22/1/09

Ο συνένοχος

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΑΝΕ ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ διοργανώνει:

Θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση με αφορμή
τα βιβλία της Ελένης Γκίκα και τις μουσικές της Αναστασίας Παπαδημητρίου
με τίτλο «Υγρός Χρόνος».
Παραστάσεις: Σάββατο 31/1, Κυριακή 1/2, Σάββατο 7/2 και Κυριακή 8/2,
Ώρα: 21:00 μ.μ.,
στον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ, Σόλωνος 124, Αθήνα


Μια νέα πρόταση από τις εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ και τον ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟ για την παρουσίαση λογοτεχνικών βιβλίων, συνδυάζοντας κείμενα, μουσική και τραγούδια.
Με αφορμή την έκδοση του καινούριου βιβλίου της Ελένης Γκίκα με τίτλο «Υγρός Χρόνος», οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ οργανώνουν θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση που βασίζεται σε μονολόγους των τελευταίων της βιβλίων.
Λίγα λόγια για την παράσταση: Μια γυναίκα και ένας άντρας με καρμικό παρελθόν, συναντιούνται στο Νησί των Λωτοφάγων. Με συνέπειες ανεξέλεγκτες, και το αίνιγμα να ανήκει για πάντα στο παρελθόν ή στον άλλον. Εξάλλου, το ποίημα της ζωής μας είμαστε πάντοτε εμείς. Ακόμα και όταν προσποιηθούμε πως τ’ αγνοούμε. Μια ιστορία ηδονής και οδύνης. Αυτογνωσίας και αναζήτησης. Με ένα φινάλε ανοιχτό σαν ζωή, διαφορετικό για τον καθένα. Μια ιστορία αναπόφευκτη, ερωτικά εμμονική, χρέος.

Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης που θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε κοινό, έχει γράψει η Αναστασία Παπαδημητρίου, πάνω σε ποιήματα και στίχους των ποιητών: Νάνου Βαλαωρίτη, Φώτη Αγγουλέ, Λευτέρη Παπαδόπουλου, Ζακ Πρεβέρ (μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος), Ελένης Γκίκα, Μάρως Βαμβουνάκη και Άννας Παπαδημητρίου.
Μετά την παράσταση ακολουθεί μουσικό αφιέρωμα στους Μ.Χατζιδάκι και Μ. Θεοδωράκη.

Συντελεστές της παράστασης
Δραματοποίηση κειμένων - σκηνοθεσία: Μελίνα Παπανέστορος
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Κωνσταντινίδης (πιάνο-βιολί), Σπύρος Κοντάκης (κιθάρα)
Παίζουν οι ηθοποιοί και οι καλλιτέχνες: Γιώργος Γεωγλερής, Θάνος Πολύδωρας και Αθηνά Χειλιοπούλου
Τραγουδούν: Πένυ Ξενάκη, Θάνος Πολύδωρας, Αθηνά Χειλιοπούλου

Κατά τη διάρκεια της παράστασης θα προβάλλεται φωτογραφικό υλικό σχετικό με την παράσταση της Χαράς Μπιρμπίλη – Παπαδημητρίου.
Για περισσότερες πληροφορίες και κρατήσεις στα τηλέφωνα: 210 3837667, 210 3837540, τιμή εισιτηρίου: 15 ευρώ


ΥΓ. «Ο συνένοχος»

Με σταυρώνουν κι εγώ πρέπει να ‘μαι τα καρφιά κι ο σταυρός.
Μου προσφέρουν το ποτήριο και πρέπει εγώ να ‘μαι το κώνειο.
Μ’ εξαπατούν και εγώ πρέπει να ‘μαι το ψέμα.
Με καίνε και πρέπει εγώ να ‘μαι η κόλαση.
Οφείλω να μεγαλύνω και να ευλογώ την κάθε στιγμή του χρόνου.
Τροφή μου είναι τα πάντα.
Το ακριβές βάρος του σύμπαντος, η ταπείνωση, η δοξολογία.
Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει.
Η ευτυχία μου ή η δυστυχία μου δεν έχουν σημασία.
Είμαι ο ποιητής.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες

19/1/09

Όταν ο Θεός (η Ζωή, η Ιστορία) ρίχνει τα ζάρια, κανένα μας δεν ρωτάει αν παίζει...

«Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ» του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 323, τιμή: 16 ευρώ.
«Οι άνθρωποι γεννιούνται αβοήθητοι, περνούν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους αγκυλωμένοι στις ορέξεις άλλων, κατόπιν σπαταλούν χρόνια ολόκληρα για να αποκτήσουν ό,τι οι προηγούμενοι δεν θέλουν πλέον, μια εποχή όλοι ελπίζουν πως οι ευκαιρίες βρίσκονται ακόμη μπροστά τους, μερικοί τα καταφέρνουν να αποκτηνωθούν νωρίς, σκορπίζονται σε ένα σωρό άχρηστες επιδιώξεις, οι περισσότεροι μπορούν να νιώσουν ευχαριστημένοι αν καταφέρνουν να αγκυλώσουν τα παιδιά τους σε ό,τι είχαν κάποτε επιθυμήσει για τον εαυτό τους και ύστερα χωρίς καμία εξαίρεση γερνούν, χάνουν την όρεξή τους για οτιδήποτε, με μια κρυφή ελπίδα να πεθάνουν πριν απολέσουν εντελώς και αυτή την λίγη αξιοπρέπεια που πίστευαν ότι είχαν ίσως κάποτε».
Μα ναι «κάθε χαμένο κορμί μπορεί να γράφει ό,τι θέλει και οι άλλοι να είναι υποχρεωμένοι να τον ανέχονται» ακόμη και όταν είναι Απρίλιος του 1970! Εποχή που «εφηύρε» κυριολεκτικά τη σκιά και την αισθάνθηκε ο καθένας πίσω κι εντός του.
Και ο ήρωας στο καινούργιο μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη την ένοιωσε πια διπλά και τριπλά. Το χρονικό πλαίσιο, εξάλλου, την επιτρέπει για να μην πούμε, την επιβάλλει!
Παρ’ ότι ο συγγραφέας επιλέγει για ήρωά του έναν τύπο καθαρά… αντιηρωικό, αριβίστα, ματαιόδοξο επαρκώς και διψασμένο κυριολεκτικά για παντός είδους αναρρίχηση!
Ο Ισίδωρος Γεωργίου, νέος, μορφωμένος, με σπουδές ανθρωπολογίας εδώ και στο εξωτερικό, εμφανίσιμος και άμετρα φιλόδοξος, με ισχυρές γνωριμίες και πολιτικά αμοράλ εντελώς, που εργάζεται ως δάσκαλος ατόμων με προβλήματα ακοής, επιλέγεται «ξαφνικά» να εργαστεί στη νεοσύστατη κρατική τηλεόραση ως παρουσιαστής του πρώτου δελτίου στην νοηματική γλώσσα. Και εν μια νυκτί, γίνεται, κυριολεκτικά σούπερ σταρ: εξώφυλλα, προσκλήσεις, το μεγάλο αφεντικό Γεώργιος Κοντόσταυλος του ανοίγει τα σαλόνια του και η κόρη του Μαρία- Ελένη το πορτάκι της καρδιάς της. Βέβαια εκείνος απολύτως προσηλωμένος, εκεί, δεν χάνει το στόχο του! Ο μόνος του… ηρωισμός, ο θιγμένος του εγωισμός, σε ό,τι τον αγνοεί προσωπικά, αισθάνεται να τον προσβάλει! Η επανάστασή του σχεδόν… ιδιοφυής, αφού δεν τον ρωτούν για την κατασκευή τους, αλλάζει κατά την εκφώνησή του, τις ειδήσεις!
