24/5/11

τα αγάλματα φορούν κάποτε τα καλά τους και μας επισκέπτονται...


Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ” του Νίκου Διακογιάννη. Εκδ. “Καλέντης”, σελ. 266, € 15


Νομίζαμε πως ελέγχουμε τα πράγματα...”

Ακριβώς! Νομίζαμε!”

Έτσι αρχίζουν όλα σ' αυτό το σημειολογικό μυθιστόρημα, από τον ψευδαισθησιακά θεωρούμενο “απόλυτο έλεγχο”. Ο Μάνος, ήρωας του βιβλίου και μεταφραστής στο “Γάλα των αγαλμάτων” του Σαραμάγκου επισκέπτεται το Μουσείο της Ακρόπολης, όταν η ανθρωπότητα μοιάζει να ζει έναν απίστευτο εφιαλτικό παραβολικό ολέθριο θρήνο. Διότι στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Ο ύπνος των αγαλμάτων” ο Νίκος Διακογιάννης αποφασίζει και τολμά να καταλύσει τον χωροχρόνο στην τέχνη και να αγγίξει την ουσία και το χρέος της Μνήμης.

Χρησιμοποιώντας ως μεταχρονολογημένο μότο, φράση του Ζοζέ Σαραμάγκου και πάλι “Αυτό που είναι να γίνει θα γίνει και δεν αλλάζει, μη στρώνεις τραπέζι με το πεπρωμένο, γιατί τρώει τα γινωμένα και σου δίνει τα άγουρα”, αναφέρεται στην προφητική δύναμη της τέχνης, στην υπερβατική δύναμη των ονείρων και στην δυναμική της γραφής.

Η ιστορία επί τω προκειμένω, και όσον αφορά την καθημερινότητα ξαφνικά αρχίζει να γίνεται εφιαλτική. Τα αγάλματα σε όλα τα μεγάλα μουσεία του κόσμου αρχίζουν ξαφνικά να ραγίζουν, να θρυμματίζονται και να αποτελούν απειλή. Λες και κάποια αόρατη τρομοκρατική οργάνωση έχει βάλει στο στόχο της την Ιστορία και τον ανθρώπινο πολιτισμό, αυτή καθ' εαυτή την ανθρώπινη μνήμη.

Ό,τι είχε καταγράψει το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης δεν έδειχνε ανθρώπινη παρουσία στο χώρο. Η εικόνα των αρχικώς άθικτων γλυπτών άλλαζε σε χρόνο έξι δευτερολέπτων”.

Ο συγγραφέας, με επίκεντρο την παρέα του Μάνου, την κοπέλα του Όλγα, τον Τίμο, τον Κώστα, την Αλίκη, τον εκδότη του και την ανταγωνίστριά του Στέλλα στο εκδοτικό, μεταφέρει την συγγραφική σκυτάλη με σημειολογικά μότος από χώρα σε χώρα. Κάποιος φύλακας, αρχαιολόγος, τουρίστας, τυχαίος, θα βρεθεί εκεί αντιμετωπίζοντας την απολύτως ακατανόητη μεν αλλά και άκρως ρεαλιστική καταστροφή. Ο Σαραμάγκου και “Το γάλα των αγαλμάτων” που μεταφράστηκε στο εξής, παίρνει πια διαστάσεις προφητείας: “Αλήθεια, αν ποτέ ζωντάνευαν αυτά τα αγάλματα, ποιο δρόμο θα έπαιρναν; Και τι θα είχαν να ομολογήσουν ή να μοιραστούν με τους περαστικούς; Μήπως είναι επιλογή τους τούτη η σιωπή, η ακινησία;”

Στο μεταξύ, τα δεδομένα ανταλλάσσουν την μοίρα των αγαλμάτων με το ανθρώπινο πεπρωμένο και μια ζοφερή, αλλόκοτη νόσος αρχίζει να πλήγει τον κόσμο. Ενώ τα αγάλματα κονιορτοποιούνται, οι άνθρωποι που υποπίπτουν σ' αυτήν... αγαλματοποιούνται! Υποφέρουν από φοβερούς πυρετούς στην αρχή, παγώνουν μετά και πέφτουν ωσεί νεκροί σε χειμέρια νάρκη! Ο κόσμος όλος γεμίζει τρόμο, απόγνωση, εγκλείστους, ασθενείς σε γκέτο, και το μόνο που φαίνεται πια να λειτουργεί είναι η διαδικτυακή επικοινωνία.

