26/11/08

Ύστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον

"ΕΡΩΤΑΣ: Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά/ για να μην τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε".
Αυτό το επιτύμβιο, εγώ το χρειάστηκα.

Για χρόνια πολλά, ο Τάσος Λειβαδίτης με πονούσε. Όπως το ίδιο με πονούσε η μουσική, η ομορφιά, ό,τι αγάπησα και έχασα, ο πιο βαθύς και γνήσιος εαυτός μου.
Τον είχα δίπλα μου στο κρεβάτι, ανάμεσα σε εκείνα τα βιβλία «για να τα αισθάνομαι», ασπίδα περισσότερο, έτσι να απλώσω το χέρι μου, που να μπορώ να τα αγγίζω. Αλλά μέχρις εκεί.
Γαζούλα δεν ήθελα.

Όταν συνειδητοποίησα πως πέρασαν κιόλας είκοσι χρόνια, άρχισα πρώτα να μετρώ χρόνο και απώλεια. Μέχρι που άρχισαν να καταφθάνουν κατά κύματα, αναμνήσεις, ποιήματα, συγκυρίες, να ξαναγίνεται το Κάποτε Τώρα, το Τίποτε, Πάντα. Να επιστρέφουν και οι δικοί μου νεκροί, πιο ζωντανοί από τους οικείους ξένους.

«Κι όταν πεθάνω θα ‘θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου για να πάρω και τον χρόνο μαζί μου».

Αμέσως με παρηγόρησε. Είχε τον τρόπο. Πάντα. Ακόμα και στα δυσκολότερα αδιέξοδα:

«Στην αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ' έναν κόσμο ραγισμένο/ μ' έναν κουρελιασμένο θεό που γύριζε από πόρτα σε πόρτα/ ζητιανεύοντας την ύπαρξή του/ Υστερα γίναμε ξαφνικά δύο/ φιληθήκαμε./ Κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον".

Ε κι όσα ακολούθησαν ήτανε για να γίνουν, δεν πρόλαβα ούτε να το σκεφτώ ούτε να το αποφασίσω.

Παρά τις αντιρρήσεις μου! Γιατί με τους κυρίους εδώ χρειαζόταν μεγάλη βουτιά στα εντός μου, και μάλιστα δίχως καν ένα δίχτυ ασφαλείας!

Όταν μου τηλεφώνησε ο κύριος Νιάρχος, κέρωσα. Πού πας – σκέφτηκα- ξυπόλυτη στ’ αγκάθια! Τα πάντα, επέστρεφαν με μιας!
Η ποίησή του και η γειτονιά, η εποχή και οι νεκροί, η ελπίδα και η ομορφιά που ήθελα να λησμονήσω. Η αγοραφοβία μου να σταθώ στο πλευρό ανθρώπων που θαυμάζω. Εκτιμώ αφάνταστα τη δουλειά και του κυρίου Κουβαρά και του κυρίου Νιάρχου και του κυρίου Μπουκάλα. Έχω διαβάσει ποίησή τους και ντράπηκα που έγραψα (αλλά κάποιες φορές, ξέρετε, δεν γίνεται αλλιώς να κάνεις). Έχω διαβάσει κριτικές τους και το μόνο που είχα να αντιτάξω ήταν η άσβεστη δίψα μου ανάγνωσης. Το παράτολμο του εγχειρήματος ήταν εν τέλει που με έκανε να τολμήσω.
Και η εκτίμησή μου προς το πρόσωπο του Γιάννη Κουβαρά.
Ο δικός μου Τάσος Λειβαδίτης που ξαναγύρισε και η σκέψη μου, «ας πονέσω αν είναι, τελικά, να ξαναζωντανέψω».
Κι ένα περίεργο χρέος, να πω τα ελάχιστα για ένα τεράστιο ποιητή που σημάδεψε την εφηβεία μου.
Και επειδή με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, με ό,τι είμαστε, όλα με χάραζαν σα μαχαιράκι απ’ την αρχή και πάλι.
Με πρώτο, εκείνο το τοξικά μαγικό παράθυρο: «Αμφίστομο παράθυρο, φεγγίτης, οξυγόνωσης, παραμυθίας, πρεβάζι ρέμβης, έξοδος κινδύνου, αλλά και κερκόπορτα θανάτου» όπως αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Κουβαράς στην «Ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου» προς μνήμην και τιμή του.
«Μ’ ένα κομμάτι κιμωλίας που βρήκα ζωγράφιζα αστόχαστα ένα παράθυρο πάνω στον τοίχο. Από αυτό το παράθυρο ήρθε ο πυροβολισμός».
Ένα παράθυρο, όλα τα παιδικά μου χρόνια. Ο κόσμος, άνθος, σφαίρα, υπόσχεση, ο Άλλος κι ο Θεός.
«Παράθυρο φίλτρο στεναγμών και ήχων, καθρέφτης που συμπυκνώνει όλο τον κόσμο, φάρος και φάος», έτσι δεν είναι κύριε Κουβαρά;

