισσο στο βάζο της βιβλιοθήκης, ένας άντρας, ο κύριος καθηγητής, θα αρχίσει να κρατά ημερολόγιο σχεδόν φανερά. Για την ακόρεστη λαγνεία της εσωστρεφούς και μυστικοπαθούς, παραδοσιακής συζύγου του. Και για την δική του σταδιακή σεξουαλική και ηλικιακή ανημπόρια. Για εκείνην, για – έναν- άνθρωπο- τόσο- κλειστό «που δεν ανοίγει την καρδιά του στους άλλους, χρειάζεται-  όπως θα πει ή μάλλον θα γράψει-  να μιλάει και ν’ ακούει ο ίδιος τον εαυτό του», θα έρθει κάπως πιο φυσικό.
Σε πρώτο πλάνο, δηλαδή, ο σύζυγος και η σύζυγος, «αγαπημένη μου Ικούκο», της απευθύνεται σχεδόν, και το ημερολόγιο ενός ζευγαριού: Εκείνος που γράφει και το κρύβει για να το αναζητήσει και να το διαβάσει εκείνη, η κοινή τους ερωτική ζωή που είναι απαγορευμένο ζήτημα στην καθωσπρέπει καθημερινή τους ζωή. Κι εκείνη που του απευθύνεται αναλόγως. Με το δικό της κρυφό αλλά και με την ελπίδα να διαβαστεί ημερολόγιο. Ξαναγράφοντας απ’ τη δική του πλευρά και ξεχωριστά ο καθένας αυτό-που-αποτελεί-την-κοινή-ερωτική-τους-ζωής. Σε δεύτερο πλάνο, το ζευγάρι θα γίνει ένα άτυπο κουαρτέτο. Θα προστεθεί ο νεότερος Κιμούρα, φαντασίωση και επιθυμητός κατ’ αρχάς αντίζηλος, ο φίλος της κόρης τους Τοσίκο, η οποία θα παραμείνει ως το τέλος ως πρόσωπο και το πλέον αινιγματικό. Ο ένας πιο κρυψίνους από τον άλλον, σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι υψηλών εντάσεων και απίστευτων υπαινιγμών, όπου όλα είναι και δεν είναι, υπονοούνται και σπάνια εκφράζονται, ελκύονται με πάθος και απωθούνται μετά βδελυγμίας. Μυγάκι ο καθένας πιασμένος στο δίκτυ του άλλου οικειοθελώς! Στις σπάνιες στιγμές ειλικρίνειας, θα ακουστούν, θα γραφτούν μάλλον για την ακρίβεια, απίστευτα πράγματα, όπως εκείνη εκεί η παραδοχή του συζύγου και πατρός: «Τι πιο εκπληκτικό απ’ τους τέσσερίς μας συγκεντρωμένους εν σώματι!»

