2/5/11

Στη ζωή όλοι πρέπει να πουν το ποίημά τους



ΤΑ ΣΑΚΙΑ” της Ιωάννας Καρυστιάνη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 356, € 9.90


Στη ζωή όλοι πρέπει να πουν το ποίημά τους. Και η Βιβή το 'λεγε το δικό της, αυτό που της κλήρωσε από γεννησιμιού κι έπρεπε να πει και το παρακάτω, όλες τις στροφές, μέχρι και τον τελευταίο στίχο”.

Η Βιβή Χολέβα, πενήντα δύο χρονών, φοιτήτρια της ιατρικής κάποτε, που ήλπισε να ξεφύγει από το χωριό, τη μοίρα και την σχεδόν βουβή μάνα της, πρώην πωλήτρια και καταστηματάρχης καταστήματος που πουλά μπαλαρίνες και είδη χορού, νυν νοσοκόμα και μάνα ενός γιου, που αποτελεί το δικό της σακί και το ολοδικό της αναπόφευκτο πεπρωμένο. Η ηρωίδα στο καινούργιο μυθιστόρημα της Ιωάννης Καρυστιάνη “Τα σακιά” η οποία “μικρή δεν έλεγε το ρω, ως τα έξι της, αγόλι και κολίτσι, καλάβι και τλένο, δλόμος και φεγγάλι” και τώρα σπέρνει τα ρω του τρόπου σε φράσεις απόλυτης ταραχής, “έξω, ήρλθιος πίσω από σύρνεφα, μια πεταρλούδα”, και μάνα του Λίνου, ενός μονάκριβου γιου, κατά συρροήν βιαστή και δολοφόνου.

Τελικά οι τραγωδίες δεν είναι περαστικές, κατακυριεύουν τα μερόνυχτα και δαμάζουν το μέλλον”, επιμένει να σκέφτεται σε μια σύγχρονη τραγωδία που όλα αρχίζουν από την πρώτη του έξοδο από την φυλακή. Έχουν μπροστά τους τέσσερις μέρες κοινής, ελεύθερης ζωής, μετά από είκοσι χρόνια συνύπαρξης και σιωπής, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια φυλακής, κι όλα αρχίζουν στο θεικό παρόν, αλλά και πάλι από την αρχή. Από την εποχή της σιωπής, εφόσον ο Λίνος “Σε όλη του τη ζωή έκανε ησυχία, αυτό του ζητούσαν ο πατέρας του κι η μάνα του, τον μεγάλωναν με νεύματα σιωπής, όχι για να μιλούν μεταξύ τους, να για να σκέφτονται ο καθένας τους μόνος τα όσα είχε φυλαγμένα για τον άλλον...”

Αλλά όπως και να 'χει, με τα χούγια που έμαθε στη ζωή ο καθείς και η Βιβή “Στα δεκατέσσερά της έλαβε την απόφαση ότι, αφού ως παιδί δεν της ήρθαν έτσι τα πράματα που ν' ακούσει άφθονα και χορταστικά σ' αγαπώ κι αφού στα μάγουλά της δεν πέσανε στρώμα τα φιλιά και τα χάδια, δεν τς περίσσευαν να τα μοιράσει με τη σειρά της σε άλλους”. Εξάλλου, “Όσα δεν λέγονται, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν κιόλας. Ο καθείς δίνει κι έναν αγώνα σιωπής”.

Το μυθιστόρημα αρχίζει από το μαύρο παρόν, από τη στιγμή που όλα μοιάζουν (και είναι) δεδικασμένα και τετελειωμένα:

Ακούμπησε την παλάμη στην κρύα κοιλιά της και αγωνίστηκε να καταλάβει τι πήγε στραβά μ' αυτό το παιδί εξαρχής, από την εγκυμοσύνη της, η κοιλιά της μάνας είναι η κούνια κάθε καλού, η σπηλιά κάθε κακού, η γιάφκα κάθε μελλοντικού ξεσηκωμού, το σεντούκι που φυλάει το θησαυρό ή τους άνθρακες, η φωλιά με τις κλωστούλες και τα κλαράκια που γίνονται κουβαρίστρες και υφαίνουν σιγά σιγά το σακί του παιδιού που μεγαλώνει”.