Κι αργότερα, παράθυρο επώδυνο, ανοιχτό στο αμετάκλητο, σφαλιστό στο «επιθυμώ» και «καίγομαι» και «θέλω»: «Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου/ ξέροντας πως μέσα ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη- εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες/ σ’ αγαπώ./ Άσε με στη γωνιά, δεν πειράζει, ας χιονίζει/ αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρό σου/ πάνω στο χιόνι/ εμένα είναι ο κόσμος μου».

Κι ύστερα, ήρθαν κι όλα τ’ άλλα:
Η μοναξιά: «από το κατώφλι τους κλαίνε απαρηγόρητα τα παραμύθια» κι «οι τηλεφωνικοί θάλαμοι- που- μου θυμίζουν πόσο μόνος είμαι στον κόσμο».
Ο γάμος: «ξάγρυπνοι, όπως η γυναίκα στη μοναξιά του γάμου».
Η απόγνωση και η απουσία: «απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά/ κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση».

Τον συναντούσα συχνά, για τρία χρόνια μέναμε εξάλλου στην ίδια γειτονιά, την ώρα που βάδιζε βαθύς, μοναχικός και τόσο δοτικός, όλος φως μαζί και πληγή και σκότος, όλοι οι νεκροί κι οι ζωντανοί μαζί, τον κοιτούσα, με κοιτούσε αλλοφρονούσα έτσι με τις παντούλφες δανεικές να τρέχω πριν να πάω στη σχολή, από τον μανάβη στον μπακάλη.

Γύριζα πίσω και τον διάβαζα:
«Και κάθε τόσο ανοίγω το ερμάρι και βεβαιώνομαι
πως το παιδικό μου χέρι είναι ακόμα εκεί.
Και κάποτε θα μου χτυπήσει το τζάμι».
«Κι είδα τα μεγάλα παράθυρα σαν βιβλία της ερημιάς που μέσα τους διάβασα το ποτέ και το τίποτα! Κι έπρεπε εγώ από αυτό το ποτέ και το τίποτα να φτιάξω μια ποίηση για πάντα».

Κι όταν τον έβλεπα, και πάλι σιωπή, ούτε κουβέντα.

Κι ύστερα ήταν κι αυτός ο μεσσιανισμός που μου πήγε, η Ντοστογιεφσκική ενοχή, η εσωτερική ανάγκη «να σώσω τον κόσμο», ο δρόμος για την ζωή ή για τον Θεό που εν τέλει περνά μέσα απ’ τους άλλους.
Η προδομένη επανάσταση και η διαρκής: «Αιώνας πολλαπλότητας/ και τίποτα δε χάνεται, μα όλα είναι για πάντα μέσα και οι νεκροί και οι σημαίες κι οι όρκοι και τα χρόνια που φύγανε και τα χρόνια που έρχονται… και είσαι ξέχειλος από ανθρώπινα πεπρωμένα».

Για κείνο το «και τίποτα δε χάνεται» εγώ άντεχα.
Ε κι ύστερα ήταν κι αυτή η ελπίδα η άσβεστη,
αφού, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Κουβαράς
«ο πραγματικός θάνατος για τον Λειβαδίτη δεν ταυτίζεται με το βιολογικό τέλος, αλλά με το τέλος της συλλογικότητας» αλλ’ όμως όλο αυτό είναι τανγκό που πάντοτε ζητάει δυο:
«Κι όταν δεν πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλον, είμαστε ήδη νεκροί».
«Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος του δρόμου- όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις».