Ο Τανιζάκι (1886-1965) έγραψε «Το κλειδί» το 1956, κι ήταν το προτελευταίο βιβλίο του, επαληθεύοντας πέρα από το ότι ούτως ή άλλως είναι τεράστιος ο ιάπωνας συγγραφέας, και το ότι ο έρωτας είναι τελικά αλληλοσπαραγμός, το ζευγάρι απίστευτο μπέρδεμα, για τους ιάπωνες έρωτας-θάνατος ένα και το αυτό. Κλείνοντας το μάτι, ακόμα κι αθέλητα, σ’ εκείνο το αυτοκαταστροφικό ζευγάρι του Στρίνμπεργκ, στον αιώνιο «Χορό του θανάτου», υπάρχουν στιγμές ανυπέρβλητες, με μια σειρά από εξαιρετικά συγγραφικά ευρήματα, όπως: η διπλωπία εκείνου και η υπέρταση με αποτέλεσμα να την βλέπει διπλή, ούτως ή άλλως η Ικούκο είναι διπρόσωπη αποκρύβοντας εαυτόν ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό. Η συχνή αναφορά του συζύγου στην σύζυγο, μετατρέποντας αίφνης τις ημερολογιακές σημειώσεις σε επιστολογραφία. Το μυθιστόρημα – κύκλος, όλα κλείνουν και ταυτοχρόνως ανοίγουν, το ιψενικό τρίγωνο με την κόρη πια στη θέση του νεκρού πατρός, και ο θανάσιμος εναγκαλισμός για τους εναπομείναντες φτού κι από την αρχή. Οι δυο διαφορετικές γραφές των ημερολογίων, αλλά που δεν είναι και τόσο ευδιάκριτες στην ελληνική μετάφραση, ο ένας γράφει με παραδοσιακά ιαπωνικά ιδεογράμματα κι ο άλλος σε πιο φιλοδυτικά [θα μπορούσε ελαφρώς τραβηγμένα να είναι τα δικά μας τα γκρίκλις]. Η αμφιθυμία που ενυπάρχει στη ζωή τους και στις ημερολογιακές σημειώσεις, η ερωτική και συζυγική τους ζωή, κινούμενη άμμος, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται και όπως δηλώνεται, η αμοιβαία προσποίηση, στους βασικούς κανόνες αυτού του αλλόκοτου ερωτικού παιχνιδιού.
Το αποτέλεσμα, ένα μικρό- μεγάλο μυθιστόρημα που κινείται μεταξύ κρεβατοκάμαρας, σαλονιού και γραφείου, αφορά δυο και επηρεάζει και επηρεάζεται από άλλους δυο, εκτυλίσσεται πρωτοπρόσωπα, ημερολογιακά και αυτοαναφορικά αλλά εξαπατά. Το μοναδικό φως του, οι τελευταίες ημερολογιακές σημειώσεις όταν έχει πλέον παύσει να ισχύει το κίνητρο, ή μήπως όχι; Μήπως, τελικά, όλα αρχίζουν ξανά;
Έξι μήνες αρκούν, για την ακρίβεια, τριάντα οκτώ αμοιβαίες ημερολογιακές μέρες, για να βιώσει ο καθένας Κόλαση και Παράδεισο, Καθαρτήριο δεν χρειάζεται, δεν το θέλησε εξάλλου κανείς απ’ τους τρεις. Ο όποιος τρίτος, απαραίτητος για παραμείνει ο καθένας, ο ρόλος του.
Η συνενοχή που υπάρχει αρχικά στους συζύγους, κάπου στη μέση όσον αφορά τον Κιμούρα και την Τοσούκο, θα γίνει στο τέλος και αναγνωστική. Το κλειδί είναι ο άλλος, κι ας φαίνεται ότι είναι εκείνο που φαίνεται: το κλειδί πίσω απ’ το νάρκισσο της βιβλιοθήκης. Ο ρόλος δεν είναι πρόσωπο για να παίζει και μόνο του, απαιτεί συνενοχή, συμμετοχή.

13/1/14

Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλο αυτό τι είναι;


 
«Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» της Κατερίνας Μαλακατέ, εκδ. «Χαραμάδα»

