31/5/07

Νυχιά στα σωθικά



«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ BROKEBACK MOUNTAIN» της Αννυ Πρου

«Η άγρια φύση – μαβιά συντρίμμια βουνών, αειθαλείς χορταριασμένες πεδιάδες, πέτρες σκορπισμένες σαν ερειπωμένες πόλεις, ο διάπυρος ουρανός που αναδιπλώνεται- φέρνει ένα ρίγος μεταφυσικό. Είναι σαν μια μπάσα νότα, που δεν την ακούς μα την αισθάνεσαι, είναι σαν μια νυχιά στα σωθικά».
Σαν μια νυχιά στα σωθικά… Αυτό είναι οι ιστορίες της Αννυ Πρου. Που την αντιληφθήκαμε όταν ένα από τα διηγήματά της έγινε ταινία. «Το μυστικό του Brokeback Mountan» που βαφτίζει και όλη τη συλλογή που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον «Καστανιώτη». Σε μετάφραση, μάλιστα, του συγγραφέα Αυγούστου Κορτώ.
Από τον «Καστανιώτη», όμως, έχει κυκλοφορήσει κι άλλο ένα της μυθιστόρημα. «Εγκλήματα με ακορντεόν» ο τίτλος του, το 1998. Και «Καρτ ποστάλ» ο τίτλος του καινούργιου μυθιστορήματος, που κυκλοφορεί προσεχώς.
Στην συλλογή με τα διηγήματα «Το μυστικό του Brokeback Mountan», όλα περιστρέφονται γύρω από το σκληρό και καθοριστικό σαν πεπρωμένο τοπίο του Γουαιόμινγκ. Με μότο «Τι να την κάνεις την πραγματικότητα εδώ πέρα…» (αποσυρθείς κτηνοτρόφος του Γουαιόμινγκ), η συγγραφέας ορίζει τα ανθρωπογεωγραφικά όρια μιας περιοχής όπου η φύση αποκτά θεικές διαστάσεις:
«Καμιά παλιά σφαγή, καμιά σκληρότητα, κανένα ατύχημα ή φόνος που συνέβη στα μικρά ράντσα ή στ’ απομονωμένα σταυροδρόμια με τους άπορους πληθυσμούς των τριών και των δεκαεφτά χρόνων, ή σε αστόχαστα τροχόσπιτα μεταλλωρύχων, τίποτα δεν καθυστερεί την πλημμυρίδα του πρωινού φωτός>.
Εξάλλου όλοι γνωρίζουν πως τα «ενθύμια θανάτου, είναι εφήμερα»: «Αλλοι πολιτισμοί κατασκηνώσαν κάποτε για λίγο κι εξαφανίστηκαν. Μονάχα η γη κι ο ουρανός έχουνε σημασία. Μονάχα η ατέλειωτα επαναλαμβανόμενη πλημμύρα της αυγής. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις πως ο Θεός δεν μας χρωστά τίποτα παραπάνω».
Στα έντεκα διηγήματα του βιβλίου αξιολάτρευτοι, αξιοθρήνητοι άνθρωποι. Γενναίοι και μοιραίοι στο έλεος μιας άγριας κι ατίθασης φύσης, που «ρημαγμένοι από τη ζωή, επιμένουν να ελπίζουν».
Να ερωτεύονται για πάντα όπως δυο διψασμένες μοναχικές ψυχές μονάχα μπορεί να ερωτεύονται, με έναν έρωτα «που δεν χωρά στα ανθρώπινα μέτρα» στο ομώνυμο διήγημα («Το μυστικό του Brokeback Mountain»).
Να επιστρέφουν αενάως σε ό,τι κάποτε και για πάντα τους σημάδεψε και τους έγδαρε, όπως ο ογδοντάχρονος Μίρο στο «Μισογδαρμένο βόδι».
Να τσαλακώνονται κι όμως εκεί να επιμένουν στο όνειρο του Ροντέο, όπως ο Ντάιμοντ στη «Λάσπη στον πάτο».
Να πηγαινοέρχονται αναλόγως τους καιρούς, όπως ο Λίλαντ στην «Προυπηρεσία».
Να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι να πιστέψουν απιθανότητες, όπως ο γερο- Γκράις στο «Μοβόρικο άλογο».
Να αντέχουνε τα χειρότερα όπως ο Ρας και ο Χορμ Τίνσλει στο διήγημα «Οι άνθρωποι στην κόλαση θέλουνε μόνο ένα νεράκι».
Να ερωτεύονται ένα… τρακτέρ και να προσμένουν αχόρταγα «πότε θα ερχόταν κάποιος να τους πάρει» όπως η Όταλιν στην «Χορταριασμένη άκρη του κόσμου».
Να φοράνε σπιρούνια με γαλαξίες και δαιμονικές ιδιότητες, όπως η Ινέζ Μάντιμαν και η κυρία Φριζ στο διήγημα «Ζευγάρι σπιρούνια».
Να ζουν και να πεθαίνουν δίχως να καταλάβουνε το γιατί, όπως η Τζοάνα, ο Ορνέλας κι ο Ελκ στο «Μια μοναχική ακτή».
Να άγονται και να φέρονται σαν το φύλο στον άνεμο και σαν τον Σάι στους «Κυβερνήτες του Γουάιομινγκ».
Να φτάνουν στα άκρα, όπως ο Κρουμ ο ραντσέρης στα «88 χιλιόμετρα απ’ το πλησιέστερο βενζινάδικο».
Διότι στις ερημιές του Γουαιόμινγκ «με υλικά την έσωθεν κι έξωθεν ερημία», ο Θεός είναι φύση και τα όρια της ζωής και της ψυχής σου ανεξέλεγκτα.
Η Αννυ Πρου έρχεται, λοιπόν, και τις κεντά αυτές τις ψυχές, δίνοντας φως και σκιές και στις πιο μύχιες αποχρώσεις. Οσο για τα βουνά και τις ερημιές, τις στοιχειώνει. Διότι ζώντας σ’ αυτά τα βουνά, βιώνοντας αυτές τις ερημιές, δεν γίνεται παρά να σου συμβαίνει ό,τι στους ήρωες της Πρου συμβαίνει: Ν’ ακροβατούν για μια ζωή επιτυχώς ή ανεπιτυχώς (καμία μα καμία σημασία δεν έχει) στο χείλος του γκρεμού.
Έντεκα ιστορίες που τις διαβάζει κανείς με όλες του τις αισθήσεις.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Αννυ Ε. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουιτς του Κονέκτικατ.
Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι.
Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Postcards», και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ.
Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα «Ναυτιλιακά Νέα» (μτφρ. Μάριος Βερέττας, Εκδόσεις Πατάκη 2002) απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award.
Ακολουθούν τα «Εγκλήματα με ακορντεόν» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, Εκδ. Καστανιώτη 1998).
«Το μυστικό του Brokeback Mountain» (εκ των οποίων το ομώνυμο διήγημα κερδίζει το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος δημοσιευμένο σε περιοδικό Τύπο),
το μυθιστόρημα «Ο Ασσος στο Μανίκι»
και η συλλογή διηγημάτων «Σκληρή Βρωμιά: Ιστορίες του Γουαιόμινγκ Νο 2».
Το μυθιστόρημα «Καρτ ποστάλ» που κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη» εντός των ημερών.


«ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ BROKEBACK MOUNTAIN» της Αννυ Πρου, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη».




Με δυσκόλεψες alef μου. Όχι μουσικά. Καθόλου. Με ζόρισες. Όσο ζορίστικα με την ταινία. Και μ' αυτό το μετέωρο: "Jack, i swear...".
Moha


Η μουσική του Gustavo Santaolalla που υπογράμμισε βλέμματα και σιωπές



Και η Emilou Haris τραγουδάει για μια αγάπη που δεν θα μεγαλώσει...
Α love that will never grow old



Και αυτό:

30/5/07

Εγχειρίδιο για εξουθενωμένους


«Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» του Βίλχελμ Γκενατσίνο

Στο πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στα ελληνικά, απ’ όπου και τον γνωρίσαμε, «Μια ομπρέλα για τη μέρα», ο ήρωάς του ήταν… δοκιμαστής παπουτσιών. Και η τελευταία του φιλενάδα η Λίζα τον εγκατέλειψε, επειδή δεν άντεχε την άρνησή του να συμμετάσχει σ’ αυτόν τον κόσμο.
Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Βίλχελμ Γκενατσίνο «Η βλακεία του έρωτα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο ήρωάς του κάνει ένα επίσης απίθανο για τα δικά μας δεδομένα επάγγελμα: είναι ελεύθερος «αποκαλυπτής», διοργανώνει σεμινάρια σε ξενοδοχεία, εντυπωσιάζοντας τους ανθρώπους με τις εκπληκτικές του προβλέψεις. Και πρέπει επειγόντως εκείνος να εγκαταλείψει μια φιλενάδα απ’ τις δυο, εφόσον τα χρόνια περνούν και το να έχει κάποιος δύο γυναίκες, όσο να ‘ναι, είναι ένα πρόβλημα.
Ένα πρόβλημα που αγγίζει το ανυπέρβλητο σχεδόν εφόσον είναι και κόντρα στην ιδεολογία του… παθόντος και πάσχοντος ήρωα: «Περιμένει κανείς από εσάς να αγαπάω μόνο έναν από τους δύο, είτε τον πατέρα μου είτε τη μητέρα μου; Τότε όμως γιατί δεν μπορώ να αγαπώ ταυτόχρονα δύο γυναίκες;» Αναρωτιέται κι έτσι πορεύτηκε μια ζωή. Αγαπώντας την Σάντρα και την Γιούντιθ το ίδιο καλά και πολύ, ταυτοχρόνως.
«Δεν μπορώ παρά να συστήσω ανεπιφύλακτα τη μόνιμη αγάπη για δυο γυναίκες», ακόμα και τώρα, στα… ζόρια, επιμένει: «Λειτουργεί σαν ένα θαυμάσιο, διπλό αγκυροβόλημα στον κόσμο. Σιτεύεις με αγάπη, και αυτό είναι ακριβώς αυτό που χρειάζομαι. Η αγάπη για δυο γυναίκες δεν είναι ούτε χυδαία ούτε κακή, πόσο μάλλον διεστραμμένη ή φιλήδονη. Αντίθετα, είναι τελείως ομαλή (και εξομαλυντική), είναι μια σημαντική εμβάθυνση σε όλα όσα έχουν σημασία στη ζωή. Τη συγκρίνω συχνά με την αγάπη για τους γονείς. Κανένας δεν αξίωσε ποτέ να αγαπάμε μόνο τη μητέρα ή μόνο τον πατέρα».
Εξάλλου οι δυο γυναίκες της ζωής του είναι τόσο… κόντρα ρόλος, που σχεδόν αλληλοσυμπληρώνονται: Η Σάντρα είναι σαράντα τριών χρονών, ένα κεφάλι πιο κοντή απ’ αυτόν, επικοινωνιακή, προισταμένη γραμματέας, που της αρέσει να μαγειρεύει και να φιλιέται στο δρόμο. Είκοσι τρία χρόνια είναι μαζί.
Η Γιούντιθ από πολλές πλευρές είναι το ακριβώς αντίθετο της Σάντρα. Πενήντα ενός ετών, έχει σχεδόν την ίδια ηλικία με κείνον, και δεν την ξέρει όσο την Σάντρα. Η Γιούντιθ είναι αποτυχημένη πιανίστας. Λίγο πριν τα τεσσαρακοστά γενέθλιά της αποδέχτηκε οριστικά ότι νεότερες της την έχουν ξεπεράσει και έτσι τα βγάζει πέρα με ιδιαίτερα μαθήματα πια. Δουλεύει καθημερινά τουλάχιστον έξι ώρες, μερικές φορές και επτά κι οκτώ, και τρέχει η ίδια στα σπίτια των μαθητών της. Η Γιούντιθ χρειάζεται λάμψη γι’ αυτό και τρέχουν να ακούσουν τ’ αηδόνια σε βουκολικές εκδρομές, αλλά επαινεί τη Σάντρα που τα καταφέρνει και δίχως τη λάμψη.
Βεβαίως η μια γυναίκα δεν γνωρίζει την ύπαρξη της άλλης.
Ο ήρωας θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι τελικά ζει μια ευτυχισμένη ζωή, εάν ο χρόνος δεν κυλούσε επισημαίνοντας το επερχόμενο τέλος. Διότι όσο περνά ο καιρός, τόσο μεγαλύτερες προσπάθειες πρέπει να καταβάλει. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφασίσει να χωρίσει τη μια απ’ τις δυο.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, έτσι θα κυλήσει, μ’ αυτό το βάσανο. Και κάπου εκεί στο μέσον θα αρχίσει να αναρωτιέται για την ερωτική αποβλάκωση που το συνειδητό του μετατρέπει σε βλακεία του έρωτα. Ο ήρωας, δεν ξέρει τι νοσταλγεί, πολύ φοβάται και «κάτι που δεν υπάρχει». Υπάρχει περίπτωση η αγάπη του για τη Σάντρα και τη Γιούντιθ να έχει μεταμορφωθεί εδώ και καιρό σε «τέως αγάπη» και να μην την εκλαμβάνει ως τέτοια από φόβο και εγωισμό. Αυτό θα σημαίνει βέβαια ότι «παραμένει με την Σάντρα και τη Γιούντιθ εξαιτίας της αφοσίωσης που γεννούν τα γεράματα». Τα οποία επικείμενα γεράματα, βεβαίως, είναι και αυτά που του υπαγορεύουν να φύγει απ’ τη μια.
Αλλ’ όσο κι αν προσπαθήσει ο ταλαίπωρος ο αφηγητής δεν θα μπορέσει να χωρίσει καμία. Για να σπάσει το ερωτικό τρίγωνο μόνο μια λύση – σχεδόν εκ Θεού – θα βρεθεί. Να αποχωρήσει σταδιακά και επί της ουσίας ο ίδιος. Να χάνεται όσο προχωρά το μυθιστόρημα σαν χάρτινη φιγούρα και σαν σκιά, να αποσύρεται σιγά- σιγά ο εν εγρηγόρσει αναποφάσιστος εαυτός του.
Κι έτσι από ένας αναποφάσιστος, μελαγχολικός μεσήλικας γίνεται ένας απών ουσιαστικά άνθρωπος που αντιμετωπίζει ως παρατηρητής και σαν καρικατούρα τη ζωή αλλά και τη ζωή του να περνά. Και από ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα γίνεται μια ιστορία περί του επερχόμενου τέλους. Διότι μιλώντας για έρωτα, τον φόβο του θανάτου ξορκίζουμε και όπου το ένα υποχωρεί δεν γίνεται παρά η επικράτεια του άλλου να είναι ο νικητής.
Κλειδί για το επερχόμενο μη τέλος, τελικά, ένα «εγχειρίδιο για εξουθενωμένους» που είχε πρόθεση να γράψει ο ήρωας αρχικά. Ένας ήρωας ήδη εξουθενωμένος.
Παρ’ όλα αυτά όμως ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει με τρόπο ειρωνικό και μελαγχολικό, σχεδόν ανάλαφρο, για πράγματα κατά βάση βαριά, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση των γερμανών προκατόχων του (Κάφκα, Μούζιλ), αγγίζοντας τα άδυτα της ψυχής μαλακά και μελαγχολικά, με ένα χαμόγελο ευγενικό, αξιοπρεπές, αποδεικνύοντας και υποδεικνύοντας ταυτοχρόνως και όσα τριγύρω φθίνουν.
Διότι μιλώντας για την παρακμή του έρωτα, για την παρακμή της ζωής μας μιλά. Κι αποσυρόμενος απ’ αυτόν, απ’ τη ζωή αποσύρεται.
«Παρόλο που μέχρι χθες ήμουν σίγουρος ότι θα εγκατέλειπα ή τη Σάντρα ή τη Γιούντιθ, τώρα αισθάνομαι ότι εγώ θα είμαι ο εγκαταλειμμένος». «Το απαλό γλίστρημα στο θάνατο έκανε ασήμαντο το ερώτημα αν αγαπάω μία ή δυο γυναίκες», θα αποδεχτεί.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Βίλχελμ Γκενατσίνο γεννήθηκε το 1943 στο Μανχάιμ και ζει στη Φρανκφούρτη.
Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους σύγχρονους γερμανούς συγγραφείς.
Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Γκέοργκ Μπίχνερ της Γερμανικής Ακαδημίας, τη σπουδαιότερη λογοτεχνική διάκριση της Γερμανίας.
Στην Ελλάδα κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Μια ομπρέλα για τη μέρα» (μτφρ. Βίκυ Βολιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη»).