Για κανένα μήνα το κάνει, μέχρι να… εκτονωθεί! Αλλά στο μεταξύ έχει προλάβει να το αντιληφθεί αυτό η… σκιά του! Το… βαθύ κράτος αλλά και οι επαναστάτες της άλλης όχθης, όμως εκείνος την ησυχία του επιθυμεί και την προκοπή του, η κοινωνική και η οικονομική άνοδός του τον κόφτει, όλα τ’ άλλα αποτελούν για κείνον σχεδόν σκιώδη πραγματικότητα, δεν υπάρχουν. Όμως η Ιστορία δεν ρωτά την μικρή ιστορία μας «αν παίζουμε», κατά συνέπεια οι… σκιές δεν ρωτούν και τον Ισίδωρο Γεωργίου αν θέλει!
Το αποτέλεσμα ένα που θα μπορούσε να είναι και ηρωικό τέλος, για κάποιον που ουδόλως το επιθυμούσε κι ένα πορτάκι ανοιχτό, ακόμα και για τους διώχτες του! Διότι ο τυχοδιωκτισμός – όσο κι αν στην παρούσα φάση τούς είναι επιζήμιος- ποιος, ξέρει, ζωή είναι αυτή, άνθρωποι είμαστε, μπορεί και να τους χρειαστεί παρακάτω!
Εξαιρετικά σκιαγραφημένος ο κεντρικός ήρωας και η ατμόσφαιρα της εποχής, και ιδιοφυές το συγγραφικό εύρημα με «τα επινοημένα εθνολογικά στοιχεία». Σε κάθε περίπτωση που ο ήρωάς μας στριμώχνεται, επικαλείται την ζωή και τις συνήθειες των Ινδιάνων, των Σάμουα, των Ιτζέμ, των Σάκου, των Μάγια…. Εγκιβωτίζοντας μικρές αλληγορικές ιστορίες στην ιστορία του, αποδεικνύοντας ότι έχουν διάρκεια, είναι, δηλαδή, διαχρονικά τα ανθρώπινα πάθη και λάθη!
Στο μεταξύ, η νοηματική γλώσσα για χρόνο ελάχιστο γίνεται μια άλλη, η μόνη αληθινή σωματική, επαναστατική γλώσσα. Μήπως η γλώσσα του σώματος, κάπως έτσι δεν είναι;
Αστεία περιστατικά εκεί όπου ο προιστάμενός του Σαμολαδάς, του ζητά επιτακτικά να περιγράψει… ηρωικά (και δίχως τους μορφασμούς που τον χαρακτηρίζουν) τον δικτάτορα! «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», όμως, εκείνη την εποχή, αυτή την επταετία. Όπου η σκιά εισχωρούσε παντού, κι εντός σου!
Ένα ατμοσφαιρικό, υπαρξιακό θρίλερ. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα με απολιτίκ ήρωα! Χαρακτηριστικό το απόσπασμα: «Ο Ισίδωρος Γεωργίου… φτάνει να εξοργιστεί με τον εαυτό του. Για πρώτη φορά βλέπει πόσο αφελής υπήρξε. Δεν του έλειπε τίποτα και όμως, αντί να κοιτάξει την δουλειά του, αντί να παραμείνει ουδέτερος, όπως κάνουν ακόμη και όσοι διαθέτουν λιγότερες επιλογές από τον ίδιο, παρασύρθηκε από μια ανόητη ιδέα, τυφλώθηκε από ματαιοδοξία και τώρα κινδυνεύει». Αλλ’ έτσι είναι η σκιά, σαν την ματαιοδοξία, παντού τρυπώνει!