 
Το βιβλίο της Κατερίνας Μαλακατέ με τον υπέροχα νουάρ τίτλο «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει» - υπήρξε για μένα, ελπιδοφόρα ωραία Πρωτοχρονιά. Ελπιδοφόρα γιατί το προσέλαβα σαν… υπόσχεση αιωνιότητας. Και ωραία, γιατί έχω αδυναμία στο φανταστικό. Το φανταστικό, ως είδος, είναι εκείνο που σου επιτρέπει να πεις περισσότερα, τα απίστευτα με έναν τρόπο παραμυθητικό, αλληγορικό, παραβολικό. Ο Χριστός ό,τι ήταν να πει με παραβολές δεν μας τα ‘πε; Οι προφήτες, ο Ιωάννης, οι Μπορίς και Αρκάντι Στρουγκάρσιο, ο Στάνισλαβ Λεμ, ο Πόε, ο Κασάρες, ο Μπόρχες, ο Ταρκόφσκι όχι μόνο με τη «Θυσία» αλλά και με όλο του το έργο, επιμένοντας ότι απλώς γράφει για την πραγματικότητα και την αλήθεια, γιατί αυτό το αλλόκοτο ως είδος είναι, τελικά, οπτική. Η συγγραφική ματιά ή ο σκηνοθετικός φακός τού να μπορεί κάποιος να κοιτά τη ζωή. Διότι ο καθένας μας, τελικά, «βλέπει» μια άλλη ζωή. Και η Κατερίνα Μαλακατέ το διαθέτει εγγενώς αυτό! Αυτό, αν δεν το ‘χεις, δεν μπορείς και να το κατασκευάσεις. Αυτού του είδους η λογοτεχνία είναι θέμα, νομίζω,  κατασκευαστικό. Γιατί δεν μιλάμε για μαγικό ρεαλισμό απλώς, αλλά για ένα σύμπαν πίσω από τα φαινόμενα που συνεχίζει να υπάρχει αφανώς και ταυτοχρόνως με τα φαινόμενα. Στην Ελλάδα λίγοι το έχουν και επιτυγχάνουν σ’ αυτό, ο Τάσος Ρούσσος, ο Βασίλης Κυριλλίδης, ο Μάκης Πανώριος κι εν μέρει στο έργο του και ο Νίκος Βλαντής. Με νωπή την Λίζα Πράις και την ανταλλαγή σωμάτων, η Κατερίνα ήρθε για να δώσει σ’ αυτό το μεγάλο φαουστικό ζήτημα, οντολογική και φιλοσοφική προοπτική.

Το βιβλίο με τύλιξε με την ατμόσφαιρα σαν αράχνη από την πρώτη στιγμή: «Ποτέ δεν ξέρεις από ποιον πρέπει να φυλάγεσαι και για πόσο», «στην πατρίδα του δεν θα επέτρεπε να αφήνονταν επάνω του αυτά τα κουρέλια», «Το μοτίβο είναι ο θάνατος» ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου από την Κατερίνα, η ζωή μας – θα σκεφτεί κανείς- αυτήν εδώ τη στιγμή.

Ο Γουικιτάκα που επιμένουν να τον φωνάζουν Τάκη, εδώ που δεν είναι ο Κανένας κι όμως είναι ο γιος του Αρχηγού στη φυλή, Και η Ελίζα ετών 80, με εγκεφαλικό που πεθαίνει. Το καλό που δεν είναι μονάχα το αυτονόητο, η φωτοτυπία της- εγγονή Λένα, ο γιος της Νίκος, η απεχθής νύφη της Ρούλα και η Τάνια, η ουκρανή αλλοδαπή. Η συνείδηση που υπάρχει εκεί όπου όλοι την θεωρούν πως είναι χαμένη, η ψυχή που επιμένει να αντιστέκεται και το σώμα που απομένει ένα άδειο σακί.

Το αλλόκοτο της ανταλλαγής και η ζωή πια στο σώμα μιας άλλης. Η ζωή χωρίς την Ελίζα αλλά με την Ελίζα ως Τάνια σ’ ένα μπορντέλο, η Ελίζα – Τάνια- Άννα στο σπίτι του Ινδού.

Η ζωή της Λένας με τον Γιώργο που θα μπορούσε να την συνδέει με το παρελθόν της γιαγιάς της Ελίζας, η ζωή της με τον Μάνο που την συνδέει, τελικά, και με το παρόν.

Στις σελίδες και στις ζωές τους, άνθρωποι μαζί και στοιχειά: Η Ελίζα, η Λένα και η Τάνια, η Ρούλα και η Άννα, ο Γουικιτάκα κι Γκόπαλ, ο Πέτερ, ο Γιώργος κι ο Νίκος, ο Κώστας. Αλλά κι  η Λίλιθ κι η Εύα, η Σάκτι, η θεά Κάλι [77] και φυσικά ο Αδάμ.

