17/12/14

Ανασκαφή και Μυθιστόρημα


Για την «Λίλιθ» της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη,
 
γράφει ο Βασίλης Βασιλικός

 Δημοσιεύθηκε στο literature

Το «βιβλιοφιλικό» όπως σωστά το χαρακτηρίζει το οπισθόφυλλο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να μας μεταφέρει ένα μήνυμα πολύ απλό: ότι αγαπάς έναν «άλλον» άνθρωπο για να μπορέσεις πραγματικά ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου. Ή για να το πούμε διαφορετικά: η δίοδος για ν’ αγαπηθείς από σένα είναι το πρόσωπο μιας άλλης αγάπης.
662 σελίδες και με τις τέσσερις σελίδες που περιέχουν τα προηγούμενα έργα της φτάνουμε στο 6-6-6. Αυτό όμως δεν παραπέμπει στο γνωστό νούμερο της Αποκάλυψης ή στους παλιοημερολογίτες, αλλά στο έτος 2666 που αναφέρεται, μελλοντολογικά, σε κάποια σελίδα του βιβλίου.
Αρχίσαμε με τη λέξη βιβλιοφιλικό, επειδή υπάρχει στο οπισθόφυλλο. Που όμως, δεν είναι καθόλου τέτοιο. Ναι, είναι αλήθεια ότι παρεμβάλλει ανάμεσα στις επιστολές βιβλία άλλων, ωστόσο αυτό γίνεται για απόλυτα δραματουργικούς λόγους, για να συντηρηθεί το σασπένς και για να φανεί η διαφορά της αθωότητας των νεανικών επιστολών από την ωρίμανση της ηρωίδας της Λιλίθ ή Μ. Με το χρόνο που έχει περάσει από τότε που τις έγραψε.
Γιατί δεν αναφέρεται στα βιβλία που μας παρουσιάζει σε μιάμισυ δυο το πολύ σελίδες ως κριτικός της λογοτεχνίας (που είναι άλλωστε στην επαγγελματική της ζωή), αλλά ως συμπληρωματική εμπειρία της ηρωίδας που τα διάβασε. Και εστιάζεται μόνο σε ένα γεγονός: στο αδυσώπητο άλγος της αγάπης. Της γυναικείας αγάπης, θα πρέπει να πω, που συνήθως καταλήγει στην συντριβή εκείνης που αγαπάει. (Πάντα μέσα από τα μυθιστορήματα των άλλων).
Έτσι η βιβλιοφιλία είναι όρος εμπορικός και σωστά μπήκε στο εξώφυλλο. Σκεφτείτε να έμπαινε αυτό που πραγματικά είναι και που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πεζογραφίας, παντού στο κόσμο: είναι «διακειμενικό» μυθιστόρημα. Που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί ιστορίες άλλων για να διηγηθώ τη δική μου καλύτερα.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε πάλι για το βιβλίο ότι είναι υπαρξιακό θρίλερ. Και πράγματι είναι τέτοιο. Διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί, ξέρετε γιατί; γιατί δεν υπάρχει φόνος. Αναζητούμε το έγκλημα και δεν το βρίσκουμε, ενώ η συγγραφέας, με τον τρόπο που γράφει, αφήνει καθαρά τον αναγνώστη να υποπτευθεί ότι το έγκλημα έγινε από τον βλοσυρό κύριο, τον άρχοντα της καρδιάς της, που η σκέψη της καταδυναστεύεται απ’ αυτόν. Κι ενώ δεν ξέρουμε τίποτα για τον χαρακτήρα του είμαστε πεπεισμένοι ως αναγνώστες ότι εγκλημάτησε. Και  δεν τον συναντούμε πουθενά στο βιβλίο, αλλά κι αν τον συναντούμε μια φορά, δεν θα σας πω πού και γιατί. Αυτό σημαίνει θρίλερ. Θα το ανακαλύψετε ή όχι ανάλογα με την ευαισθησία σας και με την τραυματική, όσες τη διαθέτουν, εμπειρία τους από τα μυστήρια της αγάπης.
Εκείνο που επίσης πολύ μου άρεσε σ’ αυτό το κορυφαίο μυθιστόρημα της Ελένης (αποφεύγω το Γκίκα γιατί δημιουργεί συνειρμούς με το νέο υπουργό οικονομικών που τα θαλάσσωσε) είναι οι τηλεγραφικές σχεδόν αναφορές στα νέα επιστημονικά δεδομένα, είναι: είναι της μοριακής βιολογίας είτε των μαθηματικών είτε της φιλοσοφικής αποδόμησης. Μαθαίνεις πολλά διαβάζοντάς το. Έμαθα κι εγώ πολλά που αγνοούσε. Έχοντας πρόσφατα διαβάσει τη βιογραφία του Τρότσκι του Βικτόρ Σέρζ, κλασικό του είδους εδώ και δεκαετίες, έμαθα για ένα άλλο βιβλίο, για τη μαρτυρία του εγγονού του Τρότσκι που αφορά την άγνωστη ζωή του Τρότσκι στο Μεξικό του Εστεμπάν Βολκόφ που είναι σήμερα 86 χρονών και ζει στο Μεξικό, κάι που το θεωρεί «μαθηματικά παράδοξο». Καθώς «στην οικογένειά μου, γράφει, όλοι πεθάναν νέοι εξολοθρεμένοι από τον Στάλιν. Εγώ είμαι ο μόνος που ισοπεδώνει το στατιστικό προσδόκιμο της ζωής». Κι ακόμα έμαθα ότι ο Τρότσκι δολοφονήθηκε στις 21 Αυγούστου, ημερομηνία σημαδιακή για όσους θυμούνται την εισβολή των σοβιετικών τάνκς στην Πράγα του 1968, που σήμανε και την αρχή της κατάρρευσης εκείνου που συνέβη μετά από εικοσιένα χρόνια, δηλαδή, η πτώση του Τείχους το 1989.
Και τώρα η γραφή: ακονισμένη, συνοπτική, εμπεριέχει μια τεράστια θητεία στη γλώσσα. Σπάνια πια διαβάζει κανείς, στην πλημμυρίδα των τούβλων που μας κατακλύζουν, κυρίως από γυναίκες που ανήκουν στην πρωτοβάθμια ψυχολογία πασπαλισμένη με ολίγη άχνα Φρόυντ και Γιούνγκ, τέτοια λαγαρά, ξελαμπικαρισμένα ελληνικά. Γιατί αν η γλώσσα είναι προνόμιο της ποίησης, όταν ένας πεζογράφος έχει το οξύ αισθητήριο της γλώσσας όπως η Ελένη, ανέρχεται δικαιωματικά στο επίπεδο της ποίησης ενώ γράφει πρόζα.
Το βιβλίο είναι διάχυτο από την τρυφερότητα της παιδικής κούκλας που μεγάλωσε όλες τις γυναίκες, όπως τα όπλα τους αρσενικούς. Η συγγραφέας δεν νοσταλγεί τον χαμένο παιδικό παράδεισο, αλλά όταν θέλει να αλώσει συναισθηματικά τον αναγνώστη μια φράση για μια κούκλα της αποτελεί πάρθειο βέλος στην καρδιά του.
Διαβάστε λοιπόν τη Λιλίθ. Είναι σα να διαβάσατε τελειώνοντας πενήντα βιβλία. Έχει το Θ του θηλυκού και η άγνωστη συνώνυμή της, ο σωσίας της ή το άλτερ έγκο της, ή η αντανάκλασή της στον καθρέφτη της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων, έχει το γράμμα Μ., δηλαδή την Παρθένο Μαρία.
10/12/2014

