31/12/08

Ούτε ουράνιος,ούτε γήινος. Και ουράνιος και γήινος.Ούτε θνητός, ούτε αθάνατος. Και θνητός και αθάνατος.

"Δεν σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με την διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δεν σε έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος, ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης, να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή".

Πίκο ντε λα Μιραντόλα, μότο στην "Άβυσσο" της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.

Καλό κι Ευλογημένο, Δικό σας 2009, ναι;

22/12/08

Θα είμαι όλοι ή κανείς…

ΚΡΥΩΝΩ ΚΑΠΩΣ, ΦΟΒΑΜΑΙ ΛΙΓΟ…
αλλά παρ’ όλα αυτά, αφού σηκώθηκα από τον καναπέ, ελπίζω πολύ!
Παίκτης και πιόνι, στην ίδια σκακιέρα.
Θα είμαι όλοι ή κανένας’ θα είμαι ο άλλος.
Οι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να υποσχεθούν, γιατί μες στην υπόσχεση υπάρχει κάτι της αθανασίας.
Αυτά σκέφτομαι κι αυτή η φασαρία, αντί να με φοβίζει, τελικά, με παρηγορεί.
«Τα μόνα πράγματα που αντέχουνε στον χρόνο είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ», ισχυρίζεται στις «Αιωνιότητες» ο μεγάλος μου αγαπημένος, αλλ’ όμως σκέφτομαι αντέχουν στον χρόνο, όσα δεν πουλήθηκαν και δεν αγοράστηκαν ποτέ: ο ουρανός, η θάλασσα, το φεγγάρι, ο ήλιος, το χώμα, το βουνό, η γη, ο έρωτας, η γέννηση, η παιδικότητα, το ποίημα, η επίγνωση, η ελπίδα, η μοναξιά, η ζωή.
«Δεν υπάρχουν παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους», επιμένει στους «Κατόχους του χτες». Αλλά ελπίζω ότι η Εδέμ είναι κάπου κρυμμένη. Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται παρά να υπάρχει (το λέει και η Φυσική, «Θεωρία των χορδών»).
Δεν είναι θαύμα μέσα στη μόλυνση ένα λουλούδι; Ο ήλιος που ανατέλλει και δύει, όμοια κι απαράλλαχτα σαν χθες;
Το χτες είναι τώρα κι αυτή η φορά μπορεί να είναι η τελευταία φορά. Η λέξη Πάντα, μπορεί να είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους, αλλά έχει κάτι απ’ τους ημίθεους το δικό μας εφήμερο και διαθέτει έναν ηρωισμό… να χτίζεις στην άμμο σα να ‘ναι στην πέτρα. Να ζεις το θαύμα στα νέα παιδιά. Στο αεί μεταβαλλόμενο τώρα, διαρκές θαύμα, με κανόνες άγνωστους και όρους, για μας που παραμεγαλώσαμε πια.
«Το θαύμα έχει το δικαίωμα να επιβάλει τους όρους του».
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να είμαστε σε θέση να το δούμε επειδή, για να το δεις, πρέπει να το μπορείς.
Ευκαιρία τώρα που αλλάζει πλευρό ο χρόνος και ο καινούργιος έφτασε ολόφρεσκος, ανοιχτός στο ενδεχόμενο και αθώος σαν το μωρό, να γίνουμε ο παλιός, παιδικός, ανοιχτός εαυτός μας, να γίνουμε ο άλλος. Διαφορετικά, αντίλαλος, λήθη, τίποτα, κανείς.
Καλό 2009 για όλους, λοιπόν. Φέτος που έφτασα πια τα πενήντα και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος απ’ τους δυο μας υπογράφει αυτό εδώ.
ΥΓ: «Ποιος απ’ τους δυο μας γράφει αυτό το ποίημα, έχοντας έναν πολλαπλό εαυτό, μα ένα και μοναδικό σκοτάδι; Και, τελικά, τι σημασία έχει τ’ όνομά μου, όταν η μοίρα μας δεν ξεχωρίζει πουθενά;» (Μπόρχες «Το ποίημα των δώρων»).

18/12/08

Το νόημα της ζωής

«TRUE LOVE» του Άρη Μαραγκόπουλου, Εκδ. «Τόπος», σελ. 192, τιμή: 13 ευρώ.

Με εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Ένγκελς «Η καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας, και του Κράτους, κεφ.ΙΙ, 1884» ως μότο, βεβαίως καθόλου τυχαία, ο Άρης Μαραγκόπουλος επιχειρεί και το κατορθώνει εξόχως να δώσει έναν καθρέφτη στο καινούργιο στάτους των σχέσεων. «True Love» ο ηθελημένα εξαπατητικός τίτλος σε μια εποχή που ούτε καν… true life υπάρχει!
Για να βγάλει άκρη, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα. Και βεβαίως ο στόχος, παρ’ ότι σε πρώτο επίπεδο είναι το ζευγάρι και οι σχέσεις τους, τα δυο φύλλα και οι υφιστάμενες διαταραχές λόγω… κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, είναι και παραμένει το ίδιο το άτομο, το πλαίσιο, οι δομές που αλλάζουν και σε μια εποχή απόλυτης ρευστότητας, δεν… κατασταλάζουν!
Ακριβώς όπως και ο Μίμης, ο κεντρικός ήρωας.
Το ζητούμενο εξάλλου είναι να τεθεί το ερώτημα, η απάντηση είναι, μπορεί και να είναι διαφορετική για τον καθένα.
Βεβαίως όλα αρχίζουν και τελειώνουν με το «Νόημα», «το νόημα της ζωής» βασικό ζητούμενο με ποικίλες απαντήσεις ή μη για τον καθένα.
Στις σελίδες του βιβλίου, οι ήρωες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας: ο συγγραφέας Μίμης και η φίλη του Σοφία, η διαφημίστρια Κική και η γραφίστας Ντίνα, ο φίλος του Μίμη Στέλιος, η κομμώτρια «άγγελος» Ντέζη, ο αστυνόμος Πορφύρης, η καθημερινότητα, το διαδίκτυο, το μυθιστόρημα που επιχειρεί να γράψει ο Μίμης και οι ιστοσελίδες. Η υπαρξιακή μας μοναξιά και το ερωτικό αδιέξοδο παρ’ ότι παραμένει το ζητούμενο, ή μήπως όχι? Κι ενδεχομένως κι αυτό στην ως μαγική εικόνα, καλειδοσκοπική εποχή μας αλλάζει?
Η σημειολογία του έρωτα που ξεκινά από ένα κόκκινο λονδρέζικο παλτό και επεκτείνεται φυσικά στα βιβλία: Διότι, όπως είμαστε ό,τι γράφουμε, εννοείται ότι είμαστε και ό,τι διαβάζουμε!
Το παιχνίδι στο διαδίκτυο που για τον ένα είναι συντροφικότητα και για τον άλλον, παγίδα. Το ερωτικό παιχνίδι που δεν είναι άλλο παρά το αρχετυπικό παιχνίδι με τα κάτοπτρα, παρ’ όλες τις εγγενείς διαφορές τελικά και για τα δύο φύλλα: «Αυτό το άλλο που ζητάς μόνο εσύ η ίδια μπορείς να το δώσεις στον εαυτό σου: Κοιτάξου σ’ έναν καθρέφτη και θα το έχεις. Κατά κανόνα είναι κάτι δικό σου, κάτι που προφανώς ήδη έχεις κρυμμένο βαθιά στο θησαυροφυλάκιο της φιλάργυρης ψυχής σου και γι’ αυτό σου είναι αδύνατον να το αποχωριστείς στη συμβίωσή σου με τον άλλον».
Αλλά παρ’ ότι εκείνος ήδη το ξέρει γι’ αυτήν, δεν παύει ο ίδιος να το αναζητά, όπως κι εκείνη. Σε λάθος γυναίκες, με λάθος τρόπο, παγιδευμένος από την ίδια του την εικόνα. Συγκλονιστικό το εύρημα της παγίδευσης από τα ίδια του τα κείμενα στα οποία αρνείται ο ίδιος να αναγνωρίσει το copy paste! Ο Στέλιος το βλέπει, ο Μίμης, αρνείται!
Επίσης, έξοχο εύρημα και η εγκιβωτισμένη ιστορία στην ιστορία. Ο συγγραφέας που επιτέλους ξαναγράφει, «χρησιμοποιώντας» τον άγγελο- Νταίζη ως πρόσχημα και «σκοτώνοντας» στο χαρτί ό,τι πια είναι μόνον ανάγκη του, τον βαραίνει! Πόση παρανόηση και μοναξιά μπορείς να καταπιείς πια για μια «Καληνύχτα»?
Ως αποτέλεσμα και παρ’ ότι φαινομενικά επιδίωξε το αντίθετο, ο Άρης Μαραγκόπουλος υπογράφει ένα ακόμα πολιτικό, πολυπεπίπεδο και σύνθετο, «δύσκολο» βιβλίο. Ένα τολμηρό, δοκιμιακό μυθιστόρημα όπου το ζητούμενο, εκτός από τις σχέσεις των δύο φύλλων, είναι η εποχή και Νόημα που αλλάξει? ή δεν αλλάζει μορφή μέσα στις καινούργιες συνθήκες.
Χρησιμοποιώντας όλη την τεράστια θεωρητική σκευή του, από φιλοσοφία, ψυχολογία, πολιτική, οικονομία, λογοτεχνία έως τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό, ο Μαραγκόπουλος υπογράφει ευφυώς, με ό,τι τόσο πολύ μας πονά, μια μαύρη κωμωδία. Διότι τ’ αγκάθια μόνο γελώντας και αυτοσαρκαζόμενος τολμάς να τ’ αγγίζεις ή να τα βγάλεις!
Η ιστορία μέχρι τη μέση της φαντάζει ως και… σεξιστική («Ντίνα, Μίνα, Λίνα, Ζήνα, Χήνα», «Στατιστική της πουτανιάς»), επιχειρώντας να μας αποκαλύψει «όλα όσα λένε οι άντρες μεταξύ τους». Αλλά και όσα τους πονούν και «δεν τα λένε ούτε και μεταξύ τους», διότι στην συνέχεια ο ίδιος ο ήρωας αυτοαναιρείται, τολμά και μας αποκαλύπτεται σχεδόν δίχως δέρμα: παραπαίει, αμφιβάλει, ελπίζει, ονειρεύεται, παγιδεύεται, ερωτεύεται, την πατά, οργίζεται, φοβάται τη μοναξιά και γραπώνεται από μια γυναίκα, μια άσπρη σελίδα.
Το φινάλε, διπλά ανατρεπτικό και φυσικά ανοιχτό: υπάρχει κάτι σ’ αυτή τη ζωή που να κλείνει?
Το μαρτύριο των σχέσεων που είναι κοινό, θα μπορούσε να χωρέσει και σε μια παράγραφο: «… αλλά, ρε γαμώτο, πώς να του εξηγήσω τα σκοτάδια μου… λέγονται εύκολα τέτοια πράγματα; Ούτε στον εαυτό μου καλά- καλά δεν τολμώ να το πω. Και τι να πω. Ότι ζω μαζί με κάποιον απατεώνα μόνο και μόνο για να μπορώ τη νύχτα, όταν του γυρίζω την πλάτη στο κρεβάτι, ν’ ακούω την καθησυχαστική λέξη «καληνύχτα» (μου πήρε τρία χρόνια μέχρι να τη μάθω να το λέει…) Κι όμως, αυτή είναι η μόνη ανάγκη που με κρατάει ακόμα μαζί της…! Ο αταβιστικός φόβος της μοναξιάς.
Στον καθένα κάτι λείπει σ’ αυτή τη ζωή. Κι αυτό που του λείπει καταντάει το φρικτό του μαρτύριο, άμα το αναλύει ξανά και ξανά, άμα του παραδίνει σημασία».
Αλλά τον Άρη Μαραγκόπουλο, παρ’ ότι ασχολείται με το δέντρο, το δάσος είναι εκείνο που εξακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο να τον βασανίζει και να τον αφορά.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα βιβλία πεζογραφίας και κριτικής, και ισάριθμες μεταφράσεις (από τα γαλλικά και τα αγγλικά).
Γράφει κριτική βιβλίου και ιδεών στον Τύπο και στα σχετικά με τη λογοτεχνία περιοδικά.
Πρώην διευθυντής στα «Ελληνικά Γράμματα», είναι από τα ιδρυτικά στελέχη των εκδόσεων «Τόπος», όπου διευθύνει το τμήμα λογοτεχνίας.
Μερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία:
«Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης» (χρηστική ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, εκδ. «Κέδρος», 2001),
«Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου» (μυθιστορία, εκδ. «Κέδρος», 1998),
«Τα δεδομένα της Ζωής μας» (επιστολική νουβέλα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2002),
«Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία» (μυθιστορία, εκδ. «Κέδρος», 2002),
«Ρωσία, 100 Χρόνια» (Λεύκωμα, εκδ. Ριζάρειο Ίδρυμα, Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, 2002),
«Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες» (δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία», Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005),
Τελευταίο του βιβλίο «Η μανία με την Άνοιξη» (μυθιστόρημα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Νοέμβριος 2006).
Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα σερβικά (το μυθιστόρημα «Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία»), τουρκικά (το μυθιστόρημα «Μανία με την άνοιξη»), αγγλικά (η νουβέλα «Νοσταλγικό Κλωνάρι»), γαλλικά κλπ.

ΥΓ. Κάτι με γαργαλούσε να βάλω τίτλο «Ντίνα, Μίνα, Λίνα, Ζήνα, Χήνα», γέλασα απίστευτα όταν το διάβασα και όποτε το διαβάζω αυτό αλλά δεν… Το νόημα της ζωής, ήτο ο τίτλος.

15/12/08

Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο

Της Ιουστίνης που ξαναγύρισε στα χιόνια

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΒΑΝΑΣ» της Ιουστίνης Φραγκούλη- Αργύρη, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ΄. 135, τιμή: 13 ευρώ.