Κι έτσι τον συναντούσα. Ωσεί παρόντα. Σε όποιον δρόμο:
Στο κονιάκ- κώνειο.
Στον παρείσακτο εαυτό, Άλλο. Ίσως γι’ αυτό να αγάπησα τόσο τον Μπόρχες: «και κάποτε θα σταθείς μπροστά στον καθρέφτη,/ απορώντας ποιος απ’ τους δυο ήταν ο παρείσακτος/ ή μήπως κάποιος τρίτος σας πρόδωσε και τους δυο».
Στις καρέκλες: «Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα, έπεφτα στην παγίδα./ Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα, όρθιος, σαν ν’ ακούω τη Διεθνή»,
Και, φυσικά, στα διεθνιστικά ιδεώδη: «Θα χιονίζει στη Σιβηρία, σκέφτομαι, αλλά θα μου πείτε τι μ’ ένοιαζε- λάθος, γιατί εγώ είμαι διεθνιστής και κρυώνω».

Στον έρωτα, εφάμιλλος: «όλα μπορούσαν να γίνουν στον κόσμο αγάπη μου τότε που μου χαμογελούσες».
Στους ηττημένους- νικητές: «κι όταν πεθάνεις/ κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους/ σε προφυλάσσει/ αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα».
Στον μυστικισμό του καθημερινού και του ελάχιστου: «Η μητέρα μου, από τις καλές πλύστρες του καιρού της, έπασχε από αρθριτικά/ κι ήταν δύσκολο να κατέβει. Έπρεπε, λοιπόν, εγώ κάθε νύχτα ν’ ανεβαίνω στον ουρανό».
Στη γενναιότητα, τελικά, να χτίζεις στην άμμο σα να ‘ναι στην πέτρα: «Κι όταν πεθάνουμε, το χώμα που θα μας σκεπάσει, δε θα ‘ναι για μας το σκληρό χώμα των νεκρών/ μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της».
Εξάλλου «τι να την κάνω την πραγματικότητα, εγώ έχω τ’ όνειρο».
Στην ήττα, άλλωστε, φαίνεται όλο μας το μεγαλείο. Η νίκη, μια μουτζαλιά στη γη, με ένα στεφάνι από στάχτη για τον καθένα.
Κι η ποίηση «ωσεί Θεός» δηλαδή ο Θεός: «Δεν φοβάμαι παρά μόνο το Θεό- εκτός/ κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-/ ακόμα κι όταν την υπηρετώ». «Η ποίηση ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι… και μόνο η ποίηση δεν είναι το ταξίδι/ αλλά ο πικρός γυρισμός… Ποιητές/ φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/ την ώρα που πέφτουν χτυπημένα».
Οι άγιοί του σαλοί, οι φτωχοδιάβολοι, οι πόρνες, οι περιθωριακοί, σε μια δική του πινακοθήκη αγίων: «Η είσοδος δεν επιτρεπόταν παρά μόνο σ’ εκείνους τους φτωχούς τρελούς που/ φαντάζονται ότι είναι πουλιά, σκάλες ή δέντρα- μαντεύοντας αόριστα ότι για / να μπουν στο μυστήριο πρέπει ν’ αφήσουν έξω τον εαυτό τους».
«Κι η τρέλα, σκέφτομαι, είναι ίσως το απλό συμπέρασμα / ότι μπορείς να τραγουδάς κι από τις δυο μεριές».
«Φωτίζονται τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα/ όνειρα των τρελών που είναι ίσως αθάνατοι».

Ο κόσμος που υπάρχει μοναχά όταν τον μοιράζεσαι: «Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή που βρίσκουνε/ μια θέση/ στη ζωή των άλλων/ Ή/ ένα θάνατο/ για τους άλλους».

