“ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΙΛΙΚΗΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ” του Λιούις Κάρρολ. Σελ. 191, € 17.59
Από τα έργα που γνωρίζουν οι πάντες (το έχουν ή δεν το έχουν διαβάσει). Και με το οποίο ταυτίζονται οι... πάσες. “Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων (Alice’s Adventures in Wonderland), αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας (και όχι μόνον). Κλασικό έργο της λογοτεχνίας του Φανταστικού, από τον Βρετανό συγγραφέα και μαθηματικό συγγραφέα Τσαρλς Λούτγουϊτζ Ντότζσον, περισσότερο γνωστός με το ψευδώνυμο Λιούις Κάρρολ, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1865.
Θεματολογία του, η πτώση της Αλίκης στην θρυλική πια λαγότρυπα και οι περιπέτειές της στον θαυμαστό γνωστό και άγνωστο κόσμο.
Με έντονα τα στοιχεία της αλληγορίας, ο συγγραφέας καυτηριάζει γεγονότα και αντιλήψεις της Βικτωριανής εποχής αλλά, τελικά, και της κάθε εποχής.
Όμως, όλα ξεκίνησαν στις 4 Ιουλίου του 1862, όταν ο Λιούις Κάρρολ μαζί με τον αιδεσιμότατο Ρόμπινσον Ντάκγουορθ και τις τρεις κόρες του πρύτανη του κολεγίου του Christ Church, Λορίνα, Ήντιθ και Άλις Λίντελ πήγε μια εκδρομή. Κατά τη διάρκεια της, και προκειμένου να διασκεδάσει τα παιδιά, ο Κάρολ επινόησε και διηγήθηκε μία ιστορία, η οποία θα αποτελούσε τη βάση για την μετέπειτα συγγραφή της “Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων”. Μετά από παρότρυνση της Άλις, ο Κάρολ ξεκίνησε να καταγράφει τη διήγησή του, γεγονός που οδήγησε στη συγγραφή της πρώτης μορφής του έργου, υπό τον τίτλο “Alice’s Adventures under Ground” (Οι Περιπέτειες της Αλίκης κάτω από τη Γη), με την πρώτη μορφή να μη προορίζεται για δημοσίευση αλλά φέροντας αφιέρωση δεν ήταν παρά "δώρο Χριστουγέννων προς ένα αγαπητό παιδί, σε ανάμνηση μιας καλοκαιρινής ημέρας".
Στη συνέχεια, το βιβλίο που διάβασαν λογοτέχνες και ειδικοί, πήρε το δρόμο του. Εκδόθηκε, έγινε κινηματογραφική και τηλεοπτική ταινία, επανεκδόθηκε και ως έργο ενέπνευσε και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης, συγγραφείς και ποιητές.
“Μα δε θέλω να μπλέξω με τρελούς” παρατήρησε η Αλίκη.
“Α, αυτό δεν μπορείς να το αποφύγεις!” είπε η Γάτα. “Οι πάντες είμαστε τρελοί εδώ”.
Αντικείμενο εκτεταμένης και διαρκούς ανάλυσης το έργο αναγνωρίζει την Αλίκη ως εκπρόσωπο της καταπιεσμένης παιδικής ηλικίας κατά την Βικτωριανή εποχή. Η Βασίλισσα, τα Τραπουλόχαρτα, οι Αστακοί, το Γουρούνι και η Ψευτοχελώνα είναι εδώ σε κάθε εποχή. Και στην ερώτηση της Κάμπιας “ποια είσαι”, η απάντηση παραμένει πάντα η αυτή: "Δεν ξέρω. Ξέρω τουλάχιστον ποια ήμουν όταν ξύπνησα το πρωί, αλλά νομίζω πως έχω αλλάξει πολλές φορές από τότε".
Μια αλληγορική ιστορία που συνδυάζει πολλά: Φιλοσοφία, Φαντασία, Σουρεαλισμό, Ευφυία, Καταγγελτική διάθεση, Κριτική σκέψη, Ποίηση, Προφητεία, Υπερβατική σκέψη, Μαγεία, αποτελώντας- ως μαγική εικόνα- μια διαρκώς εξελισσόμενη παραβολή. Από τις εκδόσεις “Πατάκη”, κυκλοφόρησε πρόσφατα μια εξαιρετική εκδοχή της. Με εικόνες του Ρόμπερτ Ίνγκπεν.
25/6/10
23/6/10
“Αν με χάσεις σε κάποιο σημείο ψάξε σε άλλο, Σταματώ κάπου και σε περιμένω”
“ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ” του Ουώλτ Ουίτμαν. Μετάφραση: Ζωή Ν. Νικολοπούλου. Πρόλογος: Κώστας Γεωργουσόπουλος. Εκδ. “Ηριδανός”, σελ. 110, € 14
“Επιτέλους ένα μεγάλο ποίημα και ένας ριζιμιός ποιητής στα Ελληνικά. Γιατί έως τώρα μόνο περιορισμένα αποσπάσματα από το θηριώδες αριστούργημα του Ουίτμαν μπορούσε να βρει και ν' απολαύσει κανείς στον τόμο μας”. “Ο Ουίτμαν, ο Όμηρος του Αμερικανικού Έθνους με τον ποιητικό ποταμό άρδευσε την εποχή του και γονιμοποίησε τις μελλοντικές ποιητικές γενιές. Σαν τον Διόνυσο το ποιητικό του σώμα μοιράστηκε σαν αντίδωρο και σαν θεία ευχαριστία”, ενθουσιωδώς χαιρέτησε την ελληνική έκδοση ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Ο αμερικανός ποιητής Ουώλτ Ουίτμαν που γεννήθηκε στις 31 Μαίου 1819 στο Ουέστ Χιλς του Λονγκ Άιλαντ, ανήσυχος, αυτοδίδακτος, καταγόμενος από την εργατική τάξη, στοιχειοθέτης, δημοσιογράφος και νοσοκόμος (κατά τον εμφύλιο) που γράφει ποιήματα πανθειστικά και φυσιολατρικά, αγαπά την όπερα, διαβάζει βεδικούς ύμνους, αστρονομία, Όμηρο, Σαίξπηρ, Ντίκενς και γερμανική φιλοσοφία και πεθαίνει στις 26 Μαίου 1892, αφήνει πίσω του μεταξύ άλλων ένα σαρωτικό ποίημα μέσα στο οποίο αποθεώνει ύπαρξη, συγκινήσεις και ανθρώπινες εμπειρίες.
“Ο πατέρας της αμερικανικής ποίησης” όπως καθιερώθηκε, με τους μοντερνιστές ποιητές Χαρτ Κρέιν και Άλεν Γκίνσμπεργκ να βαδίζουν στ' αχνάρια του, τύπωσε το “Τραγούδι του Εαυτού μου” το 1855, την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, ένα βιβλιαράκι με πράσινο εξώφυλλο και πλεγμένα άνθη γύρω απ' τον τίτλο. Πουθενά, βεβαίως, το όνομα του συγγραφέα.
“Γιορτάζω τον εαυτό μου, και υμνώ τον εαυτό μου,
Και αυτό που σκέφτομαι θα σκεφτείς,
Γιατί κάθε μόριο που μου ανήκει, ανήκει και σε σένα...
Η γλώσσα μου, κάθε μόριο από το αίμα μου, φτιαγμένο από αυτό το χώμα, αυτόν τον αέρα,
Γεννημένος εδώ από γονείς γεννημένους εδώ από γονείς το ίδιο, και οι γονείς τους το ίδιο,
Εγώ, τώρα τριάντα- εφτά χρονών απόλυτα υγιής ξεκινώ,
Ελπίζοντας να μη σταματήσω μέχρι το θάνατο...”
Στην ποίησή του, το ρεαλιστικό όραμα της Αμερικής και η προφητική διάσταση του ποιητή μπροστά στην βιομηχανική εποχή και την δημοκρατία των μαζών, συνυπάρχει με την εσωτερική φωνή που αφορά το θείο, την υπερβατική φιλοσοφία και μια γλώσσα ανυπόκριτη και ανυπότακτη:
“... Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα να φυτρώσω από τη χλόη που αγαπώ,
Αν με θέλεις πάλι, ψάξε με κάτω από τα πέλματα των παπουτσιών σου.
Δύσκολα θα μάθεις ποιος είμαι και τι εννοώ,
Αλλά για σένα θα είμαι πλησμονή υγείας παρόλα αυτά,
Και θα διυλίζω και θα διαγείρω το αίμα μου.
Αν αποτύχεις να με βρεις στην αρχή μην αποθαρρύνεσαι,
Αν με χάσεις σε κάποιο σημείο ψάξε σε άλλο,
Σταματώ κάπου και σε περιμένω”.
Έτσι, στις 26 Μαρτίου του 1892 όταν κηδεύτηκε στο Κάμντεν χωρίς ιερέα και σταυρό, με το πλήθος να τον ακολουθεί σε απόσπαση έξι χιλιομέτρων στο τάφο του, χαράχτηκαν για πάντα οι στίχοι:
“Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη,
Περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζεται αποσύνθεση,
Και ξέρω την έκταση του χρόνου”.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006 από τον “Ηριδανό” σε εξαιρετική έκδοση και με την επιμέλεια του Νίκου Μπλαζουδάκη.
“Επιτέλους ένα μεγάλο ποίημα και ένας ριζιμιός ποιητής στα Ελληνικά. Γιατί έως τώρα μόνο περιορισμένα αποσπάσματα από το θηριώδες αριστούργημα του Ουίτμαν μπορούσε να βρει και ν' απολαύσει κανείς στον τόμο μας”. “Ο Ουίτμαν, ο Όμηρος του Αμερικανικού Έθνους με τον ποιητικό ποταμό άρδευσε την εποχή του και γονιμοποίησε τις μελλοντικές ποιητικές γενιές. Σαν τον Διόνυσο το ποιητικό του σώμα μοιράστηκε σαν αντίδωρο και σαν θεία ευχαριστία”, ενθουσιωδώς χαιρέτησε την ελληνική έκδοση ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Ο αμερικανός ποιητής Ουώλτ Ουίτμαν που γεννήθηκε στις 31 Μαίου 1819 στο Ουέστ Χιλς του Λονγκ Άιλαντ, ανήσυχος, αυτοδίδακτος, καταγόμενος από την εργατική τάξη, στοιχειοθέτης, δημοσιογράφος και νοσοκόμος (κατά τον εμφύλιο) που γράφει ποιήματα πανθειστικά και φυσιολατρικά, αγαπά την όπερα, διαβάζει βεδικούς ύμνους, αστρονομία, Όμηρο, Σαίξπηρ, Ντίκενς και γερμανική φιλοσοφία και πεθαίνει στις 26 Μαίου 1892, αφήνει πίσω του μεταξύ άλλων ένα σαρωτικό ποίημα μέσα στο οποίο αποθεώνει ύπαρξη, συγκινήσεις και ανθρώπινες εμπειρίες.
“Ο πατέρας της αμερικανικής ποίησης” όπως καθιερώθηκε, με τους μοντερνιστές ποιητές Χαρτ Κρέιν και Άλεν Γκίνσμπεργκ να βαδίζουν στ' αχνάρια του, τύπωσε το “Τραγούδι του Εαυτού μου” το 1855, την ημέρα της κηδείας του πατέρα του, ένα βιβλιαράκι με πράσινο εξώφυλλο και πλεγμένα άνθη γύρω απ' τον τίτλο. Πουθενά, βεβαίως, το όνομα του συγγραφέα.
“Γιορτάζω τον εαυτό μου, και υμνώ τον εαυτό μου,
Και αυτό που σκέφτομαι θα σκεφτείς,
Γιατί κάθε μόριο που μου ανήκει, ανήκει και σε σένα...
Η γλώσσα μου, κάθε μόριο από το αίμα μου, φτιαγμένο από αυτό το χώμα, αυτόν τον αέρα,
Γεννημένος εδώ από γονείς γεννημένους εδώ από γονείς το ίδιο, και οι γονείς τους το ίδιο,
Εγώ, τώρα τριάντα- εφτά χρονών απόλυτα υγιής ξεκινώ,
Ελπίζοντας να μη σταματήσω μέχρι το θάνατο...”
Στην ποίησή του, το ρεαλιστικό όραμα της Αμερικής και η προφητική διάσταση του ποιητή μπροστά στην βιομηχανική εποχή και την δημοκρατία των μαζών, συνυπάρχει με την εσωτερική φωνή που αφορά το θείο, την υπερβατική φιλοσοφία και μια γλώσσα ανυπόκριτη και ανυπότακτη:
“... Κληροδοτώ τον εαυτό μου στο χώμα να φυτρώσω από τη χλόη που αγαπώ,
Αν με θέλεις πάλι, ψάξε με κάτω από τα πέλματα των παπουτσιών σου.
Δύσκολα θα μάθεις ποιος είμαι και τι εννοώ,
Αλλά για σένα θα είμαι πλησμονή υγείας παρόλα αυτά,
Και θα διυλίζω και θα διαγείρω το αίμα μου.
Αν αποτύχεις να με βρεις στην αρχή μην αποθαρρύνεσαι,
Αν με χάσεις σε κάποιο σημείο ψάξε σε άλλο,
Σταματώ κάπου και σε περιμένω”.
Έτσι, στις 26 Μαρτίου του 1892 όταν κηδεύτηκε στο Κάμντεν χωρίς ιερέα και σταυρό, με το πλήθος να τον ακολουθεί σε απόσπαση έξι χιλιομέτρων στο τάφο του, χαράχτηκαν για πάντα οι στίχοι:
“Το βάθρο μου είναι στερεωμένο και σφηνωμένο σε γρανίτη,
Περιγελώ αυτό που εσείς ονομάζεται αποσύνθεση,
Και ξέρω την έκταση του χρόνου”.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2006 από τον “Ηριδανό” σε εξαιρετική έκδοση και με την επιμέλεια του Νίκου Μπλαζουδάκη.
22/6/10
Η χαμένη αθωότητα
επειδή “η εκδίκηση είναι τέχνη”
αλλά και “η τέχνη, εκδίκηση” καμία φορά.
Για το βιβλίο του Iain Pears “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη”, εκδ. Άγρα
“... Για μια σύντομη χρονική περίοδο, πραγματικά δεν με ενδιέφερε η γνώμη των άλλων.
Κι αυτό είναι ο ζωγράφος. Ένας άνθρωπος που προσεύχεται με τον χρωστήρα του, κάτι που ο τεχνοκρίτης δεν μπορεί ούτε να κάνει ούτε να το καταλάβει. Από κει και πέρα ήθελα να ξανακερδίσω την παραδεισένια στιγμή που έζησα μέσα σ' εκείνο το θορυβώδες εργαστήριο...”
Ένας ταλαντούχος ζωγράφος που μια χαρά τα κατάφερε και να τον παίζουν κιόλας, παίρνει τα όρη τ' άγρια βουνά φαινομενικά “χωρίς λόγο”, αυτοεξόριστος στα δυτικά παράλια της Γαλλίας. Αρχές του εικοστού αιώνα, όλοι οι μεγάλοι παίζουν αυτή την εποχή, αλλά στο βιβλίο το σύμπαν παίζεται σε ένα χειμώνα. Ο επιστήθιος φίλος του υποτίθεται, τεχνοκρίτης- θεσμός, τέσσερα χρόνια μετά τον αναζητά σ' αυτήν την εξορία. Αφορμή, ένα πορτρέτο που έχουν αφήσει μισό. Αιτία, μια αρκετά μπερδεμένη ιστορία.
Η πανάρχαιη ιστορία δημιουργίας και κριτικής, σε ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο: “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη” του Ίαν Πήαρς που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να είναι και τα δυο, τεχνοκριτικός αλλά ταυτόχρονα και συγγραφέας.
Το βιβλίο ένας σπαρακτικός μονόλογος ποταμός, ενός ταλαντούχου που έχασε τον δρόμο. Στο δόκανο της παγίδας “ό,τι αρέσει στο κοινό”, θυσίασε στην πορεία την σκοτεινή αυθεντική πλευρά της ψυχής του. Αλλά και ο απόλυτος μέντορας, που υποκλίνεται υποτίθεται μονάχα στην τέχνη, ανθρώπινο βέβαια πλην όμως απολύτως καταστροφικό, εκμεταλλεύεται φήμη, επιρροή, συγγραφική άνεση και επιχειρηματολογία και γονατισμένος απ' τα εγωιστικά πάθη του, “δολοφονεί” με τρόπο που δεν τιμωρεί ο νόμος.
Το πορτρέτο – τρίπτυχο, αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ζωή: ακμή, παρακμή και την πλήρη αποσύνθεση- πτώση ενός άνδρα. “Μπορούμε να σκοτώσουμε για την τέχνη;” Και “Ποιον θα επιλέγαμε;” αναρωτιέται ο αυτοεξόριστος ζωγράφος. “Τους κακούς ζωγράφους; Θα είχαμε λουτρό αίματος. Τους ανόητους προστάτες; Οι δρόμοι θα γέμιζαν πτώματα. 'Εναν – δυο τεχνοκρίτες; Ίσως να υπάρχει κάποια έχθρα ανάμεσά μας. Ο κριτικός είναι σε σχέση με τον ζωγράφο ό,τι ο ευνούχος σε σχέση με τον άντρα, όπως το θέλει η παροιμία. Μα αυτό δεν μας εμποδίζει να τρέχουμε ξοπίσω σας, έτσι δεν είναι; Κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με τη βρόμικη δουλειά, κι εσείς αναλαμβάνετe αυτό το καθήκον”. Εν αντιθέσει με “τον καλλιτέχνη που είναι ο δημιουργός του αιώνιου”.
Σκληρό βιβλίο, με αναίμακτους φόνους κι αλήθειες που συνήθως αποφεύγουμε να εκστομίσουμε, αλλ' όμως “λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, ωστόσο λάμπει”...
YG. “Είναι φρικτό να σε εξευτελίζουν έτσι βάναυσα δημοσίως. Εσύ, βεβαίως, δεν το γνωρίζεις' εσύ εξαπολύεις επιθέσεις, δεν τις υφίστασαι, ενώ ουδέποτε έγινες στόχος. Είναι θαρρώ, ενδιαφέρον ο τρόπος που αντιδρά το μυαλό' προηγείται η δυσπιστία, ακολουθούμενη από την επιθυμία να αποστρέψεις το βλέμμα, η οποία, ωστόσο, πολύ εύκολα υποχωρεί μπροστά στην ισχυρή πίεση να διαβαστεί το κείμενο μέχρι τέλους. Εν συνεχεία έπεται η μάχη για να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, να μην πτοηθείς, ενώ σιγά σιγά, συνειδητοποιείς ότι η άμυνά σου καταρρέει. Ο πανικός φουντώνει καθώς σε κατακλύζουν οι λέξεις, η μια μεταφορά μετά την άλλη, η μια προσβολή μετά την άλλη. Σε κυριεύει ο τρομερός φόβος πως ό,τι διαβάζεται είναι αλήθεια, πως δεν είναι απλώς η γνώμη ενός προκατειλημμένου, κακόβουλου ανθρώπου. Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου, καθώς απαντάς στις κατηγορίες- λόγια που ποτέ κανείς δεν θα ακούσει γιατί γνωρίζεις ότι δεν θα υπάρξει απάντηση' ο τεχνοκρίτης δεν πρόκειται ποτέ να λογοδοτήσει. Δεν συνηθίζεται.
