18/8/08

Η γη πάντα θυμάται

«Αύριο δε θα φαίνεται τίποτα, είπε. Μα το αίμα θα μείνει, κι ας μη φαίνεται. Θα μείνει εδώ, μέσα στη γη. Η γη πάντοτε θυμάται…»

«ΤΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΜΕΝΟ ή ΟΙ ΔΙΚΟΙ ΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» της Μαρίνας Καραγάτση, Εκδ. «Άγρα», σελ/ 225, τιμή: 17 ευρώ.

Αυτό που θα υπέθετε κανείς βλέποντας στις προθήκες το βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση «Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι» είναι, α τι καλά, ένα βιβλίο για τη ζωή του Μ.Καραγάτση. Ενδεχομένως μαρτυρία, βιογραφία, αυτοβιογραφία, μια και στο σπίτι Καραγάτση τα μεγέθη ήταν πάντα μεγάλα: συνυπήρχαν ένας μεγάλος συγγραφέας, μια σημαντική ζωγράφος και ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο παιδί. Σπουδές, πορεία και αυτό το βιβλίο, αποδεικνύουν εκτός των άλλων ότι η Μαρίνα Καραγάτση έχει στο DNA της και το μεγάλο συγγραφικό ταλέντο του πατέρα. Διότι το «Το Ευχαριστημένο ή οι δικοί μου άνθρωποι» είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός απ’ εκείνο που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει αρχικά.
Με «δανεικά λόγια», ρυθμό και τέμπο, η συγγραφέας ζωντανεύει μέσα από τρεις παράλληλους μονολόγους κι ένα μονόπρακτο, τους δικούς της ανθρώπους, τις ταραχώδεις ζωές τους, μιαν εποχή.
Οι τρεις παράλληλοι μονόλογοι διαδραματίζονται ταυτοχρόνως «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1950» και ο πρώτος ανήκει δικαιωματικά στον πατέρα. «Ο Καραγάτσης» ονομάζεται και η Μαρίνα Καραγάτση διασώζει με τρόπο σπαρταριστό, τον αυτοσαρκασμό και το χιούμορ του, τον κυνισμό, τον εγωισμό, την τρυφερότητα και όλο τον αντιφατικό του ψυχισμό. Σκληρός στις τιμωρίες του προς εκείνη αλλά αφάνταστα φιλόστοργος με τα άστεγα σκυλιά και γατιά, εγωιστής στον ύπνο του και στο ξύπνιο του αλλά αλτρουιστής όσον αφορά την σωτηρία των ξένων, μαρτυρικά άυπνος και σεσωσμένος όσον αφορά τη γραφή, γοητευτικός όπως πάντα, διότι έτσι αγαπάμε, εν τέλει, τους δημιουργούς, και με τα λάθη τους και τα πάθη τους και ενίοτε ειδικά γι’ αυτά.
Ο δεύτερος μονόλογος «Η Μαρίνα και η Λασκαρώ» είναι της Μαρίνας, αλλά αφορά περισσότερο τη Λασκαρώ. Την ανδριώτισσα Λασκαρώ με την σκληρή γυναικεία μοίρα που έγινε κατά κάποιον τρόπο για τους Καραγάτσηδες, το στοιχειό του σπιτιού: η παρέα της Μαρίνας και το άγρυπνο πανταχού παρόν μάτι του Θεού. Μέσα απ’ τη σχέση τους, αυτές και οι άλλοι: ο Καραγάτσης, η Άνδρος, η Νίκη, η εποχή. Στον δεύτερο μονόλογο πληροφορούμαστε και από πού «το Ευχαριστημένο» (έτσι αποκαλούσε την Μαρίνα η Λασκαρώ).
Ο τρίτος μονόλογος, κυριολεκτικά ένας άθλος, τιτλοφορείται «Η γιαγιά Μίνα», αποτελεί σε μικρογραφία μια οικογενειακή σάγκα και διασώζει την ιστορία της Άνδρου, μια ολόκληρη εποχή. Με γλώσσα σπαρταριστή, ανδριώτισσας αρχόντισσας, με κριτικό μάτι γυναίκας ευφυούς αυτής της εποχής, και με διάθεση να τα δει όλα και «να τα πει έξω απ’ τα δόντια», διασώζει γεγονότα, στιγμές, ήθη κι έθιμα, ηθικές, συμπεριφορές και σκιαγραφεί με όλες τις αντιφάσεις τους, τους πάντες. Στον μονόλογό της, εις απλή καθαρεύουσα, με εκφράσεις της καθομιλουμένης της εποχής, ο εγωιστής γαμπρός της Δημητράκης, η σιωπηλά πανταχού παρούσα αξιοπρεπής κόρη της Νίκη, γονείς, σύζυγος, αδέλφια, ξαδέλφια, ανήψια, γαμπροί. Περιστατικά που σε κάνουν να λιποθυμάς απ’ το γέλιο (όπως αυτό με τις νυχτερίδες στον πύργο) και άλλες να κλαις για τις χαμένες ζωές (η επεισοδιακή γέννηση της Μαρίνας, το περιστατικό με τη Μαρία, η μελαγχολία του Αντώνη). Μικρό δείγμα γραφής:
«Ο Δημητράκης λοιπόν ενώ δεν είχε περιουσία, από οικονομικάς απαιτήσεις άλλο τίποτες. Προ του γάμου μας ετυράννησε με το θέμα της προίκας. Και επιπλέον ήτανε – δηλαδή τι ήτανε, είναι- και ομορφονιός. Δε λέγω, και η Νίκη νόστιμη κοπέλα είναι, αλλά πολύ συσταζούμενη, ντροπαλό κορίτσι. Πως θα τα έβγαζε πέρα με τον «Χόλλυγουντ» όπως αποκαλούσε τον Δημητράκη ο μακαρίτης ο πατέρας του; Άδικο είχαμε ο μπαμπάς της και εγώ να ανησυχούμε; Η Νίκη όμως που τον ερωτεύθηκε από την πρώτη στιγμή, έτρεξε και ηύρε τη σύμμαχό της, τη νόνα της. Εκλείσθησαν στην κάμαρη και τα είπαν δια μακρόν. Όταν εβγήκαν, η μαμά μας ανήγγειλε με ενθουσιασμό τα εξής: «Εμείς οι άρχοντες, οι Μπίστηδες, δεν ελογαριάσαμε ποτές τα χρήματα, μόνον τα γράμματα και την μόρφωση. Είμαι υπερήφανη που ένας Καραγάτσης θέλει να γίνει μέλος της οικογενείας μας. Αυτός ο γάμος μας τιμά και θα γίνει. Δεν δέχομαι καμία αντίρρηση επ’ αυτού». Αυτή ήτο η μαμά, μια αρχόντισσα, μια Μπίσταινα αναθρεμμένη στον Πύργο του Μουβελά, λάτρης των γραμμάτων και των επιστημών».
Το τελευταίο μονόπρακτο που διαδραματίζεται «Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006» στο «Αυλιδάκι», ζωντανεύει όλους τους οικείους νεκρούς: ο Καραγάτσης, η Λασκαρώ, η Νίκη, η γιαγιά Μίνα και ο Αντώνης, επιστρέφουν και λύνουν με χιούμορ και υπερβατική διάθεση την οιανδήποτε διαφορά εν ζωή. Αντικρίζουν τα γεγονότα και την ζωή τους αφ’ υψηλού και αφουγκράζονται την στοργική φωνή «του Ευχαριστημένου» τους. Η Μαρίνα Καραγάτση φαίνεται να έχει βάλει σε τάξη την δική της ψυχή, την ζωή, τη ζωή της μητέρας και του πατέρα, την εποχή. Διότι το παρελθόν δεν είναι χρόνος τετελεσμένος αλλά μας ακολουθεί ολοζώντανος κι ανάλογος της δικής μας θέσης και στάσης ζωής.
Τρυφερότητα κι αυτοσαρκασμός, ειλικρίνεια και χιούμορ, παραστατικότητα και ατμόσφαιρα, αφηγηματική δεινότητα που παραπέμπει στο μεγάλο ταλέντο του πατέρα, η Μαρίνα Καραγάτση σε κανέναν, τελικά, επειδή ακριβώς όλους τους αγαπά, δεν θα χαριστεί.
Ένα έξοχο λογοτεχνικό βιβλίο, εν τέλει, που αναζητά είδος για να καταταχθεί.
«Μαμά, μπαμπά, Λασκαρώ, θείε Αντώνη, γιαγιά Μίνα, παππού Λεωνίδα. Τώρα που τελείωσα το γράψιμο θα πάω μια στιγμή να πλύνω τα χέρια μου κι έπειτα έρχομαι αμέσως. Να με περιμένετε. Δε θα αργήσω», κάπως έτσι τελειώνει «το Ευχαριστημένο» και καλόν είναι να κλείνουν κάποτε οι εκκρεμότητες μιας ζωής. Αλλά η σχέση της Μαρίνας Καραγάτση με το γράψιμο έχει εντυπωσιακά μόλις τώρα αρχίσει.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Μαρίνα Καραγάτση, κόρη του συγγραφέα Μ.Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936.
Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε κυρίως με τη λαική λιθογλυπτική της Άνδρου («Λίθινες εικόνες της Άνδρου» 1990, «Μαρμάρινα τέμπλα στην Άνδρο τον 19ο αιώνα» 1993, «Κτητορικές πλάκες της Άνδρου» 1996).
Έχει έναν γιο, τον ηθοποιό Δημήτρη Τάρλοου.