«Η ΒΛΑΚΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ» του Βίλχελμ Γκενατσίνο, Μετάφραση από τα γερμανικά: Βίκυ Βολιώτη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 204, τιμή: 12.5 ευρώ.




Εδώ το αγοράκι παίζει τον άλλο ρόλο. Και δεν του αρέσει. Γιατί είναι θέμα οπτικής. Και θέσης. Και τα επιχειρήματά του, συναισθηματικής φύσης βέβαια, γίνονται ωραίες κουβέντες. Λέει και κάτι μικρότητες, αλλά ποιος τον αδικεί; Και καταλήγει σ' ένα σπαρακτικό δίστιχο που κρύβει έναν φόνο. Αυτών που νιώθει. Αλλά φόνο.
moha



Elvis Costello - I want you

it s me by *nikitas

I want you
Youve had your fun you dont get well no more
I want you
Your fingernails go dragging down the wall
Be careful darling you might fall
I want you
I woke up and one of us was crying
I want you
You said young man I do believe youre dying
I want you
If you need a second opinion as you seem to do these days
You can look in my eyes and you can count the ways
I want you
Did you mean to tell me but seem to forget
I want you
Since when were you so generous and inarticulate
I want you
Its the stupid details that my heart is breaking for
Its the way your shoulders shake and what theyre shaking for
Its knowing that he knows you now after only guessing
I want you
Its the thought of him undressing you or you undressing
I want you
He tossed some tatty compliment your way
I want you
And you were fool enough to love it when he said
I want you
I want you
The truth cant hurt you its just like the dark
It scares you witless
But in time you see things clear and stark
I want you
Go on and hurt me then well let it drop
I want you
Im afraid I wont know where to stop
I want you
Im not ashamed to say I cried for you
I want you
I want to know the things you did that we do too
I want you
I want to hear he pleases you more than I do
I want you
I might as well be useless for all it means to you
I want you
Did you call his name out as he held you down
I want you
Oh no my darling not with that clown
I want you
Youve had your fun you dont get well no more
I want you
No-one who wants you could want you more
I want you
Every night when I go off to bed and when I wake up
I want you
I want you
Im going to say it once again til I instill it
I know Im going to feel this way until you kill it
I want you



29/5/07

Με τα καρφιά των λέξεων



«Ιδού εγώ
με τα καρφιά των λέξεων
σταυρωμένος στο χαρτί».
Αυτό σκέφτομαι. Συνειδητοποιώντας την τοξίνη των λέξεων. Στα χέρια μου, δεκαέξι «ανελέητα γράμματα».
Στο εξώφυλλο, ένας από τους πλέον όμορφους άντρες που πέρασαν απ’ αυτή τη ζωή, ποιητής τραγικός και παράφορος.
Δεν πρόλαβε να γεράσει, δεν πρόλαβε να χορτάσει. Τίποτα.
«Μα εγώ
όλος σάρκα
όλος άνθρωπος-
το σώμα σου ικετεύω
όπως ικετεύουνε οι χριστιανοί:
«δος ημίν σήμερον
τον επιούσιον ημών».
Έτσι ζητιάνεψε ως το τέλος: ποίηση, επανάσταση, Λίλια.
«Σύννεφο με παντελόνια» για μια ζωή.
Απ’ τις εκδόσεις «Αγκυρα» κυκλοφόρησε μόλις: Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι «Ερωτική αλληλογραφία με τη Λίλι Μπρικ».
Την επιμελήθηκε ο Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης.
Στον πρόλογο, η γνωριμία και η παράφορη σχέση με τη Λίλι. Σχέση ολότελα έξω απ’ τα πλαίσια τα συμβατικά. Και το πιο διάσημο γράμμα αποχαιρετισμού: «Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λίλα Μπρικ, η μητέρα μου, η αδελφή μου και η Βερόνικα Βοτόλντοβα Πολόνσκαγια. Εάν τους εξασφαλίσεις αξιοπρεπή ζωή – σ’ ευχαριστώ».
Η πιο σπαρακτική επίκληση, «Λίλια, αγάπα με», και μετά θάνατον.
Να πεις ότι γράφοντας ποίηση δεν το είχε προβλέψει;
«Ο ήλιος θα χορέψει χιλιάδες φορές σαν την κόρη του Ηρώδη,
γύρω απ’ την υδρόγειο- το κεφάλι του Βαφτιστή.
Κι όταν τελειώσει ο χορός των ετών μου,
ο χορός της παραχωρημένης ζωής μου,
θα μείνει πίσω μια ατέλειωτη σειρά από κηλίδες αίματος,
ως το κατώφλι του πατρικού μου σπιτιού».
Αλλά κανείς δεν τον πρόλαβε κι ας λέμε:
Εάν η Λίλι και ο Οσιπ Μπρικ δεν είχαν αναχωρήσει ξαφνικά για το Βερολίνο… Εάν η Τατιάνα δεν είχε σταματήσει να του γράφει… Εάν δεν τον ταλαιπωρούσε αυτή η βρογχίτιδα τόσο πολύ….
«Καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής της, η Λίλι Γιούρεβνα καταριόταν το ταξίδι στο Βερολίνο, επαναλαμβάνοντας πως αν ήταν κοντά του, ο Μαγιακόφκσι θα ζούσε».
Ηταν 15 Απριλίου του 1930 όταν όλα τέλειωσαν με μια σφαίρα στον κρόταφο και ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι 37 ετών.
Δυο – τρεις στροφές έτσι σαν αέναος αποχαιρετισμός για το τέλος:
«Τρέμω μην ξεχάσω τ’ όνομά σου
σαν τον ποιητή που τρέμει
μπας και χάσει τη λέξη
που μόλις ανακάλυψε
μια λέξη που η δόξα της συναγωνίζεται
τη δόξα του Θεού».
Κι ένα αποχαιρετιστήριο φιλί, με τον δικό του πάντα παράφορο τρόπο:
«Από τα χείλια μου παραμορφωμένο/ σαν πόρτα που την έγλυψε φωτιά/ ορμάει έξω ένα μικρούλικο φιλί/ το τελευταίο μου».








Les amants. by ~Iletaitunefois
Νομίζω ότι αυτό θα κάνω. Μου πάει αυτός ο ρόλος. Θα προσθέτω μια ακόμα ιστορία στην από 'πάνω ιστορία. Ζητήθηκε, αλλά μ' αρέσει ως soundtrack αυτής εδώ της σελίδας. Αυτοί εδώ οι εραστές έχουν να θυμούνται την ιστορία τους που πάλιωσε και τώρα αναπαύεται στον παράδεισο. Σαν όλες τις παλιές αγάπες. Ε;
moha

La chanson des vieux amants
Paroles: Jacques Brel. Musique: Jacques Brel & Gérard Jouannest 1967

Bien sûr, nous eûmes des orages
Vingt ans d'amour, c'est l'amour fol
Mille fois tu pris ton bagage
Mille fois je pris mon envol
Et chaque meuble se souvient
Dans cette chambre sans berceau
Des éclats des vieilles tempêtes
Plus rien ne ressemblait à rien
Tu avais perdu le goût de l'eau
Et moi celui de la conquête

Mais mon amour
Mon doux mon tendre mon merveilleux amour
De l'aube claire jusqu'à la fin du jour
Je t'aime encore tu sais je t'aime

Moi, je sais tous tes sortilèges
Tu sais tous mes envoûtements
Tu m'as gardé de pièges en pièges
Je t'ai perdue de temps en temps
Bien sûr tu pris quelques amants
Il fallait bien passer le temps
Il faut bien que le corps exulte
Finalement finalement
Il nous fallut bien du talent
Pour être vieux sans être adultes

Oh, mon amour
Mon doux mon tendre mon merveilleux amour
De l'aube claire jusqu'à la fin du jour
Je t'aime encore, tu sais, je t'aime

Et plus le temps nous fait cortège
Et plus le temps nous fait tourment
Mais n'est-ce pas le pire piège
Que vivre en paix pour des amants
Bien sûr tu pleures un peu moins tôt
Je me déchire un peu plus tard
Nous protégeons moins nos mystères
On laisse moins faire le hasard
On se méfie du fil de l'eau
Mais c'est toujours la tendre guerre

24/5/07

Τα πικρά δάκρυα της Ντολόρες


Στον Nuwanda, που θα τ’ αρέσει, σίγουρα

«ΤΡΕΙΣ ΑΣΗΜΑΝΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ» του Αντόνιο Ταμπούκι, Εκδ. <Αγρα>, σελ. 72, τιμή: 8.50 ευρώ.

Ο τίτλος τους, σχήμα οξύμωρο. «Τρεις ασήμαντες ιστορίες χωρίς συμπέρασμα». Ενδεχομένως κοντά σε ότι δηλώνουν όσον αφορά το συμπέρασμα. Τρία διηγήματα του σπουδαίου ιταλού συγγραφέα γραμμένα σε τρεις διαφορετικές περιόδους και σε τρία διαφορετικά στυλ. Κοινό και στα τρία το θέμα. Η τρομοκρατία αλλά ιδωμένη από τα… μετόπισθεν. Γι’ αυτό και διεισδύουν βαθύτερα στο φαινόμενο, γι’ αυτό και εντοπίζουν τις ενδεχόμενες αιτίες, περιγράφουν καλύτερα και βαθύτερα τις ψυχικές καταστάσεις.
Η απάντηση- όπως και σε όλα τα ανθρώπινα ή τα μεγάλα, και ιδιαιτέρως σε εκείνα που επιδέχονται ερμηνεία εκ των υστέρων ή πολιτική εκμετάλλευση- δεν είναι «λουκουμάκι στο πιατάκι», δεν μας δίνεται. Η κεντρική ιδέα, αναλόγως του οπτικού πρίσματος, άλλη για τον καθένα.
Το αποτέλεσμα, τρία αποκαλυπτικά για το φαινόμενο και για το μέγεθος του συγγραφέα διηγήματα με τους επί μέρους τίτλους:
«Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα»,
«Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο;» και
«Μικρές παρεξηγήσεις άνευ σημασίας».
Και στις τρεις ιστορίες η λέξη «τρομοκρατία» δεν εμφανίζεται ούτε μια φορά. Αλλά ως κοινός παρανομαστής κυριαρχεί όπως και στην ζωή της Ιταλίας κυρίως κατά την δεκαετία του ’70.
Στο πρώτο διήγημα του βιβλίου «Η Ντολόρες Ιμπαρούρι χύνει πικρά δάκρυα» ηρωίδα είναι ενός τρομοκράτη η μάνα. Και μέσα από τον μονόλογό της, «ο τρομοκράτης παιδί». Ο «Πιτίκε», όπως τον φώναζαν οι οικείοι του που σημαίνει «μικρούλης» αλλά «θα σας ήμουν ευγνώμων αν δεν αναφέρατε αυτό το όνομα στην εφημερίδα σας». Ο «Πιτίκε» που πέρασε τα παιδικά του χρόνια παίζοντας με τον Πινόκιο, που υπήρξε τόσο έξυπνος και στο σχολείο ιδιαίτερα χαρισματικός, που άκουγε με προσοχή τις ιστορίες του πατέρα του με τον οποίο αντήλλασε γράμματα που ήταν το δικό τους παιχνίδι. «Διάβαζαν βιβλία και ύστερα έγραφε ο ένας στον άλλο γράμματα σαν να ήταν ο καθένα τους ένα πρόσωπο από τα βιβλία». Ετσι ο Λίβινγκστοουν, ο Χάκλεμπερρυ Φιν, ο Κιμ, ο Παστέρ και ο Γαβριάς, η Πασιονάρια Ντολόρες ή Ιμπαρούρι ήταν ένας δικός τους άνθρωπος και με όσα συνέβαιναν στην Ρωσία (όταν ο Χρουστσόφ είχε αποκαλύψει τις φρικαλεότητες των προκατόχων του) «η Ντολόρες Ιμπαρούρι» «έχυσε δάκρυα πικρά» στην αλληλογραφία τους. Όπως τώρα η μάνα του, που θρηνεί για τον σκοτωμένο της Πιτίκε κοιτώντας την φωτογραφία του στην εφημερίδα.
Στο δεύτερο διήγημα του βιβλίου «Μπορεί το φτερούγισμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη να προκαλέσει τυφώνα στο Πεκίνο;» η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ανακριτικό γραφείο. Είναι το μικρό χρονικό ενός ιεροεξεταστικού διαλόγου, μιας «μεταμελημένης ομολογίας». Ο υπογράφων «θα είστε ο κύριος Πεταλούδας», φέρων ένα κωδικοποιημένο όνομα θα πρέπει να γεννήσει μια ιστορία για να υποστηρίζει την αρχική φράση «μετανιώσει». Διότι ο ντυμένος στα γαλάζια κύριος «μπορείτε να με λέτε κύριο Συνείδηση» είναι σαφής: «βρισκόμαστε σε ένα φράκταλ. Αποτελείτε κι εσείς μέρος ενός φράκταλ, μια κίνησή σας μπορεί να μετατρέψει αυτό το φράκταλ, αγαπητέ κύριε Πεταλούδα, γι’ αυτό και πρέπει να κουνάτε τα φτερά σας όπως πρέπει».
Το τρίτο διήγημα «Μικρές παρεξηγήσεις άνευ σημασίας» είναι «ένα διήγημα για το ανθρώπινο πεπρωμένο». Πρωταγωνιστές, δυο παλιοί φίλοι, δυο συμμαθητές στο γυμνάσιο και μετά στο πανεπιστήμιο. Ο ένας έγινε δικαστής και ο άλλος τρομοκράτης. Και η ζωή τα φέρνει έτσι ώστε ο δικαστής δικάζει τον τρομοκράτη. Ανάμεσα στο κοινό αυτής της μοιραίας τρόπον τινά δίκης ένας τρίτος άνθρωπος, ένας δημοσιογράφος και συγγραφέας, φίλος και των δυο που προσπαθεί να βγάλει άκρη. Να ανακαλύψει το μυστικό που προκάλεσε τελικά όλη αυτή την κατάσταση, να ξεδιαλύνει το πώς συμβαίνει «ο ρόλος που παίζει κάποιος να γίνεται πραγματικότητα» και «η ζωή να παγιώνει τα πράγματα, και οι συμπεριφορές να γίνονται επιλογές».
Τρεις γοητευτικές ιστορίες σαν μικρά υπαρξιακά αινίγματα. Που ξεδιαλύνουνε συμπεριφορές, μας γεμίζουν λογοτεχνία και μουσικές, μας αποκαλύπτουν έναν σημαντικό μέσα από τις λεπτομέρειες συγγραφέα. Με τέλος ανοιχτό σαν ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε το 1943 στην Πίζα, πόλη στην οποία εξακολουθεί να μένει, μετά από πολύχρονη παραμονή στην Πορτογαλία.
Το 1997 τιμήθηκε με το Ευρωπαικό Αριστείο Γραμμάτων.
Μεταξύ των βιβλίων που έχει εκδώσει και τα εξής:
«Το παιγνίδι της αντιστροφής» (Αγρα, 2005)
«Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ» (Αγρα, 1997)
«Νυχτερινό στην Ινδία» (Οδυσσέας, 1990)
«Η γραμμή του ορίζοντα» (Αγρα, 1998)
«Ο Μαύρος Αγγελος» (Εστία, 1995)
«Ονειρα ονείρων» (Αγρα, 1999)
«Ρέκβιεμ» (Οδυσσέας, 1994)
«Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα» (Αγρα, 1999)
«Ετσι ισχυρίζεται ο Περέιρα» (Ψυχογιός, 1995)
«Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου» (Ψυχογιός, 1998)
«Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες- Συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ’ όλης της ύλης» (Αγρα, 1999),
«Δυο ελληνικά διηγήματα» (Αγρα, 2000)
«Είναι αργά, όλο και πιο αργά» (Αγρα, 2002), Κρατικό Βραβείο μετάφρασης
«Ο Τριστάνο πεθαίνει» (Αγρα, 2004)