Το «Ημερολόγιο Αβάνας» με τον υπότιτλο «Η Κούβα στο λυκόφως του Κάστρο» της συγγραφέως και δημοσιογράφου Ιουστίνης Φραγκούλη – Αργύρη, ξεκινά ως αυστηρά προσωπική υπόθεση. Εξάλλου κάθε ταξίδι, κάθε βιβλίο, κάθε επαφή μας με μια χώρα, με ένα έργο τέχνης κατά βάση είναι ή γίνεται «υπόθεση καθαρά προσωπική». Με ό,τι έχουμε ή είμαστε ταξιδεύουμε, γράφουμε, αντιλαμβανόμαστε, διαβάζουμε. Και η Αβάνα για την Ιουστίνη μοιάζει να είναι, τουλάχιστον στην επιστροφή της, χρέος και στοίχημα ζωής. Στην Αβάνα κατέφευγαν τα καλοκαίρια με την αδελφή της Κωνσταντίνα, τόπος αναψυχής εύκολος εφόσον η συγγραφέας μένει μονίμως στο Κεμπέκ.
Πρωτογνώρισε την δική της πόλη και το νησί ως τουρίστρια το 1997 και μέχρι το 2004 δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Εκεί την βρήκε και η πικρή είδηση. Με το θαυματουργό μπλε σκορπιό ως πανάκεια να υπόσχεται την ώρα που το αμετάκλητο τηλεφωνικά έφτανε ήδη: η Κωνσταντίνα την ώρα που έκανε τα πάντα γι’ αυτή, έφυγε για τους ουρανούς.
Κατά συνέπεια το αγαπημένο νησί, η πόλη της ξεγνοιασιάς, έγινε για την Ιουστίνη ο γόρδιος δεσμός της, η πληγή που έπρεπε κάποια στιγμή να επουλωθεί. Και η αφορμή της δόθηκε. Το 2007 με τη μορφή ενός Κινηματογραφικού Φεστιβάλ. Κι επέστρεψε: σε ό,τι έζησε, στα καλοκαίρια που τώρα μπορούν να γίνουν μονάχα κείμενο ή ανάμνηση, στα κτίρια που καταρρέουν, στην αγαπημένη αρχιτεκτονική που αντιστέκεται, στην Επανάσταση που έχει μείνει η σκιά της, στον Κάστρο που αργοπεθαίνει, στον Τσε που απομακρύνεται μαζί με τα νιάτα μας, στους οικείους κι αγνώστους κατοίκους εκεί.
Η επιστροφή της Ιουστίνης στην Κούβα είναι ταυτόχρονα και η υπέρβαση. Κατά συνέπεια, κρατώντας ημερολόγιο όλα τα ξαναζεί. Όσα υπήρξαν και γι’ αυτό και εις το διηνεκές θα υπάρξουν, όσα αργοσβήνουν και όσα θα στέκουν αιώνια εκεί.
Αναζητώντας, λοιπόν, τον χαμένο της χρόνο και τον χαμένο παράδεισο, «φυλακίζει» διασώζοντας τα πάντα μέσ’ στο χαρτί: τα καλοκαίρια με την Κωνσταντίνα, την πόλη που λικνίζεται και αργοπεθαίνει χορεύοντας σάλσα, την γοητευτική αρχιτεκτονική, τον λαό που υπομένει ρυθμικά κι ερωτικά τη φτώχεια του, την Επανάσταση που απόμεινε κτήρια, τους επικίνδυνους μαγευτικούς δρόμους, τα ρυθμικά μπαρ… Αλλά και τους έλληνες της Κούβας, τον πρέσβη μας, τον κάπταιν Τάκη, τη Χριστίνα που λατρεύει αυτή την άναρχη ζωή, τον γερμανό πρέσβη που αγαπά τους αρχαίους και τη χώρα μας, την οικογένεια Παναγιωτίδη, τους καλλιτέχνες του δρόμου, τους εραστές και τις αγαπημένες που περιμένουν τον ταξιδιώτη – εραστή της μιας βραδιάς.
Το αποτέλεσμα, ένα πολυεπίπεδο ταξιδιωτικό βιβλίο. Προσωπική μαρτυρία και ταξίδι αυτογνωσίας συγχρόνως, ένας ιδιόρρυθμος και πρωτότυπος τουριστικός οδηγός: η Αβάνα τη μέρα, η Αβάνα τη νύχτα, η Αβάνα της Επανάστασης, η Αβάνα της φτώχειας και της πορνείας, η Αβάνα του μοχίτο και του ρυθμού, η Αβάνα της μεγαλοπρεπούς αρχιτεκτονικής που αργοσβήνει, η Αβάνα της ξεγνοιασιάς, η Αβάνα της Κωνσταντίνας και της μελαγχολίας, η Αβάνα που ως Ιθάκη σημαίνει για την Ιουστίνη, τελικά, τόσα πολλά.
Ένα ταξίδι εσωτερικό κι εξωτερικό, ευαίσθητο και οξυδερκές στα πολλαπλά πρόσωπα της αυτής πόλης που αλλάζει μέσα στον χρόνο, όπως κι εμείς. Με ατμόσφαιρα και χιούμορ, με νοσταλγία και κριτικό μάτι, με αποκρυπτογραφικές και αφηγηματικές δυνατότητες, με ανοιχτή, εν τέλει, ψυχή. Και με τις πεταλούδες πανταχού παρούσες να της υπενθυμίζουν ότι οι αγαπημένοι μας δεν γίνεται να χάνονται. Γι’ αυτό και απεγνωσμένα τους αναζητά: στα μυστικά, στα σοκάκια και στ’ άδηλα μιας πόλης που υπήρξε και είναι γι’ αυτήν, σημείο αναφοράς.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου τελείωσε τη δημοτική και μέση εκπαίδευση. Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών, δημοσιογραφεί από το 1983 σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας.
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και έχει εργαστεί κατά διαστήματα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και στην Ελληνική Τηλεόραση.
Από το 1989 ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά ως ανταποκρίτρια του Αθηναικού Πρακτορείου Ειδήσεων και της κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (για το περιοδικό Έψιλον).
Είναι συνεργάτρια των λογοτεχνικών περιοδικών «Διαβάζω» και «Δέκατα». Απασχολείται ταυτόχρονα στο τοπικό ραδιόφωνο και στα διάφορα ομογενειακά μέσα του Καναδά και της Αμερικής.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφική και συγγραφική της δραστηριότητα, είναι γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του «Ιδρύματος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων για την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Πρόσφατα έγινε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων του Κεμπέκ. Είναι παντρεμένη με τον επιχειρηματία Θεόδωρο Αργύρη κι έχει ένα γιο, τον Αλέξανδρο.
Συγγραφικό της έργο: Το πρώτο της βιβλίο «Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου» (εκδ. «Εξάντας», 2000), αποτελεί την επίσημη βιογραφία του πρώην Αρχιεπίσκοπου Αμερικής Σπυρίδωνος (The Lonely Path of Integrity, Exandas Publishers, 2002).
Ακολουθούν: το μυθιστόρημα με τίτλο «Πετάει, πετάει το σύννεφο» (εκδ. «Ψυχογιός», 2003),
«Στις αγορές του κόσμου: Επώνυμες ευκαιρίες και μικρές αναλώσιμες ιστορίες» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004),
«Παρακαταθήκη- The Legacy» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005), μια δίγλωσση έκδοση με επιλεγμένους λόγους του πρώην Αρχιεπίσκοπου Αμερικής Σπυρίδωνος,
και το μυθιστόρημα «Ψηλά Τακούνια για Πάντα» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2006).

10/12/08

Γράμματα- Μαντλέν

ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ!

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: Η ζωή είναι αγρίως απίθανη!

«Μαμά σού γράφω κι εγώ ένα γράμμα. 7 χρόνια μετά το θάνατό σου. Ο θάνατός σου με λύπησε αφάνταστα. Με άφησε ορφανή αλλά κι με απελευθέρωσε. Έκανα τόσα πράγματα από τότε που πέθανες. Έγραψα το «Μαμά» και μετά το «Μήπως» με τη Φωτεινή. Δεν σου κρατάω κακία αλλά μια απέραντη αγάπη και τα γράμματα φανερώνουν μια απέραντη αγάπη. Έφυγε με το θάνατό σου όλο το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας. Έμεινε μόνο η αγάπη. Τώρα νιώθω ότι ήρθε η ώρα να δημοσιοποιηθούν τα γράμματά σου. Χρειάστηκαν 7 χρόνια»…
Επτά χρόνια μετά τον θάνατο της «Μαμάς» της, η Μαργαρίτα αφού άφησε πίσω της όλα της τα υπάρχοντα, ημερολόγια, γράμματα, της έγραψε ένα γράμμα και πήγε να την βρει.
Για να το παραδώσει μόνη της.
Μη μείνει «ανεπίδοτον» αυτό!

Διότι «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη». Ακριβώς γι’ αυτό.

Έτσι, την ίδια ώρα που οι προθήκες γέμιζαν από… Μαργαρίτα και Μαργαρίτα, η αληθινή Μαργαρίτα, αναλήφθηκε στους ουρανούς.

Πίσω της άφησε, τα ολόφρεσκα ημερολόγια της «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» σε επιμέλεια Βασίλη Κιμούλη και «τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου» σε ένα βιβλίο που υπογράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, προσφέροντάς μας πια την ανάγνωση μιας συγγραφέως, καρδιακής φίλης και ειδικού με τον λυτρωτικό τίτλο (για… Μαργαρίτες άλλωστε πρόκειται) «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς». Απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη» αυτό.
«Η Φωτεινή το έκανε. Της έχω δώσει τα γράμματά σου όπως κάποιος που δίνει την ψυχή του. Σε κανέναν άλλον δεν θα εμπιστευόμουνα κάτι τέτοιο. Η Φωτεινή γνωρίζει πολύ βαθιά τη σχέση μας. Τα γράμματά της είναι οικεία όσο είναι και για μένα. Λες και είναι κόρη σου κι εκείνη. Η αδελφή που δεν είχα ποτέ. Αυτά τα 7 χρόνια που λείπεις πήρε λίγο τη θέση σου στην καρδιά μου».

Κι είναι το «Μήπως» βιβλίο που συνυπέγραψαν πριν από τρία χρόνια που συνηγορεί. Είναι κι αυτή η εξαιρετική ανάγνωση εκείνων των γραμμάτων. Διότι η επιστολογραφία όπως και τα ημερολόγια, είναι λογοτεχνία. Και μάλιστα της ζωής της ζώσας. Και σε περίπτωση που αφορούν συγγραφείς, είναι και το κλειδί του έργου. Εκείνο που μαγικά ξεκλειδώνει τη ζωή που έγινε τοξικά γραμματάκια στο άσπρο- κενό.

Ενδεχομένως, βέβαια, κανείς να μην πρόσεξε εκείνο το τέλος του γράμματος: «Πώς θα ‘θελα πάλι να ακούσω τη φωνή σου. Να σε δω. Να σε αγγίξω. Μου λείπεις τρομερά, κι όσο πάει και περισσότερο.
Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπες, τώρα καθώς τα χρόνια περνούν η απουσία σου είναι πιο έντονη. Μαμά σε αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που έτσι αγάπησα στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο που έχω από σένα. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις μαμά; Μου λείπεις.
Αυτά έχω να πω.
Η κόρη σου Μαργαρίτα.
Υστερόγραφο:
Οι νεκροί δεν σώζουν τους ζωντανούς. Η σιωπή τους, η απουσία τους, μοιάζουν με συνενοχή».

Έγραψε. Κι έφυγε.
Μας άφησε, όμως, πίσω τη συγκλονιστική γραφή της. Με τον Κάφκα και με τον Προυστ έξω την συνέκριναν. Ο Τζων Απντάικ, έγραφε ύμνους.
Στη χώρα μας, σιωπή. Ύπνος! Βαθύς ύπνος!
Μας άφησε, επίσης, κι αυτά τα δυο βιβλία της, το φρόντισε τόσο καλά η Φωτεινή και ο Βασίλης.
Ειδικά η Φωτεινή (Τσαλίκογλου) ξαναδιαβάζοντας τα γράμματα. Έρριξε γέφυρα να καταλάβει η Μαργαρίτα πόσο την αγαπούσε η Μαργαρίτα (για να της ξεχωρίζουμε, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, θα την λέμε – όπως κι η Φωτεινή- Ρίτα).
Μπουκίτσες ζωής φωτεινής- σκοτεινής και αχτίδες τέχνης ακριβής, τα όσα αποσπάσματα που θα ακολουθήσουν. Για τη δική μας μίζερη ζωή.

Μαργαρίτα Καραπάνου: «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΙΩΣ ΑΠΙΘΑΝΗ», Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 424.
Κείμενα που ξεκινούν το 1959, απ’ το Παρίσι, με την Μαργαρίτα 13χρονη και τελειώνουν το 1979, στην Αθήνα. «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» έχει ήδη εκδοθεί, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν γραφτεί διθύραμβοι και «Εκείνη» (η αρρώστια), τής έχει επιτεθεί. Τα ημερολογιακά κείμενα τελειώνουν με την πρώτη φράση του «Υπνοβάτη»: «Ο Θεός ήτανε κουρασμένος»…
Και παντού η ίδια κραυγή: «αγάπα με».

«Σιγά- σιγά συνειδητοποιώ την απίστευτη ανάγκη να με αγαπούν. Μονάχα όταν με αγαπούν μπορώ να καταπιαστώ με κάτι, ακόμη και να ζήσω». «Διψάω για έρωτα, αλλά για έναν έρωτα διαρκώς νέο, ιδανικό. Γι’ αυτό εντέλει πιστεύω πως θα είμαι αιωνίως απογοητευμένη. Να μάθω να διοχετεύω αυτή την αγάπη, αυτή τη δίψα για έρωτα σε κάποιο άλλο πράγμα, ανεξάρτητο από τους άλλους- να τι πρέπει να κάνω». «Εξιδανικεύω πολύ τους άλλους. Όταν με αγαπάνε, ψηλώνω στα ίδια μου τα μάτια’ όταν παύουν να με αγαπούν ή όταν χάνω το αντικείμενο του έρωτά μου, συγχέω το αντικείμενο και το υποκείμενο (το Εγώ)».

Παντού η ίδια μεγάλη αντιδικία με την πραγματικότητα:
«Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα πάντα διαφορετική απ’ τα όνειρά μου; Πιστεύω όμως πως η ψυχανάλυση θα με κάνει να περάσω από το «φαντασιακό» πεδίο στ’ άλλο, το «πραγματικό», χωρίς πολλές απώλειες. Τι φοβάμαι να χάσω μ’ αυτή την «υποκατάσταση»; Ίσως το βαθύτερο εγώ μου, την ίδια την πηγή της ζωής μου. Δεν λένε μερικοί ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή για να τα βάλεις μαζί της, και ότι τ’ αδύναμα πνεύματα καταφεύγουν στ’ όνειρο; Τι ξέρουν αυτοί; Τ’ όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!
Εγώ πιστεύω πως οι λέξεις «πραγματικό» και «φαντασιακό» είναι πολύ πιο σύνθετες και διφορούμενες και απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Γιατί το φαντασιακό έχει κι αυτό την πραγματικότητά του, τους νόμους του, που συχνά είναι πιο δύσκολο να τους τηρήσεις και απ’ το αληθινά πραγματικό. Νομίζω, είμαι σίγουρη, ότι αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματοποίηση. Καθετί που καταλήγει σε πράξη, στην πραγματοποίηση, βρίσκεται στο πεδίο της πραγματικότητας, παύει να είναι στο φαντασιακό. Κι εκεί, πιστεύω, πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός. Γιατί οτιδήποτε οδηγεί στην πράξη (με τη σαρτρική έννοια) συγκρούεται αυτομάτως με την πραγματικότητα. Επομένως είτε πρόκειται για ποίημα, για μυθιστόρημα, για ταινία ή για το νέο μοντέλο ενός σπορ αυτοκινήτου είναι το ίδιο πράγμα. Μη με πρήζουν λοιπόν ότι οι ονειροπόλοι είναι εκτός πραγματικότητας. Πόσα «πρακτικά πνεύματα» δεν κάνουν τίποτα, δεν έχουν καμιά επαφή με τη ζωή… Αν το να είσαι εντός πραγματικότητας συνίσταται στο να γνωρίζεις πρόσθεση και να μη σε κλέβει ο χασάπης σου, πολύ που με νοιάζει να είμαι σαν αυτούς τους βλάκες.
Τελικά, όμως, δεν μπορώ να μιλάω, αφού εγώ δεν ανήκω πουθενά. Ήδη όμως προαισθάνομαι σε ποιο χώρο θα κινηθώ. (Εάν η μικρή μου ματαιοδοξία, μια τάση να ξεχωρίζω με τον εύκολο τρόπο, δεν με κάνει να θυσιάσω ό,τι θεωρώ πολυτιμότερο στον κόσμο: Την ελευθερία μου να εκφράζομαι).
Ας ξαναγυρίσω στο Si le grain ne meurt.
(Θαυμάσια ιδέα να κρατάω Ημερολόγιο, είναι καλύτερο κι από έναν φίλο- είμαι εγώ η ίδια)».

Στις σελίδες του εξάλλου, οι εκλεκτές αναγνώσεις της, η ιερότητα της φιλίας, η οξυδέρκεια και ευαισθησία, το πάθος της να αγαπήσει και να αγαπηθεί και μια συγκλονιστική περιγραφή ταυρομαχίας, σε ηλικία μόλις 13 χρονών! Στα 13 της ήδη, ολοκληρωμένη συγγραφέας! Με μια γραφή σπαρταριστή, ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική, τολμηρή:
«Αυτόματη γραφή, φοβερά συγκροτημένη όμως, οργανωμένο παραλήρημα. Faulkner. Σαράντα πυρετός κι απόλυτο cool. Την ζωή την ίδια, αλλά όχι στη φυσικότητά της. Φιλτράρισμα, όχι για να τη μειώσω, αλλά για να την πολλαπλασιάσω».
Το αποτέλεσμα όλων, αυτό ακριβώς που ήθελε κι αυτή: «αυτό που πάω να κάνω είναι υπερ-εγκεφαλικό, αλλά που θα βγαίνει από την κοιλιά».
Με μια γραφή, σχεδόν, σωματική.