Κι ύστερα, έρχεται το μίσος. Η τυφλή αλλά απολύτως ανίσχυρη αποστροφή για τον άνθρωπο που βλέπει αυτό το πράγμα με τόσο παγερή αδιαφορία. Βλέπεις το πώς η αναισθησία βαφτίζεται οξυδέρκεια, η βλακεία εξυπνάδα και η αναλγησία εφήμερη ψυχαγωγία για τον αναγνώστη. Συνειδητοποιείς ότι ο συντάκτης έγραψε με ευχαρίστηση την κριτική, βλέπεις νοερά την αυτάρεσκη έκφραση του προσώπου του όταν την τέλειωσε...”
Αυτά, ευγνωμονώντας αιωνίως ζωή και Θεό που με βοήθησε να ανήκω και στα δυο. Κι ας θεωρείται ελάσσων κριτικός εκείνος που αγαπά τον δημιουργό και ας θεωρείται ελάσσων συγγραφέας εκείνος που βιοπορίζεται τολμώντας να “κρίνει”.
Ένα βιβλίο- σοκ για όσους αβρόχοις ποσί (και με κάθε ευκολία) “κρίνουν”. Μη δ' εμού εξαιρουμένης, εννοείται, ναι; Γιατί και η σιωπή, κρίση δεν είναι?
Αφιερωμένο σε όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σημαντικό είναι να ασχοληθείς με σεβασμό και αγάπη μαζί τους, σ' εκείνους που γράφουν κι αγωνιούν- κακώς, κάκιστα, - επί τω προκειμένω πηγαίνεις μονάχα εσύ και το χάος, το μόνο που μετρά είναι αυτή καθ΄εαυτή η δημιουργία και βεβαίως στους αυτάρεσκα κρίνοντες, με ταπείνωση προσεγγίζει κανείς και την κριτική και την τέχνη. Προσωπική άποψη, βέβαια (εντάξει και του Πήαρς). Εξαιρούνται όσοι καβάλησαν το καλάμι (σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν), με αφορά η ήττα και το βάσανο, η αλήθεια και η επίγνωση στη ζωή. Και στην επίγνωση δεν χωρά το καλάμι και το καμάρι.
αλλά και “η τέχνη, εκδίκηση” καμία φορά.
Για το βιβλίο του Iain Pears “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη”, εκδ. Άγρα
“... Για μια σύντομη χρονική περίοδο, πραγματικά δεν με ενδιέφερε η γνώμη των άλλων.
Κι αυτό είναι ο ζωγράφος. Ένας άνθρωπος που προσεύχεται με τον χρωστήρα του, κάτι που ο τεχνοκρίτης δεν μπορεί ούτε να κάνει ούτε να το καταλάβει. Από κει και πέρα ήθελα να ξανακερδίσω την παραδεισένια στιγμή που έζησα μέσα σ' εκείνο το θορυβώδες εργαστήριο...”
Ένας ταλαντούχος ζωγράφος που μια χαρά τα κατάφερε και να τον παίζουν κιόλας, παίρνει τα όρη τ' άγρια βουνά φαινομενικά “χωρίς λόγο”, αυτοεξόριστος στα δυτικά παράλια της Γαλλίας. Αρχές του εικοστού αιώνα, όλοι οι μεγάλοι παίζουν αυτή την εποχή, αλλά στο βιβλίο το σύμπαν παίζεται σε ένα χειμώνα. Ο επιστήθιος φίλος του υποτίθεται, τεχνοκρίτης- θεσμός, τέσσερα χρόνια μετά τον αναζητά σ' αυτήν την εξορία. Αφορμή, ένα πορτρέτο που έχουν αφήσει μισό. Αιτία, μια αρκετά μπερδεμένη ιστορία.
Η πανάρχαιη ιστορία δημιουργίας και κριτικής, σε ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο: “Το πορτρέτο: Η εκδίκηση είναι τέχνη” του Ίαν Πήαρς που η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να είναι και τα δυο, τεχνοκριτικός αλλά ταυτόχρονα και συγγραφέας.
Το βιβλίο ένας σπαρακτικός μονόλογος ποταμός, ενός ταλαντούχου που έχασε τον δρόμο. Στο δόκανο της παγίδας “ό,τι αρέσει στο κοινό”, θυσίασε στην πορεία την σκοτεινή αυθεντική πλευρά της ψυχής του. Αλλά και ο απόλυτος μέντορας, που υποκλίνεται υποτίθεται μονάχα στην τέχνη, ανθρώπινο βέβαια πλην όμως απολύτως καταστροφικό, εκμεταλλεύεται φήμη, επιρροή, συγγραφική άνεση και επιχειρηματολογία και γονατισμένος απ' τα εγωιστικά πάθη του, “δολοφονεί” με τρόπο που δεν τιμωρεί ο νόμος.
Το πορτρέτο – τρίπτυχο, αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη ζωή: ακμή, παρακμή και την πλήρη αποσύνθεση- πτώση ενός άνδρα. “Μπορούμε να σκοτώσουμε για την τέχνη;” Και “Ποιον θα επιλέγαμε;” αναρωτιέται ο αυτοεξόριστος ζωγράφος. “Τους κακούς ζωγράφους; Θα είχαμε λουτρό αίματος. Τους ανόητους προστάτες; Οι δρόμοι θα γέμιζαν πτώματα. 'Εναν – δυο τεχνοκρίτες; Ίσως να υπάρχει κάποια έχθρα ανάμεσά μας. Ο κριτικός είναι σε σχέση με τον ζωγράφο ό,τι ο ευνούχος σε σχέση με τον άντρα, όπως το θέλει η παροιμία. Μα αυτό δεν μας εμποδίζει να τρέχουμε ξοπίσω σας, έτσι δεν είναι; Κάποιος πρέπει να ασχοληθεί με τη βρόμικη δουλειά, κι εσείς αναλαμβάνετe αυτό το καθήκον”. Εν αντιθέσει με “τον καλλιτέχνη που είναι ο δημιουργός του αιώνιου”.
Σκληρό βιβλίο, με αναίμακτους φόνους κι αλήθειες που συνήθως αποφεύγουμε να εκστομίσουμε, αλλ' όμως “λάμπει μέσα μου εκείνο που αγνοώ, ωστόσο λάμπει”...
YG. “Είναι φρικτό να σε εξευτελίζουν έτσι βάναυσα δημοσίως. Εσύ, βεβαίως, δεν το γνωρίζεις' εσύ εξαπολύεις επιθέσεις, δεν τις υφίστασαι, ενώ ουδέποτε έγινες στόχος. Είναι θαρρώ, ενδιαφέρον ο τρόπος που αντιδρά το μυαλό' προηγείται η δυσπιστία, ακολουθούμενη από την επιθυμία να αποστρέψεις το βλέμμα, η οποία, ωστόσο, πολύ εύκολα υποχωρεί μπροστά στην ισχυρή πίεση να διαβαστεί το κείμενο μέχρι τέλους. Εν συνεχεία έπεται η μάχη για να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, να μην πτοηθείς, ενώ σιγά σιγά, συνειδητοποιείς ότι η άμυνά σου καταρρέει. Ο πανικός φουντώνει καθώς σε κατακλύζουν οι λέξεις, η μια μεταφορά μετά την άλλη, η μια προσβολή μετά την άλλη. Σε κυριεύει ο τρομερός φόβος πως ό,τι διαβάζεται είναι αλήθεια, πως δεν είναι απλώς η γνώμη ενός προκατειλημμένου, κακόβουλου ανθρώπου. Τα λόγια βγαίνουν από το στόμα σου, καθώς απαντάς στις κατηγορίες- λόγια που ποτέ κανείς δεν θα ακούσει γιατί γνωρίζεις ότι δεν θα υπάρξει απάντηση' ο τεχνοκρίτης δεν πρόκειται ποτέ να λογοδοτήσει. Δεν συνηθίζεται.
Κι ύστερα, έρχεται το μίσος. Η τυφλή αλλά απολύτως ανίσχυρη αποστροφή για τον άνθρωπο που βλέπει αυτό το πράγμα με τόσο παγερή αδιαφορία. Βλέπεις το πώς η αναισθησία βαφτίζεται οξυδέρκεια, η βλακεία εξυπνάδα και η αναλγησία εφήμερη ψυχαγωγία για τον αναγνώστη. Συνειδητοποιείς ότι ο συντάκτης έγραψε με ευχαρίστηση την κριτική, βλέπεις νοερά την αυτάρεσκη έκφραση του προσώπου του όταν την τέλειωσε...”
Αυτά, ευγνωμονώντας αιωνίως ζωή και Θεό που με βοήθησε να ανήκω και στα δυο. Κι ας θεωρείται ελάσσων κριτικός εκείνος που αγαπά τον δημιουργό και ας θεωρείται ελάσσων συγγραφέας εκείνος που βιοπορίζεται τολμώντας να “κρίνει”.
Ένα βιβλίο- σοκ για όσους αβρόχοις ποσί (και με κάθε ευκολία) “κρίνουν”. Μη δ' εμού εξαιρουμένης, εννοείται, ναι; Γιατί και η σιωπή, κρίση δεν είναι?
Αφιερωμένο σε όσους δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σημαντικό είναι να ασχοληθείς με σεβασμό και αγάπη μαζί τους, σ' εκείνους που γράφουν κι αγωνιούν- κακώς, κάκιστα, - επί τω προκειμένω πηγαίνεις μονάχα εσύ και το χάος, το μόνο που μετρά είναι αυτή καθ΄εαυτή η δημιουργία και βεβαίως στους αυτάρεσκα κρίνοντες, με ταπείνωση προσεγγίζει κανείς και την κριτική και την τέχνη. Προσωπική άποψη, βέβαια (εντάξει και του Πήαρς). Εξαιρούνται όσοι καβάλησαν το καλάμι (σε όποια πλευρά κι αν ανήκουν), με αφορά η ήττα και το βάσανο, η αλήθεια και η επίγνωση στη ζωή. Και στην επίγνωση δεν χωρά το καλάμι και το καμάρι.
16/6/10
Η σημαντική “στιγμή” ενός ασήμαντου ήρωα...
“Τώρα είναι η στιγμή να χτίσουμε. Όσο αμφίβολη, όσο ασταθής και όσο αβέβαιη κι αν είναι η εμπιστοσύνη μας στον άνθρωπο.”
“Αν δεν ονειρευόμουν τη δίδυμη ψυχή, θα έμενα κλεισμένος στο χωριό μου να τρώγω ραβιόλια...”
“ΈΤΣΙ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΠΕΡΕΙΡΑ” του Αντόνιο Ταμπούκι. Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 215, € 16
“Ο Περέιρα επέστρεψε στο σπίτι. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έβγαλε την πετσέτα από το πρόσωπο του Μοντέιρο Ρόσσι. Τον σκέπασε με ένα σεντόνι. Ύστερα πήγε στο γραφείο του και κάθισε μπροστά στη γραφομηχανή. Πρώτα έγραψε τον τίτλο: Δολοφονήθηκε δημοσιογράφος. Ύστερα συνέχισε να γράφει: “Ονομαζόταν Φραντσέσκο Μοντέιρο Ρόσσι, ήταν ιταλικής καταγωγής...”
Τον είχε ατύπως προσλάβει για να γράφει νεκρολογίες. Ο Περέιρα, δημοσιογράφος στην Λισμπόα και διευθυντής της στην καλλιτεχνική της σελίδα είχε ένα κόλλημα με τον θάνατο, για την ακρίβεια με την μεταθανάτια ζωή. Τον απασχολούσε η ανάστασης της σάρκας. Καρδιακός και φιλάσθενος, υπέρβαρος και κουρασμένος απ' τη ζωή, μοιράζεται το πάθος του για τους Γάλλους συγγραφείς με το πορτραίτο της νεκρής γυναίκας του, μαζεύει νεκρολογίες σα να μην τον αφορά καν η ζωή.
Δεν έχει πάρει χαμπάρι από την καταπιεστική δικτατορία του Σαλαζάρ, η Λισαβόνα του 1938 ήταν για κείνον μια Λισαβόνα δωματίου, επιζώντας στον αστερισμό της μνήμης, θα συνέλθει μονάχα όταν ο δρόμος του διασταυρωθεί με αυτόν του Μοντέιρο Ρόσσι και της αρραβωνιστικιάς του Μάρτας, αφού πρώτα τους αντισταθεί και αυτολογοκριθεί.
Ισχυρίζεται στον καρδιολόγο του ότι δεν είναι παρά ένας φιλήσυχος άνθρωπος και τον μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο πολιτισμός, οι συγγραφείς και οι νεκροί. Και στον
πατέρα Αντώνιο στον οποίο θα καταφύγει θα ισχυριστεί εκείνο που υποστηρίζουν και οι ψυχολόγοι, “ότι δεν έχουμε μία ψυχή μόνο αλλά μια συνομοσπονδία ψυχών” που έτσι όπως καθοδηγείται από ένα ηγεμονικό εγώ, κάθε τόσο αυτό αλλάζει, με αποτέλεσμα να αποκτούμε και ένα άλλο κανόνα ζωής.
Σε ένα χαμηλότονο, υπαινικτικό, εσωτερικό σχεδόν αριστούργημα ο Αντόνιο Ταμπούκι αφουγκράζεται ως εντομολόγος τις ανεπαίσθητες αλλαγές στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Τα πηγαινέλα από το εγώ στο εμείς, από το παρελθόν στην προσωπική ευθύνη όσον αφορά το θεικό, καθοριστικό παρόν και με ανυπέρβλητο ύφος σκιαγραφεί ένα πορτρέτο ανθρώπου κυριολεκτικά κλασσικό και αρχετυπικό. Παρακολουθώντας ως φράκταλ τις ψυχικές εναλλαγές- αλλαγές εφόσον όπως ισχυρίζεται ο Γιουνγκ όταν συναντούνται δυο προσωπικότητες νομοτελειακά αλλάζουν, τροποποιούνται και οι δύο.
Το αποτέλεσμα, απρόσμενο, ανατρεπτικό, μεγαλοφυές, ωστόσο συνάμα και ρεαλιστικό. Ο Περέιρα υπήρξε έστω και με διαφορετικό όνομα. Τον επισκέφθηκε αρκετά χρόνια μετά, ανέτειλε κυκλοφοριακά με τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ίσως και γι' αυτό χαρακτηρίστηκε και βαθύτατα πολιτικό, ενώ είναι πρωτίστως ένα αγρίως υπαρξιακό μυθιστόρημα. Η αλλαγή του Περέιρα παίζεται σε ένα κομβικά βασικό σημείο “στο πέρασμα από την αισθητική αντίληψη της ζωής στην ηθική”. Η γνωριμία του με έναν νεαρό αντιστασιακό θα τον κάνει αρχικά ν' αμφιβάλει, κατόπιν ν' αλλάξει στάση και θέση ζωής, να καταγγείλει στο τέλος τον πορτογαλικό φασισμό. Κι έτσι όντας από την στόφα του αντιήρωα, θ' αναγκαστεί ν' αλλάξει βολή, αντίληψη, ζωή. Και μέσα σε μια νύχτα θα γίνει άλλος. Υπογράφοντας και το μοναδικό κείμενο, εκείνο που θα τον φέρει στο κατώφλι σχεδόν του θανάτου, τοποθετώντας τον ταυτοχρόνως στο κέντρο της Ιστορίας και της Ζωής.
Ένα αριστουργηματικό πολιτικό, φιλοσοφικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα όπου μέσα από το πορτρέτο ενός μέσου ανθρώπου και με ανυπέρβλητο προσωπικό στυλ (ως “μαρτυρία”, όλα τα “ισχυρίζεται ο Περέιρα”), ο Αντόνιο Ταμπούκι καταγγέλλει μνήμη, πολιτική και ηθική αναλγησία και αδιαφορία, καθημερινό και διαχρονικό φασισμό, σκιαγραφώντας την καταπιεστική δικτατορία του Σαλαζάρ, την θύελλα του ισπανικού εμφύλιου, τον ιταλικό φασισμό. Επιτρέποντας κατ' αυτό τον τρόπο στη λογική του παρελθόντος να μας εξηγήσει τέλεια και την λογική στο σημερινό μας αβέβαιο παρόν.
“Κάτω από το κείμενο, στην άκρη δεξιά, ο Περέιρα έβαλε το όνομά του: Περέιρα. Υπέγραψε μόνο Περέιρα, γιατί έτσι τον γνώριζαν όλοι, μόνο με το επίθετο, όπως έγραφε τα ρεπορτάζ του αστυνομικού δελτίου τόσα χρόνια”.
Λες και μια ζωή υπήρξε λάθρα βιώσας για να φτάσει να κατανοήσει και να καταγγείλει ακριβώς αυτό. Μια ιστορία ικανή να σου αλλάξει αντίληψη στα πράγματα, σε εξαιρετική μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη- οι ψυχικές αλλαγές συμβαίνουν κυριολεκτικά στο φτερό,- με μια αποκαλυπτική συνέντευξη του ίδιου του συγγραφέα ως επίμετρο.
Ο Ταμπούκι, χαμηλότονος συγγραφέας γνωρίζει καλά τον τρόπο να σ' αλλάζει και με τα σημεία στίξης και τις σιωπές. Με “συμβολή ταπεινή” “διότι ζούμε την εποχή των σπίρτων” φωτίζει άπλετα κάθε σκοτάδι της αντιφατικής μας ψυχής, ζωής, εποχής...
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε στην Πίζα το 1943. Είναι μια από τις αντιπροσωπευτικότερες φωνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Υπήρξε επίσης ο επιμελητής των ιταλικών εκδόσεων των έργων του Φερνάντο Πεσσόα. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα χώρες. Μερικά από τα μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο από γνωστούς Ιταλούς και ξένους σκηνοθέτες, όπως ο Ρομπέρτο Φαέντσα, ο Αλαίν Κορνώ, ο Αλαίν Ταννέρ και ο Φερνάντο Λόπες, ή για το θέατρο από σκηνοθέτες όπως ο Τζόρτζιο Στρέλερ και ο Ντιντιέ Μπεζάς.
