Δεν
ξέραμε ότι το μέλλον μάς επιφύλασσε τον κεραυνό!
Η
Γυναίκα στο Ανατολικό Γραφείο
«Η
πορεία των άστρων δεν είναι αέναη».
Άδειοι δρόμοι, άδεια βλέμματα· άδειες ζωές.
Πάει να σκεφτεί: Μα τελευταία πώς γίναμε έτσι;
Το μετρό δε φτάνει στο Σύνταγμα, λέει· έχει φασαρίες, φωτιές.
«Η πορεία των άστρων δεν είναι
αέναη
κι η τίγρη είναι ακόμη μια από τις
μορφές που επιστρέφουν».
Μέσα στα σπλάχνα της κάτι απαγγέλλει αυτό που μέλλει να γίνει, ρυθμικά.
«Θα κατέβαινε στους δρόμους,
η ιστορία, η αγανάκτηση, η αγάπη».
Κατεβαίνει − είναι σίγουρη πως κάποιος την περιμένει μες στη φωτιά.
Κατεβαίνει με τα πόδια, δίχως ίχνος οργής. Με μεγάλα βιαστικά βήματα,
για κάτι που επείγει· που είναι δικό της και την περιμένει εκεί.
Εκεί πού;
«Όταν η αδικία γίνεται νόμος, τότε η αντίσταση γίνεται καθήκον» −
άθελά της θυμάται αυτό το παιδί.
Δεκαπέντε χρονών, χτυπημένο από γκλοπ, δακρυσμένο από δακρυγόνο.
«Κλαίμε και μόνοι μας!» − το
βρήκε τόσο σπαρακτικό!
«Η χαμένη Γενιά της Κρίσης» −
και ποιος το αποφασίζει;
Και η δική μας γενιά; Η κερδισμένη γενιά; Η πλανημένη; Η αδηφάγα;
Ο Κρόνος που κινδυνεύει, ηθελημένα ή αθέλητα, να φάει τα ίδια του τα
παιδιά.
«Το τραγικό στερέωμα, το σύμπαν,
δε βρίσκονταν εδώ
κι έπρεπε να το ψάξουμε στα
περασμένα».
Το πρώτο που βλέπει είναι η λάμψη απ’ τις
κροτίδες εδάφους. Αμέσως μετά θα ακούσει φωνές. Στη συνέχεια καπνοί, και τα Ματ
σαν τους πήλινους στρατιώτες στην Κίνα − τόσο ψεύτικοι όλοι, και τόσο μοναδικά
αληθινοί! Από το υλικό των ονείρων πλασμένοι, που κάνουν θρύψαλα τα όνειρα.
Στο πλευρό της ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι − κάποτε, αυτή. Ένα αγόρι τρέχει
δίπλα της χτυπημένο − κάποιος τον κυνηγά. Ένα κορίτσι φωνάζει: «Πίσω, πίσω!»
Ένας κύριος της προσφέρει, για τα δακρυγόνα, λεμόνι.
«Φύγετε, κυρία μου! Δε βλέπετε τι χάος επικρατεί;» ένας αστυνομικός την
προειδοποιεί, αλλά είναι σαν να τη σπρώχνει.
Μια ομάδα παιδιών θυμάται το δολοφονημένο παιδί.
Βαδίζει στητή − το παιδί που ήταν κάποτε την καλεί.
«Πιστεύουμε
πως είμαστε εξόριστοι
σ’ έναν καιρό εξαντλημένο.
σ’ έναν καιρό όπου τίποτε δεν
πρόκειται να συμβεί».
Και ξαφνικά, αυτό το τίποτε γίνεται κάτι-που-συνέβη.
Κάποιος την πιάνει απ’ το χέρι. «Μας την πέφτουνε, τρέχα!» − το αγόρι
που την κοιτούσε στο μετρό σαν να την ήξερε!
«Δίχως ίχνος οργής, τα σπαθιά των
ηρώων συμπλέκει ο χρόνος»
«Τρέξε, σου λέω! Διψούν για αίμα, δεν τους βλέπεις; Έχουν πάρει εντολή,
μας χτυπούν!»