Φωτεινή Τσαλίκογλου: «ΔΕ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ: Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου», Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 241.
«Για μια σχέση που δεν τελειώνει» κάνει λόγο στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της «μαρτυρίας», η Φωτεινή:
«Δυο πράγματα έχω σταθερά στη ζωή: τη θάλασσα και την κόρη μου», έλεγε η Ρίτα Λυμπεράκη. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, η κόρη της έγραψε:
«Η μητέρα μου κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά. Όταν ήμουν παιδί, μου έδειχνε τα άστρα. «Είναι δικά μου», μου έλεγε. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, περπατούσαμε μ’ έναν άντρα στο δρόμο. «Είναι δικός μου», μου έλεγε».
Πόσο παράξενη μπορεί να είναι η σχέση μάνας- κόρης; Και τι γίνεται όταν φεύγει από τα όρια και μεταμορφώνεται σε μια σχέση πάθους, όπου ο έρωτας εναλλάσσεται με την εγκατάλειψη, η τρυφερότητα με την απόγνωση και το φόβο, η λατρεία με την απόρριψη και το θυμό, η επιθυμία συγχώνευσης με την ανάγκη διαφοροποίησης;
«Γλυκιά μου, σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Τα χεράκια σου είναι τυλιγμένα γύρω απ’ το λαιμό μου. Είσαι τόσο ελαφριά και μοιάζεις με κούκλα. Τρέχουμε στο δάσος. Είναι νύχτα.
«Θα πεθάνω;» με ρωτάς.
«Ναι, μανούλα, ναι», απαντώ.
Κλαις».
Ένας μεγεθυντικός καθρέφτης η ακραία φορτισμένη σχέση μάνας- κόρης, ένας καθρέφτης που απροσδόκητα, δίχως να το ζητήσουμε, δίχως να το θελήσουμε, φέρνει στο προσκήνιο καταχωνιασμένα μέσα μας μυστικά. Τα μυστικά μιας ανεπανάληπτης σχέσης. Της σχέσης με τη μητέρα, που συνεχίζεται, ακόμα κι όταν αυτή δε ζει πια…
Για μια τέτοια «δια βίου» σχέσης μας ομιλούν τα γράμματα της συγγραφέως Ρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της, συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου. Από τα βάθη των αιώνων «απαγορευμένες», ανομολόγητες φράσεις διατρέχουν τις συνομιλίες μάνας- κόρης. Λόγια που δεν τολμούν να ειπωθούν και ακόμα λιγότερο να γραφούν:
«Πες μου σ’ αγαπώ, για να με αγαπώ», είναι σαν να λέει η μια στην άλλη.
«Μίλα μου για να φύγω απ’ τη σιωπή».
«Αγκάλιασέ με για να σε αγκαλιάσω».
«Φύγε από μπροστά μου για να δω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη».
«Μην αφανίσεις τη νεότητά μου. Μην υποκλέψεις το νεαρό κορίτσι που ήμουν. Μην κρατήσεις για σένα μόνο τον έρωτα, τη ζωή. Είμαι κι εγώ εδώ».
«Άσε με να ζήσω».
«Μη με καταβροχθίζεις με την υπερπαρουσία σου».
«Κοίταξέ με. Μη με κάνεις αόρατη με την αδιαφορία σου».
«Είμαι σαν κι εσένα. Μπορείς λοιπόν να μ’ αγαπάς».
«Είμαι σαν κι εσένα. Μπορώ λοιπόν να με αγαπώ».
«Δεν είμαι σαν κι εσένα. Μπορείς λοιπόν να με μισείς και να μ’ εγκαταλείπεις».
Με χιούμορ, ευαισθησία, αναπάντητες σκέψεις, αγωνίες, τύψεις, σκοτάδια, φως και έντονους κραδασμούς οι επιστολές που ακολουθούν μας αφηγούνται μια συγκλονιστική και ανελέητη ιστορία αγάπης μιας μάνας με την κόρη της. Παράξενη και παράδοξη, όπως παράξενες και παράδοξες είναι οι θεμελιώδεις ιστορίες αγάπης της ζωής μας».
Γράφει ξαναδιαβάζοντας και αφουγκραζόμενη τις επιστολές η Φωτεινή, προτρέποντάς μας:
«Τα γράμματα αυτά αξίζει να διαβαστούν σαν ένα μυθιστόρημα…
Όσο για μένα- επεξηγεί- διευκρινίζω το αυτονόητο: Ο σχολιασμός των γραμμάτων αυτών από εμένα δεν συνιστά παρά μια μόνο εκδοχή ανάγνωσης, και μάλιστα, ακραία υποκειμενική ανάγνωση… Η Μαργαρίτα Καραπάνου είναι η ξεχωριστή και μοναδική φίλη μου. Από την εποχή της «Κασσάνδρας», με αυτό που είναι έχει σημαδέψει αυτό που είμαι. Πώς λοιπόν να είμαι αντικειμενικός αναγνώστης; Άλλωστε, ο κάθε αναγνώστης θα κάνει τη δική του ανάγνωση. Αυτή δεν είναι, εξάλλου, η μαγική λειτουργία της συνδημιουργίας αναγνώστη και συγγραφέα;»
Προτού να σας αφήσουμε, όμως, στη δική σας ανάγνωση, επιτρέψατέ μας, να κλείσουμε με δυο καθοριστικά αποσπάσματα.
Μια ανάμνηση – όνειρο από την ίδια την Μαργαρίτα:
«Λατρεύαμε και οι δυο τη θάλασσα. Μου έμαθες να κολυμπάω. Είδα ένα όνειρο τη νύχτα που πέθανες: Ήσουν πολύ νέα και χαιρετιόμαστε από δυο όχθες, η θάλασσα στη μέση, και τότε η θάλασσα σηκώθηκε πολύ ψηλά και χωρίστηκε στα δυο σαν την ιερή θάλασσα του Μωυσή. Τρέξαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μου είπες: «Είμαι η θεά της θάλασσα κι εσύ η κόρη της θάλασσας. Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει, ούτε η θάλασσα η ίδια». Μια μέρα με πήρες από το χέρι με το δάχτυλό σου τεντωμένο και μου έδειξες τη γη και τον ουρανό. Όλα αυτά είναι δικά μου μού ψιθύρισες συνωμοτικά, αλλά μην το πεις όμως σε κανέναν. Γι’ αυτό με φοβούνται, γιατί το ξέρουν. Όταν πεθάνω, θα είναι όλα δικά σου. Θα τρέμει η γη με το πέρασμά σου και θα μουγκρίζει ο ουρανός. Τα άστρα θα τρεμοσβήνουν μόνο για σένα και ο Θεός ακόμα θα σε φοβάται. Γράψε! Γράψε! Μόνο έτσι θα τα κατακτήσεις όλα αυτά. Εν αρχή ην ο λόγος νυν και αεί».
Και τα κατέκτησε.
Μονάχα την δική της αγάπη αναζητούσε παντού και ίσως δεν κατέκτησε ποτέ:
«Ενήλικη πια, όταν χωρίζοντας από τον ερωτικό της σύντροφο εκείνη θα πει: «Ποτέ του δεν με κατάλαβε», στην πραγματικότητα για τη μητέρα της θα μιλάει. Όπως επίσης στη μητέρα της θα αναφέρεται όταν θα ικετεύει με κάθε τρόπο τον ερωτικό της σύντροφο: «Μη με αφήσεις». Ή όταν αντίθετα θα σπεύδει εκείνη να τον εγκαταλείψει πρώτη, μην αντέχοντας μιαν ακόμα εγκατάλειψη, στη μητέρα θα αναφέρεται.
Αγαπάμε σημαίνει ψάχνουμε συνειδητά αυτό που μας έχει λείψει και ξαναβρίσκουμε- ασυνείδητα τις περισσότερες φορές- αυτό που έχουμε ήδη γνωρίσει.
Τα γράμματα αυτά, σαν συμπυκνωμένες μαντλέν, βγάζουν από το σκοτάδι και φέρνουν στο φως μια μάνα που πάσχιζε, όπως και όσο μπορούσε, να αγαπήσει την κόρη της και μια κόρη που λαχταρούσε να αγαπηθεί, όσο και όπως μπορούσε. Τα παράδοξα της μητρικής αγάπης είναι τα παράδοξα μιας νύχτας που ονειρεύτηκε πως ήταν φως. Η νύχτα αυτή είναι η δική μας».

ΥΓ1: «Σε κάθε περίπτωση, τα γράμματα αυτά μας πάνε πίσω. Φέρνουν στο προσκήνιο εποχές που ποτέ δε σβήνουν οριστικά, αφήνοντας στον ψυχισμό ανεξίτηλα μνημονικά ίχνη που κάθε τόσο αναζωπυρώνονται. Μια μαντλέν αρκούσε για τον Προυστ να τον βυθίσει στο παρελθόν’ μια μυρωδιά, μια μουσική, μια φωτογραφία, ένας ελεύθερος συνειρμός στη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας, ένα μικρό τίποτα αρκεί για να εισβάλλει ορμητικά το άλλοτε και το αλλού στο σήμερα και το εδώ. Τα γράμματα αυτά λειτουργούν σαν συμπυκνωμένες μαντλέν. Κεντρικό πρόσωπο σε αυτό το άλλοτε και το αλλού είναι και παραμένει η μητέρα. Το πρώτο αντικείμενο της αγάπης» («Δεν μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, σελ. 46).

ΥΓ2: Διότι η Μαργαρίτα κι αν είναι Επανάσταση: Στα Ελληνικά Γράμματα. Από την «Κασσάνδρα» και για πάντα. Και με αιτία, μάλιστα. Σημαντική. Ε δεν ήρθε ο καιρός να το δούμε κι εμείς;

8/12/08

Οικογενειακό

Η μητέρα πλέκει
Ο γιος κάνει πόλεμο
Αυτό η μητέρα το βρίσκει φυσικό πολύ
Κι ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει επιχειρήσεις
Η γυναίκα-του-πλέκει
Ο γιός-του-κάνει πόλεμο
Αυτός επιχειρήσεις
Αυτό ο πατέρας το βρίσκει φυσικό πολύ
Κι ο γιος κι ο γιος
Τι βρίσκει ο γιος
Δε βρίσκει τίποτε ο γιος απολύτως
Ο γιος η μητέρα-του πλέκει ο πατέρας-του επιχειρήσεις
αυτός πολεμάει
Μόλις τελειώσει ο πόλεμος
Θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα-του
Ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
Ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
Ο γιος σκοτώθηκε δε συνεχίζει πια
Ο πατέρας κι η μητέρα πάνε στο κοιμητήρι
Αυτό ο πατέρας κι η μητέρα το βρίσκουν φυσικό
Η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλέξιμο
Τις επιχειρήσεις τον πόλεμο το πλέξιμο τον πόλεμο
Τις επιχειρήσεις τις επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις
Η ζωή με το κοιμητήρι.

Ζακ Πρεβέρ (μετ. Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, "Ποιήματα", Εκδ. Θεωρία, 1982)

ΥΓ1. «Αλεξάκο Γειά Εκδίκηση
Ποτέ ξανά άδικο αίμα! Αλέξη, ήσουν το θύμα μιας
εξουσίας που δεν καταλαβαίνει τίποτα!» (οι φίλοι του).
ΥΓ2. Ντρέπομαι (η άλεφ)

5/12/08

Το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι

«ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ: Ιδιοφυής και μόνη» του Βέρνερ Βάλντμαν, Μετάφραση: Μαρίνα Μπαλάφα, Επιμέλεια: Πελαγία Τσινάρη, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 208, τιμή: 16.72 ευρώ.

«Για τους κριτικούς συγκαταλέγεται στις τέσσερις καλύτερες συγγραφείς της Αγγλίας. Οι φίλοι της εξυμνούν την ομορφιά της, τη μοναδικότητά της και τη γοητεία της. Ποιο ρόλο έπαιζε; Το ρόλο μιας μαγεμένης πριγκίπισσας ή το ρόλο ενός θυμωμένου μικρού κοριτσιού σε μια συγκέντρωση για τσάι; Ή δεν έπαιζε απολύτως κανένα ρόλο; Οπωσδήποτε ήταν διαφορετική από όλους τους άλλους, κι αυτός ο κόσμος δεν της ταίριαζε. Με χαροποιεί το γεγονός ότι μπόρεσε να απελευθερωθεί από αυτόν, προτού γίνουν θρύψαλα όλα όσα αγαπούσε. Αν έπρεπε να διαλέξω απ’ όλο το έργο της μια επιγραφή για τον τάφο της, θα μου ερχόταν στο μυαλό αυτά τα λόγια: Έγινε και ήρθε σε πέρας. Ναι, σκέφτηκε και πολύ κουρασμένη άφησε το μολύβι της, αυτό ήταν το όνειρό μου» (Christopher Isherwood)
«Η Βιρτζίνια Γουλφ, μια από τις λίγες θηλυκές ιδιοφυίες που διέθετε αυτός ο κόσμος, και η ιστορία της λογοτεχνίας την τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τον Τζόις και τον Προυστ» (Barbara Bondy).
Όταν το 1882 γεννιόταν στο Λονδίνο η Άντελαιν Βιρτζίνια Στίβεν, τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του συγγραφέα Λέσλι Στίβεν, δεν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί την τρομακτικά ενδιαφέρουσα μεγάλη συγγραφική τροχιά της. Από νωρίς, ορφανή από μητέρα, στον κολοφώνα της αυστηρής εδουαρδινής εποχής η γυναικεία μοίρα της θεωρείτο προδιαγεγραμμένη. Αλλά εκτός από τη μοναξιά όπου η διαφορετικότητα την βύθισε, το μεγάλο ταλέντο σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που θα νικήσει.
Ζώντας μια άκρως ενδιαφέρουσα ζωή (εσωτερική περισσότερο), η Βιρτζίνια Στίβεν, Βριτζίνια Γουλφ, κατόρθωσε να ζήσει πέρα και πάνω από την εποχή της, το φύλο της, τη χώρα της, τα συγγραφικά σύνορα της εποχής. Σπάζοντας καθεστηκυίες νόρμες και φόρμες, κατόρθωσε τελικά να ζήσει μια παντελώς μυθιστορηματική ζωή. Με φιλολογικά σαλόνια και νευρικούς κλονισμούς, με προκλητική διάθεση και αναγνωστικό ένστικτο τεράστιο, με εσωτερικές αντιφάσεις και τολμηρές συγγραφικές επιλογές, με έναν γάμο με τον Λέοναρντ Γουλφ τόσο πολύ διαφορετικό απ’ οποιοδήποτε άλλον. Ο μικρός- χειροποίητος- κατ’ αρχάς εκδοτικός οίκος σηματοδότησε μια εποχή, έδωσε βήμα στους πρωτοποριακούς, καθιέρωσε τεράστια συγγραφικά μεγέθη, έκανε γνωστή τη ρώσικη λογοτεχνία στην Αγγλία.
Ο Βέρνερ Βάλντμαν χειρίζεται την περίπτωση Γουλφ, κυριολεκτικά με βελούδινο γάντι. Δίνοντας περιθώρια στα δικά της λόγια, στις αναμνήσεις της, σε αυτοβιογραφικές αναφορές, κάνοντας οξυδερκέστατες παρατηρήσεις όσον αφορά την εποχή, την τρέχουσα λογοτεχνική ηθική και αισθητική, τον δικό της πειραματισμό σε μια ιδιαίτερα διαφοροποιούμενη για την εποχή λογοτεχνία.
Ρίχνοντας άπλετο φως στις αντιφάσεις της, στα ψυχικά της σκαμπανεβάσματα, στις εποχές της νοσηλείας της, στη σχέση της με τον πατέρα, τους άλλους και τον Γουλφ, δεν παραλείπει να «φωτογραφίσει» ένα- ένα τα μυθιστορήματα και τα δοκίμια της μεγάλης μέσα στο απόλυτο ψυχικό σκότος, φωτεινής της συγγραφικής πορείας: Voyage Out, The Mark on the Wall, Μέρα και Νύχτα, Το δωμάτιο του Τζάκομπ, Η κυρία Ντάλογουέι, Ορλάντο, Ένα δικό σου δωμάτιο, Τα κύματα, Στο Φάρο, Γράμμα σε έναν Νέο Ποιητή, Φλας, Τα Χρόνια, Τρεις γκινέες, Roger Fry:Α Biografhy, Ανάμεσα στις Πράξεις… η Βιρτζίνια Γουλφ τολμά και αποδομεί φόρμες, δοκιμάζει καινούργια ύφη και στυλ. Με το «Ένα δικό σου δωμάτιο» και τις «Τρεις γκινέες» γίνεται σήμα κατατεθέν για τις φεμινίστριες, με «Το δωμάτιο του Τζάκομπ» καθιερώνει ένα νέο, το δικό της, μυθιστορηματικό είδος. Και με τον τρόπο της να αντιλαμβάνεται και να προσεγγίζει την πραγματικότητα και τα πράγματα, υπερβαίνει την «στέρεα ουσία του κόσμου» και προσπαθεί να δει κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτει σε όλους μας «το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι». Δοκιμάζοντας ταυτοχρόνως τα πάντα: μοναξιά, κοσμικότητα, πολιτικούς αγώνες, τρέλα, ανεξαρτησία, ομοφυλοφιλικές σχέσεις, γάμο… Τολμά όσο λίγες ακόμα και να… τρελαίνεται, και όταν αισθάνεται πια εκείνο το «δίχως επιστροφή» γεμίζει τις τσέπες του παλτού της με πέτρες και βαδίζει περήφανα στα κρύα νερά και στις λάσπες του ποταμού Ουζ.
Η 28η Μαρτίου του 1941 ξεκίνησε με κρύο, αλλά ήταν ένα καθαρό πρωινό, όλα προιώνιζαν μια θαυμάσια μέρα. Μια μέρα σαν εκείνης της Ντάλογουει όπου μέσα της χώρεσε τελικά μια ζωή και ένα πια μυθικό αποχαιρετιστήριο γράμμα: «Πολυαγαπημένε, νιώθω στα σίγουρα ότι τρελαίνομαι ξανά. Νομίζω ότι δεν αντέχουμε να περάσουμε μια τέτοια φρικτή περίοδο για μια ακόμη φορά. Και αυτή τη φορά δεν θα ξαναγίνω καλά. Ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Γι’ αυτό κάνω ό,τι μου φαίνεται καλύτερο σε αυτές τις συνθήκες. Μου χάρισες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία…»
Και σ’ όλους μας χάρισε μια διαρκή συγγραφική απόλαυση και μια ξεχωριστή λογοτεχνική εμπειρία.
Μια βιογραφία που σέβεται απολύτως την φωνή και τη ζωή της, την ιδιοφυία και την διαρκή μοναξιά, τη τρέλα και την γραφή της. Ατμοσφαιρική, με την ανάσα της ελεύθερη και τις συγκρούσεις της σε εξέλιξη, σε κάθε γραμμή, κάθε σιωπή, κάθε σελίδα: Για εκείνη που τόλμησε να κοιτάξει την πραγματικότητα πέρα και πίσω από τα φαινόμενα, που έζησε μια ζωή τεράστιας αυπνίας- αγρυπνίας.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Βέρνερ Βάλντμαν γεννήθηκε το 1944 στη Νότια Γερμανία, σπούδασε γερμανική και αγγλική φιλοσοφία και ιστορία στο Τύμπινγκεν, το Μόναχο και το Μπάνγκορ της Ουαλίας.
Το 1972 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, με μια εργασία πάνω στο θέατρο-ντοκιμαντέρ στον Βάλτερ Γιενς.
Εργάστηκε ως σεναριογράφος στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, ως επιμελητής εκδόσεων, και σήμερα έχει διευθυντική θέση σε έναν διεθνή όμιλο μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία, ανάμεσα στα οποία και μια μονογραφία των αδελφών Μπροντέ με τον τίτλο Die Schwetern Bronte (εκδ. Rowohlt, 1990). Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα και κριτικές στον Τύπο καθώς και πέντε ραδιοφωνικά έργα.