Ένα κλεμμένο μενταγιόν με το μαγικό πράσινο διαμάντι που της χαρίστηκε κάποτε σε μια ερωτική τελετή κι αποτελεί το ζητούμενο γιατί αποτελεί τη ζωή.

Αλλά και η αέναη γέννηση που είναι, τελικά, η ζωή:

 «Δεν είσαι παρά μια μικρή κουκκίδα στον ανθρώπινο χάρτη του κόσμου» της είπε τις προάλλες. Αυτό είχε κάποιο νόημα».

Η εγκυμοσύνη της Λένας [εγκυμοσύνη πραγματική] και μια ζωή σαν παραίσθηση ή σαν όραμα, αλλά εντέλει ζωή:

«Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε τι είναι όλο αυτό, μια παραίσθηση; Μα το ζεις».

Ο άνδρας ωσεί θεός ή ο εκπρόσωπός του, ο ενδιάμεσος, αλλιώς η κουκκίδα πως θα ήταν ζωή;

Το αποτέλεσμα, μια ιστορία που μοιάζει με ουροβόρο όφι, το παρελθόν, η Ελίζα που αναζητά το μέλλον, τη Λένα επειδή αυτή με ό,τι και να σημαίνει εκείνη –τελικά- το- εγκυμονεί. Κι οι άλλοι που κλέβουν ή αναζητάνε τον κλέφτη. Μια περιπέτεια αλλόκοτη, υπαρξιακή και θεοσοφική με μια συζήτηση θνητού- αθάνατου [Λένα- Άννα με Γκόπαλ] που θεολογεί:

«Ο θεός είναι εκεί για να του μεταθέτουμε τις ευθύνες μας, την τύχη ή την κακοτυχία μας. Τι σημασία έχει ένας θεός που δεν ξέρει τις απαντήσεις, που δεν μπορεί να πείσει με τυφλή πίστη κι έχει ανάγκη επιχειρημάτων».

«για κάποιο λόγο με χρειάζεσαι» - φράση κλειδί. Γιατί δεν ξέρεις αν την φράση αυτή την λέει, τελικά, ο Θεός ή ο πιστός του.

Με το μυστήριο που παραμένει, εν τέλει, για όλους η δεδομένη ζωή:  «Πέρασε  χρόνια που μισούσε την άλλοτε πιο αγαπημένη του στιγμή του φεγγαριού. Έφταιγαν τα όνειρα, εκείνα που τον έβγαζαν από την τωρινή του ζωή και τον έβαζαν στην άλλη, αυτή που θα έπρεπε να έχει ζήσει. Ίσως έπρεπε πια να παραδοθεί, να μην αισθάνεται παντού ξένος και προσωρινός».

Δεν είναι ανάγκη να μεταναστεύσεις για να αισθάνεσαι ξένος, μπορεί να είσαι ξένος και στην πατρίδα σου και στην δική σου ζωή.

«Γεννήθηκε και μεγάλωσε με την ελπίδα της αθανασίας, τώρα είχε την αίσθηση αυτού του κορμιού ως δικού του, αυτής της ζωής σαν τη μόνη ευκαιρία». Περί αθανασίας και αυτή η ζωή ως η μόνη ευκαιρία, τι να πούμε, μεγάλη πληγή.