Μ.Καραγάτσης: Η Μεγάλη Χίμαιρα

Μικρή αποτίμηση μιας μεγάλης ζωής

«Ας γελάσω!»
Έτσι, γελούσε! Με το έργο του («και τώρα που τέλειωσα την κριτική μου, ας μιλήσουμε για σοβαρά ζητήματα: θα πάμε κανά βράδυ, μετά την παράστασι, να πιούμε κάνα ουίσκυ, να χορέψουμε κάνα μάμπο;») με τη ζωή του την ίδια («αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θάρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο»). Υπήρξε, εξάλλου, η τελευταία του λέξη.
Εκατό χρόνια μετά την γέννησή του (Αθήνα το 1908, ως Δημήτρης Ροδόπουλος) και σαράντα επτά από τον θάνατό του (Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου το 1960), η φετινή χρονιά τού ανήκει.
Δυο έργα του γίνονται τηλεοπτικές σειρές («Γιούγκερμαν» και το ημιτελές «Το δέκα»), βιβλία του μεσουρανούν στους καταλόγους ευπωλήτων και όσοι ντρέπονταν κάποτε να ομολογήσουν ότι τον διαβάζουν μετ’ απολαύσεως και μανιωδώς, αναγνωρίζουν, εν τέλει, το συγγραφικό μέγεθός του.
Είρων, ευζωιστής, από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος, ακάματος, αντικομφορμιστής, κατά περίσταση επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογραφικός και ψυχογράφος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής, έδωσε μυθιστορήματα που μας χαράζουν και ωριμάζουν στον χρόνο.
Οι κριτικοί της γενιάς του, αντιμετώπισαν με επιφύλαξη ή και απέρριψαν το έργο του. Οι κρυφοί, παθιασμένοι αναγνώστες του «έλκονταν και απωθούνταν» απ’ αυτό. Εβδομήντα τόσα χρόνια μετά, θωρείται ως ο επιφανέστερος πεζογράφος της γενιάς του ’30.
Πολυγραφότατος (πάνω από είκοσι βιβλία), με σαφή «τα γνωρίσματα της πεζογραφικής ιδιοφυίας», άφησε πίσω του «έργο πληθωρικό, μεγάλης εμβέλειας, εικονοκλαστικό, αναθεωρητικό, απροσδόκητης συχνά βιαιότητας, ανοικονόμητο, γιατί δεν χωρούσε στα πλαίσια της οικείας για την εποχή του, στενόχωρης, αναιμικής και καθησυχαστικής ηθογραφίας» (Αρης Μπερλής).
Όπως δεν χωρά και σ’ αυτό εδώ το αφιέρωμα. Ψήγματα, μόνον.
Διότι ο Μ. Καραγάτσης που δεν πήρε ποτέ το ρόλο του και το έργο του στα σοβαρά, που διόρθωνε σπανιότατα τη δουλειά του, αλλά και εκ των υστέρων δεν άδειαζε να ρίξει σε ό,τι έκανε ούτε ματιά, ποτέ και πουθενά δεν χώρεσε με τα σωστά του.

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
«Ο ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑ» (τίτλος εικόνων, τεύχος 34, 18-24 Ιουνίου 1956) Όταν τον χαρακτήρισαν έτσι ούτε καν εγώ η υπέργηρη, δεν είχα γεννηθεί. Τον αγάπησα, όμως, με κρυφό και φανερό πάθος στην πρώτη γυμνασίου: «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν», «Η μεγάλη χίμαιρα», «Τα στερνά του Γιούγκερμαν» «Το χαμένο νησί», «Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου», «Ο κίτρινος φάκελος», «Λειτουργία σε λα ύφεσις», «Νυχτερινή ιστορία», «Ο μεγάλος ύπνος», «Άμρι α Μούγκου», «Τα στερνά του Μίχαλου», «Σέργιος και Βάκχος», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Βασίλης Λάσκος», «Το συναξάρι των αμαρτωλών», «Η λιτανεία των ασεβών», «Το μπουρίνι», «Η μεγάλη λιτανεία», «Το μεγάλο συναξάρι» μου έκλειναν το μάτι για μια ζωή κι απ’ ότι αντιλαμβάνομαι όλο αυτό είναι κοινό βίωμα πολλών, εφόσον πια όλα φαίνεται να κατασταλάζουν και ν’ αλλάζουν.
«Το όραμα τελειώνει. Τελειώνει; Η Μαρίνα κοιτάει ολόγυρα’ πλέει η άσπρη εκκλησία στον ήλιο, που μπαίνει ανεμπόδιστος από τα μεγάλα παράθυρα’ οργιάζει στα χρώματα και στη λαμπράδα ενός γιορτερού κόσμου. Το κεφάλι του γερο-ιερέα, με λυτά μαλλιά και τα μακριά γένια έχει κάτι από την ήρεμη λάμψη μύστη ορφικού. Οι ψαλμοί, πρωτόγονα μελωδικοί, αναβλύζουν από ψυχές κρυστάλλινες. Στα έξυπνα, τα’ ανήσυχα και τυραγνισμένα πρόσωπα του κόσμου ζωγραφίζεται χαμόγελο κρατημένης χαράς κι αμυδρής ειρωνείας»…
…«Η τελετή τέλειωσε. Η Μαρίνα βγαίνει από την εκκλησία, στηριγμένη στο μπράτσο του άντρα της. Ο πλακόστρωτος περίβολος ξαπλώνεται θαμπωμένος από φως κιτρινόχρυσο, εξαίσια αντίθεση στον καταγάλανο θόλο τ΄ ουρανού. Από το πέλαγο ο μπάτης σιγοπνέει γεμάτος αρμυρές οσμές κι αργοσαλεύει τα φύλλα των φοινικιών. Δεξιά, σε κατανομή αμφιθεατρική, υψώνεται η ηλιόλουστη πολιτεία, σμιλεύοντας το λευκό ασβέστη της με τη ζαφειρόσκονη τ’ ουρανού. Η ζωή της χαμογελάει’ της ανοίγει την γλυκιάν αγκαλιά της να την δεχτεί, να την βαφτίσει στις χαρές της. Με στέρνο πλημμυρισμένο από ευτυχία μισοκλείνει τα μάτια μπροστά στην εξαίσια εικόνα και το μεθυστικό όραμα. Χαμογελάει γλυκά, Και γέρνοντας ολόκορμη προς τον άντρα της, του παραδίδει το ριζικό της» (από το μυθιστόρημα «Η μεγάλη χίμαιρα»)
«- Αύριο δε θα φαίνεται τίποτα, είπε. Μα το αίμα θα μείνει, κι ας μη φαίνεται. Θα μείνει εδώ, μέσα στη γη. Η γη πάντοτε θυμάμαι…
Πέρασε το χέρι στο μπράτσο του φίλου του. Τον κοίταξε στα μάτια. Και είπε:
- Πάμε! Έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε εμείς οι δυο…
Έφυγαν. Πήραν το δρόμο που πηγαίνει προς την πολιτεία. Περπατούσαν χωρίς να μιλάν. Περπατούσαν σίγουρα, βαριά, ρυθμικά. Σαν στρατιώτες που πηγαίνουν να συναντήσουν τον εχθρό. Να πολεμήσουν…
Τώρα ο ήλιος δεν ήταν πια κόκκινος. Ηταν χρυσός» (από «Το μεγάλο συναξάρι»).
Μικρά αποσπάσματα με λέξεις- κλειδιά, όπως «τελειώνει;», «αμυδρή ειρωνεία», «ριζικό της», «αύριο δεν θα φαίνεται τίποτα», από έναν συγγραφέα που επαληθεύει ότι «το έργο θα μείνει», για να αποκαλύπτει μεγέθη και εκτός εποχής. Εξάλλου, πολλοί άνθισαν αργά ή νωρίς και η περίπτωση Μ. Καραγάτση, μια απ’ αυτές, το αποδεικνύει.
«Πότε ρεαλιστής και πότε λυρικός, πότε ενδοστρεφής και πότε σατιρικός ή και ευτάπελος, αλλά πάντοτε μοραλιστής στο βάθος, στάθηκε ένας από τους οξύτερους παρατηρητές και ελεγκτές της νεοελληνικής, αστικής ιδίως, κοινωνίας», κατά τον Γ.Π.Σαββίδη.
«Από ιδιοσυγκρασία φιλόκαινος και θαυμαστής κάθε προόδου, από πεποίθηση αντικομφορμιστής και πολέμιος κάθε συμβιβασμού, δέχθηκε με ενθουσιασμό κάθε νέα ιδέα- πλην του μαρξισμού, μολονότι υιοθέτησε πολλά διδάγματα του ιστορικού υλισμού – και έδωσε συχνά οξύτατες μάχες για θέματα κοινωνικού είτε πνευματικού ήθους», και πάλι, Γ.Π.Σαββίδης.
Και ο Αντρέας Καραντώνης, αποτιμώντας «πεζογράφους και πεζογραφήματα της γενιάς του ’30» θα γράψει:
«Τα ένστικτα του Καραγάτση είναι κατακτητικά, αρχηγικά- και, από την πλευρά αυτή, είναι ο μόνος από τους συγγραφείς μας που μας θυμίζει την θυελλώδη κατακτητική ιδιοσυγκρασία του Μπαλζάκ. Ετσι, ο Γιούργκερμαν είναι περισσότερο μια αλληγορία παρά ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, περισσότερο μια ονειροπόληση και μια συνισταμένη επιδιώξεων παρά μια οντότης…
Ο Καραγάτσης είναι κατά την περίσταση, επικός, λυρικός, οραματικός, ηθογράφος και ψυχογράφος, κοινωνιολόγος, ιστορικός και ψυχαναλυτής, σκληρός σατιριστής με πένθιμο πάντα χιούμορ. Μόνο ανάλαφρος, μόνο χαμογελαστός, μόνο χαριτωμένος, μόνο «ιωνικός» δεν είναι ο Καραγάτσης. Βαρύς, αδρός και πρωτόγονος, χωματώδης, πυκνά γήινος, βάρβαρα αθλητικός, είναι μαζί και γεωργός και θαλασσινός…»
Κι ο Τάσος Βουρνάς, στην Επιθεώρηση Τέχνης το 1960:
«Τέλειος γνώστης της εσωτερικής δομής και της λειτουργείς του μυθιστορήματος, ο Καραγάτσης είναι ο γοητευτικότερος αφηγητής, ο προικισμένος μυθοπλάστης. Είχε αντιληφθεί την προσφορά των κλασικών μορφών του μυθιστορήματος και αντιστάθηκε με επιμονή στις νέες τάσεις μιας πεζογραφίας που διάλυσε το μύθο και τη φόρμα για χάρη μιας «βαθύτερης», κατά τους ισχυρισμούς της, ενδοσκόπησης της ανθρώπινης αγωνίας και ενός λυρισμού που εισόρμησε στις σελίδες της από την περιοχή της ποίησης. Άνισος, αλλοπρόσαλλος, πεισματικά καρφωμένος στην ιδέα ότι η libido αποτελεί τον άξονα της ανθρώπινης ψυχολογίας και την κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της κοινωνίας, έδωσε κάποτε σελίδες παλλόμενες από θελκτικό νεύρο και άλλοτε αφόρητα ρηχές, σαρκάζοντας τα πάντα, περιφρονώντας τα πάντα, χωρίς να εξαιρεί – κι εδώ βρίσκεται η τιμιότητα του- ούτε τον ίδιο του τον εαυτό».
Και το μεγαλείο του, θα λέγαμε. Μια ζωή «ας γελάσω!»