3/12/08

'Ολες τις λένε μαμά, εσύ ποια είσαι;

«Αγάπη και μίσος – ναι- είναι παιδιά της ίδιας μάνας».
Όπως και η απόλυτη κατάφαση στο μαγικό γεγονός της ζωής, το πάθος μας γι’ αυτήν και η καταστροφή μας.
Κι η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, φαίνεται όλα αυτά να τα γνωρίζει καλά. Εξάλλου ολόκληρο το συγγραφικό έργο της, τα ίδια φαντάσματα διατρέχουνε. Τον ίδιο γόρδιο δεσμό πασχίζει τόσα χρόνια να λύσει και το πλησιάζει, το φλερτάρει, πέφτει με τα μούτρα στα απύθμενα βάθη του, το περιγράφει επικίνδυνα, σπαρακτικά και ποιητικά.
Αυτό το μέγιστο ανθρώπινο γρίφο μάνας- κόρης. Με όλη την αγάπη που φτάνει ως το μίσος, το μίσος που είναι η άλλη πλευρά της απόλυτης και αναγκεμένης αγάπης που το χαρακτηρίζουν. Καθώς και το τι σημαίνει «βαδίζω στα όρια». Με απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «προκαλώ τα όριά μου».
Στο βιβλίο της με την πρωταρχική κραυγή ως τίτλο «Μαμά», η συγγραφέας δίνει τα ρέστα της.
Και ξεκινώντας έναν διάλογο με την σχεδόν νεκρή της μητέρα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου φτάνει μέχρι την άκρη του ουρανού. Την ακολουθεί ακόμα πιο πέρα, νικώντας το θάνατο. Και της ζητά εξηγήσεις. Από τον ίδιο τον εαυτό της ζητά εξηγήσεις. Και μέσα από ένα διάλογο που δεν γνωρίζει χρονικά σύνορα, φτάνει ως την αποδοχή. Αγγίζει την λύτρωση.
Διότι έτσι ή αλλιώς μια ζωή όλες τις κούκλες της τις έλεγαν μαμά. Μονάχα την ίδια τη μάνα της που με τόση λαχτάρα αναζητούσε, σε εκείνη την άγνωστη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Αλλά για όλα τα πράγματα, κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα τους.

«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140, τιμή: 10 ευρώ.
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Εχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.
Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρυκολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.
Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…
Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.
Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.
«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»
Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…» Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.
Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;
Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό κείμενο της συγγραφέως του.
Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.
Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.
Μικρό αντίδωρο για το τέλος:
«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»
Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι.
Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Τα Βιβλία της: «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»,
«Ο υπνοβάτης»,
«Rien ne va plus »,
«Ναι» (Ωκεανίδα, 1999),
«Lee και Lou» (Ωκεανίδα, 2003),
«Μαμά», «Μήπως» με την Φωτεινή Τσαλίκογλου
«Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» (2008)
εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες.
«Ο υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος».

ΥΓ: Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησαν τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη προς την Μαργαρίτα Καραπάνου «Δεν μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» σε ένα αποκαλυπτικότατο βιβλίο με εξαιρετικά κείμενα της Φωτεινής Τσαλίκογλου και φωτογραφικό υλικό όπου μαμά και κόρη ήταν όμορφες, γελαστές, υγιείς. Και τα ημερολόγια της Μαργαρίτας «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» σε επιμέλεια Βασίλη Κιμούλη. Εχθές η Μαργαρίτα κουράστηκε κι είπε να φύγει.
Γράμματα και ημερολόγια, προσεχώς. Για την ώρα η αέναη κραυγή «αγάπα με», στο πιο αντιπροσωπευτικό ενδεχομένως βιβλίο.

1/12/08

Ο λαβύρινθος του διαδικτύου

«Ίσως γιατί μερικές φορές ο γύρος του κόσμου είναι μικρότερη απόσταση και τη διασχίζεις πιο εύκολα απ’ αυτή που σε χωρίζει από την κλειδωμένη πόρτα ενός ξενοδοχείου και την ελευθερία». Μ’ αυτή τη φράση έκλεινε την «Πτήση» του λίγα χρόνια πριν ο συγγραφέας Δημήτρης Καρύδας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος, διπλοί: το πρόσωπο και ο ρόλος. Το προσωπείο και η αστυνομική ταυτότητα. Και πάνω απ’ όλα η απεγνωσμένη και άπελπις πτήση του ανθρώπου που επιθύμησε να γίνει πουλί αλλά έγινε δέντρο.
Και σ’ αυτή την καμένη από χέρι «πτήση» ο συγγραφέας επανήλθε. Πριν από ένα χρόνο σχεδόν, να τέτοιες μέρες θυμάμαι. Με μια συλλογή από νουβέλες, προφητική: «Παγιδευμένοι στο δίκτυο» είχαν για τίτλο και στην πρώτη ο θανάσιμος λαβύρινθος του διαδικτύου. Διότι στον μυθικό, υπήρξε και Αριάδνη και μίτος. Ενώ τώρα η αβάσταχτη ελαφρότητα της εικονικής πραγματικότητας, η ζωή που γίνεται ταινία.
Το δίκτυο, όπως και η τιβούλα, το μέσον, το σύρμα που θα επιτρέψει την πτήση: στον άλλον, στο ανέφικτο, στο ψευδαισθησιακό, στο ρόλο, ενίοτε και στον θάνατο.
«Συνάντηση με το θάνατο» («Συνάντηση στο www.suicide.com») ακριβώς. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στη μέση του πουθενά, συναντιούνται. Εκείνος (ο εκπρόσωπος της ζωής), στην Ελλάδα. Εκείνη, με λαγνική σχέση όσον αφορά την αυτοκτονία, στην Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα, άκρως σοκαριστικό: μια on line αυτοκτονία. Κι ολόγυρα «χαρούμενοι» θεατές στην διαδυκτιακή αρένα απ’ όλο τον κόσμο. Σ’ ένα λαβύρινθο που ο Μινώταυρος πάντα κερδίζει ή αυτοκτονεί (ακριβώς όπως στο «Σπίτι του Αστερίωνα»).
Λογοτεχνία, θα έλεγε κανείς. Εάν την εβδομάδα που μας πέρασε δεν συζητούσαν όλοι για «σοκ στο διαδίκτυο». «Αυτοκτόνησε ον λάιν», ο τίτλος στις εφημερίδες. Ο 19χρονος Αβραάμ Μπινγκ για 12 ώρες κατάπινε βάλιουμ και ναρκωτικά, ακριβώς σαν την μυθιστορηματική γιαπωνεζούλα. Με ένα τεράστιο πλήθος χρηστών, να παρακολουθούν, και πολλοί να τον ενθαρρύνουν. Με αντιδράσεις του στυλ: «OMG» (ω, Θεέ μου) και «lol» (γελάω δυνατά), τώρα το έμαθα, ή μάλλον το κατάλαβα κι εγώ, όσο κι αν το ‘βλεπα δεξιά – αριστερά γραμμένο.
Ο 19χρονος Αβραάμ Μπινγκ, Θησέας και Μινώταυρος μαζί, «χάθηκε» σα να μην υπήρξε ποτέ, στον λαβύρινθο του διαδικτύου. Διότι δεν είναι το προσωπείο που πεθαίνει αλλά το πρόσωπο, αλλά μονάχα όσοι τον αγαπούν είναι σε θέση να το καταλάβουν. Για μας, ακόμα και η φρίκη, εικονική. Άλλος ένας παράξενος θάνατος μέσ’ τους παράξενους θανάτους.

ΥΓ1. Το υστερόγραφο, μια άλλη υπόθεση για τον καθένα.

ΥΓ2. Δημοσιεύθηκε στο Εθνος της Κυριακής με την... αστυνομική μου ταυτότητα.

26/11/08

Ύστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον

"ΕΡΩΤΑΣ: Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά/ για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε".
Αυτό το επιτύμβιο, εγώ το χρειάστηκα.

Για χρόνια πολλά, ο Τάσος Λειβαδίτης με πονούσε. Όπως το ίδιο με πονούσε η μουσική, η ομορφιά, ό,τι αγάπησα και έχασα, ο πιο βαθύς και γνήσιος εαυτός μου.
Τον είχα δίπλα μου στο κρεβάτι, ανάμεσα σε εκείνα τα βιβλία «για να τα αισθάνομαι», ασπίδα περισσότερο, έτσι να απλώσω το χέρι μου, που να μπορώ να τα αγγίζω. Αλλά μέχρις εκεί.
Γαζούλα δεν ήθελα.

Όταν συνειδητοποίησα πως πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια, άρχισα πρώτα να μετρώ χρόνο και απώλεια. Μέχρι που άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα, αναμνήσεις, ποιήματα, συγκυρίες, να ξαναγίνεται το Κάποτε Τώρα, το Τίποτε, Πάντα. Να επιστρέφουν και οι δικοί μου νεκροί, πιο ζωντανοί από τους οικείους ξένους.

«Κι όταν πεθάνω θα ‘θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου για να πάρω και τον χρόνο μαζί μου».

Αμέσως με παρηγόρησε. Είχε τον τρόπο. Πάντα. Ακόμα και στα δυσκολότερα αδιέξοδα:

«Στην αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' έναν κόσμο ραγισμένο/ μ' έναν κουρελιασμένο θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα/ ζητιανεύοντας την ύπαρξή του/ Υστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον".

Ε κι όσα ακολούθησαν ήτανε για να γίνουν, δεν πρόλαβα ούτε να το σκεφτώ ούτε να το αποφασίσω.

Παρά τις αντιρρήσεις μου! Γιατί με τους κυρίους εδώ χρειαζόταν μεγάλη βουτιά στα εντός μου, και μάλιστα δίχως καν ένα δίχτυ ασφαλείας!

Όταν μου τηλεφώνησε ο κύριος Νιάρχος, κέρωσα. Πού πας – σκέφτηκα- ξυπόλυτη στ’ αγκάθια! Τα πάντα, επέστρεφαν με μιας!
Η ποίησή του και η γειτονιά, η εποχή και οι νεκροί, η ελπίδα και η ομορφιά που ήθελα να λησμονήσω. Η αγοραφοβία μου να σταθώ στο πλευρό ανθρώπων που θαυμάζω. Εκτιμώ αφάνταστα τη δουλειά και του κυρίου Κουβαρά και του κυρίου Νιάρχου και του κυρίου Μπουκάλα. Έχω διαβάσει ποίησή τους και ντράπηκα που έγραψα (αλλά κάποιες φορές, ξέρετε, δεν γίνεται αλλιώς να κάνεις). Έχω διαβάσει κριτικές τους και το μόνο που είχα να αντιτάξω ήταν η άσβεστη δίψα μου ανάγνωσης. Το παράτολμο του εγχειρήματος ήταν εν τέλει που με έκανε να τολμήσω.
Και η εκτίμησή μου προς το πρόσωπο του Γιάννη Κουβαρά.
Ο δικός μου Τάσος Λειβαδίτης που ξαναγύρισε και η σκέψη μου, «ας πονέσω αν είναι, τελικά, να ξαναζωντανέψω».
Κι ένα περίεργο χρέος, να πω τα ελάχιστα για ένα τεράστιο ποιητή που σημάδεψε την εφηβεία μου.
Και επειδή με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, με ό,τι είμαστε, όλα με χάραζαν σα μαχαιράκι απ’ την αρχή και πάλι.
Με πρώτο, εκείνο το τοξικά μαγικό παράθυρο: «Αμφίστομο παράθυρο, φεγγίτης, οξυγόνωσης, παραμυθίας, πρεβάζι ρέμβης, έξοδος κινδύνου, αλλά και κερκόπορτα θανάτου» όπως αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς στην «Ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου» προς μνήμην και τιμή του.
«Μ’ ένα κομμάτι κιμωλίας που βρήκα ζωγράφιζα αστόχαστα ένα παράθυρο πάνω στον τοίχο. Από αυτό το παράθυρο ήρθε ο πυροβολισμός».
Ένα παράθυρο, όλα τα παιδικά μου χρόνια. Ο κόσμος, άνθος, σφαίρα, υπόσχεση, ο Άλλος κι ο Θεός.
«Παράθυρο φίλτρο στεναγμών και ήχων, καθρέφτης που συμπυκνώνει όλο τον κόσμο, φάρος και φάος», έτσι δεν είναι κύριε Κουβαρά;

Κι αργότερα, παράθυρο επώδυνο, ανοιχτό στο αμετάκλητο, σφαλιστό στο «επιθυμώ» και «καίγομαι» και «θέλω»: «Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου/ ξέροντας πως μέσα ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη- εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες/ σ’ αγαπώ./ Άσε με στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει/ αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου/ πάνω στο χιόνι/ εμένα είναι ο κόσμος μου».

Κι ύστερα, ήρθαν κι όλα τ’ άλλα:
Η μοναξιά: «από το κατώφλι τους κλαίνε απαρηγόρητα τα παραμύθια» κι «οι τηλεφωνικοί θάλαμοι- που- μου θυμίζουν πόσο μόνος είμαι στον κόσμο».
Ο γάμος: «ξάγρυπνοι, όπως η γυναίκα στη μοναξιά του γάμου».
Η απόγνωση και η απουσία: «απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά/ κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση».

Τον συναντούσα συχνά, για τρία χρόνια μέναμε εξάλλου στην ίδια γειτονιά, την ώρα που βάδιζε βαθύς, μοναχικός και τόσο δοτικός, όλος φως μαζί και πληγή και σκότος, όλοι οι νεκροί κι οι ζωντανοί μαζί, τον κοιτούσα, με κοιτούσε αλλοφρονούσα έτσι με τις παντούλφες δανεικές να τρέχω πριν να πάω στη σχολή, από τον μανάβη στον μπακάλη.

Γύριζα πίσω και τον διάβαζα:
«Και κάθε τόσο ανοίγω το ερμάρι και βεβαιώνομαι
πως το παιδικό μου χέρι είναι ακόμα εκεί.
Και κάποτε θα μου χτυπήσει το τζάμι».
«Κι είδα τα μεγάλα παράθυρα σαν βιβλία της ερημιάς που μέσα τους διάβασα το ποτέ και το τίποτα! Κι έπρεπε εγώ από αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα».

Κι όταν τον έβλεπα, και πάλι σιωπή, ούτε κουβέντα.

Κι ύστερα ήταν κι αυτός ο μεσσιανισμός που μου πήγε, η Ντοστογιεφσκική ενοχή, η εσωτερική ανάγκη «να σώσω τον κόσμο», ο δρόμος για την ζωή ή για τον Θεό που εν τέλει περνά μέσα απ’ τους άλλους.
Η προδομένη επανάσταση και η διαρκής: «Αιώνας πολλαπλότητας/ και τίποτα δε χάνεται, μα όλα είναι για πάντα μέσα και οι νεκροί και οι σημαίες κι οι όρκοι και τα χρόνια που φύγανε και τα χρόνια που έρχονται… και είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα».

Για κείνο το «και τίποτα δε χάνεται» εγώ άντεχα.
Ε κι ύστερα ήταν κι αυτή η ελπίδα η άσβεστη,
αφού, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Κουβαράς
«ο πραγματικός θάνατος για τον Λειβαδίτη δεν ταυτίζεται με το βιολογικό τέλος, αλλά με το τέλος της συλλογικότητας» αλλ’ όμως όλο αυτό είναι τανγκό που πάντοτε ζητάει δυο:
«Κι όταν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί».
«Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος του δρόμου- όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις».

Κι έτσι τον συναντούσα. Ωσεί παρόντα. Σε όποιον δρόμο:
Στο κονιάκ- κώνειο.
Στον παρείσακτο εαυτό, Άλλο. Ίσως γι’ αυτό να αγάπησα τόσο τον Μπόρχες: «και κάποτε θα σταθείς μπροστά στον καθρέφτη,/ απορώντας ποιος απ’ τους δυο ήταν ο παρείσακτος/ ή μήπως κάποιος τρίτος σας πρόδωσε και τους δυο».
Στις καρέκλες: «Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα, έπεφτα στην παγίδα./ Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα, όρθιος, σαν ν’ ακούω τη Διεθνή»,
Και, φυσικά, στα διεθνιστικά ιδεώδη: «Θα χιονίζει στη Σιβηρία, σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε- λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω».

Στον έρωτα, εφάμιλλος: «όλα μπορούσαν να γίνουν στον κόσμο αγάπη μου τότε που μου χαμογελούσες».
Στους ηττημένους- νικητές: «κι όταν πεθάνεις/ κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους/ σε προφυλάσσει/ αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα».
Στον μυστικισμό του καθημερινού και του ελάχιστου: «Η μητέρα μου, από τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά/ κι ήταν δύσκολο να κατέβει. Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό».
Στη γενναιότητα, τελικά, να χτίζεις στην άμμο σα να ‘ναι στην πέτρα: «Κι όταν πεθάνουμε, το χώμα που θα μας σκεπάσει, δε θα ‘ναι για μας το σκληρό χώμα των νεκρών/ μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της».
Εξάλλου «τι να την κάνω την πραγματικότητα, εγώ έχω τ’ όνειρο».
Στην ήττα, άλλωστε, φαίνεται όλο μας το μεγαλείο. Η νίκη, μια μουτζαλιά στη γη, με ένα στεφάνι από στάχτη για τον καθένα.
Κι η ποίηση «ωσεί Θεός» δηλαδή ο Θεός: «Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό- εκτός/ κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-/ ακόμα κι όταν την υπηρετώ». «Η ποίηση ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι… και μόνο η ποίηση δεν είναι το ταξίδι/ αλλά ο πικρός γυρισμός… Ποιητές/ φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/ την ώρα που πέφτουν χτυπημένα».
Οι άγιοί του σαλοί, οι φτωχοδιάβολοι, οι πόρνες, οι περιθωριακοί, σε μια δική του πινακοθήκη αγίων: «Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που/ φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα- μαντεύοντας αόριστα ότι για / να μπουν στο μυστήριο πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους».
«Κι η τρέλα, σκέφτομαι, είναι ίσως το απλό συμπέρασμα / ότι μπορείς να τραγουδάς κι από τις δυο μεριές».
«Φωτίζονται τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα/ όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι».