Τον ακολουθεί σαν σε όνειρο, δίχως να ξέρει.
«Τα πλήθη σαν την άμμο της
θαλάσσης,
η αίσθηση του απίστευτου γεγονότος, ο
τρόμος, η δόξα».
Στο πλάι της η φωνή: «Από δω! Θα χτυπήσουν εκεί!»
Ένα καδρόνι δεξιά της που φεύγει.
Μια κροτίδα που σκάει τρία μέτρα μπροστά, στο πλευρό της «ο Ρήγας που πέθανε στη μυστική ερημιά / και
παίρνει όρκο πως δεν έχει πεθάνει». Και εντελώς ξαφνικά, κάτι άλικο και
ζεστό, κάτι σαν κόκκινο χιόνι.
Άλικο χιόνι στο μέτωπο του αγοριού!
«Αριάδνη» τώρα εκείνη, και τον σπρώχνει, σε λαβύρινθο που ούτε ξέρει· θα
βγει, δε θα βγει; Δε γνωρίζει καν αν βραδιάζει ή ξημερώνει. Τον κρατά και
πιέζει στους κροτάφους τη σχισμένη της μπλούζα, ακριβώς στην πληγή. Κι ούτε
ξέρει τι έγινε. Τον κρατά, και τώρα είναι αυτή που τον σπρώχνει.
Δέκα βήματα μόνο! Έλα! Είναι η Εκδοτική. Δέκα βήματα, και τελειώνει!
Ο Γεράσιμος στην είσοδο απορεί.
«Κυρία Αρσινόη!»
Κάνει χώρο, τρέχει… Το αγόρι αιμορραγεί.
«Ποιος είν’ εδώ; Έφυγαν όλοι;»
Οξυζενέ και γαζούλα θεραπευτική.
«Δεν είναι τίποτε! Τίποτε! Μη φοβάσαι, τ’ ακούς;» Κι ύστερα: «Μην
αφεθείς! Θα καλέσω γιατρό, μ’ ακούς;» Κι ύστερα η ώρα που κυλά, ο χρόνος που
δεν ξέρει αν τρέχει ή αν μένει στατικός για τον Θεό και τους σοφούς. Κι ύστερα
η νύχτα, ο Πέτρος που είναι γιατρός, κι ύστερα «πού να σας πάω, δε γίνεται στο
νοσοκομείο, θα γίνουν συλλήψεις», κι ύστερα το σπίτι της μες στο σκοτάδι, που
θ’ ανάψει τα φώτα για να το κάνει φωτεινό και ζεστό, κι ύστερα εκείνο το αγόρι
που συνέρχεται σιγά-σιγά και όλοι λένε πως είναι η χαμένη γενιά.
Κι ύστερα,
«η πορεία των άστρων που, είναι ή δεν είναι αέναη;» − ακόμη ρωτά...
Κι ύστερα, τίποτε.
Κοιμήσου!
Αύριο, όλα!
Κι ύστερα, αυτός: «Μα δεν υπάρχει αύριο!
Δεν το γνωρίζετε αυτό κυρία; Όλα είναι σήμερα, όλα είναι τώρα, όλα είναι εδώ!»
Η
Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας
«Στο
δρόμο, στο δρόμο,
να διώξουμε τον τρόμο!»
Υπνοβάτης, φτάνει στο σταθμό του μετρό. Δυο
ζωές έχουν περάσει μέσα σε τέσσερα χρόνια από εκείνη τη μέρα.
Το τηλέφωνο, πρώτα: «Κάτι συνέβη στον Άγγελο!»
Κι εκείνη: «Ο Ορφέας; Ο Ορφέας μου; Ζει ο Ορφέας;»
Πόσες ζωές θα της πάρει να ντραπεί και γι’ αυτό: Ο Άγγελος, ναι, αλλά όχι ο δικός μου Ορφέας!