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης γεννήθηκε στην Λάρισα το 1970.
Δούλεψε ως αρθρογράφος σε εφημερίδες και περιοδικά.
Προηγούμενα βιβλία του:
«Παραβολή» (2006),
«Ο βαθμός δυσκολίας» (2004),
«Βαθύ πηγάδι» (2003) και
«Η συνάντηση» (2002).
Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και ανθολογίες.
Το πρώτο του θεατρικό έργο «Ουδέτερη ζώνη» απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα (2004).
Το έργο του «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Θεατρικό Αναλόγιο 2007».
Με το ίδιο έργο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Ευρωπαική Ανθολογία Θεάτρου του ινστιτούτου Salvatore Quasimodo of Budapest, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2007.

12/1/09

Ο μισός μου εαυτός νικημένος, ζητούσε από τον άλλο μισό τη ρεβάνς

«Το να θέλει κανείς να παίξει σκάκι εναντίον του εαυτού του αποτελεί παραδοξότητα ίδια με το να θέλει να πηδήξει τον ίδιο του τον ίσκιο».

«ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΗ ΝΟΥΒΕΛΑ» του Στέφαν Τσβάιχ, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. «Άγρα», σελ. 128, τιμή: 9 ευρώ.

«Μη ξεχνάτε ότι ήμουν ένας άνθρωπος που έπρεπε να ξεσπάσει κάπου, οπουδήποτε, τη συσσωρευμένη από καιρό οργή του. Μιας λοιπόν και δεν είχα τίποτα άλλο, παρά μονάχα αυτό το ανόητο παιχνίδι ενάντια στον ίδιο τον εαυτό μου, η λύσσα μου όλη, η μανία μου για εκδίκηση, διοχετεύθηκε σ’ αυτό. Κάτι μέσα μου ήθελε να βρει το δίκιο του. Αλλά δεν είχα τίποτα άλλο έξω από το άλλο μισό του εαυτού μου, για να εξεγερθώ εναντίον του».
Η «Σκακιστική νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ είναι αναμφίβολα κάτι πολύ περισσότερο από το, ούτως ή άλλως, μεταθανάτιο αριστούργημά του (δημοσιεύτηκε στη Στοκχόλμη το 1943, μεταθανάτια έκδοση, αφού ο συγγραφέας αυτοκτόνησε τον προηγούμενο χρόνο μαζί με τη δεύτερη γυναίκα του στη Βραζιλία, όπου βρέθηκε αυτοεξόριστος). Θα μπορούσε κανείς να την χαρακτηρίσει και ως το χρονικό μιας προαναγγελθείσας αυτοκτονίας.
Η μόλις 120 σελίδων αλληγορική συγγραφική παρτίδα που διαδραματίζεται επάνω σε ένα πλοίο και κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού κατορθώνει και περικλείει μέσα από την προσωπικότητα (και την ιστορία) των δύο σκακιστών μονομάχων, όλη την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και τα αδιέξοδα αυτής της σκοτεινής εποχής.