<

Αφιέρωση...
...για την Μάρω

23/5/07

"Μια ωμή ερωτική επιστολή"


Ήταν μονάχα μια ερωτική επιστολή σ’ έναν άντρα. Όπως και άλλα πολλά βιβλία γυναικών. Πολλές φορές, κι ο παραλήπτης ακόμα το αγνοεί. Υπάρχουν άλλοι παραλήπτες, που δεν την αφορούν, όμως, καθόλου. Όποια κι αν είναι η πορεία που το βιβλίο της ακολουθεί, πάντα μα πάντα η αρχή θα είναι άλλη. Μια τέτοια περίπτωση και ένα… διάσημο βιβλίο που ακολουθεί. Το διάσημο βιβλίο ενός άσημου έρωτα και μιας συγγραφέως που άντεξε χρόνια και χρόνια να μην αποκαλυφθεί. Αλλά για να μην αναρωτιέστε τι λέω…


«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ Ο» της Πολίν Ρεάζ, Μετάφραση: Θεοδώρα Καβαρατζή, Εκδ. «Εξάντας», σελ. 232, 12.50 ευρώ.

Πρόκειται πράγματι για ένα βιβλίο που κουβαλά πίσω του μια απίθανη ιστορία. Όταν η Ντομινίκ Ορί ακούει τον εραστή και εργοδότη της Ζαν Πολάν να λέει ότι καμιά γυναίκα δεν είναι ικανή να γράψει ερωτικό μυθιστόρημα, αποφασίσει να του αποδείξει ότι έχει άδικο. Και με το όνομα Πολίν Ρεάζ συγγράφει την τολμηρή, σαδομαζοχιστική Ιστορία της Ο, που κυκλοφόρησε το 1954 και έμελλε να γίνει το πιο πολυδιαβασμένο σύγχρονο γαλλικό βιβλίο μετά τον «Μικρό πρίγκιπα» του Σεντ- Εξιπερί. Το περιεχόμενο του βιβλίου προκάλεσε σάλο, το 1955 εκδότης και συγγραφέας- φάντασμα κατηγορήθηκαν για ασέβεια και το βιβλίο απαγορεύτηκε. Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν το 1959, αλλά μέχρι το 1967 απαγορευόταν η διαφήμιση του βιβλίου και η πώλησή τους σε ανηλίκους. Η Ντομινίκ Ορί δεν αποκάλυψε ότι η ίδια ήταν η συγγραφέας του μυθιστορήματος παρά το 1994 σε μια συνέντευξη στο New Yorker. Η Ντομινίκ Ορί (ψευδώνυμο της Αν Ντεκλό) γεννήθηκε στο Ροσφόρ –σιρ-Μερ της Γαλλίας. Σπούδασε στη Σορβόνη και εργάστηκε ως δημοσιογράφος το 1946, οπότε ξεκίνησε τη συνεργασία της με τον εκδοτικό οίκο Gallimard, υπό τον Πολ Πολάν. Φανατική αναγνώστρια της αγγλόφωνης λογοτεχνίας, μετέφρασε πολυάριθμους Βρετανούς και Αμερικανούς συγγραφείς στα γαλλικά και απολάμβανε ευρείας εκτίμησης ως κριτικός λογοτεχνίας. Η μοναδική της συγγραφική απόπειρα, υπό το όνομα Πολίν Ρεάζ, ήταν «Η ιστορία της Ο» που κυκλοφόρησε το 1954 και έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία. Εντούτοις η αληθινή ταυτότητά της συγγραφέως δεν έγινε γνωστή παρά 40 χρόνια αργότερα!

Ο πρόλογος στο βιβλίο ανήκει στον ίδιο τον Ζαν Πολάν, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς αποδεχόταν ότι όλο αυτό το βιβλίο (που σχεδόν του απευθυνόταν) ήταν μια «περίεργη ερωτική επιστολή», αποτελώντας (μέσα στην πλήρη υποταγή) μια αφάνταστα τολμηρή ειδικά για την εποχή «εξέγερση» που χαρακτήριζε παρά το τολμηρό του θέματος μια «ανελέητη ευπρέπεια»: «Δεν αμφιβάλω ότι είστε γυναίκα. Όχι τόσο γιατί σας αρέσουν οι λεπτομέρειες στα πράσινα μεταξωτά φορέματα, στους κορσέδες και στις ανασηκωμένες φούστες γυρισμένες πολλές φορές προς τα πάνω: σαν μπούκλα τυλιγμένη σε ρόλει. Αλλά επειδή η Ο, την ημέρα που ο Ρενέ την οδηγεί σε νέα μαρτύρια, έχει αρκετή διαύγεια πνεύματος ώστε να προσέξει ότι οι παντόφλες του εραστή της είναι φθαρμένες, ότι θα έπρεπε να αγοράσουν καινούργιες. Μου φαίνεται σχεδόν αδιανόητο. Ενας άντρας δεν θα το είχε προσέξει ποτέ, ή εν πάση περιπτώσει δεν θα είχε τολμήσει ποτέ να το πει.

Και όμως η Ο εκφράζει, με τον τρόπο της, ένα ανδρικό ιδεώδες. Ανδρικό, ή έστω ανδροπρεπές. Επιτέλους μια γυναίκα που ομολογεί! Ποιος ομολογεί τι; Αυτό που οι γυναίκες ανέκαθεν αρνούνταν (αλλά ποτέ περισσότερο απ’ ό,τι σήμερα). Αυτό για το οποίο οι άνδρες ανέκαθεν τις κατηγορούσαν: ότι δεν παύουν να υπακούν στο αίμα τους’ ότι τα πάντα σ’ αυτές είναι ερωτισμός, ακόμα και το μυαλό τους».

Για την «Ιστορία της Ο» έγραψε ο τύπος:

«Αναμφίβολα, «Η Ιστορία της Ο» αποτελεί την πιο ωμή ερωτική επιστολή που έλαβε ποτέ ένας άνδρας» (Jean Paulhan).

«Το παράδοξο της Ο είναι εκείνο της οραματίστριας η οποία πέθανε να μην πεθάνει, είναι το μαρτύριο στο οποίο ο βασανιστής είναι συνένοχος με το θύμα. Αυτό το βιβλίο είναι η υπέρβαση του ίδιου του λόγου του, στο βαθμό που, από μόνο του, σπαράσσεται και αποσυνθέτει τη μαγεία του ερωτισμού στην υπέρτατη μαγεία του ακατόρθωτου> Georges Bataille, Nouvelle Revue Franqaise.

«Η γραφή της Πολίν Ρεάζ χαρακτηρίζεται από απίστευτη κοσμιότητα σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Αν δεν είναι το μεγαλύτερο θαύμα του βιβλίου, σίγουρα δεν είναι αμελητέο πως αυτή εδώ η γραφή, ευπρεπής σαν τη γλώσσα της Πριγκίπισσας της Κλέβης, θερμή δεν θα πω σαν τι, χαρακτηρίζεται από απλή πυκνότητα που ενισχύει, ή προκαλεί, το συναίσθημα> (Andre Pierre de Mantiargue, Critigue).

Ετσι σήμερα (σχεδόν σήμερα), τριάντα ένα χρόνια μετά (μόλις το 1994 το αποκάλυψε η συγγραφέας) μάθαμε ότι «Η ιστορία της Ο» που γυρίστηκε το 1975 και αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της παγκόσμιας λογοτεχνίας γράφτηκε από μια σπουδαία κριτικό που είχε σπουδάσει στη Σορβόνη. Αποφάσιζε, σχεδόν για τις εκδοτικές κινήσεις στο Gallimard και συμμετείχε στην κριτική επιτροπή πολλών σημαντικών λογοτεχνικών βραβείων.

Αλλ’ είναι αυτό που είχε πει και η Βιρτζίνια Γουλφ «αν η γυναίκα είχε ένα δικό της δωμάτιο ίσως να είχε γεννηθεί και η αδελφή του Σαίξπηρ» («Ένα δικό σου δωμάτιο», Εκδ. «Οδυσσέας»).



ΓΕΥΣΗ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

Η Ντομινίκ Ορί (ψευδώνυμο και αυτό της Αν Ντεκλό) έγραψε για τον Πολ Πολάν την «Ιστορία της Ο» ως Πολίν Ρεάζ και ο Ζαν Πολάν έγραψε για την Πολίν Ρεάζ σαν ανοιχτή επιστολή έναν πρόλογο. Επειδή «λίγοι άντρες δεν ονειρεύτηκαν να έχουν μια Ζυστίν» (η ηρωίδα του βιβλίου). Διότι η συγγραφέας ναι μεν είναι γυναίκα, «αλλά με χαρακτήρα ιππότη, σταυροφόρου. Σαν να φέρετε μέσα σας και τις δυο φύσεις ή η παρουσία του παραλήπτη της επιστολής να σας είναι τόσο έντονη ώστε να δανείζεστε τις προτιμήσεις του και τη φωνή του. Αλλά ποια γυναίκα; Ποια είστε;» Και ταυτοχρόνως απαντά: «Μια γυναίκα είναι ικανή για χίλια δυο πράγματα που εμένα μου διαφεύγουν. Συνήθως ξέρει να ράβει. Ξέρει να μαγειρεύει. Ξέρει πώς να διακοσμήσει ένα διαμέρισμα, ποια στυλ ταιριάζουν μεταξύ τους (δεν λέω ότι τα κάνει όλα τέλεια, μα ούτε κι εγώ ήμουν άψογος Ερυθρόδερμος) Ξέρει πολύ περισσότερα. Τα πάει μια χαρά με σκύλους και με γάτες’ μιλά με αυτούς τους μισότρελους, τα παιδιά, που τα δεχόμαστε ανάμεσά μας: τους μαθαίνει κοσμολογία και καλούς τρόπους, υγιεινή και παραμύθια, ίσως ακόμα και πιάνο. Με δυο λόγια, ονειρευόμαστε συνέχεια, από τα παιδικά μας χρόνια, έναν άντρα που να είναι ταυτόχρονα όλοι οι άντρες. Φαίνεται όμως ότι κάθε γυναίκα έχει το χάρισμα να είναι όλες οι γυναίκες (και όλοι οι άντρες ταυτόχρονα».


21/5/07

Μια ιστορία είναι μόνον


Η ιστορία σου. Η ιστορία μου.
Και το ότι απόψε έχω γενέθλια, λέμε.
Γίνομαι ένα… σκασμό χρόνια! Μισόν αιώνα παρά δύο. Κι ο φιόγκος εκεί. Εκεί και τα κόκκινα λουστρίνια.
Ας είναι, Τέντ Χιουζ ήταν αυτός. Κι όσο για κείνη, η αιώνια Σύλβια Πλαθ που έγινε μύθος και βραβεύτηκε και λατρεύτηκε όταν έγινε πια παρελθόν. Που αγαπήθηκε κι από κείνον, όπως συμβαίνει «κατόπιν εορτής» και της έγραφε εφ’ όρου ζωής «Γράμματα γενεθλίων». Που επέζησαν και διαβάζονται σαν μαύρο παραμύθι απ΄ τα παιδιά κι απ’ τα μεγάλα κορίτσια που κοντεύουν πια ένα σκασμό χρόνια.
«Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας»…

«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ» του Τεντ Χιουζ, Μετάφραση/ Εισαγωγή/ Σημειώσεις: Γιάννης Αντιόχου, Εκδ. «Μελάνι»