Ο κόσμος που υπάρχει μοναχά όταν τον μοιράζεσαι: «Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε/ μια θέση/ στη ζωή των άλλων/ Ή/ ένα θάνατο/ για τους άλλους».

Η επανάσταση που είναι έρωτας και ο έρωτας, επανάσταση, προσευχή, ξόρκι κι αντίδοτο στον θάνατο: «Μ’ αγκάλιαζες, μα εγώ, πάνω απ’ τον ώμο σου, κοίταζα το δρόμο. Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε, σωπαίναμε ξαφνικά. Αφουγκραζόμαστε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, μακριά, το βήμα των μελλοθανάτων… θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα/ Σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο».

Κι η παρακαταθήκη, μεγάλη, αιώνια: «Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,/ που δεν έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους».

Εξάλλου την Ποίηση και τον Θεό ή θα τα βλέπουμε παντού και θα τα πάρουμε μαζί μας ή δεν θα τα βρούμε πουθενά. Αλλά ο Τάσος Λειβαδίτης τόσο παιδικός, τόσο φλεγόμενος, τόσο μοναχικός, ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο, μπόρεσε και τα είδε.

Κι ο Γιάννης Κουβαράς τα είδε και τον είδε. Διότι με ό,τι έχουμε βλέπουμε, ό,τι έχουμε αντιλαμβανόμαστε, έξω υπάρχει αυτό που ήδη υπάρχει εντός μας.
Κι ο Γιάννης Κουβαράς τον είδε κι ηρωικό και ταπεινό, ερωτικό και νικητή, ηττημένο και ντοστογιεφσκικό, ρομαντικό και ουμανιστή, μαγιακοφσκικό και απελπισμένο, μοναχικό και υπερβατικό, διχασμένο και αιώνιο. Μυστικιστής κι ο ίδιος, εσαεί «δωρητής», βαδίζοντας στα ίχνη του, ερωτικός κι επαναστάτης, στη «Οδό ανθρώπου».

Ήρθα, κυριολεκτικά, ξυπόλητη στ’ αγκάθια.
Μου χαρίσατε μιαν «ανθισμένη ματαιότητα». Επαναφέροντάς με στη σπλαχνική «οδό Λειβαδίτη». Στην περασμένη μου φλογισμένη κι επώδυνη όντως ζωή.

Γι’ αυτό πολύ σας ευχαριστώ, για έναν λόγο ιδιαίτερο τον καθένα, και τους τρεις σας. Ευγνωμονώντας αιώνια, Εκείνον.

ΥΓ. Για την «Ανθισμένη Ματαιότητα του Κόσμου» του Γιάννη Κουβαρά, δοκίμια για τον Τάσο Λειβαδίτη.

25/11/08

Σαν τα πρόσωπα των παιδιών, ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο

Εμμονές, γρίφοι και άσσοι στο συγγραφικό μανίκι του Δημήτρη Μαμαλούκα.

Ούτε να το ’ξερα όταν αποφάσιζα για τον τίτλο μου! Οι κρυμμένοι άσοι στο μανίκι του συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα!
Και να, στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Δημήτρης Μαμαλούκας δια εμμονής Πετράρχη επιστρατεύει πια όλα του τα χαρτιά. Τράπουλα Ταρώ της Λάουρας που στοιχειώνει και καθορίζει τη ζωή του Πετράρχη: Έρωτας, Θάνατος, Φυγή, Μοναξιά…
Αποδεικνύοντας ότι ως συγγραφέας ο Δημήτρης δεν είναι καθόλου τυχαία περίπτωση. Διότι- παρ’ ότι σε κάθε βιβλίο του γίνεται ένας άλλος, κι αυτό είναι το εντυπωσιακό- διαθέτει στέραιη συγγραφική ραχοκοκαλιά και σ’ αυτήν καταφεύγει, διαθέτει δική του προσωπική σκιά.
Βασικά διαθέτει και μια απίθανη και απύθμενη φαντασία ο Δημήτρης. Από ένα πρόσωπο, μια λέξη, μια φράση μπορεί να σου φτιάξει ένα έπος, μια σάγκα, μπορεί να σε εκτοξεύσει στο φεγγάρι πατώντας σταθερά κάπου στη γη.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους.
Ξεδιπλώνοντας πρώτα απ’ όλα την κάθε του φίνα, τελικά, εμμονή.

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ:
«Άνθρωπος χωρίς μυστικά είναι ένας κενός άνθρωπος», φράση ήρωά του που έγινε μότο στην «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» αλλά αποτελεί και ένα βασικό του χαρακτηριστικό.
Ερωτικής φύσεως το μυστικό στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ».
Υπαρξιακό, στον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού»,
Μια ιστορία Εκδίκησης, στην «Απαγωγή του εκδότη».
Εκδίκηση και παλιοί λογαριασμοί στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα».
Απωθημένα, οικογενειακά μυστικά και παλιές πληγές στη «Μοναξιά της ασφάλτου».
Το ζήτημα είναι ότι ουδείς είναι όπως φαίνεται ή εκείνος που δηλώνει στις ιστορίες του Μαμαλούκα. Όλοι είναι «αυτό» αλλά και το αμαρτωλό ή το βεβαρημένο τους παρελθόν.

ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ:
Σ’ έναν κόσμο όπου «όταν ο Θεός ρίχνει τα ζάρια του κανένα δεν ρωτάει αν παίζει» επιλέγει να στήσει ο Δημήτρης Μαμαλούκας, συνήθως, το μυθιστορηματικό του σκηνικό. Σκιαγραφώντας κατ’ αυτό τον τρόπο απολύτως και ρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κατά συνέπεια ο Δημήτρης Μαμαλούκας γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ΚΑΙ πολιτικός.
Με την Ιταλία πανταχού παρούσα – ακόμα και στην Αθήνα στο «Η μοναξιά της ασφάλτου»- να σου κλείνει το μάτι.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα «Όσο υπάρχει αλκοόλ», η δράση (εσωτερική και εξωτερική) διαδραματιζόταν σπρωγμένη από τις συγκυρίες εξ’ ολοκλήρου εκεί.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» η Ιταλία απουσίαζε αλλά η θεά Τύχη αποφάσιζε, τελικά, για τα πάντα.
Στην «Απαγωγή του Εκδότη», εκτός από Ιταλία έπαιζε και Λευκάδα αλλά κι εκεί, ακόμα και το πιο καλοστρωμένο σχέδιο, σωριαζόταν ως πύργος από τραπουλόχαρτα από κάτι που ο ήρωας δεν θα μπορούσε καν να το έχει φανταστεί.
Στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» εκτός από Ιταλία, εμφανίζονται και οι παράλληλες ιστορίες, μόστρι και βιβλιόφιλοι, και το καθοριστικό τυχαίο σημαδευόταν ανεπανόρθωτα και καθόριζε η αλληλεπιρροή.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου», παράλληλες ιστορίες, τυχαίο, συγκρούσεις και αλληλεπιρροή βρίσκονται πια στο υψηλότερό τους σημείο. Κι όταν ζορίζουν τα πράγματα στο τέλος, και η Ιταλία που υπόσχεται, σώζει, η Επιστροφή.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ:
Μάουρο Ρόσι, Πάολο Ποστελίνι, Ντεμέτριο Λούκας στην «Απαγωγή του εκδότη», Μόστρι και Μόστρα στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», Πετράρχης και Λάουρα στη «Μοναξιά της ασφάλτου», τα ονόματα για τον Δημήτρη Μαμαλούκα αποτελούν, επίσης, μια φίνα εμμονή! Σε ένα παιχνίδι με ιταλούς τερματοφύλακες στο πρώτο, που γίνεται στο δεύτερο παιχνίδι εννοιολογικό για να καταλήξει στον Πετράρχη και την Λάουρά του, σχεδόν μεταφυσικό στο τελευταίο του βιβλίο. Πετράρχης δίχως Λάουρα, γίνεται; Δεν γίνεται! Κι αυτό είναι και ευφυές και γοητευτικό.

ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ:
Οι έρωτες στα βιβλία του Δημήτρη σαν κομήτες, φωτοβολίδες, βραχύβιοι αλλά καθοριστικοί, εμμονικοί.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» καθορίζουν την ιστορία.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» θυσιάζονται, παρ’ ότι θα μπορούσαν να διασώσουν και να λυτρώσουν.
Στην «Απαγωγή του εκδότη», εκδικητικοί (Ντεμέτριο Λούκας, Κάρλα), συμβατικοί (Κάρλα, Αντόνιο Τζουλιάνι), με τον σχεδόν απραγματοποίητο των δύο αστυνομικών, τον μόνο υγιή.
Στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», όσο κρατά μια αστραπή: Νικόλας Μιλάνο – Ντανιέλλα και Μονίκ.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου», και πάλι της Μιράντας θα είναι η ερωτική εμμονή. Στοιχειωμένος από το φάντασμα της Λάουράς του, ο Πετράρχης θα την αναζητήσει εις μάτην παντού.

ΤΟ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ:
Βεβαρημένο παρελθόν και παλιά τραύματα πια, διαθέτουν οι πάντες.
Τα δυο αδέλφια στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού».
Ο Πάολο Καστελίνι, Μάουρο Ρός ή Ντεμέτριο Λούκας στην «Απαγωγή».
Ο Νικόλας Μιλάνο «είμαι ένας μπάσταρδος» και όχι μόνο, στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη».
Και στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Πετράρχης βεβαίως με το μεγάλο μυστικό-τραύμα της μητέρας, η Δέσποινα με το αριστοτεχνικό «χάθηκε», ο Αμίρ με τον νεκρό Σαχ.

ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ:
Και βεβαίως επειδή ο Δημήτρης Μαμαλούκας, σε μια πινακοθήκη παρά τα όσα απίθανα συμβαίνουν, σκιαγραφεί την εποχή, οι περιθωριακοί και οι αλλοδαποί, οι φτωχοδιάβολοι βρίσκονται πανταχού παρόντες.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» είναι μια πόρνη.
Στην «Απαγωγή του εκδότη» ο κωφάλαλος γίγαντας Μπέπε.
Στην «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» ο Πίνο και
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Αμίρ. Απολύτως αθώοι, σαν res, αλλά τόσο μοιραίοι! Χτυπούν και χτυπιούνται, τυφλά. Το απόλυτο θύμα ακόμα κι όταν εγκληματεί. Το πιόνι. Κάτι που εφάπτεται και της γυναικείας μοίρας, όσον αφορά τις ιστορίες, εν πολλοίς.

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΡΑΣΗ:
Η ίντριγκα και η δράση είναι το φόρτε του, το έχω ξαναπεί! Ο Μαμαλούκας έχει την ίντριγκα μέσ’ το κεφάλι του. Κινηματογραφική δράση και ατμόσφαιρα, παντού, σε όλες τις ιστορίες, πρωταγωνιστική, εντυπωσιακή, ζωντανή, καθοριστική.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» με όλο αυτό το απίθανα άσπλαχνο οικοδόμημα και την καταδίωξη στο τέλος.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» με την αριστοτεχνική ληστεία.
Στην «Απαγωγή του εκδότη» με την απαγωγή και την καταδίωξη στα νερά της Λευκάδας.
Στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» με τον εγκλεισμό στην απίθανης σύλληψης βιβλιοθήκη του Σκούρα.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου» στην άσφαλτο. Με την αχλύ και την ομίχλη της πόλης να σε πνίγει, να σ’ εγκλωβίζει, να σε καθιστά ωσεί παρόντα, τόσο αποπνικτική, ανάγλυφη και ζωντανή.

ΟΙ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΙ:
Εξίσου ζωντανή με τους υπέροχους εγκλεισμούς του! Παρόντες σε κάθε ιστορία, διαφορετικοί, καθοριστικοί, πρωταγωνιστικοί.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» είναι ένα οικοδομικό τετράγωνο, γκέτο σχεδόν.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού», ένα γκαράζ.
Στην «Απαγωγή του Εκδότη», εκείνη η περίφημη σπηλιά στη Λευκάδα.
Στην «Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» το κελάρι ενός παλάτσο.
Και στη «Μοναξιά της ασφάλτου», διπλή. Για την Μιράντα, το γκαράζ του Πετράρχη. Για τα αθώα θύματα- Λάουρες μια ειδική κατασκευή στη Μάστανγκ του Πετράρχη.
Θα πρέπει δε να τονίσουμε ότι η περίφημη Βιβλιοθήκη του Σκούρα και η διαμορφωμένη καταπακτή στο αυτοκίνητο, μοναδικής ιδιοφυούς σύλληψης «Μαμαλούκειος κατασκευή»! Εύγε, Δημήτρη, λέμε!

ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ:
Όσο για τις προσωπικές Μαμαλούκειες αδυναμίες, εδώ πια τι να πει και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς!
Τα τρομερά ρολόγια και διαμάντια του στην «Απαγωγή του εκδότη»;
Τα περίφημα μαλτ και τα βιβλία παντού αλλά ειδικά στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα»;
Τα αυτοκίνητα με όλο το πάθος ενός παιδιού στη «Μοναξιά της ασφάλτου»; Ο Δημήτρης τ’ αγαπά όλα αυτά και μας τα χαρίζει με πάθος, τα γνωρίζει πολύ και σε βάθος, καλά.

ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΕΛΟΣ:
Όπως γνωρίζει καλά πως σ’ αυτή τη ζωή οι ιστορίες είναι τελικά δίχως τέλος! Γι’ αυτό και ως συγγραφέας συμπεριφέρεται ωσεί Θεός, τις αφήνει εντελώς ανοιχτές στο ενδεχόμενο.
Ίσως μόνον εκτός από της «Απαγωγής» τον εγκλεισμό. Αλλά το φινάλε στη «Μοναξιά της ασφάλτου» αριστουργηματικό. Σαν το φίδι που γυρίζει και δαγκώνει την ουρά του κάνει κύκλο με την «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» και διασώζει τον Πετράρχη στην Ιταλία, τελικά.
Ανοιχτό τέλος είχε, επίσης, και «Ο μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού», ίδιον και αυτό (όπως και η ατμόσφαιρα) του μεγάλου συγγραφέα. Το φινάλε, δικό μας. Ο καθένας χτίζει όπως και με ό,τι μπορεί. Με ό,τι του επιτρέψει ο χαρακτήρας και οι αναγνώσεις του, με αυτό που είναι.
Πρωτότυπο και ευρηματικό το τελευταίο κεφάλαιο στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», νομίζω κάτι το οποίο συγγραφικά δεν έχει ξαναγίνει.

Η Μη ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ:
Διότι ο συγγραφέας δεν είναι Θεός, ούτε και πάντοτε δίκαιη η ζωή.
Τιμωρία μπορεί να είναι η συγκυρία, οι εμμονές τους ή ο χαρακτήρας τους ωσεί πεπρωμένο (Δέσποινα και Πετράρχης και Ντεμέτριο Λούκας και…)

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ:
Διότι και οι χαρακτήρες του Μαμαλούκα ως ήρωες- με-σάρκα- και- αίμα-και-οστά, διαθέτουν ψυχή σκοτεινή και αντιφατική, είναι εμμονοληπτικοί.
Ο Ντεμέτριο Λούκας με την εμμονοληπική εκδίκησή του στην «Απαγωγή».
Ο Δημήτρης στο «Αλκοόλ» με την ερωτική του εμμονή.
Ο Μιλάνο με το είμαι-ένας-μπάσταρδος τυχοδιωκτισμό του.
Και ο Πετράρχης, η Δέσποινα, με τις φρουδικές σκοτεινές αποθήκες τους. Αλλά και η Μιράντα ακόμα, με την ερωτική της εμμονή.

Θα ήθελα, τελειώνοντας, να κλείσω με μια διαπίστωση που αφορά όλες τις Μαμαλούκειες ιστορίες και κυριαρχεί:
Γρήγορες, ανατρεπτικές, ατμοσφαιρικές, γοητευτικές και με-κλειστά-χαρτιά-ιστορίες, Και με την ίντριγκα μέσ’ στο κεφάλι του, ασυζητητί!
Δημητράκη μου, κάθε φορά που σε διαβάζω, μού κόβεις το αίμα!
Πού βρίσκεις αλήθεια τόση δράση και βία και αίμα και τρέλα, εσύ ένα τόσο τρυφερό παιδί;
Κυρία Μαμαλούκα (τη μαμά σου ρωτώ), όταν ήταν παιδάκι ήταν… καλό;

ΥΓ. Ο χθεσινός… πανηγυρικός μου. Αφιερωμένος εξαιρετικά στον πρωταγωνιστή με αγάπη και φιλία.


Το πεπρωμένο- χαρακτήρας (Διαφωνεί κανείς; Ο χαρακτήρας είναι το πεπρωμένο μας)

«Η ΜΟΝΑΞΙΑ Της ΑΣΦΑΛΤΟΥ» του Δημήτρη Μαμαλούκα, Εκδ. «Α.Α.Λιβάνη», σελ. 339, τιμή: 17 ευρώ.

«Σ’ αυτή την αφιλόξενη Μητρόπολη όλοι κινούνται πάνω στη σκληρή γκριζόμαυρη άσφαλτο, όπως ο Πετράρχης, ο Τσίκης, ο Αμίρ, η Δέσποινα κι η Μιράντα, τα κυριότερα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.
Η μοίρα θα τους πλέξει για πάντα στο μεγάλο, αιώνιο ιστό της. Ή έστω μέχρι το τέλος αυτού του γραπτού».
Εξηγείται ξεκάθαρα στο «Αντί προλόγου» ο συγγραφέας. Δίνοντας μας εξ’ αρχής τα πρόσωπα, αλλά και τους μεγάλους πρωταγωνιστές: την βρώμικη, ποταπή, μισητή Πόλη, την μοναχική γκρίζα Άσφαλτο όπου όλα συμβαίνουν «παραμορφωμένα», «αλλοιωμένα», ενίοτε ως και «εφιαλτικά», και το Τυχαίο. Το Τυχαίο που επαναφέρει το παρελθόν ωσεί παρόν, αμείλικτο και καθοριστικό για το μέλλον.
Το Τυχαίο, εξάλλου, έπαιζε το βασικό ρόλο παντού. Και στο «Όπου υπάρχει αλκοόλ…» όπου οι ήρωες κινούνταν κυριολεκτικά δίχως πυξίδα, και «Στο Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» όπου το στραβοπάτημα, η κακοτυχιά, θα σταθεί το κομβικό σημείο για την μεγάλη δράση. Αλλά και στην «Απαγωγή του Εκδότη» και στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» την δράση σηματοδοτούν και τροφοδοτούν οι παράλληλες ιστορίες- συναντήσεις.
«Στη Μοναξιά της Ασφάλτου» οι ήρωες ξεκινούν κυριολεκτικά μόνοι. Μοναχικές ζωές και παράλληλες διαδρομές «στην βρόμικη Πόλη».
Ο Πετράρχης «ένας άνθρωπος βυθισμένος στη μοναξιά» που, πριν ξεχυθεί στους δρόμους με την κατάμαυρη Μάστανγκ του ’68 ρίχνει την παλιά τράπουλα Ταρώ τρέμοντας για το τι θα του φέρει. Διότι η τράπουλα που ανήκε στη μητέρα του, δεν λέει ψέματα ποτέ.
Ο Τσίκης, αναμφισβήτητα «ο κακός μπάτσος». Ρυπαρός όσο κι η Πόλη, που αν δεν πει τρεις κουβέντες δίχως βρισιά, μπορεί και να… μελαγχολήσει.
Ο Αμίρ, ο αφγανός λαθρομετανάστης που έχει στρώσει για να κοιμηθεί στο μωσαικό χαρτόνια και ο δεκαεφτάχρονος γιος του ο Σαχ, τον οποίο καταπίνει ευθύς εξ’ αρχής, η άσπλαχνα σκληρή Πόλη.
Η Δέσποινα που κάθε πρωί κάνοντας ακριβώς τις ίδιες κινήσεις –βοηθώ και συνοδεύω στην τουαλέτα τη γιαγιά, περπατώ μέσ’ στην πρωινή ψύχρα για το βενζινάδικο όπου δουλεύω- χρειάζεται να κοιταχτεί στο καθρέφτη για να σιγουρευτεί ότι είναι ακόμα η ίδια.
Και η Μιράντα που, απ’ το γκαράζ της βίλας του Παλαιού Ψυχικού αγαπά τον Πετράρχη με πάθος αν και δεν τον πολυκαταλαβαίνει.
Όπως και η Στέλλα του Τσίκη, που είναι κλεισμένη στο σπίτι τους με ένα μωρό, κι αυτή δεν πολυκαταλαβαίνει.
Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Δημήτρης Μαμαλούκας, σκιαγραφεί αυτήν ακριβώς την απόλυτη μοναξιά, σμιλεύει ευκρινώς τις ψυχές, τα πρόσωπα και τις συνήθειες, τις κρυφές πληγές των ηρώων.
Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος συχνά με την απληστία του Τσίκη, με την παθολογία του Πετράρχη και την απεγνωσμένη ανάγκη του Αμίν να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του Σαχ του γιου του.
Στη συνέχεια, θα δει τους μοναχικούς δρόμους να διασταυρώνονται και να εφάπτονται τραγικά, να ενώνονται οι μοίρες του Αμίν με τον Τσίκη, της Στέλλας με τον Πετράρχη, της Δέσποινας με τον Αμίν και το μωρό της Στέλλας, της Μιράντας με το αλλόκοτο του Πετράρχη. Στην μοναχική άσφαλτο που, όμως, ευνοεί τις συναντήσεις και τις συγκρούσεις.
Ο καθένας θα φτάσει στη δική του μοιραία συνάντηση με όλο του το ανεξιχνίαστο σκοτεινό παρελθόν, η Δέσποινα με το «χάθηκε» του αδελφού που την τυραννά μια ζωή, ο Πετράρχης με το «έφυγε» και «μ’ άφησε» της πανέμορφης, σκοτεινής του μητέρας, ο Τσίκης με τα δικά του κρίματα και η Στέλλα με την Μιράντα – ως τα μοιραία θηλυκά- επειδή «έτυχε» να μοιάζουν ή να βρεθούν στο ακατάλληλο τόπο την ακατάλληλη ώρα.
Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει μια δράση καταιγιστική που οδηγεί όπως συνηθίζει ο συγγραφέας για ακόμα μια φορά σε ένα ανοιχτό φινάλε.
Οι άσσοι στο μανίκι και τα συγγραφικά ευρήματα, και σ’ αυτό το βιβλίο πολλά: οι ροκ στίχοι που συνοδεύουν στις μοναχικές διαδρομές τον Πετράρχη. Το παιχνίδι με τα ονόματα και με την τράπουλα στην οποία η «Μοναξιά», ο «Θάνατος», η «Τύχη», κάθε φορά, φαίνεται να αποφασίζει. Το πάθος με τα αυτοκίνητα, του συγγραφέα πρωτίστως που το δανείζει με τη σειρά του στον Πετράρχη. Οι παράλληλες διαδρομές, που είναι αυτές που αποφασίζουν και καθορίζουν. Το τελευταίο κεφάλαιο, που είναι και πάλι έκπληξη, όπως και σε κάθε βιβλίο. Δένει τους ήρωες, και επί τω προκειμένω, και τα βιβλία.
Το αποτέλεσμα: ένα απολύτως ατμοσφαιρικό βιβλίο, καταιγιστικής δράσης, με πολυσύνθετους, αντιφατικούς και άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Με εκπλήξεις κι ανατροπές, κι απ’ την αρχή έως το τέλος με τον Τόπο και τον Χρόνο να διαλύει, παραμορφώνει, δεσπόζει, καθορίζει. Με «το αστέρι του αυτοκινητόδρομου» πιο μπερδεμένο κι αναγκεμένο και θολωμένο από ποτέ. Η αποθέωση, τελικά, Μοναξιάς και Τυχαίου. Με πανταχού παρόν το Παρελθόν, ανοιχτή πληγή, μοίρα για όλους.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Lecce, Ιταλία.
Έχει γράψει τα μυθιστορήματα:
«Όσο υπάρχει αλκοόλ…»,
«Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού»,
«Η απαγωγή του εκδότη» και
«Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα»
που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ- ΕΡΤ 2007.
Συμμετείχε στις συλλογές διηγημάτων «Ελληνικά Εγκλήματα» και «Υπόγειες Ιστορίες».
«Η μοναξιά της ασφάλτου» είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα.

21/11/08

Το Ρήμα ΕΙΝΑΙ

Έτσι λεγόταν το παλαιοβιβλιοπωλείο του βιβλιοπώλη Βολλάρ Ετιέν: Το Ρήμα είναι. Κι αυτός, ολομόναχος μια ζωή κι ανοικονόμητος, κατάπινε λέξεις. Αποστηθίζοντας χωρία ατέλειωτα, καταβροχθίζοντας Γκαίτε, Νίτσε, Μπρετόν, Μπατάιγ, Μπέκετ, Πεσσόα, Μπόρχες, Ναταλί Σαρρώτ και Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Στη «Μοναχούλα» του Πιέρ Πεζύ (Εκδ. «Ποταμός») όπου βλέπουμε την ιαματική δύναμη των τυπωμένων σελίδων. Γαζούλα θεραπευτική, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον Βολλάρ Ετιέν, σ’ αυτά κατέφευγε και άντεχε τα πάντα: «Τι να είχε ζήσει άραγε αυτό το επιβλητικό αγόρι και τι λησμονούσε, τι προσπαθούσε να λησμονήσει διαβάζοντας αδιάκοπα; Ποιο αιματηρό μυστήριο κάτω απ’ τις σελίδες;»
Ποτέ δεν θα το λύσουμε επακριβώς το μυστήριο, αλλά έτσι θα τον βλέπουμε μπουκωμένο πάντοτε με τις λυτρωτικές σελίδες.
Ακόμα κι εκείνο το απόγευμα της σύγκρουσης, εκείνο εκεί το απόγευμα που του έκοψε τη σελίδα της δικής του ζωής στα δυο. Το απόγευμα που αθέλητα έσπασε εκείνο το παιδί με το κόκκινο παλτό, το απόγευμα που έπεσε επάνω του η «μοναχούλα», σαστισμένη. Επειδή «Όλα μπορούν να συμβούν, και το χειρότερο επομένως. Γιατί κι αυτό, επίσης, περιφέρεται μέσα στο πλήθος των πιθανοτήτων. Η ύαινα του χειρότερου χοροπηδάει στην τύχη μέσα στην κοινοτοπία».
Με τα βιβλία θα την γιατρέψει. Γυρίζοντας την πίσω ξανά απ’ εκείνο το ακατανόητο κώμα. Εξοντωμένος δίπλα της, απαγγέλλοντάς της ξανά και ξανά, διαβάζοντας απ’ το αόρατο τυπωμένο χαρτί, πάλι και πάλι: «Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από μια σταγόνα αίμα! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα πτύελο! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα λεκέ μελάνι! Θα διαβάζεις και θα διηγείσαι». Άλλον τρόπο, άλλον δρόμο, άλλο ξόρκι, δεν γνωρίζει ο Βολλάρ. Ο Βολλάρ που, με το που βλέπει ένα άσπρο ή χρωματιστό εξώφυλλο, είναι ικανός ν’ αναγνωρίσει, στη στιγμή, μια έκδοση και την πιθανή της ημερομηνία. Ο Βολλάρ μπορεί ν’ αναγνωρίσει οποιοδήποτε βιβλίο, ενώ ο ξεκάθαρος ψίθυρος αρχίζει να αναβλύζει, να απλώνεται, να διογκώνεται, μέχρι που τον κάνει, καμιά φορά, να κινεί σιωπηλά τα χείλη.
Απαγγέλλοντας θα βουτήξει αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε, κάποια στιγμή στο κενό. Απαγγέλλοντας θα επιβιώσει και όταν η «μοναχούλα» φύγει, απαγγέλλοντας κι εκείνος θα φύγει. Επιχειρώντας «το τελευταίο του βήμα στο βουερό βάραθρο όλων των πραγμάτων που έχουν γραφτεί, όλων εκείνων που προσφέρονται στην ανάγνωση. Το πρώτο του βήμα στη λήθη των βιβλίων». Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα, ο βιβλιοπώλης Βολλάρ δεν γνωρίζει!

ΥΓ1. Για τον τίτλο και μόνο θα άντεχα την επώδυνη αρχή. Τα πάντα θα άντεχα! (εξάλλου μετά ήταν και ένα φορτηγό, μια αποθήκη, ένα ολόκληρο βιβλιοπωλείο, μια ζωή, όλο το ανοικονόμητο σώμα του Βολλάρ, βιβλία. Τον λάτρεψα εκείνον τον Βολλάρ που ήξερε να πονά, να έχει ενοχές, να γεμίζει λέξεις και έτσι με όοοολες αυτές τις λέξεις, στο τέλος να φεύγει. Αλλά Βολλάρ τη σήμερον ημέρα… αστεία λέμε!) ως και ο τρόπος που διαβάζουμε είναι φο (ή μήπως φω επί τω θεαματικότερον;)

ΥΓ2:
Εκδηλώσεις > Αφιέρωμα
Αφιέρωμα στον συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα
Παρουσίαση του πεζογραφικού έργου του συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα. Εκτός από τον συγγραφέα, θα μιλήσουν οι κ.κ. Δημήτριος Χ. Σκλαβενίτης, φιλόλογος, Πρόεδρος Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Ελένη Γκίκα, συγγραφέας-δημοσιογράφος, Νίνα Κουλετάκη, εκπαιδευτικός-μπλόγκερ. Αποσπάσματα από τα βιβλία θα διαβάσει η ηθοποιός Ελένη Παργινού.

Ημ/νία & Ώρα Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2008, 18.30
Χώρος Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων
Περιοχή Αθήνα
Διεύθυνση Ακαδημίας 50
Τηλέφωνο 210 3621601
Οργάνωση ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Συμπληρωματικές πληροφορίες Στην αίθουσα «Αντώνης Τρίτσης»


ΥΓ3:
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου, 7.00 μ.μ.
104 ΚΕΝΤΡΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
Θεμιστοκλέους 104, Αθήνα
Τηλ.: 210-3826185
Το 104 ΚΕΝΤΡΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ σας προσκαλεί στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ και ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ. Κείμενα θα διαβάσει η ηθοποιός ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΔΑΚΗ.

ΥΓ4: Να μη βρεθεί ποτέ άνθρωπος στη θέση μου!
Βέβαια υπάρχει και χειρότερη θέση: ανάμεσα σε δύο γυναίκες ή δύο άντρες!

ΥΓ5: Σ’ εκείνον που θα με βοηθήσει να διακτινιστώ, θα χρωστώ στο εξής αιώνια ευγνωμοσύνη! (και τα βιβλία των επόμενων χρόνων!) (Και τη βιβλιοθήκη μου) (όταν και εφόσον πεθάνω!)
Μίστερ Lexima, μήπως έχεις ποοοολύ καιρό να με πας βόλτα μ’ αυτή την υπέροχη μηχανή; Μήπως… λέω!

17/11/08

Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος

«Η ΈΠΑΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ» του Ντενί Γκετζ, Μετάφραση: Γιώργος Παρλαλόγλου, Πρόλογος: Τεύκρος Α. Μιχαηλίδης, Εκδ. «Ψυχογιός», σελ. 371, τιμή: 14.31 ευρώ.

«Πόσο συχνά τα πολλά υποσχόμενα άτομα ηττώνται από μια ελάχιστη δυσκολία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους! Με σπασμένο ηθικό, αποχαυνώνονται και, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, δε θα είναι στη συνέχεια παρά «κατεστραμμένες ιδιοφυίες».
Σαν κεντρική ιδέα μιας ζωής, κι όμως δεν είναι παρά μια πατρική σημείωση- προφητεία και πρόβλεψη σε ένα κομμάτι χαρτί. Και ω του θαύματος: «Το σύμπαν περιορίστηκε τότε σ’ εκείνο το χαρτί μπροστά στα μάτια του, σ’ εκείνο το γράμμα που του είχε στείλει ο πατέρας του, για τα δέκατα έκτα γενέθλιά του, στο οικοτροφείο όπου διέμενε. Όλη του η ζωή ήταν συνοψισμένη σε κείνη τη σελίδα, όλα όσα του είχαν συμβεί ήταν γραμμένα εκεί με απελπιστική οξυδέρκεια’ σε σημείο να αναρωτιέται μήπως η ζωή του συνίστατο απλώς και μόνο στην πραγματοποίηση όσων ήταν γραμμένα εκεί, να αναρωτιέται ποια ελευθερία είχε στη διάθεσή του για να φτιάξει τη ζωή του».
Και φυσικά ο Χανς Σίνγκερ, ένας εκ των δυο κεντρικών ηρώων, ίσως και ο σημαντικότερος, μια φιγούρα που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τον Γερμανό μαθηματικό Γκέοργκ Κάντορ, τον πατέρα της «Θεωρίας των συνόλων», δεν είναι τυχαίος.
Ο Ντενί Γκετζ, ο συγγραφέας που έφερε τα Μαθηματικά στην καθημερινότητα και εισήγαγε την ποίηση και την μαγεία τους με τρόπο καταλυτικό στην ανθρώπινη μοίρα, για ακόμα μια φορά, μιλώντας για τις ζωές μας, και πάλι για τα μαθηματικά μας μιλά. Επί τω προκειμένω, για το άλεφ και το άπειρο (όπου άλεφ, ο πρώτος άπειρος αριθμός).
Τόπος, η Γερμανία το 1917. Κι όλα διαδραματίζονται στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών. Έξω μαίνεται ο πόλεμος, η απόλυτη φτώχεια και η σύγχυση, η πείνα.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την μεταφορά του Χανς Σίγκερ, μαθηματικής ιδιοφυίας, στην ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου της Λούφσταντ. Τον συνοδεύει ο πιστός αμαξάς του ΄Ερνεστ με τη Ναζαρέτ. Το έχει κάνει, εξάλλου, πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά η κρίση ήρθε στο προαύλιο του πανεπιστημίου μπροστά ακριβώς από το… άγαλμά του: Ο Χανς Σίνγκερ είχε φτάσει στο σεμινάριο και είχε καθίσει στη συνηθισμένη του θέση. Δεν είχε ακούσει λέξη από την παρέμβαση ενός συναδέλφου του, αφιερωμένη ωστόσο στο αγαπημένο του θέμα τη «φύση του συνεχούς»- χάρη στο οποίο είχε κερδίσει την αναγνώριση της διεθνούς μαθηματικής κοινότητας. Είχε αναμείνει ήσυχα το τέλος, της συνεδρίας, είχε σηκωθεί, είχε βαδίσει στους διαδρόμους του πανεπιστημίου, είχε προσπεράσει το άγαλμά του χωρίς να του δώσει την παραμικρή προσοχή. Εξάλλου ήδη γνώριζε καλά πως «ένας καθηγητής που χάνει τα λογικά του, όπως λένε, είναι σαν έναν κολυμβητή που πνίγεται’ ένα πουλί που του κόβουν τα φτερά’ έναν αμαξά που του παίρνουν το άλογό του. Είναι σαν τίποτα!»
Και όμως ο καθηγητής Χανς Σίνγκερ θα ξαναγίνει κάτι, θα ξαναγίνει ο καθηγητής των Μαθηματικών, όταν στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών, θα «αναγκαστεί» στην αρχή, να συγκατοικήσει με τον Ματτίας Ντιτούρ, νεαρό Γάλλο στρατιώτη, μηχανοδηγό, αναρχικό και «επιζώντα παρά τη θέλησή του».
Οι δυο εντελώς διαφορετικοί άνδρες θα λειτουργήσουν ο ένας για τον άλλον σαν γαζούλα, τελικά, θεραπευτική, θα γίνουνε φίλοι. Ο Χανς Σίνγκερ θα θελήσει επιτέλους να ξαναμιλήσει και να διδάξει και ο Ματτίας Ντιτούρ να ζήσει και να γίνει ο ιδανικός μαθητής του.
Κι έτσι μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου όπου το προστατευτικό κιγκλίδωμα του παραθύρου αποτρέπει και προστατεύει τους αυτοκτονικούς, ο Ματτίας κι ο αναγνώστης θα γνωρίσει τη άρρητη σχέση των Μαθηματικών, της Θεωρίας των συνόλων και του Απείρου, με τη ζωή μας. Επειδή, χωρίς να το ξέρει, ακόμα και ο καθαριστής το άπειρο σχεδιάζει με τη σφουγγαρίστρα στο πάτωμα.
Στα βήματα των πλατωνικών διαλόγων, το μυθιστόρημα εξελίσσεται αριστοτεχνικά θίγοντας ζητήματα που άπτονται της ζωής και της ανθρώπινης φύσης: άπειρο και αιωνιότητα, πεπερασμένο και θάνατος, επιτυχία και αποτυχία, έρωτας και απώλεια, φιλία και θυσία, χρόνος και έλλειψη η οποία ουσιαστικά οδηγεί και στη δημιουργία.
Θα γίνει ο ένας για τον άλλον «ο φίλος που δεν είχα ποτέ», επαναλαμβάνοντας το παράδοξο της μάχης, να σώζει σωζόμενος!
Με τρόπο ποιητικό κι ατμοσφαιρικό, θα διδάξει ο ένας τον άλλον. Ο Χανς θα διδάξει τον Ματτίας τη ζωή μέσα από τα μαθηματικά και ο Ματτίας στον Χανς το ταξίδι και τη διαδρομή μέσα από τις ατμομηχανές.
Το φινάλε, λυτρωτικό, σχεδόν σωτηριολογικό, θεολογικό: «Κανείς δε θα μας διώξει από τον παράδεισο που δημιούργησε ο Κάντορ για μας» όπως εύστοχα διατύπωσε ο Ντάβιντ Χίλμπερτ. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Χανς Σίνγκερ είναι ο Γκέοργκ Κάντορ.
Ατμόσφαιρα, μαγεία, η ποίηση των αριθμών και η απόλαυση των διαλόγων, χαρακτήρες τεράστιοι με όλη τη γκάμα των χρωμάτων της ανθρώπινης ψυχής, ερωτήματα υπαρξιακά, καθοριστικά με ξέφωτα σκέψης που θα διώξουν τα σκοτάδια.
«Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος», θα πει κάποια στιγμή ο Χανς και επιτρέψατέ μου κάπως έτσι και να κάνω φινάλε:
«Οι περισσότεροι μαθηματικοί προσπάθησαν μετά από μένα, χωρίς να πετύχουν τίποτε περισσότερο. Δεν ήταν, όμως, πραγματικά δικό τους το πρόβλημα. Εμένα, ήταν το πρόβλημά μου! Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος. Ό,τι μετρούσε για μένα, όλα όσα είχαν νόημα για μένα περιέχονταν σ’ εκείνο το ερώτημα. Είχα ταυτιστεί μαζί του. Αφορούσε στα μαθηματικά αντικείμενα που είχα δημιουργήσει εγώ ο ίδιος. Και ήμουν ανίκανος να διατυπώσω βασικά πράγματα γι’ αυτά».
Όπως και να ‘χει, είχαν αξιωθεί κι οι δυο να δουν «μόνο ένα ψίχουλο του κόσμου».
Κατατοπιστικός και γοητευτικός ο πρόλογος του Τεύκρου Α. Μιχαηλίδη.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ντενί Γκετζ είναι συγγραφέας, μαθηματικός, καθηγητής ιστορίας και επιστημονολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, ερευνητής, καθώς και σεναριογράφος στον κινηματογράφο.
Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα με θέμα τα μαθηματικά, και είναι ιδιαίτερα γνωστός για την τεράστια επιτυχία που σημείωσε σε πολλές χώρες του κόσμου με το μυθιστόρημά του «Το Θεώρημα του παπαγάλου».
Ως σεναριογράφος έχει τιμηθεί με το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου 1987 για την ταινία «Η τελευταία Παρασκευή του Σεπτέμβρη».
Από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφορούν επίσης με μεγάλη επιτυχία τα μυθιστορήματά του
«Τα αστέρια της Βερενίκης» και
«Μηδέν».

11/11/08

Η ζωή όμως έμεινε/ κι είχε μια γεύση, μια γεύση...

ΠΡΟΜΗΝΥΟΝΤΑΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Στ' όνειρό μου απόψε
τον καλούσα με τ' όνομά του
τού μιλούσα στον ενικό
με μιαν οικειότητα που ποτέ
δεν μου είχε επιτρέψει ως τότε.
Αχ εσύ, του έλεγα
και την ποιητική άδεια τού ζητούσα
ν' αποσυρθεί ο νους μου
απ' τα εγκόσμια κάλλη του συνομιλητή μου
ν' αδειάσει το κεφάλι μου
από εικόνες που περιέχουν αφές
φωνές όλο γεύσεις από χείλια πατικωμένα με νύχτα.
Να 'μαι στη σκέψη αγνή, αγνή παραμιλούσα
να μη θέλω τίποτα έξω από σένα.

Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες
σκέφτηκα μες στη λογική του ύπνου
τώρα που ερωτεύτηκα τον θάνατο.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ από τη συλλογή "Ωραία έρημος η σάρκα"

ΥΓ. "Τι 'ναι αυτά; Τι 'ναι αυτά;"
ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει
ένα πουλί στιγγό
"Δεν είν' αυτό που ψάχνεις, δεν είν' αυτό".

10/11/08

Το μακρόν όνειρο προ του βραχέος χρόνου/ τί κάνει οξύνεται ή περισπάται;


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό;

Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.

Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά,
και μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.

Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μού την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως ν' αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ' αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου-
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.

Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ώς πού να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα 'ταν γεράματα.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

για ν' αρχίσει η βδομάδα...

6/11/08

Αγάπα με για να μπορέσω να μ’ αγαπήσω

«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως».

«ΆΒΥΣΣΟΣ» της Κάρμεν Λαφορέτ, Πρόλογος: Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 338, τιμή: 18 ευρώ.

«Μου φαινόταν πως ήταν ανώφελο να τρέχουμε, όταν διαρκώς περνάμε απ’ τον ίδιο κλειστό δρόμο της προσωπικότητάς μας. Ορισμένοι γεννιούνται για να ζουν, άλλοι για να δουλεύουν, άλλοι για να κοιτάζουν τη ζωή. Εγώ είχα ένα μικρό και ποταπό ρόλο θεατή. Αδύνατον ν’ απαλλαγώ. Μια τρομερή κατάθλιψη ήταν για μένα το μοναδικό αληθινό πράγμα εκείνες τις στιγμές».
Με μότο το ποίημα του Ισπανού ποιητή και νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ «Τίποτε», εξάλλου «Νάδα», δηλαδή «Τίποτε» στα ισπανικά υπήρξε και ο τίτλος του, μια εικοσάχρονη κοπελίτσα με ταλέντο απίστευτο, ανακαλύπτει το παν!
Ήταν η πρώτη νύχτα που ταξίδευε μόνη, μα δεν ήταν τρομαγμένη. Εν αντιθέσει εύρισκε «μια συναρπαστική περιπέτεια εκείνη την ολοκληρωτική ελευθερία μες στο σκοτάδι». Η Αντρέα ήταν εξάλλου μόνο δεκαοχτώ χρονών. Ερχόταν στην Βαρκελώνη από επαρχία για να σπουδάσει φιλολογία, άφηνε πίσω της – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, εμφύλιο, ασθένεια και θάνατο της μητέρας- και έφτανε στη γιαγιά της και σε «πλούσιους» συγγενείς: για να γνωρίσει τη γνώση, τη μεγάλη πόλη και την ελευθερία. Αλλά την περίμενε η κόλαση με τη μορφή της απόλυτης μιζέρας και κακομοιριάς. Οι άλλοτε πλούσιοι συγγενείς βίωναν πια – στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον- την τέλεια παρακμή: οι μισότρελοι, έγκλειστοι της οδού Αριμπάου, πουλούσαν έπιπλα και έτρωγαν ο ένας τις σάρκες του άλλου για να συντηρηθούν. Ο θείος Χουάν με την ερωτευμένη με τον αδελφό του Ρομάν, σύζυγο Γκλόρια και το ταλαίπωρό τους μωρό, καυγάδιζαν έως τελικής πτώσης. Η θεία Αγκούστας, αυταρχική, πανταχού παρούσα ως το άγρυπνο μάτι Θεού. Η σχεδόν τυφλή και πάντοτε άγρυπνη γιαγιά που απορροφούσε ηρωικά και στωικά όλους τους κραδασμούς. Και ο αινιγματικός θείος Ραμόν, μουσικός χαρισματικός απ’ ότι θα μάθει μετά, ένα τεράστιο ταλέντο που κάηκε, χαρτοπαίκτης, μέθυσος πια, αλλά ακόμα επικίνδυνα σαγηνευτικός.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, το λαβυρινθώδες άλλοτε πλούσιο σπίτι, ως ζωντανός οργανισμός να σαπίζει και να καταρρέει, να στάζει παντού υγρασία, μούχλα, σκουριά.
Μοναδική αχτίδα φωτός, η χειραφετημένη πλούσια φίλη της Ένα που η Αντρέα ζηλεύει αλλά και θαυμάζει. Οι βόλτες με το αμάξι του φίλου της, οι γλυκές στο σπίτι της οικογενειακές στιγμές. Αλλά σύντομα, ως άλλος πύργος από τραπουλόχαρτα, θα κινδυνέψουν να σωριαστούν κι αυτές οι ελάχιστες ευτυχισμένες μέρες. Όταν η Ένα θα διαλύσει τα πάντα, ερωτευμένη με τον θείο Ραμόν: την φιλία τους, τις κυριακάτικες βόλτες τους, την οικογενειακή της γαλήνη.
Βυθισμένη στο παρακμιακό οικογενειακό σκότος, κι ενώ η ηρωίδα αισθάνεται ότι βουλιάζει, το παρελθόν θα παρέμβει καταλυτικό, σαρωτικό, καθοριστικό: Η θεία Αγκούστιας θα εγκαταλείψει το σπίτι και την επιτήρηση, το ζεύγος Χουάν- Γκλόρια θα αγγίξει τα άκρα, ο θείος Ρομάν σαν άμμος κινούμενη θα κοντέψει να απορροφήσει τα πάντα προτού σκοτωθεί. Η μαμά της Ένα, ήταν ο καταλύτης, η μόνη κάτοχος για την ώρα ενός φοβερού μυστικού. Και ο έρωτας, μέσα σε όλα αυτά, με τον παραμορφωτικό του φακό:
«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως». Συνήθως έτσι δεν γίνεται; «Αγάπα με για ν’ αγαπήσω εαυτόν»;
Χαρακτήρες με βάθος, διλήμματα κι αντιφάσεις που ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες με σάρκα και οστά.
Ατμόσφαιρα που μυρίζει μούχλα, ομίχλη και υγρασία. Συναισθήματα σχεδόν διαβρωτικά. Η εικοσάχρονη Κάρμεν Λαφορέ σκιαγραφεί με απίστευτη κρυστάλλινη καθαρότητα κι οξυδέρκεια μια εποχή, μια πόλη, μια οικογένεια, μια ιστορία, τη νεανική ψυχή. Που ονειρεύεται, αγωνίζεται, λαχταρά να ερωτευτεί και μπορεί ανά πάσα στιγμή να παγιδευτεί και να κατακερματιστεί.
Η φυγή προς την ελευθερία θα χαρίσει λύτρωση και στην ηρωίδα και στην ιστορία. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, παραλληλίζοντάς την με τα «Ανεμοδραμένα ύψη» θα γράψει διθυράμβους στον πρόλογό του για την αδιέξοδη «Άββυσο» αυτή. Μιλώντας για «εξονυχιστική ψυχική αυτοψία», «αξιοθαύμαστη μαεστρία», χαρακτηρίζοντας το νεανικό αυτό μυθιστόρημα «όμορφο μα και φοβερό» που «μετά από τόσα χρόνια» (το 1944 γράφτηκε) «παραμένει ζωντανό». Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και ο Αρθούρος Ρεμπώ μόλις στα 17 του χρόνια έγραψε το «Μεθυσμένο του καράβι». Όσο για την Κάρμεν Λαφορέ, μετά την «Άβυσσο» δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε εφάμιλλο, ομοίως «φοβερό», τόσο σημαντικό.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Κάρμεν Λαφορέτ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1921 και πέθανε στη Μαδρίτη το 2004.
Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα Κανάρια νησιά, καθώς ο πατέρας της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας αλλά και καθηγητής στο Escuela Industrial του Λας Πάλμας.
Το 1939 επιστρέφει στη Βαρκελώνη, όπου σπουδάζει για τρία χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή.
Στη συνέχεια μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου παντρεύεται και εγκαθίσταται μόνιμα.
Η έκδοση του «Νάδα» στα 1944 αναδεικνύει την Κάρμεν Λαφορέτ ως τη μεγάλη αποκάλυψη της μεταπολεμικής ισπανικής λογοτεχνίας και, στη συνέχει, ως εμβληματική μορφή για τις επόμενες γενιές.
Το «Νάδα» απέσπασε επίσης το Βραβείο Nadal.
Το 1955 η Λαφορέτ πήρε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας για το μυθιστόρημά της «La mujer nueva».
Το 2004, τη χρονιά του θανάτου της, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Al doblar la esquina».

ΥΓ. Εξαιρετική η αναφορά του Librofilo (κλασικά… εικονογραφημένα) με τον τίτλο «Ανεμοδαρμένα ύψη αλλά ισπανικά» (ήτο η αιτία που με έκανε να το αναζητήσω). Μου το θύμισε ο… Χίθκλιφ ξανά, και ιδού και η δική μου αμήχανη απόπειρα. Ε ναι, τα… «Ανεμοδαρμένα ύψη» δι’ εμέ, λειτουργούν ως… κλειδί. Να μην ακούσω ανεμοδαρμένο, μέσα!

4/11/08

Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί

ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί
Μόνο τώρα θυμάμαι
Μια μέρα βγαίνοντας από το σινεμά
είδαμε το σχήμα μας στον καθρέφτη
ενός εμπορικού καταστήματος- πουλούσε έπιπλα φορμάικας
τραπέζια, φτηνά κάδρα νομίζω, και σύ κούμπωσες βιαστικά
το πουκάμισο γύρω στο λαιμό σου σα να πήγες σε χαμάμ
οδός Ζήνωνος, οδός Επίκουρου, και αγαπήθηκες με πάθος
στο χαμάμ και βγαίνοντας στο δρόμο το απόγευμα από το χαμάμ
πρόσεχες τα βήματα, τα βλέμματα, τις αιωρήσεις των χεριών σου.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
όπως σ’ εκείνες τις εκδρομές με το μηχανάκι
στο Μαραθώνα, στα Βίλια, στη Λούτσα
να χορεύεις με δίσκους στα τζουκ μπόξ μάμπο το Τεκίλα
ή άλλοτε ζειμπέκικο και μελαγχολία σάμπας και να μεθάς.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
μετά θα μπορούσες να φύγεις για το Νείλο ή τ’ Αλγέρι
με τους ποδηλατιστές του ήλιου.
Τώρα πια τ’ απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο, έχω συμφωνήσει ν’ ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμιος,
Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας,
Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης.