Από λέξη σε λέξη και από συμβολισμό σε συμβολισμό


 
Ελένη Γκίκα, Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, ποιήματα, εκδόσεις Καλέντη,2014

Γράφει η Κατερίνα Καριζώνη

Δημοσιεύθηκε στο Literature   http://www.literature.gr/i-katerina-karizoni-grafi-gia-tin-piisi-tis-elenis-gkika-i-architektoniki-tis-iparxis-ekdosis-kalenti-2014/

Με αρχιτεκτονική διάθεση και  λόγο  ποιητικό ανιχνεύει η Ελένη Γκίκα  τον εσωτερικό  χώρο  της ύπαρξης στην  καινούργια ποιητική της συλλογή, η οποία ήδη απ’ τον τίτλο προδιαθέτει τον αναγνώστη  για την ιδιαίτερη αισθητική της. Ποίηση, αρχιτεκτονική, μουσική, μαθηματικά, αλλά και  παραμύθι  είναι τα στοιχεία που εμπλέκονται στην πρωτότυπη αυτή τεχνική και  της δίνουν  μια ξεχωριστή  ταυτότητα. Πρόκειται για ένα  ποιητικό ιδίωμα «δομημένο» με κοφτές φράσεις-υλικά  και εσωτερικό ρυθμό,  μια αυστηρή αριθμητική των λέξεων που αναπτύσσεται  πάνω σε κρυφούς μουσικούς και μαθηματικούς κανόνες. Αν και πεζογράφος η Ελένη Γκίκα  και μάλιστα με πλούσια –ενίοτε χειμαρρώδη- αφηγηματική γραφή, διακρίνεται για την  οικονομία του λόγου της, όταν γράφει ποίηση. Άλλωστε η ποίηση είναι ελλειπτικός λόγος και χάρη σ’ αυτή την ιδιότητά της, υπερβαίνει τα όρια της συμβατικής γλώσσας  και μετουσιώνεται σε τέχνη.
                                  Από  λέξη σε λέξη λοιπόν και από συμβολισμό  σε συμβολισμό,  μας ταξιδεύει η Ελένη Γκίκα  στην  ενδέκατη ποιητική  της συλλογή μέσα στα αχανή δωμάτια της ύπαρξης και  τα μυστικά τους: στο αυριοδωμάτιο, στο  σώμα-δωμάτιο, στο  άσπρο δωμάτιο, στο δωμάτιο-alef, στο  δωμάτιο-τέλος, στο  δωμάτιο-αρχή…. Μας ξεναγεί στην αρχιτεκτονική ενός δικού της  ποιητικού κόσμου, σε μια προσωπική χωροταξία των λέξεων- για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο της-  όπου κυριαρχούν μυθικές μορφές  : ιππότες -ναίτες, μωρά σε κούνιες, άνθρωποι-δέντρα,
ο πατέρας-γερασμένη βελανιδιά, κούκλες που μιλούν, αλλά και  ονειρικά σκηνικά και  υλικά  όπως  το  δάσος του πουθενά,  οι εκατό χουρμαδιές όπου φτάνει η σιωπή,  το σεντονάκι –καθρέφτης- γυαλί, το σπαθάκι –μολύβι- φτερό, οι-Κυριακές-του-μπαμπά,  το αγριομυστήριο.

                 Ο  χρόνος  στα ποιήματα  είναι ρευστός, αξεδιάλυτος , το τώρα είναι αιώνιο, το αύριο επτά αιώνες πριν,- «ξύπνησα και ήταν χθες»  γράφει κάπου η ποιήτρια-, η αρχή αέναη, το  τέλος διαρκές. Τα πρόσωπα υπάρχουν μέσα στην απουσία , συνεπώς στη μνήμη.  Τα πράγματα  χάνονται  και επιστρέφουν μέσα από μια  συνεχή  περιδίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στο θάνατο και  τη ζωή. Οι  λέξεις μετατρέπονται σε κώδικες της  προσωπικής  μυθολογίας , η οποία συντίθεται από τραύματα και  θραύσματα  που  η ποιήτρια αποκαλύπτει  και  αποκρύπτει  συνεχώς, προκαλώντας έτσι  τον αναγνώστη. Το ποιητικό  σύμπαν που δημιουργεί η Ελένη  Γκίκα  είναι  αινιγματικό, αλλά  όχι  σκοτεινό. Οι  γρίφοι  της φωτίζονται απ’ το συναίσθημα, που όμως  χρησιμοποιείται με οικονομία και εκφράζεται  μέσα απ’ την ελλειπτική γραφή. Καμιά λέξη δεν περισσεύει.    
                   Πίσω απ’ την  ποιήτρια βέβαια  κινείται πάντα η αφηγήτρια, κάτι  που γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Ίπταται  και πεζοπορεί  ταυτόχρονα. Με  λόγο αφαιρετικό, όπως αυτός  της  ποίησης,  επιχειρεί να ανασυνθέσει  κομμάτια από κατακερματισμένες  ιστορίες ή να επινοήσει καινούργιες. Έτσι κάθε λέξη είναι φορτωμένη και φορτισμένη από βιώματα. Ποίηση βιωματική, λοιπόν και  ταυτόχρονα ερωτική, προσανατολισμένη στη  μνήμη και στους μύθους της,  ποίηση –ξόρκι απέναντι  στην απώλεια και στην  απουσία  των  αγαπημένων προσώπων, στο κενό και στον θάνατο. Ποίηση  υπαρξιακή. Ξεχωρίζω ένα απόσπασμα απ’ το ποίημα: Δεμάτι για τη δική μου πυρά

Έτσι κι αλλιώς, κουβαλά ο καθένας μας
Το δεμάτι για τη δική του πυρά
Όπως κι αν το βαφτίζει
Πέπλα πρώτα, κουνουπιέρα,
Η κούκλα μου Μάνια που μιλά,
Χωράφι μου, αμάξι μου, γοβάκι
Σταχτοπούτας, χρέος
Και η μεγαλύτερη δυναστεία
Δεν ζει όσο τρεις βελανιδιές
Ακόμα κι ο χρόνος γερνά
Στο ίδιο δωμάτιο…

Τα ποιήματα  κλείνουν στο τέλος με ημερομηνίες, ώρες και τόπους,  όπου γράφτηκαν που λειτουργούν ως υποσημειώσεις στο ποιητικό σώμα. Κάπου δεσπόζει η θρυλική Μάνη και οι ιστορίες της, αλλού η Ρόδος των Ιπποτών, η Βιέννη των κατόπτρων με το τυπογραφείο του Ρήγα και τα γκρίζα νερά του Δούναβη. Διηγήσεις σκόρπιες κρυμμένες μέσα στις ποιητικές εικόνες, που πάνε πίσω μπρος στο χρόνο, δημιουργώντας μια εξόχως μαγική ατμόσφαιρα.
         Εντύπωση μου έκανε η  προσεγμένη γραφή των ποιημάτων με σιωπές, διαστήματα,  ρυθμική  παράθεση λέξεων, ερωτηματικά, κενά και σχήματα που ενισχύουν  την εικαστική πλευρά  της γραφής. Πάντα  πίστευα ότι η ποίηση είναι χορός των λέξεων πάνω στο χαρτί . Μοιάζει με το χορό  των  περιστρεφόμενων δερβίσηδων, με το στροβίλισμα των ουράνιων σωμάτων  στο σύμπαν. Κάπως έτσι το συλλαμβάνει και η ποιήτρια και το καταγράφει σ’ ένα ποίημά της με τον τίτλο «μουσικό κουτί», με το οποίο κλείνει την συλλογή της:

Δερβίσης και
Χάθηκα
Στην τελευταία περιστροφή.