Διότι στο πλοίο, από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο και το Μπουένος Άιρες, μαζί με αρκετούς ευρωπαίους επιβάτες οι οποίοι φεύγουν μακριά από τη βία και τη σύγχυση του ναζισμού επιζητώντας καταφύγιο αυτοεξόριστοι στην Αργεντινή ή τη Βραζιλία, ταξιδεύει και ο Μίρκο Τσέντοβιτς, ο σκοτεινός, άξεστος παγκόσμιος πρωταθλητής. Θα τον αντιμετωπίσουν, κατ’ αρχάς, σε μια παρτίδα χωρίς διέξοδο, όλοι οι σκακιστές του πλοίου. Στην τελευταία παρτίδα τους σχεδόν τον νικούν, υπό την καθοδήγηση του δρ Μπ. Ενός ευαίσθητου διανοούμενου δικηγόρου που επέζησε της τρέλας και του εγκλεισμού χάρη σε ένα σκακιστικό βιβλίο. Παίζοντας φανταστικές παρτίδες πάλι και πάλι με τον αντίπαλο εαυτό:
«Αμέσως μόλις το λευκό μου Εγώ έκανε κάποια κίνηση, το μαύρο του απαντούσε με πυρετώδη βιάση. Δεν προλάβαινα να τελειώσω μια παρτίδα, και αυτοστιγμή ξεκινούσα την επόμενη, μιας και πάντα ο μισός μου εαυτός βρισκόταν νικημένος και ζητούσε από τον άλλο μισό τη ρεβάνς».
Κατανοώντας ταυτοχρόνως και όλο το σχιζοφρενικό του εγχειρήματος:
«Είναι ένα παιχνίδι καθαρά εγκεφαλικό: δυο διάνοιες, που αντιμετωπίζουν η μία την άλλη. Καταλαβαίνετε επομένως πόσο παράλογο είναι να θέλει κανείς να παίξει εναντίον του εαυτού του».
Αναγνωρίζοντας πως: «Το να θέλει κανείς να παίξει σκάκι εναντίον του εαυτού του αποτελεί παραδοξότητα ίδια με το να θέλει να πηδήξει τον ίδιο του τον ίσκιο».
Παρ’ όλ’ αυτά όμως:
«Οι φρικτές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσα, με ανάγκασαν να επιχειρήσω αυτή τη διάσπαση του Εγώ μου σε Μαύρο και Άσπρο, για να μη συνθλιβώ κάτω από το τρομακτικό Τίποτα, που μ’ έζωνε ασφυκτικά».
Η σωτηρία γι’ αυτόν ήρθε με την με την μορφή ενός βιβλίου, κι ο συγγραφέας θα κάνει αυτές τις περιγραφές, αριστοτεχνικά:
«Τα γόνατά μου άρχισαν να τρέμουν: ένα ΒΙΒΛΙΟ! Τέσσερις μήνες είχα να πιάσω βιβλίο στα χέρια μου και στην ιδέα και μόνο πως θα μπορούσα να δω λέξεις αραδιασμένες τη μια μετά την άλλη, γραμμές ολόκληρες, σελίδες, φύλλα, στην ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσα να διαβάσω νέες, αλλιώτικες σκέψεις, σκέψεις άλλων ανθρώπων, να τις παρακολουθήσω νοερά και να ξεχαστώ, ένιωσα μεθυσμένος και ταυτόχρονα ναρκωμένος».