Μεγάλη πληγή κι εκείνο το σκοτάδι που προηγείται, και κρατά την λύση στο αίνιγμα:

«δεν ήταν η Λίλιθ, η θηλυκή δαιμόνισσα που παρατά τα νήπια, θα μπορούσε όμως να είναι η Εύα* υποταγμένη πάντα σε έναν άντρα, έσυρε τη ζωή της από δω κι από κει, από χώρα σε χώρα για να καταλήξει σε ένα άλλο κορμί και μιαν άλλη ζωή»-

O Aδάμ απέθαντος και παρατημένος που έκανε όμως υπομονή-

Η Λίλιθ που οι άγγελοι την πίεσαν κι αυτή ορκίστηκε πως αν την γύριζαν με το ζόρι πίσω θα σκότωνε όλα τα μωρά των άλλων γυναικών όταν μεγάλωναν για να την αφήσουν ήσυχη-

Η αφόρητη ζωή δίπλα στον Αδάμ-

Η προφητεία από την θλίψη της που βγήκε αληθινή πώς όλοι οι άνθρωποι κάποτε θα πέθαιναν-

Η Εύα που πλάστηκε ως συμπληρωματική του Αδάμ και για τούτο υποτακτική-

Η Λίλιθ που δεν ξέχασε, κι έγινε «κακό αδηφάγο δαιμόνιο, και το μόνο που μερικές φορές γλιτώνει κάποιον άνθρωπο από τη μανία της σεξουαλικής μαινάδας της μαύρης πλευράς του φεγγαριού είναι το πράσινο»-

 «Ο καθένας θα μπορούσε να είναι κάποιος άλλος, η κάθε κίνηση να μην είναι παρά αντικατοπτρισμός. Σε αυτή τη φιλοσοφία, πως κάπου αλλού είναι ο πραγματικός κόσμος και τώρα ζούμε μονάχα το ψεύτικο αντιφέγγισμά μου, στηρίχτηκε όλη η Χριστιανική κουλτούρα κι ο Μεσαίωνας»-

«Αν σε μισώ δεν είναι από κάποια άλλη στιγμή στο χρόνο και στο χώρο, είναι για αυτό που κάνεις τώρα»-

«Οι γυναίκες δεν έχουν πολλές αποχρώσεις. Η μία είναι η μάρτυρας που θυσιάζεται για τα παιδιά της, η άλλη η μοιραία γυναίκα. Με λίγα λόγια ή Εύα ή Λίλιθ».

Το αποτέλεσμα, ένα ατμοσφαιρικό βιβλίο, με οντολογικές εμμονές: γέννηση- θάνατος, ύπαρξη- ανυπαρξία, θεός-χάος, έρωτας-θάνατος, πολιτισμός-αρχέτυπα, κάποια απ’ τα δίπολα και το φινάλε εκπληκτικό!

Ο θάνατος που απαιτείται ως στοιχείο για την αναγέννηση, εκείνος ο κύκλος που είναι σχεδόν πόλεμος, η διαίσθηση-τέχνη και ποίηση, η διαίσθηση ζωή και τελικά προσευχή, η διαίσθηση ως υπόσχεση αιωνιότητας και οι κανόνες του σύμπαντος:

«Από σένα θέλω να προσέχεις τον εαυτό σου και την κουκκίδα»

«Χωρίς ζωή δεν υπάρχει αθανασία» και εδώ μπαίνει το μενταγιόν. Τελικά τι ακριβώς είναι το μενταγιόν; Κάτι σαν την στενή πύλη για την Αθανασία;

«Πάνω μου χάνει κάθε χρησιμότητα, πρέπει να είμαστε δυο. Η δυαδικότητα είναι το παιχνίδι του σύμπαντος», τελικά ναι, στην γέννηση πρέπει να είμαστε δυο. Αλλά στις εισόδους και στις εξόδου, στα βασικά και ουσιαστικά του παιχνιδιού, στα μεγάλα μας, μόνοι.

Και στο τελευταίο κεφάλαιο «Το μοτίβο είναι ο θεός», εν τέλει, η όντως ζωή.