Η ΖΩΗ
δια χειρός του ιδίου, με τον γνωστό, χαρακτηριστικό αυτοσαρκασμό του:
«Γεννήθηκα στην Αθήνα, σ’ έν’ από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους. Δεν σας λέω όμως σε ποιο.
Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω τους διαφόρους «αρμοδίους», όταν έρθει η στιγμή να «ενστοιχισθεί η αναμνηστική πλάξ». Εγώ, βέβαια, θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι, ψηλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτιο φάρσα μου…
Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως υπήρξα και… Αρσακειάδα!) κι αντί να ερωτευθώ τις συμμαθήτριές μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσε για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην «γυναίκα των ονείρων μου».
Αυτή όμως- που κάτι είχε καταλάβει- με προβίβασε στη μεγαλύτερη τάξη, όπου δίδασκε μια γεροντοκόρη με κακόχυμα σπειριά… Πρώτη ερωτική απογοήτευση…
Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όπου έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ενας μονάχα – ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και με μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσε να καταλάβω… αργότερα όμως κατάλαβα. Ο κ. καθηγητής ήταν… λογοτέχνης… Εννοείται, πως τον εκδικήθηκα σκληρά… Ημουν νεαρώτατο μέλος της Εταιρίες Ελλήνων Λογοτεχνών, όταν ο κ. καθηγητής- γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου, για να μπει κι αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διανόησης… Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι κι εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Κάποτε σπούδασα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ.κ.Πέτρον Χάρην, Αγγελον Τερζάκην, Γιώργον Θεοτοκάν, Θανάσην Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτη, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στην δικανική σταδιοδρομία τους- όπως κι εγώ εξ άλλου.
Εφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία – ποιήματα. Δεν τα δημοσίεψα ποτέ. Αργότερα τόρριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…
Εγραφα πολλά και διάφορα, διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα, έργα υψηλού ηθικοπλαστικού περιεχομένου, πολύ κατάλληλα για παρθεναγωγεία και βιβλιοθήκες οικογενειών με αυστηρά αστικά ήθη. Οι ήρωές μου – Λιάπκιν, Μαρίνα Ρείση, και κυρίως Γιούγκερμαν- είναι άνθρωποι αγνοί, αθώοι, ιδεολόγοι, που στέκουν ψηλότερ’ από τις αθλιότητες του χαμερπούς υλισμού. Απορώ πώς το εκπαιδευτικό συμβούλιο δεν εισήγαγε ακόμα τα βιβλία μου για αναγνωστικά στα Σχολεία του Κράτους, εξίσταμαι ως η Ακαδημία δεν μου έδωσε ακόμα το βραβείο Αρετής, πώς δεν μ’ εκάλεσε ακόμα να παρακαθήσω στους ενάρετους κόλπους της, κοντά στον κ.Σπύρο Μελά.
Δεν επείραξα ποτέ συνάδελφο κι είμαι συμπαθητικώτατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ’ αποδειχθεί στην κηδεία μου, όπου θάρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει απ’ το νεκροταφείο, ο κόσμος κι ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης.
Είμαι βέβαιος, πως ο Θεός θα με κατατάξει μεταξύ των Αγίων.
Αμήν!»
Μ.Καραγάτσης

Ο Καραγάτσης του Κώστα Μουρσελά

Επιγραμματικά, με κάποιες σκόρπιες σκέψεις μου, θα εξηγήσω γιατί αγαπώ και εκτιμώ βαθύτατα αυτόν τον πάρα πάρα πολύ σπουδαίο Ελληνα συγγραφέα.
Γιατί είναι από τους πρώτους στον τόπο μας που κυκλοφόρησε με άνεση τους ήρωες του μέσα στην πόλη, στο άστυ και μάλιστα μέσα σε κλειστούς χώρους, εκεί που συναντιώνται οι άνθρωποι, και κουβεντιάζουν, εκεί που γεννιώνται οι συγκρούσεις τους: στην τραπεζαρία, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρα, στο γραφείο.
Γιατί παραμένει και σήμερα σύγχρονος και επίκαιρος: και στη θεματική του και στον τρόπο ανάδειξης του χαρακτήρα των ηρώων του, και γιατί η γκάμα τους περιλαμβάνει και μεγαλοαστούς και αστούς και μικροαστούς και ανθρώπους του περιθωρίου, του δρόμου, του υπόκοσμου και επιτυχημένους και αποτυχημένους.
Γιατί δίνει βαρύτητα στα πάθη των ηρώων του, στον τρόπο που ζουν, στις συνθήκες ζωής τους.
Γιατί ο έρωτας, σε όλες τις μορφές του, παραμένει κυρίαρχο στοιχείο στο έργο του, χωρίς βέβαια να περιορίζεται μόνο σ’ αυτό, αφού δεν τον απομονώνει από τα υπόλοιπα συμβαίνοντα στη ζωή των ηρώων του.
Γιατί δεν έχει προκαταλήψεις, αφού μέσα από τον ερωτισμό τους μπορεί και μας αποκαλύπτει τη σημασία της απελευθέρωσης του ανθρώπου.
Γιατί στους ήρωές του πλεονάζουν οι αντιθέσεις καθώς είναι πολλά πράγματα μαζί: και δειλοί και τυχοδιώκτες και ευαίσθητοι και προδότες και άπληστοι, πράγμα που μας πείθει πόσο μοντέρνος παραμένει και σήμερα.
Γιατί τα κίνητρά του είναι ανθρώπινα, δηλαδή και ιδιοτελή και εγωιστικά. Θυμηθείτε τον Γιούγκερμαν που ενώ ονειρεύεται να φτιάξει χαμαιτυπεία κατόρθωνε να γίνει ένας μεγάλος ιδιοκτήτης τράπεζας.
Γιατί πιστεύει ότι βαραίνουν τα κοινωνικά αίτια στις συμπεριφορές των ηρώων του.
Γιατί απογοητεύεται όταν βλέπει ότι όσο πάει θριαμβεύει το κακό, η φθορά, η ματαιοδοξία, η απληστία, τα αρνητικά του ανθρώπου, αλλά και γιατί τολμά και βρίσκει ως αντίδοτο το συναίσθημα, τον έρωτα, την ομορφιά της ζωής.
Γιατί ο σαρκασμός του, η ειρωνεία του, το χιούμορ του προσφέρουν απόλαυση στον αναγνώστη του, αν και ξέρει πόσο δύσκολα αλλάζουν τα πράγματα.
Γιατί λυπάται που οι άνθρωποι βασανίζονται επειδή η κοινωνία τους εγκλωβίζει μέσα σε απάνθρωπες αρχές και πρέπει, και γιατί λίγο πολύ τους γεμίζει ενοχές όταν παρ’ όλ’ αυτά τολμήσουν να ζήσουν τα πάθη τους.
Γιατί κατόρθωσε να δώσει στο έργο του, την αίγλη μιας παγκοσμιότητας, ενός κοσμοπολιτισμού.
Γιατί, ενώ τα πάει καλά με την ιστορία, ενώ ξέρει το ρόλο που παίζουν η πολιτική, οι συνθήκες στη ζωή των ανθρώπων, αυτός ελάχιστα θα τα χρησιμοποιήσει- όσο το χρειάζεται η αφήγησή του. Αντίθετα στο έργο του προέχει το άτομο, η προσωπική ιστορία των ηρώων του, γιατί έτσι γίνεται πιο πειστικός, γιατί έτσι κατορθώνει το ειδικό να το μετατρέψει σε καθολικό.
Γιατί μου πάει η γλώσσα του, το στυλ του για τον λόγο ακριβώς που τον κατηγορούσαν στην εποχή του κριτικοί και κατεστημένες δυνάμεις ότι είναι προχειρογράφος, απείθαρχος, ερμηνεύοντας έτσι την ικανότητά να του να είναι λιτός, ευθύς, σαφής, χωρίς φιοριτούρες στο λόγο του, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα στις λέξεις του, όταν ακόμα και ο Τσέχωφ μας συμβούλευε να είμαστε άκομψοι, θρασείς, σύντομοι και κυρίως να μην στιλβώνουμε τις λέξεις. Αυτό έκανε προς τιμήν του και ο Καραγάτσης, όχι γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, αλλά γιατί έτσι γινόταν γοητευτικός ο λόγος του.
Δυστυχώς, τον Καραγάτση δεν τον είχαν καταλάβει οι κριτικοί της εποχής του, στηλιτεύοντας τον ερωτισμό του και χαρακτηρίζοντας τον ίδιο αμοράλ και ερωτομανή, πράγματα που σήμερα ακούγονται όχι μόνο σαν αστεία αλλά και ως θετικά στο έργο του! Έτσι άρεσε ο λόγος του, έτσι γινόταν άμεσος, πηγαίος και αυθόρμητος, έτσι αν και δεν κατέκτησε τους κριτικούς, κατέκτησε τους χιλιάδες αναγνώστες του.
Δεν τον είχαν καταλάβει όμως ούτε οι αριστεροί της εποχής, γιατί δεν δέχονταν ότι η τέχνη είναι πάνω από ιδεολογίες και ότι κατά κανένα τρόπο δεν είναι εξάρτημά της.
Εν κατακλείδι, ο Καραγάτσης, παραμένει εκτός από απολαυστικός παραμυθάς και επίκαιρος και μοντέρνος, γιατί και τότε και τώρα βασιλεύει το κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της μεγάλης επιτυχίας, ο αμοραλισμός, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η ζούγκλα στη ζωή μας, η ιδιοτέλεια, που όλ’ αυτά υπάρχουν και καυτηριάζονται στο έργο του.
Ο Καραγάτσης έγραφε γιατί του άρεσε να αφηγείται, γι’ αυτό και τη γραφή του δεν την καθόριζαν σε πρώτο πλάνο οι ιδεολογικές, κοινωνικές αναγκαιότητες, αλλά η ανάγκη του να συνταξιδέψει με τον αναγνώστη του, που αυτή είναι και η κύρια δουλειά του μυθιστοριογράφου, που κανονικά δεν διηγείται για να μεταδώσει γνώσεις και ιδέες, αλλά κυρίως να προκαλέσει συγκίνηση, σκέψεις, συναισθήματα.
Ο Καραγάτσης φρόντιζε να είναι προκλητικός, καυστικός για να προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη γιατί ήξερε ότι μόνον έτσι θα μπορούσε να πάει και βαθύτερα τις ιστορίες του.