                     Μόνο που τίποτα δεν χάνεται στην ποίηση και ειδικά στην καλή ποίηση που αποτελεί κιβωτό μέσα στη γλώσσα, ύψιστη τέχνη και άνθος της γραφής. «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης»  λοιπόν, το νέο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Γκίκα, μας συγκινεί με τον καίριο ποιητικό λόγο του, την πρωτότυπη αισθητική του και  το πηγαίο –αν και διακριτικό συναίσθημα  που φέρουν οι στίχοι του. Μας υπενθυμίζει  το αξεδιάλυτο της ζωής και του θανάτου, του χρόνου και του ονείρου, το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της ίδιας της  ποιητικής δημιουργίας. 

 Οι  Κυριακές του μπαμπά
Οι-Κυριακές-του-μπαμπά
Θα το πω
Και θα’ ναι η ζωή μας
Από κυριακάτικο σε
Κυριακάτικο ξύπνημα
Τώρα που το νήμα
Κόπηκε σε μένα
Κι εκείνος έγινε αστεράκι
Αστρική σκόνη και φως
Ασημένια κλωστή
Κι εγώ μαριονέτα
Που ν’ αρχίζω πάλι
Και να χορεύω
Που αγνοώ τον
Καινούργιο ρυθμό
Τώρα που δίχως
Εκείνον είμαι ξανά
Τίποτα.
Από τις Κυριακές θα πιαστώ
Να ξαναβρώ την αρχή
Θα μου δώσεις το βήμα;
Λοιπόν, μπαμπά, πάμε
Ξανά
Κυριακή…
Τρίτη 9 Αυγούστου 2011



10/12/14

δικές μας απόπειρες αιωνιότητας...


Για την Λίλιθ

γράφει η Γεωργία Στεφανάκη
Με τη Χάρτινη Λίλιθ πρωτοσυναντηθήκαμε μόλις, προχθές... Η Κούριερ με κάλεσε να παραλάβω μιαν επιστολή που είχε αρχικώς σταλεί σε λάθος διεύθυνση και που εναγωνίως έπρεπε να μου παραδοθεί. Η ευγενική υπάλληλος στο κατάστημα αφού έψαχνε αρκετή ώρα το παρ ολίγον ανεπίδοτο γράμμα... με μιαν αστάθεια ζυγίσματος βάρους μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα ίσως συνηθισμένη στους άνευ βάρους φακέλους λε...ς κι έχασε στιγμιαία την ισορροπία της επίδοσης και έτσι ο κίτρινος φάκελος αντί να μου παραδοθεί στα χέρια ,της έπεσε στο πάτωμα.. Σχεδόν ταυτόχρονα υποκλίθηκα και ‘γω και σχεδόν βουλιμικά συνέλαβα τον εαυτό μου να αναδύει απ΄ το σχισμένο χαρτί το βιβλίο.. Το εξώφυλλο, η γραμματοσειρά μιας καθαρής γραφής μα και η υφή ,το διαφορετικό άρωμα βιβλιοδεσίας λες και ικανοποίησαν όλες τις αισθητήριες απολήξεις μου και αδιαφορώντας για την εικόνα του να συνεχίζω να ευρίσκομαι στο πάτωμα(!) ,ξεκίνησα κλεφτά σε τυχαία σελίδα να διαβάζω.. «Ψάχνουμε το σκοπό του εκθέματος και προσπαθούμε να καταλάβουμε όλα τ άλλα την υφή, το βάρος του ,τη σκιά του στο φως ή υπο το φως της σελήνης’’.. έκλεισα απότομα το βιβλίο. Ήξερα πως μόλις καλωσόρισα στη ζωή μου έναν σίφουνα …..με τ όνομα ΛΙΛΙΘ.. Λίλιθ που στη γραμμική Β, η συλλαβική της γραφή μοιάζει ισοδύναμη του ΛΙ ΛΙ ΘΙ και μάλλον απεικονίζεται με δύο ίδια ανθρώπινα σύμβολα ανθρωπάκια δίπλα-δίπλα σε ένα τρίτο σύμβολο που ομοιάζει με σπήλαιο ή κατακόμβη, τούτη ήταν η πρώτη σκέψη μου.. Ξανάνοιξα το βιβλίο με την εικόνα μου σαν στήλη άλατος να στέκει στη 62 Μαρτύρων ίσα δυο μέτρα απ την έξοδο της γενικής ταχυδρομικής «Ερωμένη των μετάλλων βασίλισσα των βοτανιών

με τη κουκουβάγια στη παλάμη σου εξορκίζεις τους δαίμονες.

Κι όμως πονάς όταν σε κοιτάζουν οι Μητέρες

καθιστές γύρω-γύρω μες στο αμφιθέατρο των αιώνων

μάντισσες βέβαιες για την επιτυχία τους

που παρακολουθούν τα ηλιοτρόπια

να στριφογυρνούν ώσπου να σκοτεινιάσει η μέρα.

Κι εγώ? γιατί δεν έτυχε ποτέ να γεννήσω? Τυχαίνει αυτό?

Ή είναι επειδή το επιθυμώ, ή δεν το επιθυμώ?

και εγώ γιατί δεν το επιθυμώ… λες και με χτύπησε άξαφνα ηλεκτρικό ρεύμα .. έκλεισα απότομα το βιβλίο .Αποτελεί άραγε αυταπάτη ή ζωτικό ψεύδος ..το κυνηγητό της λυτρωτικής μας αλήθειας? Απολαμβάνοντας το περισπούδαστο ύφος μου που μόνο γέλωτα μου προκαλεί..καταφέρνω μόλις σήμερα να γράψω δυο λέξεις για το εγχείρημά σου Ελένη για την ατραπό που μου χάρισες για τούτο το τυφώνα που με συγκλόνισε συθέμελα..

Υπαρξιακή μυθιστορία, διύλιση προτύπων μέσα απ το φίλτρο μιας αέναης θωριάς συνθετική των τραυματικών ρωγμών ,ολοκληρωμένη αφήγηση σ ένα εικαστικολογοτεχνικό κολάζ άχρονης γραφής , Ζω γραφικής ανεξίτηλης συνθετικής πολυρευματικής εικόνας... Εικόνες λόγου και φωνής.. χρώματα και απόηχοι μιας σουρεαλιστικής διάθεσης μιας πένας κεραυνού που καίει….. πεφταστέρια, μήνας Αύγουστος, σκάλες, πορσελάνινες κούκλες γκόλεμ και πολλές απόκοσμες φωνές- κραυγές του ασυνείδητου, των βιωμάτων των δικών σου κι όλων όσων επέλεξες ενοίκους στο κόσμο της Λίλιθ ,όσοι όλοι συνέδραμαν σαν υψηλοί προσκεκλημένοι της αφηγητές μα και αιώνιοι συνοδοιπόροι ..Μαργαριτάρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της επιστήμης, της ψυχιατρικής , της ζωγραφικής, της ποιητικής των Μαθηματικών επιλεγμένα , εξαιρετικά διυλισμένα σε οσμώσεις οργανικές συνθέτουν ένα επίπεδο υπαρξιακών -καλλιτεχνικών προβληματισμών και κατακτήσεων που στη συμβατική υπαναχωρητική ζωή του Αναγνώστη ( κρίνω εξ ίδίων τα αλλότρια) προκαλούν σεισμό. Μορφές σε παίρνουν απ το χέρι και αισθάνεσαι να βαδίζεις έναν υπερβατικό δρόμο σε απόλυτη παραλληλία, προχωράς προς τα πίσω μέχρι να φτάσεις στην αρχή..στη μοναδική αποκάλυψη μιας μοναδικής α-λήθειας της αλήθειας που ανακαλύπτουμε μόνοι μας. Α λήθειας κοινής, μα και μόνης. Η χάρτινη Λίλιθ σε προειδοποιεί ‘’διαβάζεις αυτό που είσαι” και πας όπου μπορείς η ίδια να πας μέσα σου.. συμπληρώνω .. Ανεπίδοτες επιστολές που αναζητούν μόνιμα παραλήπτη ..μηνύματα σε ερμητικά κλεισμένα μπουκάλια γράμματα που ταξιδεύουν σε χωροχρόνο προεπιλεγμένο, Καφκικά γράμματα ,τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα.. ,η μορφή της αγαπημένης Ειρήνης ..ένα οικείο μου πρόσωπο. Δικά μας μηνύματα δικές μας απόπειρες αιωνιότητας.. ψυχές κλεισμένες αυτόβουλα σε καταπακτές , ανείπωτα λόγια ..ανίδωτα ..σε πλεούμενο μπουκάλι ταξιδεύουν μύχιες σκέψεις , για να επιζούν χωρίς εμάς , στίγμα μας .. οι δικές μας ψυχές ερμητικά σφραγισμένες. Άπειρο και αιωνιότητα πεπερασμένο θάνατος έρωτας απώλεια μα φοβικοί ανέραστοι εμείς σε μια αιώνια σκηνή οιονεί κομπάρσοι κι ας ενστερνιζόμαστε ενίοτε ρόλους αναδεικνύοντας τα δικά μας υποκριτικά τάλαντα τάχα γιατί αναζητούμε την Α-λήθεια την ανύπαρκτη ευτυχία ..αγχωμένοι ασφυκτικά και κυνηγημένοι από έναν ανύπαρκτο εχθρό -χρόνο δημιουργούμε μόνο αν εξιδανικεύσουμε και σφιχταγκαλιαστούμε με ψευδαισθήσεις .. Λίλιθ συλλαβική Λι- λι-θι ενσαρκωμένη Α λήθεια σ ευχαριστώ Ελένη για το Δώρο!

 


29/11/14

«Λίλιθ»: σαν τους κύβους του Ρούμπικ


 
Η «Λίλιθ» γράφτηκε σα να ήταν να πάθω αμνησία. Είχα 46 επιστολές στα χέρια μου, είχαν ατμόσφαιρα, πάθος, ύφος, στυλ, έρωτα κι ήταν τα γράμματα ενός κοριτσιού που γινόταν γυναίκα. Και ένας άνδρας, απών, ο παραλήπτης. Την σμίλευε.

Ήμουν στη μέση του πουθενά, μεσήλιξ. Όλη η ιστορία μου πίσω, «ο αγώνας έληξε», κι η Φωτεινή η φίλη μου να επιμένει «όμως, όλα θα κριθούνε στα πέναλτι». «Η κεντρική ιδέα είναι η παράταση»

Και η «Λίλιθ» ήταν «τα πέναλτι». Η δική μου «παράταση».

Το έχω ξαναπεί και σίγουρα δεν θα πρωτοτυπήσω. Η ιστορία είναι κάπου εκεί έξω και, ή μας καταδέχεται, ή δεν μας καταδέχεται. Έχουν υπάρξει ιστορίες που μού έχουν αποκαλύψει για χρόνια μονάχα τον τίτλο (Το μπολερό δεν ήταν του Ραβέλ). Ιστορίες που τις δημιούργησε ένα απομεσήμερο μοναχικό (Οι κούκλες δεν κλαίνε) και άλλες που μου τις χάρισε φίλος (Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς). Ιστορίες που μου άφησε αγαπημένος άντρας που χάθηκε αμέσως μετά (Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω) και τίτλοι που με περίμεναν χρόνια και χρόνια να μεγαλώσω, υπομονετικά (Η γυναίκα της Βορινής Κουζίνας).

Η Λίλιθ γεννήθηκε σαν αστραπή. Τουλάχιστον, όσον αφορά τον τίτλο. Την έλεγαν Λίλιθ και δεν είχα άλλη επιλογή. Η μοναδική μου επιλογή ήταν το τί ακριβώς θα έκανα με την ερωτική ιστορία που είχα.

Την θεώρησα πάρα πολύ σημαντική για να την κάνω απλώς ένα-ρομάντζο. Οι επιστολές ήταν δρόμος, φιλοσοφική κι υπαρξιακή στάση, ήταν διαδρομή. Αποφάσισα να σταθώ τίμια και να αφήσω εκείνες να επιλέξουν τον τρόπο. Γεννήθηκε τριτοπρόσωπα με ειλικρινή αφηγητή, δεν βιαζόταν να φανερώσει τα αφανέρωτα. Πάτησα επάνω στις σιγουριές μου, δηλαδή στα βιβλία και στη γραφή. Μια γυναίκα που γράφει ανακαλύπτει μιαν άλλη που γράφει. Η πρώτη, ιστορικές μελέτες και μυθιστορήματα, η δεύτερη ερωτικές επιστολές. Ο ενορχηστρωτής, ένας άντρας που παραγγέλνει την ιστορία στην πρώτη. Και μια πόλη, το Λονδίνο, που θα σταθεί καθοριστική. Ένα παλαιοβιβλιοπωλείο που θ’ αποτελεί την πηγή. Η αρχή της εξίσωσης θα είναι ακριβώς εκεί: σε μια ιστορία πραγματική και σε βιβλία που με καθόρισαν και μιλούσαν για μεγάλη, καθοριστική και μεταμορφωτική αγάπη. Συγγραφείς που σου αλλάζουν ζωή, που μου άλλαξαν τη ζωή.

Η μορφή ήταν εγκιβωτισμένα μυστικά, πληροφορίες, βιβλία, οι επιστολές φυσικά, τρεις ζωές, όλα σαν παζλ, σαν τους κύβους του Ρούμπικ. Σφηνωμένο το ένα στο άλλο, ομοιόμορφα, αλληλένδετα, το παρελθόν και το παρόν όλα μαζί, αλλά όχι αυτόνομα ωστόσο.

Μια γυναίκα, η Λίλιθ, που φοβάται τη γραφή και τη ζωή, ζει και γράφει. Ιστορίες από το παρελθόν, δεδικασμένες ήδη. Η αρχαιολογία μονόδρομος λες και δεν είναι μεταμορφωτικό το καλειδοσκοπικό παρελθόν. Η αποστολέας, παρούσα κι απούσα. Κι ο άντρας πανταχού παρών και ο μεγάλος απών.

Το μυθιστόρημα στήθηκε σαν ιστορία που βιώνεται στο παρόν, ο εκδότης της τής ζητά ένα ερωτικό μυθιστόρημα που αρνείται να γράψει. Με τον τρόπο του την οδηγεί να ανακαλύψει 46 ερωτικές επιστολές, η αποστολέας και ο παραλήπτης θα της γίνουν εμμονή και μέσα από αγαπημένα βιβλία και συγγραφείς θα βγει να τους ψάξει.

Τα κεφάλαια (αριθμητικά) κάτι σημαίνουν, η δομή και η μορφή έχει σαν φράκταλ στηθεί και όλα είναι ίδια και άλλα, και είναι πάντα-πάντα σε σχέση.

Το βιβλίο, για άλλους, είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα, για κάποιους ιστορία αυτοβιογραφική, βιβλιοφιλικό θρίλερ ή υπαρξιακή μυθιστορία. Θέλω να ελπίζω ότι η ανάγνωση μπορεί να σταθεί και αγραμμική, δηλαδή, η ερωτική ιστορία από επιστολή σε επιστολή, η βιβλιογραφική μανία από βιβλίο σε βιβλίο και για όσους θέλουν απλώς έναν αφηγητή, η παραμυθία της Λίλιθ αυτή καθ’ εαυτή.

Το σίγουρο είναι πως η «Λίλιθ» πια εμπεριέχει ό,τι αγαπώ, όσα βρήκα ως τώρα κι όσα ποτέ δεν θέλω να ξεχνώ: ανθρώπους, φόβους, αγάπες, βιβλία, συγγραφείς, παραγράφους. Σε σημείο που, ελπίζω, να τα βρω εκεί μέσα μόλις αρχίσω πια να ξεχνώ.

Ναι, ό,τι θέλω πια να θυμάμαι, θα- το- γράψω- για- να- το- βλέπω, άμα γεράσω θα το βρίσκω στη «Λίλιθ». Δεν θα το ξανακάνω. Ήταν αποκαλυπτικό, απολαυστικό, εξοντωτικό. Δεν ήξερα αν θα γίνουνε πύργος ή ερείπια οι κύβοι.

Ένα μυθιστόρημα fractal πριν από το fractal όπου, ή όλα στέκονται ή γκρεμίζονται όλα σαν σε σεισμό. Η συνέχεια είναι δουλειά του κάθε αναγνώστη.


Δημοσιεύθηκε στο Varelaki

 

Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! [από την "Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας"


Δεν ξέραμε ότι το μέλλον μάς επιφύλασσε τον κεραυνό!

 

 

Η Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο

 

 

«Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη».

 

 

Άδειοι δρόμοι, άδεια βλέμματα· άδειες ζωές. Πάει να σκεφτεί: Μα τελευταία πώς γίναμε έτσι;  Το μετρό δε φτάνει στο Σύνταγμα, λέει· έχει φασαρίες, φωτιές.

         «Η πορεία των άστρων δεν είναι αέναη

          κι η τίγρη είναι ακόμη μια από τις μορφές που επιστρέφουν».

         Μέσα στα σπλάχνα της κάτι απαγγέλλει αυτό που μέλλει να γίνει, ρυθμικά.

         «Θα κατέβαινε στους δρόμους,

         η ιστορία, η αγανάκτηση, η αγάπη».

         Κατεβαίνει − είναι σίγουρη πως κάποιος την περιμένει μες στη φωτιά.    

         Κατεβαίνει με τα πόδια, δίχως ίχνος οργής. Με μεγάλα βιαστικά βήματα, για κάτι που επείγει· που είναι δικό της και την περιμένει εκεί.

         Εκεί πού;

         «Όταν η αδικία γίνεται νόμος, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον» −

άθελά της θυμάται αυτό το παιδί.

         Δεκαπέντε χρονών, χτυπημένο από γκλοπ, δακρυσμένο από δακρυγόνο.

         «Κλαίμε και μόνοι μας!» − το βρήκε τόσο σπαρακτικό!

         «Η χαμένη Γενιά της Κρίσης» − και ποιος το αποφασίζει;

         Και η δική μας γενιά; Η κερδισμένη γενιά; Η πλανημένη; Η αδηφάγα;

         Ο Κρόνος που κινδυνεύει, ηθελημένα ή αθέλητα, να φάει τα ίδια του τα παιδιά.

         «Το τραγικό στερέωμα, το σύμπαν, δε βρίσκονταν εδώ

         κι έπρεπε να το ψάξουμε στα περασμένα».

 

 

Το πρώτο που βλέπει είναι η λάμψη απ’ τις κροτίδες εδάφους. Αμέσως μετά θα ακούσει φωνές. Στη συνέχεια καπνοί, και τα Ματ σαν τους πήλινους στρατιώτες στην Κίνα − τόσο ψεύτικοι όλοι, και τόσο μοναδικά αληθινοί! Από το υλικό των ονείρων πλασμένοι, που κάνουν θρύψαλα τα όνειρα.

         Στο πλευρό της ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι − κάποτε, αυτή. Ένα αγόρι τρέχει δίπλα της χτυπημένο − κάποιος τον κυνηγά. Ένα κορίτσι φωνάζει: «Πίσω, πίσω!»

         Ένας κύριος της προσφέρει, για τα δακρυγόνα, λεμόνι.

         «Φύγετε, κυρία μου! Δε βλέπετε τι χάος επικρατεί;» ένας αστυνομικός την προειδοποιεί, αλλά είναι σαν να τη σπρώχνει.

         Μια ομάδα παιδιών θυμάται το δολοφονημένο παιδί.

         Βαδίζει στητή − το παιδί που ήταν κάποτε την καλεί.

         «Πιστεύουμε πως είμαστε εξόριστοι

         σ’ έναν καιρό εξαντλημένο.

         σ’ έναν καιρό όπου τίποτε δεν πρόκειται να συμβεί».

         Και ξαφνικά, αυτό το τίποτε γίνεται κάτι-που-συνέβη.

         Κάποιος την πιάνει απ’ το χέρι. «Μας την πέφτουνε, τρέχα!» − το αγόρι που την κοιτούσε στο μετρό σαν να την ήξερε!

         «Δίχως ίχνος οργής, τα σπαθιά των ηρώων συμπλέκει ο χρόνος»   

         «Τρέξε, σου λέω! Διψούν για αίμα, δεν τους βλέπεις; Έχουν πάρει εντολή, μας χτυπούν!»

         Τον ακολουθεί σαν σε όνειρο, δίχως να ξέρει.

         «Τα πλήθη σαν την άμμο της θαλάσσης,

         η αίσθηση του απίστευτου γεγονότος, ο τρόμος, η δόξα».

         Στο πλάι της η φωνή: «Από δω! Θα χτυπήσουν εκεί!»

         Ένα καδρόνι δεξιά της που φεύγει.

         Μια κροτίδα που σκάει τρία μέτρα μπροστά, στο πλευρό της «ο Ρήγας που πέθανε στη μυστική ερημιά / και παίρνει όρκο πως δεν έχει πεθάνει». Και εντελώς ξαφνικά, κάτι άλικο και ζεστό, κάτι σαν κόκκινο χιόνι. 

 

 

Άλικο χιόνι στο μέτωπο του αγοριού!

          «Αριάδνη» τώρα εκείνη, και τον σπρώχνει, σε λαβύρινθο που ούτε ξέρει· θα βγει, δε θα βγει; Δε γνωρίζει καν αν βραδιάζει ή ξημερώνει. Τον κρατά και πιέζει στους κροτάφους τη σχισμένη της μπλούζα, ακριβώς στην πληγή. Κι ούτε ξέρει τι έγινε. Τον κρατά, και τώρα είναι αυτή που τον σπρώχνει.

         Δέκα βήματα μόνο! Έλα! Είναι η Εκδοτική. Δέκα βήματα, και τελειώνει!

         Ο Γεράσιμος στην είσοδο απορεί.

         «Κυρία Αρσινόη!»

         Κάνει χώρο, τρέχει… Το αγόρι αιμορραγεί.

         «Ποιος είν’ εδώ; Έφυγαν όλοι;»

         Οξυζενέ και γαζούλα θεραπευτική.

         «Δεν είναι τίποτε! Τίποτε! Μη φοβάσαι, τ’ ακούς;» Κι ύστερα: «Μην αφεθείς! Θα καλέσω γιατρό, μ’ ακούς;» Κι ύστερα η ώρα που κυλά, ο χρόνος που δεν ξέρει αν τρέχει ή αν μένει στατικός για τον Θεό και τους σοφούς. Κι ύστερα η νύχτα, ο Πέτρος που είναι γιατρός, κι ύστερα «πού να σας πάω, δε γίνεται στο νοσοκομείο, θα γίνουν συλλήψεις», κι ύστερα το σπίτι της μες στο σκοτάδι, που θ’ ανάψει τα φώτα για να το κάνει φωτεινό και ζεστό, κι ύστερα εκείνο το αγόρι που συνέρχεται σιγά-σιγά και όλοι λένε πως είναι η χαμένη γενιά.

         Κι ύστερα,

         «η πορεία των άστρων που, είναι ή δεν είναι αέναη;» − ακόμη ρωτά...

         Κι ύστερα, τίποτε.

         Κοιμήσου!

         Αύριο, όλα!

         Κι ύστερα, αυτός: «Μα δεν υπάρχει αύριο! Δεν το γνωρίζετε αυτό κυρία; Όλα είναι σήμερα, όλα είναι τώρα, όλα είναι εδώ!»

 

 

 

Η Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας

 

 

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

 

Υπνοβάτης, φτάνει στο σταθμό του μετρό. Δυο ζωές έχουν περάσει μέσα σε τέσσερα χρόνια από εκείνη τη μέρα.

         Το τηλέφωνο, πρώτα: «Κάτι συνέβη στον Άγγελο!»

         Κι εκείνη: «Ο Ορφέας; Ο Ορφέας μου; Ζει ο Ορφέας;»

         Πόσες ζωές θα της πάρει να ντραπεί και γι’ αυτό: Ο Άγγελος, ναι, αλλά όχι ο δικός μου Ορφέας!

         Πόσες φορές μπορείς να θρηνήσεις το ίδιο παιδί; Έμβρυο στην κοιλιά; Μια σταλιά σε κάποια θερμοκοιτίδα νοσοκομείου;

 

 

Είναι πέντε χρονών. Όλα τα άλλα παιδιά παίζουν έξω στο χιόνι. Φορά πιτζαμάκια μπλε, κρατά ένα άδειο παιδικό πιστόλι. Στην ανατολική τζαμαρία, όπως πάντα, με τη ροζ μυτίτσα κολλημένη στο τζάμι.

         «Μαμά, ένας χιονάνθρωπος, στη πλατεία! Μαμά! Έχουν βγει τα παιδιά. Μαμά; Μανούλα; Να πάω;»

         Αναγκάστηκε να εξασκηθεί στο «όχι» πάνω σ’ αυτό το παιδί − η Ράνια, η καταφατική Ράνια, που το «όχι» αγνοεί μια ζωή.

        «Έλα, στα δικά μας παιχνίδια εμείς! Τα βιβλία μας είναι εδώ. Να σου διαβάσω για έναν διάσημο χιονάνθρωπο που κλαίει;»

         «Ο χιονάνθρωπος που κλαίει είμαι εγώ!»

        Ακολουθεί τα γαλάζια του μάτια η Ράνια, τώρα, και κλαίει.

         «Τον σκότωσαν, μάνα, τ’ ακούς; Τον είδα να πυροβολεί εν ψυχρώ! Πώς θα αντέξω να ζήσω μ’ αυτό; Θα μπορούσα να ήμουν εγώ − μακάρι να ήμουν εγώ!  Εγώ φώναζα: ‘‘Γιατί, σας κάναμε κάτι;’’ Και τώρα εκείνος είναι νεκρός! Πώς θα αντέξω να ζω και να το ξέρω, μου λες;»

         Πεντάχρονο στο τζάμι, σχεδόν χθες − δεκάξι χρονών, στην αμήχανη αγκαλιά της να σπαράζει.

         «Δε φταις εσύ… δε φταις εσύ…»

         Από ένστικτο σχεδόν του το επαναλαμβάνει αυτό διαρκώς −  ολόσωστο μητρικό ένστικτο, θα της πει η ειδικός.

         Και τώρα, πού φταίει αυτή; Κι ο Ορφέας; Πού φταίει ο Ορφέας;

 

 

Ήταν φίλοι. Από μωρά παιδιά. Με τον Άγγελο είχαν μεγαλώσει μαζί. Παιχνίδι, σχολείο, όνειρα, μαζί στην εκδρομή, και κοινό μέλλον κάπου στο Λονδίνο. Κι αυτό το Σαββατοκύριακο, για ένα τουμπερλέκι, ο ένας νεκρός!

         «Κυρία Ράνια, Ρανιούλα, και γαμώ τα σουφλέ! Αλλά σαν τις μαντλέν σου...»

         «Ρε χάνο, σε εξαγοράζει με μία μαντλέν!»

         «Θα σας φτιάξω τώρα και μπισκοτάκια με μέλι, μπισκοτάκια βουτύρου!»

         Στα δεκαπέντε τους, κάνουν μαζί και το πρώτο ταξίδι στην Αστυπάλαια.

         «Τρώτε τίποτε;»

         «Καλά, δε βαρέθηκες ακόμη εσύ;»

         «Είναι καλός ο καιρός; Δεν πιστεύω να κολυμπάτε με κύμα!»

         «Ρανιούλα, δεν πάμε καλά!»

         «Να κοιμάστε, τ’ ακούς; Άγγελε, εσύ! Και να μην ξενυχτάτε πολύ!»

         «Κυρία Ρανιούλα, μεγαλώσαμε, δεν είμαστε πια παιδιά!»

         «Κυρά μου, όλα κι όλα, φιρί-φιρί το πας, δε θα σε ξαναπάρω!»

         Αλλά την έπαιρνε ο Άγγελος. Όπου κι αν ήταν! Έστω, κρυφά: «Ρανιούλα, όλα οκέι, ναι; Άντε τώρα, φιλιά!»

         Και τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια, σιωπή! Και ο Άγγελος, πουθενά! Από εκείνο το Σάββατο, ένας Άγγελος πια που σωπαίνει.

 

 

Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! Θα τον ψάξει μέσα στο πλήθος − ξεχωρίζει από μίλια το δικό της παιδί: το ’χει θρηνήσει νεκρό, το ’χει δει να  γεννιέται σαν σκουληκάκι μικρό, του ’χει ανοίξει τα δαχτυλάκια με το μπαμπάκι, και του ’χει διαβάσει δεκάδες φορές για εκείνον το χιονάνθρωπο που κλαίει.

         Που λιώνει και κλαίει όπως αυτή.

         «Στο δρόμο, στο δρόμο,

         να διώξουμε τον τρόμο!»

         Τριγύρω της εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά.

         Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί… πόσα χρόνια έχουν περάσει από το θάνατο ενός άλλου παιδιού… πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ τη δολοφονία του Καλτεζά;

         Δεκαοχτάχρονη έξω από το Πολυτεχνείο, και τα ποδήλατα να σκάνε πάνω και πλάι της· τα δακρυγόνα-σύννεφο μαύρο − «βάλε λεμόνι», «τρέξε, τώρα, τ’ ακούς;»
          Πόσα χρόνια από τότε που ήταν κι ο Φώτης μαζί −«χαζούλα, τρέξε και μας την πέσανε!»− και τώρα αυτή στην πλημμυρισμένη Αθήνα με πέντε μαντλέν… τόσο μόνη!