«Σηκώνω το κεφάλι μου-
μήπως και συναντήσω τη φωνή σου.
μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον
που ξέσπασε πάνω μου.
Ύστερα κοιτάζω πίσω
στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις.
Είσαι δέκα χρόνια νεκρή.
Μια ιστορία είναι μόνο.
Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Ποιητική συλλογή που λειτουργεί πια στα όρια του μύθου, εφόσον και τα δύο εμπλεκόμενα πρόσωπα συνεχίζουν μια διαλεκτική πέρα απ’ τον χρόνο. Και μεταξύ τους και με τον αναγνώστη. «Τα γράμματα γενεθλίων» του Τεντζ Χιουζ που κυκλοφόρησαν απ’ το «Μελάνι» δεν είναι άλλο από «την ιστορία της» και «την ιστορία του». Την ιστορία της Σύλβια Πλαθ, της ποιήτριας που αυτοκτόνησε μετά από τον χωρισμό της και τη σχέση του με την Άσια Γκάτσμαν Γουέβιλ και βραβεύτηκε με Πούλιτζερ μετά τον θάνατό της. Την ιστορία του που, παρά το τεράστιο ποιητικό του μέγεθος, η ζωή και το όνομά του σημαδεύτηκε από μια διπλή αυτοκτονία: της Σύλβια και της Άσια. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μονάχα που η Άσια επέλεξε να πάρει μαζί και την κόρη τους.
Η καταδικαστική απόφαση των φεμινιστριών και υπέρμαχων της ποιητικής της Πλαθ (ιδιαίτερα στη γενέτειρά της, την Αμερική) ότι τη «σκότωσε», φαίνεται να συνέβαλε στην απόφαση του Τεντ Χιουζ να ζήσει, σχεδόν μια ζωή… γράφοντάς της. «Ογδόντα οκτώ ποιήματα μνήμης, αγάπης, τρυφερότητας, στοργής, χαράς, προσδοκίας, οργής, βίας, μανίας, σπαρακτικής οδύνης, γοτθικού τρόμου, δαιμονολογίας και δαιμονοληψίας, γητέματος, βασκανίας». Όπου ο Χιουζ «σπάζοντας τη σιωπή του αναφορικά με την Πλαθ, γράφει μια μεγάλη ποίηση του Έρωτα και του Θανάτου».
«Στο ευρύ κοινό- σημειώνει η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου στο Επίμετρο του βιβλίου- έγινε γνωστός ως Δαφνοστεφής Ποιητής στην υπηρεσία της βασιλικής αυλής, ως καταραμένος και «ένοχος» σύζυγος της Αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, ως συγγραφέας βιβλίων για παιδιά, αλλά κυρίως ως ποιητής με το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο, να εμφυσά ψυχή στα ελώδη τοπία και τα άγρια ζώα της αγγλικής ενδοχώρας». Ωστόσο «αναγνωρίστηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της γενιάς του, που δεν περιορίστηκε στα βρετανικά σύνορα».
«Ο Χιουζ είναι ο υμνωδός του τίποτα, γιατί είναι βαθιά μεταφυσικός ποιητής- γράφει ο Γιάννης Αντιόχου στην εισαγωγή του.- Μέσα στα «Γράμματα γενεθλίων», αυτό γίνεται απόλυτα κατανοητό. Είναι αινιγματικός, μ’ έναν πολύπλοκο τρόπο, φιλοσοφικός, τρομοκρατικός, απόκοσμος».
Τα «Γράμματα Γενεθλίων» είναι, εντέλει, μια προσωπική εξήγηση, αλλά ταυτόχρονα και το χρονικό μιας διπλής ζωής. Που ξεκινώντας από τα «μακριά, κυματιστά μαλλιά της» σε «μια φωτογραφία των υποτρόφων του Ιδρύματος Φουλμπράιτ» (Οι υπότροφοι του Ιδρύματος Φουλμπράιτ), διανύει μια τεράστια διαδρομή με «Πίστη», «Βόλτα στο φεγγάρι», «Το Παρίσι σου» με «Μάλλινο πλεκτό ροζ φόρεμα» και «Το μπλε φανελένιο ταγιέρ», για να καταλήξει στο «Κόκκινο». Διότι:
«Όταν πέρασε τελικά το δικό σου/ το δωμάτιό μας ήταν κόκκινο».
Και πέρασε το δικό της. Έτσι, αυτή η ποιητική συλλογή είναι το «Δωμάτιο της Κρίσης». Διότι «Η βελούδινη μακριά φαρδιά σου φούστα, είναι αιμάτινος επίδεσμος,/ ένα μεστό κρασί Βουργουνδίας./ Τα χείλη σου ένα βαμμένο, βαθύ κόκκινο./ Εκστασιαζόσουν απ’ το κόκκινο./ Το ένιωσα άγριο- σαν τις ξεραμένες άκρες μιας γάζας/ σε μια πληγή που πήζει. Μπορούσα ν’ αγγίξω/ την ανοιχτή φλέβα εκεί μέσα, την σκεπασμένη με κρούστα λάμψη».
Εξάλλου, ποτέ τους δεν έπαψαν να μιλά ο ένας στον άλλον: «Δέκα χρόνια μετά το θάνατό σου/ συνάντησα σε μια σελίδα του ημερολογίου σου, όπως ποτέ άλλοτε,/ την έκπληκτη χαρά σου…»
Κι εκείνος, απ’ ότι φαίνεται, για μια ολόκληρη ζωή, δεν έχει πια επιλογές: «Σηκώνω το κεφάλι μου- μήπως και συναντήσω τη φωνή σου,/ μ’ όλο το πιεστικό της μέλλον/ που ξέσπασε πάνω μου. Ύστερα κοιτάζω πίσω/ στο βιβλίο με τις τυπωμένες λέξεις./ Είσαι δέκα χρόνια νεκρή. Μια ιστορία είναι μόνο./ Η ιστορία σου. Η ιστορία μου».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε βοηθά να κατανοήσεις την ζωή και τον θάνατο. Τον έρωτα. Που συνεχίζεται και όταν έχει χαθεί ο ένας από τους δυο. Με τρόπους παράδοξους και περίεργους. Με προδοσίες και με φυγές, με ενοχές και βασανιστικές αμφιβολίες.
«Ένα καταραμένο, αιματοβαμμένο βιβλίο ποίησης, ένα σωματικό βιβλίο ποίησης, ένα εγχειρίδιο θανάτου, επικίνδυνο ίσως για αναγνώστες με ευάλωτο ψυχισμό», όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του Γιάννης Αντιόχου.
Αλλά έτσι ή αλλιώς ένας μεγάλος έρωτας είναι και ρίσκο, και ιστορία για γερά νεύρα. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο έρωτας γίνεται ποίηση.

ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Ο ποιητής γεννιέται στην κωμόπολη Μύθολμροιντ του Γιορκσάιρ, από τον Γουίλιαμ Χέντρι και την Ιντιθ Χιουζ.
Το 1945 γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1946 δημοσιεύει το πρώτο ποίημα στο σχολικό περιοδικό.
Το 1950 εισάγεται στο Κέμπριτζ για να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Το 1953 στρέφεται στην Ανθρωπολογία και την Αρχαιολογία.
Το 1956 συναντά την Σύλβια Πλαθ, με την οποία θα συνδέσει εφόρου ζωής, τη ζωή του. Το 1962 γνωρίζει την Άσια, τη γυναίκα του ποιητή Ντέιβιντ Γουέβιλ, χωρίζει με την Σύλβια Πλαθ, η οποία ένα χρόνο αργότερα, αυτοκτονεί.
Το 1964 γίνεται λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, το 1965 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Αριελ» της Πλαθ. Το 1969 αυτοκτονεί η ερωμένη του Άσια, το 1972 εγκαθίσταται στην εξοχή και γίνεται αγρότης, το 1974 τιμάται με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο Ποίησης.
Το 1984 ανακηρύσσεται «δαφνοστεφής ποιητής» του Βασιλικού Οίκου της Αγγλίας, το 1997 αποφασίζει την έκδοση του βιβλίου «Γράμματα Γενεθλίων».
Πεθαίνει στις 28 Οκτωβρίου του 1998 από λευχαιμία.

18/5/07

Το χρονικό ενός αποχαιρετισμού


Μικρός άχρηστος πρόλογος για ένα ακόμα πιο άχρηστο θέμα:

«Γράμμα προς τη θεία χάρη», έτσι μεγαλοπιανόμουν όταν το ‘γραφα. Αλλά αμέσως σκέφτηκα πως μπορεί και να ‘ναι αποχαιρετισμός «στο νησί μου». Κι όποτε με καταλαμβάνει μανία αποχαιρετισμού, σ’ αυτό προσέτρεχα. Κάθε φορά μου άφηνε την ίδια γεύση στα χείλη. Σα να αποχαιρετούσα αγαπημένο.

Μέχρι που φέτος (τέτοια ώρα, τέτοια λόγια) το αποδέχτηκα: ό,τι και αν αποχαιρετούσα, εσένα αποχαιρετούσα’ λες και το ‘ξερα! Τότε, δηλαδή, εντελώς χωρίς να σε ξέρω!

Στο… θέμα μας, τώρα!

Ήρθα για να Σε αποχαιρετήσω. Όσο και αν ακούγεται παράξενο όλο αυτό, εγώ όμως μόνον για κείνο ήρθα.
Να ξαναμπώ στο λιμάνι για ακόμα μια φορά. Να προσκυνήσω στη χάρη Σου για να μην αποστρέψεις από μένα, να δω τη νύχτα σαν διάστιχτα αστέρια στο βουνό τα χωριά, να δω μέσα στο μαύρο πέλαγος ολοφώτεινα τα καράβια, να δω τους περιστεριώνες σαν φάρους ν’ αντέχουν και ν’ αναβοσβήνουνε στο βουνό και να χαιδέψω με την πρεσβυωπία μου την απαλότητα των καμπύλων των βράχων.
Να καταλάβω, χλωμό. Δεν το βλέπω. Όσο κι αν βάζω αγίασμα και πασαλείβομαι λαδάκι.
Κοιτώ, ξανακοιτώ την εικόνα και... όχι, για το χατίρι μου δεν δάκρυσε. Πέρασε όμως κάποια ώρα από πάνω μου σαν χάδι το βλέμμα Της.

Ήταν χαράματα στο νησί κι εγώ είχα φτάσει γονατιστή απ’ το λιμάνι.
Στα γόνατα την βρήκα και με χάιδεψε. Αυτή, ήταν δεν ήταν θεική παρηγορία.
Σ’ αφήνει, όμως, όσο να ‘ναι, κάποια σιγουριά αυτή η επίσκεψη. Κι έτσι και έρθει μια φορά, εσύ, αενάως μετά την περιμένεις.
«Υπάρχει», λες με σιγουριά.
Κανείς δεν πείθεται απ’ τους ισχυρισμούς σου.
Κι άντε να λειώνεις εσύ παπούτσια σαν το Άγιο.
Άλλωστε σ’ αυτήν εδώ την Παναγιά στρατιές προσώπων κατάθεσαν το βλέμμα τους και μια σειρά κουβάδες δάκρυα. Αφού αυτό που πίνεις - λέει- το αγίασμα, έγινε από τα δάκρυα. Όσο για το λαδάκι, απ’ τον ιδρώτα.
Κι όλα αυτά γίνανε επειδή μου επέτρεψες.
Μην αποστρέφεις το βλέμμα Σου και τώρα που Σε προσκυνώ Σε έχω πάλι ανάγκη.
Εύλογα, βέβαια, θα μου πεις, «φεύγοντας»;
Όπου κι αν είμαι, όμως, θα σου γράφω. Γιατί μονάχα σε ένα το βλέμμα το ‘χω στραμμένο. Κι ας φαίνεται πως απιστώ με άλλα νησιά, ας γονατίζω σ’ άλλους άγιους κι ας λέω στον αέρα «Παναγιά μου». Είναι που ένιωσα στο δέρμα μου τη χάρη Σου. Σε μια ψυχή που τόσο εύκολα ραγίζει από ρυτίδες.
Φεύγοντας, θα Σου γράφω. Συνέχεια. Με κομποσκοίνι, καντηλάκι, Άγιο Πορφύριο «γιατί παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς» έτσι σκέπτομαι «έχω κι εγώ ελπίδα».

Το πιο αμήχανο σημείο θα είναι η επίκληση. Το πως θ’ ανοίγω κάθε φορά, και πως θα κλείνω ύστερα το κάθε γράμμα. Βλέπεις στην επιστολογραφία αυτό δε μου το μάθανε. Κι εγώ τι να σου λέω.... «αγαπημένο μου νησί», «πολυαγαπημένη Παναγιά», «απόγνωσή μου ταπεινή», μέσα στο βράδυ;
Απόψε πάλι Σε χρειάζομαι, θα λέω, που είναι πιο ανθρώπινο. Και ούτε «σεβαστό» και «λατρευτό» και «πολυαγαπημένο».
Εξάλλου, κυριολεκτικά, ποτέ δεν έφυγα. Γίνεται ν’ απομακρύνεσαι από τον τόπο όπου βρήκες την ψυχή σου;
Βήμα να κάνεις, πάει την έχασες!
Τα κουβαλάμε τα χωριά, τους δρόμους και τα σπίτια. Κι εκείνο το κομμάτι ουρανού κι αυτή τη θάλασσα ακόμα και στο Σύνταγμα, στην κόλαση, στη νύχτα μας, πάντα τα κουβαλάμε.
Γιατί έτσι και τα ‘δες μια φορά, για μια ζωή μετά τα βλέπεις.
Γι’ αυτό απόψε φεύγω μαζί Σου. Μπαίνω στο πλοίο και Σε παίρνω. Σα χάδι, σα νεράκι, σα γάζα θεραπευτική, σα σιγουριά.
Αφού υπήρξες μια φορά, για πάντα θα υπάρχεις.
Κι όποτε κινδυνεύω, θα Σου γράφω.
«Δεν χάνεσαι έτσι», σκέφτομαι. Ε κι ύστερα εάν εσύ χαθείς, κάποιος άλλος αλλού θα είναι σωμένος.
Θα έχει βρει καλύτερο ταχυδρόμο για το γράμμα του.
Εγώ, να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν είμαι ιδιαιτέρως συνεπής.
Αναλαμπές έχω. Που με χαράζουνε, όμως, βαθιά σα μαχαιριές. Και δύσκολα ξεχνάω.
Γι’ αυτό σου λέω, μπορεί να φεύγω τώρα, αλλά θα σου γράφω.

Εξάλλου, εγώ είμαι εκείνη που έχω την ανάγκη Σου.

ΥΓ1. Γράμμα προς τη Θεία Χάρη.

ΥΓ2. Φεύγοντας από το νησί, για άλλη μια φορά.
Νοε. 2003

ΥΓ3. Φεύγοντας από σένα (κι ας μην το καταλάβεις καθόλου εσύ), έφυγα, λέμε…
Μάιος 2007

16/5/07

Spleen

Έρχονται που και που στα χέρια κάτι ωραία μπουκέτα. Ανθισμένα. Μερικά κουβαλάνε μαζί τους και μια πάχνη, λίγη καταχνιά της μοναξιάς, της προσωπικής ακροάσης. Με αυτά τα μπουκέτα είναι σαν να μπαίνω σε ένα πλάνο που όλα τρέχουν γύρω μου κι εγώ μ' ένα ζευγάρι ακουστικά αδιαφορώ και στέκομαι στην μέση. Πιάνεις στα χέρια σου ας πούμε αυτό εδώ:

Spleen, από το ποίημα του Paul Verlaine και όχι του Baudelaire. Το ορκιζόμουν ένα βράδυ σε μια ακροάτρια και δεν με πίστευε. Ήθελε οπωσδήποτε να είναι του Baudelaire.

"the roses were so very red, and the ivy so intensely black. My love, you have only to turn your head and all my hopelessness floods back!
The vault of the sky was so deeply blue, the sea so green and the air so mild.
I fear and hope to win from you a curse that i might be defiled.
Of the gloss upon the holly leaf, and the sulit bush i can make no more, through all my far-flang fields of grief, your memory has passed before.

Paul Verlaine, "spleen" from romances sans paroles (1874)

Spleen και ο πίνακας του εξωφύλλου της iris van dongen.
Spleen και η συλλογή που έφτιαξε η Μαρία Παρούση και που είναι το soundtrack όλων των παραπάνω. Νομίζω πως ο Νένες, στην Athens Voice είχε γράψει ότι ακούς την συλλογή και είναι σαν να μασάς μαύρα τριαντάφυλλα bacara. Αυτό. Κι άλλα. Βουκαμβίλιες και γαζίες απλώνουν τα χρώματά τους, αλλά και τ’ αγκάθια τους. Αμάραντοι σε περιμένουν σ' έναν γκρεμό για πάντα ανθισμένοι και μια βροχή που δεν λέει να σταματήσει.