Έχει βραβευτεί με τα πιο έγκυρα διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων τα "Pen Club", "Campiello" και "Viareggio-Re-paci" στην Ιταλία, τα "Prix Medicis Etran-ger", "Prix Europeen de la Litterature" και "Prix Mediterranee" στη Γαλλία, το Ευρωπαϊκό "Αριστείον", το "Nossack" στη Γερμανία, το "Europaeischer Staats-preis" στην Αυστρία, τα "Hidalgo" και "Francisco Cerecedo" στην Ισπανία. Έχει επίσης τιμηθεί με τους τίτλους του "Officier des Arts et des Lettres" στη Γαλλία και του "Comendador da Ordem do Infante Dom Henrique" στην Πορτογαλία. Μέχρι πρόσφατα δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Σιένας. Έχει επίσης διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων το Bard College της Νέας Υόρκης, το Ecole de Hautes Etudes και το College de France στο Παρίσι. Έχει γράψει και εξακολουθεί να γράφει σε πολλές ιταλικές και ξένες εφημερίδες ( Corriere delta Sera, L`Unita, II Manifesto, Le Monde, El Pais, Diario de Noti-cias, La Jornada, Die Allgemeine Zeitung) καθώς και σε πολιτιστικά περιοδικά, όπως το La Nouvelle Revue Frangaise και το Lettre Internationale. Είναι μέλος και συνιδρυτής του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων.
Τα βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα είναι τα εξής: Piazza d ' Italia (1975), Il piccolo naviglio (1978), Il gioco del rovescio (1981), Donna di Porto Pim (1983 - Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα 1977), Notturno Indiano (1984 - Νυχτερινό στην Ινδία, ελλην. μτφρ. Μυρσίνης Ζορμπά, Οδυσσέας, 1990), Piccoli equivoci senza importanza (1985), Il filo dell ' orizzonti (1986 - Η γραμμή του ορίζοντα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1998), I volatili del Beato Angelico (1987), I dialoghi mancati (1988), Un baule pieno di gente (1990), L'angelo nero (1991 - Ο Μαύρος Άγγελος, ελλην. μτφρ. Τότας Κονβερτίνο, Εστία, 1995), Sogni di sogni (1992 - Όνειρα ονείρων, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999), Requiem (1992 - Ρέκβιεμ, ελλην. μτφρ. Domenica Minniti, Οδυσσέας, 1994), Gli ultimi tre giorni di Fernando Pessoa (1994 - Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999) Sostiente Pereira (1994 - Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1995), La testa perduta di Damasceno Monteiro (1997 - Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1998), Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες - Συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης (Άγρα, 1999), Δύο ελληνικά διηγήματα (Άγρα, 2000), Είναι αργά, όλο και πιο αργά (Άγρα, 2002 - Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2003), και Ο Τριστάνο πεθαίνει (Άγρα, 2004).
“Αν δεν ονειρευόμουν τη δίδυμη ψυχή, θα έμενα κλεισμένος στο χωριό μου να τρώγω ραβιόλια...”
“ΈΤΣΙ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ Ο ΠΕΡΕΙΡΑ” του Αντόνιο Ταμπούκι. Μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 215, € 16
“Ο Περέιρα επέστρεψε στο σπίτι. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι έβγαλε την πετσέτα από το πρόσωπο του Μοντέιρο Ρόσσι. Τον σκέπασε με ένα σεντόνι. Ύστερα πήγε στο γραφείο του και κάθισε μπροστά στη γραφομηχανή. Πρώτα έγραψε τον τίτλο: Δολοφονήθηκε δημοσιογράφος. Ύστερα συνέχισε να γράφει: “Ονομαζόταν Φραντσέσκο Μοντέιρο Ρόσσι, ήταν ιταλικής καταγωγής...”
Τον είχε ατύπως προσλάβει για να γράφει νεκρολογίες. Ο Περέιρα, δημοσιογράφος στην Λισμπόα και διευθυντής της στην καλλιτεχνική της σελίδα είχε ένα κόλλημα με τον θάνατο, για την ακρίβεια με την μεταθανάτια ζωή. Τον απασχολούσε η ανάστασης της σάρκας. Καρδιακός και φιλάσθενος, υπέρβαρος και κουρασμένος απ' τη ζωή, μοιράζεται το πάθος του για τους Γάλλους συγγραφείς με το πορτραίτο της νεκρής γυναίκας του, μαζεύει νεκρολογίες σα να μην τον αφορά καν η ζωή.
Δεν έχει πάρει χαμπάρι από την καταπιεστική δικτατορία του Σαλαζάρ, η Λισαβόνα του 1938 ήταν για κείνον μια Λισαβόνα δωματίου, επιζώντας στον αστερισμό της μνήμης, θα συνέλθει μονάχα όταν ο δρόμος του διασταυρωθεί με αυτόν του Μοντέιρο Ρόσσι και της αρραβωνιστικιάς του Μάρτας, αφού πρώτα τους αντισταθεί και αυτολογοκριθεί.
Ισχυρίζεται στον καρδιολόγο του ότι δεν είναι παρά ένας φιλήσυχος άνθρωπος και τον μόνο που τον ενδιαφέρει είναι ο πολιτισμός, οι συγγραφείς και οι νεκροί. Και στον
πατέρα Αντώνιο στον οποίο θα καταφύγει θα ισχυριστεί εκείνο που υποστηρίζουν και οι ψυχολόγοι, “ότι δεν έχουμε μία ψυχή μόνο αλλά μια συνομοσπονδία ψυχών” που έτσι όπως καθοδηγείται από ένα ηγεμονικό εγώ, κάθε τόσο αυτό αλλάζει, με αποτέλεσμα να αποκτούμε και ένα άλλο κανόνα ζωής.
Σε ένα χαμηλότονο, υπαινικτικό, εσωτερικό σχεδόν αριστούργημα ο Αντόνιο Ταμπούκι αφουγκράζεται ως εντομολόγος τις ανεπαίσθητες αλλαγές στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Τα πηγαινέλα από το εγώ στο εμείς, από το παρελθόν στην προσωπική ευθύνη όσον αφορά το θεικό, καθοριστικό παρόν και με ανυπέρβλητο ύφος σκιαγραφεί ένα πορτρέτο ανθρώπου κυριολεκτικά κλασσικό και αρχετυπικό. Παρακολουθώντας ως φράκταλ τις ψυχικές εναλλαγές- αλλαγές εφόσον όπως ισχυρίζεται ο Γιουνγκ όταν συναντούνται δυο προσωπικότητες νομοτελειακά αλλάζουν, τροποποιούνται και οι δύο.
Το αποτέλεσμα, απρόσμενο, ανατρεπτικό, μεγαλοφυές, ωστόσο συνάμα και ρεαλιστικό. Ο Περέιρα υπήρξε έστω και με διαφορετικό όνομα. Τον επισκέφθηκε αρκετά χρόνια μετά, ανέτειλε κυκλοφοριακά με τον Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ίσως και γι' αυτό χαρακτηρίστηκε και βαθύτατα πολιτικό, ενώ είναι πρωτίστως ένα αγρίως υπαρξιακό μυθιστόρημα. Η αλλαγή του Περέιρα παίζεται σε ένα κομβικά βασικό σημείο “στο πέρασμα από την αισθητική αντίληψη της ζωής στην ηθική”. Η γνωριμία του με έναν νεαρό αντιστασιακό θα τον κάνει αρχικά ν' αμφιβάλει, κατόπιν ν' αλλάξει στάση και θέση ζωής, να καταγγείλει στο τέλος τον πορτογαλικό φασισμό. Κι έτσι όντας από την στόφα του αντιήρωα, θ' αναγκαστεί ν' αλλάξει βολή, αντίληψη, ζωή. Και μέσα σε μια νύχτα θα γίνει άλλος. Υπογράφοντας και το μοναδικό κείμενο, εκείνο που θα τον φέρει στο κατώφλι σχεδόν του θανάτου, τοποθετώντας τον ταυτοχρόνως στο κέντρο της Ιστορίας και της Ζωής.
Ένα αριστουργηματικό πολιτικό, φιλοσοφικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα όπου μέσα από το πορτρέτο ενός μέσου ανθρώπου και με ανυπέρβλητο προσωπικό στυλ (ως “μαρτυρία”, όλα τα “ισχυρίζεται ο Περέιρα”), ο Αντόνιο Ταμπούκι καταγγέλλει μνήμη, πολιτική και ηθική αναλγησία και αδιαφορία, καθημερινό και διαχρονικό φασισμό, σκιαγραφώντας την καταπιεστική δικτατορία του Σαλαζάρ, την θύελλα του ισπανικού εμφύλιου, τον ιταλικό φασισμό. Επιτρέποντας κατ' αυτό τον τρόπο στη λογική του παρελθόντος να μας εξηγήσει τέλεια και την λογική στο σημερινό μας αβέβαιο παρόν.
“Κάτω από το κείμενο, στην άκρη δεξιά, ο Περέιρα έβαλε το όνομά του: Περέιρα. Υπέγραψε μόνο Περέιρα, γιατί έτσι τον γνώριζαν όλοι, μόνο με το επίθετο, όπως έγραφε τα ρεπορτάζ του αστυνομικού δελτίου τόσα χρόνια”.
Λες και μια ζωή υπήρξε λάθρα βιώσας για να φτάσει να κατανοήσει και να καταγγείλει ακριβώς αυτό. Μια ιστορία ικανή να σου αλλάξει αντίληψη στα πράγματα, σε εξαιρετική μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη- οι ψυχικές αλλαγές συμβαίνουν κυριολεκτικά στο φτερό,- με μια αποκαλυπτική συνέντευξη του ίδιου του συγγραφέα ως επίμετρο.
Ο Ταμπούκι, χαμηλότονος συγγραφέας γνωρίζει καλά τον τρόπο να σ' αλλάζει και με τα σημεία στίξης και τις σιωπές. Με “συμβολή ταπεινή” “διότι ζούμε την εποχή των σπίρτων” φωτίζει άπλετα κάθε σκοτάδι της αντιφατικής μας ψυχής, ζωής, εποχής...
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε στην Πίζα το 1943. Είναι μια από τις αντιπροσωπευτικότερες φωνές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Υπήρξε επίσης ο επιμελητής των ιταλικών εκδόσεων των έργων του Φερνάντο Πεσσόα. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από σαράντα χώρες. Μερικά από τα μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο από γνωστούς Ιταλούς και ξένους σκηνοθέτες, όπως ο Ρομπέρτο Φαέντσα, ο Αλαίν Κορνώ, ο Αλαίν Ταννέρ και ο Φερνάντο Λόπες, ή για το θέατρο από σκηνοθέτες όπως ο Τζόρτζιο Στρέλερ και ο Ντιντιέ Μπεζάς.
Έχει βραβευτεί με τα πιο έγκυρα διεθνή βραβεία, μεταξύ των οποίων τα "Pen Club", "Campiello" και "Viareggio-Re-paci" στην Ιταλία, τα "Prix Medicis Etran-ger", "Prix Europeen de la Litterature" και "Prix Mediterranee" στη Γαλλία, το Ευρωπαϊκό "Αριστείον", το "Nossack" στη Γερμανία, το "Europaeischer Staats-preis" στην Αυστρία, τα "Hidalgo" και "Francisco Cerecedo" στην Ισπανία. Έχει επίσης τιμηθεί με τους τίτλους του "Officier des Arts et des Lettres" στη Γαλλία και του "Comendador da Ordem do Infante Dom Henrique" στην Πορτογαλία. Μέχρι πρόσφατα δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Σιένας. Έχει επίσης διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων το Bard College της Νέας Υόρκης, το Ecole de Hautes Etudes και το College de France στο Παρίσι. Έχει γράψει και εξακολουθεί να γράφει σε πολλές ιταλικές και ξένες εφημερίδες ( Corriere delta Sera, L`Unita, II Manifesto, Le Monde, El Pais, Diario de Noti-cias, La Jornada, Die Allgemeine Zeitung) καθώς και σε πολιτιστικά περιοδικά, όπως το La Nouvelle Revue Frangaise και το Lettre Internationale. Είναι μέλος και συνιδρυτής του Διεθνούς Κοινοβουλίου Συγγραφέων.
Τα βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα είναι τα εξής: Piazza d ' Italia (1975), Il piccolo naviglio (1978), Il gioco del rovescio (1981), Donna di Porto Pim (1983 - Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα 1977), Notturno Indiano (1984 - Νυχτερινό στην Ινδία, ελλην. μτφρ. Μυρσίνης Ζορμπά, Οδυσσέας, 1990), Piccoli equivoci senza importanza (1985), Il filo dell ' orizzonti (1986 - Η γραμμή του ορίζοντα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1998), I volatili del Beato Angelico (1987), I dialoghi mancati (1988), Un baule pieno di gente (1990), L'angelo nero (1991 - Ο Μαύρος Άγγελος, ελλην. μτφρ. Τότας Κονβερτίνο, Εστία, 1995), Sogni di sogni (1992 - Όνειρα ονείρων, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999), Requiem (1992 - Ρέκβιεμ, ελλην. μτφρ. Domenica Minniti, Οδυσσέας, 1994), Gli ultimi tre giorni di Fernando Pessoa (1994 - Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999) Sostiente Pereira (1994 - Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1995), La testa perduta di Damasceno Monteiro (1997 - Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1998), Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες - Συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης (Άγρα, 1999), Δύο ελληνικά διηγήματα (Άγρα, 2000), Είναι αργά, όλο και πιο αργά (Άγρα, 2002 - Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2003), και Ο Τριστάνο πεθαίνει (Άγρα, 2004).
15/6/10
Η ακόρεστη πείνα… το ανικανοποίητο
«Το γράμμα που λείπει» της Ελένης Γκίκα, (ποιήματα, Εκδ. “Αγκυρα, 2010)
του Σπύρου Συρόπουλου (Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστημίο Αιγαίου)
Το γράμμα που λείπει
Το πρώτο που πρόσεξαν
Ήταν το φεγγάρι,
ένα φεγγάρι τεράστιο
κατακόκκινο
σαν φλεγόμενη βάτος
έτσι όπως ανέτειλε ανέλπιδα
πάνα από τις κεραμοσκεπές
εκείνη το έβλεπε
μέσα από τα φοινικόδεντρα
σαν έναν τεράστιο λωτό.
Υπάρχει Θεός,
ανακουφισμένη σκέφτηκε,
αφού υπάρχει ένα τέτοιο φεγγάρι.
Υπάρχει Θεός
αφού υπάρχει τέτοια Ομορφιά
κι έγειρε μόνη στο μαξιλάρι
σαν σε προσευχή
Υπάρχει το γράμμα που λείπει
Αναλογίστηκε
κι ας μην το βρει ποτέ της
Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004
Μαραθώνας
Είναι περίεργο να ακούει κάποιος τη φωνή του να απαγγέλει ποίηση… Γιατί η ποίηση είναι σιωπηλή.. Έτσι όπως γεννιέται μέσα στο μυαλό και στην καρδιά του δημιουργού της, έτσι όπως διοχετεύεται μέσα από τα χέρια και παραδίνεται στο άφωνο χαρτί, έτσι όπως τη διαβάζει κανείς, με τα χείλη κλειστά και με τα μάτια της ψυχής και του σώματος ορθάνοιχτα. Και είναι πολύ περίεργο. Γιατί η ανάγνωση, είναι μια εσωτερική φωνή, που έχει το ηχόχρωμα της φωνής σου, αλλά ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ που λες αυτά τα λόγια. Είναι τα λόγια κάποιου άλλου. Η σιωπηλή εξομολόγηση του ποιητή.
Έτσι μιλούσε η Ελένη Γκίκα στο μυαλό μου, όταν τη διάβαζα μέσα από τις σελίδες του γράμματος που λείπει. Και προσπαθούσα να την ανιχνεύσω. Να την γνωρίσω μέσα από αυτά που έλεγε.
Πως γνωρίζεις, όμως, μια ποιήτρια, μέσα από τα ποιήματά της; Αν τολμούσα μια αντιπαραβολή του λόγου με την εικαστική έκφραση, θα έλεγα ότι η ποίηση δεν είναι φωτογραφία αλλά ζωγραφική. Δεν αποτυπώνει την άμεση οπτική εικόνα του ποιητή, αλλά αποτελεί απεικόνιση των συναισθηματικών του διαστάσεων. Αυτό έβλεπα μέσα στα ποιήματα της Ελένης Γκίκα. Μία γυναίκα, που ζωγράφιζε το συναισθηματικό σύμπαν της, με χρώματα κλεμμένα από τις παλέτες των βιωμάτων της. Θλίψη, απώλεια, αναζήτηση, μικρές ελπίδες βεβιασμένες σχεδόν, και μια ρουτινιάρικη καθημερινότητα, που καμιά φορά απλά την αντέχεις χωρίς να την αποδέχεσαι και καμιά φορά είναι λυτρωτική, αφού σε απομακρύνει από την αέναη αναζήτηση αυτού που σου λείπει, και το ψάχνεις, και δεν το βρίσκεις, γιατί απλά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι για να το βρεις…. Αυτές είναι οι πινελιές της Ελένης.
Κι ο πίνακας αλλάζει…μέρα τη μερα….Αλλάζει πρόσωπο. Γωνία οπτική… Άλλοτε βλέπει τον εαυτό της από μακριά. Σαν μια ταινία που κάποιος είδε και της διηγήθηκε η ζωή της, σε τρίτο ενικό.
Άλλοτε σε δεύτερο πρόσωπο. Άλλοτε με ξεκάθαρο αποδέκτη εκείνον που έφυγε, κι άλλοτε ένα εσύ γενικό … και δεν ξέρεις, Σε ποιον απευθύνεται. Σ’ εσένα που το διαβάζεις…ή σ’ εκείνην την ίδια;
Μα είναι κι εκείνες οι φορές που στο πιο αδυσώπητο και ειλικρινές πρώτο πρόσωπο, η Ελένη Γκίκα ορθώνεται σε όσα την βασανίζουν και λέει, εγώ….
Δεν έχει ανάγκη να επινοήσει λέξεις. Στην ποίησή της δεν υπάρχει επιτήδευση. Σαν να μιλάει και ν’ ανοίγει την καρδιά της. Οι λέξεις είναι απλές, άμεσες, κατανοητές… μόνο που στο πάντρεμά τους τα νοήματα γίνονται βαριά, σκληρά πολλές φορές. Οι λέξεις την παίρνουν σε παράξενα ταξίδια, στο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο χθες και το αύριο, σταματώντας σε ένα παρόν που δεν τη λυτρώνει από αυτήν την εσωτερική μοναξιά. Η συντροφιά της είναι αυτοί που τους γνώρισε μέσα από τις δικές τους λέξεις. Ο Πεσόα, ο Πόε, ο Κέρουακ, κι ένα καβαφικό «αξιώθηκες…», να θυμίζει τις καταβολές της.
Η ακόρεστη πείνα… το ανικανοποίητο
Μέσα στα ποιήματα της Ελένης, υπάρχει μια ακόρεστη πείνα. Καμιά φορά εκφράζεται μέσα από τις απροκάλυπτες παραδοχές βουλιμικών επεισοδίων. «Πεινώ», κραυγάζει στον πρώτο στίχο του ποιήματος η πείνα του «Χάμσουν», στη νύχτα μου [σελ. 50], «μέσα στην άγρια νύχτα/ πεινώ και διψώ/ με μια πείνα ψεύτικη και άγρια/ με μια δίψα αρχέγονη κι ακατάληπτη/ έτσι όπως πέφτει η νύχτα/ κι εγώ βυθίζομαι στις ρωγμές». Ένα ποίημα που η ίδια λέει ότι έγραψε «μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής» [σελ. 50]. Και μια σοκολάτα στο σκοτάδι [σελ. 51] μπορεί να νομίσεις ότι αναφέρεται στην ίδια ανάγκη κι αδυναμία. Αλλά το νιώθεις… άλλη είναι η πείνα που τη βασανίζει. Είναι αυτή η αίσθηση ότι κάτι δεν έφτασε. Κάτι δεν ήταν αρκετό. Σαν να δίνεις μια σταγόνα σε κάποιον που διψούσε θάλασσες [σελ. 53, τι να σου κάνει μια σταγόνα, όταν διψάς για τον ωκεανό]. Σαν «ίχνη που συνάντησαν οι πιο τυχεροί και μια παράξενη γαλάζια φλόγα ν’ αναβοσβήνει», στη σκάλα του πύργου της νίκης [σελ. 62-3]. Αλλά κι αυτή «όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή». Μένει πάντα κάτι που δεν ειπώθηκε [ένα ολοζώντανο τίποτα ανείπωτο, σελ. 76] …. Ένα φιλί που δεν δόθηκε [ζωντανό φιλί, σελ. 71], ένα γράμμα που δεν βρέθηκε [αν έβρισκε το γράμμα, σελ. 90-1]. Κι όμως, αν μου μένει κάτι από αυτήν την αίσθηση του ανικανοποίητου, δεν είναι πάντα η απόγνωση μπροστά σ’ αυτό που ποτέ δεν θα μάθεις και δεν θα αποκτήσεις, αλλά η επίγνωση μπροστά σ’ αυτό που σου δόθηκε, κι ας μην το έχεις για πάντα. Το ποίημά της, η αρχαία πείνα [σελ. 72], είναι ίσως η πιο τρυφερή αποδοχή της έλλειψης, η πιο αισιόδοξη εξήγηση του μη αρκετού, αυτού που σε γεμίζει ομορφιά, επειδή δεν το χορταίνεις
Αρχαία πείνα
Πώς να χωρέσω μέσα μου τόση ομορφιά,
παίρνω βαθιές ανάσες
απ’ ό, τι ανασαίνεις
κοιτώ τον δρόμο σου
κι ό, τι βλέπουν τα μάτια σου
φεύγοντας θα βλέπω
δεν σε χόρτασα
όσες φορές κι αν έρχομαι
ποτέ δεν σε χορταίνω
ίσως γι’ αυτό φρόντιζες να μου
δίνεις τα ελάχιστα
ακριβώς για να μη χορταίνω
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006
Κέρκυρα, Arcadion,
βουλιμική πάντα
Η απώλεια που δεν χάθηκε…
Μέσα στις σελίδες της συλλογής της, τριγυρνάει ο Σπύρος. Μια απώλεια. Τι είδους όμως; Η λέξη ίσως δεν είναι αρκετή να περιγράψει αυτό που συμβαίνει. Γιατί ο Σπύρος δεν «χάθηκε» για εκείνην. Απλά… «έφυγε», όπως η ίδια υπενθυμίζει, ίσως στο εαυτό της.
Για έναν μισοτελειωμένο αποχαιρετισμό
Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός.
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους.
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της.
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται».
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα.
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί-σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης.
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
Τελικά να καταλάβει
Τρίτη, 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά τη φυγή του Σπύρου.
Κι όλο «φυγή» την ονομάζει αυτή την αποστέρηση της χαράς της. Αφιερώνει ποιήματα του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο [σελ. 53], τον θυμάται κάποια μεσάνυχτα σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ΄απόγευμα ο Σπύρος [σελ. 55]. Είναι βαριά λέξη ο θάνατος. Δεν τη φοβάται. Μόνο που όταν χρησιμοποιεί το ρήμα, δεν είναι στο δεύτερο ενικό, ή στο τρίτο, αλλά στο πρώτο πληθυντικό
Τι να σου κάνει μια σταγόνα
όταν διψάς για τον ωκεανό [σελ. 53]
Τίποτε από μένανε δεν σου ‘φτασε.
Ό, τι κι αν έκανα, ήταν το ελάχιστο
μια τόση δα σταγόνα
σε σένα που διψούσες θάλασσες
αλλά κι εγώ
στην ξηρασία μου μαράθηκα·
ζητούσαμε ακριβώς το ίδιο
κάποιος για την αγάπη
να πεθάνει.
Έτσι πεθάναμε κι οι δύο.
Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2006
ανήμερα των Φώτων,
του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο.
Η ημερομηνία με ξάφνιασε. Η ποίηση των άλλων γίνεται αναπάντεχα συμπτωματική των δικών μας βιωμάτων καμιά φορά.. Μια ημερομηνία που έμπλεκε την αγάπη με τον θάνατο ερχόταν να μου θυμίσει ότι πρέπει να ζούμε και να δίνουμε και να δινόμαστε.
Και η Ελένη δόθηκε στον δικό της Σπύρο για τον χρόνο που της δόθηκε. Όλα γι’ αυτόν είναι. Το λέει στο ποίημα καινούρια αρχή με τα χρυσάνθεμα [σελ. 30-31]. «Αν είχα το κουράγιο, έτσι θα τα βάφτιζα: Ποιήματα για τον Σπύρο….». Τον έβλεπα κι εγώ, μου τον έδειχνε, μου τον ζωγράφιζε, με το κουστούμι του, με τους φόβους του για τα «φωνήεντα που τον πρόδιδαν, κι εκείνη τον καθησύχαζε με σύμφωνα, ακόμα και τώρα, μια ζωή, πέρα από τον θάνατο [Τα ανησυχητικά φωνήεντα, σελ. 80]. Κι ένιωθα την τρυφερότητά στη σκέψη της, σαν βλέμμα που γλυκαίνει τη ματιά όταν μιλάς για αγαπημένο πρόσωπο. Να το νιώθει ο Σπύρος, που έφυγε έχοντας αγαπηθεί τόσο πολύ… μα τόσο πολύ που ο θάνατός του να γίνεται γενέθλια, σαν να ξαναγεννιέται μέσα σ’ αυτήν που τόσο τον αγάπησε.
Χαρτί ολάνθιστο [σελ. 55]
Αυτή θα είναι η ημερομηνία των γενεθλίων σου,
απ’ εδώ και στο εξής
θα σε γιορτάζω κάθε χρόνο τέτοια μέρα
με δάκρυα-φιλιά
και χάδια-στίχους
με τη φωνή σου στο μαγνητόφωνο
και με τα χέρια σου
μπλεγμένα στη μέση μου.
Έτσι θα σ’ ονειρεύομαι
ωσεί παρόντα
αγαπημένο
σαν να μην πέρασε ανάμεσά μας θάνατος
πεθαίνουν εξάλλου οι καρδιές;
νικήθηκε ποτέ της η αγάπη;
Έτσι θα σε γιορτάζω
με το σώμα ολάνθιστο
και τ’ άσπρο χαρτί
ν’ αναπληρώνει την αφή σου.
Δες τα σημάδια που
άφησε τελικά το σώμα σου…
7 Ιανουαρίου 2006
μεσάνυχτα,
σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ’ απόγευμα ο Σπύρος.
Κι εκείνη δεν αναρωτιέται αν υπάρχει άλλη ζωή για να βρεθούν ξανά. Δεν περιμένει να τον βρει στην άλλη ζωή. Τον καλεί. Περιμένει εκείνος να γυρίσει, κι ας φοβάται «Αλήθεια, αν ξαναρχόσουν/ πώς θα σε γνωρίσω;» [σελ. 59]. «Φοράω κόκκινα για να ‘ρθεις…» του φωνάζει [σελ. 47]…. «Για να με δεις επιτέλους και να μείνεις», γράφει στην κεντρομόλο καρδιά, σαν να αρνείται αυτόν τον θάνατο, σαν να περιμένει από εκείνον να κάνει την υπέρβαση των κοσμικών κανόνων. «Γιατί γράφουμε τόσο γι’ αυτά που μας πονούν», αναρωτήθηκα. Κι εκείνη μου έδωσε μόνη της την απάντηση. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό εντέλει. [σελ. 67]. Moυ θύμισε ένα βιβλίο που έγραψε ο Nuttal για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Why does Tragedy give pleasure? – Γιατί μας προκαλεί ευχαρίστηση η Τραγωδία; Είναι ο τίτλος του. Και η απάντηση είναι, γιατί μέσα από την αφήγηση του πόνου εξορκίζουμε το κακό. Και η ίδια η Ελένη κάπου το γράφει.
…Γράφω για να νικήσω την απώλεια· κορόιδευα. Τον εαυτό μου
πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω, θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη
σε ξεχάσω· να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου. [σελ. 66].
Αποκαλύψεις…
Καθώς διάβαζα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, έπιασα τον εαυτό μου συχνά να αρχίζει από αυτές τις μικρές σειρές κάτω από τον τελευταίο στίχο της. Εκεί που η ίδια μου επέτρεπε να κρυφοκοιτάξω μέσα από μία κλειδαριά ρεαλισμού τη στιγμή που μόλις είχε μετουσιώσει σε ποίημα. (Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Ο Κακλαμανάκης πήρε το Αργυρό. Golden Coast, Μαραθώνας, πίνοντας Margarita [σελ. 18]).Μου έδινε η ίδια πληροφορίες, για να νιώσω ότι κάτω από τη μετεώριση της ποίησης, υπάρχει μια απτή πραγματικότητα, κάποτε ανώδυνη σαν τόπος και ημερομηνίες (Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας (σελ. 15), κάποτε λίγο πιο ρεαλιστική, αλλά έκδηλη μιας αίσθησης μοναξιάς… σχεδόν καλέσματος για μια συντροφιά, να τη συνοδεύσει σε αυτό το ποτό, που ξέρεις ότι με κάποιον συγκεκριμένο θα προτιμούσε να το μοιραστεί…. (Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ, Πέμπτη, [σελ. 20], 26 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Manhattan [σελ. 21], Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2006, πίνοντας τσάι στο Φινλανδικό, στις Εκατό Χουρμαδιές, ημέρα δεύτερη).
Μου είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα… παρακολουθούσα αχόρταγα, σχεδόν ηδονοβλεπτικά, αυτές τις αληθινές πληροφορίες. Ήξερα τι έκανε… Την ημέρα της γιορτής του Σπύρου το 2006 βρισκόταν στο Πνευματικό Κέντρο στις 5 μ.μ. [σελ. 28], γράφοντας τη μικρή συνέχεια μιας μεγάλης πτώσης. Στις 5 Δεκεμβρίου του 2005, συνόδευε το παιδί του λαού, στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης [σελ. 38]. Την Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005 ήταν λίγο πριν αρχίσει η καινούρια ιστορία (ο Υγρός Χρόνος»). [σελ. 44].Οι πληροφορίες ήταν σκληρές καμιά φορά…(Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου 2006, μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής [σελ. 50], Δευτέρα 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, βουλιμική πάντα [σελ. 72]. Γεμάτες από υστερόγραφες ποιητικές δηλώσεις για Τον θάνατο που τη σημάδεψε…(Κυριακή, 30 Ιουλίου 2006, Κορωπί, του Σπύρου, πώς πέρασε αλήθεια ο καιρός; [σελ. 88]). Την διάβαζα και ένιωθα ότι το καταφύγιο της ποίησης, δεν σταματούσε για ‘κείνην ούτε καν μετά την πρόσκαιρη ανακούφιση του ποιήματος. Το άδειασμα της ψυχής, που θαρρούσες ότι είχε μόλις τελειώσει, συνεχιζόταν με μικρότερη γραμματοσειρά, αλλά διόλου μικρότερη σε ένταση… Σάββατο, 4 Μαρτίου 2006, Β΄ Ψυχοσάββατο, του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ΄ρθει. Κι όλα αυτά, να τα βλέπει κι η ίδια, κι εκεί ακόμη, σ’ αυτές τις λιγοστές λέξεις, να ανασαίνει μια ύστατη απόγνωση μιλώντας στον εαυτό της, και να γράφει Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, τι ψεύτρα, Θεέ μου! [σελ. 71].
Είχα διαβάσει κάπου, ότι η ποίηση είναι ένας δραματικός μονόλογος. Μου άρεσε η φράση. Τη συγκράτησα. Πίστευα ότι είναι μια πολύ σωστή περιγραφή της εξωτερίκευσης των μέσα. Μια βιωματική αφήγηση στιγμών και συναισθημάτων, μία παράθεση των πιο μύχιων αφουγκράσεων της ψυχής. Η ποίηση άλλωστε αυτό δεν είναι; Λέξεις που δεν σου είναι εύκολο να τις εκφέρεις, όταν η διάταξή τους είναι πιο περίπλοκη και πιο δύσκολη από το ειδικό βάρος τους.
Κι όμως, όσο διάβαζα τις εξομολογήσεις της Ελένης Γκίκα, τόσο ένιωθα ότι μόνο μονόλογος δεν ήταν αυτά που κρατούσα στα χέρια μου… Η ποιήτρια συνδιαλεγόταν σε έναν αισθαντικό διάλογο με την ψυχή της. Άλλοτε μιλώντας στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στο δεύτερο, κι άλλοτε αφηγούμενη από το μακρινό τρίτο πρόσωπο την επώδυνη πορεία της μέσα από τα δύσκολα. Από το σκληρό εγώ, στο προσωπικό εσύ, στο συμπαντικό εκείνη…
Μα τα βράδια, όταν έκλεινα πια το βιβλίο της και έριχνα μια τελευταία ματιά στο εξώφυλλό του, η σημειολογική σημασία του υπερνικούσε τα όρια της εικόνας. Μια μάσκα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που τα θλιμμένα όμορφα μάτια της πρόδιδαν ότι είναι ψεύτικο… βγαλμένη. Κρεμασμένη στον τοίχο, πάνω από βιβλία κλεισμένα, τοποθετημένα στη θέση τους στο ράφι. Κι όποιος τη φορούσε, απογυμνωμένος πια από το βάρος της βρισκόταν κάπου μακριά, αληθινός.
Κι όταν κοιτούσα την εικόνα, έτσι ένιωθα ότι μιλούσε πια η Ελένη Γκίκα. Η νύχτα με τις αλήθειες της είχε πέσει. Η μάσκα της ευγενικά χαμογελαστής συμβατικής καθημερινότητας κρεμασμένη πάνω από τα κλειστά βιβλία που τίποτα πια δεν έχουν να προσφέρουν. Δεν θυμόμουν ακριβώς τα λόγια της, αλλά ο απόηχός τους με έφτανε ακόμη. Σαν τα συγκεχυμένα νοήματα που ακολουθούσαν τον θεατή που έφευγε από τον χώρο των αρχαίων δραματικών παραστάσεων. Σαν αυτόν που κουβαλούσε μέσα του ένα ακαθόριστο συναίσθημα, καθορισμένο από λέξεις που δεν τις θυμόταν ακριβώς, αλλά τον είχαν αγγίξει βαθιά. Πιο βαθιά από όσο θα μπορούσε να περιμένει. Τότε ήταν που ήμουν σίγουρος, ότι η Ελένη Γκίκα δεν έκανε μονολόγους μέσα από τα ποιήματά της. Κι ούτε οι διάλογοι με την ψυχή της έφτανε να μου περιγράψουν αυτό που είχε τελεστεί.. Γιατί, εκεί που έκλεινε το βιβλίο, εκεί που άρχιζε η νύχτα και οι δικοί μου στοχασμοί πάλευαν για την καθοδήγηση μιας διαδρομής στις ανάγκες που θεωρούσα ως τότε προσωπικές, εκεί άρχιζε ο πιο αναπάντεχος διάλογος μ’ εμένα, που απαντώντας στην ανάμνηση αυτών που μόλις μου είχε εκμυστηρευτεί μέσα από τις σελίδες του «γράμματος που λείπει…», κουνούσα συνωμοτικά το κεφάλι και της ψιθύριζα, «ναι, Ελένη, το ξέρω…».
Σπύρος Συρόπουλος, Κείμενο που διαβάστηκε το Σάββατο 29 Μαίου 2010 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.
του Σπύρου Συρόπουλου (Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστημίο Αιγαίου)
Το γράμμα που λείπει
Το πρώτο που πρόσεξαν
Ήταν το φεγγάρι,
ένα φεγγάρι τεράστιο
κατακόκκινο
σαν φλεγόμενη βάτος
έτσι όπως ανέτειλε ανέλπιδα
πάνα από τις κεραμοσκεπές
εκείνη το έβλεπε
μέσα από τα φοινικόδεντρα
σαν έναν τεράστιο λωτό.
Υπάρχει Θεός,
ανακουφισμένη σκέφτηκε,
αφού υπάρχει ένα τέτοιο φεγγάρι.
Υπάρχει Θεός
αφού υπάρχει τέτοια Ομορφιά
κι έγειρε μόνη στο μαξιλάρι
σαν σε προσευχή
Υπάρχει το γράμμα που λείπει
Αναλογίστηκε
κι ας μην το βρει ποτέ της
Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004
Μαραθώνας
Είναι περίεργο να ακούει κάποιος τη φωνή του να απαγγέλει ποίηση… Γιατί η ποίηση είναι σιωπηλή.. Έτσι όπως γεννιέται μέσα στο μυαλό και στην καρδιά του δημιουργού της, έτσι όπως διοχετεύεται μέσα από τα χέρια και παραδίνεται στο άφωνο χαρτί, έτσι όπως τη διαβάζει κανείς, με τα χείλη κλειστά και με τα μάτια της ψυχής και του σώματος ορθάνοιχτα. Και είναι πολύ περίεργο. Γιατί η ανάγνωση, είναι μια εσωτερική φωνή, που έχει το ηχόχρωμα της φωνής σου, αλλά ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ που λες αυτά τα λόγια. Είναι τα λόγια κάποιου άλλου. Η σιωπηλή εξομολόγηση του ποιητή.
Έτσι μιλούσε η Ελένη Γκίκα στο μυαλό μου, όταν τη διάβαζα μέσα από τις σελίδες του γράμματος που λείπει. Και προσπαθούσα να την ανιχνεύσω. Να την γνωρίσω μέσα από αυτά που έλεγε.
Πως γνωρίζεις, όμως, μια ποιήτρια, μέσα από τα ποιήματά της; Αν τολμούσα μια αντιπαραβολή του λόγου με την εικαστική έκφραση, θα έλεγα ότι η ποίηση δεν είναι φωτογραφία αλλά ζωγραφική. Δεν αποτυπώνει την άμεση οπτική εικόνα του ποιητή, αλλά αποτελεί απεικόνιση των συναισθηματικών του διαστάσεων. Αυτό έβλεπα μέσα στα ποιήματα της Ελένης Γκίκα. Μία γυναίκα, που ζωγράφιζε το συναισθηματικό σύμπαν της, με χρώματα κλεμμένα από τις παλέτες των βιωμάτων της. Θλίψη, απώλεια, αναζήτηση, μικρές ελπίδες βεβιασμένες σχεδόν, και μια ρουτινιάρικη καθημερινότητα, που καμιά φορά απλά την αντέχεις χωρίς να την αποδέχεσαι και καμιά φορά είναι λυτρωτική, αφού σε απομακρύνει από την αέναη αναζήτηση αυτού που σου λείπει, και το ψάχνεις, και δεν το βρίσκεις, γιατί απλά δεν ξέρεις τι ακριβώς είναι για να το βρεις…. Αυτές είναι οι πινελιές της Ελένης.