Η επανάσταση που είναι έρωτας και ο έρωτας, επανάσταση, προσευχή, ξόρκι κι αντίδοτο στον θάνατο: «Μ’ αγκάλιαζες, μα εγώ, πάνω απ’ τον ώμο σου, κοίταζα το δρόμο. Κι όταν θέλαμε να μιλήσουμε, σωπαίναμε ξαφνικά. Αφουγκραζόμαστε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, μακριά, το βήμα των μελλοθανάτων… θα θυμάμαι τα μάτια σου φλογερά και μεγάλα/ Σα δυο νύχτες έρωτα μες στον εμφύλιο».

Κι η παρακαταθήκη, μεγάλη, αιώνια: «Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,/ που δεν έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους».

Εξάλλου την Ποίηση και τον Θεό ή θα τα βλέπουμε παντού και θα τα πάρουμε μαζί μας ή δεν θα τα βρούμε πουθενά. Αλλά ο Τάσος Λειβαδίτης τόσο παιδικός, τόσο φλεγόμενος, τόσο μοναχικός, ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο, μπόρεσε και τα είδε.

Κι ο Γιάννης Κουβαράς τα είδε και τον είδε. Διότι με ό,τι έχουμε βλέπουμε, ό,τι έχουμε αντιλαμβανόμαστε, έξω υπάρχει αυτό που ήδη υπάρχει εντός μας.
Κι ο Γιάννης Κουβαράς τον είδε κι ηρωικό και ταπεινό, ερωτικό και νικητή, ηττημένο και ντοστογιεφσκικό, ρομαντικό και ουμανιστή, μαγιακοφσκικό και απελπισμένο, μοναχικό και υπερβατικό, διχασμένο και αιώνιο. Μυστικιστής κι ο ίδιος, εσαεί «δωρητής», βαδίζοντας στα ίχνη του, ερωτικός κι επαναστάτης, στη «Οδό ανθρώπου».

Ήρθα, κυριολεκτικά, ξυπόλητη στ’ αγκάθια.
Μου χαρίσατε μιαν «ανθισμένη ματαιότητα». Επαναφέροντάς με στη σπλαχνική «οδό Λειβαδίτη». Στην περασμένη μου φλογισμένη κι επώδυνη όντως ζωή.

Γι’ αυτό πολύ σας ευχαριστώ, για έναν λόγο ιδιαίτερο τον καθένα, και τους τρεις σας. Ευγνωμονώντας αιώνια, Εκείνον.

ΥΓ. Για την «Ανθισμένη Ματαιότητα του Κόσμου» του Γιάννη Κουβαρά, δοκίμια για τον Τάσο Λειβαδίτη.

25/11/08

Σαν τα πρόσωπα των παιδιών, ολότελα ανοιχτός στο ενδεχόμενο

Εμμονές, γρίφοι και άσσοι στο συγγραφικό μανίκι του Δημήτρη Μαμαλούκα.

Ούτε να το ’ξερα όταν αποφάσιζα για τον τίτλο μου! Οι κρυμμένοι άσοι στο μανίκι του συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα!
Και να, στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Δημήτρης Μαμαλούκας δια εμμονής Πετράρχη επιστρατεύει πια όλα του τα χαρτιά. Τράπουλα Ταρώ της Λάουρας που στοιχειώνει και καθορίζει τη ζωή του Πετράρχη: Έρωτας, Θάνατος, Φυγή, Μοναξιά…
Αποδεικνύοντας ότι ως συγγραφέας ο Δημήτρης δεν είναι καθόλου τυχαία περίπτωση. Διότι- παρ’ ότι σε κάθε βιβλίο του γίνεται ένας άλλος, κι αυτό είναι το εντυπωσιακό- διαθέτει στέραιη συγγραφική ραχοκοκαλιά και σ’ αυτήν καταφεύγει, διαθέτει δική του προσωπική σκιά.
Βασικά διαθέτει και μια απίθανη και απύθμενη φαντασία ο Δημήτρης. Από ένα πρόσωπο, μια λέξη, μια φράση μπορεί να σου φτιάξει ένα έπος, μια σάγκα, μπορεί να σε εκτοξεύσει στο φεγγάρι πατώντας σταθερά κάπου στη γη.