Ο Νίκος Διακογιάννης για να φτάσει στη λύση και να λύσει τον γρίφο καταφεύγει σε όλα τα αφηγηματικά μέσα, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλληλογραφία, μέιλς, περιγραφή, και αναφέρεται σε κάθε θρησκευτική, φιλοσοφική και μυθολογική δοξασία. Ο καινούργιος ακίνητος, αμίλητος, άβουλος, άγευστος, ακίνδυνος, αμνήμων άνθρωπος – αλήθεια μήπως μας θυμίζει κάτι όλο αυτό;- μοιάζει πια παγκόσμιο εφιαλτικό γεγονός, και εδώ έρχεται η συγγραφική τεχνική να εγκιβωτίζει την Ιστορία μέσα στην ιστορία, το όνειρο μέσα στο όνειρο και ένα βιβλίο μέσα σε ένα άλλο βιβλίο. Αφήνοντας ορθάνοιχτα βέβαια τα σύνορα τέχνης – ζωής και τα ερωτηματικά, το τί προηγείται στην όντως ζωή τελικά, και αν είχε δίκιο ο Πούσκιν που ισχυρίστηκε ότι ο κάθε ποιητής δεν μπορεί παρά να είναι προφήτης.

Παγκόσμιες λέσχες που ελέγχουν τον κόσμο, νέα τάξη πραγμάτων, η ελπίδα του Προμηθέα και το μαρτύριο του Σισύφου ενσκήπτουν και πάλι και είναι παντού, αναδεικνύοντας το παγκόσμιο πρόβλημα ως πνευματικό πρόβλημα, πρωτίστως.

Με γλώσσα ατμοσφαιρική, ποιητική, ενίοτε ρεαλιστική και με γρήγορη και απολύτως κινηματογραφική πλοκή, το μυθιστόρημα φλερτάρει με πολλά είδη: αστυνομικό, θρίλερ, υπαρξιακό και φιλοσοφικό, αλληγορικό...

Το αποτέλεσμα, διαφορετικό, όπως το αντέχει αναγνωστικά ο καθένας. Επειδή “τα αγάλματα μιλούν στους ποιητές, αφουγκράζονται την ανάσα των απελπισμένων, μικραίνουν, ταπεινώνονται, μένουν αιώνες στη βροχή, το κρύο. Ριγούν στη σκιά βέβηλων χεριών που ήρθαν με λοστούς να τα πάρουν μακριά”. Και διότι “τα αγάλματα φορούν κάποτε τα καλά τους και μας επισκέπτονται. Μας παίρνουν από το χέρι, ή φορές πάλι, μας ανεβάζουν στους δυνατούς ώμους τους. Έπειτα εμείς μικραίνουμε, γινόμαστε μια σταλιά, κομμάτια μαρμάρου, κομμάτια ακατέργαστων εμβρύων. Στον ύπνο μας φτάνουν τραγούδια αρχαίων μελωδιών, ήχοι βαρείς, πλάγιοι. Θηλάζουμε αθανασία”.

Ένα βιβλίο για την Μνήμη, την Τέχνη, τον Χρόνο. Με πολλαπλές αναγνώσεις και μεγάλες ρωγμές στον ξανακερδισμένο, τελικά, Χρόνο.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Γεννήθηκε στη Νίσυρο της Δωδεκανήσου το 1974 και είναι εκπαιδευτικός. Αφού εργάστηκε για ένα διάστημα ως ξεναγός, επέστρεψε στο γενέθλιο τόπο του.

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 2007 με το μυθιστόρημα “Τέρα Άμου” (εκδόσεις Αρμός), το οποίο προτάθηκε για το Athens prize for literature του περιοδικού (δε)κατα.

Ακολούθησε το 2009 το μυθιστόρημα “Καθρέφτες στο χώμα” από τις ίδιες εκδόσεις.

Κατά περιόδους αρθρογραφεί στο περιοδικό “Ο Διαβάτης της Νισύρου”, ενώ συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό “Νησίδες”. Στην κινηματογραφική ταινία “Η Νοσταλγός”, που βασίζεται σε διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, συνεργάστηκε στη διασκευή του σεναρίου στο νισύρικο ιδίωμα.

Ο ύπνος των αγαλμάτων” είναι το τρίτο του μυθιστόρημα.