Κι ο πίνακας αλλάζει…μέρα τη μερα….Αλλάζει πρόσωπο. Γωνία οπτική… Άλλοτε βλέπει τον εαυτό της από μακριά. Σαν μια ταινία που κάποιος είδε και της διηγήθηκε η ζωή της, σε τρίτο ενικό.
Άλλοτε σε δεύτερο πρόσωπο. Άλλοτε με ξεκάθαρο αποδέκτη εκείνον που έφυγε, κι άλλοτε ένα εσύ γενικό … και δεν ξέρεις, Σε ποιον απευθύνεται. Σ’ εσένα που το διαβάζεις…ή σ’ εκείνην την ίδια;
Μα είναι κι εκείνες οι φορές που στο πιο αδυσώπητο και ειλικρινές πρώτο πρόσωπο, η Ελένη Γκίκα ορθώνεται σε όσα την βασανίζουν και λέει, εγώ….
Δεν έχει ανάγκη να επινοήσει λέξεις. Στην ποίησή της δεν υπάρχει επιτήδευση. Σαν να μιλάει και ν’ ανοίγει την καρδιά της. Οι λέξεις είναι απλές, άμεσες, κατανοητές… μόνο που στο πάντρεμά τους τα νοήματα γίνονται βαριά, σκληρά πολλές φορές. Οι λέξεις την παίρνουν σε παράξενα ταξίδια, στο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο χθες και το αύριο, σταματώντας σε ένα παρόν που δεν τη λυτρώνει από αυτήν την εσωτερική μοναξιά. Η συντροφιά της είναι αυτοί που τους γνώρισε μέσα από τις δικές τους λέξεις. Ο Πεσόα, ο Πόε, ο Κέρουακ, κι ένα καβαφικό «αξιώθηκες…», να θυμίζει τις καταβολές της.
Η ακόρεστη πείνα… το ανικανοποίητο
Μέσα στα ποιήματα της Ελένης, υπάρχει μια ακόρεστη πείνα. Καμιά φορά εκφράζεται μέσα από τις απροκάλυπτες παραδοχές βουλιμικών επεισοδίων. «Πεινώ», κραυγάζει στον πρώτο στίχο του ποιήματος η πείνα του «Χάμσουν», στη νύχτα μου [σελ. 50], «μέσα στην άγρια νύχτα/ πεινώ και διψώ/ με μια πείνα ψεύτικη και άγρια/ με μια δίψα αρχέγονη κι ακατάληπτη/ έτσι όπως πέφτει η νύχτα/ κι εγώ βυθίζομαι στις ρωγμές». Ένα ποίημα που η ίδια λέει ότι έγραψε «μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής» [σελ. 50]. Και μια σοκολάτα στο σκοτάδι [σελ. 51] μπορεί να νομίσεις ότι αναφέρεται στην ίδια ανάγκη κι αδυναμία. Αλλά το νιώθεις… άλλη είναι η πείνα που τη βασανίζει. Είναι αυτή η αίσθηση ότι κάτι δεν έφτασε. Κάτι δεν ήταν αρκετό. Σαν να δίνεις μια σταγόνα σε κάποιον που διψούσε θάλασσες [σελ. 53, τι να σου κάνει μια σταγόνα, όταν διψάς για τον ωκεανό]. Σαν «ίχνη που συνάντησαν οι πιο τυχεροί και μια παράξενη γαλάζια φλόγα ν’ αναβοσβήνει», στη σκάλα του πύργου της νίκης [σελ. 62-3]. Αλλά κι αυτή «όμως ποτέ δεν ήταν αρκετή». Μένει πάντα κάτι που δεν ειπώθηκε [ένα ολοζώντανο τίποτα ανείπωτο, σελ. 76] …. Ένα φιλί που δεν δόθηκε [ζωντανό φιλί, σελ. 71], ένα γράμμα που δεν βρέθηκε [αν έβρισκε το γράμμα, σελ. 90-1]. Κι όμως, αν μου μένει κάτι από αυτήν την αίσθηση του ανικανοποίητου, δεν είναι πάντα η απόγνωση μπροστά σ’ αυτό που ποτέ δεν θα μάθεις και δεν θα αποκτήσεις, αλλά η επίγνωση μπροστά σ’ αυτό που σου δόθηκε, κι ας μην το έχεις για πάντα. Το ποίημά της, η αρχαία πείνα [σελ. 72], είναι ίσως η πιο τρυφερή αποδοχή της έλλειψης, η πιο αισιόδοξη εξήγηση του μη αρκετού, αυτού που σε γεμίζει ομορφιά, επειδή δεν το χορταίνεις
Αρχαία πείνα
Πώς να χωρέσω μέσα μου τόση ομορφιά,
παίρνω βαθιές ανάσες
απ’ ό, τι ανασαίνεις
κοιτώ τον δρόμο σου
κι ό, τι βλέπουν τα μάτια σου
φεύγοντας θα βλέπω
δεν σε χόρτασα
όσες φορές κι αν έρχομαι
ποτέ δεν σε χορταίνω
ίσως γι’ αυτό φρόντιζες να μου
δίνεις τα ελάχιστα
ακριβώς για να μη χορταίνω
Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006
Κέρκυρα, Arcadion,
βουλιμική πάντα
Η απώλεια που δεν χάθηκε…
Μέσα στις σελίδες της συλλογής της, τριγυρνάει ο Σπύρος. Μια απώλεια. Τι είδους όμως; Η λέξη ίσως δεν είναι αρκετή να περιγράψει αυτό που συμβαίνει. Γιατί ο Σπύρος δεν «χάθηκε» για εκείνην. Απλά… «έφυγε», όπως η ίδια υπενθυμίζει, ίσως στο εαυτό της.
Για έναν μισοτελειωμένο αποχαιρετισμό
Όλοι σε κλάψαμε.
Και ο καθένας μας, για κάτι άλλο.
Άλλος, γιατί ήσουν φίλος καρδιακός.
Οι περισσότεροι, γιατί ήσουν ο γιατρός τους.
Εκείνη η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά
επειδή ήσουν ο άντρας της.
Οι συγγενείς, επειδή «έτσι είθισται».
Οι γείτονες, επειδή φοβήθηκαν
αν δεις φωτιά στου γείτονα το σπίτι…
Κανένας δεν μπορούσε, όμως, να καταλάβει γιατί πλάνταζα.
Γιατί σαν την τρελή μαζεύω ακόμα,
χρόνια, μήνες, μέρες,
σπυρί-σπυρί και σαν το ζητιανάκι από παντού
και πού να φανταστούν εξάλλου
τον ολοφυρμό της μισοτελειωμένης κίνησης.
Όχι, δεν αποχαιρετιστήκαμε σωστά.
Κι ετούτο τον καημό, κανένας δεν θα μπορέσει
Τελικά να καταλάβει
Τρίτη, 11 Ιανουαρίου 2005
Η τέταρτη μέρα μετά τη φυγή του Σπύρου.
Κι όλο «φυγή» την ονομάζει αυτή την αποστέρηση της χαράς της. Αφιερώνει ποιήματα του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο [σελ. 53], τον θυμάται κάποια μεσάνυχτα σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ΄απόγευμα ο Σπύρος [σελ. 55]. Είναι βαριά λέξη ο θάνατος. Δεν τη φοβάται. Μόνο που όταν χρησιμοποιεί το ρήμα, δεν είναι στο δεύτερο ενικό, ή στο τρίτο, αλλά στο πρώτο πληθυντικό
Τι να σου κάνει μια σταγόνα
όταν διψάς για τον ωκεανό [σελ. 53]
Τίποτε από μένανε δεν σου ‘φτασε.
Ό, τι κι αν έκανα, ήταν το ελάχιστο
μια τόση δα σταγόνα
σε σένα που διψούσες θάλασσες
αλλά κι εγώ
στην ξηρασία μου μαράθηκα·
ζητούσαμε ακριβώς το ίδιο
κάποιος για την αγάπη
να πεθάνει.
Έτσι πεθάναμε κι οι δύο.
Παρασκευή, 6 Ιανουαρίου 2006
ανήμερα των Φώτων,
του Σπύρου που έφυγε σαν αύριο.
Η ημερομηνία με ξάφνιασε. Η ποίηση των άλλων γίνεται αναπάντεχα συμπτωματική των δικών μας βιωμάτων καμιά φορά.. Μια ημερομηνία που έμπλεκε την αγάπη με τον θάνατο ερχόταν να μου θυμίσει ότι πρέπει να ζούμε και να δίνουμε και να δινόμαστε.
Και η Ελένη δόθηκε στον δικό της Σπύρο για τον χρόνο που της δόθηκε. Όλα γι’ αυτόν είναι. Το λέει στο ποίημα καινούρια αρχή με τα χρυσάνθεμα [σελ. 30-31]. «Αν είχα το κουράγιο, έτσι θα τα βάφτιζα: Ποιήματα για τον Σπύρο….». Τον έβλεπα κι εγώ, μου τον έδειχνε, μου τον ζωγράφιζε, με το κουστούμι του, με τους φόβους του για τα «φωνήεντα που τον πρόδιδαν, κι εκείνη τον καθησύχαζε με σύμφωνα, ακόμα και τώρα, μια ζωή, πέρα από τον θάνατο [Τα ανησυχητικά φωνήεντα, σελ. 80]. Κι ένιωθα την τρυφερότητά στη σκέψη της, σαν βλέμμα που γλυκαίνει τη ματιά όταν μιλάς για αγαπημένο πρόσωπο. Να το νιώθει ο Σπύρος, που έφυγε έχοντας αγαπηθεί τόσο πολύ… μα τόσο πολύ που ο θάνατός του να γίνεται γενέθλια, σαν να ξαναγεννιέται μέσα σ’ αυτήν που τόσο τον αγάπησε.
Χαρτί ολάνθιστο [σελ. 55]
Αυτή θα είναι η ημερομηνία των γενεθλίων σου,
απ’ εδώ και στο εξής
θα σε γιορτάζω κάθε χρόνο τέτοια μέρα
με δάκρυα-φιλιά
και χάδια-στίχους
με τη φωνή σου στο μαγνητόφωνο
και με τα χέρια σου
μπλεγμένα στη μέση μου.
Έτσι θα σ’ ονειρεύομαι
ωσεί παρόντα
αγαπημένο
σαν να μην πέρασε ανάμεσά μας θάνατος
πεθαίνουν εξάλλου οι καρδιές;
νικήθηκε ποτέ της η αγάπη;
Έτσι θα σε γιορτάζω
με το σώμα ολάνθιστο
και τ’ άσπρο χαρτί
ν’ αναπληρώνει την αφή σου.
Δες τα σημάδια που
άφησε τελικά το σώμα σου…
7 Ιανουαρίου 2006
μεσάνυχτα,
σαν σήμερα που «έφυγε» πέρσι τ’ απόγευμα ο Σπύρος.
Κι εκείνη δεν αναρωτιέται αν υπάρχει άλλη ζωή για να βρεθούν ξανά. Δεν περιμένει να τον βρει στην άλλη ζωή. Τον καλεί. Περιμένει εκείνος να γυρίσει, κι ας φοβάται «Αλήθεια, αν ξαναρχόσουν/ πώς θα σε γνωρίσω;» [σελ. 59]. «Φοράω κόκκινα για να ‘ρθεις…» του φωνάζει [σελ. 47]…. «Για να με δεις επιτέλους και να μείνεις», γράφει στην κεντρομόλο καρδιά, σαν να αρνείται αυτόν τον θάνατο, σαν να περιμένει από εκείνον να κάνει την υπέρβαση των κοσμικών κανόνων. «Γιατί γράφουμε τόσο γι’ αυτά που μας πονούν», αναρωτήθηκα. Κι εκείνη μου έδωσε μόνη της την απάντηση. Δεν γράφουμε επειδή είμαστε ανίκανοι να ζήσουμε, αλλά για να τον νικήσουμε τον καιρό εντέλει. [σελ. 67]. Moυ θύμισε ένα βιβλίο που έγραψε ο Nuttal για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Why does Tragedy give pleasure? – Γιατί μας προκαλεί ευχαρίστηση η Τραγωδία; Είναι ο τίτλος του. Και η απάντηση είναι, γιατί μέσα από την αφήγηση του πόνου εξορκίζουμε το κακό. Και η ίδια η Ελένη κάπου το γράφει.
…Γράφω για να νικήσω την απώλεια· κορόιδευα. Τον εαυτό μου
πρώτα κι ύστερα τους άλλους.
Να σε ξανακερδίσω, θέλω, γι’ αυτό γράφω. Να μη σε χάσω, μη
σε ξεχάσω· να μη χαθώ.
Μόνο κοιτώντας σε βλέπω το πρόσωπό μου. [σελ. 66].
Αποκαλύψεις…
Καθώς διάβαζα τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, έπιασα τον εαυτό μου συχνά να αρχίζει από αυτές τις μικρές σειρές κάτω από τον τελευταίο στίχο της. Εκεί που η ίδια μου επέτρεπε να κρυφοκοιτάξω μέσα από μία κλειδαριά ρεαλισμού τη στιγμή που μόλις είχε μετουσιώσει σε ποίημα. (Τετάρτη 25 Αυγούστου 2004, Ο Κακλαμανάκης πήρε το Αργυρό. Golden Coast, Μαραθώνας, πίνοντας Margarita [σελ. 18]).Μου έδινε η ίδια πληροφορίες, για να νιώσω ότι κάτω από τη μετεώριση της ποίησης, υπάρχει μια απτή πραγματικότητα, κάποτε ανώδυνη σαν τόπος και ημερομηνίες (Τρίτη, 31 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας (σελ. 15), κάποτε λίγο πιο ρεαλιστική, αλλά έκδηλη μιας αίσθησης μοναξιάς… σχεδόν καλέσματος για μια συντροφιά, να τη συνοδεύσει σε αυτό το ποτό, που ξέρεις ότι με κάποιον συγκεκριμένο θα προτιμούσε να το μοιραστεί…. (Τετάρτη, 25 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Τζιν Τόνικ, Πέμπτη, [σελ. 20], 26 Αυγούστου 2004, Μαραθώνας, πίνοντας Manhattan [σελ. 21], Πέμπτη, 20 Ιουλίου 2006, πίνοντας τσάι στο Φινλανδικό, στις Εκατό Χουρμαδιές, ημέρα δεύτερη).
Μου είχε γίνει σχεδόν έμμονη ιδέα… παρακολουθούσα αχόρταγα, σχεδόν ηδονοβλεπτικά, αυτές τις αληθινές πληροφορίες. Ήξερα τι έκανε… Την ημέρα της γιορτής του Σπύρου το 2006 βρισκόταν στο Πνευματικό Κέντρο στις 5 μ.μ. [σελ. 28], γράφοντας τη μικρή συνέχεια μιας μεγάλης πτώσης. Στις 5 Δεκεμβρίου του 2005, συνόδευε το παιδί του λαού, στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης [σελ. 38]. Την Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2005 ήταν λίγο πριν αρχίσει η καινούρια ιστορία (ο Υγρός Χρόνος»). [σελ. 44].Οι πληροφορίες ήταν σκληρές καμιά φορά…(Τετάρτη, 4 Ιανουαρίου 2006, μετά από μεταμεσονύχτια βουλιμική κρίση ολκής [σελ. 50], Δευτέρα 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, βουλιμική πάντα [σελ. 72]. Γεμάτες από υστερόγραφες ποιητικές δηλώσεις για Τον θάνατο που τη σημάδεψε…(Κυριακή, 30 Ιουλίου 2006, Κορωπί, του Σπύρου, πώς πέρασε αλήθεια ο καιρός; [σελ. 88]). Την διάβαζα και ένιωθα ότι το καταφύγιο της ποίησης, δεν σταματούσε για ‘κείνην ούτε καν μετά την πρόσκαιρη ανακούφιση του ποιήματος. Το άδειασμα της ψυχής, που θαρρούσες ότι είχε μόλις τελειώσει, συνεχιζόταν με μικρότερη γραμματοσειρά, αλλά διόλου μικρότερη σε ένταση… Σάββατο, 4 Μαρτίου 2006, Β΄ Ψυχοσάββατο, του Σπύρου για να βρει τον δρόμο και να ΄ρθει. Κι όλα αυτά, να τα βλέπει κι η ίδια, κι εκεί ακόμη, σ’ αυτές τις λιγοστές λέξεις, να ανασαίνει μια ύστατη απόγνωση μιλώντας στον εαυτό της, και να γράφει Δευτέρα, 10 Απριλίου 2006, Κέρκυρα, Arcadion, τι ψεύτρα, Θεέ μου! [σελ. 71].
Είχα διαβάσει κάπου, ότι η ποίηση είναι ένας δραματικός μονόλογος. Μου άρεσε η φράση. Τη συγκράτησα. Πίστευα ότι είναι μια πολύ σωστή περιγραφή της εξωτερίκευσης των μέσα. Μια βιωματική αφήγηση στιγμών και συναισθημάτων, μία παράθεση των πιο μύχιων αφουγκράσεων της ψυχής. Η ποίηση άλλωστε αυτό δεν είναι; Λέξεις που δεν σου είναι εύκολο να τις εκφέρεις, όταν η διάταξή τους είναι πιο περίπλοκη και πιο δύσκολη από το ειδικό βάρος τους.
Κι όμως, όσο διάβαζα τις εξομολογήσεις της Ελένης Γκίκα, τόσο ένιωθα ότι μόνο μονόλογος δεν ήταν αυτά που κρατούσα στα χέρια μου… Η ποιήτρια συνδιαλεγόταν σε έναν αισθαντικό διάλογο με την ψυχή της. Άλλοτε μιλώντας στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στο δεύτερο, κι άλλοτε αφηγούμενη από το μακρινό τρίτο πρόσωπο την επώδυνη πορεία της μέσα από τα δύσκολα. Από το σκληρό εγώ, στο προσωπικό εσύ, στο συμπαντικό εκείνη…
Μα τα βράδια, όταν έκλεινα πια το βιβλίο της και έριχνα μια τελευταία ματιά στο εξώφυλλό του, η σημειολογική σημασία του υπερνικούσε τα όρια της εικόνας. Μια μάσκα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που τα θλιμμένα όμορφα μάτια της πρόδιδαν ότι είναι ψεύτικο… βγαλμένη. Κρεμασμένη στον τοίχο, πάνω από βιβλία κλεισμένα, τοποθετημένα στη θέση τους στο ράφι. Κι όποιος τη φορούσε, απογυμνωμένος πια από το βάρος της βρισκόταν κάπου μακριά, αληθινός.