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά τους.
Ξεδιπλώνοντας πρώτα απ’ όλα την κάθε του φίνα, τελικά, εμμονή.

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ:
«Άνθρωπος χωρίς μυστικά είναι ένας κενός άνθρωπος», φράση ήρωά του που έγινε μότο στην «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» αλλά αποτελεί και ένα βασικό του χαρακτηριστικό.
Ερωτικής φύσεως το μυστικό στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ».
Υπαρξιακό, στον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού»,
Μια ιστορία Εκδίκησης, στην «Απαγωγή του εκδότη».
Εκδίκηση και παλιοί λογαριασμοί στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα».
Απωθημένα, οικογενειακά μυστικά και παλιές πληγές στη «Μοναξιά της ασφάλτου».
Το ζήτημα είναι ότι ουδείς είναι όπως φαίνεται ή εκείνος που δηλώνει στις ιστορίες του Μαμαλούκα. Όλοι είναι «αυτό» αλλά και το αμαρτωλό ή το βεβαρημένο τους παρελθόν.

ΤΟ ΤΥΧΑΙΟ:
Σ’ έναν κόσμο όπου «όταν ο Θεός ρίχνει τα ζάρια του κανένα δεν ρωτάει αν παίζει» επιλέγει να στήσει ο Δημήτρης Μαμαλούκας, συνήθως, το μυθιστορηματικό του σκηνικό. Σκιαγραφώντας κατ’ αυτό τον τρόπο απολύτως και ρεαλιστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Κατά συνέπεια ο Δημήτρης Μαμαλούκας γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ΚΑΙ πολιτικός.
Με την Ιταλία πανταχού παρούσα – ακόμα και στην Αθήνα στο «Η μοναξιά της ασφάλτου»- να σου κλείνει το μάτι.
Στο πρώτο του μυθιστόρημα «Όσο υπάρχει αλκοόλ», η δράση (εσωτερική και εξωτερική) διαδραματιζόταν σπρωγμένη από τις συγκυρίες εξ’ ολοκλήρου εκεί.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» η Ιταλία απουσίαζε αλλά η θεά Τύχη αποφάσιζε, τελικά, για τα πάντα.
Στην «Απαγωγή του Εκδότη», εκτός από Ιταλία έπαιζε και Λευκάδα αλλά κι εκεί, ακόμα και το πιο καλοστρωμένο σχέδιο, σωριαζόταν ως πύργος από τραπουλόχαρτα από κάτι που ο ήρωας δεν θα μπορούσε καν να το έχει φανταστεί.
Στη «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» εκτός από Ιταλία, εμφανίζονται και οι παράλληλες ιστορίες, μόστρι και βιβλιόφιλοι, και το καθοριστικό τυχαίο σημαδευόταν ανεπανόρθωτα και καθόριζε η αλληλεπιρροή.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου», παράλληλες ιστορίες, τυχαίο, συγκρούσεις και αλληλεπιρροή βρίσκονται πια στο υψηλότερό τους σημείο. Κι όταν ζορίζουν τα πράγματα στο τέλος, και η Ιταλία που υπόσχεται, σώζει, η Επιστροφή.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ:
Μάουρο Ρόσι, Πάολο Ποστελίνι, Ντεμέτριο Λούκας στην «Απαγωγή του εκδότη», Μόστρι και Μόστρα στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», Πετράρχης και Λάουρα στη «Μοναξιά της ασφάλτου», τα ονόματα για τον Δημήτρη Μαμαλούκα αποτελούν, επίσης, μια φίνα εμμονή! Σε ένα παιχνίδι με ιταλούς τερματοφύλακες στο πρώτο, που γίνεται στο δεύτερο παιχνίδι εννοιολογικό για να καταλήξει στον Πετράρχη και την Λάουρά του, σχεδόν μεταφυσικό στο τελευταίο του βιβλίο. Πετράρχης δίχως Λάουρα, γίνεται; Δεν γίνεται! Κι αυτό είναι και ευφυές και γοητευτικό.

ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ:
Οι έρωτες στα βιβλία του Δημήτρη σαν κομήτες, φωτοβολίδες, βραχύβιοι αλλά καθοριστικοί, εμμονικοί.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» καθορίζουν την ιστορία.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» θυσιάζονται, παρ’ ότι θα μπορούσαν να διασώσουν και να λυτρώσουν.
Στην «Απαγωγή του εκδότη», εκδικητικοί (Ντεμέτριο Λούκας, Κάρλα), συμβατικοί (Κάρλα, Αντόνιο Τζουλιάνι), με τον σχεδόν απραγματοποίητο των δύο αστυνομικών, τον μόνο υγιή.
Στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», όσο κρατά μια αστραπή: Νικόλας Μιλάνο – Ντανιέλλα και Μονίκ.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου», και πάλι της Μιράντας θα είναι η ερωτική εμμονή. Στοιχειωμένος από το φάντασμα της Λάουράς του, ο Πετράρχης θα την αναζητήσει εις μάτην παντού.

ΤΟ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ:
Βεβαρημένο παρελθόν και παλιά τραύματα πια, διαθέτουν οι πάντες.
Τα δυο αδέλφια στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού».
Ο Πάολο Καστελίνι, Μάουρο Ρός ή Ντεμέτριο Λούκας στην «Απαγωγή».
Ο Νικόλας Μιλάνο «είμαι ένας μπάσταρδος» και όχι μόνο, στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη».
Και στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Πετράρχης βεβαίως με το μεγάλο μυστικό-τραύμα της μητέρας, η Δέσποινα με το αριστοτεχνικό «χάθηκε», ο Αμίρ με τον νεκρό Σαχ.

ΟΙ ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ:
Και βεβαίως επειδή ο Δημήτρης Μαμαλούκας, σε μια πινακοθήκη παρά τα όσα απίθανα συμβαίνουν, σκιαγραφεί την εποχή, οι περιθωριακοί και οι αλλοδαποί, οι φτωχοδιάβολοι βρίσκονται πανταχού παρόντες.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» είναι μια πόρνη.
Στην «Απαγωγή του εκδότη» ο κωφάλαλος γίγαντας Μπέπε.
Στην «Χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» ο Πίνο και
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου» ο Αμίρ. Απολύτως αθώοι, σαν res, αλλά τόσο μοιραίοι! Χτυπούν και χτυπιούνται, τυφλά. Το απόλυτο θύμα ακόμα κι όταν εγκληματεί. Το πιόνι. Κάτι που εφάπτεται και της γυναικείας μοίρας, όσον αφορά τις ιστορίες, εν πολλοίς.

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΔΡΑΣΗ:
Η ίντριγκα και η δράση είναι το φόρτε του, το έχω ξαναπεί! Ο Μαμαλούκας έχει την ίντριγκα μέσ’ το κεφάλι του. Κινηματογραφική δράση και ατμόσφαιρα, παντού, σε όλες τις ιστορίες, πρωταγωνιστική, εντυπωσιακή, ζωντανή, καθοριστική.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» με όλο αυτό το απίθανα άσπλαχνο οικοδόμημα και την καταδίωξη στο τέλος.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» με την αριστοτεχνική ληστεία.
Στην «Απαγωγή του εκδότη» με την απαγωγή και την καταδίωξη στα νερά της Λευκάδας.
Στη «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» με τον εγκλεισμό στην απίθανης σύλληψης βιβλιοθήκη του Σκούρα.
Στη «Μοναξιά της ασφάλτου» στην άσφαλτο. Με την αχλύ και την ομίχλη της πόλης να σε πνίγει, να σ’ εγκλωβίζει, να σε καθιστά ωσεί παρόντα, τόσο αποπνικτική, ανάγλυφη και ζωντανή.