Ο Καραγάτσης της Μάρως Δούκα

Θα ήμουν γύρω στα δεκαπέντε όταν πρωτάρχισα να διαβάζω Καραγάτση. Τι ήταν αυτό που με γοήτευε; Η πλοκή; Το θέμα; Οι χαρακτήρες; Επίμονος, χλευαστικός πάντα, προκλητικός, οξυδερκής, ανηλεής. Αν και μιλούσε και αυτός για χαμένες πατρίδες και για φρικτούς πολέμους δεν υπήρχε εδώ καμιά συμπόνια που να συγκρατεί, κανείς σκοπός που να ορίζει, μόνο το ένστικτο της επιβίωσης, ο ηδονισμός, το εύκολο κέρδος, το παιχνίδι της εξουσίας, ο αμοραλισμός, η γελοιοποίηση του αγαθού, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η δολοπλοκία, η αποθέωση της ζούγκλας σε μια Ελλάδα ματωμένη «υπό ανάπτυξιν».
Και όταν αργότερα άρχισα να χώνομαι στα μυστικά της γραφής και να αναζητώ τους δικούς μου τρόπους, από όλους τους «πρωτοκλασάτους» της γενιάς του, ο Καραγάτσης άντεχε στην αλαζονική κρίση μου, όχι επειδή είχα αποφασίσει να ξαναδιαβάσω τα βιβλία του και να τα επανεκτιμήσω, αλλά επειδή ήταν ο μόνος με τον οποίο αισθανόμουν ότι έχω ανοίξει από τα νεανικά μου χρόνια διάλογο ικανό να ενεργοποιήσει μέσα μου αμφίδρομα τον σαρκασμό και την ειρωνεία. Την ίδια στιγμή που είχα τη διάθεση να ειρωνευτώ ή και να σαρκάσω τον Καραγάτση- συγγραφέα για την εμμονή του στο λίμπιντο των ηρώων του, αισθανόμουν και βαθιά διαποτισμένη από την περιγελαστική ματιά του απέναντι στα ζητούμενα όχι μόνο της δικής του γενιάς αλλά και της τάξης του. Το επίθετο «καραγατσικός» όριζε από τότε και ορίζει πάντα για μένα χωρίς περιττές αναλύσεις μια συγκεκριμένη θεώρηση ζωής, έναν συγκεκριμένο άνθρωπο.
Για τον Καραγάτση όμως, πέρα από τις όποιες κρίσεις και πολύ πριν από τους τηλεοπτικούς παραγωγούς, είχε αποφασίσει ο χρόνος. Παραμένει ο γοητευτικότερος και ο διαχρονικότερος της γενιάς του ακριβώς γιατί ο κεντρικός πυρήνας των συνθέσεών του, συνειδητά ή όχι, ορίζεται από την κυνική και ανάλαφρη αποσύνθεση της γενετήσιας ορμής από την ερωτική απόλαυση, της λογικής από το συναίσθημα και του πραγματισμού από τα κοινά οράματα. Έτσι, οι μυθιστορηματικοί ήρωές του ενσαρκώνουν αρχετυπικά με επικαιρική σαφήνεια, θα έλεγα, το ήθος των ημερών μας και αναδεικνύονται ως οι κατεξοχήν ικανοί και επιδέξιοι να συλλάβουν αυτάρεσκα το πνεύμα των καιρών και να δράσουν «κοινοφελώς» αποβλέποντας στο δικό τους και μόνο συμφέρον».

Ο Καραγάτσης του Χ.Α. Χωμενίδη

Ο Καραγάτσης είναι ο μοναδικός απ’τη γενιά του ’30 και ένας από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς του 20ου αιώνα γενικά που όσο περνάει ο χρόνος το όνομά του κάθε άλλο παρά ξεθωριάζει, που τα βιβλία του όχι μόνο δεν αραχνιάζουν αλλά κερδίζουν θριαμβευτικά τις νεότερες και τις νεότατες γενιές των αναγνωστών. Γιατί συμβαίνει αυτό; Μα είναι προφανές. Διότι η αφήγησή του ξεχειλίζει από χυμούς και οι ήρωές του από σαγήνη, διότι στα μυθιστορήματά του πλάθει ολόκληρους κόσμους και τα διηγήματά του αποτελούν σπαρταριστές φέτες ζωής.
Και η «προχειρότητα» στο γράψιμό του; Και η ροπή του προς το «φτηνό» και το «χυδαίο»; Κι ο «κυνισμός» του; Και όσα ακόμα τού έσουρνε μια μερίδα της σύγχρονής του κριτικής ενώ παράλληλα υμνούσε την «καλλιέπεια», την «πρωτοποριακότητα» είτε την «στρατευμένη μαχητικότητα» κάποιων λησμονημένων σήμερα λογοτεχνών;
Εκείνο που κατά βάθος απεχθάνονταν οι «τα φαιά φορούντες» λόγιοι στον Καραγάτση, συνιστά το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό αλλά και ηθικό προσόν του. Είναι το γεγονός ότι ο Καραγάτσης δεν καταδέχεται να εξωραϊσει, να ευπρεπίσει, να εξιδανικεύσει. Ότι μέσα στις σελίδες του παρουσιάζει τους ανθρώπους όχι όπως θα’πρεπε αλλά όπως αληθινά είναι: Υψιπετείς και έρποντες, μικρόψυχους και λεοντόκαρδους, ταυτόχρονα ικανούς για το υπέροχο και για το απαίσιο. Συναρπαστικούς δηλαδή μέσα στις αξεπέραστες τους αντιφάσεις…»
Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 08/10/2007

ΥΓ. Λέω να φεύγω κι εγώ. Τώρα που θα γυρίζουν όλοι, δεν θα έχει πια γούστο η γεμάτη Αθήνα. Αν περνάω καλά, ίσως αργήσω. Αλλιώς... όπως μου πάει, ναι?
Να είστε καλά και να θυμάστε ότι τα έξυπνα παιδιά περνούν πάντα καλά! Για μένα το λέω, που ενίοτε κάνω διακοπές σαν χάπι! Το λέω σε σας για να τ' ακούω εγώ, αλλά καλόν είναι αυτό, το να μη θέλεις, δηλαδή, να διακόπτεις απ' τη ζωή σου! Αλλ' όμως πρέπει να φύγω, για να μου λείψει, για να σας λείψω (λέμε τώρα), για να μου λείψουν όλα αυτά που αποκαλώ "ζωή μου". Μονάχα τετραδιάκια θα πάρω μαζί μου. Και κάτι μολυβάκια, που να σας λέω, με πειρατές! Εις το επανιδείν, λοιπόν!

Σας ασπάζομαι τρυφερά, απαξάπαντες, άλεφ

13/8/08

Μια πεταλούδα μπορεί να σώσει μια ζωή...

Για τη Νεφέλη, για όταν θα μεγαλώσει

«Η συγγραφή είναι τόσο μακριά από αυτό το σύμπαν που καταλήγει να το συναντά- είναι σαν να ξεκινάς κάθε φορά να βρεις στα σαγόνια της φωτιάς τη σταγόνα δροσιάς που κρύβεται εκεί μέσα… Κείνο που είναι γνήσιο είναι το κούρνιασμα των ψυχών μες σε μια ζωή που τήκεται. Η αβάσταχτη πραγματικότητα οδηγεί σαν άλογο αχαλίνωτο. Η πραγματικότητα είναι το βουνό των αγίων».

«Για να γράψω αυτό το βιβλίο, ξερίζωσα το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου και το έκανα καβαλέτο. Ζωγραφίζω εδώ και μήνες μια χιονονιφάδα κι ένα σύννεφο- τίποτα παραπάνω’ τούτα θα έπρεπε να αρκούν για να συλλάβει κανείς όλο το φως αυτού του κόσμου – αλλά και του άλλου».

«Το κλουβί της συμβατικότητας που περικλείει τους ανθρώπους καμιά φορά ανοίγει. Τα κάγκελα των προβλέψιμων λόγων πριονίζονται από τη λίμα της σιωπής ή της κόπωσης και τότε ο άνθρωπος εμφανίζεται σε όλη τη βασιλική του μεγαλοπρέπεια- βρίσκεται μπροστά σε κάποιον που θα πεθάνει, αλλά το έχει ξεχάσει, που είναι καλός, αλλά δεν το ξέρει. Δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα ωραιότερο.
Μέχρι κι οι τυφλοί μπορούν να δουν το φως, αρκεί να τους μιλήσει ένας καλός άνθρωπος».