Το αφηγηματικό νήμα, πηγαινόερχεται στα βασανιστικό παρελθόν. Τότε που η Βιβή άρχισε να υποψιάζεται τον ίδιο της τον γιο: “Αμμουδιές και βοτσαλάκια, κατρουλιά και λουλουδάκια, παπαδιές και λεμονάκια, μα τι άλλο να σκαρφιζόταν πια για να διώξει από το μυαλό της το κορδόνι που έλειπε από τα αθλητικά παπούτσια του γιου της;” Και ο Λίνος τριγυρνούσε στους δρόμους “Πιο βαθιά χωμένος και χαμένος στην αχανή έρημο των αγνώστων, παράσιτα στ' αφτιά, μυγάκια στα μάτια, μυρμήγκια στο δέρμα, σφήκες στα σωθικά, φίδια στο μυαλό”.

Σήμερα, τώρα, δέκα χρόνια μετά “Πίνοντας το πρώτο καφεδάκι στην γκαρσονιέρα της, η Βιβή ανέλυσε το προσφιλές σχήμα λόγου και αποφάνθηκε ότι κανείς δεν μπορεί να αποδράσει από τον προηγούμενο βίο του και κυρίως από τον εαυτό του, το πετσί του χαρακώνουν ορατές και αόρατες ουλές, τον ώμο του πληγιάζει το σακί του με τα άπλυτα και τα βάσανα”...

Και με την σιγουριά ότι “πάει τελείωσε, τη μάχη της ζωής την κερδίζουν οι εμπνευσμένοι. Όλα θέλουν έμπνευση, η άσκηση του επαγγέλματος, η κίνηση του λογαριασμού, μεγάλου ή μικρού, στην Τράπεζα, το στέριωμα μιας σχέσης, το στήσιμο ενός σπιτιού, η ανατροφή ενός παιδιού, το στρογγύλεμα του παρελθόντος, η ενορχήστρωση των φίλων, το Σαββατοκύριακο, το Πάσχα, το κάθε τηλεφώνημα, το πώς θα βγάλεις παλικαρίσια τη μέρα σου, το πως θα κάνεις έναν ωραίο ύπνο.

Κι εκείνη δεν ανήκε σ' αυτούς”, ξαναγνωρίζει τον Λίνο ολοκληρωτικά εξ αρχής, αναλαμβάνοντας λάθη και προσδοκώντας αν όχι μια μέλλουσα ζωή, ένα ανεκτό κάπως φωτεινό- ανοιχτό γκρίζο παρόν, διότι “ναι, μιλάνε τα έργα, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνον οι πράξεις του, είναι και οι σκέψεις του, ιδίως όσες κολλάνε σαν στρείδια στις μέσα εσοχές του κεφαλιού του και δεν ξεμυτίζουν από κει να συμπληρωθεί το σταυρόλεξο”.

Η αφήγηση τριτοπρόσωπη με μονολόγους εσωτερικούς και σπαρακτικούς, με χαρακτήρες σχεδόν αρχετυπικούς, όλοι θύτες και θύματα, και με έναν Λίνο καθαρά ντοστογιεφσκικό, εδώ το έγκλημά του αλλά και η εσαεί τιμωρία.

Με γλώσσα που γδέρνει κι αγγίζει συναισθήματα ανείπωτα και μιαν άφατη λογική, με εμφανή την πικρή ποιητική της ζωής εφόσον “όλη η ποίηση είναι μια μετάνοια, αυτό βρήκε να πει μετά από ολιγόλεπτη σιωπή”.... Η Ιωάννα Καρυστιάνη στο συγκλονιστικότερο και καλύτερό της, ίσως, βιβλίο. Για “το αναπάντεχο θαύμα” που μπορεί ακόμα και στα έσχατα αυτά να βρεθεί....


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

Η Ιωάννα Καρυστιάνη γεννήθηκε στα Χανιά το 1952 από Μικρασιάτες γονείς.

Σπούδασε νομικά. Δούλεψε ως σκιτσογράφος.

Βιβλία της: “Με γκρί και γκρίζο”, σκίτσα (Εκδ. Αίολος, 1985),

Ένα σκίτσο στο τσεπάκι” (Εκδ. Αίολος, 1987),

Η κυρία Κατάκη” (Εκδ. Καστανιώτη, 1995),

Μικρά Αγγλία” (Εκδ. Καστανιώτη, 1997),

Κουστούμι στο χώμα” (Εκδ. Καστανιώτη, 2000),

Ο άγιος της μοναξιάς” (Εκδ. Καστανιώτη, 2003),

Σουέλ” (Εκδ. Καστανιώτη, 2006).

Έχει επίσης γράψει το σενάριο της ταινίας “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη (Εκδ. Καστανιώτη, 2004) και συνεργάστηκε στο σενάριο της ταινίας “Ψυχή βαθιά” του ίδιου σκηνοθέτη (Εκδ. Καστανιώτη, 2009).


Νεκραναστάσιμο βιβλίο, λογοτεχνία εξαιρετική.


Καλό Μάη να έχουμε


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής