30/3/11

Μια ανατομία της σκιάς που είμαστε


ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ” του Γιάννη Ευσταθιάδη. Εκδ. “Ύψιλον”, σελ. 101. € 12.23


Ο καθρέφτης είπε αυτό που έπρεπε να πει... Απλώς εσείς δεν μπορέσατε να τον ακούσετε... Εγώ είδα τον άνθρωπο που ψάχνετε, και μπορώ με λεπτομέρειες να σας τον περιγράψω”...

Αναζητώντας την απάντηση σε μια ερώτηση που δεν τολμήσαμε, ο Γιάννης Ευσταθιάδης, μετά τις αριστουργηματικές “Πορσελάνες” του όπου αναδείκνυε την ψυχή των πραγμάτων, αναζητά την ουσία του εαυτού. Σε μια ενδιαφέρουσα συλλογή με τον δικό του τρόπο, ακόμα ακατάταχτο. “Καθρέφτες” ο τίτλος του βιβλίου και στις 94 σελίδες του, το παιχνίδι της σκιάς και του φωτός, της αλήθειας και του ψεύδους, του εαυτού και της αντανάκλασης, της ζωής και του θανάτου, με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ατμοσφαιρικά, πρωτοπρόσωπα ή τριτοπρόσωπα, με διαλόγους ή μονολόγους, με αστυνομικό μανδύα, θεατρικό ή ποιητικό, άκρως υπαρξιακά, με καλοζυγισμένες λέξεις, στίξεις, παύσεις, υπαινιγμούς, σιωπές, αναζητούν την πεμπτουσία της ύπαρξης και της τέχνης και το μεγάλο τελικά αίνιγμά της.

Υπηρετώντας με “ταπεινοφροσύνη και σεμνότητα”, κρυστάλλινη δεινότητα την γλώσσα, ο ποιητής – συγγραφέας χαρίζει χρόνο και χώρο στο αδιευκρίνιστο ανύπαρκτο, φωτίζοντας με γλωσσικές διαστάσεις το ανείπωτο και φευγαλέο: “Τα αορίστου χρόνου βλέμματα, τα παρατατικά του χαμόγελα, οι υπερσυνέλικες τύψεις του, έχουν αποθηκευτεί – σαν διαδοχικές επιστρώσεις παρελθόντος- πάνω στην ψυχρή γυάλινη επιφάνεια του καθρέφτη”.

Με μότο, φράση του Ίταλο Καλβίνο για του καθρέφτη τη μη βεβαιόητα, το βιβλίο ξεκινά τριτοπρόσωπα αναγνωρίζοντας στον καθρέφτη το “ανακλώμενο παρόν” και την ειλικρίνειά του σε σχέση με την φωτογραφική απεικόνιση. Ο καθρέφτης, σωσίας της μοναξιάς, αλλά και σκοτεινός, αινιγματικός, μπορχεσικός σωσίας, ως το τέλος.

Εξάλλου, ο συγγραφέας του ακολουθώντας φίνες εμμονές των προκατόχων του, στη συνέχεια συνομιλεί και μέσω κινηματογραφικού “Καθρέφτη” με τον Ταρκόφσκι, σε έναν πρωτοπρόσωπο μονόλογο. Η “Επάνοδος” τριτοπρόσωπη σου επιτρέπει “να δεις άζωστο τον εμφύλιο εαυτό” σου.

Κομβικά σημεία, εκτός τη μουσική που είναι πανταχού παρούσα (ως αναφορά, στη γλώσσα και στο κείμενο) και την διακειμενικότητα των κειμένων (Καθρέφτης του Ταρκόφσκι και “Το ρόδο του Παράκελσου” καθώς και τον καθρέφτη αυτόν καθ' εαυτόν του Μπόρχες), το αίνιγμα του χρόνου (κηροσβέστης, ο χρόνος του Καφάβη αλλά και ο νηπενθής χρόνος του ανθρώπου και ο αρμονικός του συντακτικού και της γραμματικής), ο γρίφος της ύπαρξης, η μοναξιά, η πραγματικότητα και το όνειρο, η πίστη, η ψευδαίσθηση και ο λαβύρινθος (ακόμα μια αναφορά στον Μπόρχες).

Κινηματογραφικός ενίοτε (περιγράφοντας ξενοδοχεία, τόπους χρόνους), ψυχαναλυτικός και σπαρακτικά ειλικρινής “ζητά την εχεμύθεια του αόρατου” την ίδια στιγμή που αμφισβητείται ως η εικόνα και το είδωλο, ο ίδιος ο συγγραφέας την προσεγγίζει και την υπονομεύει.

Τρυφερός, ειρωνικός, εσωστρεφής ωστόσο και κινούμενος ανεπαισθήτως, αναδεικνύει όλες τις πιθανές δυνατότητες ενός καθρέφτη. Ψευδείς, κάποιες φορές, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κηροσβέστη (Εσπερινοί Αντικατοπτρισμοί) και παραμορφωτικοί στην περίπτωση του καθαριστή στο “Mi nocke triste”: “νομίζεις πως δυο άνθρωποι χορεύουν ρυθμικά, ανεβαίνοντας προς τον ουρανό”. Με την ψευδαίσθηση της συντροφιάς: “Δεν είναι μόνος πια.

Χιλιόμετρα χορού με έναν συνοδό της ζωής του που τον γνώρισε καλά, που τον συνήθισε, σχεδόν τον έχει συμπαθήσει” και με “Οδηγίες χρήσεως” ή ζωής, αμέσως παρακάτω.

Ο χώρος, είτε ξενοδοχείο ημιδιαμονής εφήμερος, είτε ανακριτικό γραφείο με δύο όψεις, είτε καθρέφτης σκοτεινός σαν την Κασσάνδρα ή τον μάντη Κάλχα, επιτρέπει να δεις ταυτόχρονα την βεβαιότητα και την ψευδαίσθηση. Ζητώντας αυτογνωσιακά τα... ρέστα: “Γιατί κατακερματίζεις τα αινίγματά μου;” Εξάλλου “Μια ανατομία της σκιάς που είμαστε”, δεν μας στερεί το ενδεχόμενο του θαύματος. Όλα είναι θέμα προσωπικής προσέγγισης:

Βλέπετε, δεν μπορέσατε δυστυχώς να τον δείτε” είπε ο αλχημιστής στον αστυνόμο: “γιατί δεν ξέρετε να κοιτάτε έναν καθρέφτη... Είστε εγωιστής... αυτάρεσκος... νάρκισσος... Διακατέχεστε από ιδιοτέλεια του βλέμματος. Ήρθατε για να παρατηρήσετε, αλλά τόσο επηρμένος, που στην ουσία θέλατε να δείτε μόνο τον εαυτό σας... κι αυτό κάνατε... Διακατέχεστε από κατάφωρη επιθυμία για επιτυχία... Ενώ ο καθρέφτης επιβάλλει σεμνότητα, απαιτεί ταπεινοφροσύνη... Χρειάζεται να τον προσεγγίσουμε με άκρα γενναιοδωρία και αφιλοκέρδεια για να μας αποκαλύψει τα αινίγματά του...” Αποκαλύπτοντάς μας ταυτοχρόνως και τον τρόπο που προσεγγίζουμε αληθινά την τέχνη. Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που αντανακλά το πρόσωπό μας. Ο καθένας, όπως αντέχει και έως ότου ανέχεται τον καθρέφτη του. Άκρως ποιητικό και φιλοσοφικό, πυκνό, μελωδικό, αινιγματικά φωτεινό και ιαματικό σαν φάρμακο.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΟΥ:

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Έχει εκδώσει ποίηση, πεζά και χρονογραφήματα. Έγραψε κείμενα για τη μουσική στην τακτική στήλη "Αντιστίξεις" της "Καθημερινής", έως τον Ιανουάριο του 2005, καθώς και κείμενα γαστρονομίας και γευσιγνωσίας με το ψευδώνυμο "Απίκιος". Αρθρογραφεί συστηματικά στον περιοδικό Τύπο. Έχει γράψει, μεταξύ άλλων:

Ποίηση:

Τα Ασπρόμαυρα”, “Ποίηση Δωματίου”, “Ενικού Αριθμού”, “Ασκήσεις σε Μονόζυγο”,
Άρση Βαρών”, “Δοκιμαστικοί Σωλήνες”,

Κιβωτός”, “Ποιήματα”, “Στιχουργήματα”.

Πεζά:

Ο Έψιλον Έρως”, “Με γεμάτο στόμα”, “Δωμάτιο παντού”, “Γραμμένα φιλιά”, “Η σαρδέλα θα κολυμπήσει στην κονσέρβα””, “Πορσελάνη”.

Άρθρα- χρονογραφήματα:

Χρονο-graffiti”, “Tragiromedia”.

Δοκίμια:

Το Βιβλίο με τις Αντιστίξεις”, “Το Δεύτερο Βιβλίο με τις Αντιστίξεις”.

Για παιδιά:

Πεινιαουρίσματα”, “Τραγουδί- τραγουδοχέρι” καθώς και ως Απίκιος: “Εγχειρίδιο Γαστρονομίας”, “Πένες σε μελάνι”, “Απίκιος Άπαντα”...


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής



28/3/11

Πατρίδα μου είναι όλ' αυτά...

Για την ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΙΚΟΥ που είχα την τύχη να γνωρίσω και έφυγε παραμονές 25ης Μάρτη...


“Ο Γεωργούλας μού έλεγε συχνά στη Μόσχα: “Μαράκι μου, εμείς οι κομμουνιστές λέμε “όπου γης πατρίς”. Όμως εγώ, μέσα μου βαθιά, ήξερα πως όλη μου η καρδιά είναι στην Ελλάδα. Ένα μικρό κομμάτι της βέβαια το άφησα στη Ρωσία, εκεί όπου έζησα τη συνειδητή ζωή μου, με όλους αυτούς τους ανθρώπους που υπήρξαν υπέροχοι φίλοι για μένα. Κι αν με ρωτήσει κανείς αν θα μπορούσα να ζήσω τα ίδια πράγματα, θα απαντούσα αβίαστα: “Ναι, θα τα ζούσα”.

Όλα αυτά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν και μια και δυο και δέκα ζωές. Όλα αυτά που αποτελούν την ηρωικά μυθιστορηματική ζωή της Μαρίας Μπέικου. Της γυναίκας που ταύτισε τη ζωή της με τον πολιτισμό και την αντίσταση, με την γενναιότητα και την γενναιοδωρία, με τον Αντρέι Ταρκόφσκι.
Η φοιτήτρια Ιατρικής που προσχώρησε στην Αντίσταση στα 17 της και φυγαδεύτηκε για να γλιτώσει τη ζωή της στην ΕΣΣΣΔ μετά τον εμφύλιο, η φωνή του ελληνόφωνου ραδιοφώνου στη Μόσχα, η επιστήθια φίλη, κουμπάρα και συνάδελφος του Ταρκόφσκι, το δεξί χέρι μεταγενέστερα του Θεόδωρου Κρίτα, αφού πάλεψε χρόνια με τον καρκίνο, είδε τη ζωή της να γίνεται θεατρικό έργο από τον Τερζόπουλο και πρόλαβε ν' αφήσει τα σπαρταριστά της απομνημονεύματα σ' ένα βιβλίο που διασώζει μιαν ολόκληρη εποχή, “Αφού με ρωτάτε” (Εκδ. “Καστανιώτη”), άφησε την τελευταία πνοή της το βράδυ της Πέμπτης στο νοσοκομείο “Σωτηρία” από καρδιακή κάμψη.
Αφήνοντας ανοιχτή σελίδα το “τέλος” του βιβλίου της, παρακαταθήκη και παραίνεση στους νέους που πάντα την άκουγαν, την ακολουθούσαν και την αγαπούσαν:
“Η μεγαλύτερη ευχή μου είναι να αγαπήσουμε κάποτε αυτή τη χώρα, που είναι μια από τις ομορφότερες του κόσμου, και να φροντίσουμε να γίνει καλύτερη, παίρνοντας την τύχη στα χέρια μας”.
Η κηδεία της Μαρίας Μπέικου από τους συγγενείς και φίλους που τόσο αγάπησαν, γίνεται σήμερα στις έντεκα το μεσημεράκι από το Πρώτο Νεκροταφείο.
Η ίδια, ωσεί παρούσα, μέσα από τις αφηγήσεις της, να μιλά για την δική της ζωή:
“Γεννήθηκα στην Ιστιαία της Εύβοιας. Στον πόλεμο βρίσκομαι στην Αθήνα, φοιτήτρια της Ιατρικής. Οργανώνομαι και δουλεύω παράνομα με τον Λεωνίδα Κύρκο στο πανεπιστήμιο. Συλλαμβάνεται ο αδερφός μου. Οδηγείται στις φυλακές.
Παρά την αντίθεση των γονιών μου, κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Λαχταρώ να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι. Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός. Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος. Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση. Παραδίδω το όπλο μου στη Βάρκιζα. Παντρεύομαι τον Γεωργούλα Μπέικο.
Ξαναπιάνω το ντουφέκι για να αμυνθώ, δεύτερη φορά, με τον Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω, ηττημένη πια, στα αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο άγνωστο. Τρομάζω.
Ζω είκοσι επτά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Φοιτήτρια στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ, με το συμφοιτητή και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι. Σκηνοθετούμε από κοινού τους Φονιάδες του Χέμινγουεϊ. Δουλεύω ως εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας. Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια. Ψάχνω κάποιον ν’ ακούσει την ιστορία μου. Τη λέω παντού.
Η επιστροφή. Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα. Η Ελλάδα. Στα όνειρά μου βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά. Πατρίδα μου είναι όλα αυτά”.
Πατρίδα της και το θέατρο, όπου έδινε το παρόν και τον εαυτό της στο “Μάουζερ” του Χάινερ Μύλλερ και στο Άττις του Θεόδωρου Τερζόπουλου, υποδυόμενη τον εαυτό της στη σκηνή:
“Το Φεβρουάριο του 2009, δίνουμε ένα ραντεβού με τον Θόδωρο Τερζόπουλο- με τον οποίο έχουμε σχέσεις πάρα πολλά χρόνια... Και μου ανακοινώνει: “Λοιπόν, Μαρία, ετοιμάζομαι να ανεβάσω το Μάουζερ του Μύλλερ. Θέλω να πάρεις μέρος σ' αυτή την παράσταση”. Του λέω: “Ό,τι θες λες;” “Μιλάω πολύ σοβαρά”, μου απαντάει. “Αυτό που γράφει ο Μύλλερ μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις. Γιατί πήρες μέρος στον πόλεμο, στην Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ και μετά υποχρεώθηκες να πολεμήσεις στον Δημοκρατικό Στρατό για να γλιτώσεις”...
Και η Μαρία Μπέικου δέχθηκε, και το έκανε με την γνωστή της προσήλωση και αγωνιστικότητά της, μέχρι την ύστατη στιγμή.


“ΑΦΟΥ ΜΕ ΡΩΤΑΤΕ, ΝΑ ΘΥΜΗΘΩ...” (εκδ. “Καστανιώτη”)

“Ο Δεκαπενταύγουστος μας βρήκε έξω από το Καρπενήσι, όπου είχαμε στρατοπεδεύσει. Ήταν η γιορτή μου. Οι κοπέλες με πείραζαν: “Δεν θα μας κεράσεις;” Θυμήθηκα που κάποιος μου είχε κάνει δώρο για τη γιορτή μου ένα κουτί ζαχαρούχο. Άνοιξα το κουτί και με ένα κουταλάκι τις κέρασα όλες. Μια κουταλιά στην κάθε μία “για χρόνια πολλά και καλές μάχες”. Αυτή ήταν η ευχή”.
Μαρτυρία, Βιογραφία, Χρονικό, η Ιστορία των τελευταίων ογδόντα ετών, η ποιητικότητα της ζωής με όλη την αγριότητα και την μαγεία της, το συλλογικό όνειρο και η πτώση του, η ανθρώπινη δύναμη και το πολιτιστικό γίγνεσθαι, ημερολογιακές σημειώσεις μιας εποχής που επεκτείνεται στα όρια πια του μύθου, όλα αυτά συνυπάρχουν στις 236 σελίδες του βιβλίου της Μαρίας Μπέικου. Αποκαλυπτικός ο τίτλος “Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ...” αφού όλοι μας την ρωτούσαμε.
Για το πώς ένα δεκαεφτάχρονο κορίτσι ανέβηκε παρατώντας την ιατρική και τη ζωή, ξαφνικά στο βουνό, για το πώς είναι όντας γυναίκα να είσαι αξιωματικός αρχικά του ΕΛΑΣ και κατόπιν του Δημοκρατικού Στρατού, για το πώς είναι να ζεις 14 χρόνια μακριά από τον φυλακισμένο ή μελλοθάνατο άνδρα σου, για τα χρόνια της Τασκένδης, της Μόσχας, για τον Ταρκόφσκι και την επιστροφή, ε λοιπόν η Μαρία Μπέικου τα θυμήθηκε όλα και μαζί με την Τασούλα Βερβενιώτη (εξαιρετική η εισαγωγή της) κι έτσι στους αναγνώστες φτάνει ένα ειλικρινές, αποκαλυπτικό, σπαρακτικά ηρωικό, ιστορικό εν τέλει και για τούτο ποιητικό, ατμοσφαιρικό βιβλίο:
Η Μαρία Μπέικου, βήμα – βήμα μας συνεπαίρνει στις κινήσεις της, τα διλήμματα και τους ενθουσιασμούς. Στην καθημερινότητα των ανθρώπων τότε που άγγιζαν ημιθέους.
“Τότε ήμασταν δοσμένοι σε αυτό, σε αυτό τον αγώνα. Ήμασταν όπως ο κρόκος μέσα στο αυγό και αγνοούσαμε τι γινόταν γύρω. Τότε δεν ήξερα ακόμα ότι ο άντρας μου ήταν καταδικασμένος σε θάνατο. Ούτε ο Παύλος Μπέικος, ο αδελφός του, το ήξερε. Τον είχα ρωτήσει αν έχει νέα και μου είπε ότι δεν ήξερε, εκτός εάν ήξερε και δεν μου το είπε. Ο Γεωργούλας έμεινε έξι μήνες στο κελί των μελλοθανάτων...”
Η πικρή και αναπόφευκτη συνέχεια:
“Ήμουν πια στη Τασκένδη. Πού να το φανταστώ! Πάνω από δυο χρόνια πριν, κυνηγημένη, παράνομη και άρρωστη, υποχρεώθηκα να φύγω απ' την Αθήνα, αφήνοντας τον άντρα μου στη φυλακή και τον αδελφό μου στην εξορία, και, για να σωθώ, επειδή έπρεπε να αμυνθώ, βγήκα στο Βουνό”.
Και η επιστροφή, ως άλλη Ηλέκτρα, με τις στάχτες του άνδρα της στο χέρι. Η βεβαιότητα ότι αυτή ήταν για κείνη η διαδρομή, και ότι αν όλα ξεκινούσαν και πάλι από την αρχή, όλα θα ήθελε να είναι κάπως έτσι, μέχρι κεραίας.

Η ΜΑΡΙΑ ΜΠΕΙΚΟΥ, έγραψε:

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΗ:

Για μένα δεν ήταν καθόλου εύκολο να αναλάβω το έργο της συγγραφής του βιβλίου. Έπρεπε να ξαναζήσω από την αρχή όλα τα γεγονότα της Κατοχής, τη συμμετοχή μου στο ΕΛΑΣ, τη μετακατοχική τρομοκρατία, τη σύλληψη του άντρα μου και του αδελφού μου, το φόβο της δική μου σύλληψης, που με οδήγησε στον Δημοκρατικό Στρατό, και στη συνέχεια την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, τη διαφυγή μας στην Τασκένδη, τη ζωή μου στη Μόσχα, τη δουλειά μου στον ραδιοφωνικό σταθμό, τις σπουδές μου στο Ινστιτούτο Κινηματογραφία της Μόσχας, τον ερχομό του Γεωργούλα στη Μόσχα, τη διάσπαση του 1968, το θάνατο του Γεωργούλα το 1975, τη μοναχική ζωή μου στην Αθήνα, τη δουλειά μου σε πολλούς τομείς και την προσαρμογή μου στις νέες συνθήκες που προέκυψαν. Η διαδικασία αυτή ήταν πολύ επώδυνη...

ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΡΙΛΑΟ ΦΛΩΡΑΚΗ:

Μετά την Καρδίτσα έπρεπε να ετοιμαστεί η μάχη του Καρπενησιού. Κάναμε τις ετοιμασίες και η είδηση ότι έπεσε το Καρπενήσι μάς έφερε χαρά μεγάλη. Δεν θυμάμαι ακριβώς πώς ξεκινήσαμε για το Καρπενήσι μαζί με το διοικητή της Ι Μεραρχίας, τον Χαρίλαο Φλωράκι, και το σύνδεσμό του. Περάσαμε ένα ποτάμι. Κάπου σταθήκαμε να ξεκουραστούμε και με ρώτησε τι πιστόλι έχω. Εγώ είχα μια αραβίδα και ένα πιστόλι μπρέντα. Του απάντησα ότι έχω μια μπρέντα. Με ειρωνεύτηκε και μου είπε ότι δεν μπορώ να πετύχω με αυτό ένα στόχο. Του λέω: “Κάνουμε μια δοκιμή; Με στοίχημα. Αν πετύχω, στο Καρπενήσι θα μου εξασφαλίσετε ένα κασόνι πορτοκάλια”. Συμφώνησε. Βάλαμε ένα στόχο και ρίξαμε. Εγώ πέτυχα το στόχο, εκείνος όχι. Χάρηκα πολύ για την επιτυχία μου και ακόμα περισσότερο όταν στο Καρπενήσι έφερε πορτοκάλια για όλες τις κοπέλες που ήμασταν εκεί”...

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΡΕΙ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ:

Από την πρώτη μέρα ήρθαμε πολύ κοντά με την Ίρμα Ράους και σχεδόν αμέσως γίναμε φίλες, καθώς επίσης και με την Ντίνα Μουσάτοβα. Πολύ όμως φίλοι ήμασταν με τον Αντρέι Ταρκόφσκι. Κάναμε μαζί αυτοσχεδιασμούς που μας έδινε ο Ρομ. Ο Αντρέι ενδιαφερόταν πάρα πολύ για την Ελλάδα και συνεχώς με ρωτούσε για την ελληνική ιστορία, τις αρχαιότητες, αλλά και τη σύγχρονη Ελλάδα. Ερχόταν και με έπαιρνε από τον ραδιοφωνικό σταθμό τη νύχτα, με συνόδευε ως το σπίτι και μου μιλούσε για την Ίρμα. Από το πρώτο κιόλας έτος ήταν πολύ ερωτευμένος με την Ίρμα! Πολλές φορές η Ίρμα έμενε σπίτι μου, και γιατί διαβάζαμε μαζί, αλλά και γιατί στο κοινόβιο όπου έμενε δεν είχε τις ανέσεις που είχα εγώ. Ο Αντρέι το ήξερε και μου μιλούσε συνέχεια για τον έρωτά του προς την Ίρμα, με την ελπίδα ότι θα τα πω και θα την πείσω να τον ερωτευθεί και εκείνη. Τελικά η Ίρμα, την οποία λέγαμε Ιρίνα και χαιδευτικά Ήρα, ενέδωσε και παντρεύτηκαν. Ήταν πολύ ερωτευμένοι.
Στο τρίτο έτος των σπουδών μας είχαμε δικαίωμα να γυρίσει ο κάθε φοιτητής μια μπομπίνα εκατό μέτρων. Εκείνη την εποχή άρχισε να μεταφράζεται στη Μόσχα ο Χέμινγουέι. Ο Αντρέι είχε διαβάσει το διήγημα “Οι φονιάδες” και μου πρότεινε, καθώς και σε έναν άλλο συμφοιτητή μας, τον Γκαρντόν, να γυρίσουμε μαζί την ταινία. Ο Ρομ το ενέκρινε. Ανάμεσα στις ευθύνες που είχα αναλάβει ήταν να δημιουργήσω στο στούντιο, όσο γινόταν περισσότερο μια δυτική ατμόσφαιρα. Έψαχνα κυρίως στον ραδιοφωνικό σταθμό, όπου ήταν πολλοί ξένοι, να βρω αντικείμενα δυτικού τύπου...
... Οι σχέσεις μου με τον Αντρέι και την Ήρα ήταν πολύ στενές. Ο γιος τους γεννήθηκε όταν ο Γεωργούλας ήταν ήδη στη Μόσχα. Εγώ τον βάφτισα. Τον είπαμε Αρσένι, που ήταν το όνομα του πατέρα του Αντρέι, ο οποίος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ρωσίας και ο Αντρέι έχει χρησιμοποιήσει πολλούς στίχους του στις ταινίες του. Η πρώτη μεγάλη ταινία του Αντρέι ήταν “Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν”, όπου έπαιξε και η Ίρμα. Στην ταινία του “Αντρέι Ρουμπλιώφ” πήρε μέρος πάλι και απέσπασε για τη συμμετοχή της το Κρυστάλλινο Αστέρι της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που θεωρήθηκε ένα από τα σπουδαιότερα βραβεία. Είναι η μόνη Ρωσίδα που πήρε αυτό το βραβείο. Δυστυχώς, χώρισαν, και ο Αντρέι έφυγε από την Ρωσία. Μου τηλεφωνούσε πολύ συχνά και ζητούσε να μάθει τα νέα της Μόσχας. Για τελευταία φορά μού τηλεφώνησε πριν αρχίσει την ταινία που θα γύριζε στην Σουηδία, τη “Θυσία”. Μου είπε ότι θα έχει σχέση με τους προγόνους μου και πως όταν θα τέλειωνε την ταινία, θα ερχόταν οπωσδήποτε στην Ελλάδα. Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα όνειρά του. Δεν αξιώθηκε να έρθει, που τόσο πού το ήθελε, γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος. Με την Ήρα και τον βαφτιστικό μου εξακολουθούμε να έχουμε συχνή επικοινωνία και η Ήρα με έχει επισκεφθεί πολλές φορές εδώ στην Αθήνα”...

ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ:
“Αυτά ήθελα να πω για την τελευταία δραστηριότητά μου, στο θέατρο, κι ότι δεν περίμενα στην ηλικία που είμαι ν' ανέβω στο πάλκο. Το ότι κάνω τον κατήγορο δεν είναι βέβαια παρήγορο για μένα, αλλά νιώθω ότι εξιλεώνομαι κάπως με την τελευταία φράση: “Δεν θέλω να πεθάνω”, αφού γλίτωσα από τόσα και τόσα...
Σημαίνει ότι θέλεις να ζήσεις, ότι δεν σε πιάνει...
Μιζέρια; Ναι. Δεν με πιάνει μιζέρια... Αυτά. Δεν ξέρω πώς να τελειώσουμε. Τι άλλο να πω... Καλή ζωή σε όλους!”

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος

Και για τον Ηλία Ματθαίο, αγαπημένο συνάδελφο. Που “έφυγε” χθες.

23/3/11

Θύτες και θύματα


ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΑ ΔΑΝΕΙΑ” του Πέτρου Μάρκαρη. Εκδ. “Γαβριηλίδης”, σελ. 428, € 17


Και μόνον ο τίτλος προαναγγέλλει την σαφή αναφορά του βιβλίου στην Κρίση. “Ληξιπρόθεσμα δάνεια” ο τίτλος στο καινούργιο αστυνομικό μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη και όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας ενημερώνει πρόκειται για το πρώτο βιβλίο από την “Τριλογία της κρίσης”.

Ξεκινώντας, βεβαίως, κάπως χαρμόσυνα. Για όσους γνωρίζουν, από προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα τον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο, θα γνωρίζουν ήδη από το “Παλιά, πολύ παλιά”, που διαδραματιζόταν στην Κωνσταντινούπολη ότι η Κατερίνα η κόρη του ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Τα “Ληξιπρόθεσμα δάνεια” λοιπόν, αρχίζουν απ' εκείνον τον γάμο. Και ευτυχώς για τον συμπαθή αστυνόμο, ίσα που προλαβαίνει. Αμέσως θ' αρχίσουν μπελάδες και βάσανα. Ένας συνταξιούχος πρώην διευθυντής τράπεζας, βρίσκεται δολοφονημένος στον κήπο του και δη, αποκεφαλισμένος.

Αντιτρομοκρατική και αστυνομία διεκδικούν την επίλυση της δολοφονίας, τα παιδιά του και οι πρώην συνάδελφοι επιμένουν ότι πρόκειται περί ενός θύματος που υπήρξε σχεδόν... τέρας και σα να μην φτάνουν αυτά, πανομοιότυποι φόνοι ακολουθούν λες και πρόκειται για μια άδηλη και αλλόκοτη θεία δίκη.

Θα ήταν ένα παιχνίδι της μοίρας, αν αυτός που τρομοκρατούσε όλο τον κόσμο, πήγαινε από χέρι τρομοκράτη, αλλά είναι απίθανο” λέει ο Τζον και σηκώνεται. “Το πιο πιθανό για μένα είναι η εκδίκηση. Ψάξτε ανάμεσα σ' αυτούς που πίκρανε, έβλαψε και αδίκησε, κύριε αστυνόμε”...

Κι όλο αυτό, από το στόμα του γιου του θύματος! Στο μεταξύ, περικοπές, ΝΔΤ, ξένες δυνάμεις για την τρομοκρατία στα πόδια τους, χρεοκοπημένοι μικρομεσαίοι και ένας πρώην πρωταθλητής και νυν παραπληγικός, εξπέρ των οικονομικών και του ίντερνετ που μαθαίνει τα οικονομικά ντεσού σε όλους εμάς και φυσικά και τον... αστυνόμο Χαρίτο!

Καθόλου τυχαία η εμπορική επιτυχία του μυθιστορήματος, εφόσον κατορθώνει όσα μέχρι σήμερα δεν έχουν κατορθώσει οι... ειδήσεις! Να μας δώσει να καταλάβουμε τα λάθη, το στάτους κβο και το τί μέλει γενέσθαι.

Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και τα ιστορικά κατάλοιπα εξάλλου αποτελούν ένα από τα μεγάλα συγγραφικά ατού του Μάρκαρη. Το δεύτερο και μεγαλύτερο, ο σπαρταριστός χαρακτήρας του αστυνόμου Χαρίτου. Χαριτωμένος και μονοκόμματος, έντιμος και αστείος, με προσωπική ζωή που θυμίζει τη ζωή των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Και όσο για τα τεκτενόμενα;

Ο δράστης σκότωσε πρώτα έναν συνταξιούχο διοικητή τράπεζας. Μετά, έναν εν ενεργεία διευθυντή ξένης τράπεζας, που είχε και παρελθόν με τα headge funds. Ο τρίτος ήταν στέλεχος διεθνούς οίκου αξιολόγησης, που κυνηγούσε τους επισφαλείς δανειολήπτες των τραπεζών, για να τους ξεκολλήσει τα δανεικά”.

Όσο κι αν φαντάζουν επιστημονική φαντασία και συγγραφική έμπνευση πριν από χρόνια, σήμερα μια χαρά αντικατοπτρίζουν μια ζοφερή καθημερινότητα. Οι διαπιστώσεις και τα διλήμματα, ποικίλα:

Δεν ήταν τρομοκράτης, όπως πιστεύαμε στην αρχή, αλλά κάποιος που έχει συστήσει μια ομάδα στα πρότυπα της τρομοκρατίας”.

Το κυνηγητό με το δολοφόνο, καρφίτσα στα άχυρα:

Κοιτάξτε, όλη η Ελλάδα κινείται με δανεικά. Είτε πρόκειται για στεγαστικά είτε πρόκειται για καταναλωτικά, για επιχειρηματικά δάνεια ή για δάνεια διακοπών, τα δάνεια είναι ο μόνος μοχλός που κινεί την ελληνική αγορά. Οι τράπεζες κρατάνε σε ομηρία πάνω από τους μισούς Έλληνες. Τώρα μάλιστα με την κρίση η κατάσταση έχει επιδεινωθεί. Σε κανέναν όμηρο δεν αρέσει η ομηρία του... Συνεπώς, ψάχνετε πάνω από τη μισή Ελλάδα για να βρείτε ποιος όμηρος εκδικήθηκε....”

Η πλοκή, γρήγορη με διαρκείς και επαναλαμβανόμενες ανατροπές, με το ντόπινγκ των αθλητών που μας πληγώνει να ανοίγει δρόμο για ποικίλες όσες εξαρτήσεις. Οι ήρωες, καλοδουλεμένοι και αναγνωρίσιμοι, οι διάλογοι, μέσα από την κωμικοτραγική καθημερινότητά μας. Εν μέσω μιας Αθήνας που ερημώνει, μικρομεσαίων που καταστρέφονται, αλλοδαπών που χρησιμοποιούνται και αυτοκόλλητων και αφισών που προτρέπουν τους οφειλέτες να μην πληρώνουν τα χρέη!

Το φινάλε – ακόμα και για τον συνεπή και φανατικό αναγνώστη του Μάρκαρη, απρόσμενο και έκπληξη και ο ρόλος του θύτη και του θύματος με δυσδιάκριτα όρια και ίχνη. Όποιος θυμάται την καλοσυνάτη, ετοιμοθάνατη γριούλα που καθάριζε ως θεία δίκη ερχόμενη από “Παλιά, πολύ παλιά” σε μια σύγχρονη Κωνσταντινούπολη, θα διαπιστώσει για άλλη μια φορά του πολλαπλούς ετερώνυμους του Πεσσόα σχεδόν ως το-χέρι-της-μοίρας ή ως θεία δίκη.

Ένα απολαυστικά πικρό ανάγνωσμα που αποτελεί τον καθρέφτη της αλλοπρόσαλλης καθημερινότητάς μας.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1937. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες στην Αυστρία και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα το 1964.

Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1965 με το θεατρικό έργο “Η ιστορία του Αλή Ρέτζο”. Μετέφρασε σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως των Μπρεχτ και Γκαίτε (για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν στα ελληνικά και τα δύο μέρη του Φάουστ).

Το 1995 κυκλοφόρησε το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα “Νυχτερινό δελτίο”. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα:

Άμυνα ζώνης” (1998),

Ο Τσε αυτοκτόνησε” (2003),

Βασικός μέτοχος” (2006),

Παλιά, πολύ παλιά” (2008) και

η συλλογή διηγημάτων

Αθήνα, πρωτεύουσα των Βαλκανίων” (2004).

Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσσες και κυκλοφορούν σε είκοσι χώρες.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

Τρίτη απόγευμα στη Λέσχη Ανάγνωσης Διονύσου


(αντιγραφή από το μπλογκ της Λέσχης

http://mastori.blogspot.com που διαχειρίζεται η συγγραφέας και συντονίστρια Βούλα Μάστορη


Tρίτη, 22 Μαρτίου 2011

4+1 ερωτήσεις στην Ελένη Γκίκα για το βιβλίο της "Αιώνια επιστροφή", εκδόσεις Ψυχογιός

1. Ποια ήταν η αφορμή που γράψατε το βιβλίο “Αιώνια επιστροφή”;


Η “Θυσία” του Ταρκόφσκι και η εμμονή μου ότι φοβόμαστε, όπως τον βαθύτερο εαυτό μας, και την αληθινή ζωή. Η επαναφορά των κόμπων για να λυθούν στο τέλος. Άλλο έγραφα, όλα έδειχναν ότι βρισκόμουν αλλού. Όταν πήρα να διαβάζω το σενάριο της ταινίας. Κι έτσι ήρθαν ο τίτλος, πρώτα, η ανάγκη να θυσιάσουμε πράγματα για να βρούμε και να βγούμε στο αληθινό. Ο δρόμος που αρχίζει όταν δεν το υποψιαζόμαστε. Και γι' αυτό στο βιβλίο υπάρχει και αντιστροφή. Ξεκινά από το τετελεσμένο και καταλήγει στην αρχική στιγμή- σκηνή. Εκείνη που ζήσανε, αλλά κανείς δεν φαντάστηκε το πού τελικά θα τον οδηγούσε.



2. Ποιος από τους χαρακτήρες του βιβλίου σας έχει κάτι από εσάς;



Φοβάμαι η... Όλγα. Το πάθος για την ανάγνωση, την ζωή μέσα από τους ήρωες, το σύνδρομο της Ηλέκτρας αλλά και η Μαρίλια, ναι, θα μπορούσε να πει κανείς. Και ο Καθηγητής, ενδεχομένως, αυτή την εσφαλμένη ή όχι αίσθηση του Καθήκοντος. Δεν είναι ανάγκη να τα ζήσουμε, και η φαντασία δική μας είναι, και έχουν όλα και οι όλοι ένα κομματάκι απ' αυτή.



3. Με ποια φράση/πρόταση θα δίνατε μια “ταμπέλα” στο βιβλίο σας;



Το αιώνιο μέσα από το εφήμερο και το ελάχιστο. Για την ακρίβεια: η αιωνιότητα της στιγμής.



4. Τι θα θέλατε ο αναγνώστης σας να εκτιμήσει περισσότερο στο βιβλίο σας;



Το δικό του πρόσωπο στην ιστορία που ήθελα ή δεν ήθελα να πω. Θα επιθυμούσα να είναι ένα βιβλίο που αναπνέει. Ένα βιβλίο, για τον καθένα, διαφορετικό. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά με τα φαντάσματά μας παλεύουμε. Όταν γράφουμε, είμαστε μόνοι μας. Μακάρι στην πορεία να κάνουμε την ιστορία μας κάπως ν' αγαπηθεί. Για ν' απαντήσουμε στο αίνιγμά μας γράφουμε. Αλλά συμβαίνει, συχνά, οι ιστορίες μας να ακροπατούν και σ' άλλων τους γρίφους, εξάλλου τα βασικά ήταν και παραμένουν κοινά.



5. Ποια είναι η σχέση σας με το χρόνο;



Όπως και στο βιβλίο. Παρελθόν και μέλλον στο θεικό παρόν, ένα κράμα! Ταυτοχρόνως και όλα βρίσκονται εδώ! Συνήθιζα να λέω – και να επιμένω- ότι είμαι τελικά παρελθοντολογικό πλάσμα. Μεγαλώνοντας όμως έμαθα να απολαμβάνω στο έπακρον το κάθε τί, και όλον το χρόνο, στο θεικό παρόν. Όλα είναι εδώ, τώρα, και το παρελθόν ερμηνεύεται αέναα. Όσο για το μέλλον... είπαμε, όλα έχουν προηγηθεί, ακόμα κι εκείνο που ακολουθεί.



Σας ευχαριστώ πολύ.



Παρουσίαση της συγγραφέα



Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι κι έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 26 βιβλία της. Με την “Αιώνια Επιστροφή”, δωδέκατο μυθιστόρημα, ξεκινά τη συνεργασία της με τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Συνυπάρχει ως alef στο Golem με τον moha (Χρήστο Παπαμιχάλη).



Συνάντηση με την Ελένη Γκίκα

"Αιώνια επιστροφή" της Ελένης Γκίκα, εκδόσεις Ψυχογιός


Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε δυνατούς αναγνώστες. Μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που αλλάζει στην πορεία ταυτότητα κι εσύ, ο αναγνώστης, ξαφνιάζεσαι, λες και κάποιος σου μιλάει στο σκοτάδι και συ προσπαθείς από κάτι --από μια λέξη, ένα ηχόγραμμα, έναν τόνο-- να πιαστείς για να καταλάβεις ποιος μιλάει.
Απαιτητικό κείμενο, εγωιστικό στην απαίτησή του να έχει την αμέριστη προσοχή σου. Δύσκολο, δύστροπο που σου ζητάει όμως να το τιθασεύσεις. Σε προκαλεί και σε προσκαλεί να το καταλάβεις. Σου δίνει λέξεις και προτάσεις ποιητικές, αλληγορικές που σε συγκρατούν τη στιγμή ίσως που ως ανυπόμονος αναγνώστης θες να το εγκαταλείψεις, θυμωμένος ίσως που δε σου αφήνεται εύκολα να μπεις μέσα στην ιστορία. Είναι σαν να σου ρίχνει κάθε φορά την άκρη του νήματος και με αυτό να προχωράς μέσα στο λαβύρινθο της αιώνιας επιστροφής.
Ένα παιχνίδι με το χρόνο. Η γραφή της Γκίκα ακυρώνει το χρόνο. Το κάνει επίτηδες η συγγραφέας; Θέλει να μπερδέψει το Χρόνο, να τον ξεγελάσει; Όπως και να 'χει, στο βιβλίο της τα καταφέρνει. Το κείμενο κινείται σε ονειρικό χρόνο, στο χρόνο που έχει ένα όνειρο -- χωρίς φυσική/ανθρώπινη αλληλουχία γεγονότων. Μέσα σε ένα γεγονός συμβαίνει κάποιο άλλο. Με ασύνδετη γραφή, αντισυμβατική. Όπως κυλάει ένα όνειρο. Με κεφάλαια σαν κομμάτια από ένα παράξενο παζλ που απεικονίζει ένα ονειρικό τοπίο, ασύνδετο σαν όνειρο αλλά και μαγευτικό σαν όνειρο. Άχρονη γραφή, ακυρωτική του Χρόνου. Μια διαμαρτυρία άλλωστε στο χρόνο φαίνεται να είναι ολόκληρο το βιβλίο. Μια κραυγή της συγγραφέα που βλέπει την αδυναμία της έναντι στον πανδαμάτορα Χρόνο.

Βιβλιοπαρουσιάσεις και αποσπάσματα παρεμβάλλονται στην αφήγηση χρωματίζοντας και χαρακτηρίζοντας την κεντρική ηρωίδα της υπόθεσης, μια παρεμβολή η οποία φαίνεται να προσπαθεί ζηλόφθονα να αποσπάσει τον αναγνώστη από τη ροή της ιστορίας.

Βούλα Μάστορη (συντονίστρια της λέσχης)


***

"Η αιώνια επιστροφή» της Ελένης Γκίκα (γεν.1959).


Συνήθως λένε για ένα βιβλίο, που άρεσε, ότι το διάβασαν με μια ανάσα... ε, λοιπόν, αυτό το βιβλίο δεν διαβάζεται έτσι· Αυτό το βιβλίο είναι ένας πυκνά πλεγμένος ιστός που θέλει πολύ δουλειά για να δεις τι κρύβει από πίσω. Ήταν για μένα έκπληξη, ήταν μια μαγική εικόνα που έπρεπε να ψάξω πολύ για την αποκάλυψή της. Δεν σας κρύβω ότι διάβασα τις τετρακόσιες και πλέον σελίδες δυο φορές (και ξεφυλλίζοντάς το άλλες τόσες) για να μου αποκαλυφτούν οι θησαυροί κάτω από μια ποιητική γραφή καθώς επίσης και εκείνοι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που η αλήθεια είναι ότι δεν τους είχα εντοπίσει διαβάζοντας... έτσι η συγγραφέας σε παρακινεί σε επανάληψη αναφέροντας την πραγματική υπόσταση των τριάντα και πλέον βιβλίων, ώστε να φτάσεις στον πυρήνα και να τους βρεις.
Ας μου επιτραπεί να αναφέρω μερικούς τίτλους σπουδαίων βιβλίων, που εισηγείται στο βιβλίο της η συγγραφέας: Τσάι στη Σαχάρα (του Πολ Μπόουλς), Η πτώση (του Αλμπερ Καμύ), Γραμμή Σκιάς (του Τζόζεφ Κόνραντ), Μετά το σεισμό (του Χαρούκι Μουρακάμι), Θάνατος στη Βενετία (του Τόμας Μαν, ΣΤΑΛΚΕΡ ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι (των Αρκάντι και Μπόρις Στρουγκάτσκι), ΘΥΣΙΑ (ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι), Ο φύλακας στη σίκαλη (του Τζ.Ντ. Σάλιντζερ) και ένα σωρό άλλα για να μην σας κουράζω.
Τώρα, όλοι αυτοί που περιτριγυρίζουν την ηρωίδα του βιβλίου και τους υπεραγαπά έχουν διπλή ζωή κάτι που εκείνη αγνοεί, και δεν είναι τίποτα άλλο παρά ορκισμένοι σταυροφόροι του καιρού μας, που όπως αναφέρει το βιβλίο, για μια ιδέα μάταιη, φαιδρή και περιττή.
Αξίζει εδώ και με παρακινεί το θέμα της τρομοκρατίας, που θίγει η μυθιστορία, να κάνω μνεία στους αδικοχαμένους νέους όπως: ο Θάνος Αξαρλιάν (ετών 20) το 1972, Ο Αλέξης Γρηγορόπουλος (ετών 15) το 2008, ο Νίκολας Τόντι (ετών 25) το 2010, ο Χαμιντουλάν Νατζάφι (ετών 15, το αφγανόπουλο που ψάχνοντας στον σκουπιδοτενεκέ, για την επιβίωσή του, βρήκε κουτί - βόμβα έσκασε στα χέρια του τον κομμάτιασε και τύφλωσε τη μικρή του αδελφή) το 2010, τους τρεις υπαλλήλους της Τράπεζας Μαρφίν τον Επαμεινώνδα Τσούκαλη (ετών 36), την Αγγελική Παπαθανασοπούλου (ετών 32), την Παρασκευή Ζούλια (ετών 35) το 2010.- (βάζω τελεία και παύλα για ξόρκι).
Όνειρα, ποιήματα, έρωτας, φόβοι, πόνοι ζωής και θανάτου το ένα μέσα στ' άλλο σαν τις ρώσικες κούκλες. Το ξόρκι μιας ερωτικής σχέσης που δεν πιάνει εξαπίνης το θάνατο· άραγε τελειώνει μια αγάπη, ένας έρωτας, όταν ένας από τους δυο εξαφανιστεί; Τελειώνει το πήγαινε-έλα της γέννησης, του θανάτου, της αρχής και του τέλους;
Το μαρτυρολόγιο μιας γυναίκας που σαν βαλκυρία λαχταράει να πάρει τις ψυχές των αγαπημένων σκοτωμένων για να ξαναγυρίσουν στη ζωή. Άραγε έχει ξεφύγει κανείς από την «αιώνια επιστροφή;» Πόσοι τολμούν να μάθουν αυτό που είναι, πόσοι τολμούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους με κόστος την ίδια τους τη ζωή και να φτάσουν στη «χρυσή σφαίρα» που υλοποιεί την κάθε επιθυμία τους; έτσι η ηρωίδα του βιβλίου αναμετράει την ψυχή της με τον ίδιο της τον εαυτό στη μυστηριώδη Ζώνη όπου θα βρει το δωμάτιο των επιθυμιών, χώρος πίστης. όπως ο «Στάλκερ», ο οδηγός, (ταινία Α.Ταρκόφσκι) που οδήγησε έναν επιστήμονα και ένα συγγραφέα να φτάσουν εκεί και να εκφράσουν ότι πολυτιμότερο ποθούν και η ευχή τους θα πραγματοποιηθεί. Ο επιστήμονας παρακάλεσε να γυρίσει στη ζωή ο σκοτωμένος εξ αιτίας του αδελφός του που υπεραγαπά. Σαν γύρισε στο σπίτι του ανακάλυψε πως είχε γίνει πάμπλουτος. Βλέπετε η «Ζώνη» αγνοώντας την ευχή που ο ίδιος ήθελε να πιστεύει γι' αυτόν εκπλήρωσε τον βαθύτερο στόχο και πραγματικό του πόθο..
Ένας καθηγητής και εκδότης βιβλίων ο πατέρας της, της μετάδωσε το πάθος της γνώσης, της σκέψης, «Εν αρχή ην ο Λόγος», ασχέτως αν ο ίδιος κρυβόταν στις απουσίες του, στις σιωπές του. Η μάνα της, ως άλλη «μαντάμ Μποβαρί» όμορφη, ερωτική, λίγο έρχεται, περισσότερο φεύγει, μέχρι που βρήκε τη λύτρωση τρυπώντας τις φλέβες της στο μπάνιο κάποιου ξενοδοχείου. Ποιος φταίει; μήπως ο Πατέρας; μήπως η ίδια; μα ήταν τόσο μικρή τότε, όμως ακόμα υποφέρει με κείνο το ατέλειωτο «γιατί». Το «γιατί» που έχει ανάγκη ένα παιδί όταν η στοργή και η αγάπη των γονιών, που τόσο έχει ανάγκη, είναι ελλιπής. Αγαπημένα πρόσωπα μέσα στις σιωπές και στα μυστικά. Και τώρα στη δούλεψή της, στον εκδοτικό οίκο που κληρονόμησε από τον πατέρα, η νεαρή Μαρίλη με τα μπλε μάτια, ίδια ο εαυτός της, ο σωσίας της, μόνο που εκείνη δεν πήρε τα μπλε μάτια του πατέρα, αλλά πράσινα της μάνας. Είναι δυνατόν; Αγαπούν τα ίδια πράγματα, αφοσιώνεται η Μαρίλη στο νέο περιοδικό με τον τίτλο που η ηρωίδα μας, η Όλγα πρότεινε και είχε κι' εκείνη στο μυαλό της, «η αιώνια επιστροφή». Έχει κουραστεί, έχει μεγαλώσει, η συνέχειά της η Μαρίλη. Τι σύμπτωση Μαρίλη είχε ονομάσει και μια κούκλα της που έπαιζε μικρή, εκείνη με το μπλε ταφταδένιο φουστανάκι.. και ένας αιώνιος αγαπημένος, ο μοναδικός εραστής, χαμένος χρόνια κάπου στην μεγάλη έρημο της Αφρικής και κείνη χρόνια μόνη, μέχρι που κάποιος έρχεται από το πουθενά, άλλη μορφή μέσα στην ίδια μορφή, Ορέστης τ' όνομά του. Ποιος είναι τι της θυμίζει; κάτι της θυμίζει το τσουλούφι του, η ελιά σαν σοκολάτα στο άτριχο σώμα του, ένας άντρας που της ζωντανεύει πάθος ερωτικό ξεχασμένο χρόνια. ένα σημάδι θέλει να της κάνει κάπου ψηλά στο μηρό, έτσι που να κρατάει μέχρι να ξανάρθει. να το βλέπει μόνο κείνη και να συνειδητοποιεί την αλήθεια του. Και ο Ορέστης εραστής με μυστική επικίνδυνη ζωή, ερωτευμένος μαζί της με μια αγάπη από παλιά, όταν εκείνη ήταν ερωτευμένη με κείνον τον άντρα που τόσο εκείνος ζήλευε.. όμως κανείς δεν είναι διατεθειμένος να την βγάλει από την άγνοιά της, είναι εντολή του αρχηγού πατέρα, καθηγητή και εκδότη. Η Όλγα δεν ξέρει τίποτα και δεν χρειάζεται να μάθει και αυτό είναι ο πόνος, το παράπονο της Μαρίλης γιατί μόνο η Όλγα εκτός; γιατί η ίδια μέσα στον κίνδυνο; αφού και οι δυο από τον ίδιο σπασμό γεννήθηκαν; έτσι ο Ορέστης πίσω από σεξιστικές κουβέντες κρύβει την αγάπη του και αντί «έρχομαι να αγαπηθούμε» της στέλνει ηλεκτρονικά μηνύματα «Θα καυλώσουμε;» Πήρε την αρχηγία μετά το θάνατο του καθηγητή. συνέχισε τον αγώνα για την «επανάσταση» και ζωσμένος με εκρηκτικά κομματιάστηκε, μια θυσία ιδεολογίας, μια θυσία αγάπης και έρωτα, αφού τώρα εκείνη τα ξέρει όλα και μέσα στη σιωπή της εξαφανίστηκε.
Τελειώνω με τη φράση του βιβλίου «αν η ζωή μας είναι μια αντανάκλαση.. αν όνειρο.. μέσα σε όνειρο.. γι' αυτό ας μη μας τρομάζει..
Σημειώσεις:
1.Αφιερώνω στην Ελένη Γκίκα ένα απόσπασμα του βιβλίου με τίτλο «ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ» του συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες (γεν. 1955-Αργεντινή).
« Συχνά είναι πιο δύσκολο να ξεφορτωθείς ένα βιβλίο παρά να το αποκτήσεις. Κολλάνε πάνω μας με ένα συμφωνητικό ανάγκης και λησμονιάς, σαν να ήταν μάρτυρες κάποιας στιγμής της ζωής μας που δε θα ξαναζήσουμε.»
2.Πιστεύω ότι δε χρειαζόταν να παρεμβάλλει η συγγραφέας στη μυθιστορία της τόσο μεγάλη λίστα βιβλίων με εισηγήσεις και κριτικές.
3.Θέλω να επισημάνω ότι απέχω παρασάγγες από αυτό που λένε κριτική βιβλίων ή για να εκφραστώ πιο απλά δεν ξέρω να κάνω κριτική στα λογοτεχνήματα κι ας τ ' αγαπώ πολύ. Απλά γράφω σκέψεις απ' αυτά που πήρα, απ' αυτά που κέρδισα διαβάζοντάς τα.

Ευγενία Μακαριάδη (μέλος της λέσχης)



ΥΓ. Ευχαριστώ τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Διονύσου, τις συγγραφείς Βούλα Μάστορη και Ευγενία Μακαριάδη, για το ζεστό και αποκαλυπτικό απόγευμα, μέσα από την καρδιά μου. Για τις οξυδερκείς κι ευαίσθητες παρατηρήσεις τους, για τα εξαιρετικά κείμενά τους, για όλα, όλα, όλα...

ελένη


21/3/11

Θα πρέπει να τα χάσεις όλα, για να τα βρεις...



H φίλη μου Ρίτσα Μασούρα για την “Αιώνια επιστροφή”, στον Ιανό το μεσημέρι του Σαββάτου


Καλώς ορίσατε στη γιορτή της Ελένης Γκίκα. Της φίλης της καρδιάς μου Ελένης Γκίκα και την ευχαριστώ γι αυτό το συναισθηματικό μεταξύ μας άλμα.

Η αλήθεια είναι ότι είμαστε εδώ όλοι, μεσημέρι Σαββάτου, για έναν λόγο : να μιλήσουμε για την «Αιώνια Επιστροφή» , το τελευταίο βιβλίο της Ελένης και ο καθένας από τους ομοτράπεζους μου να πει τη γνώμη του γι αυτή την άνευ προηγουμένου συναισθηματική εξωτερίκευση της συγγραφέως και την επίσης άνευ προηγουμένου στροφή προς τα έσω. Οσα χρόνια γνωρίζω την Ελένη, γνωρίζω αυτό το διαρκές έσω και τόχα αποδεχτεί. Γι αυτό και μιλούσα πάντα για μουσική δωματίου στα βιβλία της..Η Ελένη, όμως, εκρήγνυται για πρώτη φορά ενώπιον μας. Μας καθιστά κοινωνούς μιας πολύπλοκης διαδρομής που δεν έχει ούτε μια ευθεία, δεν είναι Αττική οδός, δεν είναι η Νέα οδός, αλλά ο Αχλαδόκαμπος, ο ανηφορικός, ο γεμάτος στροφές που σε πεθαίνει μέχρι να βγεις στο ξέφωτο στο Χάνι και να αντικρίσεις το οροπέδιο της Τρίπολης.

Η Ελένη Γκίκα έχει αδυναμία στους Ιάπωνες συγγραφείς. Μια φορά μου εξομολογήθηκε ότι όταν γεννήθηκε έμοιαζε με γιαπωνεζάκι, κατάλευκο δέρμα, μαύρο μαλλί, σχιστά μάτια. Δεν ξέρω αν αυτή την εικόνα την κουβάλησε μαζί της στη μετέπειτα βιβλιομανία της, αλλά έχει ιδιαίτερη αδυναμία στους Ιάπωνες συγγραφείς, στους οποίους αναφέρεται και στο βιβλίο της. Επιλέγω να σταθώ στον Χαρούκι Μουρακάμι, έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας . Ο Μουρακάμι γεννήθηκε στο Κιότο, το 1949 και το τελευταίο του βιβλίο έχει τον τίτλο «Μετά το σεισμό» . Είναι σαν να γράψουμε όλοι εμείς το «Μετά την κρίση» ... Ο Μουρακάμι έζησε το σεισμό του Κόμπε και δεν ξέρω αν έζησε και τον τωρινό. Γι αυτό, άλλωστε, τον επέλεξα. Σε κάποιο σημείο μονολογεί ο ήρωας του , λέγοντας : «Ολοι μας ανεξαιρέτως πλάσματα περιορισμένης διάρκειας , τελικά όλοι θα νικηθούμε»....αλλά, όπως είπε ο Νίτσε, «η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι»....

Με αυτή την αναφορά –αστραπή στον Ιάπωνα συγγραφέα, θέλω να σας ζητήσω να στείλουμε μαζί έναν χαιρετισμό συμπαράστασης, ένα χειροκρότημα, ίσως, στο δοκιμαζόμενο λαό της Ιαπωνίας, όπως το ίδιο θα έκανε κι αυτός για μας. Για να καταλαγιάσει ο πόνος, η αγωνία και ο φόβος. `Ανθρωποι είμαστε, θα νικηθούμε, αλλα ας νικηθούμε αξιοπρεπώς!

Και τωρα επιστροφή στο βιβλίο της Ελένης.

Ομολογώ ότι το διάβασα δυό φορές και επίσης ομολογώ ότι ξαναπήγα στον κινηματογράφο Ζέφυρο στα Ανω Πετράλωνα, το πρώτο art καλοκαιρινό cinema. Περπάτησα τριγύρω. Εψαχνα αφελώς ίχνη του Ταρκόφσκι, σημάδια του Στάλκερ, του ιχνηλάτη. Αναζητούσα τον `Αρθουρ, το «Εν Αρχη ην ο Λόγος», τον βουβό καθηγητή που θέλει τα πάντα να θυσιάσει - σπίτι, γυναίκα, παιδιά - αρκεί να σώσει τον κόσμο από τον πυρηνικό τον όλεθρο. Ναι, σκεφτείτε πόσο επίκαιρο γίνεται το βιβλίο....

`Εφυγα τρέχοντας από τα `Ανω Πετράλωνα και αναστατωμένη σχεδόν έφτασα στο Θησείο για να αντικρίσω απέναντι μου την Ακρόπολη σαν ένα είδος λύτρωσης, σαν ένα είδος αιώνιας σταθεράς...Γιατί γύρω από το σινεμά, εκεί όπου βρέθηκε η πρωταγωνίστρια της «Αιώνιας Επιστροφής», για να παρακολουθήσει το αφιέρωμα στις ταινίες του Ταρκόφσκι , τα πάντα έμοιαζαν στοιχειωμένα .Ηταν εκεί το σημείο εκκίνησης, το ρυάκι του λόγου της συγγραφέως, η απαντοχή της ερωτικής περιπέτειας, η ίδια η περιπέτεια, το σεξ που δεν ήταν ακριβώς σεξ με τον συγκεκριμένο άνδρα, αλλά κάτι σαν απατηλή ταύτιση του άνδρα με το νεκρό πια μεγάλο αγαπημένο.

Υπάρχει μια φιγούρα που διαπερνά το βιβλίο, εκτός από τις άλλες λανθάνουσες ή εμβληματικές φιγούρες. Είναι αυτή του πατέρα. Του πατέρα –καθηγητή. Του δάσκαλου. Που του μιλάει στον πληθυντικό, που τη διδάσκει πολλά, μα συγχρόνως ελάχιστα , που της μαθαίνει για τα λουλούδια και τα φυτά, που την απογειώνει και στη συνέχεια τη ρίχνει στο έδαφος, αλλά χωρίς να την πονέσει. Χωρίς βεβαίως απαντήσεις στις ερωτήσεις της. Μόνο σιωπή.Σιωπή και για τη νεκρή τη μάνα. Ναι, ο πατέρας, που έχει μπει πια για τα καλά στην αρρώστεια, στην άνοια και ξέγραψε τον Πρεβέρ , τον Μπρελ , τον Χέμινγουέη , τον Κόνραντ και χίλιους δυο άλλους. Ξέρεις τί είναι να ορφανεύεις απ’ όλους αυτούς ;

Αλλά αυτό είναι το τίμημα που η πρωταγωνίστρια πρέπει να πληρώσει, όπως πληρώνει το τίμημα της μεγάλης απώλειας του αγαπημένου της, κάνοντας σεξ μ’ έναν άνθρωπο που γνωρίζει ελάχιστα, τον γνωρίζει μέσα από ένα μέσον κοινωνικής δικτύωσης και που κι αυτός δεν νοιάζεται παρά μόνο πώς θα την κατακτήσει, πώς θα την εξουσιάσει. Η εύθραυστη εκδότρια Ολγα που δεν ξέρουμε αν ταυτίζεται με τη Μαρίλη, συντάκτρια της στήλης «Αιώνια Επιστροφή» στο περιοδικό, νοιώθει ξανά τις επιθυμίες της να ανασκαλεύουν το μέσα της.Τις αναγνωρίζει και δεν τις αναγνωρίζει. Τις εμπιστεύεται και δεν τις εμπιστεύεται. Σκεπάζει το πρόσωπο, άρα και την ψυχή και παρ’ όλα αυτά αποκαλύπτεται στα μάτια της Μαρίλης. Η σκέψη της, σκέψη δυνατή, ατίθασση, δημιουργική ανοίγει δρόμους . Ξεφεύγει από το λήθαργο της εσωτερικότητας, γίνεται ένα με τον κόσμο στους δρόμους, μπερδεύεται ή αφήνεται στην τρομοκρατία, ζει από κοντά το μοιραίο βήμα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ζει τον μικρό Αφγανό, τον αδικοσκοτωμένο Χαντίτ Νατζάφι στα Κάτω Πατήσια, λέει και ξαναλέει τα ονόματα των νεκρών της Μαρφίν, σπεύδει να καλύψει τα κενά των άλλων. Κουράζεται. Παλεύει.Της έχει πάρει χρόνο η απελπίσια. Πνίγεται ξανά και ξανά στις εμμονές της. Ψάχνει να βρει τις δικές της επιθυμίες , ακροπατώντας ανάμεσα στον παθιασμένο σημερινό εραστή, τον απόντα μεγάλο εραστή - ταξιδευτή, τον πατέρα, τον Στάλκερ, τον πρωταγωνιστή της Θυσίας του Ταρκόφσκι και παράλληλα, ναι, παράλληλα κάνει κατι μοναδικό : ταυτίζεται με τους πρωταγωνιστές των βιβλίων που χρόνια τώρα διαβάζει και ξαναδιαβάζει και γράφει και είναι όλοι εκεί ωσεί παρόντες στη ζωή της αν και μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της.

Ναι, αυτή η γυναίκα γεννήθηκε με το βιβλίο στο χέρι κι ίσως και με μια κούκλα, ένα ζωάκι μικρό, ισα να της καλύπτει κάποια κενά τα βράδυα στα όνειρά της. Κι αν απ’ αυτή τη γυναίκα τολμήσεις να πάρεις το βιβλίο την ώρα που κοιμάται στο δωμάτιο με τον μπλέ ουρανό, θα σηκωθεί για να χορέψει μπροστά σου το χορό των Δερβίσηδων, όχι για να σε εντυπωσιάσει, αλλά για να σου δείξει ότι παραμένει ένας κύκλος η ίδια και η ζωή της, κι ό,τι να κάνεις , ό,τι κι αν σκαρφιστείς , θα παραμείνει εκείνη ο κύκλος και μαζί ο πυρήνας του κύκλου.

Γι αυτό και στο τέλος επιστρέφει στον πυρήνα.Εκεί απ’ όπου μπορεί να ξαναξεκινήσει, ή μήπως εκεί όπου θα παραμείνει εσαεί ; Το δωμάτιο των Επιθυμιών δεν υπήρξε ποτέ και για κανέναν δεδομένο. Ολοι πνιγόμαστε από επιθυμίες. Αλλά πάντα υπάρχουν αμνοί. Τα θέλω μας είναι συγκλονιστικά και ταυτοχρόνως απρόσιτα, ξένα. Επιθυμούμε τα πάντα και πάντα , ανάλογα με τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή. Εκείνη , η πρωταγωνίστρια Ολγα θέλει να διεισδύσει στη ζώνη των επιθυμιών, έχοντας ενδεχομένως πάρει τις απαντήσεις που χρόνια ζητούσε μέσα από τις συναισθηματικές διαδρομές, τις τρομοκρατικές διαδρομές, μέσα από τις κοιμισμένες για χρόνια πολιτικές διαδρομές. Κάπου λέει : «θα πρέπει να τα μάθεις όλα, για να τα κάνεις στην άκρη μετά. Θα πρέπει να τα χάσεις όλα για να τα βρείς αλλού κι απ’ την αρχή.......»

Ισως αλλάξει το όνομα της. Να τους μπερδέψει λίγο. Ποιούς, όμως ; Δεν έχει σημασία, γιατί εκείνο που θέλει να μας πει , μας το λέει ξεκάθαρα: η ζωή είναι λογοτεχνία και μέσα από τη λογοτεχνία ο άνθρωπος μπορεί και πορεύεται, δίχως να δειλιάζει, δίχως να σκοτώνει τις επιθυμίες του. Πότε μοναχικό ον και πότε κοινωνικό, και με το σκεπτικό ότι ο θάνατος μπορεί να περιμένει. Αλλά ακόμη κι αν δεν είναι έτσι, υπάρχει πάντα η Θυσία του ατόμου για το ίδιο και για το κοινό καλό, ίσως για να γίνει το ευάλωτο εφήμερο, στίγμα αιώνιο, το Ολον, όπως το αποκαλεί η συγγραφέας.

Και επειδή θέλω να δώσω τη δική μου ερμηνεία στην «Αιώνια Επιστροφή», θα τολμήσω να πω ότι είναι η αέναη αναγέννηση της ανθρώπινης ψυχής μέσα από τη λογοτεχνία...



ΥΓ. Θα πρέπει να ομολογήσω ότι κάθε φορά αισθάνομαι ότι με τόση αγάπη δεν γίνεται παρά να είναι η τελευταία... Αυτή τη φορά, με όλα αυτά που συμβαίνουν τριγύρω, ντρεπόμουν να καλέσω, αισθανόμουν άβολα να απασχολώ φίλους, ζοριζόμουν ακόμη και να κατέβω... Και τώρα δεν βρίσκω λόγια για να ευχαριστήσω όλους μα όλους εσάς. Την Ρίτσα Μασούρα για την φιλία, το κείμενο και τον συντονισμό της βραδιάς. Την Αγγελική Κώττη για την συγκίνηση, για όλα αυτά τα χρόνια. Την Πασχαλία Τραυλού για τον γενναιόδωρο τρόπο ανάγνωσης. Την Εύα Στάμου για την διαδρομή και για την οξυδέρκεια. Τον Γιώργο Χρονά για την αγάπη και όλη αυτή τη φροντίδα...

Την Μηλίτσα και τον Ερρίκο, την Ρίτα, τον Γιάννη και την Δανάη, την Σοφία, τον Μπάμπη, την Φρόσω, την Αντιγόνη, τον Μανόλη που μια ζωή είναι στο πλάι μου...

Την Λίτσα Ψαραύτη, την Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου, την Πέρσα Κουμούτση, την Κώστια Κοντολέων, τη Λένα Μαντά, την Ελένη Τσαμαδού, τον Μάκη Τσίτα, τον Βαγγέλη Μπέκα, τον Γιάννη Ευθυμιάδη, την Ελένη Βαζούρα, και όλους μα όλους εσάς που είσαστε εκεί, την αναδεξιμιά μου που μου δίνει δύναμη και χαρά Νεφέλη, την Αναστασία Παπαδημητρίου της Άγκυρας, επιστήθια φίλη μου παιδιόθεν που ήταν εκεί για μια ακόμα αγκαλιά, καθώς επίσης για το διαρκές στήριγμα και όλην αυτή την στοργή, τον Θάνο Ψυχογιό για την “Αιώνια επιστροφή” και για όλα όσα θα έρθουν επειδή είναι πάντοτε εκεί, στοργικός και γενναιόδωρος, πατρικός με μια καλή κουβέντα για όλους...



Ευχαριστώ, ακόμα, την φίλη μου Ιουστίνη Φραγκούλη που υπήρξε κατά κάποιον τρόπο γι' αυτό το βιβλίο η νονά, την Νίνα Ψυχογιού (Νίνα, ξέρεις γιατί), την Πέννυ Ψυχογιού για την άμεση και γλυκιά επαφή μας όλον αυτό τον καιρό, την Αγγέλα Σωτηρίου για την οξυδερκή της ανάγνωση, την Πόπη Γαλάτουλα για την φροντίδα, την Κλειώ Ζαχαριάδη και την Πέγκυ Σκουλίδα για τα υπέροχα βίντεο και τις μουσικές και όχι μόνο, την Ελένη Βαζούρα, την Χρυσούλα Μπουκουβάλα για το δίλημμα με τα εξώφυλλα (έφτασα στο σημείο να της πω “Χρυσούλα, δεν ξέρω, κάνε παιχνίδι”), την Αρετή Κολλάτου για την επιμέλεια, Αρετούλα ήταν σα να μπήκες στην καρδιά μου και το κεφάλι...



Δεν βρισκόμαστε στον παράδεισο, είπε ο νέος πεισματωμένα.

Εδώ κάτω απ' το φεγγάρι”, όλα είναι θνητά.

Και πού αλλού βρισκόμαστε; Πιστεύεις πως ο Θεός μπορεί να πλάσει έναν τόπο που να μην είναι ο παράδεισος; Πιστεύεις πως η πτώση είναι κάτι άλλο από το ν' αγνοούμε πως βρισκόμαστε στο Παράδεισο;” (Μπόρχες, Το Ρόδο του Παράκελσου)

Ε ναι, το μεσημέρι Σαββάτου με την αγάπη σας, με κάνατε να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στον Παράδεισο...

ελένη γκίκα

18/3/11

Σαν κύκλοι επάλληλοι


Για την “Αιώνια Επιστροφή” (Εκδ. Ψυχογιός) στο

BookBar


γράφει η Ελπίδα Πασιμιχάλη


Η «Αιώνια επιστροφή της Ελένης Γκίκα δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο πεζογράφημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μετα-μυθιστόρημα ή ακόμη και πεζοποίημα. Στις σελίδες του αισθάνθηκα πως η λογοτεχνία παίρνει το ραβδάκι της μαγείας και ταξιδεύει τον αναγνώστη σε τόπους φαντασιακούς, όπου ο χώρος και ο χρόνος δεν έχουν πια καμία σημασία.

Με το ίδιο ραβδάκι μεταμορφώνει την καθημερινότητα σε κάτι υπερφυσικό όπου τα συναισθήματα κυριαρχούν, θριαμβεύουν και νικούν πανηγυρικά τις συμβατικότητες της ρεαλιστικής αφήγησης.

Η αφήγηση ονειρική και δαιδαλώδης κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ανάμνηση.

Σκηνές φαντασιακές εναλλάσσονται με αποσπάσματα από την παγκόσμια λογοτεχνία τα οποία εντάσσονται με τον πιο χαρισματικό τρόπο στη δομή του κειμένου και συνεργούν στη δημιουργία ενός αυτόνομου έργου. Ιστορίες μέσα στην ιστορία και η αιώνια επιστροφή πίσω, στις απαρχές, στις λογοτεχνικές καταβολές και στις συντεταγμένες της συγγραφέως. Σαν κύκλοι επάλληλοι.

Το θηλυκό και το αρσενικό, ο έρωτας και το πάθος, ο πόθος και η αγάπη περνούν από την πλήρη απενοχοποίηση και αθωότητα στον απόλυτο αποκλεισμό και στη μοναξιά. Ένα βιβλίο που “παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι” και τον ταξιδεύει στο δικό του εσωτερικό κόσμο, στο λαβύρινθο της δικιάς του ψυχής. Και αναγνωρίζει στις σελίδες του τα δικά του μυστικά τους δικούς του φόβους, τις δικές του αναστολές και διαψεύσεις, τις δικές του αδυναμίες και τις δικές του υπερβάσεις.


Ελπίδα Πασιμιχάλη, BookBar

11/3/11

Μεσημεράκι Σαββάτου στον Ιανό



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ- ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ παρουσιάζουν το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Αιώνια επιστροφή», το Σάββατο 19 Μαρτίου 2011, στις 12.30, στο café του Βιβλιοπωλείου IANOS (Σταδίου 24).

Θα μιλήσουν η δημοσιογράφος Ρίτσα Μασούρα και η δημοσιογράφος, συγγραφέας Αγγελική Κώττη, η συγγραφές- ψυχολόγος Εύα Στάμου και ο ποιητής- διευθυντής της Βιβλιοθήκης Γιώργος Χρονάς.

Είσοδος ελεύθερη

Χορηγός επικοινωνίας: www.indexonline.gr


Ένα σημάδι τού ζητούσε. Πάντα ψηλά στο μηρό. Που να το βλέπει μόνο εκείνη.

Που να τον έχει παρόντα, όταν θα λείπει…

Έτσι συνήθιζε να ζει και να μεγαλώνει η Όλγα. Μια ζωή με τον βουβό πατέρα, με το μυστικό της νεκρής μητέρας, με τον απόντα εραστή. Μια ζωή με τα βιβλία, μια ζωή με Χάρτινη Ζωή. Έκανε χρόνια να περάσει τη δική της Ζώνη των Επιθυμιών. Όμως, ο περαματάρης Στάλκερ υπήρχε. Έτσι η Όλγα, μισό γατί, μισό αρνί επιστρέφει στο σταυροδρόμι του Φονιά, στο σπίτι του Καθηγητή. Αιώνια επιστροφή θα το πει.


Το απόλυτο, αλλόκοτο, ολέθριο πρόσωπο της Τρομοκρατίας στον Έρωτα, στη Λογοτεχνία, στην Πολιτική. Ο Στάλκερ που γίνεται ολοκαύτωμα και ο Καθηγητής, μπροστά στη Θυσία βουβός. Η ιστορία της Όλγας, του Ορέστη που όλο χάνεται και επιστρέφει, της Μαρίλης, του άλλου μισού της, και του Καθηγητή. Η ζωή που δεν ήταν παρά μια προσδοκία, μια αναμονή ετούτης ακριβώς της στιγμής. Το ατελεύτητο της προσδοκίας και μιας σχέσης.


Μια ιστορία μέσα στην Ιστορία, και οι παράλληλοι κόσμοι της τέχνης και της ζωής. Οι χάρτινοι ήρωες που αποκτούν υπόσταση έξω από το βιβλίο και οι άνθρωποι που θα γίνουν σελίδα, γκρο πλαν, υστερόγραφο, τελεία και παύλα, χαμένος χρόνος• και για τούτο, Αιώνια επιστροφή.


Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε το 1959 στο Κορωπί. Δημοσιογράφος και βιβλιοκριτικός στις Εικόνες και στο Έθνος της Κυριακής από το 1983, έχει ασχοληθεί με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την ποίηση, το παραμύθι, και έχει επιμεληθεί βιβλία και σειρές. Κυκλοφορούν 26 βιβλία της. Με την ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, το δωδέκατο μυθιστόρημά της, ξεκινά τη συνεργασία της με τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ.







Όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι

Αυτό που ζητάω από σένα, κύριε Καταγκίρι, είναι να μοιραστείς μαζί μου το κουράγιο σου...”


(παλιότερο κείμενο, με όλο το πάθος μου για οτιδήποτε γιαπωνέζικο)


ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση από τα αγγλικά: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 234, € 16


Ειλικρινά, κύριε Καταγκίρι, η ιδέα να πολεμήσω το Σκουλήκι στο σκοτάδι με τρομάζει κι εμένα. Εδώ και χρόνια ζω ειρηνικά, αγαπώντας την τέχνη και τη φύση. Δεν μ' αρέσει ο πόλεμος. Θα το κάνω επειδή πρέπει. Κι αυτή ειδικά η μάχη θα είναι λυσσαλέα, είναι βέβαιο. Μπορεί να μη βγω ζωντανός. Μπορεί να χάσω ένα ή δύο μέλη στον αγώνα. Αλλά δεν μπορώ- δεν θέλω- να το βάλω στα πόδια. Όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι. Αυτό που ζητάω από σένα, κύριε Καταγκίρι, είναι να μοιραστείς μαζί μου το κουράγιο σου, να με υποστηρίξεις μ' όλη σου την καρδιά σαν αληθινός φίλος. Καταλαβαίνεις τί σου λέω;”

Και σ' αυτό το βιβλίο με τα διηγήματα του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα οι ήρωες είναι “φιλήσυχοι άνθρωποι”. Και σ' αυτές τις ιστορίες η μπόρα τους βρίσκει “εν ύπνω”. Όπως τον Τόρου Οκάντα στην κουζίνα του (“Κουρδιστό πουλί”), τον Τόρου Βατανάμπε σε ένα αεροδρόμιο (“Νορβηγικό δάσος”), τη Σουμίρε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι ρουτίνας (“Σπούτνικ αγαπημένη”), έτσι θα βρει τους πάντες “το απροσδόκητο” στις ιστορίες του καινούργιου βιβλίου του “Μετά τον σεισμό”: Την γυναίκα του Κομούρα ξαπλωμένη στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση (“Ούφο στο Κουσίρο”), τον Μιγιάκε ζωγραφίζοντας και τη Τζούνκο σιδερώνοντας (“Τοπίο με σίδερο ρούχων”), τον Γιοσίγια ταξιδεύοντας τυχαία με το τρένο της γραμμής (“Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν”), την Σατσούγκι σε εμμηνόπαυση και ιατρικό συνέδριο (“Ταιλάνδη”), τον Καταγκίρι στο διαμέρισμά του επιστρέφοντας από τη δουλειά (“Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”) και τον Τζουνπέι και τη Σαγιόκο λέγοντας ιστορίες για αρκούδους στη μικρή Σάλα (“Μελόπιτα”). Σαν αεράκι, σαν εκείνο το σχεδόν μαγικό σημείο μετατροπής του νερού σε πάγο ή υδρατμό, ξαφνικά στη ζωή τους όλα θα γίνουν άλλα:

Η γυναίκα του Κομούρα αναίτια θα φύγει από το σπίτι και τον άνδρα της και θα εξαφανιστεί. Ο Μιγιάκε θ' αρχίσει να ανάβει φωτιές στις παραλίες με την Τζούνκο ν' ανταποκρίνεται κάθε φορά και να τον ακολουθεί. Ο Γιοσίγια μετά από ένα δυνατό χανγκόβερ θ' αναζητά χορεύοντας τον πατέρα. Η Σατσούκι θ' αφήσει στην Ταυλάνδη την πέτρα που της βαραίνει μια ζωή τη Ζωή και την καρδιά. Ο Καταγκίρι σε κωματώδη κατάσταση θα βοηθήσει έναν τεράστιο βάτραχο για να διασωθεί το Τόκιο από το Σεισμοσκουλήκι. Και η Σαγιόκο θα συνειδητοποιήσει ότι τον Τζουνπέι αγαπούσε πάντα, αλλά πρόλαβε ο Τακατσούκι πρώτος να εξομολογηθεί τον έρωτα του!

Κι όμως, λίγα λεπτά πριν από τον “μεγάλο Σεισμό”, η οικονομία άνθιζε, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' ό,τι μπορούσε να ξοδέψει και οι ήρωες των ιστοριών είχαν την ψευδαισθησιακή εντύπωση ότι ζούσαν τη δική τους ζωή, ως τη στιγμή που ο κίνδυνος, εκείνη η έμπλεη Συνειδητότητας Σημαντική Στιγμή, θα τους αναγκάσει να διαπιστώσουν πως ζούσαν τη ζωή ενός άλλου. Και έτσι ξαφνικά, θ' αλλάξουν ζωή.

Έξι αλλόκοτες, αλληγορικές ιστορίες που όμως απολύτως πατούν αρχικά στο καθημερινό, πραγματικό και ρεαλιστικό και οι οποίες κατορθώνουν να διαστείλουν Επιθυμία, Συνείδηση, Χρόνο. Και σε χρόνο dt εντελώς υπερβατικά θα επιτρέψουν και να συμβούν τα πάντα.

'Ενα βιβλίο με την γνωστή μαγεία του συγγραφέα, να συνενώνει ζωή και όνειρο, αλήθεια και φαντασία, αίνιγμα και καθημερινότητα ταπεινή. Με ήρωες της διπλανής πόρτας αρχικά, που εξελίσσονται σε αρχετυπικούς και μοιραίους. Αναζητώντας σαν υπνοβάτες ένα άγνωστο πεπρωμένο, νόημα, δρόμο που δεν ονομάζεται τελικά, όπως δεν έχει όνομα το άγνωστο, ο γρίφος, το αίνιγμα.

Άλλωστε, όπως θα πει ο Βάτραχος “όλη η φοβερή μάχη έγινε στο χώρο της φαντασίας”. Διότι “Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πεδίο των μαχών μας. Εκεί βιώνουμε τις νίκες και τις ήττες μας”. Γνωρίζοντας βεβαίως, βεβαίως πως “Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.

Απολαυστικό βιβλίο, με επίπεδα τόσα πολλά που μπορεί να σ' αλλάξει ως κι οπτική. Διότι το “Μετά το Σεισμό” θα μπορούσε κάλλιστα και να λέγεται “Μετά τη Κρίση”.