«Επί τριάντα χρόνια έμεινα καθισμένος στο τραπέζι του πατρικού μου. Ο ένας μετά τον άλλο, οι φίλοι μου έφυγαν από το Λε Κρεζό, ανακάλυψαν άλλες χώρες, εγκαταστάθηκαν σε άλλες πόλεις. Εγώ είχα την εντύπωση ότι πουθενά αλλού δε θα βρισκόμουν μπροστά σε πρόσωπα τόσο πρωτοφανή, όσο εκείνα που συναντούσα δυο φορές την ημέρα, σε κάθε γεύμα. Πατέρας, μητέρα, αδελφός, αδελφή: τι πιο παράδοξο από αυτούς τους ανθρώπους που σου μοιάζουν τόσο πολύ κι είναι τόσο διαφορετικοί; Όταν μοιραζόμουν το ψωμί μαζί τους, ήταν σα να πήγαινα μακρύτερα κι από την Κίνα. Ποιος ο λόγος να γυρίσω τον κόσμο, αφού δεν είχα ακόμη αποκρυπτογραφήσει τα αινίγματα τούτων των οικείων παρουσιών; Γύρω από το τραπέζι περιστρέφονταν οι άγγελοι του επιούσιου, θαμπωμένοι από τις λάμψεις του λουλουδάτου μουσαμά».

«Η αγιοσύνη με ενδιέφερε για χρόνια, ώσπου βρήκα κάτι καλύτερο από αυτήν: τη ζωή της κάθε μέρας, την απλή ζωή χωρίς γόητρο, τη φθαρμένη και μανταρισμένη σε διάφορα σημεία, σα χοντρό βαμβακερό σεντόνι, με κόκκινα αρχικά κεντήματα που χρησιμοποιήθηκε πολύ».

«Έζησα πάνω από πενήντα χρόνια σε μια πόλη που πολλές γειτονιές της παραμένουν ακόμα άγνωστες σε μένα. Σαν να βρισκόμουν κλεισμένος σε ένα βιβλίο με σκληρό κόκκινο εξώφυλλο της συλλογής Χέτζελ’ κι αν ακόμη έπρεπε να περάσω μέσα του την υπόλοιπη ζωή μου, δεν θα γνώριζα ποτέ το τέλος του και θα είχα δει μόνο τις πρώτες του βινιέτες».

Κριστιάν Μπομπέν «Αιχμάλωτος του λίκνου», μετάφραση: Μαρία Χρηστίδου, Εκδόσεις ΧΑΡΑΜΑδΑ.

ΥΓ: Εχθές ήταν μια πολύ περίεργη μέρα. Σαν καλή σπασίκλα είχα γράψει και είχα κλείσει τα πάντα, όλα τριγύρω μου χαμογελούσαν, όλα έδειχναν πως βαίνουν καλώς! Όμως ήδη το ήξερα πως είναι μια μέρα- ρουφήχτρα, απ’ εκείνες που με καταπίνουν και δεν μπορώ σα μυγάκι ν’ αντιδράσω στα δίχτυα ποτέ. Ακόμα και τέτοιες μέρες το τηλέφωνο αδιάκοπα χτυπούσε, βεβαίως απαντούσα, χαμογελούσα, θυμόμουν αυτή την τεράστια κούκλα στο λούνα παρκ με το μεγάλο φουρό: όλοι τριγύρω της, πάνω της, στη πλουμιστή ποδιά της και το κεφάλι της τόσο δα εκεί ψηλά μόνο κι έρημο στον ουρανό, στο Θεό.
Περνούσε η ώρα και σερνόμουν. Όλα γύρω βαίνουν καλώς.
Και ξαφνικά στο τηλέφωνο μια θαυματουργή γοητευτική φωνούλα: νονά, νονά, νονάαααα, πού είσαι νονά???
Και ξαφνικά στο τηλέφωνο, το ξεχασμένο φεγγαράκι: «φεγγαάκι μου λαμπό, φέεεγγε μου να πεπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γάμματα, γάμματα σπουδάματααα, του Θεού τα…»
Και ξαφνικά μια πεταλούδα εκεί ψηλά στον ουρανό, στο Θεό.
Έτσι αύριο, λοιπόν, εκεί όπου θα πάω με τη λαμπαδίτσα μου για να ευχαριστήσω («κυρία μου όσο και να προσεύχεστε δεν πρόκειται ετούτο εδώ να γίνει παιδί», ο παιδίατρος στη μάδερ κάποτε), εκτός από τις χαρές και τα κλάματα, και τα βιβλία, και την διαδρομή, και τα βουνά και την θάλασσα και τους φίλους και τις αγάπες και, πιο πολύ για τη μικρή Νεφέλη θα ευχαριστήσω.
Και θα ευχαριστώ απ’ εδώ και στο εξής, κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή τη ζωή!
Εδώ είναι, μάτια μου, η νονά, εδώ για πάντα!
άλεφ, η νονά σου

11/8/08

Μας είδες στο μέλλον!

«ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ» της Δάφνης Ντι Μωριέ, Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 132, τιμή: 11 ευρω.

Το πρώτο της βιβλίο «Το αξιαγάπητο πνεύμα» κυκλοφόρησε το 1931. Η Δάφνη ντε Μωριέ, εξάλλου, κόρη ηθοποιού και εγγονή συγγραφέα, έγραφε από πολύ μικρή. Συνδυάζοντας με τρόπο δικό της και μοναδικό το παράδοξο του Πόε και την ατμόσφαιρα και τους αινιγματικούς χαρακτήρες της Πατρίτσια Χάισμιθ, συνέδεσε το όνομά της με μεταφυσικά αριστουργήματα. Τα γνωστότερα θρίλερ του Χίσκοκ «Ρεβέκκα» (1938), «Τα πουλιά», «Η ταβέρνα της Τζαμάικα» έφεραν τη δική της σίγουρη εγγυητική υπογραφή. Ο Χένρυ Κόστερ γύρισε ταινία την «Εξαδέλφη Ραχήλ» (1951), ο Νίκολας Ρεγκ το «Μην κοιτάζεις τώρα» (1971). Σε ελληνικές εκδόσεις έχουν ήδη κυκλοφορήσει τα βιβλία της: «Ρεβέκκα», «Οι μπλε φακοί», «Το σπίτι της όχθης», «Τα πουλιά. Φίλησέ με πάλι άγνωστε».
Από τις εκδόσεις «Μελάνι» μόλις κυκλοφόρησε ένα μικρό διαμαντάκι δικό της: «Μετά τα μεσάνυχτα». Νουβέλα 132 σελίδων που συνδυάζει μοναδικά, ατμόσφαιρα, μυστήριο, ανατροπή, παράδοξο, τύχη και αναγκαιότητα, κομψότητα, παραμυθένιο, εφιαλτικό ύφος, χαρακτήρες, θεατρικούς διαλόγους, κινηματογραφική δράση, αινιγματικό κι ανοιχτό τέλος.
Η ιστορία αφορά ένα νεαρό παντρεμένο ζευγάρι, τον Τζον και τη Λόρα, που έχοντας χάσει την μικρή τους κόρη Κριστίν από μηνιγγίτιδα, έχουν έρθει στη Βενετία για να ξεχάσουν και να παρηγορηθούν. Εκεί θα συναντήσουν δυο ηλικιωμένες δίδυμες αδελφές, εκ των οποίων η μία τυφλή και με μαντικές ικανότητες. Όλα θα ξεκινήσουν με το αγαπημένο τους παιχνίδι και εύθυμη χροιά, όπου το ζευγάρι θα προσπαθήσει να μαντέψει… ιδιότητες των διδύμων, αρχίζοντας από τα πλέον ανατριχιαστικά: «δολοφόνοι», «προσπαθούν να μας υπνωτίσουν», «σεσημασμένοι κακοποιοί»…
Η συνάντηση θα πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις όταν η μία εκ των δυο θα πει στην Λόρα ότι βλέπει ανάμεσά τους την νεκρή Κριστίν! Θεωρώντας την παρουσία της ως απειλητικό σημάδι θα προσπαθήσει να τους πείσει να φύγουν εσπευσμένα από τη Βενετία για να μη τους συμβεί κακό. Μια αδιαθεσία του μικρού γιου τους φαινομενικά θα λύσει το θέμα, η Λόρα θα αναγκαστεί να φύγει άρον- άρον αεροπορικώς, όσο για τον Τζον, έτσι ή αλλιώς, ποτέ δεν τις πίστεψε, παρ’ ότι οι δίδυμες επιμένουν ότι είναι κι ο ίδιος αρκετά… μεταφυσικός!
Μια εικόνα σε γόνδολα που βλέπει πριν φύγει- οι ηλικιωμένες δίδυμες και η Λόρα με κόκκινο αδιάβροχο- θα καθυστερήσει την αναχώρησή του, αλλά λάθος εντύπωση, η Λόρα ήδη έχει φτάσει στο σπίτι και οι δίδυμες δεν την έχουν ξαναδεί. Το κακό είναι ότι ο ίδιος καθυστερεί ακόμα αναζητώντας την Λόρα στην Βενετία και η διαπίστωση ότι η εικόνα που είδε έρχεται απ’ το μέλλον, θα έρθει για κείνον πάρα πολύ αργά!
Στη νουβέλα της Ντι Μωριέ ένα εξαιρετικό παιχνίδι στο χρόνο, όπου το μέλλον εισχωρεί σε χαραμάδες παρόντος, ενισχύει την ατμόσφαιρα η οποία μέχρι το τέλος παραμένει σκοτεινή και αινιγματική.
Παρά το ερεβώδες βάθος του θέματος, η συγγραφέας αφηγείται τα πάντα απολύτως λιτά, φυσικά και με σαφήνεια. Σχεδόν… ρεαλιστικά.
Ο σκεπτικισμός του Τζον συνεχίζεται μέχρι και το απολύτως παράδοξο τέλος και η αφηγήτρια- συγγραφέας δείχνει να… συμφωνεί. Επιτρέπει στα γεγονότα να συγκλονίσουν τον αναγνώστη, εκείνη αρκείται να τα παρακολουθεί.
«Μας είδες», είπε. «Και εμάς και τη γυναίκα σου. Αλλά όχι σήμερα. Μας είδες στο μέλλον», αφήνει την τυφλή αδελφή να του πει. Και όσο για τον ύψιστο τρόμο, την αφήνει να τον προβλέψει μαζί με μια επιληπτική κρίση, ώστε και πάλι από τον Τζον να μη γίνει ακόμα πιστευτή.
Θα τον αφήσει να ξαφνιαστεί στην τελευταία σελίδα μαζί με τον αναγνώστη.
Μια αριστουργηματική, ατμοσφαιρική νουβέλα που θίγει το ζήτημα της ενόρασης και της παρουσίας των οικείων νεκρών. Με τρόπο σχεδόν παραμυθητικό. Κάπως σαν όνειρο που όταν ξυπνάς όμως βλέπεις τα σημάδια. Εξαιρετικές στιγμές της ιστορίας, το λεκτικό παιχνίδι του ζευγαριού στη Βενετία, η επίσκεψη στο Ναό και το ψηφιδωτό της παρθένου, οι στιγμές ενόρασης του Τζον «από το μυαλό του πέρασε η σκέψη: Αυτό είναι το τέλος, δεν υπάρχει διαφυγή, δεν υπάρχει μέλλον», η περιγραφή της τυφλής αδελφής, η σκηνή με «το κοριτσάκι» που επαναλαμβάνεται ως ντε ζα βί και αποκωδικοποιείται στο τέλος.
Εξαιρετικό το εξώφυλλο, η έκδοση, η μετάφραση. Εννοείται ότι διαβάζεται απνευστί.
Η νουβέλα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Νίκολας Ρεγκ, με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι. Την ταινία αυτή την κατατάσσουν ανάμεσα στις 100 καλύτερες ταινίες του βρετανικού κινηματογράφου.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Δάφνη Ντι Μωριέ γεννήθηκε στις 13 Μαίου του 1907 στο Λονδίνο, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Κορνουάλη.
Ήταν κόρη του γνωστού ηθοποιού Τζέραλντ ντι Μωριέ και εγγονή του σκιτσογράφου και συγγραφέα Τζορτζ ντι Μωριέ.
Από τη δεκαετία του 1920 άρχισε να καθιερώνεται ως συγγραφέας.
Έγραψε δεκαεπτά μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα, και αρκετά από τα έργα της μεταφέρθηκαν στο κινηματογράφο και την τηλεόραση.Πέθανε το 1989.