Κι όταν κοιτούσα την εικόνα, έτσι ένιωθα ότι μιλούσε πια η Ελένη Γκίκα. Η νύχτα με τις αλήθειες της είχε πέσει. Η μάσκα της ευγενικά χαμογελαστής συμβατικής καθημερινότητας κρεμασμένη πάνω από τα κλειστά βιβλία που τίποτα πια δεν έχουν να προσφέρουν. Δεν θυμόμουν ακριβώς τα λόγια της, αλλά ο απόηχός τους με έφτανε ακόμη. Σαν τα συγκεχυμένα νοήματα που ακολουθούσαν τον θεατή που έφευγε από τον χώρο των αρχαίων δραματικών παραστάσεων. Σαν αυτόν που κουβαλούσε μέσα του ένα ακαθόριστο συναίσθημα, καθορισμένο από λέξεις που δεν τις θυμόταν ακριβώς, αλλά τον είχαν αγγίξει βαθιά. Πιο βαθιά από όσο θα μπορούσε να περιμένει. Τότε ήταν που ήμουν σίγουρος, ότι η Ελένη Γκίκα δεν έκανε μονολόγους μέσα από τα ποιήματά της. Κι ούτε οι διάλογοι με την ψυχή της έφτανε να μου περιγράψουν αυτό που είχε τελεστεί.. Γιατί, εκεί που έκλεινε το βιβλίο, εκεί που άρχιζε η νύχτα και οι δικοί μου στοχασμοί πάλευαν για την καθοδήγηση μιας διαδρομής στις ανάγκες που θεωρούσα ως τότε προσωπικές, εκεί άρχιζε ο πιο αναπάντεχος διάλογος μ’ εμένα, που απαντώντας στην ανάμνηση αυτών που μόλις μου είχε εκμυστηρευτεί μέσα από τις σελίδες του «γράμματος που λείπει…», κουνούσα συνωμοτικά το κεφάλι και της ψιθύριζα, «ναι, Ελένη, το ξέρω…».
Σπύρος Συρόπουλος, Κείμενο που διαβάστηκε το Σάββατο 29 Μαίου 2010 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.
8/6/10
Οι βασανιστικές και απόλυτες σχέσεις των εραστών
Οι εκατό Χουρμαδιές, το ALS, τα καλοκαίρια, η Ρόδος...
Της Τίτσας Πιπίνου
(από την εκδήλωση που έγινε την επέτειο της άλωσης- 29 Μαίου 2010- στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου)
Η Ελένη Γκίκα έχει μια μεγάλη και σημαντική διαδρομή στα ελληνικά γράμματα. Στην ποίηση, την πεζογραφία, το παιδικό παραμύθι, καθώς επίσης –αυτό είναι πασίγνωστο- στην κριτική βιβλίου από τις σελίδες του Κυριακάτικου Έθνους. Οι δικές της κριτικές δεν έχουν σχέση με το πώς παρουσιάζουν και μιλούν για τα βιβλία οι άλλοι δημοσιογράφοι, έχουν κάτι από τη δική της βαθειά ματιά.
Έχει και άλλες δραστηριότητες, πάντα σε σχέση με το βιβλίο, και κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για ώρες για όλο αυτό το μεγάλο σε όγκο έργο. Για την τελευταία της ποιητική συλλογή θα μιλήσει ο κύριος Συρόπουλος και θα ακουστούν στίχοι της απόψε. Εγώ θα αρκεστώ σε λίγα από καρδιάς για όσους θέλουν να τη γνωρίσουν καλύτερα, μιας και είμαστε φίλες εδώ και χρόνια και θα πω λίγα παραπάνω για το τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με την ποιητική της συλλογή.
Όταν πριν λίγο καιρό το Διεθνές Κέντρο έκανε την ημερίδα για τον τύπο, που συμμετείχε και η Ελένη, κάποιος είπε, δεν θυμάμαι αν ήταν η ίδια η Ελένη ούτε τα ακριβή λόγια θυμάμαι, αλλά κάπως έτσι: ότι είμαστε αυτό που γράφουμε. Αυτό έπεσε πάνω σε μία σκέψη που κάνω κατά καιρούς ότι στα γραπτά μας φαίνονται όλα. Εκτός από το ταλέντο- στο βαθμό που υπάρχει- φαίνεται η αισθητική, η εξυπνάδα, οι εμμονές μας. Στα γραπτά της Ελένης της Γκίκα περισσότερο από κάθε άλλο φαίνονται τα πάντα, μιας και η ίδια όχι απλά δεν φροντίζει να το κάνει συγκαλυμμένα αλλά το δείχνει έξω πέρα. Συχνά έχω την εντύπωση ότι το κραυγάζει. Πάνω από όλα, όσα γράφει έχουν τη δική της αισθαντικότητα. Τη δική της ποιότητα.
Το «Πλήθος είμαι», το τελευταίο της μυθιστόρημα, είναι μία ιστορία μνήμης, μία ιστορία έρωτα και ταυτόχρονα μια ιστορία θανάτου. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι τα δύο βασικότερα συστατικά των περισσότερων βιβλίων, κι αν τα βιβλία δεν μοιάζουν μεταξύ τους οφείλεται στο πόσο διαφορετικοί άνθρωποι είναι οι συγγραφείς και στα διαφορετικά βάθη που πάει η μνήμη.
Μας μιλά για την επιστροφή μιας γυναίκας στο πατρικό της σπίτι. Μέσα από τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια του ρημαγμένου κήπου, μέσα από παλιά φθαρμένα αντικείμενα θα ψάξει «τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο» όπως γράφει η συγγραφέας για να μπορέσει να καταλάβει. Σαν αυτά τα παράδοξα παιχνίδια μνήμης που μας έχει συνηθίσει ο Μπέργκμαν στις ταινίες του.
Σε αυτό το βιβλίο συνομιλεί σε κάθε κεφάλαιο με άλλα βιβλία διαλεγμένα ένα προς ένα, με αγαπημένους ήρωες και αγαπημένους συγγραφείς, όπως η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Γιόκο Ογκάουα, ο Ντοστογιέφσκι, η Δάφνη Ντι Μωριέ, ο Στέφαν Τσβάιχ. Αυτά τα βιβλία προσπαθούν να φωτίσουν τη δική της ιστορία, και όπως η ιστορία της Σαβίνας, όλα περιστρέφονται γύρω από ανεκπλήρωτα πάθη, από ερωτικές εμμονές, από καρμικές συναντήσεις των ηρώων που όταν τους συμβαίνει δεν το καλοκαταλαβαίνουν ότι εκείνο που μόλις τους συνέβη ήταν τελικά το Σημαντικό. Η μνήμη τους κάνει να γυρνάνε σε ατέλειωτους κύκλους πίσω, όπως συμβαίνει στη θεωρία του Πουανκαρέ. Όταν στο βιβλίο της ανακάλυψα τη θεωρία του Πουανκαρέ, αυτή που πολύ απλά λέει ότι: η ζωή αρέσκεται στις επαναλήψεις που την χρησιμοποιώ κι εγώ στο βιβλίο μου την «Ονειροπαγίδα» δεν έμεινα έκπληκτη για τη σύμπτωση γιατί ξέρω ότι συχνά ανιχνεύουμε κοινούς προβληματισμούς και θεματολογία στη δουλειά μας που μάλιστα μας απασχολούν την ίδια εποχή, ανεξάρτητα αν η κάθε μία το λέει με τον τρόπο της.
Όλα αυτά τα βιβλία έχουν κάτι από εκείνην. Γιατί δεν είμαστε μόνο όσα γράφουμε αλλά είμαστε σίγουρα και όσα διαβάζουμε. Έχουμε συγγένεια με όσα μας αρέσουν.
Η ίδια χαρακτηρίζει κάπου τη γραφή μιας συγγραφέα: Σπαρταριστή, ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική, τολμηρή. Εγώ δεν θα έβρισκα καλύτερες λέξεις για να χαρακτηρίσω τη γραφή της ίδιας της Ελένης Γκίκα. Ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική και τολμηρή λοιπόν.
Στα βιβλία της, σχεδόν όλα, διαπιστώνει κανείς το πόσο σκληρή μπορεί να είναι η παιδική ηλικία ακόμη κι όταν στολίζεται με δαντελένιους φιόγκους, βελούδα, μετάξια, χάδια και υποκοριστικά. Όλα ξεκινούν από αυτή την αθώα φαινομενικά τρυφερή ηλικία. Στον απόηχο αυτών των χρόνων πορευόμαστε όλη μας τη ζωή, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Η Ελένη είναι από αυτούς που το γνωρίζουν και το επαναλαμβάνει στα βιβλία της με κάθε τρόπο. Στο κέντρο του σύμπαντος της υπάρχει πάντα ένα μελαγχολικό κοριτσάκι που γίνεται ο αποδέκτης των κραδασμών των γύρω της, των λόγων που λέγονται, αλλά κυρίως όσων αποσιωπώνται. Της απώλειας είτε αυτή είναι πραγματική είτε φανταστική, όρια δυσδιάκριτα ακόμη για ένα παιδί. Τα βιβλία της είναι ένα παλίμψηστο από θραύσματα συναισθημάτων. Το κοριτσάκι πότε γίνεται γυναίκα και πότε ξαναγυρνά στο κοριτσάκι που ήταν γιατί ο χρόνος της αφήγησης της είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης. Μιλά επίσης για τη δύσκολη σχέση μάνας και κόρης. Εκεί που αρχίζουν και συχνά τελειώνουν όλα.
Σε μία βιογραφία της Μαρκερίτ Ντυράς διάβασα ότι η μητέρα της εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης. Η μητέρα της Ντυράς θα μπορούσε να είναι η μητέρα της Σαβίνας της ηρωίδας της Ελένης, που σε καμία περίπτωση δεν θα αναγνωρίσει τον εαυτό της σε όσα λέει η κόρη της.
Η συγγραφέας μας λέει πως η σχέση μας με τους ανθρώπους και η γνωριμία μαζί τους δεν τελειώνει με το θάνατο τους αλλά συνεχίζεται. Συνεχίζεται ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο δεν ζει πια. Είναι παράδοξο χωρίς τον άλλο πια στη σχέση να μπορούμε να τον εξηγούμε καλύτερα και να αποδίδουμε δικαιοσύνη, εκεί που παλιά υπήρχε θυμός. Ο θάνατος γίνεται ένας μεγεθυντικός καθρέφτης που χωρίς αυτόν όλα φαίνονται διαστρεβλωμένα.
Μας μιλά για τις βασανιστικές και απόλυτες σχέσεις των εραστών. Για δύσκολους αποχωρισμούς. Για τις ματαιώσεις. Δεν απευθύνεται σε αναγνώστες που θέλουν κάτι εύκολο κι ελαφρύ να ξεχαστούν στην παραλία γιατί τους βάζει έναν καθρέφτη μπροστά τους και τους αναγκάζει να κοιταχτούν.
Το βιβλίο είναι το χρονικό μιας ατελεύτητης αναζήτησης της αγάπης, πότε μέσα από ματαιώσεις, και πότε μέσα από ερωτικές συναντήσεις, εξ ορισμού όμως διαψευσμένες.
Κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Στο «Πλήθος είμαι» βάζει την ηρωΐδα της μπροστά σε ένα παράθυρο να ατενίζει το βουνό. Λες και μπορεί αυτό το βουνό να σου λύσει το αίνιγμα του άλλου, γράφει αμέσως πιο κάτω. Μου έφερε στο μυαλό μια εικόνα της ίδιας της Ελένης που θα σας περιγράψω αμέσως.
Αρκετά χρόνια πριν. Καλοκαίρι. Αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί διακοπές και είχαμε δώσει ραντεβού σε ένα χωριό της Καρπάθου, την Αρκάσα. Η Ελένη είχε μια νεαρή συνάδελφο στην εφημερίδα που της είχε μιλήσει για το χωριό κι εγώ αγαπώ ιδιαίτερα την Κάρπαθο, τόπο καταγωγής της μητέρα μου, αν και στο χωριό αυτό δεν θυμόμουν να είχα ξαναπάει. Είναι ένας τόπος κοντά στη θάλασσα κτισμένος πάνω στην αρχαία Αρκασία με αρχαιοελληνικές κολώνες δίπλα στα βράχια της παραλίας και τις ριγωτές ομπρέλες. Τόπος ανακατεμένος και παράδοξος όπως τα τοπία του Ντε Κίρικο. Εκείνη ξεκίνησε από την Αθήνα και εγώ από τη Ρόδο. Είχε ήδη λίγες μέρες εκεί όταν έφθασα. Τη βρήκα αδιάφορη γι αυτό το σουρεαλιστικό τοπίο, μπροστά σε ένα παράθυρο με απλωμένα τα βιβλία και τα χαρτιά της, απορροφημένη να γράφει, γιατί εμπνέεται να γράφει στα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων. Δεν ατένιζε το βουνό, αλλά τη θάλασσα. Μπορεί και να την ατένιζε χωρίς να τη βλέπει. Λες και η θάλασσα μπορούσε, για να επαναλάβω τα λόγια της, να λύσει το αίνιγμα του άλλου. «Το αίνιγμα του άλλου» είναι μια φράση που την έχει χρησιμοποιήσει και σαν τίτλο σε άλλο βιβλίο κάτι που δείχνει πόσο την απασχολεί. Είμαι σίγουρη ότι δεν το έλυσε, όπως και κανείς απ’ όσους γράφουμε δεν έλυσε το αίνιγμα του άλλου, γι αυτό συνεχίζει να γράφει, μιας και λογοτεχνία δεν είναι για να δίνει απαντήσεις αλλά κυρίως για να θέτει ερωτήματα. Κάπου αλλού μας λέει ότι το αίνιγμα του άλλου ακόμα κι ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό. Όπως δεν τερματίζεται η μνήμη και ο χρόνος.
Τη βλέπω επίσης μπροστά σε ένα άλλο παράθυρο σε ένα ξενοδοχείο στις εκατό χουρμαδιές πάλι να γράφει. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς βλέπει από το παράθυρο της γιατί στην πραγματικότητα δεν την έχω δει με τα μάτια μου, αλλά μου έχει περιγράψει την εικόνα η ίδια. Δεν ξέρω όμως αν είναι απαραίτητο να ατενίζει κάτι από το παράθυρο της γιατί η προσοχή της είναι στραμμένη μέσα της. Βουτά στο σκοτεινό ανθρώπινο βυθό και βγάζει κάθε τόσο πράγματα. Η γραφή της είναι από τις πιο εσωτερικές που υπάρχουν στην ελληνική πεζογραφία.
Τις πιο βαθιά εσωτερικές.
Διαβάζω τα ποιήματα της από τη συλλογή της «Το γράμμα που λείπει» και ανακαλύπτω ποιήματα που από κάτω γράφουν «ALS, Εκατό Χουρμαδιές, Ρόδος, ημέρα πρώτη. Σε ένα άλλο ημέρα δεύτερη και πάει λέγοντας. Θυμάμαι ότι κάπου εκεί, στο ισόγειο του ξενοδοχείου ήμουν κι εγώ, την περίμενα για να πιούμε τον καφέ μας. Δεν ξέρω πότε έγραψε αυτά τα ποιήματα, πριν ή μετά από εκείνο το καφέ και τις κουβέντες μας, ποτέ δεν μου είπε όταν συναντηθήκαμε ότι τη διέκοψα, ή ότι μόλις έγραψε κάτι.
Εγώ απλά τα διάβασα στο βιβλίο.
Το να μιλάω για την Ελένη σαν συγγραφέα είναι τιμή. Το να μιλάω σαν φίλη είναι χαρά. Θα πρόσθετα και συγκίνηση γιατί είναι από τους ανθρώπους που βαθιά εκτιμώ.
Τέλος αναγνωρίζω εικόνες της Ρόδου στα γραπτά της ακόμη και αν δεν την αναφέρει πάντα με το όνομα της. Είναι μια Ρόδος πιο ποιητική και αινιγματική απ’ όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Αυτό μου επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι βλέπουμε αυτό που κουβαλάμε οι ίδιοι. Επιλέγουμε, ή μπορεί και να μη μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, να δούμε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Το ωραίο ή το άσχημο ανάλογα. Στις σκόρπιες αναφορές της η Ρόδος εμφανίζεται πάντα με την πιο όμορφη, την πιο μυστηριακή και την πιο εσωτερική εικόνα που φυλάει για όσους την αγαπούν και την αφουγκράζονται.
ΥΓ. Η Τίτσα Πιπίνου είναι συγγραφέας και φίλη μου. Την ευχαριστώ. Για τη φιλία. Για το ταξίδι στην Χάλκη, στην Κάρπαθο, για την αισθητική, τις σιωπές της και την ευγένεια. Για την αγάπη όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς τόνους υψηλούς ή ευγενικά ψεύτικους. Για τα δύσκολα που ήταν στο πλάι μου.
Της Τίτσας Πιπίνου
(από την εκδήλωση που έγινε την επέτειο της άλωσης- 29 Μαίου 2010- στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου)
Η Ελένη Γκίκα έχει μια μεγάλη και σημαντική διαδρομή στα ελληνικά γράμματα. Στην ποίηση, την πεζογραφία, το παιδικό παραμύθι, καθώς επίσης –αυτό είναι πασίγνωστο- στην κριτική βιβλίου από τις σελίδες του Κυριακάτικου Έθνους. Οι δικές της κριτικές δεν έχουν σχέση με το πώς παρουσιάζουν και μιλούν για τα βιβλία οι άλλοι δημοσιογράφοι, έχουν κάτι από τη δική της βαθειά ματιά.
Έχει και άλλες δραστηριότητες, πάντα σε σχέση με το βιβλίο, και κάποιος θα μπορούσε να μιλήσει για ώρες για όλο αυτό το μεγάλο σε όγκο έργο. Για την τελευταία της ποιητική συλλογή θα μιλήσει ο κύριος Συρόπουλος και θα ακουστούν στίχοι της απόψε. Εγώ θα αρκεστώ σε λίγα από καρδιάς για όσους θέλουν να τη γνωρίσουν καλύτερα, μιας και είμαστε φίλες εδώ και χρόνια και θα πω λίγα παραπάνω για το τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με την ποιητική της συλλογή.
Όταν πριν λίγο καιρό το Διεθνές Κέντρο έκανε την ημερίδα για τον τύπο, που συμμετείχε και η Ελένη, κάποιος είπε, δεν θυμάμαι αν ήταν η ίδια η Ελένη ούτε τα ακριβή λόγια θυμάμαι, αλλά κάπως έτσι: ότι είμαστε αυτό που γράφουμε. Αυτό έπεσε πάνω σε μία σκέψη που κάνω κατά καιρούς ότι στα γραπτά μας φαίνονται όλα. Εκτός από το ταλέντο- στο βαθμό που υπάρχει- φαίνεται η αισθητική, η εξυπνάδα, οι εμμονές μας. Στα γραπτά της Ελένης της Γκίκα περισσότερο από κάθε άλλο φαίνονται τα πάντα, μιας και η ίδια όχι απλά δεν φροντίζει να το κάνει συγκαλυμμένα αλλά το δείχνει έξω πέρα. Συχνά έχω την εντύπωση ότι το κραυγάζει. Πάνω από όλα, όσα γράφει έχουν τη δική της αισθαντικότητα. Τη δική της ποιότητα.