Πόσες φορές μπορείς να θρηνήσεις το ίδιο παιδί; Έμβρυο στην κοιλιά; Μια
σταλιά σε κάποια θερμοκοιτίδα νοσοκομείου;
Είναι πέντε χρονών. Όλα τα άλλα παιδιά
παίζουν έξω στο χιόνι. Φορά πιτζαμάκια μπλε, κρατά ένα άδειο παιδικό πιστόλι.
Στην ανατολική τζαμαρία, όπως πάντα, με τη ροζ μυτίτσα κολλημένη στο τζάμι.
«Μαμά, ένας χιονάνθρωπος, στη πλατεία! Μαμά! Έχουν βγει τα παιδιά. Μαμά;
Μανούλα; Να πάω;»
Αναγκάστηκε να εξασκηθεί στο «όχι» πάνω σ’ αυτό το παιδί − η Ράνια, η
καταφατική Ράνια, που το «όχι» αγνοεί μια ζωή.
«Έλα, στα δικά μας παιχνίδια εμείς! Τα βιβλία μας είναι εδώ. Να σου
διαβάσω για έναν διάσημο χιονάνθρωπο που κλαίει;»
«Ο χιονάνθρωπος που κλαίει είμαι εγώ!»
Ακολουθεί τα γαλάζια του μάτια η Ράνια, τώρα, και κλαίει.
«Τον σκότωσαν, μάνα, τ’ ακούς; Τον είδα να πυροβολεί εν ψυχρώ! Πώς θα
αντέξω να ζήσω μ’ αυτό; Θα μπορούσα να ήμουν εγώ − μακάρι να ήμουν εγώ! Εγώ φώναζα: ‘‘Γιατί, σας κάναμε κάτι;’’ Και
τώρα εκείνος είναι νεκρός! Πώς θα αντέξω να ζω και να το ξέρω, μου λες;»
Πεντάχρονο στο τζάμι, σχεδόν χθες − δεκάξι χρονών, στην αμήχανη αγκαλιά
της να σπαράζει.
«Δε φταις εσύ… δε φταις εσύ…»
Από ένστικτο σχεδόν του το επαναλαμβάνει αυτό διαρκώς − ολόσωστο μητρικό ένστικτο, θα της πει η
ειδικός.
Και τώρα, πού φταίει αυτή; Κι ο Ορφέας; Πού φταίει ο Ορφέας;
Ήταν φίλοι. Από μωρά παιδιά. Με τον Άγγελο
είχαν μεγαλώσει μαζί. Παιχνίδι, σχολείο, όνειρα, μαζί στην εκδρομή, και κοινό
μέλλον κάπου στο Λονδίνο. Κι αυτό το Σαββατοκύριακο, για ένα τουμπερλέκι, ο
ένας νεκρός!
«Κυρία Ράνια, Ρανιούλα, και γαμώ τα σουφλέ! Αλλά σαν τις μαντλέν σου...»
«Ρε χάνο, σε εξαγοράζει με μία μαντλέν!»
«Θα σας φτιάξω τώρα και μπισκοτάκια με μέλι, μπισκοτάκια βουτύρου!»
Στα δεκαπέντε τους, κάνουν μαζί και το πρώτο ταξίδι στην Αστυπάλαια.
«Τρώτε τίποτε;»
«Καλά, δε βαρέθηκες ακόμη εσύ;»
«Είναι καλός ο καιρός; Δεν πιστεύω να κολυμπάτε με κύμα!»
«Ρανιούλα, δεν πάμε καλά!»
«Να κοιμάστε, τ’ ακούς; Άγγελε, εσύ! Και να μην ξενυχτάτε πολύ!»
«Κυρία Ρανιούλα, μεγαλώσαμε, δεν είμαστε πια παιδιά!»
«Κυρά μου, όλα κι όλα, φιρί-φιρί το πας, δε θα σε ξαναπάρω!»
Αλλά την έπαιρνε ο Άγγελος. Όπου κι αν ήταν! Έστω, κρυφά: «Ρανιούλα, όλα
οκέι, ναι; Άντε τώρα, φιλιά!»