«Μια ηδονή που χρονοτριβούσε επίτηδες και γαργαλούσε ευχάριστα να νεύρα μου: βυθίστηκα λοιπόν στην ονειροπόληση και προσπαθούσα να φανταστώ τι είδους βιβλίο ήταν αυτό που είχα κλέψει, τι είδους βιβλίο θα προτιμούσα εγώ. Προπάντων έπρεπε να είναι πυκνοτυπωμένο, να έχει πολλά πολλά γράμματα, πολλές πολλές λεπτές σελίδες, για να κρατήσει περισσότερο η ανάγνωση. Κι έπειτα ευχόμουν να δω μπροστά μου ένα έργο που θα απαιτούσε μεγάλη διανοητική προσπάθεια από μέρους μου. Όχι κάτι ελαφρύ κι εύκολο, αλλά κάτι που θα μπορούσε κανείς να το αποστηθίσει, ποίηση, ας πούμε, και το προτιμότερο θα ήταν- τι τολμηρό όνειρο!- Γκαίτε ή Όμηρος».
Αλλά και η παραφορά θα προκύψει απ’ το ίδιο βιβλίο. Διότι ο αντίπαλος εαυτός είναι, εν τέλει, ο πλέον επικίνδυνος εαυτός. Κι ο ναζισμός, μια μορφή αντίπαλου εαυτού για τον βιεννέζο συγγραφέα ενδεχομένως να ήταν. Ο οποίος και τον συνέτριψε, τελικά.
Ένα λιτό, καλομετρημένο (ούτε σιωπή δεν περισσεύει), σαν καλομελετημένη παρτίδα σκακιού, μικρό αριστούργημα. Ψυχογράφημα ταυτοχρόνως και βαθύτερη πολιτική και κοινωνική αλληγορία. Παιγνιώδες σαν θρίλερ, σκοτεινό και αντιφατικό σαν ανθρώπινη ψυχή. Προφητικό, για τον ίδιο το συγγραφέα του. Εφόσον, όταν γράφουμε, εντέλει υπογράφουμε με τον πιο βαθύ μας, σοφό, παντογνώστη, προφήτη εαυτό. Τελειώνοντάς το αδημονούσα να μάθω σκάκι! Επειγόντως!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Στέφαν Τσβάιχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1881 και αυτοκτόνησε στη Βραζιλία στις 23 Φεβρουαρίου 1942.
Στη ζωή του ασχολήθηκε με πολύ διαφορετικά λογοτεχνικά είδη: ποίηση, θέατρο, μεταφράσεις, μυθιστορηματικές βιογραφίες, λογοτεχνικές κριτικές.
Όμως οι νουβέλες τον κατέστησαν παγκοσμίως γνωστό:
«Η σύγχυση των αισθημάτων»,
«Αμόκ», «Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας» κ.α.
Οι νουβέλες του Τσβάιχ παρουσιάζονται ως μια σειρά πίνακες που αναπαριστούν την εκλέπτυνση και την ευαισθησία του κλειστού κόσμου που ήταν η βιεννέζικη κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα.
Αν και οι γνωστότερες νουβέλες του γράφτηκαν μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, στη δεκαετία του ’20, σημαδεύουν το δέσιμο του συγγραφέα με τον κόσμο του χθες, μια ευαισθησία τέλους αιώνα, ένα αισθητικό κλίμα βιεννέζικου ιμπρεσιονισμού, και δείχνουν το ενδιαφέρον του για μια ψυχολογία του βάθους.
Εκτός από την κοινωνιολογική τους μαρτυρία, γοητεύουν με την ένταση που περιέχουν και που υποφώσκει κάτω από τη φαινομενικά επίπεδη αφήγηση.
Τα αφηγήματα αυτά συνδυάζουν τον μοντερνισμό των ψυχολογικών ανακαλύψεων του Φρόυντ με τη ζωντάνια του μυθιστορήματος δράσης.