Το «Πλήθος είμαι», το τελευταίο της μυθιστόρημα, είναι μία ιστορία μνήμης, μία ιστορία έρωτα και ταυτόχρονα μια ιστορία θανάτου. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι τα δύο βασικότερα συστατικά των περισσότερων βιβλίων, κι αν τα βιβλία δεν μοιάζουν μεταξύ τους οφείλεται στο πόσο διαφορετικοί άνθρωποι είναι οι συγγραφείς και στα διαφορετικά βάθη που πάει η μνήμη.
Μας μιλά για την επιστροφή μιας γυναίκας στο πατρικό της σπίτι. Μέσα από τις πασχαλιές και τα ζουμπούλια του ρημαγμένου κήπου, μέσα από παλιά φθαρμένα αντικείμενα θα ψάξει «τα εύθραυστα εκείνα που αντέχουν στον χρόνο» όπως γράφει η συγγραφέας για να μπορέσει να καταλάβει. Σαν αυτά τα παράδοξα παιχνίδια μνήμης που μας έχει συνηθίσει ο Μπέργκμαν στις ταινίες του.
Σε αυτό το βιβλίο συνομιλεί σε κάθε κεφάλαιο με άλλα βιβλία διαλεγμένα ένα προς ένα, με αγαπημένους ήρωες και αγαπημένους συγγραφείς, όπως η Μαργαρίτα Καραπάνου, η Γιόκο Ογκάουα, ο Ντοστογιέφσκι, η Δάφνη Ντι Μωριέ, ο Στέφαν Τσβάιχ. Αυτά τα βιβλία προσπαθούν να φωτίσουν τη δική της ιστορία, και όπως η ιστορία της Σαβίνας, όλα περιστρέφονται γύρω από ανεκπλήρωτα πάθη, από ερωτικές εμμονές, από καρμικές συναντήσεις των ηρώων που όταν τους συμβαίνει δεν το καλοκαταλαβαίνουν ότι εκείνο που μόλις τους συνέβη ήταν τελικά το Σημαντικό. Η μνήμη τους κάνει να γυρνάνε σε ατέλειωτους κύκλους πίσω, όπως συμβαίνει στη θεωρία του Πουανκαρέ. Όταν στο βιβλίο της ανακάλυψα τη θεωρία του Πουανκαρέ, αυτή που πολύ απλά λέει ότι: η ζωή αρέσκεται στις επαναλήψεις που την χρησιμοποιώ κι εγώ στο βιβλίο μου την «Ονειροπαγίδα» δεν έμεινα έκπληκτη για τη σύμπτωση γιατί ξέρω ότι συχνά ανιχνεύουμε κοινούς προβληματισμούς και θεματολογία στη δουλειά μας που μάλιστα μας απασχολούν την ίδια εποχή, ανεξάρτητα αν η κάθε μία το λέει με τον τρόπο της.
Όλα αυτά τα βιβλία έχουν κάτι από εκείνην. Γιατί δεν είμαστε μόνο όσα γράφουμε αλλά είμαστε σίγουρα και όσα διαβάζουμε. Έχουμε συγγένεια με όσα μας αρέσουν.
Η ίδια χαρακτηρίζει κάπου τη γραφή μιας συγγραφέα: Σπαρταριστή, ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική, τολμηρή. Εγώ δεν θα έβρισκα καλύτερες λέξεις για να χαρακτηρίσω τη γραφή της ίδιας της Ελένης Γκίκα. Ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική και τολμηρή λοιπόν.
Στα βιβλία της, σχεδόν όλα, διαπιστώνει κανείς το πόσο σκληρή μπορεί να είναι η παιδική ηλικία ακόμη κι όταν στολίζεται με δαντελένιους φιόγκους, βελούδα, μετάξια, χάδια και υποκοριστικά. Όλα ξεκινούν από αυτή την αθώα φαινομενικά τρυφερή ηλικία. Στον απόηχο αυτών των χρόνων πορευόμαστε όλη μας τη ζωή, είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι. Η Ελένη είναι από αυτούς που το γνωρίζουν και το επαναλαμβάνει στα βιβλία της με κάθε τρόπο. Στο κέντρο του σύμπαντος της υπάρχει πάντα ένα μελαγχολικό κοριτσάκι που γίνεται ο αποδέκτης των κραδασμών των γύρω της, των λόγων που λέγονται, αλλά κυρίως όσων αποσιωπώνται. Της απώλειας είτε αυτή είναι πραγματική είτε φανταστική, όρια δυσδιάκριτα ακόμη για ένα παιδί. Τα βιβλία της είναι ένα παλίμψηστο από θραύσματα συναισθημάτων. Το κοριτσάκι πότε γίνεται γυναίκα και πότε ξαναγυρνά στο κοριτσάκι που ήταν γιατί ο χρόνος της αφήγησης της είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης. Μιλά επίσης για τη δύσκολη σχέση μάνας και κόρης. Εκεί που αρχίζουν και συχνά τελειώνουν όλα.
Σε μία βιογραφία της Μαρκερίτ Ντυράς διάβασα ότι η μητέρα της εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης. Η μητέρα της Ντυράς θα μπορούσε να είναι η μητέρα της Σαβίνας της ηρωίδας της Ελένης, που σε καμία περίπτωση δεν θα αναγνωρίσει τον εαυτό της σε όσα λέει η κόρη της.
Η συγγραφέας μας λέει πως η σχέση μας με τους ανθρώπους και η γνωριμία μαζί τους δεν τελειώνει με το θάνατο τους αλλά συνεχίζεται. Συνεχίζεται ακόμη κι όταν ο ένας από τους δύο δεν ζει πια. Είναι παράδοξο χωρίς τον άλλο πια στη σχέση να μπορούμε να τον εξηγούμε καλύτερα και να αποδίδουμε δικαιοσύνη, εκεί που παλιά υπήρχε θυμός. Ο θάνατος γίνεται ένας μεγεθυντικός καθρέφτης που χωρίς αυτόν όλα φαίνονται διαστρεβλωμένα.
Μας μιλά για τις βασανιστικές και απόλυτες σχέσεις των εραστών. Για δύσκολους αποχωρισμούς. Για τις ματαιώσεις. Δεν απευθύνεται σε αναγνώστες που θέλουν κάτι εύκολο κι ελαφρύ να ξεχαστούν στην παραλία γιατί τους βάζει έναν καθρέφτη μπροστά τους και τους αναγκάζει να κοιταχτούν.
Το βιβλίο είναι το χρονικό μιας ατελεύτητης αναζήτησης της αγάπης, πότε μέσα από ματαιώσεις, και πότε μέσα από ερωτικές συναντήσεις, εξ ορισμού όμως διαψευσμένες.
Κάποιες φορές γίνεται η ομολογία μιας συγνώμης ή λόγων που δεν ειπώθηκαν στην ώρα τους. Γινόμαστε αποδέκτες αυτών των λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν μας ανήκουν. Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης.
Στο «Πλήθος είμαι» βάζει την ηρωΐδα της μπροστά σε ένα παράθυρο να ατενίζει το βουνό. Λες και μπορεί αυτό το βουνό να σου λύσει το αίνιγμα του άλλου, γράφει αμέσως πιο κάτω. Μου έφερε στο μυαλό μια εικόνα της ίδιας της Ελένης που θα σας περιγράψω αμέσως.
Αρκετά χρόνια πριν. Καλοκαίρι. Αποφασίσαμε να κάνουμε μαζί διακοπές και είχαμε δώσει ραντεβού σε ένα χωριό της Καρπάθου, την Αρκάσα. Η Ελένη είχε μια νεαρή συνάδελφο στην εφημερίδα που της είχε μιλήσει για το χωριό κι εγώ αγαπώ ιδιαίτερα την Κάρπαθο, τόπο καταγωγής της μητέρα μου, αν και στο χωριό αυτό δεν θυμόμουν να είχα ξαναπάει. Είναι ένας τόπος κοντά στη θάλασσα κτισμένος πάνω στην αρχαία Αρκασία με αρχαιοελληνικές κολώνες δίπλα στα βράχια της παραλίας και τις ριγωτές ομπρέλες. Τόπος ανακατεμένος και παράδοξος όπως τα τοπία του Ντε Κίρικο. Εκείνη ξεκίνησε από την Αθήνα και εγώ από τη Ρόδο. Είχε ήδη λίγες μέρες εκεί όταν έφθασα. Τη βρήκα αδιάφορη γι αυτό το σουρεαλιστικό τοπίο, μπροστά σε ένα παράθυρο με απλωμένα τα βιβλία και τα χαρτιά της, απορροφημένη να γράφει, γιατί εμπνέεται να γράφει στα απρόσωπα δωμάτια των ξενοδοχείων. Δεν ατένιζε το βουνό, αλλά τη θάλασσα. Μπορεί και να την ατένιζε χωρίς να τη βλέπει. Λες και η θάλασσα μπορούσε, για να επαναλάβω τα λόγια της, να λύσει το αίνιγμα του άλλου. «Το αίνιγμα του άλλου» είναι μια φράση που την έχει χρησιμοποιήσει και σαν τίτλο σε άλλο βιβλίο κάτι που δείχνει πόσο την απασχολεί. Είμαι σίγουρη ότι δεν το έλυσε, όπως και κανείς απ’ όσους γράφουμε δεν έλυσε το αίνιγμα του άλλου, γι αυτό συνεχίζει να γράφει, μιας και λογοτεχνία δεν είναι για να δίνει απαντήσεις αλλά κυρίως για να θέτει ερωτήματα. Κάπου αλλού μας λέει ότι το αίνιγμα του άλλου ακόμα κι ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό. Όπως δεν τερματίζεται η μνήμη και ο χρόνος.
Τη βλέπω επίσης μπροστά σε ένα άλλο παράθυρο σε ένα ξενοδοχείο στις εκατό χουρμαδιές πάλι να γράφει. Εδώ δεν ξέρω τι ακριβώς βλέπει από το παράθυρο της γιατί στην πραγματικότητα δεν την έχω δει με τα μάτια μου, αλλά μου έχει περιγράψει την εικόνα η ίδια. Δεν ξέρω όμως αν είναι απαραίτητο να ατενίζει κάτι από το παράθυρο της γιατί η προσοχή της είναι στραμμένη μέσα της. Βουτά στο σκοτεινό ανθρώπινο βυθό και βγάζει κάθε τόσο πράγματα. Η γραφή της είναι από τις πιο εσωτερικές που υπάρχουν στην ελληνική πεζογραφία.
Τις πιο βαθιά εσωτερικές.
Διαβάζω τα ποιήματα της από τη συλλογή της «Το γράμμα που λείπει» και ανακαλύπτω ποιήματα που από κάτω γράφουν «ALS, Εκατό Χουρμαδιές, Ρόδος, ημέρα πρώτη. Σε ένα άλλο ημέρα δεύτερη και πάει λέγοντας. Θυμάμαι ότι κάπου εκεί, στο ισόγειο του ξενοδοχείου ήμουν κι εγώ, την περίμενα για να πιούμε τον καφέ μας. Δεν ξέρω πότε έγραψε αυτά τα ποιήματα, πριν ή μετά από εκείνο το καφέ και τις κουβέντες μας, ποτέ δεν μου είπε όταν συναντηθήκαμε ότι τη διέκοψα, ή ότι μόλις έγραψε κάτι.
Εγώ απλά τα διάβασα στο βιβλίο.
Το να μιλάω για την Ελένη σαν συγγραφέα είναι τιμή. Το να μιλάω σαν φίλη είναι χαρά. Θα πρόσθετα και συγκίνηση γιατί είναι από τους ανθρώπους που βαθιά εκτιμώ.
Τέλος αναγνωρίζω εικόνες της Ρόδου στα γραπτά της ακόμη και αν δεν την αναφέρει πάντα με το όνομα της. Είναι μια Ρόδος πιο ποιητική και αινιγματική απ’ όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Αυτό μου επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι βλέπουμε αυτό που κουβαλάμε οι ίδιοι. Επιλέγουμε, ή μπορεί και να μη μπορούμε να κάνουμε αλλιώς, να δούμε αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Το ωραίο ή το άσχημο ανάλογα. Στις σκόρπιες αναφορές της η Ρόδος εμφανίζεται πάντα με την πιο όμορφη, την πιο μυστηριακή και την πιο εσωτερική εικόνα που φυλάει για όσους την αγαπούν και την αφουγκράζονται.
ΥΓ. Η Τίτσα Πιπίνου είναι συγγραφέας και φίλη μου. Την ευχαριστώ. Για τη φιλία. Για το ταξίδι στην Χάλκη, στην Κάρπαθο, για την αισθητική, τις σιωπές της και την ευγένεια. Για την αγάπη όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς τόνους υψηλούς ή ευγενικά ψεύτικους. Για τα δύσκολα που ήταν στο πλάι μου.
7/6/10
“Άλλο ηγέτης, άλλο εξουσιαστής και δυνάστης. Μην μπερδεύεσαι”.
“Οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να σου δώσουν παρά αυτό που ήδη έχεις”.
“ΈΝΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΣΤΟΜΑ” της Λένας Διβάνη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 349, € 16
“Γιατί ρε πούστη, γεννήθηκα γιος αυτού του φτωχομαλάκα, αυτού του θύματος; Γιατί να μην είμαι ένα από τα δεκάδες ηλίθια κρεμοπουλάκια που γνώρισα στη σχολή; Θα μπορούσα να γίνω τεράστια φίρμα. Θα μπορούσε να τρυπώνω στο μυαλό των ενόρκων και των δικαστών και με τις σωστές φράσεις να μεταμορφώνω κατά τα γούστα μου τον τρόπο που βλέπουν την υπόθεση. Θα μπορούσα να αθωώσω και τον πιο στυγνό δολοφόνο. Το ξέρω, το αισθάνομαι, το βλέπω”...
Γιάννης Γεωργιάδης, φιλόδοξος φοιτητής Νομικής, ορφανός και νυν εκπαιδευτής σκύλων.
Χρίστος Κρεμόπουλος, ένας από τους γνωστότερους καθηγητές του, η επιτομή της επιτυχίας, ακριβοπληρωμένος δικηγόρος.
Δυο κόσμοι, που συνυπάρχουν αλλά μοιάζουν σαν παράλληλες γραμμές, παρ' όλα αυτά συναντιούνται τυχαία στο Λυκαβηττό με τα σκυλιά τους ένα βράδυ. Και η μάχη αρχίζει, πρώτα με έναν... σκυλοκαυγά.
Κατόπιν, με πιο αριστοτεχνικές μεθόδους, χειραγωγώντας ο ένας τον άλλον, όπως ο γητευτής εκπαιδευτής τον σκύλο. Διότι:
“Το σκυλί χρειάζεται την πειθαρχία. Τρελαίνεται χωρίς κανόνες, όπως και τα παιδιά. Όταν έχεις τη μέθοδο αλλά και τη δύναμη να του επιβάλεις κάτι, το αναγνωρίζει αμέσως και υπακούει εύκολα”.
Ο φοιτητής- εκπαιδευτής προθύμως αναλαμβάνει κατ' αρχάς να μάθει τρόπους στον σκύλο, κατόπιν υποτάσσει μέσα από την υποταγή του, πρωτίστως τον καθηγητή και στην πορεία όλη την οικογένεια. Εξάλλου, ποτέ δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς κρύβεται το εξαιρετικό, και οι άνθρωποι, το ίδιο ακριβώς, σαν τον σκύλο:
“Απ' το δρόμο τον μάζεψα. Ένα κουταβάκι ήταν που έκλαιγε. Τον έσωσα και με έσωσε”
“Νόμισα πως ήταν καθαρόαιμο...”
“Είναι. Στο δρόμο κυκλοφορούν τα πραγματικά καθαρόαιμα”.
Με τα χαρτιά του, βεβαίως, πάντα κλειστά, επειδή:
“Οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να σου δώσουν παρά αυτό που ήδη έχεις”.
Στην ιστορία, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και τριτοπρόσωπες αναφορές εναλλάξ των δυο. Και η αφήγηση, σκυταλοδρομία. Οι δύο, και ενίοτε, οι τρεις εκδοχές (και η σύζυγος του καθηγητή, στην πορεία και ο γιος του που σπουδάζει στην Αγγλία).
Ενδεικτικό το παράδειγμα με την γη της επαγγελίας των ποντικών. Σαν τους πρωτόπλαστους, ένα πράγμα:
“... και αφού απόλαυσαν μερικές εβδομάδες τον παράδεισό τους, τα ποντίκια άρχισαν ένα ένα να γυροφέρνουν τη σχάρα... Και ψήθηκαν ως θανάτου για το τίποτα”.
“Τι σημαίνει αυτό;” είπε σοκαρισμένη η Βαλεντίνα.
“Ότι ο ποντικός βαριέται εύκολα”, είπε η Μαριτίνα.
“Ότι η περιέργεια σκοτώνει”, είπα εγώ.
“Ότι οι ηλίθιοι δεν είναι άξιοι για τον παράδεισο”, είπε ο Γιάννης.
“Ότι χρειάζεστε επειγόντως έναν ντετέκτιβ για να διαπιστώσετε σε ποια σχάρα ετοιμάζεται να πατήσει ο κανακάρης σας”, είπε ο ντετέκτιβ....
Ο φοιτητής, θα φροντίσει να γίνει απαραίτητος στον καθηγητή, θα φροντίσει να υποτάξει την γυναίκα του, να εκθέσει τον γιο του. Άλλωστε βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Και:
“Είναι η υπέρτατη εκπαιδεύτρια η ανάγκη. Κι εμένα η ανάγκη με δίδαξε. Όπως δίδαξα κι εγώ τόσα κουτάβια να μ' εμπιστεύονται, έτσι έμαθα κι εκείνον να με χρειάζεται. Και τώρα το κουτάβι μου θα καταλάβει ποιος είναι το αφεντικό, ποιον έχει ανάγκη για να ζήσει. Και πώς αλλιώς να το καταλάβει από την έλλειψη. Αυτή είναι η μεγάλη δασκάλα. Η έλλειψη. Θα νιώσει στο πετσί του τι είμαι γι' αυτόν από την τρύπα που θα ανοίξει η απουσία μου... θα τον καταδικάσω στα τσαλακωμένα σεντόνια της αμφιβολίας”...
Πίσω απ' όλους, η σκιά του πατρός. Αλλού βαριά και κυριαρχική, απεχθής ή αδύναμη και περιφρονητέα σε άλλους. Και για τον έρωτα, ήτοι για την Μαριτίνα, καταλυτική:
“Είναι ηγέτης ο άνθρωπος, εξουσιαστής, πώς το λένε; Σαν κι εσένα”.
“Άλλο ηγέτης, άλλο εξουσιαστής και δυνάστης. Μην μπερδεύεσαι. Ο εξουσιαστής σε αναγκάζει να κάνεις αυτό που θέλει. Ο ηγέτης όμως κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: σε κάνει να θέλεις να κάνεις αυτό που θέλει”.