Και τώρα, εδώ και τέσσερα χρόνια, σιωπή! Και ο Άγγελος, πουθενά! Από
εκείνο το Σάββατο, ένας Άγγελος πια που σωπαίνει.
Στην τσάντα της ένα ασημόχαρτο με πέντε
μαντλέν-φυλαχτό. Θα τον βρει, δεν μπορεί, αφού κρατά τις μαντλέν! Θα τον ψάξει
μέσα στο πλήθος − ξεχωρίζει από μίλια το δικό της παιδί: το ’χει θρηνήσει
νεκρό, το ’χει δει να γεννιέται σαν
σκουληκάκι μικρό, του ’χει ανοίξει τα δαχτυλάκια με το μπαμπάκι, και του ’χει
διαβάσει δεκάδες φορές για εκείνον το χιονάνθρωπο που κλαίει.
Που λιώνει και κλαίει όπως αυτή.
«Στο δρόμο, στο δρόμο,
να διώξουμε τον τρόμο!»
Τριγύρω της εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί… πόσα χρόνια έχουν
περάσει από το θάνατο ενός άλλου παιδιού… πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ τη
δολοφονία του Καλτεζά;
Δεκαοχτάχρονη έξω από το Πολυτεχνείο,
και τα ποδήλατα να σκάνε πάνω και πλάι της· τα δακρυγόνα-σύννεφο μαύρο − «βάλε
λεμόνι», «τρέξε, τώρα, τ’ ακούς;»
Πόσα χρόνια από τότε που ήταν
κι ο Φώτης μαζί −«χαζούλα, τρέξε και μας την πέσανε!»− και τώρα αυτή στην
πλημμυρισμένη Αθήνα με πέντε μαντλέν… τόσο μόνη!
«Σου φέρονται σαν σκουπίδι μέχρι να πεθάνεις» − πού το ’χει ακούσει
αυτό;
«Πρέπει να συγχωρώ αυτόν που με πληγώνει» − πόσες φορές δεν το
επικαλέστηκε αυτό…
«Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτε και, εντούτοις, είναι ικανός για
τα πάντα» − πόσες φορές δεν πιάστηκε απ’ αυτό…
«Το χείλι μου δαγκώνω και σιωπώ» − πόσες φορές; για πόσο αυτό;
«Ξέρεις τι θα ήθελα να είμαι; Θέλω
να πω, αν μπορούσα να διαλέξω μόνος μου, διάολε! Ξέρεις, εκείνο το τραγούδι που
λέει "Όταν πιάνεις κάποιον που ’ρχεται μέσα στη σίκαλη;”»
Χριστούγεννα ήταν· κι ήταν αυτή που του το χάρισε αυτό. Και τώρα, ο
δικός της Ορφέας σ’ ένα μεγάλο σικαλοχώραφο, φύλακας σε χιλιάδες πιτσιρίκια στο
χείλος ενός γκρεμού.
«Θέλω να πω, άμα τρέχουν και δεν
βλέπουνε πού πάνε, πρέπει να πετάγομαι από κάπου και να τα πιάνω. Αυτό θέλω να
κάνω όλη μέρα. Θα ’μαι ο φύλακας στη σίκαλη, να πιάνω τα παιδάκια και τα ρέστα.
Το ξέρω
πως είναι παλαβωμάρα, αλλά είναι το μόνο πράγμα που θα ’θελα να ’μαι στ’
αλήθεια».
Της το ’πε! Πώς και δεν το πρόσεξε αυτό!
«Ήταν
πέντε νέοι, κι όλοι τους περνούσαν την άσχημη ηλικία. Το μέλλον τους
διαγραφόταν θολό, σαν μια έρημος γεμάτη αντικατοπτρισμούς, παγίδες και απέραντη
μοναξιά».
Η
επιστροφή του Νετσάγιεφ…
Πώς δεν το πρόσεξε αυτό!
«Στο
δρόμο, στο δρόμο,
να
διώξουμε τον τρόμο».