ΥΓ. Από «Τα ποιήματα 1973-2008» του Γιώργου Χρονά που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Οδός Πανός» τις δικές του και τα διάβασε εύθραυστος και ευάλωτος μέσα στο μαύρο του καλό ρούχο Σάββατο βράδυ στο Μπιλιέτο, συγκινημένος. Πάντοτε κλαίει όταν διαβάζει ποιήματά του. Κι αυτό το Σάββατο έκανε τα πάντα για να μη του συμβεί εμφανώς. Όμως εγώ δεν είχα καμία υποχρέωση και συγκινήθηκα πολύ. Ιδιαίτερα με τούτο το ποίημα. Αλλά και με την «Ωδή στον οξυγονοκολλητή από τη Βηρυτό», από τις «Λάμπες» του και από «Τα μαύρα τακούνια».
Από τ’ «Αδέσποτα» του τέλους, γεύση μικρή. Και πικρή. Θεική:

«Έτσι μας θέλουν οι Μούσες
μόνους με άστοχες κινήσεις
βλέψεις νεκρές
επιθυμίες, βροχές
ομίχλες που δεν μας καλύπτουν
Με καμπαρντίνες παλιές
παλτά που μυρίζουν ναφθαλίνη
Με περασμένες μουσικές» (Οι Μούσες)

1/11/08

Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις


"Προστάτευσέ με απ' το να είμαι αυτό που ήδη υπήρξα,
αυτό που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα" (Religio Medici, 1643)

"Γιατί, όταν ξεχνάς, συγχωρείς"
"Θα κοιτάξω κι εγώ να ξεχάσω"
"Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις" (Θρύλος)

ΥΓ. "Κρυώνω κάπως, φοβάμαι λίγο..." (Καρτέσιος)

Και όλα, Χ.Λ.Μπ.

29/10/08

Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές

«ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΣ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 319, τιμή: 14 ευρώ.

«Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές, όλοι είναι νικημένοι, και η περίπτωση του Μαγγελάνου μοιάζει κοινή. Ήταν κοινός και ο ίδιος; Ή καλύτερα, τι ήταν; Κατακτητής, θαλασσοπόρος, στρατιωτικός, ερευνητής, διπλωμάτης, επιχειρηματίας; Και ο χαρακτήρας του; Βίαιος, εμπαθής, εγκληματικός; Ρεαλιστής, ρομαντικός, ονειροπόλος; Αφελής απορία, όλες οι ιδιότητες συνυπάρχουν στους ανθρώπους…»
Με αφετηρία τον μακρινό Μαγγελάνο και με κρυφές ματιές στον Μεσαίωνα, η συγγραφέας Νένη Ευθυμιάδη στήνει ένα ασύλληπτο ψυχολογικό θρίλερ.
Ο ήρωάς της, γνωστός αθηναίος δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο το όνομά του για να υπογράψει τις ιστορίες τρόμου που του αποδίδουν «τα προς το ζειν».
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον «Κέδρο».
Όλα αρχίζουν σε μια οικονομικά κρίσιμη καμπή του ήρωα, όταν ο επιτυχημένος συγγραφέας ιστοριών τρόμου Ντίνος Κάλχας, θα του ζητήσει να γράψει μια ιστορία τρόμου «αντ’ αυτού». Φυσικά, με το αζημίωτο.
Ο δοκιμιογράφος την γράφει. Η ιστορία δοξάζεται, ο συγγραφέας που φαίνεται να την υπογράφει, πλουτίζει ακόμα περισσότερο και ο ήρωας λύνει το οικονομικό του πρόβλημα δια παντός. Ιστορίες τρόμου από τούδε και στο εξής, αλλά με ψευδώνυμο: «Μαγγελάνος».
Ο «Μαγγελάνος» γίνεται θρυλικό πρόσωπο, στις τηλεοράσεις εμφανίζεται αντ’ αυτού νομικός σύμβουλος, αλλά επειδή ο κίνδυνος της αποκάλυψης πάντα καραδοκεί, ο δοκιμιογράφος με την «συνένοχο» σύζυγό του, αναγκάζονται να καταφύγουν στο Παρίσι.
Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς, μέχρι εκείνη τη στιγμή κατά την οποία το διαμέρισμα του ισογείου νοικιάζεται από άγνωστο και λίαν συντόμως σ’ αυτό προστίθεται και μια περίεργη, σχεδόν απειλητική επιγραφή: Μαγγελάνος.
Ο ένας υποψιάζεται τον άλλον, τα ευτράπελα και οι ανατροπές ακολουθούν σαν βροχή και ο κάθε ήρωας στην πορεία ανακαλύπτει και φανερώνει τα πολλά και διαφορετικά του πρόσωπα.
Μαζί μ’ αυτά ξεδιπλώνεται και το μακρινό, απαγορευμένο παρελθόν: τα όνειρα και τα οράματα που πατήθηκαν και ξεχάστηκαν, η ζωγραφική στα κύματα της Λίνας που αντικαταστήθηκε από το μεσιτικό γραφείο, το δοκίμιο περί «Ακτιβισμού και Ουτοπίας» που χάθηκε μέσα στην παράνοια και την ταραχή.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο συγγραφέας ιστοριών τρόμου, Ντίνος Κάλχας, πένης, διαζευγμένος και ξεχασμένος επιστρέφει για να τους μπερδέψει ακόμα τη ζωή.
Η Λίνα δεν έχει καμία αμφιβολία, την πινακίδα αυτός την έγραψε: «Για αστείο της είπα πως τοποθέτησα την πινακίδα. Άδικα προσπαθούσα στη συνέχεια να αναιρέσω, δεν με άκουγε. Το ψέμα είναι πιο δυνατό από την αλήθεια…» θα επιμείνει εις μάτην στη συνέχεια αυτός.
Και ο δοκιμιογράφος: «Τον ανάγκασες να σου πει ό,τι ζητούσες. Την πινακίδα του Μαγγελάνου την έβαλα στο ισόγειο εγώ».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: «Ο Μαγελλάνος πέθανε, ιστορίες τρόμου δεν θα ξαναγράψει». Αλλά η επιστροφή σε έναν εαυτό αθώο, δεν είναι πάντοτε εφικτή: «Γράφεις για τον ακτιβισμό, αλλά είσαι ένα ανθρωπάκι βολεμένο στο γραφείο. Κλέβεις ως ψευδώνυμο το όνομα του Μαγγελάνου, ενώ τους θαλάσσιους ορίζοντες τους αγνοείς και τρυπώνεις σε μπαρ και μικρά ξενοδοχεία».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: μια εξαφάνιση και δυο θάνατοι. Ένα δοκίμιο που τελειώνει κι ύστερα καταστρέφεται και μέσα από τις στάχτες του θα ξαναγεννηθεί. Κι ένα πελώριο ερωτηματικό που πλανιέται. Μόνο με τη συναίσθηση, σώζεσαι;
Η συγγραφέας δεν μας δίνει την απάντηση, μας αφήνει να ελπίζουμε. Ό,τι κάτι, εν τέλει, μπορεί και να σωθεί.
Το ψυχολογικό δράμα του σύγχρονου ανθρώπου που για άλλα ξεκίνησε και αλλού η ζωή τον πάει. Που αλλά ποθεί και άλλα πασχίζει κι αγωνίζεται να τελειώσει. Με έναν ατέλειωτο αυτοσαρκασμό και με σασπένς που δεν χρειάζεται πολύ, η άβυσσος της ψυχής μας αφειδόλως το παρέχει.
Η ιστορία διαβάζεται όπως κανείς το επιθυμεί: σαν αστυνομικό ή θρίλερ. Σαν ψυχογράφημα του σύγχρονου ανθρώπου. Σαν δοκίμιο περί της ψυχής.
Με αρκετές δόσεις, γνήσιου… Μαγγελάνου. Σα να μην πέρασε από τον Μεσαίωνα ούτε ώρα. Εξάλλου αλλάζουν; Δεν αλλάζουν τα βασικά. Μονάχα που έχουν γίνει λίγο πιο πολύπλοκα. Και η συγγραφέας την τέχνη του πολύπλοκου είναι γνωστό πως την γνωρίζει καλά.


Αλλά ο Θεός ή η Zωή είναι μεγάλος φαρσέρ
«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΥ ΜΠΛΟΥ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 290, τιμή: 16 ευρώ.

Εάν απουσίαζε το ελληνικότατο ονοματεπώνυμο, θα έπαιρνες όρκο πως πρόκειται για ξένη πεζογραφία. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η Νένη Ευθυμιάδη παραμένει από τους πλέον εύστροφους, εγκεφαλικούς, ευφάνταστους και με αυτοσαρκασμό και χιούμορ έλληνες συγγραφείς.
Οι σχέσεις, σε επίπεδο κοινωνίας και οικογένειας, το φόρτε της.
Οι θεσμοί, στο διαρκές στόχαστρό της.
Αλλά και η αντεστραμμένη εικόνα στο ό,τι δηλώσεις, επί τω προκειμένω.
Στους «Πολίτες της σιωπής» εκείνη η μικρή, τελικά, καλή κι εύστροφη τρομοκράτισσα κατακτούσε τις αναγνωστικές καρδιές μας, ποιος μπορεί να ξεχάσει το ότι η γιάφκα ήταν εν τέλει το συνοικιακό ανθοπωλείο;
«Η πόλη των γλάρων» ένα μυθιστόρημα δρόμου, ψυχολογικό θρίλερ όπως και όλα της, διαδραματιζόταν στο Χάλιφαξ διότι η Νένη Ευθυμιάδη είναι κοσμοπολίτισσα συγγραφέας. «Οι τυχοδιώκτες» ήταν μια παρέα φίλων παλιών που εξελίχθηκαν όπως και όλοι μας, δηλαδή «αχ που ‘σαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
Στο «Εγώ και ο Μαγγελάνος» έπαιζε με την ίδια τη συγγραφική της υπόσταση, ένα συγγραφέας «σοβαρών θεμάτων και δοκιμίων» που υπόγραφε ως Μαγγελάνος πια, αστυνομικό μυθιστόρημα!
«Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» διαδραματίζεται στην αττική ύπαιθρο, στην αττική εξοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και είναι επίσης θρίλερ χαρακτήρων.
Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μπίλυ Μπλου, συγκοπτόμενο του Βασίλης Μπλουμιόπουλος, πρώην ακροβάτης με διεθνή καριέρα, 69 ετών και ανήσυχος με τα γηρατειά, αποσυρμένος στην παλιά βίλα του έξω από την Αθήνα.
Γύρω απ’ αυτόν, σαν κομήτες, περιφέρονται όλοι.
Ο Άγγελος Αγγέλου «της Μαρίας και αγνώστου πατρός» που επιμένει καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας να αυτοσυστήνεται ως «ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Ο δικηγόρος του Πετράκης Δήμας αντιδρά και ο Μπίλυ Μπλου τον περιμαζεύει στο σπιτάκι του επιστάτη, έστω και χωρίς να τον αναγνωρίζει.
Λίγο αργότερα θα μπει στο παιχνίδι και η γειτονιά:
Ο Βίκτορας που πρώτα σώζει κι ύστερα «σώζεται» από την Σειρήνα. Χρηματιστής που επένδυσε λάθος κι επιχειρεί να γίνει εις μάτην αυτόχειρας. Αλλά ο Θεός ή η ζωή είναι μεγάλος φαρσέρ και η συγγραφέας αυτό θα φροντίσει να το αναδείξει.
Η Σειρήνα, περίεργη υπερήλιξ που περιπολεί μέσα στις άγριες νύχτες.
Η Εύα Ράττερ, πανεπιστημιακός που πλήττει και περιμένει τον αναποφάσιστο Όττο της να επιστρέψει από μακριά, κυνηγώντας την υπέρβαρη Ρόζα της αντί για σοκολάτα να τρώει καρότα.
Ο Πάρης Ρόθος, παλιός ασφαλίτης που «σκοτώνει ό,τι ενοχλεί» κατά συνέπεια και τον αυτοσυστηνόμενο ως «γιο του Μπίλυ Μπλου» (δεν καταδέχεται πια το Άγγελος Αγγέλου αλλά το γιατί δεν θα το μάθουμε εμείς παρά την τελευταία στιγμή και μην επιμένετε, γιατί δεν θα σας πω τον… δολοφόνο).
Η δράση θα αρχίσει από την στιγμή που ο νεαρός «γιος του Μπίλυ Μπλου» θα μοιράσει εκείνα τα περιβόητα «γαλάζια χαρτάκια». Προηγουμένως έχοντας προσληφθεί ως… κηπουρός των πάντων, έπεφτε σαν επιληπτικός κάθε τόσο στη γη και πια είναι σε θέση να μιλήσει για τους κραδασμούς της.
Αυτή η προσωπική εντύπωση περί παρακολούθησης θα φέρει στην αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή κυριολεκτικά τα πάνω- κάτω. Σε συλλογικό επίπεδο (έτσι δεν συμβαίνει πάντα και σε όλους τους κραδασμούς;), εφόσον πολλοί θα φοβηθούν και θα φύγουν, σπίτια όλως μυστηριωδώς θα πιάσουν φωτιά.
Και σε ατομικό (υπάρχουν πάντα και παράπλευρες απώλειες), ο γιος του Μπίλυ Μπλου θα φυγαδευτεί, ο Μπίλυ Μπλου θα απαχθεί, ο Βίκτωρας θα βρεθεί προ των ευθυνών του, ο Πάρης Ρόθος και η Σειρήνα θα αποκαλυφθούν, ο Πετράκης Δήμας θα αμφισβητηθεί, η Εύα Ράττνερ θα αφυπνιστεί επωδύνως, ο Όττο θα προδοθεί και θα συμβιβαστεί, η Ρόζα θα αρχίσει δίαιτα και θέατρο…
Το φινάλε απρόσμενο, ανατρεπτικό και αιφνιδιαστικό.
Αντιστρέφει όλο το προηγούμενο σασπένς και επιλέγει να δει σκωπτικά της ζωής μας την τραγωδία: Ιδεολογίες, εμμονοληψίες, «ο μεγάλος αδελφός» και η σύμβαση της σύγχρονης οικογένειας, στο ανελέητο συγγραφικό στόχαστρο, αντιμετωπίζονται κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά και κατατροπώνονται με το παντοτινό όπλο, το χιούμορ.
Με οξυδέρκεια και άποψη αντιμετωπίζεται κριτικά η περιοχή, ήτοι το σύγχρονο αττικό τοπίο και τα έγκατα αυτού όπου ακόμα και το… χορτάρι διαθέτει αυτιά και ο σχεδόν αυτιστικός «γιος του Μπίλυ Μπλου» μάτια. Διότι όταν τελειώσει το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφθεί από την αρχή.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι περιπέτεια, ιστορία κατασκοπίας, ψυχολογικό θρίλερ, μπουλβάρ χαρακτήρων, η κωμωδία της ζωής μας και όλα μαζί. Η οξυδερκής αποδοχή των πραγμάτων και το χιούμορ θα αποδειχθούν ο λυτρωτής των πάντων. Διότι «για το τέλος του δεν ανησυχούσε πια ο Μπίλυ Μπλου. Είχε εγκαταλείψει τη μακροχρόνια προετοιμασία του θανάτου, και ας πλησίαζε τα εβδομήντα βιαστικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ας πέθαινε όπως τύχαινε! Έτσι δεν συμβαίνει με όλους;» Επειδή αυτό είναι το ζητούμενο, πάντα. Και οι θεσμοί, δεσμοί, ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, αστυνομίες, εκείνο πάντοτε υπηρετούν. Αλλά καμιά φορά η συγγραφική ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά επαναστατώντας και γελώντας. Και η νίκη πάντοτε επ’ αυτού!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολείται συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
«Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι» (Δωρικός, 1973),
«Ο κήπος με τα αγάλματα» (Νέα Σύνορα, 1978),
«Αθόρυβες μέρες» (Εστία, 1988),
«Τρυφερός θάνατος» (Εστία, 1990),
«Οι πολίτες της σιωπής» (Καστανιώτης, 1993),
«Η πόλη των γλάρων» (Καστανιώτης, 1997),
«Οι τυχοδιώκτες» (Ελληνικά Γράμματα, 2000),
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» (Κέδρος, 2005),
«Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» (Μίνωας, 2005).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Διηγήματα, δοκίμια και άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στον ημερήσιο Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει μεταφράσει δοκίμια και ποιήματα από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, και επί τριετία δίδαξε συστηματικά Δημιουργική Γραφή.
Μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα αγγλικά.

ΥΓ. Νένη και πάλι, γιατί έτσι! Επειδή έμενε δίπλα στον Σπ. στη Βουλιαγμένη και επειδή τα δύο σπίτια δεν υπάρχουν πια.
Και επειδή γράφω γι’ αυτήν (και συνυπάρχω) στα «Οικοεγκλήματα» που θα κυκλοφορήσουν από τον «Κέδρο» σε δεκαπέντε μέρες ( Διηγήματα 13 συγγραφέων ΟΙΚΟΕΓΚΛΗΜΑΤΑ: Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Ελένη Γκίκα, Νένη Ευθυμιάδη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Τάσος Καλούτσας, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ανδρέας Μιχαηλίδης, Γιάννης Πανούσης, Μάκης Πανώριος, Γεράσιμος Ρηγάτος, Χρύσα Σπυροπούλου, Χρήστος Χαρτοματσίδης. Σε επιμέλεια Χρύσας Σπυροπούλου. Νένη επειδή συνυπήρχαμε με διαφορά μιας εβδομάδας Τρίτη στην «Καθημερινή». Νένη επειδή είναι τόσο μα τόσο θα είναι για πάντα, τόσο ξεχωριστή! Νένη για τις φορές που ήπιαμε κρασί και μπύρα, καφέ και τσαγάκι άκρη στη θάλασσα, για όσες φορές γελάσαμε, για όσες φορές χαθήκαμε σε ατέλειωτες, μαγευτικές, του κεφαλιού μας εντελώς κατασκευές. Για κείνη τη φορά που είχα γίνει 33 και έλεγα πως «ήρθε η ώρα μου».
Νένη, ξέρεις ακόμα τα έχω τα αρωματικά άλατα τριανταφυλλάκια και καρδιά. Κι αυτό το καραβάκι από άμμο μεσ’ στο μπουκάλι, κι αυτό το κρατάω!