7/1/09

Ούτε νίκη, ούτε ήττα. Η δύναμη και ταυτόχρονα, ο βράχος, εγώ.

«Κατατρομαγμένος, περικυκλωμένος, ξεπερασμένος απ’ το πλήθος, δεν μπορώ τότε τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να χτυπάω, να τρυπάω, να λεπταίνω και να κάνω να τινάζονται χοντρά θραύσματα ύλης, παρακαλώντας ταυτόχρονα την ύλη αυτή να μου αντισταθεί όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί δεν επιθυμώ ούτε νίκη ούτε ήττα… Γίνομαι ταυτόχρονα και η δύναμη και ο βράχος. Γίνομαι το σημείο κρούσης και το χλευαστικό κενό. Βρίζω, αλλά τουλάχιστον, όσο χτυπάω εξαφανίζομαι».

«ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ» του Πιέρ Πεζύ, Μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, Εκδ. «Ποταμός», σελ. 268, τιμή: 16 ευρώ.

«Η παιδική ηλικία είναι πάρα πολύ οικείο αίνιγμα. Νομίζει κανείς ότι θα βρίσκεται εκεί για καιρό, ότι τίποτα δεν πιέζει, αίφνης όμως η απουσία της γίνεται ένα μαύρο κενό, η σπαρακτική έλλειψη ενός οργάνου που αποκόπηκε ζωντανό».
Η παιδική ηλικία μοιάζει για τον Πιέρ Πεζύ πάντοτε να τον αφορά. Σπαρακτικότατα όσον αφορά τη «Μοναχούλα» (ένας φιλειρηνικός βιβλιοπώλης, τεράστιος ως αγαθός γίγας, τραυματίζει ανεπανόρθωτα ένα μοναχικό παιδί), ψυχαναλυτικά, στο «Γέλιο του δράκου». Όπου παιδιά, μεγαλώνουν, ερωτεύονται, πολεμούν, συμβιβάζονται, δημιουργούν, επιδένουν πληγές κι επιλύουν πανάρχαια αινίγματα, αλλά και παιδιά πεθαίνουν από χέρι γονιού, εχθρού…. κατά τύχη, από τρέλα.
«Τι ήταν αυτό που ήλπιζα; Τι ήταν αυτό που ακόμη περίμενα; Έχω το συναίσθημα ότι πέρασα δίπλα στο ουσιώδες. Πάρα πολύ αργά! Αναρωτιέμαι καμιά φορά μήπως ατένισα όλα τα πράγματα μέσα απ’ τους σκούρους και συμβιβαστικούς φακούς τού «πάρα πολύ αργά», ενόσω μπορεί να υπήρχε ακόμα καιρός».
Αλλά και ο απολογισμός. Όταν «πού πια καιρός». Και για τον απελπισμένο βιβλιοπώλη της «Μοναχούλας» αλλά και για τον κεντρικό ήρωα- αφηγητή στο «Γέλιο του δράκου». Ένα υπαρξιακό, ερωτικό μυθιστόρημα που τα έχει όλα: πόλεμο και στοχασμό γύρω από το κακό, τη θαυματοποιό και λυτρωτική τέχνη και το αίνιγμα της δημιουργίας, τη ζωή που δεν ζήσαμε, τους έρωτες που δεν τολμήσαμε ή τους κόψαμε με αίμα, το άδικο στο οποίο αθέλητα –αλλά πόσο αθέλητα- υπηρετήσαμε, την ευτυχία που ονειρευτήκαμε αλλά ουδέποτε κατακτήσαμε…
Και ξεκινά μαγικά, σαν μαύρο παραμύθι, αυτό του κακού δράκου, όπως και κλείνει.
Στο ενδιάμεσο, φυσικά, η ζωή. Ο δεκαεξάχρονος Πωλ που φιλοξενείται το 1963 από έναν γερμανό φίλο του στο Κελστάιν, το πυκνό δάσος και η μαύρη λίμνη που θα του σημαδέψει τη ζωή. Η Κλάρα Λαφονταίν που θα αγαπήσει, το «μυστικό» της λίμνης με τον Μόριτς που τρελάθηκε και σκότωσε τα δυο του παιδιά. Ο γυρισμός, που ομοίως πικρός κι αβάσταχτος θα ‘ναι. Η δολοφονία του πατέρα του σε ένα παριζιάνικο παγκάκι, η ζωή του με τη μητέρα και ο τοκογλύφος πλούσιος ελεήμων ως προς αυτούς θείος, ο παράξενος γλύπτης που τον μυεί στην ευτυχία της δημιουργίας, η ζωή με την πέτρα, η ζωή με τα Golem, η ζωή με «το γέλιο του δράκου», η ζωή με τα φαντάσματα, η ζωή με τα γλυπτά…
Και στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η ζωή να εναλλάσσεται με το αίτιο και το αιτιατό: Ο πατέρας της Κλάρας στην Ουκρανία το 1941 κατά τη διάρκεια της Γερμανικής εισβολή στη Ρωσία όπου υπηρετούσε ως γιατρός, ο συγχωριανός του ο Μόριτς και η γενοκτονία των Εβραίων, και ιδιαίτερα μικρών παιδιών. Οι προσωπικοί εφιάλτες που δεν τελειώνουν ποτέ, αρέσκεται ο Πεζύ στους ντοστογεφσκικά ενοχικούς ήρωες. Ο Πεζύ είναι ολοφάνερο, ως συγγραφέας, αγαπά πολύ τα βιβλία και τα παιδιά.
Ένα μυθιστόρημα που είναι ταυτόχρονα: πυξίδα ζωής, στοχασμός επάνω στη δημιουργία, πόλεμος και ειρήνη, συνείδηση, δημιουργία.
Με ατμόσφαιρα, σπαρταριστούς και σκοτεινούς, αινιγματικούς χαρακτήρες, μονολόγους υπαινικτικούς, υπαρξιακούς γρίφους και ζωές που διασταυρώνονται πάλι και πάλι, με το παρελθόν πανταχού παρόν, με την τέχνη το μόνο, τελικά, που να μας απομένει. Με την Κλάρα πάντοτε να επιστρέφει, σαν το ανέφικτο της ευτυχίας, ξανά και ξανά. Και κάπως έτσι: «Όταν γυναίκα και παιδιά έχουν φύγει, ανοίγω το μυστικό κουτί που εδώ και καιρό μού έχει δώσει μια Πανδώρα με μαύρα μαλλιά- εξομολογείται ο Πωλ. Βγαίνουν από εκεί η έγνοια, η αβεβαιότητα, η ανησυχία, η δυσφορία, η αμφιβολία, η αηδία, η τύψη, η δυσπιστία, η σκληρότητα, ένα σωρό βρομιές με δυο λόγια, που χώνονται και στην ελαχιστότατη χαραμάδα, εγκαθίστανται ανάμεσα στα σαγόνια των αγαλμάτων και φωλιάζουν στις κόχες των ματιών τους»… Και τότε:
«Κατατρομαγμένος, περικυκλωμένος, ξεπερασμένος απ’ το πλήθος, δεν μπορώ τότε τίποτ’ άλλο να κάνω παρά να χτυπάω, να τρυπάω, να λεπταίνω και να κάνω να τινάζονται χοντρά θραύσματα ύλης, παρακαλώντας ταυτόχρονα την ύλη αυτή να μου αντισταθεί όσο περισσότερο γίνεται. Γιατί δεν επιθυμώ ούτε νίκη ούτε ήττα… Γίνομαι ταυτόχρονα και η δύναμη και ο βράχος. Γίνομαι το σημείο κρούσης και το χλευαστικό κενό. Βρίζω, αλλά τουλάχιστον, όσο χτυπάω εξαφανίζομαι».
Διότι η δημιουργία, εντέλει, είναι Ζωή.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Πιέρ Πεζύ προκάλεσε το εκδοτικό γεγονός της Γαλλίας το 2002 όταν κυκλοφόρησε «Η Μοναχούλα». Το βιβλίο απέσπασε αμέσως ενθουσιώδεις κριτικές, γνώρισε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, βραβεύτηκε με τη διάκριση Inter, μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες (στα ελληνικά εκδόθηκε από τον Ποταμό) και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ζαν- Πιέρ Ντενί.
Με το βραβείο Μυθιστορήματος FNAC 2005 τιμήθηκε «Το γέλιο του δράκου» με το οποίο πλέον ο Πιερ Πεζύ συγκαταλέγεται στους μεγάλους γάλλους συγγραφείς του 21ου αιώνα.
Ο Πεζύ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λυών, μέσα στο οικογενειακό βιβλιοπωλείο. Σπούδασε Φιλοσοφία στη Σορβόννη και συμμετείχε με πάθος στην εξέγερση του Μάη του 68. Καθηγητής στο λύκειο Σταντάλ στη Γκρενόμπλ και διευθυντής προγράμματος στο διεθνές Κολλέγιο Φιλοσοφίας θεωρείται αυθεντία στον γερμανικό ρομαντισμό.Εκτός από τα αμιγώς λογοτεχνικά του έργα έχει γράψει επίσης δοκίμια, μονογραφίες και τη βιογραφία του Ε.Τ.Α.Χόφμαν.