Και τι να πρωτοχωρέσει στην χούφτα σου; O Morrisey; Angel angel down we go together. Το love letter του Cave; Ο σπαραγμός του Jeff Buckley, που σπάνια, παραχωρείται σε συλλογές; Οι piano Magic που προσεύχονται στην Saint Marie, να μην σε φέρει ποτέ πίσω; Η συγκλονιστική Elizabeth Frazer που σκίζει το Mary του Yann Tiersen; O Βελιώτης που διασκευάζει Depeche Mode; Ή ο Ed Harcourt με το Rain on the pretty ones που μπαίνει στο repeat και δεν ξεχνάς ότι μπορεί και να μην βρέχει:



Ed Harcourt - Rain on the pretty ones

I'm the hunter, who's killed by his dog.
I'm the statue, burned down into lead.
I'm the problem, you don't want to solve.
I'm the lover, who dies in his bed.
So rain on the pretty ones.
Your useless lifes don't speak to us.
Rain on the pretty ones.
You leave no footprints in the dust.
Adventurous, you used to be.
But now you seem so dead to me.
I'm the doctor, with a needle in his arm.
I'm the cartoon, that makes you feel sad.
I'm the secret, that everyone has.
I'm the cancer, that never turns black.
So rain on the pretty ones.
Your useless lifes don't speak to us.
Rain on the pretty ones.
You leave no footprints in the dust.
Adventurous, you used to be.
But now you seem so dead to me.
I'm the actor, who's scared to perform.
I'm the sunshine, that hides in the clouds.
I'm the father, that couldn't be found.
I'm the cuckoo, that never flew south.
I'm the Christian, that cannot forgive.
I'm the dreamer, who jumps off the bridge.
I'm the sinner, who hates how he lives.
I'm the liar, who gets what he gives.






14/5/07

Δικό μας είναι αυτό που έχουμε χάσει


Κάνει τις ίδιες κινήσεις χρόνια και χρόνια. Ειδικά τέτοια μέρα. Παίρνει τ’ αμάξι της, οδηγώντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα από βραδύς. Το φορτώνει μονάχα με τα απολύτως απαραίτητα: δυο ρουχαλάκια (ποιος, αυτή η κοκέτα, ακριβώς δυο), οπωσδήποτε το προσευχητάρι της, τον «Ρημαγμένο Απρίλη» που της είχε χαρίσει πριν την ρημάξει, ένα πακέτο τσιγάρα (το πακέτο του, Κάμελ άφιλτρα, η ίδια συνήθως δεν καπνίζει ποτέ), ένα δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο με μια κασέτα μέσα (πάντα την ίδια, την έχει κάνει κόπιες πολλές), ένα φάκελο με φωτογραφίες και γράμματα, τα «Γράμματα γενεθλίων» του Χιουζ (αυτά τ’ αγόρασε μόνη της διότι κάτι της είπαν), τον φορητό υπολογιστή της, το καντηλάκι, ένα λιβανιστήρι επισμαλτωμένο με ροζ χρώματα και ένα βάζο. Τα λουλούδια θα τα αγοράσει εκεί. Ζουμπούλια πάντοτε. Να την τρελαίνουν στο άρωμα.
Εκεί, βεβαίως, όπως πάντα, που δεν θα την περιμένει κανείς.
Της αρέσει να πάει από το πουθενά το δικό της στο κάπου, να μη βιάζεται, πάντοτε με τα βήματά της κουρασμένα, μετρημένα, σχεδόν κουρδισμένα σαν του Μουρακάμι κι αυτή «το κουρδιστό πουλί». Στο ίδιο σημείο, το άλεφ της, για να κουρδίσει για άλλη μια φορά – πάντοτε τέτοια μέρα του χρόνου- το ρολόι της ζωής. Της δικής της ζωής.
Της πήρε χρόνια η αποδοχή: «κανενός το πεπρωμένο δεν είναι καλύτερο από του άλλου» και «κάθε άνθρωπος οφείλει να το σεβαστεί».
Ετσι, λοιπόν, τώρα κι αυτή: με σεβαστικά βήματα, χρόνια και χρόνια. Πιστή, προσηλωμένη θα ‘λεγε «με ευλάβεια θρησκευτική» σ’ αυτό το παράξενο, για πολλούς ίσως παράλογο, εμμονοληπτικό ραντεβού.

Φτάνει πάντοτε αργά το απόγευμα. Της αρέσει να βλέπει απ’ το μπαλκόνι του δωματίου που της έχουν κρατήσει την Δύση. Τον ήλιο, να γίνεται πορφυρός και μεγάλος και να χάνεται σαν κι εκείνον, στη θάλασσα. Και πάντοτε απ’ το δωμάτιο 19. Δεκαεννιά χρόνια έζησε μαζί του. «Στο νου σου», επιμένει η φίλη της η Χριστίνα. Όμως εκείνη σφίγγει σαν τον φιλάργυρο τα γράμματα, χαμογελά σαν την Σφίγγα, ξοδεύεται, σχεδόν εξαντλείται σωματικά, όσες φορές προσπαθεί να τους απαντά. Δέκα χρόνια έχουν περάσει, εξάλλου, οι περισσότεροι το ξέχασαν. Σαν την κλέφτρα θα φύγει για την Συνάντηση κι αυτή.
Η δική της «γιορτή» στα μεθεόρτια κρίνεται. Όταν οι άλλοι ξεστολίζουν, εκείνη στολίζεται. Για να την καμαρώσει, έστω, για μια στιγμή. Για κείνον δεν επιτρέπει να την χαλάσει ο χρόνος. Για να μπορεί όσο και να κυλά ο καιρός να αναγνωριστεί: ίδια μαλλιά, ίδιο άρωμα, παρόμοια ρούχα. Μονάχα η μέση της φάρδυνε κάπως με τον καιρό. Μια, δυο χαρακιές, άκρη στα μάτια. Ρυάκια που απόμειναν απ’ τα δάκρυα.

Την περιμένει πάντοτε ο ιδιοκτήτης στη ρεσεψιόν. Τον χαιρετά με τα μάτια, σαν παλιό συγγενή. Ανοίγοντας το γνωστό δωμάτιο, θα θυμηθεί για λίγο τη Σμίλα του Χόε, που «διαβάζει το χιόνι», να δρασκελίζει την δική της γεμάτη παρελθόν ευτυχισμένη μοναξιά. Θα εγκατασταθεί σα νοικοκυρά που απουσιάζει περίπου χρόνο. Τα λιγοστά ρούχα στη ντουλάπα, παπούτσια, τσάντα στα ράφια, στο μικρό τραπεζάκι βιβλία, φωτογραφίες, μαγνητόφωνο και υπολογιστή.
Τα μεσάνυχτα περίπου θα βάλει την κασέτα να παίξει. Η φωνή του μπάσα, κοφτή και βραχνή θα γεμίσει τον χώρο. Υποσχέσεις αγάπης και μια πρόταση που δεν ευοδώθηκε. Η δική της σχεδόν κοριτσίστικη φωνή. Να του λέει «Ναι», το ακούει καθαρά. Την ξαναρωτά, του το ξαναλέει. Όπου φτάσουμε, της λέει. Εκείνη, δεν απαντά. Για το «παντού» και το «πάντα» διψά. Μουσική υπόκρουση ένα πιάνο που παίζει και μια φωνή που προσπαθεί να τραγουδήσει Μαρινέλα «Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει». Η βραχνή φωνή του άντρα που επαναλαμβάνει μεθυσμένος, «σύνορα»… Η ανάσα του κουρασμένη, ασθματική. Οι γουλιές απ’ το ποτό του, χορταστικές που τις απολαμβάνει. Η δική της μεθυσμένη «από έρωτα» φωνή…

Θα την ακούσει τρεις φορές, ούτε μία περισσότερο ή λιγότερο. Μετά, θ’ αρχίσει να ξεφυλλίζει γράμματα και φωτογραφίες. Θα τα μυρίζει σαν γάτα. Θα τα χαιδεύει και θα τα γρατζουνά.
Τα κοιτάζει με έναν φακό, ιδίως εκείνου το πρόσωπο. Το απομακρύνει, μετά το βάζει όλο και πιο κοντά. Παντού μελαγχολικός, τόσο πολύ θλιμμένος, Θεέ μου, πώς δεν το είδε. Σχεδόν απών! Ναι, αν τολμούσε να το αποδεχτεί, ήδη απών. Ολοφάνερη προκαταβολικά η απουσία του στη φωτογραφία. Οι φωτογραφίες δεν μας κλέβουν απλώς τη ζωή, αλλά και το αύριο, την ιστορία. Γνωρίζουν ήδη το παρακάτω. Έχουν φτάσει ως το πιο πάνω ή το πιο κάτω σκαλί.
Σ’ αυτούς άρεσε η κάθοδος. Και στους δυο. Ελεύθερη πτώση, λες, σε γκρεμό.

Μαζί του θα φτάσει στον πάτο, αγόγγυστα. Εξάλλου «η πορεία του χρόνου είναι μια αλυσίδα αιτίων και αποτελεσμάτων, οπότε το να ζητήσεις μια οποιαδήποτε χάρη, όσο μικρή κι αν είναι, είναι σαν να ζητάς να σπάσει ένας κρίκος αυτής της σιδερένιας αλυσίδας, σα να ζητάς να έχει ήδη σπάσει». Ποτέ δεν βγήκε από το νου της η «Προσευχή».
Έτσι και τώρα «δεν υπάρχουν άλλοι παράδεισοι από τους χαμένους παραδείσους» σα μάντρα επαναλαμβάνει ανάβοντας το καντήλι. Λιβάνι πάντοτε με άρωμα γαρίφαλο, γύρευε γιατί.
Θα στήσει δίχως κορνίζα την πιο καλή του φωτογραφία: όμορφος, Θεέ μου, κι άτρωτος σαν τους Θεούς, με ρούχα καθημερινά, γαλανά, γελαστά, ένας άγγελος.
Κάνει ακριβώς τρεις φορές κομποσκοίνι, επαναλαμβάνοντας - ποτέ «εις μνήμην»- πάντοτε «υπέρ υγείας» την ευχή. Σαν μνήσθητι. Άλλωστε αυτό ακριβώς είναι’ το μνήσθητι μιας γυναίκας.
Μετά θα ξαπλώσει, θα σταυρώσει τα χέρια της και απολύτως γαληνεμένη θα αποκοιμηθεί.

Θα ‘ρθει να τηνε βρει οπωσδήποτε. Πάντοτε έρχεται. Ανοιγοκλείνει τα παράθυρα στο ιατρείο, βλέπει τα χέρια του να κινούνται στα φωτεινά, βαδίζουν μαζί στην έρημο της Πατησίων. Φορά μια πράσινη καμπαρτίνα φαρδιά, τον κρατά σφιχτά, αγκαζέ, με το χέρι στην τσέπη του.
Το πρωί θα ξυπνήσει χαράματα. Την περιμένουν, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο μοναστήρι. Πρόσφορο, λίγο στάρι, τα έχει φέρει μαζί. Ο παπάς τον διαβάζει παντού στους ζώντες και τεθνεώτες, έχει επιμείνει τόσο, χρόνια αυτή.
Θα σταθεί στην γωνιά, να μοιράσει το στάρι. Την ευχή την θεωρεί περιττή: «Να ζήσετε να τον θυμόσαστε».
«Μόνο αυτός που έχει πεθάνει είναι δικός μας’ δικό μας είναι μόνο αυτό που έχουμε χάσει».

Γρήγορα, σαν το νεράκι θα κυλήσει η μέρα. Σα ζωή. «Η ζωή είναι τόσο σύντομη κι εμείς ξέρουμε τόσο λίγα».
«Ποτέ δεν ξέρεις μ’ αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα – εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις».
Κατηφορίζοντας θα τον ξανασκεφτεί.
Τώρα πια ξέρει τι σημαίνει πάθος. Τι θα πει να μην βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου…

Αργά το βράδυ θα γυρίσει στην πόλη. Στο Κοιμητήριο δεν πηγαίνει ποτέ. Μονάχα σ’ αυτή την πανσιόν, των ραντεβού τους, πάντοτε. Αν δεν θα τον βρει εκεί, δεν θα τον βρει πουθενά.
Τίποτε δεν θα ξεφορτώσει. Το μόνο που της χρειάζεται, ο υπολογιστής. Να ελέγξει τα μέιλ. Να γράψει το άρθρο. Αύριο, πρέπει να το στείλει στην εφημερίδα της, πρωί- πρωί.
Θα γδυθεί την εξαιρετική μέρα, θα ντυθεί την καθημερινή αξιοπρεπή μοναξιά και με μότο «ισχύει στην ανάγνωση ό,τι και στον έρωτα ή στον καλό καιρό: ούτε εσύ ούτε κανένας έχει λόγο. Διαβάζεις μ’ αυτά που έχεις. Διαβάζεις αυτό που είσαι», θα καθίσει να γράψει. Το γνωστό της μικρό, βιβλιοφιλικό άρθρο:

ΠΟΙΟΣ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΜΑΣ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΤΟΝ ΑΛΛΟ
«Δεν υπάρχει χειρότερος εφιάλτης απ’ το να ‘σαι σ’ ένα νησί που κατοικείται από τεχνητά φαντάσματα’ και το να ‘σαι ερωτευμένος με μια απ’ αυτές τις εικόνες, είναι χειρότερο απ’ το να ‘σαι ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα (ίσως, όμως, και να θέλαμε πάντα το άτομο που αγαπάμε, να ‘χει την υπόσταση φαντάσματος)».
Την «Εφεύρεση του Μορέλ» του Κασάρες, την πήρα είδηση φέτος από την επανέκδοση του Πατάκη.
Την παντοδυναμία όμως, της εικόνας την βίωσα, όλοι μας την βιώνουμε διότι «αν δεν το δείξει η τηλεόραση», τίποτα δεν υπάρχει.
Και την εικονική πραγματικότητα του έρωτα, την βίωσα. Και ποιος δεν την βιώνει. Το θέμα είναι ποιος από μας καταδέχεται να την αντιληφθεί.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα… στράτα, στρατούλα γιατί πονά η διαπίστωση «κι αυτό το ένα δεν υπάρχει» (Καζαντζάκης στην «Ασκητική»).
Ο Κασάρες επινόησε τον Μορέλ που επινόησε αυτό τον απίθανο εικονικό κόσμο το 1940. Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε «συναρπαστικό θρίλερ» και «χρησμός», Προφητεύοντας «με δραματική διορατικότητα την παντοδυναμία της εικόνας» έκανε γοητευτική μυθιστορία μια προαιώνια γνώση ή απειλή: το ότι μπορεί να είμαστε «όνειρο μέσα σε όνειρο» (Σέξπιρ) ή επί πιο προσωπικού «το όνειρο Κάποιου» (Μπόρχες).
Στην αριστουργηματική ιστορία, λοιπόν, ένας κατάδικος δραπέτης (ποτέ δεν μαθαίνουμε γιατί καταδικάστηκε) καταφεύγει σε ένα νησί όπου οι πάντες φοβούνται να πλησιάσουν: πέφτουν νύχια, δέρμα, μαλλιά… Αλλ’ η ζωή του είναι τόσο αφόρητη, που αποφασίζει να πάει.
Εκεί θα γνωρίσει «μία γυναίκα εκπληκτική». Κάθεται κάθε απόγευμα και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα στα βράχια. Φοράει στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα και έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο. Από τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες… Την λένε Φοστίν. Και είναι μόνον… εικόνα. Αυτή η γυναίκα ουσιαστικά δεν υπάρχει. Μπορεί και να πέθανε, δηλαδή. Να ζει μονάχα επειδή έκανε αυτή την εφεύρεση ο Μορέλ: μετέτρεψε τη ζωή τη ζώσα σε εικόνα ανεξίτηλη στο διηνεκές.
Ο ερωτευμένος άντρας, βεβαίως, με κάθε τίμημα θα την διεκδικήσει. Κάνοντας εικόνα και την δική του ζωή. Για να ‘ναι μαζί της «σε μια οπτασία που κανείς δε θα συλλέξει». Διότι και η ψευδαίσθηση του έρωτα δεν είναι παρά μια πράξη- τελικά- ευσπλαχνική. Επειδή μπορεί «αυτό το ένα να μην υπάρχει», αλλά είναι απαραίτητο για την δική μας ζωή. Από το τίποτα πιάνεται καμιά φορά ο άνθρωπος!

Θα το στείλει με μέιλ το επόμενο πρωί. Σα να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Πολύ Κυριακή για έναν άνθρωπο. Κορίτσι η σκέψη και την ταξίδεψε πάλι. Αλλ’ όπως λέει ο Καμύ «δεν υπάρχει μοίρα που να μη νικιέται με την περιφρόνηση»… Όλα θα τα νικήσει, αυτή…. Στον εαυτό της το έχει υποσχεθεί.


10/5/07

Η ωραία κραυγή της σιωπής


Για… περίπου είκοσι χρόνια (ναι μεγαλώσαμε, λέμε) γιορτάζαμε μαζί. Εκείνος είχε γενέθλια σήμερα, 10 Μαίου, κι εγώ στις 21, μαζί με τη… γιορτή. Είχαμε γεννηθεί με έντεκα μέρες διαφορά, τον ίδιο χρόνο. Απολαμβάναμε την συγκυρία.
Για πολλά χρόνια, εξάλλου, υπήρξαμε και αυτοκόλλητοι, πως το λένε, σιαμαίοι. Τώρα, μας χώρισε η ζωή. Γίναμε κι άλλοι. Εξάλλου έχω τώρα άλλον φίλο κολλητό. Φαντάζομαι κι αυτός, θα έχει αποκτήσει άλλη κολλητή φίλη.
Αλλά 10 Μαίου, κάθε 10 Μαίου, τον θυμάμαι. Αρχίζοντας ταυτοχρόνως και να φοβάμαι. Για τα δικά μου στις 21 που πλησιάζουν… Γρήγορα, τελικά, που πέρασαν τα χρόνια… Γρήγορα που περνά, παιδιά, η ζωή…
Αυτά σκεφτόμουν και θυμήθηκα «Τα σανδάλια», ένα υπέροχο μικρό βιβλίο του αγαπημένου μου Χόρχε Σεμπρούν (για θυμηθείτε το αριστουργηματικό του «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ»), το ανέσυρα λοιπόν από τα ήδη «γραμμένα» για να πω σ’ έναν φίλο παλιό, σήμερα, Χρόνια Πολλά.
Να ξετρομάξω κάπως και για τα δικά μου, που θα ‘ρθουν… Κι εγώ η φιλέορτος, για πρώτη χρονιά, πρώτη φορά, τα φοβάμαι…

«ΤΑ ΣΑΝΔΑΛΙΑ» του Χόρχε Σεμπρούν, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Εξάντας», σελ 61, τιμή: 6 ευρώ.

«… τυχαίο, ακόμη μια φορά, και το ταλέντο δύο υπάρξεων υποφερτά φρικαλέων σημαδεύουν το πεδίο όπου παίζονται η κωμωδία, η ιλαροτραγωδία του ερωτισμού. Καληνύχτα, miss F. Θα διαλέξεις τη σειρά αύριο: talk or sex». Β.
Και καταλήγοντας κατ’ αυτό τον τρόπο το φαξ που στέλνει ο άγνωστος για την ώρα εραστής που μονογράφει ως Β. στην άρτι αφιχθείσα σε εκείνο το πολυτελές ξενοδοχείο στη Βενετία άγνωστη, είναι σαν να οροθετεί το αίνιγμα αλλά και την λύση του, αυτής της φαινομενικά σύντομης, αλλά που κρατά όσο και η ιστορία του κόσμου, ερωτικής ιστορίας.
Και για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές διαθέτει είκοσι χρόνια βάθος. Διότι στα «Σανδάλια» του ο Χόρχε Σεμπρούν επέλεξε να συμπυκνώσει την αιώνια ιστορία ενός παράνομου έρωτα σε δυο βράδια, ήτοι εξήντα μία μόλις σελίδες.
Μια γυναίκα «με ωραιότητα εσωτερική και απαστράπτουσα», «διαθέσιμη και συγκρατημένη», με «κάποιες ρυτίδες γύρω από το βλέμμα, λεπτομέρειες μηδαμινές μα κραυγαλέες- ή μάλλον ικετευτικές» οι οποίες θα κάνουν τον πορτιέρη (και τον αναγνώστη) να καταλάβει ότι έχει σίγουρα πατήσει τα σαράντα, φορώντας ακόμα τα εκδρομικά παπούτσια του τένις, φτάνει και περιμένει έναν άντρα.
Είναι η Φρανς Μπάμπελσον, δικηγόρος, κάτοικος Νέας Υόρκης. Και περιμένει τον Μπερνάρ Μπορίς, δημοσιογράφο σε έρευνες και μεγάλα ρεπορτάζ, με ειδικότητα στα ντοκιμαντέρ να έρθει από το Παρίσι.
Από τις σκέψεις της Φρανς μαθαίνουμε ότι γνωρίστηκαν είκοσι χρόνια πριν, μια νύχτα του Αυγούστου. Βιώνοντας μαζί – και με τη μια- το απόλυτο παρόν «στην εφήμερη, άχρονη και ακόρεστη σχισμή του πόθου». Κατά κάποιον τρόπο «ανώνυμοι ο ένας για τον άλλο».
«Ποτέ στη διάρκεια εκείνων των ημερών της ερωτικής αγρύπνιας» «δεν είχε τεθεί μεταξύ τους ζήτημα μέλλοντος. Κανένα σχέδιο, κανένας ορίζοντας, καμία ψευδαίσθηση». Και έτσι κύλησε η ζωή τους. Με εκείνον στον γάμο του (εκείνη δεν τον διεκδίκησε), με εκείνη σε έναν άλλο γάμο (και μετά έξω απ’ αυτόν) και τώρα σε μια από τις κατά περιόδους παθιασμένες συναντήσεις τους, με σκοπό αυτή τη φορά να τον αποχαιρετήσει. Να του δώσει τα… σανδάλια στο χέρι.
Τα δικά της σανδάλια τα θυμήθηκε με το δεύτερο φαξ του πως φθάνει, «εκλεπτυσμένα σανδάλια, με τακούνι και κορδόνια, που έδιναν αξία στους φινετσάτους αστραγάλους, στις λεπτές, τορνευτές γάμπες, τις απαλά γραμμωμένες».
Έτσι ανάμεσα στα… παπούτσια θα παιχτεί η ιστορία και υπό τους στίχους του Ρενέ Σαρ: «Ομορφιά, απόλυτή μου ευθεία, μέσ’ από τέτοιους άθλιους δρόμους, στο κατάλυμα μιας λάμπας κι ενός κλειστού κουράγιου, να ξεπαγιάζω, κι εσύ να ‘σαι η γυναίκα μου τον Δεκέμβρη. Η ζωή που μου μέλλει είν’ η όψη σου την ώρα που κοιμάσαι». Όταν άρχισαν όλα. Αλλά και τώρα δα: «Πόσο ωραία είναι η κραυγή σου που μου χαρίζει τη σιωπή σου!», που θα τελειώσουν και όλα.
Θα σημάνει φινάλε από εκείνα τα μοιραία σανδάλια, συγκεκριμένα «το τακούνι του όμορφου δεξιού σανδαλιού». Και η κραυγή που θα ακουστεί αυτή την φορά δεν θα είναι η συνήθης ηδονική κραυγή της και ναι, αυτός ο άντρας που έτρεξε να προυπαντήσει στο ταξί, ήταν ο Μπερνάρ.
Ο Μπερνάρ που απ’ ότι θα μάθουμε είχε τον Σαρ, ερωτικό άσσο στο μανίκι.
Μια σύντομη, βίαιη, παθιασμένη ερωτική ιστορία από έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του κόσμου. Βαθύτατα υπαρξιακή και αποκαλυπτική: για την ψυχοσύνθεση της γυναίκας και του άντρα, για την φύση αυτής καθ’ εαυτής της επιθυμίας, για το ψέμα και την αλήθεια του έρωτα, για το βάσανό του, την κωμωδία του και την ιλαροτραγωδία. Για τον ερωτισμό του «μιλώ» ειδικά όταν τα μισά απ’ όσα λέω είναι ποίηση. Για όλη αυτή την «εγκεφαλική ηδονή» που μπορεί να κρατήσει εξίσου τους εραστές μια ζωή, όσο και όπως «η απόλυτη υποδούλωση στη σάρκα».
Μια σύντομη ιστορία που αποδεικνύει πόσο ερωτικός συγγραφέας είναι ο συνήθως πολιτικός Σεμπρούν.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:Ο Χόρχε Σεμπρούν γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1923. Η οικογένειά του έφυγε στο εξωτερικό το 1937 και από το 1937 και από το 1939 έζησε στο Παρίσι, όπου έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και πήρε μέρος στην Αντίσταση κατά των Ναζί.
Το 1943 συνελήφθη από την Γκεστάπο και κρατήθηκε επί δύο χρόνια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ.
Μετά την απελευθέρωσή του, την άνοιξη του 1945, γίνεται υπεύθυνος της παράνομης δουλειάς του Κομμουνιστικού Κόμματος και πολύ γρήγορα μέλος της Κ.Ε.
Τον Απρίλη του 1964 διαγράφεται από το Ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με τον Φερνάντο Κλαουδίν μετά από εισήγηση του Σαντιάγο Καρίγιο και της Ντολόρες Ιμπάρουρι, της θρυλικής «Πασιονάριας».
Από τότε αφιερώνεται στη Λογοτεχνία και τον Κινηματογράφο.
Υπήρξε, επίσης, για μεγάλο διάστημα, υπουργός Πολιτισμού στην Κυβέρνηση Φελίπε Γκονθάλεθ.
Παράλληλα η συγγραφική του δραστηριότητα τον αναγορεύει σε έναν από τους πλέον σημαντικούς, πολυδιαβασμένους και βραβευμένους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων (Βραβείο Φορμεντόρ 1964, Βραβείο της Ειρήνης 1994, Φέμινα 1995, Βραβείο Ιερουσαλήμ 1996).
Το «Είκοσι χρόνια και μια μέρα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφει στα ισπανικά, τη γενέθλια γλώσσα του, αποσπώντας ομόφωνα το Βραβείο του Ιδρύματος Λάρα 2003, που απονέμουν οι εκδότες της Ισπανίας στο καλύτερο λογοτεχνικό έργο της χρονιάς.
Από τις εκδόσεις «Εξάντας» έχουν κυκλοφορήσει: «Το μεγάλο ταξίδι», «Το Λευκό Ορος», «Η αυτοβιογραφία του Φεδερίκο Σάντσεθ», «Τι ωραία Κυριακή!», «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ», «Χαιρετίσματα από τον Φεδερίκο Σάντσεθ», «Γραφή η ζωή», «Αντίο φως της νιότης», «Τα σανδάλια», «Είκοσι χρόνια και μια μέρα», «Ο νεκρός που μας χρειάζεται»….





8/5/07

Ατυχηματόπαιδο...*


Οι στίχοι μιλάνε αγγλικά. Τα συναισθήματα πάλι ό,τι γλώσσα θέλουν. Τα συναισθήματα πάλι ό,τι θέλουν. Από μόνα τους. Αυτοβούλως. Έρμαια είμαστε. Και πάνω από όλα η καψούρα. Που δεν ξέρω καν αν υπάρχει σε άλλη γλώσσα. Επινόηση; Δεν ξέρω. Μπορείς να το δεις και αλλιώς. Ίσως είμαστε οι μόνοι που καψουρευόμαστε. Αλλά τώρα παραμυθιάζεσαι. Απλά οι άλλοι δεν έχουν βρει τον όρο.

Γιατί όλα αυτά; Γιατί εδώ και ένα 6μηνο περίπου κυκλοφόρησε το καινούριο album του Ιρλανδού Damien Rice, που μετά το "Ο", το πρώτο του, και το επαναλαμβανόμενο:

"i can't take my eyes off of you" με την δολοφονική κατάληξη "'til i find somebody new", στο Blowers Daughter, που του έμελλε να γίνει γνωστό από το κινηματογραφικό "Closer", το αγόρι επέστρεψε για να μας ξεκάνει.

"9" λέγεται το cd και αυτό το 9, μάλλον αναφέρεται στα 9 εγκλήματα του τραγουδιού που ανοίγει το album. Αλλά το θέμα μου δεν είναι εδώ. Είναι εδώ:

accidental babies

i held you like a lover
happy hands
and your elbow in the appropriate place
and we ignored our others' happy plans
for that delicate look upon your face
our bodies moved and hardened
hurting parts of your garden
with no room for a pardon
in a place where no one knows what we have done

do you come
together ever with him?
is he dark enough
enough to see your light?
do you brush your teeth before you kiss?
do you miss my smell?
is he bold enough to take you on?
do you feel like you belong?
does he drive you wild?
or just mildly free?
what about me?

you held me like a lover
sweaty handsand my foot in the appropriate place
we used cushions to cover happy glands
and the mild issue of our disgraceour minds pressed and guarded
while our flesh disregarded
the lack of space for the light-hearted
in the boom that beats our drum and i know i make you cry
i know sometimes you wanna die
but do you really feel alive without me?
if so be free
if not leave him for me
before one of us has
accidental babies
for we are ...


Σκέφτηκα λοιπόν όταν το πρωτοάκουσα πως αν κάποια στιγμή ο όρος "καψούρα" αποφασίσει να αναβαθμιστεί αισθητικά, από μόνος του, αυτό εδώ θα έπρεπε να διαλέξει. Νιώθεις ζωντανή χωρίς εμένα; Αν ναι είσαι ελεύθερη. Αν όχι. Παράτα τον και γύρνα σε μένα πριν ο ένας από τους δυο μας αποκτήσει ατυχηματόπαιδα... Και νομίζεις ότι η συναισθηματική επίθεση τελειώνει στην τελευταία φράση; Ας γελάσω. Έρχονται το ένα μετά το άλλο και σε στοχεύουν την ώρα του απογευματινού τσαγιού με άρωμα ανθισμένου γιασεμιού. Όταν είσαι χαλαρός και ανυπεράσπιστος.

Είναι αρκετά σκοτεινός. Σκοτεινός για να δει το φως σου;
Σου λείπει η μυρωδιά μου;
Αισθάνεσαι ότι ανήκεις;
and what about me? ε; ε;


Μπορείς να υπογραμμίσεις ελεύθερα όποια γραμμούλα σου κάνει. Μακάρι να μην σου κάνει καμία.