          «Σου φέρονται σαν σκουπίδι μέχρι να πεθάνεις» − πού το ’χει ακούσει αυτό;

         «Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει» − πόσες φορές δεν το επικαλέστηκε αυτό…

         «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και, εντούτοις, είναι ικανός για τα πάντα» − πόσες φορές δεν πιάστηκε απ’ αυτό…

         «Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ» − πόσες φορές; για πόσο αυτό;

         «Ξέρεις τι θα ήθελα να είμαι; Θέλω να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε! Ξέρεις, εκείνο το τραγούδι που λέει "Όταν πιάνεις κάποιον που ’ρχεται μέσα στη σίκαλη;”»

          Χριστούγεννα ήταν· κι ήταν αυτή που του το χάρισε αυτό. Και τώρα, ο δικός της Ορφέας σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο, φύλακας σε χιλιάδες πιτσιρίκια στο χείλος ενός γκρεμού.

         «Θέλω να πω, άμα τρέχουν και δεν βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θέλω να κάνω όλη μέρα. Θα ’μαι ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα.

Το ξέρω πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα ’θελα να ’μαι στ’ αλήθεια».

          Της το ’πε! Πώς και δεν το πρόσεξε αυτό!

«Ήταν πέντε νέοι, κι όλοι τους περνούσαν την άσχημη ηλικία. Το μέλλον τους διαγραφόταν θολό, σαν μια έρημος γεμάτη αντικατοπτρισμούς, παγίδες και απέραντη μοναξιά».

Η επιστροφή του Νετσάγιεφ

Πώς δεν το πρόσεξε αυτό!

«Στο δρόμο, στο δρόμο,

να διώξουμε τον τρόμο».

Δεν έχει τι άλλο να κάνει.

Η Ράνια ψάχνει…

 

 

Η Γυναίκα στον Δυτικό Καθρέφτη

 

 

Από άλλη αφετηρία, αλλά απ’ τον ίδιο σταθμό, χωρίς να το ξέρουν και δίχως να το καλοθυμούνται ότι έχουν και πάλι όλο και κάπου διασταυρωθεί, ξεκινάνε κι οι δυο. Επείγονται με τον ίδιο αγχωμένο τρόπο να φτάσουν εκεί που κάτι τις περιμένει, αλλά αγνοούν τι.

          Η πρώτη, παρακινούμενη από μια εσωτερική φωνή που την άκουσε τις προάλλες στο δρόμο από τα χείλη των παιδιών: «Στο δρόμο, στο δρόμο/ να διώξουμε τον τρόμο».

         Μόνο το φόβο του φόβου φοβάται, και τον ξορκίζει με κάθε τρόπο, σε κάθε λεπτό.

          Η άλλη, έχει στόχο συγκεκριμένο: Να βρει το γιο της. Στις κροτίδες, στο νέφος, σ’ αυτό τον κοπετό. Ακολουθεί τις φωνές κρατώντας σαν κομποσκοίνι στην τσάντα της πέντε μαντλέν.

          Περπατά και επαναλαμβάνει τα υλικά: Αυγά, βούτυρο, τυρί, αλεύρι… Δε θα ’ναι δύσκολο, σκέφτεται, να τον βρει.

         «Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία,

         εμπρός για της γενιάς μας τα πολυτεχνεία».

         Επείγεται να τον βρει. Θα πρέπει να του το πει ότι έχουν όλα πια ξεπουληθεί.

         Στο μυαλό της, καρφί, η τελευταία κραυγή: «Ο καναπές σου κλουβί!»

         Η εξώπορτα που κλείνει με κρότο. Εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο μπουφάν. Με τα μανίκια λειψά − πόσο μεγάλωσε τους δυο τελευταίους μήνες.

Λίπασμα λες ο θάνατος, σε μεγαλώνει θες δε θες!

         Ακίνητη σαν το άγαλμα, ή τη γυναίκα του Λωτ, είτε κοιτά μπρος, είτε πίσω εκείνη. Δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα ήταν η τελευταία φορά.

         Θα κάνω ταλιατέλες με σολομό που σ’ αρέσει, τ’ ακούς;

         Το τελευταίο που παίρνει τ’ αυτί της είναι κάτι σε «φυλακή».

         Εκείνο το βράδυ η Ράνια τις έκανε τις ταλιατέλες. Άναψε όλα τα φώτα, έβαλε τα σερβίτσια, έκανε κρέμα καραμελέ που του αρέσει και τον περίμενε μέχρι το πρωί.

         Η Βεατρίκη της το ’πε: «Δε θα ξανάρθει, δεν την μπορεί τη ζωή στο κλουβί».

         Της τηλεφώνησε μόνο μια φορά. Καλοκαίρι, ανήμερα του Αϊ-Λια − «άμα κλαις, θα κλείσω!» την απειλούσε· κι όλο: «Είμαι καλά, είμαι καλά…»

         «Τρως καθόλου; Κοιμάσαι;»

         «Θα πάψεις, επιτέλους, να φέρεσαι σαν μαμά;»

         Με ποιον τρόπο, θα ’θελε να του πει, μπορεί μια μαμά να μην είναι μαμά; Δεν πρόφτασε. Κι εκείνος, δυο χρόνια τώρα, δεν της ματάδωσε πια την ευκαιρία. Αλλά τώρα που θα τον βρει όλα θα του τα πει.

         Όμως, η Αρσινόη είναι εκείνη που απόψε θα τραβήξει τον κλήρο.

         Η Ράνια, μόλις δυο στενά παρακάτω, φωνάζει και ψάχνει, αλλά δε θα τους βρει.

 

6/8/14

“Λίλιθ” της Ελένης Γκίκα, Εκδ. “Καλέντης” γράφει ο Αντρέας Κούνιος στην “Αλήθεια” της Κύπρου