Ένα βιβλίο που αποτελεί ήδη εγγύηση για βιβλία πολλά, κι ας τελειώσουμε με την εξήγηση. Για την λογοτεχνία απαιτούνται δυο βασικά: η αφηγηματική άνεση και οι εμμονές, το αίνιγμα. Η σκιά. Δίχως τις εμμονές η αφηγηματική άνεση είναι γκόλεμ νεκρό, χωρίς λόγο, δεν έχει λόγο και διάθεση να γράψει κανείς! Κι η Κατερίνα έχει πολλούς λόγους. Την περιμένει εξάλλου άλυτο κάπου εκεί και αυτό που ρωτά, δηλαδή, «το μεγαλύτερο μυστικό του Κόσμου».

11/1/14

γιατί μπορεί εκείνους να τους κατάπιε η άβυσσος, αλλά το τραγούδι τους έμεινε στον αέρα της κοιλάδας


«Φυλαχτό» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Μετάφραση: Κρίτων Ηλιόπουλος. Εκδ. «Άγρα», σελ. 223

 «Εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα. Λένε ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου. Εγώ είμαι η μητέρα των ποιητών του Μεξικού. Εγώ είμαι η μόνη που άντεξε στο Πανεπιστήμιο το 1968, όταν μπήκαν οι κατασταλτικές μονάδες της αστυνομίας και ο Στρατός. Εγώ έμεινα μόνη μου στη Σχολή, κλεισμένη στις τουαλέτες, χωρίς να φάω για περισσότερες από δέκα μέρες, για περισσότερες από δεκαπέντε μέρες, από τις 18 Σεπτεμβρίου ως τις 30 Σεπτεμβρίου, δεν θυμάμαι πια […] Εγώ είπα στον εαυτό μου: Αουξίλιο Λακουτύρ, άντεξε […] Εγώ ετοιμάστηκα να αντέξω».  Ποιητικό, ατμοσφαιρικό, ασθματικό, παραληρηματικό, μαγικό και μαγευτικό, αλλόκοτο, ένα μυθιστόρημα που εκφέρεται και διαβάζεται με μιαν ανάσα ή μάλλον με κομμένη την ανάσα, φαινομενικά εξομολογητικό και πρωτοπρόσωπο, μας δηλώνει εξ’ αρχής πως πρόκειται για ιστορία τρόμου. Για μια αστυνομική ιστορία τρόμου. Εφόσον αφορά τον εγκλεισμό στις τουαλέτες του Πανεπιστημίου μιας γυναίκας, της Μητέρας της Ποίησης, όπως δηλώνει κατ’ αρχάς, η Αουξίλιο από την Ουρουγουάη, τον Σεπτέμβρη του 1968 στο Μεξικό. Από τον εγκλεισμό της δεν θα βγει κατ’ ουσίαν ποτέ, θα συνεχίσει σαν όνειρο, τρέλα ή εφιάλτης, στο μεταξύ όμως θα αξιωθεί να ζήσει στο πετσί της τη γέννηση της Ιστορίας. Βυθισμένη σε φλέβα γεγονότων θ’ αξιωθεί τον χρησμικό χρόνο της ποίησης και τον αιώνιο χρόνο του Θεού, όπου όλα είναι παρόντα, όσα συνέβησαν και όσα θα συμβούν, όσα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί, όσα έζησε, θα μπορούσε εν δυνάμει να ζήσει και όσα θα ζήσει στο μέλλον. Σ’ αυτό το κομμάτι άχρονου χρόνου όπου παρελθόν, μέλλον και εν δυνάμει, όλα, τα πάντα, είναι «παρόν», ο Ρομπέρτο Μπολάνιο κατορθώνει ως Αουξίλιο να μιλήσει και να διασώσει τα πάντα: την ιστορία και την ποίηση του Μεξικού και της Λατινικής Αμερικής, το γρίφο του χρόνου και το δράμα του ανθρώπου. Την βία και την μαγεία, την τραγωδία και τ’ όνειρο, την τρέλα και την αρχετυπική σοφία. Μνημονεύοντας ποιητές που χάθηκαν και άλλους που ενδεχομένως θα γεννηθούν, ιστορικά συμβάντα και περιστατικά από την ελληνική μυθολογία και από την μυθολογία του κόσμου, εμπεριέχοντας και από το κατά Μπολάνιο σύμπαν τον Αρτούρο Μπελάνο [με τον οποίο ταυτίζεται ο συγγραφέας και ποιητής] και τον Ουίλσες Λίμα που συναντάμε κατόπιν στους «Άγριους Ντετέκτιβ» καθώς και την Χουάνα δε Ιμπαρμπούρου [την Ιωάννα της Αμερικής].