Αυτό το video για συναισθηματικούς λόγους. Είπαμε δεν τα ελέγχουμε. Σκέψου να μην έλεγε από πίσω Deejay και να μην ήταν στην Ιταλία:


κι εδώ για να το ακούτε στο repeat όμως. Αλλιώς ξεφτίσαμε:



*ο τίτλος ανήκει στην globalίτσα...

7/5/07

Η αναζήτηση της θεραπείας

«Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς/ θα εφεύρει η ζωή/ ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης/ και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας», είπε κι εφηύρε την ποίηση.
Ή μάλλον η ποίηση μοιάζει να την είχε διαλέξει πολύ πριν καν γεννηθεί. Το θέμα είναι να σε… θέλει ο στόχος.
Πάντα υποστηρίζει πως «το υπέδαφος του ποιήματος, είναι ένα βάσανο, μια πληγή. Το ποίημα «η αναζήτηση της θεραπείας». Η γλώσσα για κείνη «Το παν, οι εμπειρίες της ζωής, η ύπαρξη, η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις». Και όσο για το σώμα, η δική της ποιητική εμμονή. Διότι αν και φθαρτό, στο ποιητικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη- Ρουκ μετέχει στη συμπαντική αιωνιότητα. «Ως κι ο Θεός αναγκάστηκε να στείλει ένα σώμα επί της γης να μαρτυρήσει για να πιστέψουμε σε Κείνον».

Στο καινούργιο ποιητικό της κύκλο «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα» ως και αυτό το σώμα αναλήφθηκε. «Κανένα σαρκικό παραμύθι δεν πείθει».
Τώρα, «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω’ να φεύγουν τα περιττά λέω/ να μπω στον ουρανό του τίποτα/ με ελάχιστα».
Η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ στην πιο σημαντική της ώρα.
Γυμνή κι απέριττη όσο ποτέ, ταπεινή και βαθύτατα και βαρύτατα λαβωμένη. Με ένα σώμα που ήταν για κείνη «τα άπαντα». Για ένα σώμα που είναι γι’ αυτήν χαμένο για πάντα.
Από την λυπημένη απώλεια στον θρήνο του αμετάκλητου θανάτου. Μονάχα με τα εντελώς απαραίτητα: «Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω», τα «ελάχιστα». Μοναδικό της μέλημα, πως αλλιώς, το ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα: «Θέλω να γράψω ένα / για όταν αληθινά κινδυνεύω/ κι όχι για ηδονές / που δεν καθησυχάζουν πια./ Θέλω να γράψω ένα ποίημα για τα πράγματα όταν είναι γυμνά/ και περιπλανιούνται χαμένα/ μες στην ύπαρξη κάτω απ’ το πετσί/ ένα ποίημα για την κοινοτυπία/ του τέλους».
Είπε και έγραψε. «… για τα κρυμμένα αστέρια της καθημερινότητας: / την εξυπνάδα, την καλοσύνη, την ευθυμία/ που σιωπηλές κι ανειδίκευτες/ μας βοηθάνε να ζήσουμε./ Οι κυρίες επιστήμες, γνώσεις, αρετές/ κάθονται στο σαλόνι»… Επειδή «Μόνο μια ιδέα απροσδόκητη, φωτεινή/ μπορεί να σταματήσει/ τον ηλίθιο καταρράκτη της ματαιότητας/ μόνο ένα γέλιο / μπορεί να χρωματίσει / τη σκούρα πραγματικότητα’/ μόνο η καλοσύνη μπορεί να σώσει»…
Κι έτσι κατόρθωσε και βίωσε την «Αιωνιότητα του παρόντος».


Η γλώσσα του σώματος πια ανεπαρκής. Ακόμα κι αυτή η μόνη ειλικρινής, κι αυτή μας πρόδωσε’ τώρα απούσα. «Μπαινοβγαίνει όσο αντέχει ο καθένας/ ποτίζει ο ένας/ ακαλλιέργητο τ’ αφήνει ο άλλος/ απ’ όταν ακρωτηριάστηκε / η σαρκική μνήμη».
Άλλωστε η ερωτική ποιήτρια είναι μια άκρως υπαρξιακή ποιήτρια. Και τώρα, ουδέν ερωτικότερο απ’ τον θάνατο. Τον θάνατο, που όλα τα παίρνει, τι λέω, τα πήρε, και όλα τα καθόρισε. Όλα τα καθορίζει.
Εκτός από την ποίηση. Που τον νικά. Ως άλλη πανοπλία: «Μιαν άλλη πανοπλία / χρειάζεσαι τώρα για να φυλαχτείς/ απ’ του θανάτου τα μηνύματα/ να κουφαθείς όταν σου λεν/ τη μια στιγμή ότι είσαι σε απόσταση αναπνοής/ την άλλη πως έχεις καιρό ακόμη».
Κι από σκοτάδι, όλα είναι φως: «Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο/ που να μη γεννιέται ξανά και ξανά./ Πλημμυρισμένη φως είμαι».
Αναμφισβήτητα το πιο φωτεινό της βιβλίο. Το πιο σκοτεινό, ταυτοχρόνως: Για την οριστική απώλεια, για την απεγνωσμένη κραυγή του σώματος, για την οδύνη της μνήμης, για το επώδυνο ενδεχόμενο της λησμονιάς, και για την θεική δύναμη του ποιητικού λόγου: «Αλλωστε, τώρα έχω μάθει, με δίδαξε εκείνη, πώς να μεταφράζω το τέλος της ζωής σε έρωτα της ζωής», για την ποίηση έχει παραδεχθεί. Και την προσήλωσή της στη γλώσσα σε θρησκεία έχει αναγάγει.
Το αποτέλεσμα, ένας ποιητικός κύκλος για τον θάνατο, που είναι ο κύκλος της ζωής. Του θεικού παρόντος και της μνήμης. Ένα «σώμα θυμήσου», «η εικονογράφηση μιας ζωής άλλης/ πάντα πιο μπροστά στη μέρα/ πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα». Διότι ό,τι υπήρξε, δεν γίνεται παρά να υπάρχει. Ειδικά για τη γλώσσα. Ειδικά μέσ’ στο ποίημα.





4/5/07

Η ζωή μου βήματα...


Ξεκινάω με ό,τι αγαπάω πιο πολύ, δηλώνοντας ταυτόχρονα την αναπηρία μου. Δεν βρίσκω τις λέξεις. Ξέρω τι νιώθω, αλλά δεν μπορώ να το κάνω πρόταση. Παράγραφο ολόκληρη. Αυτό το μέσα, σκαλώνει. Δεν θέλει φως. Δεν του αρέσει εκεί έξω. Φοβάται τα κύματα, τα δίκτυα και τα διαδίκτυα. Όσο μπορώ. Το υπόλοιπο ας είναι τραγούδι.

Ένα ταξίδι που ξεκινάει από το Λυβικό, στροβιλίζεται στο φως της λάμπας μιας καμπίνας ακολουθώντας μια μύγα, περνάει από το Πορτ Σάιντ, το Σουέζ, το Σινά και τη Χαναάν, την ιστορία της Γιασμίν, μιας πανέμορφης έφηβης από την Ραμάντα που ερωτεύτηκε ένα συνομήλικο της και σύναψε προγαμιαία σχέση μαζί του, και την τραγική της κατάληξη. Πιάνει Λιμάνι. Κατεβαίνει στον Πειραιά. Συναντάει ένα διαβάτη που αυτό που υπάρχει έχει κουραστεί να το ζητάει και αρχίζει να ζητάει αυτό που δεν υπάρχει. Και συνεχίζει. Για να συναντήσει για μια τελευταία φορά τον μεγάλο έρωτα, αλλά και έναν αδέσποτο έρωτα στην Αιόλου, αλλά και την γοργόνα ενός τρίτου έρωτα, που δεν θα ήθελε να μάθει ποτέ ότι αυτός ο έρωτας πέθανε. Ένα ταξίδι που ξεκινάει εν πλω και τελειώνει μετρώντας βήματα.

«Για ποιο ταξίδι μου μιλάς;» του Νίκου Ζούδιαρη. 9 αφηγήματα που έγιναν τραγούδια. 9 τραγούδια και η ιστορία τους. Αλλά πριν και πάνω απ’ όλα η ιστορία του ίδιου του Νίκου Ζούδιαρη, που διεκδίκησε την καλλιτεχνική του ελευθερία, έφτιαξε τη δική του εταιρία, έκανε τη δική του παραγωγή και μοιράστηκε την έκδοση με τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

9 τραγούδια με τις φωνές του Μανώλη Λιδάκη, του Παύλου Παυλίδη, της Νίκης McKinnon και του Νίκου Ζούδιαρη. Από εδώ και πέρα κάνει συγκίνηση. Αυτήν την βαθιά. Αυτήν που σκαλώνει. Που δεν θέλει φως. Αυτήν που πας να κρύψεις όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους και είναι έτοιμα να ανάψουν τα φώτα. Δεν σε κατηγορώ. Καλύτερα να την κρύψεις, που ξέρεις σε ποια μάτια θα πέσει;

«Βήματα παντού, φτάνουνε εδώ, κι η ζωή μου βήματα, βήματα.
Η πόρτα υποχωρεί, μονάκριβη μου εσύ, και μετά η πόλη μες στην πόλη προχωρεί.
Έκλεισα το φως, κάθε τι αλλιώς, στο βρεγμένο δρόμο βήματα.
Μάτια μου πανιά, χέρια μου νερά, θέλησα τον κόσμο να αγγίξω ξανά.
Η πόρτα υποχωρεί, μονάκριβη μου εσύ, κοίτα πως μια πόλη μες στην πόλη προχωρεί.
Βήματα παντού, φτάνουνε εδώ, κι η ζωή μου βήματα, βήματα...»




3/5/07

Το "Μεγάλο Τίποτα" και το ερωτικό τραύμα.


Στο Librofilo για το «Κουρδιστό Πουλί» και τον Μουρακάμι

«ΝΟΡΒΗΓΙΚΟ ΔΑΣΟΣ» τους Χαρούκι Μουρακάμι, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 505, τιμή: 18 ευρώ.

Για άλλους το «σουσάμι άνοιξε» είναι μια εικόνα, ένας άνθρωπος, οι μυρωδιές, τα βιβλία, για τον ήρωα του βιβλίου (και για τον συγγραφέα, ενδεχομένως) ένα τραγούδι. Το Norwegian wood των Μπιτλς που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο: «Νορβηγικό δάσος».
Ο Μουρακάμι το έγραψε αρχές του 1987 στη Ρώμη. Μόλις εκδόθηκε στην Ιαπωνία σημείωσε πρωτόγνωρη επιτυχία, ειδικά στο νεανικό κοινό, με θαυμαστές – οπαδούς που βάλθηκαν να ανακαλύψουν τοποθεσίες, μπαρ και εστιατόρια που παρελαύνουν στις σελίδες, με μουσικές συλλογές που κυκλοφορούσαν ειδικά με τα αγαπημένα τραγούδια των ηρώων. Το «Rubber soul» των Μπητλς που εμπεριείχε το τραγούδι «Norwegian wood» έσπασε ταμεία.
Το «Νορβηγικό Δάσος» του Χαρούκι Μουρακάμι διέθετε εν σπέρματι όλες εκείνες τις βαθιές και βασανιστικές εμμονές που θα έδιναν λίγα χρόνια αργότερα στις ΗΠΑ το αριστουργηματικό «Κουρδιστό πουλί». Εμπεριείχε πάνω απ’ όλα αυτόν τον μουρακαμικό όρο «κουρδίζω τον εαυτό μου» όπως «το κουρδιστό πουλί» θα κουρδίσει τον κόσμο. Ο ήρωας του Μουρακάμι γινόταν ο ίδιος ευθύς εξαρχής «κουρδιστό πουλί»: «Πόσες Κυριακές – πόσες εκατοντάδες τέτοιες Κυριακές – με περίμεναν εμπρός μου; «Ησυχες, γαλήνιες και μοναχικές», είπα με δυνατή φωνή στον εαυτό μου. Τις Κυριακές δεν κουρντίζω τον εαυτό μου». Αναφέρει για πρώτη φορά τον… όρο στο βιβλίο ο κεντρικός ήρωας Τόρου Βατανάμπε, φοιτητής στο Τόκιο, πλένοντας ρούχα και σιδερώνοντάς στην κυριακάτικη μοναχική φοιτητή εστία. Θα επανέλθει κατόπιν αρκετές φορές.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με τον ήρωα πια τριάντα εφτά χρονών, σε ένα Μπόινγκ 747 λίγο προτού προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Αμβούργου. «Μια γλυκιά ορχηστρική διασκευή του Norwegian wood» τον προσγειώνει αλλού, στα φοιτητικά του χρόνια. Θυμίζοντάς του πάντα την πρώτη του αγάπη με τρόπο βασανιστικό, την Ναόκο που ήταν και το κορίτσι του καλύτερού του φίλου.
Ένας «φιλήσυχος» νεαρός φοιτητής αυτή τη φορά (στο «Κουρδιστό πουλί» ήταν ο φιλήσυχος Τόρoυ Οκάντα – Τόρoυ σταθερά- που μαγειρεύει μακαρόνια και ακούει όπερα και τζαζ στην κλασική του γιαπωνέζικη κουζίνα), καθαρίζοντας το σπίτι του και τον εαυτό του, ανιχνεύει τους γρίφους του κόσμου. Οι… κωδικοί του μια σειρά από ερωτικές συνευρέσεις και αυτοκτονίες ή θάνατοι. Βασικοί αρμοί, τα τραγούδια και η μουσική. Και τα βιβλία, λιγότερο τα βιβλία.
Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες αυτή τη φορά, ιστορίες βίαιων και επώδυνων θανάτων και ερωτικές ιστορίες. Με τις βασικές πρωταγωνίστριες, άπιαστα όνειρα τελικά, εφόσον η υπερευαίσθητη Ναόκο νοσηλεύεται μετά την αυτοκτονία του φίλου του σε μια ιδιότυπη «κλινική» και η «αυθόρμητη Μίντορι» μη φανταστείτε τίποτε εύκολη περίπτωση κι αυτή, κινείται ανάμεσα σε νοσοκομεία και θανάτους.
Και ο Τόρι Βατανάμπε όπως και η Μαγιού Κασαχάρα στο «Κουρδιστό πουλί», σχεδόν ακίνητος στο φοιτητικό του δωμάτιο γράφει γράμματα: στην Ναόκο ένα την εβδομάδα, στη Μιντόρι σταθερά προσπαθώντας να λύσει παρεξηγήσεις… Αναπάντητες κατ’ ουσίαν επιστολές εφόσον σε όλα τα μεγάλα (έρωτας, θάνατος, αυτογνωσία), έτσι βαδίζουμε, αναπάντητοι και μόνοι.
Στο μεταξύ, φίλοι και συγκάτοικοι, αδελφές που αυτοκτόνησαν, μικρές ιστορίες δευτερευόντων αλλά τόσο σημαντικών εντέλει προσώπων ολοκληρώνουν ένα μωσαικό που είναι τελικά η ζωή, ενός έφηβου που θέλει δεν θέλει ωριμάζει κιόλας. Αναγνωρίζοντας ότι τα βασικά (και τα μέγιστα) του ξεφεύγουν. Πάντα θα του ξεφεύγουν: «Τα πράγματα θα προχωρήσουν όπως πρέπει να προχωρήσουν, φτάνει να τ’ αφήσεις εσύ να πάρουν το δρόμο τους. Παρά τις έντιμες και ειλικρινείς προσπάθειές σου, οι άνθρωποι θα πληγώνονται πάντα, όταν θα φτάνει η ώρα τους να πληγωθούν», όπως θα του πει η Ρέικο (συγκάτοικος της Ναόκο στο «χτήμα»), μια ταλαντούχα πιανίστα που καταστράφηκε απ’ το πολύ της ταλέντο.
Το «Μεγάλο Τίποτα», βεβαίως, και πάλι ο κεντρικός κόμβος. Μια σειρά από θανάτους εξάλλου υπενθυμίζει το μέγεθος: οι γονείς της Μιντόρι, οι αυτοκτονίες του φίλου του Κιζούκι, της αδελφής της Ναόκο, της Ναόκο, της Χατζούμι… όλοι νεότατοι και απολύτως χαρισματικοί. Με έναν Φιτζέραλντ που ενώ αναφέρεται διαρκώς με τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» να μας κλείνει το μάτι απ’ το «Σπάσιμο», διότι σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος ο καθένας τους θα μπορούσε να πει «ναι, η ρωγμή είναι σε μένα». Αλλά το υπαρξιακό τραύμα το προξενεί η ζωή, επειδή όλα είναι «σε σχέση».
Έτσι ο Τόρου Βατανάμπε (όπως ο άλλος Τόρου στον «Κουρδιστό πουλί») θα χρειαστεί να «ξεβολευτεί» και να κινηθεί απ’ τη θέση του: να ταξιδέψει και να περιπλανηθεί, να μπει στις ζωές άλλων και ν’ ακούσει ιστορίες, να επιθυμήσει, να μετανιώσει, να χαθεί και να εξαπατηθεί, να πονέσει, να μείνει ακίνητος, θα χρειαστεί να επιλέξει.
Διότι ο Χαρούκι Μουρακάμι και πάλι καταπιάνεται με τα μέγιστα υπαρξιακά, αντιπαραθέτοντας στον θάνατο και ανατέμνοντας (τι άλλο;) το αντίπαλον δέος, τη σεξουαλικότητα και τον έρωτα. Ξεφλουδίζοντας με τρόπο μεταφυσικό και φιλοσοφικό το κουκούτσι της ίδιας τελικά της ζωής, αποφεύγοντας να μας δώσει «την αλήθεια» (υπάρχει;) λουκουμάκι στο πιάτο: «Ο θάνατος υπάρχει, όχι ως το αντίθετο της ζωής αλλά ως μέρος της. Ζώντας καθένας τη ζωή του, τρέφουμε το θάνατο. Μα όσο κι αν αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι μια μόνο από τις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε. Ο θάνατος της Ναόκο με δίδαξε κάτι ακόμα: δεν υπάρχει αλήθεια ικανή να γιατρέψει τη λύπη μας για την απώλεια ενός αγαπημένου πλάσματος. Δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε εντιμότητα ούτε δύναμη ούτε καλοσύνη ούτε τίποτα που να μπορεί να γιατρέψει αυτή τη λύπη. Πρέπει να την αντέξουμε ως το τέλος και να μάθουμε κάτι απ’ αυτή. Μα ό,τι κι αν μάθουμε, δεν θα μας βοηθήσει την επόμενη φορά που μια παρόμοια λύπη θα έρθει να μας συντρίψει απροειδοποίητα».
Ένας Μουρακάμι μαγικός κι αισθαντικός, παρηγορητικός, ενστικτώδης κι απαρηγόρητος. Που χρησιμοποιεί την μουσική σαν γαζούλα, τελικά, θεραπευτική, για τεθνεώντες και ζώντες. Μοναδική η παράδοξη δεύτερη κηδεία της Ναόκο που επιχειρεί ο Τόρου με την Ρέικο. Με την Ρέικο να παίζει στην κιθάρα για την αγαπημένη απούσα «όσο αντέξει». Πεντηκοστό τραγούδι το «Norwegian wood», βεβαίως, των Μπιτλς.
Διότι το «Νορβηγικό δάσος» είναι μια διαβρωτική ιστορία, «το απομεινάρι μιας ανάμνησης», ανοιχτή σαν ζωή, παρότι κινείται αυστηρά σε χρόνο παρελθόντα. Αλλά το παρελθόν την έχει αυτή τη δύναμη’ να σε πάει παντού. Όπως και η μουσική. Ακόμα κι εκεί που δεν σε πήγε όταν το ζούσες.

«ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΠΟΥΛΙ» του Χαρούκι Μουρακάμι, Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 862, τιμή: 28 ευρώ.

Τρομάζεις που το βλέπεις. Την μαγεία του, ούτε μπορείς να την διανοηθείς. Οκτακόσιες εξήντα σελίδες δεν είναι και μικρό πράγμα, τι να λέει, αναρωτιέσαι. Εξάλλου όλα αρχίζουν από μια εξαφανισμένη γάτα. Ήρωάς του ένας φιλήσυχος άντρας. Που ακούει όπερα και τζαζ, διαβάζει βιβλία, μαγειρεύει μακαρόνια και πίνει μπίρα στο τραπέζι της κουζίνας, τι μπορεί να σου πει ένας τόσο φιλήσυχος άντρας;
Δεν το κρύβω ότι «Το κουρδιστό πουλί» το διάβασα κατόπιν παρότρυνσης. Τον Χαρούκι Μουρακάμι τον ήξερα αλλά με «Το κουρδιστό πουλί» και τον όγκο του δεν είχα το κουράγιο να αναμετρηθώ. «Θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω», με απείλησε φίλος μου παριστάνοντας το κορσικανάκι στον Αστερίξ. Κι επειδή τον είχα ικανό, κόντεψα να κρατήσω την αναπνοή μου εγώ, διαβάζοντας τελικά το βιβλίο. Δεν μιλιόμουνα. Μέχρι να το τελειώσω. Και αφού το τελείωσα, συνέχισε βασανιστικά να με απασχολεί.
Όπως ήδη θυμάστε, ο φιλήσυχος Τόρου Οκάντα, που έχει παραιτηθεί από την ανιαρή δουλειά του σε μια νομική εταιρεία, ξαφνικά χάνει την γάτα του κι εκεί που μαγειρεύει μακαρόνια κι ακούει όπερα στην κλασική του γιαπωνέζικη κουζίνα αρχίζει να παίρνει κάποια μυστηριώδη ερωτικά τηλεφωνήματα. Στη συνέχεια γνωρίζει μια σοφή δεκαεξάχρονη τη Μαγιού Κασαχάρα και αρχίζει μαζί της μιαν ιδιότυπη φιλία. Και δυο περίεργες αδελφές, τη Μάλτα Κάνο (επειδή κάποτε ταξίδεψε στην Μάλτα) και τη Κρέτα Κάνο (που, όμως, δεν έχει πάει ακόμα στην Κρήτη) οι οποίες καλούνται να βοηθήσουν στην εξαφάνιση της γάτας. Η Μάλτα Κάνο όπως και ο κύριος Χόντα μπορούν να βλέπουν το μέλλον. Κι η Κρέτα Κάνο που νίκησε τον πόνο, έγινε πόρνη για να ξεχρεώσει τον πατέρα της και είναι πια πόρνη του μυαλού, συνευρίσκεται με τον φιλήσυχο ήρωά μας στα όνειρά του.
Στο μεταξύ, αυτό που ακολουθεί στην παντελώς ακίνητη ζωή του, είναι μια δράση καταιγιστική, κυρίως χάρη στους άλλους. Ανθρωποι μέχρι πρότινος άγνωστοι αρχίζουν να μπαινοβγαίνουν στη καινούργια ζωή του, απ’ την οποία εκτός από την γάτα, εξαφανίζεται πια και η Κουμίκο, η γυναίκα του.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί άναυδος μια σωρεία εγκιβωτισμένων ιστοριών- μικρές ιστορίες πολύτιμες και απαραίτητες όσον αφορά την δομή και την πλοκή που μπαινοβγαίνουν μαζί με τους πρωταγωνιστές τους στην ζωή του φιλήσυχου ήρωα.
Ετσι μέσα από μια τυπική γιαπωνέζικη κουζίνα γνωρίζουμε την ιστορία της Ιαπωνίας (Μογγολία, Μαντζουρία, Σοβιετικούς, Ναγκασάκι), τη σύγχρονη ζωή και την μοναξιά της Ιαπωνίας, την κουλτούρα, τους υπαρξιακούς γρίφους, την παράδοση και τις μεταφυσικές ανησυχίες της. Εφόσον όλα πια τίθενται επί τάπητος: η Ιστορία με ακραίο ρεαλισμό, η υπαρξιακή αγωνία με αλληγορικές, ερωτικές, μεταφυσικές ιστορίες, ο σύγχρονος άνθρωπος με ό,τι τον τρομοκρατεί και τον βαραίνει. Τα πάντα υπηρετούν αυτό τον σκοπό: η καθημερινότητα, οι καθημερινές συνομιλίες, τα όνειρα, τα μέιλ, δημοσιεύματα στον τύπο, επιστολές, το αφηγούμενο παρελθόν, οι μαντικές εικασίες που οδηγούν στο μέλλον. Και βεβαίως, τυχαίο τίποτα. Όλο αυτό το απίθανο γαιτανάκι ηρώων και ιστοριών, τόσο σφιχτοδεμένο, σαν αλυσίδα μπορχεσικού πεπρωμένου.
Οι ήρωες που αξιώνονται να ακούσουν κάποια στιγμή <το κουρδιστό πουλί> τόσο ιδιαίτεροι. Και οι πλέον χαρισματικοί, βεβαίως, οι πιο αθώοι: η Μαγιού παρότι εγκλημάτησε, αλλά αποδεικνύεται μοναδική φιλόσοφος του θανάτου και ο Κάρι που αντίκρισε οκτώ χρονών παιδί τον άλλο του εαυτό, μέσα από ένα παράδοξο, αθέλητο αστρικό ταξίδι, απ’ το οποίο θα επιστρέψει έκθαμβος και γι’ αυτό απολύτως βουβός. Ο φιλήσυχος Τόρυ Οκάντα που μπαινοβγαίνει οικειοθελώς υπό μορφή ιδιόμορφων ΙΧ συνεδριών σε ένα πηγάδι. Αποκτώντας το σημάδι που γιατρεύει από «αυτό», ένα βάσανο καθαρά εσωτερικό, ίδιο με το σημάδι του πατέρα της Τζίντζερ και παππού του Κάρι.
Κι όλα αυτά, σε μια τυπική γιαπωνέζικη γειτονιά που όμως διαθέτει το δικό της στοιχειωμένο σπίτι και το δικό της μπαζωμένο πηγάδι.
Οπου «κουρδιστό πουλί» θα γίνει ο ίδιος ο ήρωας (η Μαγιού Κασαχάρα έτσι τον ονομάζει) για να «κουρδίσει» με κάθε τίμημα, τελικά, την δική του ζωή, μέσα ή έξω από το πηγάδι.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο – παλίμψηστο όπου κτυπά η καρδιά της παλιάς και της σύγχρονης Ιαπωνίας. Που ανατέμνει με τρόπο ρεαλιστικό και υπερρεαλιστικό το συνειδητό και το ασυνείδητο σύμπαν του σύγχρονου ανθρώπου. Και αγγίζει παραβολικά τα μεγάλα ζητήματα της ύπαρξης: γέννηση, θάνατο, έρωτα, μοναξιά. Αναζητώντας τον μέγιστο γρίφο, τον εαυτό. Που αλλάζει παραμένοντας αναλλοίωτος μέσα από όλες τις αλλαγές και τα βάσανα, μέσα στο χρόνο.
Ένα βιβλίο, εν τέλει, σαν ένα από εκείνα τα περίφημα πεντακόσια γράμματα «προς το Κουρδιστό πουλί» της Μαγιού Κασαχάρα:
«Γειά σου και πάλι, κύριε Κουρδιστό Πουλί.
Δεν μου λες, αυτά τα γράμματα φτάνουν άραγε ποτέ σ’ εσένα;
Εννοώ ότι σου έχω γράψει τόνους ολόκληρους από γράμματα και πραγματικά αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν έχουν φτάσει ποτέ σ’ εσένα. Η διεύθυνση που χρησιμοποιώ είναι μια διεύθυνση «στο περίπου» και δεν βάζω αποστολέα στο φάκελο, οπότε μπορεί να μαζεύονται στο ράφι των απολεσθέντων σε κάποιο ταχυδρομείο, αδιάβαστα και γεμάτα σκόνη. Μέχρι τώρα σκεφτόμουν: Εντάξει, αν δεν φτάνουν, τι να κάνουμε, δεν φτάνουν. Θα μου πεις, τότε γιατί κάθομαι και τα γράφω όλ’ αυτά τα πράγματα, όμως το σημαντικό είναι να βάλω τις σκέψεις μου κάτω στο χαρτί. Είναι εύκολο να τις γράψω αν νομίζω ότι γράφω σ’ εσένα, κύριε Κουρδιστό Πουλί, αλλά κι εγώ δεν ξέρω γιατί. ‘Ελα ντε; Πες μου εσύ γιατί!»
Κι ο Μουρακάμι γράφοντας κάνει ακριβώς αυτό: βάζει σε απόλυτη τάξη και στο χαρτί, τους μυστικούς κωδικούς του κόσμου.
«Όμως αυτό το γράμμα θέλω οπωσδήποτε να το διαβάσεις. Ελπίζω και προσεύχομαι να φτάσει σ’ εσένα>.
Κι αυτό το βιβλίο, σε σας.
Για την ιστορία, σημειώνουμε, ότι το βιβλίο έχει μεταφραστεί από τα αγγλικά κι ενδεχομένως να μας στερεί κάτι από την απόλαυση και ότι έχει σημειώσει επιτυχία χάρη στο mr Librofilo που επέμενε και «θα κρατούσε την ανάσα του μέχρι να σκάσει» αν δεν το διάβαζα!

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ο Χαρούκι Μουρακάμι, που θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949.
Γνωρίστηκαν με τη γυναίκα του τη Γιόκο στο πανεπιστήμιο κι άνοιξαν στο Τόκιο ένα τζαζ κλαμπ με το όνομα Peter Cat.
Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Norwegian Wood (1987) τον έκανε διάσημο στη χώρα του.
Υστερα εγκατέλειψε την Ιαπωνία κι επέστρεψε το 1995.
Εχει μεταφράσει στα Ιαπωνέζικα τα έργα του Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, του Τρούμαν Καπότε, του Τζον Ιρβινγκ και του Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» έχουν κυκλοφορήσει τα βιβλία του: «Σκληρή χώρα των θαυμάτων και το τέλος του κόσμου» και «Το κυνήγι του αγριοπρόβατου».
«Το νορβηγικό δάσος» θα κυκλοφορήσει (όπως και άλλα έξι βιβλία του) από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» τον Φεβρουάριο του 2007.
Δηλαδή, κυκλοφόρησε.