Αλλά θα είναι σαν να παραδέχεται ότι ήδη το βρήκε
Τα έχασα. Αλήθεια σας λέω, τα έχασα. Η Ελένη Γκίκα καταγράφει, με τη βοήθεια μεγάλων στοχαστών της ανθρωπότητας, ιδιαιτέρως λογοτεχνών που μετέτρεψαν το σκοτάδι της ψυχής τους σε εκθαμβωτικό φως, τα μυστήρια του έρωτα, με ό,τι σημαίνει πια, στους καιρούς μας, ο έρωτας. Και ποιος έρωτας, εδώ που τα λέμε; Ο σατανικός; Ο αγγελικός; Ο έρωτας που προσφέρει ζωή; Ο έρωτας που προσφέρει θάνατο; Εκπληκτικής ωριμότητας κείμενα ποιητών και πεζογράφων μεταμορφώνουν το ευφυέστατο, σαν αίνιγμα, και αγωνιώδες, σαν θρίλερ, μυθιστόρημα της Γκίκα σε δοξολογία της ωριμότητας με την οποία προίκισε ο Θεός, αλήθεια, όμως, ποιος Θεός; εμβληματικές μορφές της γραφής που βυθίστηκαν, εθελοντικά, στον ζοφερό ωκεανό της ύπαρξης. Ή της ανυπαρξίας - είναι ζήτημα ερμηνείας. Βέβαια, για να μην περιοριστώ στα δάνεια επιφανών προσωπικοτήτων του πνεύματος, η γραφή της Γκίκα είναι όμορφη, όσο και η ανεμώνα που μόλις φυτρώνει στην όχθη του ποταμού. Η ηρωίδα της, σπαρακτικά ειλικρινής, ανασύρει από τα έγκατα της μνήμης της, αλλά και από τα σπλάχνα της Γης, εικόνες, πρόσωπα, στιγμιότυπα, αγάπες, μίση, βιτριολικές στιχομυθίες και, τελικά, τα πάντα καταλήγουν στην κεντρική πηγή που δεν είναι άλλη από τη γνώση. Μα, άμα το σκεφτείς καλύτερα, και η γνώση κρύβει πειρασμούς. Η γνώση κι αν κρύβει πειρασμούς.
Πραγματικά, μην στερήσετε από τον εαυτό σας αυτό το σαγηνευτικό ταξίδι στον αντιφατικό, εξ ου και συναρπαστικό, κόσμο της λογοτεχνίας.
«Πρωτεϊκή, γήινη και αστρική, υπακούοντας αθέλητα σε μια αλλόκοτη παράκληση, που κατά βάθος υπήρξε για κείνη διαταγή, η Λίλιθ θα ανακαλύψει μυστηριωδώς σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο σαράντα έξι ερωτικές επιστολές, και η τοξίνη των λέξεων θα της αλλάξει έκτοτε τη ζωή. «Από γράμμα σε γράμμα», θα αγγίξει την άβυσσο, θα βυθιστεί στο σκοτάδι της αμφιβολίας, θα αναζητήσει την ασφάλεια της δικής της ανασκαφής, μα τελικά θα γίνει η Μ. Θα θελήσει να μάθει, θα πονέσει, θα ερωτευτεί· και θα αρνηθεί. Και μπορεί να σωθεί».
Σκονισμένα βιβλία που, ίσως, μένουν αζήτητα στο ράφι, ξεθωριασμένοι στίχοι που, όμως, λάμπουν σαν γαλαξίες, χυμώδεις αναφορές για την απώλεια γενικά, το θάνατο ειδικά, το στροβίλισμα του έρωτα, τις αναζητήσεις που σκοντάφτουν επάνω σε φυσικά εμπόδια, τις φιλοδοξίες που ακυρώνονται από ηθικά εμπόδια και, πλάι σ' αυτά, η θεμιτή περιέργεια της κεντρικής ηρωίδας η οποία θα αναζητήσει, την άγνωστη των επιστολών και, φυσικά, και τον παραλήπτη τους.
«Στο τηλέφωνο - παραδόξως την ξαναπαίρνει - το έχει αποφασίσει ήδη. Δε θα του πει. «Λοιπόν; Ανακάλυψες κάτι καλό; Εκείνο το βιβλίο το έψαξες; Μου το βρήκες; Πήγες στον Φρανκ Ντόελ, και δεν είχε τίποτε ο παλαιοπώλης να σου πει;» Πίνει μια γουλιά νερό. «Είσαι εκεί;» τον ακούει. Ξαναπίνει και πνίγεται. «Καλά, σ' αφήνω. Ακόμα δε θέλεις να μου πεις». Τον ακούει να την παροτρύνει να μείνει, να πάρει τον χρόνο της - δεν είναι μόνο στο ναό του Ποσειδώνος της η ανασκαφή. Για εκείνη που ξέρει, το παρελθόν δεν είναι ούτε τετελεσμένη ούτε μη αναστρέψιμη εποχή. Μόλις κλείνουν θέλει να βάλει τα κλάματα. Την ασφαλίζει το αναπότρεπτο! Την έχει σώσει το τετελεσμένο. Το «ό,τι έγινε έγινε» και πώς αλλάζει; Εκτός κι αν εννοεί την επανάληψη της αιώνιας σκηνής. Αλλά είναι θέμα του υποκειμένου αν θα την ξαναζήσει. Δεν είναι αντικείμενο το υποκείμενο, και δε θα με κάνεις εσύ, θα 'θελε να του πει. Αλλά θα είναι σαν να παραδέχεται ότι ήδη το βρήκε. Αυτό που εκείνος ήδη το ξέρει κι αυτή για την ώρα σχεδόν το αγνοεί (σ.σ.93-94).
*Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗΣ. Σελίδες: 662.

Γύρισα κι έκλαψα. Με λυγμούς
«Πόσες φορές θα σου το πω, άλλαξα! Έγινα άλλη κι άλλαξα ζωή!» Κι εκείνος εκεί να επιμένει, «Όμως, τα ρούχα σου χορεύουν». Δεν «ξαναπαίζω φλάουτο με την σπονδυλική μου στήλη» θα 'θελα να του πω. Ό,τι είναι να γράψω θα βρίσκεται σ' εκείνο που ήδη έχει συντελεστεί. «Μεγάλωσα πια, πώς να στο πω! Το θεωρώ, άκομψο; παράταιρο; ανόητο; πώς να στο πω πια το περιφρονώ σαν είδος για να σου γράψω ερωτικό! Δεν το μπορώ! Και έρωτας με παραγγελιά γίνεται; δεν γίνεται!» «Δεν ερωτεύτηκες ποτέ;» «Ναι, τα χαλάσματα και τα μάρμαρα». «Και την Αιώνια Επιστροφή; Πώς μπόρεσες να την γράψεις τότε;» «Δεν ήταν έρωτας αυτό, ήταν η αρρώστια του έρωτα». «Υπάρχει έρωτας για σένα που να μην είναι αρρώστια;» «Υπάρχει λογοτεχνία για σένα που να μην είναι αγορά;» «Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν θα ναι 'ρομάντζο από σένα, θα είναι πληγή». «Προτιμώ πια τις πληγές της γης απ' τις δικές μου, εξάλλου είναι πιο σοφές αυτές της ιστορίας. Ξαναδιαβάζω Μεσαίωνα, κάτι μου κάνει μια ιστορία με μάγισσες και Ιεροεξεταστές». «Κι οι εραστές μάγοι είναι». «Κι εσύ ανήκεις στους Ιεροεξεταστές». «Είπες ναι;» «Κατάλαβέ το, ένας έρωτας είναι ζωτικό ψεύδος για αφελείς, σε ποιον θα είχε να πει κάτι μια ερωτική ιστορία;» Γύρισα κι ήμουν ράκος. Δυστυχώς τον εκτιμούσα πολύ. Σπάνιο μέταλλο εκδότη, ποτέ δεν έπεφτε ποτέ έξω, μόνο μαζί μου, και δεν μπορώ - ποτέ μου δεν μπόρεσα- και να την καταλάβω αυτή την εμμονή. «Μέχρι Ιστορικό Μυθιστόρημα», του το ξεκαθάρισα. «Άντε, μήπως θα 'θελες και Ιστορικό παραμύθι;» Από το Δοκίμιο και τις αρχαιολογικές ανασκαφές είναι σα να 'χω κάνει δέκα φορές τον γύρο της γης. Θυμάται εκείνο το αρρωστημένο κάποτε, και να πεις πώς πούλησε; Είδηση δεν το πήραν! Μόνο αυτός! Κι άλλος κανείς! Αυτός που ξέρει την ιστορία προτού την καταλάβει ο ίδιος της ο συγγραφέας! Εκείνος που γνωρίζει τι θα του γράψεις και πώς από πριν! Εκείνος που το παίζει και είναι ένας μεγάλος Θαυματοποιός, «αυτό θα γράψεις!» κι είναι χρησμός, αυτό για τους συγγραφείς του είναι πάντα μια αλλόκοτη προφητεία (σ.σ.26-27).