8/8/08

Το βαθύτερο σημάδι απ' όλα

«ΑΘΗΝΑΙΟΥ ΒΟΡΒΟΡΥΓΜΟΙ» της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 172, τιμή: 12 ευρώ.

«Αν δε με αφήσεις ήσυχο, θα φύγω και θα μπαρκάρω στα καράβια και δε θα με ξαναδείς ποτέ σου!»
«Στο καλό και να μας στέλνεις κάρτες από τα λιμάνια, κάπτεν Νέμο! Ποιο καράβι θα πάρει εσένα για ναύτη που πηγαίνεις από καρέκλα σε καρέκλα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι βρε φαντασιόπληκτε;»
«Σιγά μην πάω ναύτης. Ασυρματιστής θα γίνω για να διαβάζω με την ησυχία μου όσο θέλω και ό,τι θέλω, κι εσύ ειδικά δε θα με ξαναδείς ποτέ σου! Να το ξέρεις!»
«Κλασικός διάλογος με τη γιαγιά» αυτός.
Που επαληθεύτηκε εις το έπακρον, διότι και τον Πλοίαρχο Νέμο- Κανένα συνάντησε, και τον Αθήναιο από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου ενδύθηκε και έκανε γράφοντας και μαγειρεύοντας τον γύρο της γης: Με «ερωτικά φίλτρα», «βανίλια υποβρύχιο», «γεμιστές σπλήνες», «φράουλες με μαύρο πιπέρι», «πουτίγκα από ρύζι γιασεμιού» και «ντολμαδάκια γιαλατζί». Με «Βενετσιάνικο ρύζι al nero με φύλλο χρυσού», «Χαμπαγιόν από κρασί μοσχάτο με σοταρισμένα φρέσκα φρούτα μετά», «αναποδογυρισμένο κέικ με καραμελωμένο ανανά», «μυστικό του Σουλτάνου σούπα από χυμό ροδιού», «κρέας γιούλμπασι» και «ρώγες της Αφροδίτης».
Αθήναιος από το Σεπτέμβριο του 2005 στο διαδικτυακό της ημερολόγιο «Αθήναιου Βορβορυγμοί» η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου επινόησε ένα νέο είδος γραφής. Που είναι Δειπνοσοφιστές και μουσική, ιστορία και μυθολογία, χρονογράφημα και προσωπική μαρτυρία, καθημερινότητα αλλά και ο χρόνος του θεού και της ζωής, αναμνήσεις και σχέδια, θεικό παρόν και νοσταλγία, γέλιο και δάκρυ, ειρωνεία και ευαισθησία, υψηλή μαγειρική και προσωπική μυθολογία.
«Βορβορυγμοί ονομάζονται τα γουργουρητά του στομαχιού, όμως τους βορβορυγμούς αυτούς συχνά τους ακούω και μέσα στο κεφάλι μου, όταν συντάσσω κείμενα για τη μαγειρική και την ιστορία της, γι’ αυτό και τα κείμενα αυτά τα επιγράφω έτσι», εξηγεί στον πρόλογο του βιβλίου του ο Αθήναιος, Βίβιαν Ευθυμιοπούλου πια σταθερά.
Και όσο για το ψευδώνυμο:
«Ο Αθήναιος από τη Ναύκρατη της Αιγύπτου, το όνομα του οποίου χρησιμοποιώ ως ψευδώνυμο, ήταν μια μυστήρια και πολύ cool μορφή της ύστερης αρχαιότητας. Οι γραμματολόγοι τον κατατάσσουν στην κατηγορία των συγγραφέων αυτής της περιόδου τους οποίους ονομάζουν λογοποιούς, παραδοξογράφους, δειπνολόγους, ερανιστές, ποικιλογράφους. Χάρη στον Αθήναιο, σήμερα διασώζεται ένας σημαντικός όγκος πληροφοριών για διάφορα θέματα, κυρίως όμως γι’ αυτά που αφορούν τη γαστρονομία».
Το πρότυπο πάνω στο οποίο έχτισε την περσόνα του δικού της Αθήναιου- το ομολογεί-είναι ο Τομ Τζόουνς, από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρυ Φίλντινγκ. Το αποτέλεσμα θυμίζει «Δείπνο της Μπαμπέτ», Κάρεν Μπλίξεν και κατακερματισμένο, σπονδυλωτό γοτθικό μυθιστόρημα. Όπου όλα παντρεύονται και συνυπάρχουν γλυκά σε μια αλχημεία ζωής, τέχνης, χρόνου.
Οι σκηνές στο σούπερ μάρκετ με τον πιτσιρικά να αναζητά τα «kinder έκπληξη» («Εργένικα Πάθη») με τη bain marie της Μύριαμ («Εφευρέσεις και Κουζίνα») και τον Γοργία και τον Πλάτωνα και τον Άγιο Ευφρόσυνο τον Μάγειρα όπως συνευρίσκονται σε μια σύγχρονη κουζίνα («Από το Μίθαικο στον άγιο Ευφρόσυνο το Μάγειρα»).
«Το ρεβεγιόν της Κόρης της Ακαμάτρας» (που μόνο ακαμάτρα δηλαδή δεν είναι) με τον Μπάφαλο Μπιλ, τον Τρούμαν Καπότε, τον Μπέρναρντ Σο, τον Τζακ Κέρουακ και τα σημερινά γκαρσόνια («Συγγνώμη, έρχεστε λίγο;»)
«Τα δείπνα που παρέθετε ο Ταλλευράνδος έχοντας ως σεφ τον Καρέμ» και τα οποία έχουν πλέον περάσει στην ιστορία, με τους Βενετσιάνικους καθρέφτες, τον Σενέκα και την αυτογνωσία μέσω της ηδονής στο «Ο Διπλωμάτης και ο Σεφ» με την δεσπόζουσα υπαρξιακή, ψυχαναλυτική ερώτηση του κατά «πόσο μαθαίνουμε τον εαυτό μας τρώγοντας» τελικά.
«Οι καρδιοτονωτικές τροφές του Αβικέννα», η ποίηση του Ομάρ Καγιάμ στο αναζητώντας στην κουζίνα «Το φάρμακο της λύπης».
Ο επινοημένος Ζοφρέ ντε Πευράκ εν τέλει τόσο υπαρκτός που να οδηγεί έναν ολόκληρο καθηγητή να γίνει ο… εγγονός του («Ο καθηγητής και ο Μάγειρας», ασύλληπτα ευφάνταστη ιστορία).
«Οι ρώγες της Αφροδίτης» και η αθωότητα της φράουλας με εκείνη την απίθανη συνάντηση με τον μυθικό πια Πλοίαρχο Νέμο («Δείπνο με τον Πλοίαρχο Κανένα»). Οι ήρωες του Ντάρελ με την… Αλέξια και ο Άντονυ Τρόλλοπ με τον… Στέφανο Κορκολή («Come, Athenian, Draw it mild»). Το μοναστήρι στην Αρκαδία με τον έρωτα και τον χάρτη που έχει σχηματίσει η περιοχή στο σώμα της («Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου»). Το φαγάδικο της χήρας με το Βυζαντινό υγρό πυρ, τον Μπορίς Βιαν με τους παγωμένους ανανάνες, με τον Μένανδρο και τα ντολμαδάκια γιαλαντζί («Η χήρα»). Ο Σίλλερ, η Μαρία κι οι πεταλούδες στην «άτιμη και προδοτική κατσαρόλα» («Hexenkuche»), τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη», η Εμιλυ Μπροντέ και η διαχείριση της απώλειας, σε μια κουζίνα στον ουρανοξύστη και τις «Καρδιές σωτέ». Ένας σύγχρονος Ορφέας στον Άδη στα «Παραμύθια για Κείνους που αγαπούν»…
Νατουραλισμός και αλληγορία, καθημερινότητα και υπέρβαση μέσα από την λογοτεχνία και την μαγειρική σε ένα προσωπικό ημερολόγιο που από την αποδοχή του αποδείχτηκε ότι μόνο προσωπικό δεν είναι, αφορά πολλούς: Για την κομψότητα και τη σαγήνη, για τη γεύση και τη γνώση, για το Φάρμακο της Λύπης που είναι η Τέχνη και για την Μαγειρική που ανήκει σ’ αυτήν.
Βιβλίο με γεύση και άρωμα με αφή και συναίσθημα με λόγο για την ιστορία της γαστρονομίας και για την αυτογνωσία της μαγειρικής.
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με απόσπασμα:
«Βλέπεις, μπάρμπα, το σημάδι αυτό στο δεξή μου τον αστράγαλο; Είναι από δάγκωμα φιδιού, σ’ έναν αμπελώνα στου Κάψια κατά τη διάρκεια ενός τρύγου. Αυτό το σημάδι από κάψιμο στο αριστερό μου χέρι; Είναι από κάποια Χριστούγεννα κατά τα Χοιροσφάγια που ψήναμε στη Μηλιά. Το σημάδι από μαχαίρι στο δεξή μου τον αντίχειρα; Αυτό το απέκτησα το καλοκαίρι που έψαχνα για πεταλίδες στα βράχια της Πλάκας Λεωνιδίου. Έχω και άλλο ένα σημάδι, στην πλάτη. Τρίφτηκε πάνω σ’ ένα πεύκο ένα βράδυ στο πανηγύρι της Τεγέας. Πώς; Ε, αυτό δε λέγεται, καταλαβαίνεις».
Βρέθηκα να του δείχνω το «χάρτη» που είχε σχηματίσει η Αρκαδία πάνω μου και να του διηγούμαι μέσα στο σκοτάδι την ιστορία από κάθε σημάδι- σταθμό με υπερένταση, αφενός θεατρικά, για να ξεπεράσω την αμηχανία που προκαλούσε και σε μένα τον ίδιο η ομολογία ότι, αν και τόσο δεμένος με τον τόπο, στην πραγματικότητα ήμουν ένας ξένος, αφετέρου μήπως και μπορέσω να κρύψω το βαθύτερο σημάδι απ’ όλα. Αυτό που έχει αφήσει η Αρκαδία στην καρδιά μου…»
Ένα γοητευτικό διαδυκτιακό ημερολόγιο που έγινε βιβλίο – χάρτης μιας ζωής. Ενός σύγχρονου Αθήναιου.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Βίβιαν Ευθυμιοπούλου γεννήθηκε το 1970.
Σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης.
Με τη μαγειρική ασχολείται συστηματικά σχεδόν είκοσι χρόνια.
Ξεκίνησε ν’ αρθρογραφεί για τη γαστρονομία με το ψευδώνυμο «Αθήναιος» στο διαδικτυακό ειδησεογραφικό portal Flash.gr ενώ τώρα αρθρογραφεί στο περιοδικό «Γαστρονόμος» της εφημερίδας «Η Καθημερινή».

