21/6/12

Το τέταρτο σημείο του ορίζοντα, για την Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, γράφει η Ζωή Σαμαρά

Το τέταρτο σημείο του ορίζοντα Η Ελένη Γκίκα γράφει γιατί υπάρχει, γιατί υπάρχουμε. Κάθε φορά που γράφει χτίζει ένα πολύπλευρο σύμπαν. Στο νέο της μυθιστόρημα μας εισάγει σε έναν κόσμο όπου τα σημεία του ορίζοντα προσδιορίζουν τη ζωή μας. Η δομή τού έργου θυμίζει μουσική σύνθεση πάνω σε βιογεωγραφική θεματική, σαν να ήταν μια σπουδή για το πώς ο άνθρωπος επηρεάζεται από το χώρο στον οποίο ζει. Και ενώ το βιβλίο προχωρεί, η βιογεωγραφία αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις: κάποιες στιγμές αναρωτιόμαστε μήπως ο άνθρωπος επηρεάζεται ακόμη περισσότερο από έναν απειλητικό απόντα χώρο. Με μαθηματική ακρίβεια, η αφήγηση χωρίζεται σε 3 μέρη, το κάθε μέρος σε 11 ενότητες, ενώ οι 33 ενότητες του βιβλίου δομούνται πάνω σε επαναλαμβανόμενα τρίπτυχα με επίκεντρο τρεις εναλλασσόμενες γυναικείες φιγούρες. Τα 99 μικρά κεφάλαια που προκύπτουν τιτλοφορούνται κάθε φορά με τις ίδιες λέξεις και ακολουθούν την ίδια σειρά – Η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη: τρεις ηρωίδες πάνω σε σκηνή κοσμικού δράματος. Εκτός από τον πιθανό συμβολισμό των αριθμών, δύο χαρακτηριστικά τραβούν την προσοχή τού αναγνώστη ευθύς εξαρχής, και αναμφιβόλως γεννούν απορίες: – Η πρώτη γυναίκα είναι στο γραφείο, η τρίτη στον καθρέφτη, η δεύτερη της κουζίνας. Άρα, η κουζίνα δεν είναι ο χώρος στον οποίο η δεύτερη γυναίκα ζει και κινείται, αλλά ένας περιοριστικός χώρος στον οποίο ανήκει, και επιπλέον τόσο κτητικός, που καταλαμβάνει το εξώφυλλο του βιβλίου. – Τρεις γυναίκες, τρία σημεία του ορίζοντα. Εντάξει, υπάρχουν τρία και όχι τέσσερα γυναικεία πρόσωπα, αλλά η παράλειψη ενός σημείου του ορίζοντα πιθανότατα κρύβει κάποιο μυστικό. Αν η γυναίκα της κουζίνας συμβολίζει την παραδοσιακή γυναίκα, γιατί θα πρέπει να βλέπει το βορρά; Και καθώς ο αναγνώστης συλλογίζεται, δεν μπορεί παρά να εικάσει ότι στη σοφία πολλών λαών ο βορράς είναι σχεδόν συνώνυμο της ανατολής. Λ.χ., στον μυητικό προσανατολισμό, που προσδιορίζει τη θέση μας στο χώρο, το φως ξεκινά από την ανατολή ή από το αστέρι του Βορρά. Επίσης, οι Ετρούσκοι πίστευαν ότι οι θεοί έμεναν στο Βορρά. Έχουμε λοιπόν στο μυθιστόρημα δύο μορφές της ανατολής και το αντίθετό της, τη δύση. Ο νότος ζει σε μια ανελέητη μοναξιά, χωρίς ταίρι, χωρίς αντίθετο. Από τις πρώτες σελίδες αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν δύο ηρωίδες που εργάζονται πυρετωδώς, σαν να βιάζονται να προλάβουν κάτι: η Αρσινόη γράφει, η Ράνια μαγειρεύει. Ή μήπως πρόκειται για ένα πρόσωπο με δύο προσωπεία; Όντως, όταν οι δύο γυναίκες συναντηθούν, η Αρσινόη θα αρχίσει να μαγειρεύει –αν και «μισεί την κουζίνα» (σ. 306)–, ενώ η Ράνια, ξεχνώντας ότι παλιά έκρυβε τα βιβλία που διάβαζε «σαν τα μπουκάλια του αλκοολικού» (σ. 73) –τόσο απαγορευμένη ήταν η ανάγνωση–, θα γράψει ένα μυθιστόρημα, πολύ πετυχημένο, με ηρωίδα μια γυναικεία οπτασία που την ακολουθεί όλη της τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί η γυναίκα στον καθρέφτη: «Απ’ την κουζίνα ως το γραφείο, τι θαρρείς; Μια ανάσα χαλί» (σ. 49). Όταν ξεφύγει από την κουζίνα, από τη μοίρα της παλιάς γυναίκας, η Ράνια θα επιλέξει να γίνει χαρτί. Το χαρτί, η γραφή, αναπαριστά την αναζήτηση του αληθινού εαυτού της. Η Αρσινόη ζει ανάμεσα σε βιβλία, μια χάρτινη ζωή, και η λέξη «χάρτινη» επαναλαμβάνεται συχνά στο μυθιστόρημα. Το χαρτί είναι ένα πολύσημο σύμβολο. Όταν το διπλώνουμε για να το βάλουμε σε φάκελο, διπλώνουμε μαζί και τα μυστήρια της ζωής μας. Όταν δένουμε τις σελίδες σε βιβλίο, τετράδιο, ημερολόγιο, κάνουμε μια προσπάθεια να δέσουμε τα σκόρπια γεγονότα που οδηγούν σε διάσπαση του εγώ. Σχίζεται εύκολα, όπως διαμελίζεται η εύθραυστη ζωή μας. Η καθαρότητά του σαν φόντο της γραφής αντιστοιχεί στη νοσταλγία μιας χαμένης αγνότητας. Γράφουμε πάνω στο άσπρο χαρτί για να ζήσουμε μια νέα αρχή με τη γραφή μας. Δεν έχω πρόθεση να συνθέσω μια πραγματεία για το συμβολισμό του χαρτιού, λέω όσα με εμπνέει το ίδιο το μυθιστόρημα. Υπάρχει μια τρίτη γυναίκα, που τοποθετείται στη δύση∙ μπροστά ή μέσα σε καθρέφτη, δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε η ίδια. Δεν φαίνεται να έχει δική της αυτόνομη ζωή, σαν να είναι αυτή η χάρτινη γυναίκα, ηρωίδα σε κάποιο μυθιστόρημα, ή ακόμη ένα είδωλο μέσα σε καθρέφτη. Δεν ονομάζεται τυχαία Αριάδνη∙ αυτή κρατά το μίτο της αφήγησης∙ περιγράφει και σχολιάζει τη ζωή των δύο γυναικών. Κοιτάζοντας στον δυτικό καθρέφτη, δεν βλέπει τον εαυτό της, αλλά τις άλλες, και δεν γνωρίζει ακριβώς ποια πλευρά του καθρέφτη είναι η πραγματικότητα και ποια η αντανάκλαση. Καθώς αφηγείται την ιστορία τους, δεν είναι βέβαιη αν εκείνη επινοεί την ύπαρξή τους ή μήπως και η ίδια είναι επινόηση των δύο γυναικών που επινοεί (σ. 373). Η αφήγηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια φεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας. Η γυναίκα προσπαθεί να παραμείνει αυτό που όλοι αποκαλούν γυναίκα, όχι το βιολογικό ον αλλά ο κοινωνικός μύθος. «Δεν ύφαινε, δεν έπλεκε καμιά τους. Γυναίκες στο περβάζι της ζωής», θα σχολιάσει, με ποιητικό ρυθμό, η Αριάδνη (σ. 127). Η συγγραφέας, ωστόσο, δεν περιορίζεται στη γυναίκα∙ στο κέντρο του σύμπαντος που παρουσιάζει τοποθετεί τον άνθρωπο. Ο άνδρας ανάμεσα στις δύο γυναίκες ανάγεται τελικά σε τέταρτο σημείο του ορίζοντα, ταυτίζεται με το νότο και την απουσία που σηματοδοτεί στο μυθιστόρημα. Νιώθει τόσο άβολα ανάμεσα στους δύο χώρους που τελικά δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτόν στη ζωή. Οι δύο γυναίκες αντιμετωπίζουν τη φθορά και την ανία που τις περιβάλλουν, με τη δουλειά. Σε επιστολή στον αγαπημένο της, η Αρσινόη γράφει με τρόπο αναιρετικό, σαν να αμφισβητεί τη δύναμη της αγάπης: «Απόψε το βράδυ, αγάπη μου, θα δουλέψω ως το πρωί. Δεν έχω βρει άλλον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή για ν’ αντέξω» (σ. 154). Και η Ράνια, σαν να συμπληρώνει αναδρομικά, έγραφε στη δική της εισαγωγή του πρώτου μέρους: «Έφυγαν όλοι. Κι εγώ στην κουζίνα να φτιάχνω γενέθλιες μαντλέν, για να με γιορτάσω μόνον εγώ» (σ. 14). Με τα τρία σημεία του ορίζοντα, η συγγραφέας οργανώνει το χώρο. Το τέταρτο σημείο είναι δεδομένο, αναδύεται μέσα από την ίδια την ύπαρξη: ο νότος δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος που καραδοκεί, η φυγή έξω από το χώρο και το χρόνο. Μαγειρεύουμε ή γράφουμε για να μη σκεφτόμαστε το τέλος. Γι’ αυτό πραγματικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό που προκαλεί το θάνατο, ο Φώτης που τον προσκαλεί και ο Άγγελος που βρίσκεται συμπτωματικά αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του. Ξανά τρία πρόσωπα, που ίσως ερμηνεύουν το πρώτο τρίπτυχο: τρεις πτυχές της Μοίρας. Για τις δύο γυναίκες η μόνη οδός είναι η λογοτεχνία. «Το μόνο που μ’ απομένει», θα γράψει η Ράνια, «είναι να ξαναπιάσω της ζωής μου το νήμα και πάλι απ’ την αρχή, να τη ζήσω με τα σωστά και τα λάθη της πια μέσα από το χαρτί» (σ. 293). Και η Ελένη Γκίκα γράφει, ίσως για να βρίσκει κάθε φορά έναν καινούργιο εαυτό, ίσως για να μας οδηγήσει στην αναζήτηση των αιώνων που «χωρίζουν τον ένα εαυτό [μας] από τον άλλο» (σ. 66), ίσως ακόμη και για τα δύο. Ζωή Σαμαρά Η Ζωή Σαμαρά είναι Πανεπιστημιακός και ποιήτρια, το κείμενο από την Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη

19/6/12

H συγγραφέας Τίτσα Πιπίνου για το βιβλίο “Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας”

Χαίρομαι που απόψε μιλώ για το βιβλίο της Ελένης της Γκίκα. Η Ελένη είναι μια καταπληκτική φίλη, μια εξαιρετική δημοσιογράφος που ασχολείται χρόνια τώρα με τον πολιτισμό με πολύ αισθαντική ματιά πάνω στα πράγματα, μα πάνω από όλα είναι μία από τις καλύτερες συγγραφείς μας. Δεν λέω πεζογράφους γιατί γράφει και εξαιρετική ποίηση, δοκίμιο, γιατί αυτά στην εφημερίδα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μικρά δοκίμια περί τέχνης. Ακόμη χαίρομαι που το βιβλίο της κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλέντη που οι επιλογές του δείχνουν ότι είναι ένας οίκος που μάχεται με σοβαρότητα και εντιμότητα τους δύσκολους καιρούς που περνάμε. Ας μιλήσουμε πρώτα για το βιβλίο σαν αντικείμενο, όταν τα βιβλία ξεφεύγουν από τη συνηθισμένη βιομηχανοποιημένη μορφή τους. Όταν το πιάνεις λοιπόν στα χέρια σου είναι ένα όμορφο βιβλίο με κομψή γραμματοσειρά και χαρτί σαν σατινέ τώρα που οι εκδότες όλο και τα βγάζουν σε ένα χαρτί διάφανο σαν εφημερίδας, περισσότερο σαν βιβλία μιας χρήσης. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας, σαν τίτλος, μου ήταν οικείος. Η Ελένη το είχε αναφέρει σε κουβέντες μας πολλές φορές πριν ακόμη πάρω το βιβλίο στα χέρια μου. Μάλιστα σε κάποια στιγμή μου το είχε αναφέρει σαν το καλύτερο της βιβλίο, έτσι μου κέντρισε την περιέργεια να το διαβάσω. Ο συγγραφέας συνήθως όταν τον ρωτάνε για τα βιβλία του αναφέρει ως πιο αγαπημένο του το τελευταίο του, ίσως γιατί χρονικά είναι πιο κοντά του και η σκέψη του δεν το έχει εγκαταλείψει ακόμη. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας είναι πράγματι το καλύτερο βιβλίο της Ελένης Γκίκα. Πιο ώριμο, πιο βαθύ, πιο σοφό. Η γραφή της έχει στυλ, έχει ρυθμό, έχει ποίηση. Μέσα σε μια περιρρέουσα δημαγωγία που μας κάνει να πιστέψουμε ότι κάποιος για να ακουστεί αρκεί να φωνάξει πιο δυνατά από τους άλλους έρχεται ένα χαμηλόφωνο μυθιστόρημα γεμάτο αίσθημα και εξομολογητική εχεμύθεια Είναι μια εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης. Το βιβλίο ξεκινά με ένα γράμμα, και κατά κάποιο τρόπο έτσι συνεχίζει σαν επιστολή, σαν ημερολόγιο, σαν εξομολόγηση ή πιο σωστά σαν κραυγή, πνιγμένη κραυγή, αλλά στην πρόθεση της κραυγή. Σαν αυτά τα γράμματα που κλείνει ο ναυαγός σε ένα μπουκάλι με την ελπίδα να πέσει στα σωστά χέρια γιατί αλλιώς χάθηκε. Ο αναγνώστης συχνά φαίνεται να γίνεται αποδέκτης λόγων και σπάνιων εξομολογήσεων που κανονικά δεν του ανήκουν. Στα περισσότερα βιβλία της Ελένης υπάρχει ένα παιχνίδι ανάμεσα στη συγγραφέα και τους ήρωες της αλλά και στη συγγραφέα και τον αναγνώστη που στην πραγματικότητα είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα στα όνειρα και τους εφιάλτες, στο φανερό και στο καλά κρυμμένο. Ο χρόνος της αφήγησης είναι ο χρόνος της συναισθηματικής μνήμης Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας που θα ξενυχτά φτιάχνοντας μαντλέν για μια οικογένεια που έχει πια σκορπίσει και δεν υπάρχει κανείς για του τις προσφέρει αλλά εκείνη πεισματικά και με αφοσίωση συνεχίζει να φτιάχνει στην κουζίνα της κάθε μέρα και κάθε νύχτα. Μαντλέν για τον άνδρα της κλαίγοντας κρυφά για την προδοσία του, για τις κόρες της που πια μεγάλωσαν και τίποτα δεν τις κρατά στο σπίτι και αγωνιώντας μέχρι θανάτου για τον έφηβο γιο της που έχει χαθεί μαζί με άλλους επαναστατημένους νέους στους άγριους δρόμους της Αθήνας και στο εξεγερμένο κέντρο στη διάρκεια των τελευταίων ταραχών. Ο γιος της, είναι ένα αγόρι σαν από παλιά ταινία του Τζέιμς Ντιν. Θυμωμένο και εξεγερμένο για έναν αδιάφορο και διεφθαρμένο κόσμο, ερμητικά κλειστό και κουφό στις εκκλήσεις για βοήθεια των πιο ευαίσθητων μελών του. Αυτών που δεν θα διστάσουν ακόμη και να τα χάσουν όλα. Θα μπορούσε να είναι επίσης διαμαρτυρία για την αφιλόξενη πόλη που μπορεί να σε συνθλίψει μέσα στην ψυχρότητα της. Ένα αγόρι που προσπαθεί να πολεμήσει τη βία με τη βία. Θα υπάρχει Η Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο που διαβάζει βιβλία, μεταφράζει Πρεβέρ και παραλληλίζει τη ζωή της με τους φανταστικούς ήρωες. Θα υπάρχει επίσης και Η Γυναίκα στο Δυτικό Καθρέφτη εκεί που συναντώνται αυτές οι δύο γυναίκες χωρίς να γνωρίζουμε πάντα ποια είναι το είδωλο και ποια η πραγματική. Ή κάποιες φορές σαν χορός από αρχαία τραγωδία, Η Γυναίκα στο Δυτικό Καθρέφτη, θα μας προϊδεάζει για το επόμενο βήμα στη ζωή τους πριν καλά καλά αυτό συντελεστεί, θα υπενθυμίζει και θα εξηγεί όσα δεν μπορούν να εξηγήσουν αυτές οι δύο για τη δική τους ζωή. Πάντα μία γυναίκα σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα. Η μία γυναίκα λοιπόν που κάνει βασίλειο της την κουζίνα, αλλά που αυτή η κουζίνα γίνεται και ο τάφος των ονείρων της, και έτσι απλά ο δικός της τάφος αφού είναι ο χώρος που ξοδεύει αλύπητα τον χρόνο της και με αυτό τον τρόπο ξοδεύει τη ζωή της. Ο ορίζοντας της θα είναι οι τοίχοι της κουζίνας και όσα φθάνει η ματιά της από το παράθυρο, όλα τα άλλα θα τα φαντάζεται, θα τα ονειρεύεται. Η πραγματική ζωή θα είναι πάντα κάπου αλλού μακριά της. Η κουζίνα δεν είναι πια ένα απλό δωμάτιο του σπιτιού, αλλά μετατρέπεται στο μαγικό της χώρο. Είναι σαν να εισέρχεται σε έναν άλλο κόσμο που της επιτρέπει να δημιουργεί και να υπάρχει. Μου έφερε στο μυαλό το αγοράκι στην ταινία Πολίτικη κουζίνα που όλη του η ζωή ήταν ανάμεσα σε μπαχαρικά και μυρωδιές που έβγαιναν από αχνιστές κατσαρόλες, αλλά εδώ τα πράγματα γίνονται ζοφερά δίχως την εύθυμη διάθεση της ταινίας. Αυτή η γυναίκα θα κάνει παιδιά, θα νιώσει τον πόνο της γέννας και τα βάσανα της μητρότητας χωρίς ωστόσο να σταματήσει να βλέπει τον εαυτό της τον ίδιο παιδί αφού παιδικές μνήμες αναδύονται με κάθε αφορμή. Η άλλη γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο εργάζεται, κυκλοφορεί, ερωτεύεται, πονάει, τρομάζει μέχρι θανάτου με τη γέννα και ονειρεύεται το παιδί που ποτέ δεν γέννησε. Τη μία στοιχειώνουν τα παιδιά που γέννησε, την άλλη τα παιδιά που δεν γέννησε. Η μία μέσα σε μεγάλη οικογένεια, η άλλη χωρίς, αλλά και οι δύο απέραντα μόνες στη φυλακή που επέλεξαν η μία στη μπισκοτένια της και η άλλη στη δική της χάρτινη. Μία γυναίκα, δύο γυναίκες, πολλές γυναίκες, η ίδια γυναίκα και το αντεστραμμένο είδωλο της στον καθρέφτη, τα διαφορετικά πρόσωπα της ίδιας γυναίκας; Θα μπορούσε να είναι ένα από όλα αυτά ή όλα αυτά μαζί. Εσείς επιλέγετε. Ένα παλίμψηστο. Ένα καλειδοσκοπικό βιβλίο με εικόνες που μοιάζουν να επαναλαμβάνονται ωστόσο πάντα υπάρχει κάτι που τις ξεχωρίζει. Ένα βιβλίο που το ερμηνεύετε εσείς. Ένα από τα παιχνίδια, που έλεγα πιο πάνω, που κάνει η συγγραφέας με τους αναγνώστες και σας καλεί να πάρετε μέρος. Σαν τη διπλή ζωή της Βερόνικα, την αριστουργηματική ταινία του Κισλόφσκ,ι όπου δύο γυναίκες η Βερόνικα και η Βερονίκ που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, η μία στην Κρακοβία και η άλλη στο Παρίσι μοιράζονται τις ίδιες ευαισθησίες και την αίσθηση ότι κάπου αλλού βρίσκεται το άλλο τους μισό. Εδώ δύο γυναίκες που πότε συναντώνται και πότε απομακρύνονται απελπιστικά. Διαβάζουν τα ίδια βιβλία, αγαπούν και οι δύο το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Λόρενς Ντάρελ- που τυγχάνει να είναι και εμένα το αγαπημένο μου-, και για όσους δεν το γνωρίζουν ο Λόρενς Ντάρελ έχει ζήσει στη Ρόδο σε ένα μικρό σπιτάκι πνιγμένο στις βουκαμβίλιες απέναντι από το σημερινό Καζίνο και έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο με εικόνες μιας αμέσως μεταπολεμικής Ρόδου, αδιανόητες με την εικόνα που εμφανίζει το νησί σήμερα. Δυο γυναίκες λοιπόν που κάνουν τις ίδιες σκέψεις, ακροβατούν ανάμεσα στο τώρα και στο παρελθόν, στην αληθινή ζωή και το όνειρο. Αναπολούν τον έρωτα τους με έναν άνδρα που δεν είναι πια κοντά τους. Βλέπουν την ίδια θάλασσα, το ίδιο βουνό από άλλη πλευρά αλλά πάντα η ίδια θάλασσα και το ίδιο βουνό. Και πάντα οι ματαιώσεις, οι πολλές ματαιώσεις της ζωής. Η μία θα περιθάλψει τον επαναστατημένο έφηβο γιο της άλλης όταν θα τραυματιστεί στις αιματηρές διαδηλώσεις του κέντρου της Αθήνας με τρυφερότητα και μητρική αγωνία. Θα τον ταΐσει, θα τον κοιμίσει, θα τον φροντίσει, θα προσπαθήσει να κατευνάσει την αγωνία του και θα προσπαθήσει να τον οδηγήσει σε ασφαλές λιμάνι. Πριν χρόνια έβλεπα στην τηλεόραση με αφορμή την επέτειο της εισβολής στην Κύπρο μαυροντυμένες γυναίκες με χάρτινες ταμπέλες στο στήθος κρεμασμένες με σπάγκο, σαν αυτές των κατάδικων, μόνο που αντί για αριθμούς είχαν φωτογραφίες αγνοουμένων. Παρά την οικειότητα αυτών των εικόνων που επαναλαμβάνονται στους δέκτες μας κάθε χρόνο τόσο ώστε πια να μην τις προσέχουμε, συγκλονίστηκα όταν είδα μία γυναίκα με τρεις φωτογραφίες στη δική της ταμπέλα να εξηγεί στο δημοσιογράφο ότι στη μία ήταν ο γιος της, στην άλλη ο σύζυγος της και στη μέση ένα ξένο παιδί, φαντάρος από την Ελλάδα. Η μάνα του είχε πεθάνει και αυτή είχε αναλάβει να τον ψάχνει. Δεν ήταν πια ξένο παιδί, ήταν δικό της παιδί, φαινόταν στην τρυφερότητα που μιλούσε για αυτόν στον άγνωστο της δημοσιογράφο. Έτσι και η Αρσινόη η γυναίκα του Ανατολικού Γραφείου φροντίζει το τραυματισμένο παιδί της γυναίκας της Βορινής Κουζίνας σαν το δικό της γιο, που ποτέ δεν είχε. Υπάρχει και κάτι άλλο, και στις δύο περιπτώσεις αυτών των γυναικών μια παιδική ηλικία που δεν έχει χαθεί ποτέ. Επανέρχεται πάντα ορμητική, ενοχλητική, καθοριστική για ότι συμβαίνει. Είναι συχνά τρομακτικό πως η παιδική ηλικία καθορίζει τη ζωή μας σαν ενήλικες. Ακόμη και μια καλή φαινομενικά παιδική ηλικία δεν είναι ποτέ τόσο αθώα όσο δείχνει. Σαν κάποια ήρεμα όνειρα, φαινομενικά καλά που ωστόσο σε ξυπνούν τρομαγμένο γιατί εσύ ξέρεις ότι δεν είναι καλά όνειρα αλλά υπάρχει μια κρυμμένη απειλή που δεν μπορείς πάντα ούτε να προσδιορίσεις, ούτε να εξηγήσεις. Όσο διάβαζα το βιβλίο και χρειαζόταν κάθε τόσο να επανέρχομαι σε προηγούμενα κεφάλαια για να το καταλάβω, σιγά σιγά μου αποκαλυπτόταν ότι το θέμα των δύο γυναικών δεν ήταν ούτε η προδοσία, ούτε η απώλεια, ούτε οι ματαιώσεις, ούτε η απουσία ή παρουσία του έρωτα, ούτε καν το τώρα. Το θέμα ήταν το παρελθόν, η παιδική ηλικία των ηρωίδων που όπως μπερδευόταν κάθε φορά με την παιδική ηλικία των παιδιών της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας, αναδυόταν σε κάθε γραμμή ή και πίσω από τις γραμμές, πίσω από τα λόγια. Και κυρίως αυτό που είπα πιο πάνω και επαναλαμβάνω: η εξερεύνηση στο καμένο πεδίο της απουσίας της αγάπης. Όπως οι μαντλέν ενώ είναι μία αθώα λέξη με αυτά τα τρία σύμφωνα μαζί στη μέση που την κάνει να ακούγεται όμορφα, και σου φέρνει στο νου, εκείνα τα νόστιμα, τρυφερά μπισκότα, στο βιβλίο σιγά σιγά ανακαλύπτεις ότι οι μαντλέν γίνονται το σύμβολο του χαμένου χρόνου, των ματαιώσεων της Γυναίκας της Βορινής Κουζίνας. Οι ίδιοι οι γονείς, όπως συμβαίνει συχνά, δεν το καταλαβαίνουν ούτε όταν συμβαίνουν τα πράγματα, ούτε μετά. Και δεν είναι καλό βέβαια να υπάρχουν αυτά τα τραύματα. Είναι όμως τα τραύματα, αυτά ακριβώς, που δημιουργούν τις εμμονές μας. Και χωρίς δισταγμό θα πω: ότι είναι οι εμμονές που δημιουργούν την τέχνη. Όταν η μητέρα του Σαρτρ διάβασε το βιβλίο του «Λέξεις» σχολίασε: «Ο Πουλού δεν κατάλαβε τίποτα από τα παιδικά του χρόνια!» Το ίδιο και η μητέρα της Ντυράς, εξοργίστηκε όταν η κόρη της, της πήγε μια μέρα «Το φράγμα στον Ειρηνικό, και την κατηγόρησε πως είπε ψέματα και πως στο τέλος-τέλος δεν έγραφε παρά για το πτώμα του κόσμου κι, επίσης για το πτώμα της αγάπης. Έτσι και η μητέρα της Αρσινόης μπορεί να λέει χωρίς ενοχές «θυσιάστηκα για σας» με ένα χαμόγελο σαν της γάτας του Τσεσάιρ. Σε αυτό το βιβλίο έρχονται οι ήρωες αντιμέτωποι διαρκώς με τις θεμελιακές υπαρξιακές κρίσεις, τη μοναξιά, την απώλεια και την προδοσία. Κλυδωνίζονται, τσακίζονται, πέφτουν κάτω, σηκώνονται ξανά, συνεχίζουν μέχρι τέλους. Υπάρχει μια συνομιλία με άλλα βιβλία, με ήρωες, λόγια, αναφορές, όπως και στα προηγούμενα της, όπως η ζωή της Ελένης είναι γεμάτη με βιβλία, όπως το σπίτι της που δεν υπάρχει ελεύθερος χώρος από τα στοιβαγμένα βιβλία στο γραφείο, σε κάθε τραπέζι, τραπεζάκι, καρέκλα, στο πάτωμα. Γιατί η Ελένη δεν μπορεί να αποχωριστεί τους αγαπημένους της ήρωες. Στοιχειώνουν τους δικούς της ήρωες. Κλείνοντας θα σας πω τη «Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας» μην τη διαβάσετε για να ξεχαστείτε, ούτε για να περάσει η ώρα σας στην παραλία διαβάστε την στην ηρεμία του σπιτιού σας. Θα ανταμειφθείτε από το έξοχο στυλ της γραφής και από τις λέξεις που θα σας παρασύρουν. υγ. από την εκδήλωση στο Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου στις 16/6/2012

Η Βασιλική Φαρμάκη γράφει για το βιβλίο «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ» της Ελένης Γκίκα, Εκδ. Καλέντης

Με ένα εξώφυλλο καλλιτεχνικό , ένα τίτλο καθαρά γυναικείο, με έντονη λυρική διάθεση έρχεται συγγραφέας Ελένη Γκίκα να αναδιπλώσει με ευκρίνεια και στοχασμό το γυναικείο ψυχισμό, πρόσφορο ανάγνωσμα και των δύο φύλων. Η ανδρική παρουσία στις σελίδες του βιβλίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γυναικεία πορεία. Άλλωστε ποιάς γυναίκας η ζωή δεν καθορίζεται αργά ή γρήγορα από την παρουσία ενός άνδρα, πατέρα ή γιού, αδελφού ή συζύγου, φίλου για πάντα αγαπημένου. Κάποια γεγονότα προδίδουν το σήμερα της ιστορίας και κάποια άλλα θέτουν και πάλι τα διαχρονικά ερωτήματα. Σκεπτόμενη γυναίκα, μάνα, σύζυγος, ερωμένη, αγαπημένη πετυχημένη ή αδικημένη, παρεξηγημένη, προβληματισμένη, καταξιωμένη ή περιθωριοποιημένη. Όλα μαζί σε μια κλιμακούμενη ένταση σκέψεων, απόψεων, καταγραφών , δηλώσεων και πικρών διαπιστώσεων…. Βιβλίο ωριμότητας, όχι απαραίτητα ηλικιακής, αλλά συγγραφικής και γλωσσικής. Βιβλίο ύφους πυκνού, όχι αδιαπέραστου αντίθετα βασανιστικά διαπερατού. Βιβλίο πλοκής όχι πολλών προσώπων, αλλά αισθημάτων και συναισθημάτων. Βιβλίο μεγάλων εναλλαγών σχέσεων και τοποθετήσεων του ίδιου του εαυτού μας, απέναντι στους δικούς μας και στους γύρω. Βιβλίο έντονων απογραφών και απολογισμών, καθόλου εξωστρεφές αλλά «εκ βαθέων». Ράνια ή Γερτρούδη και Αρσινόη ή Ουλρίκα, οι ηρωίδες, απέναντι αλλά δίπλα, μακριά αλλά και κοντά, η μία με τα παιδιά και η άλλη με τα βιβλία, παλεύουν το χρόνο, την μοναξιά, τη ζωή, κάνουν τα δικά τους όνειρα, ζουν την δική τους καθημερινότητα, η μία στη κουζίνα και η άλλη στο γραφείο, αναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα, στη ροή των πραγμάτων, αλλά στο βάθος παλεύοντας να κερδίσουν το χαμένο χρόνο, -αν υπάρχει- και εν τέλει την εσωτερική γαλήνη, πολυπόθητο αλλά και πολύπονο δώρημα, όχι τυχαία αποκτημένο , αλλά με ωριμότητα αναζητημένο και με δια βίου αγώνες κατακτημένο . H πορεία για εκεί δύσβατη, ανηφορική γεμάτη εκπλήξεις και ερωτήματα, διλήμματα και ενοχές, σκέψεις και απογοητεύσεις, υποχωρήσεις και ηθελημένες σιωπές. Άβουλες οι σκεπτόμενες , παραιτημένες, κρυμμένες, παθητικές; Ή εκούσια παγιδευμένες σε ένα πρέπει που άλλοι επέβαλλαν, σένα δικό τους «θέλω», που έπαψε προ πολλού να υπάρχει; Ανήσυχα ησυχασμένες σε ένα πλαστό κόσμο που οι ίδιες δημιούργησαν για να υπάρξουν, σ’ ένα κέλυφος που κινδυνεύει να κομματιαστεί στην πορεία του χρόνου από τα ερωτήματα ,που θα δημιουργηθούν. Θα αναζητήσουν βοήθεια στον Κάφκα και τον Μπόρχες, στον Τζόυς και τον Γέιτς, θα καταφύγουν στην ποίηση στην Τζαστίν και την ΄Αν Σέξτον, θα αναζητήσουν διεξόδους στη Σαρλότ Μπροντέ, ακόμα και στα παραμύθια θα καταφύγουν, στον Σεβάχ τον Θαλασσινό με το Ζαραντάν και τον Λούις Κάρολ με την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων». Η πραγματικότητα όμως χτυπά σειρήνες, το σήμερα αιμορραγεί. «Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά», διαπιστώνει η συγγραφέας Ελένη Γκίκα «και η φιλοσοφία ζει το τέλος της». Θα αναγκαστούν κάποτε να βγουν από την προστατευμένη θέση τους, να δουν το αδυσώπητο σήμερα, θα πρέπει να προσαρμοστούν, μέχρι να βρουν τη γαλήνη. Η ίδια η συγγραφέας «παρατηρητής» στον δυτικό καθρέπτη τις βλέπει και τις αναλύει, τις μελετά και μονολογεί: «Αρκεί ο Ντάρελ και η Τζαστίν για να πάει να πλαγιάσει κανείς;» Αλλά και για να ζήσει άραγε πόσο λυτρωτικά στηρίγματα προσφέρουν ο Ντίκενς, ο Πρεβέρ, ο Ελυάρ, ο Χιούζ ακόμα και ο Τόμας Μάν; Λουτήρες της σκέψης οι γνώσεις, αλλά η ψυχή κάτι ακόμα αναζητά και ψάχνει και ερευνά. Κάποια στιγμή η Ράνια θα σκεφτεί να φωνάξει «δεν την μπορώ άλλο αυτή την άδεια ζωή-χάρτινη ζωή», δεν θα το κάνει, μη τυχόν και ενοχλήσει, μη τυχόν και διαταράξει την φαινομενική ηρεμία των άλλων. Θα θυσιάσει την κραυγή, αλλά και πάλι εκείνη δεν θα ησυχάσει. Αργότερα θα κάνει την εφήμερη δική της επανάσταση, έτσι σαν δοκιμασία για τον εαυτό της, αλλά και πάλι δεν θα λυτρωθεί. Η Αρσινόη θα βγει κάποια στιγμή στον κόσμο, στη διαδήλωση , θα αψηφήσει τον κίνδυνο, θα πάρει το ρίσκο. Γιατί η γυναίκα του γραφείου και η γυναίκα της κουζίνας, όπως κι’ αν πορευτούν, στο ίδιο σημείο θα σταθούν και θα αναρωτηθούν: Τι έκανα λάθος, ποιο μονοπάτι διάβηκα αδιέξοδο, που παγιδεύτηκα και τι να περιμένω; Κι’ οι δύο τους κάτι κυνηγάνε, κάτι περιμένουν, διαφορετικό ή ολόιδιο, πιστευτό ή απίστευτο, συγκεκριμένο ή αφηρημένο, ορατό ή αόρατο, δεδομένο ή ανύπαρκτο, υλικό ή άυλο. Το ίδιο και η γυναίκα του δυτικού καθρέπτη, με αντικατοπτρισμό των δύο γυναικών ή δικός αντικατοπτρισμός οι δύο γυναίκες. Κι’ αυτή κάτι περιμένει κι’ ας λέει πως «οι λέξεις είναι για να αμύνεσαι στην απόγνωση, για να βρίσκεις τη λύτρωση». Δεν τη βρήκε μέσα από αυτές, ομολογεί «Υφαίνω λέξεις, σβήνω, σχίζω, πληρώνω, πληγώνω», δίνει με σαρκασμό τον ορισμό της, η συγγραφέας και συνεχίζει: «απουσίες ζωής και κλάματα των άλλων, που ξεδιαλύνω μες στο χαρτί». Η γραφή είναι μια διέξοδος, αλλά είναι η μόνη άραγε; Κάτι παραπάνω ζητάνε και οι τρεις όταν κονταροχτυπιούνται με τον χρόνο και την μοναξιά, στις στιγμές της διαπίστωσης ρυτίδων και ρωγμών στο πρόσωπο, κραδασμών ανελέητων στην ψυχή και σιωπών εκκωφαντικών στη ζωή. Κάτι παραπάνω ζητάνε, ψάχνουν, αναζητούν και βασανίζονται να κρατηθούνε στη ζωή, που ολοένα και μικραίνει και κυλά και τις ξεχνά και προσπερνά. Ένα βαθύτερο νόημα, ένα βήμα πιο πέρα. Οι ηρωίδες της ποίησης και της λογοτεχνίας έχουν τη δική τους ζωή, δεν τις συμμερίζονται και οι γυναίκες των παραμυθιών έχουν τη ζωή τους, δεν αλλάζουν και έρχεται η ώρα που ούτε και οι φιλόσοφοι δεν βοηθούν και στέκουν παράπλευρα -ασυγκίνητοι, στο δικό τους μαρτύριο. Ερωτήματα ακατάπαυστα και σκέψεις και ενοχές και δίνες και λαχτάρες και ενδοσκοπήσεις και ερμηνείες αυστηρές και επίπονες και αναζητήσεις και παιδέματα και απογνώσεις και αποφάσεις και κρίματα που τελειωμό δεν έχουν. Πού να αναζητήσεις βοήθεια, πώς να βάλεις την ζωή σε τάξη, πώς να βρεις τις σταθερές; «Ζόρικος δρόμος ο χρόνος», διαπιστώνει με πίκρα η συγγραφέας. Γυναικεία φύση ανεξερεύνητη και μονίμως προβληματισμένη, και κάποιες φορές ερεβώδης και καχύποπτη, συνεχώς σκεπτόμενη και αβυσσαλέα εσωτερικά κρινόμενη, αέναα ανήσυχη και μόνιμα αυτοτιμωρούμενη. Σε ναρκοπέδιο βαδίζεις , σε καθαρτήριο δρασκελίζεις, αλλά δεν βρίσκεις γιατρειά. Σε ναρκοπέδιο θα πορεύεσαι, σε πεδίο βολής θ’ αργοπατάς, αφού η φύση εσένα έταξε για του κόσμου τ’ άδικο εσύ να ξαγρυπνάς. Κάποια στιγμή θα κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα της νότιας αποβάθρας,- η αναγνώστρια- προβληματισμένη κι’ αυτή με το δικό της ταξίδι,-με το εάν και πότε και γιατί-. Η αναγνώστρια της νότιας αποβάθρας θα βρει τις προηγούμενες, θα τις δεχτεί, θα τις αγκαλιάσει και θα τις συμπονέσει ,ανακουφίζοντας την ίδια. Παρόμοια βιώματα και ενοχές, παρόμοιοι προβληματισμοί και απογνώσεις. Όμως αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς κανόνες πλεύσης και πλοήγησης, ούτε θα τις συμβουλευτεί, ούτε και θα τις συμβουλεύσει. Εκείνες θα τις ευχηθούν ,όσο τρικυμιώδες και νάναι το ταξίδι, νάβρει τελικά, το απάνεμο λιμάνι της εσωτερικής της γαλήνης. Δύσκολος αλλά μοναδικός επίγειος προορισμός. Άραγε θα τα καταφέρουμε; υγ. Από την εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Πλους στην Κέρκυρα, 6/6/2012

11/6/12

Ο Νίκος Παργινός για την Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας (Εκδ. Καλέντης)

Ομιλία του συγγραφέα Νίκου Παργινού στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου στην Κέρκυρα την Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012 Αγαπητοί φίλες & φίλοι. Είναι μεγάλη η χαρά και η συγκίνησή μου, που βρίσκομαι σήμερα εδώ, σε τούτον τον ιδιαίτερο χώρο, ανάμεσα σ’ όλους εσάς τους φίλους της ανάγνωσης και του βιβλίου, και δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που εκτιμώ αφάνταστα, την Ελένη Γκίκα. Και είναι μεγάλη τιμή για μένα, να έχω τη δυνατότητα να πω δυο λόγια για την Ελένη και το νέο της βιβλίο «Τη γυναίκα της βορινής κουζίνας». Πριν όμως αναφερθώ στο βιβλίο, θα ήθελα, να πω μερικά πράγματα για την Ελένη Γκίκα, τον άνθρωπο που γνώρισα και γνωρίζω από κοντά. Η Ελένη Γκίκα, η πολυδιάστατη δημιουργός, η ποιήτρια, η συγγραφέας, η κριτικός λογοτεχνίας, η δημοσιογράφος, είναι, όπως και να το κάνουμε, μια ξεχωριστή γυναίκα. Είναι από εκείνους τους ανθρώπους, που όταν τους συναντάς από κοντά σε κερδίζουν μονομιάς. Και πιστέψτε με, δεν χρειάζονται πολλά για να νιώσεις ετούτη τη μαγική αίσθηση. Αυτή η γοητεία που εκπέμπει φαίνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή. Στον τρόπο που σου μιλά, στον τρόπο που εκφράζεται, που σε ακούει, που σε παρατηρεί, στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την παρουσία σου. Αυτή η διαφορετική γοητεία της είναι που σε συγκλονίζει, αν τύχει και βρεθείς κοντά της. Σαν να ξεπηδά μέσα από τις σελίδες των μυθιστορημάτων που έχει γράψει, σαν στίχος από τα αέρινα ποιήματά της, σαν συνονθύλευμα και απόσταγμα κάθε ηρωίδας και ήρωα που ενσάρκωσε διαβάζοντας, απροστάτευτη και ευάλωτη από τη μια, εύθραυστη μα συνάμα και τόσο δυνατή από την άλλη, ικανή να ξεπεράσει τα πάντα. Η Ελένη μοιάζει να προσεγγίζει τα πράγματα και τις καταστάσεις με τούτον τον ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που φαίνεται πως τη συνοδεύει παντού. Εκπέμπει μια φωτεινή αύρα που δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητη. Μια αύρα που καλύπτει την κοινή ατμόσφαιρα καθώς βρίσκεσαι δίπλα της και σε παρασύρει θέλεις δεν θέλεις στον υπέροχο κόσμο της. Τον κόσμο της γραφής, της ανάγνωσης, τον κόσμο των βιβλίων. Άλλωστε, η Ελένη είναι τόσο χαρισματική που δεν χρειάζεται μολύβι και χαρτί για να γράψει. Είναι ζωντανή απόδειξη, πως η ποίηση και η δημιουργία δεν είναι απόμακρη και μακρινή. Κι εμένα, αυτό με συγκινεί και με συγκλονίζει ταυτόχρονα. Με συγκινεί γιατί βλέπω πως υπάρχει ζωντανή η σπίθα της ελπίδας που συντροφεύει τον κάθε καλλιτέχνη στο πρόσωπό της. Και με συγκλονίζει, γιατί μπαίνοντας σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο κόσμο της γραφής, συναντώντας τέτοιους ανθρώπους, δεν έχεις πολλές επιλογές, παρά να προσπαθήσεις να τους μοιάσεις. Σήμερα, όμως είμαι χαρούμενος και για έναν άλλο λόγο. Γιατί, ως άνδρας, καλούμαι να μιλήσω για ένα βιβλίο που είναι αφιερωμένο και αποτελεί ύμνο για τη γυναίκα. Ξέρετε, για αιώνες ολόκληρους, εμείς οι άνδρες αδυνατούσαμε να αποδεχθούμε την ανωτερότητα του γυναικείου φύλου σε πολλά και διάφορα θέματα. Αρνούμασταν ακόμα και να ασχοληθούμε διεξοδικά μαζί τους, πέρα από τα σαρκικές απολαύσεις εμμένοντας στην καταπίεση τους και την αδιαφορία. Δεν είναι τυχαίο πως ο Αριστοτέλης θεωρούσε π.χ. πως οι γυναίκες έχουν λιγότερα δόντια από τους άνδρες. Αν και παντρεύτηκε δυο φορές, ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό να επαληθεύσει αυτή του τη θεωρία, ελέγχοντας τα στόματα των συζύγων του. Ποιος, ο Αριστοτέλης! Με τον καιρό, βέβαια, άλλαξε η συμπεριφορά των ανδρών. Έβλεπαν ότι η επιρροή της γυναίκας στην εξέλιξη της ιστορίας ήταν, αν μη τι άλλο, καθοριστική. Κάθε πόλεμος έκρυβε πίσω του μια από δαύτες.  Κι αρχίσαμε να ονοματίζουμε τους τυφώνες με γυναικεία ονόματα. Γιατί; Γιατί έρχονταν καταπάνω μας θερμοί και υγροί κι έφευγαν με σπίτια και αυτοκίνητα, όπως και οι γυναίκες. Επιχειρήσαμε να τις κατανοήσουμε, να τις καταλάβουμε. Μα κι εκεί αποτύχαμε. «Η μεγαλύτερη ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί ποτέ και που ακόμα κι εγώ δεν έχω κατορθώσει να απαντήσω μετά από τριάντα χρόνια έρευνας, έλεγε ο Φρόυντ, πως είναι: “τι θέλει μια γυναίκα;”» Το νέο μυθιστόρημα της Ελένης «Η γυναίκα της βορινής κουζίνας» αποτελεί, λοιπόν, ένα ζωγραφικό εργαστήρι, που επιχειρεί να προσεγγίσει τη γυναίκα μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινότητάς της. Μας αναγκάζει να μπούμε στο ρόλο της, να νιώσουμε αυτά που βιώνει, αυτά που ποθεί κι ονειρεύεται. Σκόπιμα η συγγραφέας αναφέρεται στα πρόσωπα τριών γυναικών, τόσο διαφορετικών μα και τόσο ίδιων που θα μπορούσαν να είναι και το ίδιο πρόσωπο. Εύρημα του βιβλίου, αναμφίβολα αυτή η σκιώδης και ακαθόριστη λεπτομέρεια που ακολουθεί τη ματιά του αναγνώστη από την αρχή μέχρι το τέλος. Κάθε κεφάλαιο ξεδιπλώνει και κάτι νέο, που μας καλεί να εισχωρήσουμε όλο και πιο βαθιά στην ιδιοσυγκρασία τους, και μας καλεί να επιλύσουμε διαφορετικά κάθε φορά το ενδεχόμενο τα τρία πρόσωπα να είναι αντανακλάσεις του ίδιου καθρέπτη. Η Ελένη, μέσα από το βιβλίο της επιχειρεί να εξυμνήσει τις γυναίκες όλου του κόσμου. Ως γυναίκα, ξέρει την ψυχοσύνθεση τους, ξέρει τον κόσμο τους. Γράφει για τις αγωνίες και τα όνειρά τους, τα λάθη και τις ορθές επιλογές τους, μας ξεναγεί στη διαδρομή της πορείας τους στο χώρο και τον χρόνο και μας κάνει μέτοχους της αυτοκριτικής τους διάθεσης να φωτίσουν τις σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς τους. Φορά το καλό της φόρεμα γράφοντας, και υποδύεται τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του βιβλίου της με μαεστρία. Άλλοτε στη βορινή κουζίνα, άλλοτε στο ανατολικό γραφείο, άλλοτε στον δυτικό καθρέπτη. Μα το βιβλίο της Ελένης, επιτρέψτε μου να πω, είναι συνάμα και μια καταγγελία. Μια διαμαρτυρία της σύγχρονης γυναίκας που αγωνίζεται να συνδυάσει τις επιδιώξεις και τα όνειρα με τη στυγνή πραγματικότητα, το παρελθόν με το μέλλον, τη ζωή με το θάνατο. Μια παθιασμένη κατάθεση ψυχής, μια ομολογία για το δράμα, τις πληγές, το σκοτάδι, τις φοβίες, τα βάσανα, τις οδύνες, τα κρίματα, τα χαμένα όνειρα. Κι ένα γυναικείο ξόρκι, από αυτά που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά ψιθυριστά και ξορκίζουν τους αρρωστημένους εφιάλτες χαρίζοντας ελπίδα. Το βιβλίο μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Η Ελένη χρησιμοποιεί άλλοτε λιτή και άλλοτε περίτεχνη γλώσσα για να μας παραπλανήσει και να μας καθηλώσει στο στόχο της. Να μπούμε στο πετσί του ρόλου της, να υποδυθούμε θέλουμε δεν θέλουμε τη γυναίκα που μεταλλάσσεται όπως και η γραφή της, από το ζενίθ στο ναδίρ, από το φως στο σκοτάδι, από το παρόν στο παρελθόν και το μέλλον,  από την φυλακή στην ελευθερία, από την καταδίκη στη δικαίωση. Και η Ελένη δεν μένει εκεί. Χρησιμοποιεί ακόμα ένα τέχνασμα για να χρυσώσει το χάπι της ανάγνωσης και να καταστήσει το βιβλίο ακόμα πιο ελκυστικό. Φιλοσοφεί αριστοτεχνικά ενσωματώνοντας στο κείμενό της στοχασμούς πληθώρας ανθρώπων του πνεύματος, παίζοντας με τις λέξεις, απαντώντας στα ερωτήματα με νέες ερωτήσεις ακόμα πιο επιτακτικές και κρίσιμες. Κι αυτή είναι και η παγίδα που μας στήνει, αν μου επιτρέπετε, να σας αποκαλύψω. Μας καλεί να την ακολουθήσουμε σε τούτο το παιχνίδι, σε τούτο το φιλοσοφικό μονοπάτι, αν θέλουμε να αποκαλύψουμε τα μυστικά της γραφής της, και θέλοντας και μη, ντυνόμαστε τη στολή, το φόρεμά της, αυτό που μας δώρισε για να αντικρίσουμε τις γυμνές αλήθειες της. Ένας μεγάλος γνωμικογράφος, ο Δημήτρης Καμπούρογλου, έλεγε χαριτολογώντας, ότι αποδεικνύεται περίτρανα πως οι γυναίκες προορίστηκαν να διευθύνουν το σπίτι τους από τον… ορνιθώνα, ο οποίος λέγεται κοτέτσι κι όχι κοκορέτσι… «Εδώ στην κουζίνα της», λοιπόν, γράφει η Ελένη, «μια ζωή παίζονται όλα. Χαρές και λύπες, γεννητούρια και θάνατοι, δύση και αυγή. Και χώρεσε. Όλη της τη ζωή χώρεσε ετούτη η ολόδική της Βορινή Κουζίνα. Ο ναός της και ο τάφος της. Η δύση της, που κάποτε υπήρξε ανατολή». Ποια είναι λοιπόν, εν τέλει αυτή η γυναίκα που απελπισμένα αναζητεί την ταυτότητά της, με αριθμούς και γράμματα χαράζει κάθε μέρα την εξίσωση της ζωής, υπομένει τα πάντα στο περιθώριο του εγκλωβισμού της και λαχταρά εκείνες της καταχωνιασμένες επιθυμίες που κρατά βαθιά ξεχασμένες τόσα χρόνια; Είναι η γυναίκα που παλεύει με τη χίμαιρα του χρόνου, αυτή που παλεύει με την απώλεια κι αντιστέκεται, δεν παραδίδεται στον τρόμο του θανάτου παρότι θρηνεί για ό,τι έχασε. Μια μεγάλη βρετανίδα συγγραφέας, η Τζην Ρυς, έλεγε πως για τη γυναίκα, η πείνα να είναι όμορφη και η δίψα να αγαπηθεί είναι η πραγματική κατάρα της Εύας. Έλεγε όμως και κάτι άλλο. Το διάβασμα μας κάνει όλους μετανάστες. Μας παίρνει μακριά από τα σπίτια μας, αλλά το σπουδαιότερο, μας βρίσκει σπίτια παντού. Δεν ξέρω για σας, εγώ πάντως έζησα πραγματικά το νέο βιβλίο της Ελένης, καθώς επιχειρούσα να δω με τα μάτια των ηρωίδων του τον κόσμο. Κι η απόμακρη για μας τους άνδρες γυναικεία φύση, σελίδα τη σελίδα, έγινε ακόμα πιο προσιτή. Τόσο πολύ, που ένιωσα ετούτη η βορινή κουζίνα να είναι η κουζίνα του δικού μου σπιτιού. Σας προσκαλώ να τολμήσετε να γευτείτε το άρωμα που αναδύεται από εκείνη. Άλλωστε, η Ελένη, γράφει για απαιτητικούς αναγνώστες κάθε φορά. Σας ευχαριστώ. Υγ. Ο Νίκος Παργινός είναι συγγραφέας, το κείμενό του από το blog του Έμπνευση ήταν η ομιλία του για το βιβλίο “Η γυναίκα της Βορινής κουζίνας” στην Κέρκυρα στις 6/6/2012 το βιβλιοπωλείο Πλους.

1/6/12

«Σαν μέσα από θρυμματισμένο καθρέφτη» της Λένας Λόππα

Ελένη Γκίκα, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, εκδ. Καλέντη, 2011. Το καλαίσθητο βιβλίο της Ελένης Γκίκα, με τον πρωτότυπο τίτλο, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, αποτελεί το 13ο μυθιστόρημά της. Πρόκειται για ένα κείμενο «ποιητικό», ένα ποίημα εν εξελίξει, αλλά συνάμα και βαθιά φιλοσοφικό. Ο λόγος είναι συνήθως μικροπερίοδος, κοφτός, μερικές φορές αποσπασματικός. Συχνά παραληρηματικός, με εσωτερικούς μονολόγους, συνεχή flash back, συνειρμικός, ασθματικός, όπου εμβολίζονται αποσπάσματα από τους: Πρεβέρ, Ανν Σέξτον, Προυστ, Λ. Κάρολ, Τζόις, Κάφκα, Τολστόι, Γέιτς, Σάλιντζερ, Πεσσόα, Γερτρούδη Άθερτον, Αλτουσέρ, Καβάφη, Αξελό, γερόντισσα Γαβριηλία και κυρίως Μπόρχες και Ντάρελ. Αυτός κατεξοχήν, αφού οι ηρωίδες συσχετίζονται ή ταυτίζονται με τις ηρωίδες του «Αλεξανδρινού κουαρτέτου». Σε κάποια σημεία το κείμενο διανθίζεται με πολιτικά συνθήματα της νεολαίας, τραγούδια του Θεοδωράκη και του Σαββόπουλου, ποιήματα, αλλά και στίχους από την ποιητική συλλογή της Γκίκα, Το γράμμα που λείπει, υπαρξιακά ερωτήματα, φιλοσοφικές σκέψεις και αφορισμούς, αποφθέγματα, κυρίως στους τίτλους και στα μότο των κεφαλαίων. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι πολύ συχνά τίτλοι κεφαλαίων, μότο, φράσεις από άλλα κεφάλαια, στοχασμοί, κ.τ.λ. επανέρχονται και εμβολίζονται σε άλλα σημεία του βιβλίου. Θα μπορούσε να κάνει κανείς μια ολόκληρη εισήγηση, στηριζόμενος αποκλειστικά και μόνο στον πλούτο αυτών των φράσεων, παραθεμάτων, φιλοσοφικών στοχασμών. Εντυπωσιακά στοιχεία του κειμένου είναι και η πυκνή χρήση των σημείων στίξης, οι εναλλαγές των ρηματικών προσώπων και φυσικά οι αφηγηματικοί τρόποι. Στα τρία μέρη του βιβλίου, που καλύπτουν σχεδόν ίσες σε αριθμό σελίδες το καθένα (σ.140, 138, 129), εναλλάσσονται διαδοχικά τρεις γυναίκες: Η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη. Θα μπορούσαν να ζουν, λοιπόν, στο ίδιο σπίτι, μοιρασμένες σε διαφορετικά δωμάτια, με διαφορετικό προσανατολισμό, ανάλογα με αυτό κυρίως που διάλεξαν να κάνουν στη ζωή τους. Κάθε κεφάλαιο αναφέρεται ξεχωριστά και στις τρεις γυναίκες και έτσι σταδιακά χτίζεται η ιστορία και η προσωπικότητα, πρόσωπο/προσωπείο, της καθεμιάς. Σαν τις ψηφίδες ενός πολύπλοκου μωσαϊκού ενώνονται σιγά-σιγά τα κομμάτια. Υπάρχει, λοιπόν, μια επαναλαμβανόμενη ροή, που επιτυγχάνει την εσωτερική σύνδεση και ενότητα των κεφαλαίων του κειμένου. Ανάμεσα στις δύο πρώτες γυναίκες, τις κατεξοχήν ηρωίδες, την Αρσινόη και τη Ράνια, κινούνται κάποια πρόσωπα, γυναικεία ή αντρικά, με τα οποία διασταυρώνονται οι ζωές τους που, είτε δρουν και παίρνουν το λόγο δυναμικά, όπως ο Ορφέας, ο γιος της Ράνιας, είτε κινούνται σχεδόν άφωνα, στο ημίφως, ωστόσο καταλυτικά, όπως η μάνα της Αρσινόης και η γιαγιά της (Αρσινόη), ο Φώτης, το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό, ο Άγγελος, η Γερτρούδη και η Ουλρίκα, περσόνες της Ράνιας, ο πατέρας της, η Καπαδόκισσα γιαγιά της, Ουρανία. Υπάρχουν τέλος και κάποια άλλα πρόσωπα, όπως οι κόρες της Ράνιας, Βεατρίκη και Οφηλία, ο πνιγμένος στο πηγάδι αδελφός της Ορφέας, η Αιγυπτιώτισσα θεία της Ευανθούλα, ο εραστής της για τη μοιραία βραδιά των γεγονότων, Ορφέας κι αυτός και άλλα ακόμη πρόσωπα, που λειτουργούν περιφερειακά, χωρίς όμως γι’ αυτό να μειώνεται η σημασία τους μέσα στο κείμενο. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πολυφωνικό, πολυεπίπεδο, περίτεχνο μυθιστόρημα, με ποικίλες αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Μποντλέρ, Ρεμπό, Σεμπρούν, Γκαλεάνο, Μπροντέ, Ντίκινσον, Πλαθ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χιουζ, Μπλίξεν, Γιουρσενάρ, Ντίκενς, Πολυδούρη, κ.ά), ψυχαναλυτικά βιβλία (π.χ. Φ. Τσαλίκογλου, Το χάρισμα της Βέρθας), βιβλία θεολογικού περιεχομένου (Η «Ασκητική της αγάπης», της γερόντισσας Γαβριηλίας), κινηματογραφικά έργα (Η διπλή ζωή της Βερόνικας του Κισλόφσκι και κυρίως Ο Καθρέφτης του Ταρκόφσκι), συνθέτες κλασικής και μοντέρνας μουσικής (Μπαχ, Τσαϊκόφσκι, Σοπέν, Αλμπινόνι, Ραχμάνινοφ, Πράισνερ, αλλά και Μπιτλς, Σκόρπιονς, Μπαέζ, Ντύλαν). Στην αρχική σελίδα, πριν από το πρώτο μέρος, φιλοξενείται ένα απόσπασμα από το «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν σημαντικό για την αποκωδικοποίηση του όλου κειμένου: «{…}δεν υπάρχει άλλος ηρωισμός, από τον ηρωισμό της αδυναμίας». Πράγματι, οι ηρωίδες της Γκίκα είναι ευάλωτες, τραγικές, γεμάτες ενοχές και αδιέξοδα, που προσπαθούν να τα ξορκίσουν. Η Αρσινόη με τις μεταφράσεις και το γράψιμο –άλλωστε «οι λέξεις εφευρέθηκαν καταρχήν ως άμυνα στην απόγνωση»- η Ράνια με το διάβασμα και τις μαντλέν. Και οι δύο ερωτευμένες με τον ίδιο, μοιραίο άντρα, τον Φώτη. Το κάθε μέρος ανοίγει με ένα ερωτικό, σπαραχτικό, ανεπίδοτο γράμμα της Αρσινόης στον αγαπημένο της και με μια σελίδα ημερολογίου της Ράνιας, με την οποία απευθύνεται στη Γερτρούδη, στο alter ego της, της εκμυστηρεύεται τα μυστικά της και υπογράφει με το ψευδώνυμο Ουλρίκα. Οι ημερολογιακές ενδείξεις, δηλώνουν τον αφηγηματικό χρόνο που περικλείεται από το Μάιο έως τον Δεκαπενταύγουστο του επόμενου έτους. Στην τελευταία σελίδα, υπάρχει η ημερολογιακή ένδειξη, Ιανουάριος, 2011, τελευταία Κυριακή, με την οποία η συγγραφέας δηλώνει την καταληκτική ημερομηνία της συγγραφής του βιβλίου. Αυτά, όσον αφορά τη δομή, τη μορφή, τα πρόσωπα και εν μέρει το περιεχόμενο του βιβλίου. Το βιβλίο της Γκίκα σε παγιδεύει με τη γοητεία του και ο καθρέφτης, μόνιμο σύμβολο και μοτίβο, όπως και ο λαβύρινθος, που παραπέμπει στο ομώνυμο βιβλίο του Μπόρχες, αντικατοπτρίζει, τελικά, όχι μόνο το είδωλο των ηρωίδων, αλλά και το είδωλο του κάθε αναγνώστη. Χαμένη, λοιπόν, κι εγώ στον γοητευτικό λαβύρινθο, έπρεπε να διαλέξω πού ακριβώς να εστιάσω. Αποφάσισα να σταθώ στο τρίτο πρόσωπο του κάθε κεφαλαίου, στη γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη, γιατί είναι αυτή τελικά που ως Γερτρούδη ή ως άλλη Αριάδνη, κρατώντας τον μίτο της αφήγησης, θα επιχειρήσει να βγάλει από το λαβύρινθο τις άλλες δύο γυναίκες και θα οδηγήσει στη λύση. Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη, λοιπόν, είναι ένας παντογνώστης αφηγητής, ο καλλιτέχνης, που μέσα από τον καθρέφτη παρακολουθεί και τελικά διασταυρώνει και συναιρεί τις ζωές των δύο άλλων γυναικών. Ο καθρέφτης, όπως στο ομώνυμο έργο του Ταρκόφσκι, παίζει εδώ – και σε ολόκληρο το βιβλίο- το ρόλο της αντανάκλασης ή της εξαπάτησης. Ο καθρέφτης αντικατοπτρίζει τις ιστορίες των δύο γυναικών από τα παιδικά τους χρόνια, τη νοσταλγία και τον τρόμο τους, τις ενοχές τους, την καθημερινότητά τους, τις μνήμες –συχνά τραυματικές- από τα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους: Να πώς μας τις παρουσιάζει η αφηγήτρια, αλλά συγχρόνως και τη δική της εμπλοκή στις ζωές τους: «Δε συναντήθηκαν ποτέ. Μονάχα στον καθρέφτη. Το είδωλο στον καθρέφτη και ο αντικατοπτρισμός του. Τώρα, πώς γίνεται; Τα κάνει αυτά τα μαγικά ο Καθρέφτης! Εκείνη και η Άλλη. Ο εαυτός και το ψεύδος. Ποιο το πρόσωπο τώρα, και ποια η αντανάκλαση… «Γυναίκες στο περβάζι της ζωής {…} «Κι ανάμεσά τους ο ίδιος άντρας, με άπειρα πρόσωπα και προσωπείο ίδιο». «Έτσι γυρίζει η κούπα του έρωτα, από τον έναν στον άλλο, η δηλητηριώδης κούπα του έρωτα…(Ντάρελ, σ. 93). Ο καταλύτης, για να συναντηθούν οι δύο γυναίκες, που μέχρι τότε βιώνουν η καθεμιά χωριστά τη μοναξιά της, είναι ο Ορφέας (παραπομπή στον Ορφέα στον Άδη, του Τέννεση Ουίλιαμς, στην όπερα του Όφενμπαχ, αλλά και στην όπερα του Γκλουκ, Ορφέας και Ευρυδίκη), που τις συνδέει τελικά, όπως και το γεγονός της αυτοκτονίας του κοινού αγαπημένου, συζύγου και εραστή, του Φώτη. Γιατί «Σε κάθε θάνατο ενυπάρχει το σπέρμα μιας νέας γνώσης». Διάσπαρτες σε όλο το βιβλίο είναι οι αναφορές σε κείμενα μεταφυσικού χαρακτήρα και θεολογικού περιεχομένου (σ.191), αλλά κυρίως προς το τέλος, όταν οι δύο γυναίκες και ο Ορφέας συνειδητοποιούνται, βρίσκουν το Θεό, στηρίζει ο ένας τον άλλον («Στη μοναξιά του «εγώ», το «εσύ» γίνεται μια προσευχή» (σ.158-159) και συμφιλιώνονται επιτέλους με τη ζωή και το θάνατο. Όταν έχουν πεισθεί πια πως «Ό,τι πεθαίνει δε χάνεται, αλλά βρίσκεται αλλαγμένο στην καινούρια αρχή» (σ. 407). Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη ταυτίζεται και συμπάσχει με τους ήρωες και τις ηρωίδες, αλλά δεν μπορεί, όπως λέει με απόγνωση και, υιοθετώντας το πρώτο ρηματικό πρόσωπο, «Κανέναν, καμιά τους να προφυλάξω. Οπτασία την ίδια ώρα μέσα στο χρόνο κι εγώ, να θρηνώ το αναπόφευκτο, την απόλυτη επιλογή μας. Φιγούρες όλοι μας, πες από παιδική νερομπογιά. {…}Κι εγώ φιγούρα και ξεπλένομαι! Μονάχα εδώ, στον Δυτικό καθρέφτη είμαστε τόσες πολλές. Εδώ συγκεντρώνονται ζωντανές και νεκρές. {…} Το ζήτημα παραμένει ποιος έπλασε εμένα». Άλλη μια φορά επανέρχεται το υπαρξιακό ερώτημα που μένει αναπάντητο και καταλήγει: «Κι όλα είναι Καθρέφτης, με εμένα «Αριάδνη», που δεν τον χρειάζομαι τον μίτο πια» (σ.287). Κι αναρωτιέται: {…} Πόσο, όμως, αντέχεις να ζεις με τις αντανακλάσεις ενός καθρέφτη, πάλι και πάλι την ίδια σκηνή; {…} (σ.304). (Ίσως εδώ γίνεται μια παραπομπή στο «Θρήνο της Αριάδνης» του Νίτσε ή στην ημιτελή μουσική σύνθεση του Χάυδν «Τα θραύσματα μέσα σου», που οδηγεί τον ακροατή στην αναζήτηση του προσωπικού του λαβύρινθου). Η αφηγήτρια φαντάζεται τον εαυτό της ανάμεσα στις δύο γυναίκες και, χρησιμοποιώντας και πάλι το πρώτο πρόσωπο, μοιάζει σαν να μονολογεί: «Κι ανάμεσά τους εγώ, που τις βλέπω που με επινόησαν εκείνες ή που τις επινοώ εγώ»… «Βουβές και οι τρεις. Αρσινόη, Ράνια, Γερτρούδη πιόνια σε αόρατη σκακιέρα. Αριάδνη, Βεατρίκη, Οφηλία, Ουλρίκα, όπως κι αν σε λένε, χαρτί από σάρκα που ματώνει. (σ. 383, 384). Ο καθένας, όνειρο στο όνειρο του άλλου. Κι όλο αυτό μια αλυσίδα αδιάκοπη και ατέρμονη και αδιαίρετη, που κρατά και μια, και δεύτερη και χιλιοστή αιώνια ζωή». Η κοινή μοίρα όλων των γυναικών αποδίδεται με συνταρακτικό τρόπο: «Γυναίκες-μπάμπουσκες…η μια μέσα στην άλλη, και μέσα στην άλλη, και μέσα στην άλλη…, σχεδόν ξύλινες στις μικρές τους δειλές –ή ψευδαισθησιακά τολμηρές επιλογές». Ο Καθρέφτης είναι η άβυσσος, αλλά και η λύση στο αίνιγμα. Και το πλήρωμα του Χρόνου, τελικά, το κλειδί. {…} Ο πολυεδρικός καθρέφτης είναι η συνείδηση που μένει εγκλωβισμένη και πάσχουσα ως τη στιγμή της μεταμέλειας. Μέσα από το καθρέφτη η πραγματικότητα θρυμματίζεται και ένας άλλος κόσμος πλαστός ανασυντίθεται από τα συντρίμμια της. Είναι η αναζήτηση του φαντασιακού, μέσα από το κομμάτιασμα του πραγματικού «Επιβιώνουμε με τις επιλογές του φαντασιακού», λέει το μότο ενός κεφαλαίου (στη σ. 205). « Ώστε, λοιπόν, αυτό που μας τρέφει είναι όλο κι όλο η φαντασία μας, τα ψεύδη;», αναρωτιέται και η Ράνια κάποια στιγμή (σ.213). Ο καθρέφτης θυμίζει τον κόσμο του Προυστ και της μνήμης. Πράγματι σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου οι αναμνήσεις εκρήγνυνται και σπάζουν τη συνοχή της αφήγησης. Ο χρόνος σχετικοποιείται. Το παρελθόν διασταυρώνεται διαρκώς με το παρόν και ο χώρος, παρόλη τη στατικότητα των τριών σημείων του ορίζοντα, όπου κατοικούν οι τρεις γυναίκες, εναλλάσσεται συνεχώς. Ο εξωκειμενικός όμως χρόνος παραμένει παρών, με τις έντονες περιγραφές των εκρηκτικών γεγονότων που συμβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας. Είναι αυτά τα γεγονότα που θα οδηγήσουν τα βήματα της Αρσινόης εκεί, σ’ αυτό που πρόκειται να συμβεί, σχεδόν με ένα μεταφυσικό τρόπο: «Η Αρσινόη επείγεται να είναι στην ώρα της σ’ αυτό το «θα συμβεί». Η Αρσινόη αποτελεί μέρος αυτού του «θα συμβεί». Χρειάζεται την Αρσινόη για να μπορεί να συμβεί!» (σ.161). Παρατηρούμε και πάλι το ιδιαίτερο ύφος, με τις κοφτές φράσεις, τις επαναλήψεις του ρήματος, που δίνουν στις κινήσεις της Αρσινόης τον χαρακτήρα του πεπρωμένου. Ο καλλιτέχνης, όμως, για πολλοστή φορά αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί, γιατί, παρόλο που γνωρίζει πολύ καλά ότι για κάθε συμφορά είναι υπεύθυνη η φύση του ανθρώπου, ωστόσο, «είναι ανήμπορος να προειδοποιήσει ή να σώσει τους φίλους του» {…}Το μόνο που μπορεί να τους επαναλάβει είναι εκείνη η πατερική φράση: «Στοχαστείτε και θρηνήστε». Και συνεχίζει: {…} «Ο καθένας μας πορεύεται με τη σκιά του, τον σωσία του, τον Doppelganger. Είναι ο αντίθετός μας, αυτός που μας συμπληρώνει. Αυτός που δεν είμαστε και που δε θα γίνουμε ποτέ». Μόνο με τη μαγική δύναμη της τέχνης είναι δυνατόν να ανακαλύψει κανείς τη σκιά του, το αντίθετό του, αυτόν που μας συμπληρώνει, μας ολοκληρώνει τελικά. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει ο καλλιτέχνης τη φράση του Πεσσόα: «Η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί» (267). Σαν μέσα από ένα θρυμματισμένο καθρέφτη παρακολουθήσαμε κι εμείς τα όνειρα, τους πόθους και τις οδύνες των ηρωίδων και των ηρώων της Ε. Γκίκα. Αφουγκραστήκαμε με προσοχή τις σοφές συμβουλές: «Να μην είσαι τίποτε, για να μπορείς να γίνεις τα πάντα. {…} Να τα σβήνεις όλα πάνω στον πίνακα μέρα με τη μέρα, να γίνεσαι καινούριος κάθε αυγή, το συναίσθημά σου να είναι πάντα παρθένο. Ιδού, ιδού το μόνο που αξίζει να έχεις, για να είσαι ή να έχεις αυτό το ατελές που είμαστε όλοι» (σ.338-339). Ακολουθήσαμε τους στοχασμούς της για τον έρωτα, το θάνατο, τη λυτρωτική λειτουργία της τέχνης, την επίμονη αναζήτηση της ευτυχίας, αλλά και τη συντριβή των ονείρων, τον χαμένο, αλλά και τον ξανακερδισμένο χρόνο και σίγουρα βγήκαμε πλουσιότεροι, σοφότεροι και πιο αισιόδοξοι. Τώρα, Σιωπή θωπευτική Πέλαγος, και ταξιδεύεις… Ύστερα λες: Έγινα δέντρο… Από «Το γράμμα που λείπει», της Ελένης Γκίκα. Η εξαιρετική εισήγηση της συγγραφέως Λένας Λόππα στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη. Ολόθερμα την ευχαριστώ. Για όλα. Και για την φιλία της πάνω απ’ όλα… ε.γκ