Δεν έχει τι άλλο να κάνει.
Η Ράνια ψάχνει…
Η
Γυναίκα στον Δυτικό Καθρέφτη
Από άλλη αφετηρία, αλλά απ’ τον ίδιο σταθμό,
χωρίς να το ξέρουν και δίχως να το καλοθυμούνται ότι έχουν και πάλι όλο και
κάπου διασταυρωθεί, ξεκινάνε κι οι δυο. Επείγονται με τον ίδιο αγχωμένο τρόπο
να φτάσουν εκεί που κάτι τις περιμένει, αλλά αγνοούν τι.
Η πρώτη, παρακινούμενη από μια εσωτερική φωνή που την άκουσε τις
προάλλες στο δρόμο από τα χείλη των παιδιών: «Στο δρόμο, στο δρόμο/ να διώξουμε τον τρόμο».
Μόνο το φόβο του φόβου φοβάται, και τον ξορκίζει με κάθε τρόπο, σε κάθε
λεπτό.
Η άλλη, έχει στόχο συγκεκριμένο: Να βρει το γιο της. Στις κροτίδες, στο
νέφος, σ’ αυτό τον κοπετό. Ακολουθεί τις φωνές κρατώντας σαν κομποσκοίνι στην
τσάντα της πέντε μαντλέν.
Περπατά και επαναλαμβάνει τα υλικά: Αυγά, βούτυρο, τυρί, αλεύρι… Δε θα
’ναι δύσκολο, σκέφτεται, να τον βρει.
«Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα
μουσεία,
εμπρός για της γενιάς μας τα
πολυτεχνεία».
Επείγεται να τον βρει. Θα πρέπει να του το πει ότι έχουν όλα πια
ξεπουληθεί.
Στο μυαλό της, καρφί, η τελευταία κραυγή: «Ο καναπές σου κλουβί!»
Η εξώπορτα που κλείνει με κρότο. Εκείνο το χαρακτηριστικό κόκκινο
μπουφάν. Με τα μανίκια λειψά − πόσο μεγάλωσε τους δυο τελευταίους μήνες.
Λίπασμα
λες ο θάνατος, σε μεγαλώνει θες δε θες!
Ακίνητη σαν το άγαλμα, ή τη γυναίκα του Λωτ, είτε κοιτά μπρος, είτε πίσω
εκείνη. Δε θα μπορούσε να διανοηθεί πως θα ήταν η τελευταία φορά.
Θα κάνω ταλιατέλες με σολομό που σ’ αρέσει, τ’ ακούς;
Το τελευταίο που παίρνει τ’ αυτί της είναι κάτι σε «φυλακή».
Εκείνο το βράδυ η Ράνια τις έκανε τις ταλιατέλες. Άναψε όλα τα φώτα,
έβαλε τα σερβίτσια, έκανε κρέμα καραμελέ που του αρέσει και τον περίμενε μέχρι
το πρωί.
Η Βεατρίκη της το ’πε: «Δε θα ξανάρθει, δεν την μπορεί τη ζωή στο
κλουβί».
Της τηλεφώνησε μόνο μια φορά. Καλοκαίρι, ανήμερα του Αϊ-Λια − «άμα
κλαις, θα κλείσω!» την απειλούσε· κι όλο: «Είμαι καλά, είμαι καλά…»
«Τρως καθόλου; Κοιμάσαι;»
«Θα πάψεις, επιτέλους, να φέρεσαι σαν μαμά;»
Με ποιον τρόπο, θα ’θελε να του πει, μπορεί μια μαμά να μην είναι μαμά;
Δεν πρόφτασε. Κι εκείνος, δυο χρόνια τώρα, δεν της ματάδωσε πια την ευκαιρία.
Αλλά τώρα που θα τον βρει όλα θα του τα πει.
Όμως, η Αρσινόη είναι εκείνη που απόψε θα τραβήξει τον κλήρο.
Η Ράνια, μόλις δυο στενά παρακάτω, φωνάζει και ψάχνει, αλλά δε θα τους
βρει.