Φράση κλειδί, του βιβλίου: “ο ίδιος κρατούσε μόνιμα παθητική στάση... τι είχε απομείνει στον ίδιο ν' αποφασίσει; Κι έτσι συνέχισε ν' αμφιβάλλει. Και να μην αποφασίζει. Και τότε χτύπησε ο σεισμός”. Νικώντας εκείνον τον ακηδέστατο νόμο της Εντροπίας.


Ταυτότητα-

Ποιος είναι:

Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.

Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζ-μπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.

Το 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ “Peter Cat”, το οποίο πούλησε το 1981 για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο.

Το 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα.

Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.

Έργα του: “Hear the wind sing”, “Pinball 1973” και “A wild sheep- chase”, τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου' “Hard-boiled wonder-land and the end of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, west of the sun”, “The elefant vanishes”, διηγήματα, “Το κουρδιστό πουλί”, “Underground”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “Μετά τον σεισμό”, “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleepeng woman”, διηγήματα, “After dark”.

Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.

Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ και Ρέιμοντ Κάρβερ.

Από τις εκδόσεις “Ωκεανίδα” κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος” και “Σπούτνικ αγαπημένη”.

10/3/11

Οι άνθρωποι με λένε τρελό, αλλά το ζήτημα παραμένει ακόμη άλυτο: Είναι ή δεν είναι η τρέλα η υπέρτατη ευφυία;


Το αν θα λάβεις ποτέ αυτήν την επιστολή έχει μικρή μονάχα σημασία, αφού την έγραψα αποκλειστικά για δική μου ευχαρίστηση”


ξανά Πόε


ΈΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ: 21 ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ “ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ”. Ανθολόγηση- Μετάφραση- Σημειώσεις: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 425, € 22


Είναι αλήθεια ότι μπορεί να μη βρω ποτέ την ευκαιρία να διοχετεύσω τα γραπτά μου στον κόσμο, όμως δεν θα εγκαταλείψω την προσπάθεια. Την τελευταία στιγμή θα εσωκλείσω το χειρόγραφο σ' ένα μπουκάλι και θα το πετάξω στη θάλασσα”.

Σαν μπουκάλι στη θάλασσα, έτσι έγραφε, εξάλλου στα “Μέλλοντα ταύτα” και το έλεγε: “Το αν θα λάβεις ποτέ αυτήν την επιστολή έχει μικρή μονάχα σημασία, αφού την έγραψα αποκλειστικά για δική μου ευχαρίστηση” πριν από δύο αιώνες ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, αντιμετωπίζοντας αντίξοες συνθήκες ζωής, χαρακτήρα, εποχής. Δύο αιώνες μετά, σε έναν τόμο που κυκλοφορεί από το Μεταίχμιο, με εξαιρετική ανθολόγηση, μετάφραση και σημειώσεις Κατερίνας Σχινά, ο σύγχρονος αναγνώστης μένει άναυδος για το πόσο μπροστά, τελικά, υπήρξε ο ποιητής και πεζογράφος Άλαν Πόε για την λογοτεχνία και για την εποχή του.

Στην ανθολογία, εντασσόμενα στις ενότητες Τρόμος, Φανταστικό, Μυστήριο, Περιπέτεια και Σάτιρα και εμπεριέχοντας και το πανδιάσημό του “Το Κοράκι” με κατατοπιστικές εισηγήσεις ξεδιπλώνεται το τεράστιο εύρος του αμερικανού ποιητή. Αλλά και οι βάσεις για τα πιο πάνω λογοτεχνικά είδη που εν αγνοία του έβαζε.

Οι άνθρωποι με λένε τρελό, αλλά το ζήτημα παραμένει ακόμη άλυτο: Είναι ή δεν είναι η τρέλα η υπέρτατη ευφυία;” αναρωτιόταν μέσα απ' τον ήρωα στην “Λιγεία” του, αποκαλύπτοντας τον πυρήνα της έμπνευσης: “Στα θαμπά τους οράματα συλλαμβάνουν μια φευγαλέα αναλαμπή αιωνιότητας και ξυπνώντας αναριγούν, έχοντας την αίσθηση ότι μόλις βρέθηκαν στα πρόθυρα ενός μεγάλου μυστικού”.

Εξάλλου “Δεν υπάρχει θεσπέσια ομορφιά” λέει ο Μπέικον, ο λόρδος Βίρουλαμ, “χωρίς κάποια παραδοξότητα στις αναλογίες”.

Η ζωή του, φαντάσματα και σπαράγματα στο αλλόκοτο έργο του άφηνε περιθώρια στους συγχρόνους του που δεν τον καταλάβαιναν, όπως ο Χένρι Τζέιμς να δηλώνουν: “Όποιος τον πάρει στα σοβαρά δείχνει ότι δεν είναι ο ίδιος σοβαρός”.

Στις “21 ιστορίες και Το κοράκι” εντούτοις ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τον “σωσία” του Ντοστογιέφσκι και του Μπόρχες στον δικό του “Γουίλιαμ Γουίλσον”, τη “Λιγεία” του Λαμπεντούζα στην “Λιγεία” του, τον εγκλεισμό του Κάφκα στο “Προσωπείο του κόκκινου θανάτου”. Τους μαθηματικούς συνειρμούς στις “Δολοφονίες της οδού Μοργκ” και στο “Κλεμμένο γράμμα” του, την ψυχανάλυση, τον συμβολισμό και τον υπερρεαλισμό στη “Βεατρίκη”, την “Ελεονόρα” και την “Πτώση του Άσερ”. Την υπαρξιακή και μεταφυσική αναζήτηση σε κάθε γραμμή του:

Οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας συνδέονται μ' αυτήν την αίθουσα και με τους τόμους της- για τους οποίους δεν θα πω περισσότερα. Εδώ μέσα πέθανε η μητέρα μου. Εδώ μέσα γεννήθηκα. Όμως θα ήταν καθαρή ανοησία να πω ότι δεν είχα ζήσει και πιο πριν- ότι η ψυχή δεν έχει προηγούμενη ύπαρξη. Το αρνείστε; Ας μην το συζητήσουμε λοιπόν. Πεπεισμένος καθώς είμαι, δεν επιζητώ να πείσω και τους άλλους” (Βερενίκη).

Οι πραγματικότητες του κόσμου μού φαίνονταν οράματα και μόνο οράματα, ενώ, αντίστροφα, οι εξωφρενικές ιδέες της χώρας των ονείρων έγιναν όχι απλώς το υλικό της καθημερινής μου ύπαρξης αλλά, ουσιαστικά, απόλυτα και αποκλειστικά, η ίδια μου η ύπαρξη”.

Η ζωή του, ταυτόσημη με το έργο του “Εγώ, ζώντας μέσα στον εαυτό μου, εθισμένος, ψυχή και σώμα, στον πιο έντονο και οδυνηρό διαλογισμό”, έβλεπε αλλιώτικα την ίδια πραγματικότητα απ' οποιοσδήποτε άλλον: “Και ύστερα- ύστερα όλα είναι μυστήριο και φρίκη, και μια ιστορία που θα 'πρεπε να μείνει ανείπωτη”.

Στην Ευρώπη, “ευτυχώς που υπήρξε ένας Μποντλέρ που τον ανακάλυψε”, τον “μόνο συγγραφέα – όπως έλεγε ο Πολ Βαλερί- χωρίς κανένα ψεγάδι”. “Δεν είναι ένας ζωγράφος της ζωής, αλλά ένας χτίστης, ένας εφευρέτης των μορφών, ένας εξερευνητής των πιο διαφορετικών ειδών” όπως έγραφε ο Τοντορόφ, έτσι που να αναρωτιέται ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ “πού θα ήταν το αστυνομικό μυθιστόρημα πριν ο Πόε του εμφυσήσει την πνοή της ζωής;” Κάνοντας τον Ντοστογιέφσκι ν' αναγνωρίζει “αυτό που είναι εκπληκτικό στον Πόε είναι η ρώμη της φαντασίας του, η ακρίβεια της εύγλωττης λεπτομέρειας. Έτσι, επιτυγχάνει ένα αποτέλεσμα παραδόξως αληθοφανές και πειστικό”. Με πρωτοστατούντα, βέβαια, τον σύγχρονό του Μποντλέρ που επέμενε “Η ποίηση του Έντγκαρ Άλαν Πόε είναι βαθιά και στιλπνή σαν όνειρο, μυστηριακή και τέλεια σαν κρύσταλλο”, επιμένοντας πως είναι περισσότερο Γάλλος απ' όσο θα έπρεπε για τα αμερικάνικα γράμματα. Ένας τόμος όπου πραγματικά η Κατερίνα Σχινά και από άποψη σχολίων αλλά και μετάφρασης, “κεντάει”. Όλο το αλλόκοτο μεγαλείο του Πόε σε ένα βιβλίο: “21 ιστορίας και “Το κοράκι”, που επιμένει διακόσια χρόνια πριν ότι “για τον Θεό τα πάντα είναι τώρα”.




ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε το 1809 στη Βοστόνη από γονείς πλανόδιους ηθοποιούς. Ορφάνεψε και από τους δύο νήπιο ακόμη, και την κηδεμονία του ανέλαβε ο εύπορος έμπορος από το Ρίτσμοντ Τζον Άλαν, στον οποίο ο συγγραφέας οφείλει το μεσαίο του όνομα.

Η ποίηση τον σαγήνευσε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια· μόλις πέντε ετών, έγραφε στίχους «μεγάλης πρωτοτυπίας», σύμφωνα με έναν δάσκαλό του. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στην Αγγλία, όπου και τελείωσε το σχολείο. Επιστρέφοντας στην Αμερική παρακολούθησε για λίγο μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνιας, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε. Υπηρέτησε στον αμερικανικό στρατό, συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες ως ρεπόρτερ και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή αφηγημάτων το 1840.

Τα πεζογραφήματά του εκπλήσσουν με την ποικιλία τους. Πλάι στα διάσημα φανταστικά του διηγήματα, στοιχίζονται εντελώς διαφορετικά γραπτά, που ο ίδιος χαρακτήριζε «έργα λογικής επαγωγής», οι ιστορίες καθαρού τρόμου συμβαδίζουν με άλλες καθαρά φανταστικές, τα γνήσια περιπετειώδη αφηγήματα εκβάλλουν στους προδρόμους των αστυνομικών κι ανάμεσά τους παρεμβάλλονται κάποια κείμενα περιγραφικά και στατικά, φιλοσοφικοί διάλογοι και αλληγορίες.

Έγραψε δοκίμια ποιητικής (Ποιητική αρχή και Φιλοσοφία της σύνθεσης) και πολλά λυρικά ποιήματα. Κατεξοχήν συγγραφέας του «αλλόκοτου», παραδομένος στη σαγήνη του αφανισμού, έζησε όπως έγραψε: οριακά. Συνδέθηκε με γυναίκες που ακροβατούσαν στο κατώφλι του θανάτου· η πρώτη, η νεαρή εξαδέλφη του Βιρτζίνια Κλιμ, την οποία και παντρεύτηκε, φυματική· η δεύτερη, η ποιήτρια και πνευματίστρια Σάρα Έλεν Γουίτμαν επίσης· η τρίτη καρδιακή και νευρωτική. Αφέθηκε σε καταχρήσεις – πρώτα στα τυχερά παιχνίδια και ύστερα στο ποτό. Ερωτοτροπώντας συνεχώς με την κατάθλιψη και την τρέλα, προσπάθησε να αυτοκτονήσει το 1848 και, έναν χρόνο αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου, πέθανε μέσα σ' έναν παροξυσμό αλκοολικού παραληρήματος.



Eκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της


Ξανά, επειδή σαν σήμερα “έφυγε” με πικρά μυθιστορηματικό τρόπο η Ζέλντα


«ΖΕΛΝΤΑ - ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ: Μια σχέση πάθους» της Ανιές Μισό, Μετάφραση: Μάρω Φιλίππου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 438

«Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;»
Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ!
Αξιώθηκε όμως την Μεγάλη Συνάντηση. Με τον νεαρό αξιωματικό τότε από τη Μιννεζότα και μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό, αναφέρεται στη πολυτάραχη ζωή και στη παθιασμένη σχέση τους.
Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, «η Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ». Και δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο, πάλι, για να κάνει αυλαία. Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες, που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. Κυριολεκτικά «καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα.
«Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν». Με μότο ενδεικτικό της σχέσης από τον δικό του «Υπέροχο Γκάτσμπυ» και επί μέρους μότο στα κεφάλαια αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης (Χαρίστε μου αυτό το βαλς), το βιβλίο συνδυάζει μοναδικά την βιογραφία με την μυθιστορία, με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο…. αμελής (ο Σκοτ, τις κρατούσε, εκείνη πάλι όχι). Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι εκείνης στο Νότο. Στα ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη, τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτυ, οι μεγάλες παρέες, η φιλία του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουαίη, το Χόλυγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, ο εγκλεισμός, τα ιδρύματα, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή: Το πρώτο βιβλίο «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου» που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις 24άρων και εν μια νυκτί τον έκανε διάσημο, τα διηγήματα που έγραφε πολλές φορές για να επιζήσουν. «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» που τον καθιέρωσε, το μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες της να αφοσιωθεί στον χορό, στη ζωγραφική, στην γραφή ύστερα, η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα μέχρι την τελευταία στιγμή, τα ταξίδια, η Αμερική, το αμερικάνικο όνειρο και η «χαμένη γενιά της τζαζ» που αυτός επινόησε, η αναλαμπή ό,τι όλα είναι εφικτά, και η ευτυχία, εν τω μέσω δυο μεγάλων πολέμων, το εφήμερο της νιότης, της νίκης, της λάμψης, αυτής καθ’ εαυτής της ανθρώπινης ζωής. Ο αλκοολισμός του, η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του με τον «Τελευταίο μεγιστάνα» ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της σε ίδρυμα και το μυθιστορηματικό της τέλος, ξαφνικά από μια αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα, για αδιευκρίνιστους λόγους της είχε κλειδώσει το δωμάτιο.
Η αφήγηση είναι γραμμική, διαβάζεται και ως ντοκουμέντο εποχής. Με ολοζώντανες εικόνες, σπαράγματα σχεδόν αυτοβιογραφικού έργου τους, υπαρξιακά διλήμματα και συγκρούσεις, αρκετά πειστικούς διαλόγους. Με εμφανή την προτίμησή της στην Ζέλντα, η Μισό παρ’ όλα αυτά αποδίδει στο ακέραιο όλο τον γοητευτικό του χαρακτήρα.
Με αυθεντικές φράσεις τους όπως «το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας», «εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις», παρά την τραγικότητα της κατάληξης («κάηκαν» και οι δυο σαν πεταλούδες στην λάμπα), η τελική αίσθηση είναι το ότι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες. Διότι για την ζωή και των δυο «εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση». «Ήταν κάτι εξαιρετικό», μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία: «Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». «Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτός ήταν ο αγώνας, το τίμημα. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει».
Τελειώνοντας, τελικά, εκείνο το βιβλίο δεν γίνεται παρά να τους ξαναλατρέψει κανείς. Και να αναθεωρήσει, βεβαίως, όσον αφορά το συγγραφικό μέγεθος εκείνου. Και την γοητεία της. Μέχρι εξαντλήσεως. Κανένας τους, μόνος, τελικά. Μέχρι τελικής πτώσεως: Ζέλντα και Φράνσις Σκοτ, το ζεύγος Φιτζέραλντ!
Η ιστορία ενός παράφορου έρωτα. Το χρονικό μιας σημαντικής εποχής. Το «αμερικάνικο όνειρο» και η «χαμένη γενιά» που έγινε από κείνον, λογοτεχνικό ρεύμα, είδος. Ένα μαύρο παραμύθι, τελικά.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

ΑΝΙΕΣ ΜΙΣΟ:
Η γαλλίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ανιές Μισό (Τουρ, 1968) εργάστηκε αρκετά χρόνια ως δημοσιογράφος στο Canal+, το έγκυρο γαλλικό κανάλι για θέματα πολιτισμού.
Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα εξής έργα: το λεξικό Dictionnaire misogyne, την ταξιδιωτική ανθολογία Le roman de Venise, τη Βιογραφία Sissi-une vie retrouvee, καθώς και τα μυθιστορήματα Je les chasserai jusqu’au bout du monde jusqu’a ce qu’ils en crevent και Stayin’ Alive.

ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε στο Σαιντ Πολ της Μιννεζότα το 1896 και έγινε γνωστός από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Η άλλη πλευρά του παραδείσου», που εκδόθηκε το 1920.
Ταυτίστηκε με την ατμόσφαιρα της ανεμελιάς και της ευημερίας της λεγόμενης «εποχής της τζαζ», που τελείωσε απότομα με το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Έγραψε πλήθος διηγημάτων που εικονογραφούν τη ζωή της μεγαλούπολης («Ένα διαμάντι μεγάλο σαν το Ριτζ», «Η εποχή της τζαζ»). Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του είναι: «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» (1925) και το «Τρυφερή είναι η νύχτα» (1934).
Πέθανε στο Χόλλυγουντ το 1940, αφήνοντας ένα ημιτελές μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο μεγιστάνα».
Κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του:
«Δώθε του παραδείσου» και «Ο τελευταίος μεγιστάνας» (Ηριδανός),
«Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» και «Τρυφερή είναι η νύχτα» (Πατάκη),
«Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες» και «Όμορφοι και καταραμένοι» (Ερατώ), «Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας» (Κέδρος),
«Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ» (Οδός Πανός),
«Έρωτας μέσα στη νύχτα» και «Χαμένη δεκαετία» (Καστανιώτη).

ΖΕΛΝΤΑ ΣειΕΡ- ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε το 1990 στην Αλαμπάμα του Αμερικανικού Νότου.
Παντρεύτηκε τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Έγραψε το μυθιστόρημα «Χαρίστε μου το βαλς» (στα ελληνικά, από Εκδόσεις «Οδός Πανός»).
Πέθανε από πυρκαγιά σε ίδρυμα το 1948.


8/3/11

'Ύστερα ο καθένας γλίστρησε εκεί όπου όφειλε να βρεθεί...

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΑΞΕΣΟΥΑΡ” της Βίλης Κανελλοπούλου. Εκδ. “Μελάνι”, σελ. 174. € 14


Α, να ξέραμε πόσο χάρτινοι είμαστε!”

Φράση φαινομενικά μαλακή κι ανάλαφρη, διαπίστωση που όταν την διαβάζουμε απορούμε πώς και δεν την κάναμε, στο μυθιστόρημα της Βίλης Κανελλοπούλου στο οποίο αποκτά σχήμα και εικόνα το ανείδωτο, φράση το ανείπωτο και σε εποχές που όλα επανατοποθετούνται, η συγγραφέας έρχεται για να μας γνωρίσει έναν καινούργιο αφηγηματικό τρόπο. Εκείνον που επιτρέπει να φανούν οι αρμοί της ζωής. Οι ρίζες του αναπόφευκτου, η εξήγηση στην απορία που δεν έχει ακόμα εκφραστεί.

Το παιχνίδι με τα αξεσουάρ” είναι ένα παιχνίδι καθοριστικό και επικίνδυνο, τόσο βαρύ που, τελικά, μονάχα ως παιχνίδι αντέχεται.

Διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στους ορόφους μιας σχετικά νεόδμητης πολυκατοικίας. Και συμμετέχουν οι πάντες και τα πάντα εκεί, κι εδώ ακριβώς έγκειται και η διαφορά του απ' ό,τι παρόμοιο. Εκτός από το ζευγάρι που κληρονομεί το ρετιρέ από την πεθαμένη αδελφή και τους ενοίκους του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου ορόφου, και η Ψυχή του γκρεμισμένου σπιτιού, ένα νεκρό τρίχρονο παιδί, η νεκρή αδελφή αλλά και ο κοινός Φόβος των πάντων. Απ' άλλη πηγή και με διαφορετική ρίζα για τον καθένα, κάθε φορά.

Με έναν αφηγηματικό τρόπο σχεδόν εσωτερικό, συναισθηματικά οξυδερκές και μια ακρίβεια στις λέξεις που σοκάρει και εντυπωσιάζει.

Τριτοπρόσωπα ή πρωτοπρόσωπα, αφηγούμενη έναν θάνατο από κεραυνό στο βουνό, μια αυτοκτονία από κάποιο μπαλκόνι στην πόλη, ή αναφερόμενη σε γεγονότα που αφορούν το παρελθόν, μια καταστροφή από ένα αναμμένο και λησμονημένο σίδερο για παράδειγμα, μια σκηνή ευθανασίας, έναν κήπο, ή το γκρέμισμα του παλιού διώροφου, η Βίλη Κανελλοπούλου με ανάσες ακριβείας,- καθαρά ποιητική η γραφή της, - και σκηνές που αναδεικνύουν το θέμα και μόνο, αναφέρεται ακριβώς στον πυρήνα της ζωής, χωρίς τίποτε περιττό ή αυτάρεσκο:

...Κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια με επίγνωση. Έμειναν μαρμαρωμένοι σε μια τελευταία τρυφερή συνεννόηση, με πλήρη συνείδηση, ανασυνθέτοντας για λίγο μια επιτύμβια αναθηματική σκηνή. Το πανάρχαιο ανάγλυφο ζωντάνεψε στιγμιαία, πετάχτηκε ολόγλυφο από την πλάκα του προτού βυθιστεί οριστικά από κάτω. Πρόλαβε ωστόσο να δει ο ένας στο βλέμμα του άλλου το νεύμα του αποχαιρετισμού. 'Ύστερα ο καθένας γλίστρησε εκεί όπου όφειλε να βρεθεί...”

Με μια γλώσσα σχεδόν σωματική, αρκετές φορές, αναδεικνύει την γλώσσα του σώματος ή την αξία της σιωπής:

...Γιατί οι άτακτοι μονόλογοι φτάνουν πάντα μόνο μέχρι ένα σημείο, κι όλοι γνωρίζουν πως, άμα οι άνθρωποι μιλούν πολύ, έχουν κάτι που δεν θέλουν να ξεστομίσουν. Μόνο όταν έχεις μοιραστεί ατέλειωτες ώρες κοινής σιωπής, η σκέψη γίνεται διάφανη κι ο λόγος, επιτέλους, περιττός...”

Σε μια ιστορία που είναι γέννηση, θάνατος, αλλά και έρωτας και ζωή, απλώς με πλήρη επίγνωση του ανθρώπινου πεπερασμένου:

...Πόσες μορφές μπορεί να πάρει ο έρωτας, δεν είμαι εγώ που θα απαριθμήσω. Έχουν πολλοί συλλογιστεί πάνω σ' αυτό, ποιητές, φιλόσοφοι και τυχοδιώκτες, δώσαν ονόματα, σκόρπισαν σάρκα, κυνήγησαν σαν γνήσιοι χαμένοι ό,τι δεν βρίσκεται πουθενά παρά στο σύντομο τραγούδι ενός στιγμιαία μαγεμένου από μια ανόητη μορφή, από μια παρουσία. Τόσοι καταπιάστηκαν με την απώλεια, με την οδύνη του πόθου, με τις ατέλειωτες εκκεντρικότητές του, τα βίτσια ή τις ιλαρότητές του. Λες και δεν στάθηκε αρκετή η δύναμή του, ολόγυμνη, λες και ο πόθος για ένα άλλο πρόσωπο, υγιής, ανεμπόδιστος, ολοκληρωμένος, δεν είναι κιόλας από μόνος του μια τραγωδία. Αυτός ο παραλογισμός, στην ευτυχή του εκδοχή, κατάφερε να αυτονομηθεί, να γίνει λόγος ύπαρξης και να διαφεντεύει όποιους απλά δέχτηκαν να αναλώσουν μια περιττή ζωή μες στο μυστήριό του. Πόσοι μπορούν να ισχυριστούν άραγε πως είχα για μοναδικό σκοπό- έστω για λίγο καιρό, μια και οι μακροχρόνιοι προορισμοί δεν είναι του σκαριού μας- αυτήν τη στράτευση;...”

Αποφλοιώνοντας από τα περιττά ψευδαισθησιακά στολίδα της, την όντως ζωή:

...Πάντα είναι δύσκολο να παρακολουθήσεις την καθημερινότητα των ανθρώπων. Συνήθως την παραχαράσσουν οι ίδιοι με τα μικροτεχνάσματα που βρίσκουν προκειμένου να ντύσουν με γοητεία την κοινοτοπία της...”

Εξάλλου,

...Τίποτα δεν είναι αυτονόητο σ' έναν κόσμο με πάθη θνητά...”

Αρκεί η ίδια η ζωή εφόσον...

...Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει γνωρίσει κάποια στιγμή τον γνωστό αιφνιδιασμό: τη ζωή να τον προσπερνάει...”

Το φινάλε είναι η μέγιστη έκπληξη, μια μεγάλη ανατροπή που δικαιώνει αυτούς τους αλλόκοτους και αινιγματικούς κύκλους που κάνει η ζωή και τη φωτιά που βρίσκεται πάντοτε εκεί όταν κανείς δεν την περιμένει μας καίει. Οι χαρακτήρες, αν και γραμμένοι με έναν τρόπο ποιητικά ελλειπτικό, τόσο μεστοί που κυριολεκτικά ξεχειλίζουν σάρκα και αίμα. Το παιχνίδι με την Απώλεια και τον Χρόνο αναδεικνύει τον ξανακερισμένο καιρό, έστω με επώδυνο τρόπο αλλά και δεν υπάρχει άλλος μάλλον για να αντιμετωπίσει κανείς τα φαντάσματα εκείνα που τον στοιχειώνουν.

Και για το τέλος, δυο αποσπάσματα που εξηγούν τον τίτλο αλλά και την εποχή μας: “Ο στρατηγός ενέδωσε πρώτος. Ακόμα κι αυτό όμως το έκανε με την αξιοπρέπεια ηγέτη που έχει οδηγήσει άντρες στη φωτιά. Παρέδωσε το νου του να κυλιστεί αργά και με τάξη στο κενό, σαν στρατιώτης παλιός που έχει ζήσει σχεδόν δυο παγκόσμιους κι έναν εμφύλιο, αναρίθμητα πραξικοπήματα, στάσεις, διεθνή κραχ και εγχώριες πτωχεύσεις. Κάτω απ' το άγρυπνο βλέμμα της συντρόφου του έχανε λίγο λίγο σαν παρατημένο αυτοκίνητο τα αξεσουάρ του, πρώτα το βήμα του, κάπως την όραση, όλο και περισσότερο την ακοή του και θεαματικά τα μυαλά του...”

Στην πραγματικότητα είναι εκείνοι που μας πλάθουν κατ' εικόνα και ομοίωσή μας, για να μας ζητήσουν ύστερα τα πιο δικά τους πράγματα. Τους ανήκουμε πλέον ολοκληρωτικά, με τα λόγια μας και με τα αξεσουάρ μας, όπως μας προτίμησαν και όπως μας αντέχουν. Ποτέ πριν δεν θα τολμούσαν να μας ορίζουν τόσο απόλυτα”. Κι εδώ είναι οι νεκροί μας, ως τα πλέον ασύλληπτα αξεσουάρ!




ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:


Η Βίλη Κανελλοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965.

Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.

Έχει κάνει πολλές ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές.

Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής!


Όμορφο, όμορφο χιόνι!