Αλλά ο μεγάλος νικητής και πάλι, και στη ζωή, όπως στον εφιάλτη του Γιάννη, η καταγωγή, οι ρίζες, ο χαρακτήρας- πεπρωμένο, ο πατέρας:
“Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν τρεις και μισή. 23 του Φλεβάρη, αναβόσβηνε δίπλα η ημερομηνία. Πάγωσα. Σε ξέχασα, πατέρα. Σε ξέχασα μήπως με ξεχάσεις κι εσύ. Απόμεινα κουβαριασμένος πάνω στο ράντζο όλη τη νύχτα. Άγρυπνος. Έξω φυσούσε λυσσασμένα. Και το σκοτάδι απ' το παράθυρο πηχτό σαν εκείνο το νερό”.
'Ενα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που εξυφαίνει με χιούμορ και οξυδέρκεια πολλά: την δίψα για έρωτα, πάθος, επιβίωση, εξουσία. Με κεφάλαια που ανοιγοκλείνουν με τίτλους από τα βασικά βήματα εκπαίδευσης που ακολουθούν στα σκυλιά, διότι αυτό είναι οι άνθρωποι: αφεντικά και δούλοι. Με τα όρια επιβολής τους όμως τόσο πολύ εύθραυστα, ασαφή, σαθρά... Μια τοιχογραφία της κοινωνίας μας, με αρχετυπικούς χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα και ενίοτε τα ξεπερνούν, προκειμένου ν' αλλάξουν στρατόπεδο αλλά τα σύρματα συνήθως, ηλεκτροφόρα...
Απολαυστικό μυθιστόρημα που αποκαλύπτει για την ανθρώπινη φύση σχεδόν τα πάντα. Το καλύτερο μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Λένα Διβάνη γεννήθηκε στο Βόλο το 1955 και, εκτός από συγγραφέας, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει ιστορικές μελέτες, μία συλλογή διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα βιβλία για παιδιά και έναν τόμο με τα τρία θεατρικά της έργα.
Η συλλογή διηγημάτων “Γιατί δε μιλάς για μένα;” πήρε βραβείο για πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους. Το μυθιστόρημα “Οι γυναίκες της ζωής της” έχει μεταφραστεί στα ισπανικά, τα τουρκικά και τα ιταλικά και έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση από την ΕΤ1, ενώ το μυθιστόρημα “Ψέματα μεταφράζεται στα τουρκικά, ρουμανικά και εβραϊκά.
Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού σε θέματα ομογένειας. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ.
Από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφορούν:
“Ένα πεινασμένο στόμα”, 2010
“Τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω”, 2008
“Θεατρικά”, 2007
“Συγγραφικές εμμονές”, 2007
“Τα όνειρα της Νίνας”, 2006
“Το ερωτικό των τεσσάρων”, 2006
“Ψέματα”, 2005
“Γιατί δε μιλάς για μένα;”, 2004
“Global Novel”, 2003
“Ενικός αριθμός”, 2002
“Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας”, 2000
“Εργαζόμενο αγόρι”, 2000
“Ελλάδα και μειονότητες”, 1999
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.
ΥΓ. Η Ένωση Σμυρναίων
και οι EKΔOΣEIΣ ΠATAKH
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου
της Βούλας Μάστορη
"Το παραμύθι των ψυχών"
τη Δευτέρα 7 Ιουνίου στις 7:μ.μ
Για το βιβλίο και τη συγγραφέα
θα μιλήσει η Ελένη Γκίκα
Εξαιρετική Βούλα Μάστορη σε ένα βιβλίο που είναι Ιστορία, Λογοτεχνία, Παραμύθι Αρχετυπικό, Αλληγορία, τρεις γενιές γυναικών, το "χάρισμα" που σε κάνει διαφορετικό και το κρύβεις λες και είναι κουσούρι, ένας αιώνας Ιστορία και το παρελθόν που ακόμα γράφεται εφόσον μόνο τετελσμένος χρόνος δεν είναι. "Το παραμύθι των Ψυχών" (εκδ. "Πατάκη")
Είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Μικρασία του χτες (1822-1922) βασισμένο στο ημερολόγιο του Μικρασιάτη πατέρα μου Τιμολέοντα Μιχαηλίδη (από Οδεμήσιο).
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου άφησε το ημερολόγιό του. Όμως για είκοσι χρόνια, όποτε το άνοιγα, δεν κατάφερνα να το διαβάσω - ίσως γιατί δεν καταλάβαινα το γραφικό χαρακτήρα του ή γιατί δεν μπορούσα να ξεπεράσω το θάνατό του. Άρχισα να γράφω "Το παραμύθι των ψυχών", με σκοπό να ξορκίσω τον πάγιο φόβο μου για το θάνατο. Τότε, εντελώς ανεξήγητα, μπόρεσα να διαβάσω και το ημερολόγιο του πατέρα μου και ήταν αυτό που έδωσε τελικά και τη χρονική τοποθέτηση της ιστορίας αυτού του βιβλίου, μια και αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης και πληροφοριών.
Βούλα Μάστορη
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ήταν κάποτε "μια μακριά αλυσίδα γυναικών, της οποίας κανείς δεν ήξερε πότε είχε ξεκινήσει ο πρώτος κρίκος ή ποια ήταν αυτή που είχε κληρωθεί πρώτη αλλιώτικη. Κι αν τύχαινε ο θάνατος να κόψει τούτη την αλυσίδα, μια καινούρια ξεκινούσε την ίδια στιγμή κάπου αλλού στον κόσμο, πάλι με μια πρωτοκόρη που είχε το γνώρισμα και που αναλάμβανε να γίνει ο μέντορας αυτής της παράξενης φύτρας". Και κάθε τέτοια πρωτοκόρη είχε μάτια αόρατα σ' όλο της το κορμί κι έβλεπε τη ματιά απ' όπου κι αν ερχόταν, μύριζε τους ανθρώπους από μακριά -ειδικά τους άντρες-, ερωτευόταν, χωρίς κοινωνικές αναστολές, έναν μόνο άντρα στη ζωή της και μπορούσε να επικοινωνεί μαζί του από μακριά με όνειρα ζωντανά... Ώσπου μια μέρα μαζί με μια τέτοια πρωτοκόρη γεννήθηκε κι ένας δίδυμος αδερφός...
“ΈΝΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΣΤΟΜΑ” της Λένας Διβάνη. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 349, € 16
“Γιατί ρε πούστη, γεννήθηκα γιος αυτού του φτωχομαλάκα, αυτού του θύματος; Γιατί να μην είμαι ένα από τα δεκάδες ηλίθια κρεμοπουλάκια που γνώρισα στη σχολή; Θα μπορούσα να γίνω τεράστια φίρμα. Θα μπορούσε να τρυπώνω στο μυαλό των ενόρκων και των δικαστών και με τις σωστές φράσεις να μεταμορφώνω κατά τα γούστα μου τον τρόπο που βλέπουν την υπόθεση. Θα μπορούσα να αθωώσω και τον πιο στυγνό δολοφόνο. Το ξέρω, το αισθάνομαι, το βλέπω”...
Γιάννης Γεωργιάδης, φιλόδοξος φοιτητής Νομικής, ορφανός και νυν εκπαιδευτής σκύλων.
Χρίστος Κρεμόπουλος, ένας από τους γνωστότερους καθηγητές του, η επιτομή της επιτυχίας, ακριβοπληρωμένος δικηγόρος.
Δυο κόσμοι, που συνυπάρχουν αλλά μοιάζουν σαν παράλληλες γραμμές, παρ' όλα αυτά συναντιούνται τυχαία στο Λυκαβηττό με τα σκυλιά τους ένα βράδυ. Και η μάχη αρχίζει, πρώτα με έναν... σκυλοκαυγά.
Κατόπιν, με πιο αριστοτεχνικές μεθόδους, χειραγωγώντας ο ένας τον άλλον, όπως ο γητευτής εκπαιδευτής τον σκύλο. Διότι:
“Το σκυλί χρειάζεται την πειθαρχία. Τρελαίνεται χωρίς κανόνες, όπως και τα παιδιά. Όταν έχεις τη μέθοδο αλλά και τη δύναμη να του επιβάλεις κάτι, το αναγνωρίζει αμέσως και υπακούει εύκολα”.
Ο φοιτητής- εκπαιδευτής προθύμως αναλαμβάνει κατ' αρχάς να μάθει τρόπους στον σκύλο, κατόπιν υποτάσσει μέσα από την υποταγή του, πρωτίστως τον καθηγητή και στην πορεία όλη την οικογένεια. Εξάλλου, ποτέ δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς κρύβεται το εξαιρετικό, και οι άνθρωποι, το ίδιο ακριβώς, σαν τον σκύλο:
“Απ' το δρόμο τον μάζεψα. Ένα κουταβάκι ήταν που έκλαιγε. Τον έσωσα και με έσωσε”
“Νόμισα πως ήταν καθαρόαιμο...”
“Είναι. Στο δρόμο κυκλοφορούν τα πραγματικά καθαρόαιμα”.
Με τα χαρτιά του, βεβαίως, πάντα κλειστά, επειδή:
“Οι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να σου δώσουν παρά αυτό που ήδη έχεις”.
Στην ιστορία, πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις και τριτοπρόσωπες αναφορές εναλλάξ των δυο. Και η αφήγηση, σκυταλοδρομία. Οι δύο, και ενίοτε, οι τρεις εκδοχές (και η σύζυγος του καθηγητή, στην πορεία και ο γιος του που σπουδάζει στην Αγγλία).
Ενδεικτικό το παράδειγμα με την γη της επαγγελίας των ποντικών. Σαν τους πρωτόπλαστους, ένα πράγμα:
“... και αφού απόλαυσαν μερικές εβδομάδες τον παράδεισό τους, τα ποντίκια άρχισαν ένα ένα να γυροφέρνουν τη σχάρα... Και ψήθηκαν ως θανάτου για το τίποτα”.
“Τι σημαίνει αυτό;” είπε σοκαρισμένη η Βαλεντίνα.
“Ότι ο ποντικός βαριέται εύκολα”, είπε η Μαριτίνα.
“Ότι η περιέργεια σκοτώνει”, είπα εγώ.
“Ότι οι ηλίθιοι δεν είναι άξιοι για τον παράδεισο”, είπε ο Γιάννης.
“Ότι χρειάζεστε επειγόντως έναν ντετέκτιβ για να διαπιστώσετε σε ποια σχάρα ετοιμάζεται να πατήσει ο κανακάρης σας”, είπε ο ντετέκτιβ....
Ο φοιτητής, θα φροντίσει να γίνει απαραίτητος στον καθηγητή, θα φροντίσει να υποτάξει την γυναίκα του, να εκθέσει τον γιο του. Άλλωστε βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Και:
“Είναι η υπέρτατη εκπαιδεύτρια η ανάγκη. Κι εμένα η ανάγκη με δίδαξε. Όπως δίδαξα κι εγώ τόσα κουτάβια να μ' εμπιστεύονται, έτσι έμαθα κι εκείνον να με χρειάζεται. Και τώρα το κουτάβι μου θα καταλάβει ποιος είναι το αφεντικό, ποιον έχει ανάγκη για να ζήσει. Και πώς αλλιώς να το καταλάβει από την έλλειψη. Αυτή είναι η μεγάλη δασκάλα. Η έλλειψη. Θα νιώσει στο πετσί του τι είμαι γι' αυτόν από την τρύπα που θα ανοίξει η απουσία μου... θα τον καταδικάσω στα τσαλακωμένα σεντόνια της αμφιβολίας”...
Πίσω απ' όλους, η σκιά του πατρός. Αλλού βαριά και κυριαρχική, απεχθής ή αδύναμη και περιφρονητέα σε άλλους. Και για τον έρωτα, ήτοι για την Μαριτίνα, καταλυτική:
“Είναι ηγέτης ο άνθρωπος, εξουσιαστής, πώς το λένε; Σαν κι εσένα”.
“Άλλο ηγέτης, άλλο εξουσιαστής και δυνάστης. Μην μπερδεύεσαι. Ο εξουσιαστής σε αναγκάζει να κάνεις αυτό που θέλει. Ο ηγέτης όμως κάνει κάτι πολύ πιο δύσκολο: σε κάνει να θέλεις να κάνεις αυτό που θέλει”.
Αλλά ο μεγάλος νικητής και πάλι, και στη ζωή, όπως στον εφιάλτη του Γιάννη, η καταγωγή, οι ρίζες, ο χαρακτήρας- πεπρωμένο, ο πατέρας:
“Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν τρεις και μισή. 23 του Φλεβάρη, αναβόσβηνε δίπλα η ημερομηνία. Πάγωσα. Σε ξέχασα, πατέρα. Σε ξέχασα μήπως με ξεχάσεις κι εσύ. Απόμεινα κουβαριασμένος πάνω στο ράντζο όλη τη νύχτα. Άγρυπνος. Έξω φυσούσε λυσσασμένα. Και το σκοτάδι απ' το παράθυρο πηχτό σαν εκείνο το νερό”.
'Ενα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα που εξυφαίνει με χιούμορ και οξυδέρκεια πολλά: την δίψα για έρωτα, πάθος, επιβίωση, εξουσία. Με κεφάλαια που ανοιγοκλείνουν με τίτλους από τα βασικά βήματα εκπαίδευσης που ακολουθούν στα σκυλιά, διότι αυτό είναι οι άνθρωποι: αφεντικά και δούλοι. Με τα όρια επιβολής τους όμως τόσο πολύ εύθραυστα, ασαφή, σαθρά... Μια τοιχογραφία της κοινωνίας μας, με αρχετυπικούς χαρακτήρες που φτάνουν στα άκρα και ενίοτε τα ξεπερνούν, προκειμένου ν' αλλάξουν στρατόπεδο αλλά τα σύρματα συνήθως, ηλεκτροφόρα...
Απολαυστικό μυθιστόρημα που αποκαλύπτει για την ανθρώπινη φύση σχεδόν τα πάντα. Το καλύτερο μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Λένα Διβάνη γεννήθηκε στο Βόλο το 1955 και, εκτός από συγγραφέας, είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας Εξωτερικής Πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών. Έχει δημοσιεύσει ιστορικές μελέτες, μία συλλογή διηγημάτων, τέσσερα μυθιστορήματα, μία νουβέλα, τέσσερα βιβλία για παιδιά και έναν τόμο με τα τρία θεατρικά της έργα.
Η συλλογή διηγημάτων “Γιατί δε μιλάς για μένα;” πήρε βραβείο για πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους. Το μυθιστόρημα “Οι γυναίκες της ζωής της” έχει μεταφραστεί στα ισπανικά, τα τουρκικά και τα ιταλικά και έχει μεταφερθεί στην τηλεόραση από την ΕΤ1, ενώ το μυθιστόρημα “Ψέματα μεταφράζεται στα τουρκικά, ρουμανικά και εβραϊκά.
Συνεργάστηκε με το Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού σε θέματα ομογένειας. Θήτευσε ως αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου. Είναι ιδρυτικό μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και μέλος του ΔΣ της ΕΡΤ.
Από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” κυκλοφορούν:
“Ένα πεινασμένο στόμα”, 2010
“Τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω”, 2008
“Θεατρικά”, 2007
“Συγγραφικές εμμονές”, 2007
“Τα όνειρα της Νίνας”, 2006
“Το ερωτικό των τεσσάρων”, 2006
“Ψέματα”, 2005
“Γιατί δε μιλάς για μένα;”, 2004
“Global Novel”, 2003
“Ενικός αριθμός”, 2002
“Η εδαφική ολοκλήρωση της Ελλάδας”, 2000
“Εργαζόμενο αγόρι”, 2000
“Ελλάδα και μειονότητες”, 1999
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.
ΥΓ. Η Ένωση Σμυρναίων
και οι EKΔOΣEIΣ ΠATAKH
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου
της Βούλας Μάστορη
"Το παραμύθι των ψυχών"
τη Δευτέρα 7 Ιουνίου στις 7:μ.μ
Για το βιβλίο και τη συγγραφέα
θα μιλήσει η Ελένη Γκίκα
Εξαιρετική Βούλα Μάστορη σε ένα βιβλίο που είναι Ιστορία, Λογοτεχνία, Παραμύθι Αρχετυπικό, Αλληγορία, τρεις γενιές γυναικών, το "χάρισμα" που σε κάνει διαφορετικό και το κρύβεις λες και είναι κουσούρι, ένας αιώνας Ιστορία και το παρελθόν που ακόμα γράφεται εφόσον μόνο τετελσμένος χρόνος δεν είναι. "Το παραμύθι των Ψυχών" (εκδ. "Πατάκη")
Είναι ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στη Μικρασία του χτες (1822-1922) βασισμένο στο ημερολόγιο του Μικρασιάτη πατέρα μου Τιμολέοντα Μιχαηλίδη (από Οδεμήσιο).
Όταν πέθανε ο πατέρας μου, μου άφησε το ημερολόγιό του. Όμως για είκοσι χρόνια, όποτε το άνοιγα, δεν κατάφερνα να το διαβάσω - ίσως γιατί δεν καταλάβαινα το γραφικό χαρακτήρα του ή γιατί δεν μπορούσα να ξεπεράσω το θάνατό του. Άρχισα να γράφω "Το παραμύθι των ψυχών", με σκοπό να ξορκίσω τον πάγιο φόβο μου για το θάνατο. Τότε, εντελώς ανεξήγητα, μπόρεσα να διαβάσω και το ημερολόγιο του πατέρα μου και ήταν αυτό που έδωσε τελικά και τη χρονική τοποθέτηση της ιστορίας αυτού του βιβλίου, μια και αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης και πληροφοριών.
Βούλα Μάστορη
Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ήταν κάποτε "μια μακριά αλυσίδα γυναικών, της οποίας κανείς δεν ήξερε πότε είχε ξεκινήσει ο πρώτος κρίκος ή ποια ήταν αυτή που είχε κληρωθεί πρώτη αλλιώτικη. Κι αν τύχαινε ο θάνατος να κόψει τούτη την αλυσίδα, μια καινούρια ξεκινούσε την ίδια στιγμή κάπου αλλού στον κόσμο, πάλι με μια πρωτοκόρη που είχε το γνώρισμα και που αναλάμβανε να γίνει ο μέντορας αυτής της παράξενης φύτρας". Και κάθε τέτοια πρωτοκόρη είχε μάτια αόρατα σ' όλο της το κορμί κι έβλεπε τη ματιά απ' όπου κι αν ερχόταν, μύριζε τους ανθρώπους από μακριά -ειδικά τους άντρες-, ερωτευόταν, χωρίς κοινωνικές αναστολές, έναν μόνο άντρα στη ζωή της και μπορούσε να επικοινωνεί μαζί του από μακριά με όνειρα ζωντανά... Ώσπου μια μέρα μαζί με μια τέτοια πρωτοκόρη γεννήθηκε κι ένας δίδυμος αδερφός...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)