Γραμμένο από τον χιλιανό συγγραφέα το 1998, εμπεριέχει εν σπέρματι και όλο το μετέπειτα συγγραφικό έργο του. Με εγκιβωτισμένες ιστορίες και μικρά περιστατικά, με την απίστευτη ποιητικότητα της κάθε μέρας. Η αφήγηση της εγκλωβισμένης Αουξίλιο είναι η φωνή της πάσχουσας Λατινικής Αμερικής, του ανθρώπου πάσχοντα που «παρά ταύτα» αγαπά κι ερωτεύεται, γράφει ποίηση και κατορθώνει να τραγουδά. Συνεχίζει να ζει: «Όμως έπρεπε να συνεχίσω. Εγώ  ήμουν η μητέρα που περπατά. Η γυναίκα διαβάτης. Η ζωή με επιβίβασε επάνω σε άλλες ιστορίες», θα δηλώσει μεταξύ άλλων η Αουξίλιο για να αξιωθεί και τα τεράστια δώρα του πόνου:  ότι «ο χρόνος ή δεν σταματάει ποτέ ή είναι σταματημένος ανέκαθεν», πως «η αλήθεια είναι ότι η ιστορία μας είναι γεμάτη από συναντήσεις που δεν έγιναν ποτέ» και ότι πάντα θα υπάρχουν «λέξεις που δεν υπήρξαν ποτέ και μονάχα θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει».

Η Αουξίλιο που αναγκάζεται να αντέξει και γι’ αυτό «Έτσι βάφτισα το δεξί μου πόδι με το όνομα θέληση και το αριστερό μου πόδι με το όνομα ανάγκη. Και άντεξα», θα μας πει. Η Αουξίλιο- αυτή -που-θα-γίνει πια και ποτέ δεν θα επιστρέψει στην Αουξίλιο –που- υπήρξε-πριν:  

«Όλα έχουν τελειώσει, οι μονάδες καταστολής της αστυνομίας έχουν φύγει από το Πανεπιστήμιο, οι φοιτητές έχουν σκοτωθεί στο Τλατελόλκο, το Πανεπιστήμιο έχει ανοίξει ξανά, όμως εγώ βρίσκομαι ακόμα κλεισμένη στις τουαλέτες του τέταρτου ορόφου, λες και από το τόσο που έξυσα τα φωτισμένα από τη σελήνη πλακάκια άνοιξα μια πόρτα που δεν είναι η στοά της θλίψης αλλά το συνεχές του Χρόνου. Όλοι έφυγαν, εκτός από μένα. Όλοι επέστρεψαν. Εκτός από μένα…»

Η Αουξίλιο Λακουτύρ, η μητέρα της ποίησης, η μητέρα που περπατά, η ίδια η μνήμη, εν τέλει!  «Εγώ είμαι η μνήμη», θα μας πει καθαρά. Κι όσο γι’ αυτό που απομένει, η ίδια η Ποίηση, το Φυλαχτό, το πανανθρώπινο εκείνο πάντα για πάντα τραγούδι: «γιατί μπορεί εκείνους να τους κατάπιε  η άβυσσος, αλλά το τραγούδι τους έμεινε στον αέρα της κοιλάδας». Το διασώζει, φροντίζει να το διασώσει αυτό, ο Χρόνος και η Μνήμη.