ΥΓ1. Επειδή ήθελα κάαααποτε να γίνω Κάπτεν Νέμο κι εγώ! Άλεφ έγινα, αλλά ας μη το κάνουμε θέμα!
Βίβιαν, καλόν Αύγουστο ναι?
ΥΓ2: Το κείμενο δημοσιεύθηκε σε Κυριακάτικη εφημερίδα.

5/8/08

Μικρή αποχαιρετιστήρια ωδή για τον Γιώργο Τσαγκάρη

Ο Αύγουστος είναι κακός μήνας, σκεφτόμουνα.
Καλόν Παναγίτη, ευχήθηκε η Μάρω.
Εξάλλου για μια ζωή, τον Ιούλιο φοβόμουνα. Αλλ’ όμως το θυμάμαι, από το σπίτι κάποτε έφυγα Αύγουστο.
Την Έντνα Ο’ Μπράιαν ούτως ή άλλως την λάτρευα, δικός της είναι «Ο Αύγουστος είναι κακός μήνας». Από εκδόσεις «Γλάρος», θυμάστε; Για κάποιαν που ερωτεύτηκε τον φίλο του γιου της και τον θρήνησε μετά. Τον γιο. Ας είναι, ο Αύγουστος πάντα με κάνει γενναία.
Αφού να φανταστείτε, εν τέλει, το τόλμησα. Δυο χρόνια μετά να ανοίξω το τετράδιο της ζωής μου. «Το γράμμα που λείπει». Από Αύγουστο σε Αύγουστο.
Εφαλτήριο ένας Σομόθα και η παγίδα του Χρόνου. «Η θεωρία των χορδών» που κυκλοφόρησε, παρήγορη. Υπάρχουν διαστάσεις χωροχρόνου που αγνοούμε. Κι αν βρούμε σταθερό σημείο εκκίνησης (εξάλλου συνηθίζει ο άνθρωπος ακόμα και στο χάος) μπορεί και να είναι εφικτή η Επιστροφή, να διορθώσουμε αποχαιρετισμούς, να δώσουμε εκείνο το φιλί που αφήσαμε για αύριο. Ν’ αλλάξουμε το παρελθόν, υπάρχει εξάλλου και η «διεμπλοκή», το αποδεικνύει η Φυσική, ακόμα κι αυτό, ή μήπως όχι;
Σκεπτόμουν και αφηρημένη τις ξεφύλλιζα. Δίχως πολύ μεγάλο κέφι είναι αλήθεια: Μύκονος, Σαντορίνη σκέτη απογοήτευση, μεγάλη πίκρα.
Αλλά στην Καλαμάτα; Τι γίνεται; Τον βραβεύουνε; Χάρηκα που ο δήμαρχος βράβευσε για την προσφορά του τον Γιώργο Τσαγκάρη. Θυμήθηκα τα παραμύθια που μου υποσχέθηκε. Με ήρωες, βιολιά, κιθάρες, λύρες, σαξόφωνα και βιόλες.
Να του τηλεφωνήσω, «άσε αύριο», σκέφτηκα. Πρώτα τα επείγοντα. Ας τελειώσω με την ύλη της ημέρας.
Στον εκτυπωτή έκανα λάθος μια σελίδα που προηγήθηκε. Μόλις πέντε λεπτά μετά την βράβευση: «Σε νοσοκομείο της Καλαμάτας εξέπνευσε σήμερα το πρωί ο Γιώργος Τσαγκάρης».
Τίτλος, αυτή η απολύτως τελεσίδικη λέξη: «Πέθανε!»
Και στην χορδή του χωροχρόνου, όλα μαζί: παραμύθια, θάνατος, βραβεία. Βραδάκι με κρασί και μουσική μπαρόκ στο Κορωπί, συγκίνηση μετά την παράσταση, αγωνία πριν απ’ το χειροκρότημα δοκιμάζοντας το θεατράκι της δεξαμενής εκεί όπου έπαιζα παλιά με τα γυφτάκια στα τσαντίρια.
Ο Σομόθα πιστεύει πως μια ανάσα μας χωρίζει απ’ όλα αυτά. Και συνυπάρχουν στο θεικό παρόντα χρόνο και γυφτάκια και θεατράκι και Γιώργος και τσαντίρια. Βραβείο και μεγάλη φυγή, στην ίδια χρονική χορδή. Και κάποτε θα επιχειρήσουμε και θα πετύχουμε εκείνο το ταξίδι πίσω στο χρόνο.
Για να αποχαιρετιστούμε σωστά, για να του πω να κάνει γρήγορα, επειδή τα παραμύθια δεν σε περιμένουν.
Κι ανθρώπινοι όντας τις μαγικές διαστάσεις τις έχουμε ακόμα κλειστές. Το μόνο που κατορθώνουμε έτσι ημιτελείς πια, να αποχαιρετάμε.
Κατόπιν εορτής.
Και φυγής.

ΥΓ. Συγχωρείστε με για το άτεχνο και τ’ αμήχανο. Προσπαθώ να συνηθίσω στην ιδέα ότι «έφυγε» ο Γιώργος Τσαγκάρης. Κι ότι, ως συνήθως, πάλι δεν πρόλαβα! Αυτή η επανάληψη, τελικά, με σημαδεύει. Μια ζωή με μισοτελειωμένες κινήσεις! Ποιος είπε άραγε ότι ο θάνατος τις σέβεται τις εκκρεμότητες. Αλλά και ποιος μου εγγυάται ότι αν σας πω «βιαστείτε», θα μ’ ακούσετε! Εδώ δεν μ’ άκουσα εγώ, παθούσα και μαθούσα, σχεδόν ποτέ μου!

4/8/08

Κάποτε, φαίνεται, πρέπει να σπάσεις χίλια κομματάκια για να γίνεις ολόκληρος!

«…Δεν ήθελα να ‘μαι μελό, αλλά ανθρώπινη. Δεν ήθελα να ‘μαι παλιά, αλλά καινούργια. Δεν ήθελα να είμαι άτεχνη, αλλά κομψή κι αληθινή. Δεν ήθελα να είμαι εγώ, αλλά εσείς. Δεν ήθελα να είμαι συγγραφέας, αλλά αναγνώστης. Δεν ήθελα να γίνω προδότης, αλλά έγινα. Δεν ήθελα να σας εγκαταλείψω, αλλά το κάνω τώρα».

«ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ» της Σταυρούλας Σκαλίδη, Εκδ. «Πόλις», σελ. 111, τιμή: 12 ευρώ.
«Κάποτε, φαίνεται, πρέπει να σπάσεις χίλια κομμάτια για να γίνεις ολόκληρος»!
Φράση ωριμότητας (αν και πρώτο βιβλίο της συγγραφέως), αλλά και φράση – κλειδί στη νουβέλα της Σταυρούλας Σκαλίδη «Προδοσία και εγκατάλειψη». Την υποστηρίζει εξάλλου με τους ήρωες, την πλοκή, την δομή. Για να τους βγάλει αλώβητους, για να βγει αλώβητη από ένα μικρό αριστούργημα ύφους και ήθους- έκπληξη που έρχεται για να μας υπενθυμίσει και να μας υποσχεθεί ότι οι νέοι συγγραφείς είναι λιγότερο νάρκισσοι, λιγότερο εγωκεντρικοί ακόμα και όταν υπογράφουν «ιστορία δωματίου». Πόσο μάλλον στην ιστορία μας, στην οποία η Σταυρούλα δεν κάνει αυτό, ή μάλλον δεν κάνει μόνον αυτό!
Με την καθαρότητα της ματιάς της και του ύφους της, προσεγγίζει και αναλύει τα δυσκολότερα, με την παρατηρητικότητα του παιδιού που έχει την δυνατότητα να «δει» την Αθήνα από κοντά και ταυτοχρόνως σε απόσταση, εστιάζει το φακό της στη σύγχρονη μοναξιά. Στο πολυπληθυσμικό που υπέστημεν δίχως να καταλάβουμε, στο αγοραφοβικό που μας προέκυψε ενώ επιδιώκαμε το ακριβώς αντίθετο, στη «ζωή ερήμην» που συνειδητοποιήσαμε όταν «πού πια καιρός».
Στην ιστορία, οι ήρωες από την πρώτη σελίδα μοιάζει να μας αυτοσυστήνονται: Είναι ένας μόνος κι έρημος τριανταπεντάχρονος ψιλικατζής, Ευστράτιος Καθομιλνός, του Γεωργίου και της Αργαλαστής που εάν ζούσε στο Παρίσι θα τον φώναζαν Ευ Καθομίλ. Αλλά ζει στην Κυψέλη, περπατά στην Αχαρνών φτάνοντας μέχρι την προοπτική της Πατησίων και τον φωνάζουν «Στράτο», θέλει δεν θέλει!
Είναι και μια μόνη κι έρημη, γριά πια, Ειρήνη Παρασκευοπούλου, συγγραφέας, με αναμνήσεις, Λονδίνα και δόξες παλιές, σαν τα φθαρμένα μεταξωτά της φουστάνια!
Είναι κι ο Μάνος Ελευθέρου και η Ζένια – Ζωή, εκείνοι οι δύο, μαζί. Κι ο χοντρούλης Βασίλης Τούντος που φαίνεται να υιοθετεί σαν ζωάκι λούτρινο μια νεκρή γριά, είναι και αλλοδαποί και πρεζόνια και μια μουσουλμάνα με τα μικρά της, μόνοι κι αυτοί. Σαν δορυφόροι, σαν το ρωσικό Σπούτνικ που η Σοβιετική Ένωση έστειλε το 1957 στο διάστημα και το οποίο στα ρώσικα σημαίνει συνοδοιπόρος για να περιφέρεται μόνο κι έρημο κι άσκοπα σαν τους ήρωες στη νουβέλα της Σκαλίδη που παρ’ ότι μιλά για την μοντέρνα μας μοναξιά, υιοθετεί για τίτλο της μια παράφραση στην παλιά κι αγαπημένη Τζέην Ωστιν. Αλλά παρ’ ότι το «Προδοσία και εγκατάλειψη» μας παραπέμπει στο «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη», εκείνο που προδίδουν οι ήρωες είναι ο εαυτός τους, τελικά, και η δική τους ζωή: «Τους προδίδω όλους. Με εγκατέλειψαν όλοι». «Τι να κάνουμε, όμως, η προδοσία και η εγκατάλειψη δεν κάνουν διακρίσεις. Είναι απολύτως δημοκρατικές. Και «αδιάκριτες».
Η ιστορία χωρίζεται αριστοτεχνικά σε τρία μέρη: Στην «Εγκατάλειψη», στην «Προδοσία» και σε ένα «Και» που, τελικά, συνδέει τα πάντα. Κάθε κεφάλαιο κινείται σε δύο επίπεδα, ή μάλλον σε τρία: στη ζωή και στο νου του βασικού ήρωα, στο άσπρο χαρτί της Ειρήνης Παρακευοπούλου. Στην συγγραφέα που χορταίνει την άδεια ζωή της καταπίνοντας σαν βαμπίρ τις ζωές των άλλων. Το θρίλερ της δικής της ζωή, τέσσερις επιστολές σπαρμένες στη νουβέλα. Ο τρόμος της δικής της σελίδας, στην καθημερινή μας ζωή. Στον Ευστράτιο Καθομιλνό του Γεωργίου και της Αργαλαστής που τον φωνάζουν Στράτο και θα ήθελε να τον φωνάζουν Ευ Καθομίλ. Στον Σάντα Κλάους – Βασίλη Τούντο που θα ήθελε να παραμείνει παιδί, στον Γαβριήλ που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι απέγινε, στον Μάνο και στη Ζένια- Ζωή που ενώ θα ‘θελαν δεν το κατόρθωσαν να παραμείνουν μαζί…
Οι μεγάλες αρετές του μικρού αλλά πολυεπίπεδου αυτού βιβλίου, η ατμόσφαιρα, σχεδόν σωματική, καίγεσαι και τρομάζεις στην τόση ζέστη και μοναξιά, οι χαρακτήρες, με όλες τις αβυσσαλέες τους αντιφάσεις, το παιχνίδι με τις λέξεις, σαν σταυρόλεξο ορισμένες φορές, κι εκείνο το απίθανο με τις επιστολές, τους αποστολείς και τους ήρωες, όπου η ζωή ή η κυρία Ειρήνη, η Σταυρούλα, μάς κλείνουν το μάτι σε μια ιστορία που είναι ταυτοχρόνως: νατουραλιστικά σκληρή, υπαρξιακά σπαρακτική, υπαινικτική και υποδόρια, θεματολογικά μοντέρνα αλλά και υπερβατική, αλληγορική. Όλα αυτά συμβαίνουν δίπλα μας, μέσα μας, αλλά και στο χαρτί. Ζώντας έναν εφιάλτη μέσα σε έναν εφιάλτη (για να παραφράσουμε εκείνο το σαιξπηρικό «ζούμε ένα όνειρο μέσα σε όνειρο») όλα αυτά συμβαίνουν, κάποιος τα αναλογίζεται ή τα ονειρεύεται αλλά θα μπορούσε, μπορεί, και κάποιος να τα επινοεί.
Εξαιρετικές οι σελίδες της διαθήκης της Ειρήνης Παρασκευοπούλου (καθόλου τυχαία η επιλογή του ονόματος, κανένα όνομα δεν είναι τυχαίο) που αναφέρεται στην μαγική και αναγκαία για κάποιους ανθρώπους, λυτρωτική, διαδικασία της γραφής.
Η κεντρική ιδέα που είναι, τελικά, και το αίνιγμα: «Με αφοσίωση κι επιμονή, προδίδεις κι εγκαταλείπεις καλύτερα εσένα και τους άλλους». Αλλά θα πρέπει πρωτίστως «να έχεις σπάσει χίλια κομμάτια» για «να μπορέσεις ολόκληρος» πια να το δεις όλο αυτό!
Κι είναι απορίας άξιον το πώς κατόρθωσε να το δει ένα τόσο νέο κορίτσι. Και να το αποδώσει τόσο ρεαλιστικά αλλά και υπερβατικά μια καινούργια συγγραφέας:
«Ας μου συγχωρήσετε το τρέμουλο στο χέρι και τη συγκίνηση στη γραφή. Δεν ήθελα να ‘μαι μελό, αλλά ανθρώπινη. Δεν ήθελα να ‘μαι παλιά, αλλά καινούργια. Δεν ήθελα να είμαι άτεχνη, αλλά κομψή κι αληθινή. Δεν ήθελα να είμαι εγώ, αλλά εσείς. Δεν ήθελα να είμαι συγγραφέας, αλλά αναγνώστης. Δεν ήθελα να γίνω προδότης, αλλά έγινα. Δεν ήθελα να σας εγκαταλείψω, αλλά το κάνω τώρα». Η ηρωίδα- συγγραφέας Ειρήνη Παρασκευοπούλου το επιθυμεί και η Σταυρούλα Σκαλίδη, απολύτως το επιτυγχάνει. Χωρίς να προδίδει καθόλου τους ήρωές της, παρακολουθώντας με σοφή απόσταση τη δική τους αυθεντική φωνή και δίχως να τους εγκαταλείπει παρά μόνο για να συνεχίσουν στην αναγνωστική μας συνείδηση τον μοναχικό δρόμο τους που κάτι μας θυμίζει, αν μη τι άλλο, κάπου τον έχουμε ξαναδεί.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Σταυρούλα Σκαλίδη γεννήθηκε το 1978 στον Άγιο Αδριανό Αργολίδος.
Εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Η «Προδοσία και εγκατάλειψη» είναι το πρώτο της βιβλίο.
ΥΓ. Λίγες φορές έχω την ευτυχία και την χαρά να βλέπω έναν συγγραφέα να γεννιέται. Κι όποτε αυτό μου συμβαίνει, με κάνει τόσο μα τόσο ευτυχισμένη…