ΟΙ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΙ:
Εξίσου ζωντανή με τους υπέροχους εγκλεισμούς του! Παρόντες σε κάθε ιστορία, διαφορετικοί, καθοριστικοί, πρωταγωνιστικοί.
Στο «Όσο υπάρχει αλκοόλ» είναι ένα οικοδομικό τετράγωνο, γκέτο σχεδόν.
Στον «Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού», ένα γκαράζ.
Στην «Απαγωγή του Εκδότη», εκείνη η περίφημη σπηλιά στη Λευκάδα.
Στην «Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» το κελάρι ενός παλάτσο.
Και στη «Μοναξιά της ασφάλτου», διπλή. Για την Μιράντα, το γκαράζ του Πετράρχη. Για τα αθώα θύματα- Λάουρες μια ειδική κατασκευή στη Μάστανγκ του Πετράρχη.
Θα πρέπει δε να τονίσουμε ότι η περίφημη Βιβλιοθήκη του Σκούρα και η διαμορφωμένη καταπακτή στο αυτοκίνητο, μοναδικής ιδιοφυούς σύλληψης «Μαμαλούκειος κατασκευή»! Εύγε, Δημήτρη, λέμε!

ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ:
Όσο για τις προσωπικές Μαμαλούκειες αδυναμίες, εδώ πια τι να πει και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς!
Τα τρομερά ρολόγια και διαμάντια του στην «Απαγωγή του εκδότη»;
Τα περίφημα μαλτ και τα βιβλία παντού αλλά ειδικά στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα»;
Τα αυτοκίνητα με όλο το πάθος ενός παιδιού στη «Μοναξιά της ασφάλτου»; Ο Δημήτρης τ’ αγαπά όλα αυτά και μας τα χαρίζει με πάθος, τα γνωρίζει πολύ και σε βάθος, καλά.

ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΤΕΛΟΣ:
Όπως γνωρίζει καλά πως σ’ αυτή τη ζωή οι ιστορίες είναι τελικά δίχως τέλος! Γι’ αυτό και ως συγγραφέας συμπεριφέρεται ωσεί Θεός, τις αφήνει εντελώς ανοιχτές στο ενδεχόμενο.
Ίσως μόνον εκτός από της «Απαγωγής» τον εγκλεισμό. Αλλά το φινάλε στη «Μοναξιά της ασφάλτου» αριστουργηματικό. Σαν το φίδι που γυρίζει και δαγκώνει την ουρά του κάνει κύκλο με την «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» και διασώζει τον Πετράρχη στην Ιταλία, τελικά.
Ανοιχτό τέλος είχε, επίσης, και «Ο μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού», ίδιον και αυτό (όπως και η ατμόσφαιρα) του μεγάλου συγγραφέα. Το φινάλε, δικό μας. Ο καθένας χτίζει όπως και με ό,τι μπορεί. Με ό,τι του επιτρέψει ο χαρακτήρας και οι αναγνώσεις του, με αυτό που είναι.
Πρωτότυπο και ευρηματικό το τελευταίο κεφάλαιο στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα», νομίζω κάτι το οποίο συγγραφικά δεν έχει ξαναγίνει.

Η Μη ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ:
Διότι ο συγγραφέας δεν είναι Θεός, ούτε και πάντοτε δίκαιη η ζωή.
Τιμωρία μπορεί να είναι η συγκυρία, οι εμμονές τους ή ο χαρακτήρας τους ωσεί πεπρωμένο (Δέσποινα και Πετράρχης και Ντεμέτριο Λούκας και…)

ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ:
Διότι και οι χαρακτήρες του Μαμαλούκα ως ήρωες- με-σάρκα- και- αίμα-και-οστά, διαθέτουν ψυχή σκοτεινή και αντιφατική, είναι εμμονοληπτικοί.
Ο Ντεμέτριο Λούκας με την εμμονοληπική εκδίκησή του στην «Απαγωγή».
Ο Δημήτρης στο «Αλκοόλ» με την ερωτική του εμμονή.
Ο Μιλάνο με το είμαι-ένας-μπάσταρδος τυχοδιωκτισμό του.
Και ο Πετράρχης, η Δέσποινα, με τις φρουδικές σκοτεινές αποθήκες τους. Αλλά και η Μιράντα ακόμα, με την ερωτική της εμμονή.

Θα ήθελα, τελειώνοντας, να κλείσω με μια διαπίστωση που αφορά όλες τις Μαμαλούκειες ιστορίες και κυριαρχεί:
Γρήγορες, ανατρεπτικές, ατμοσφαιρικές, γοητευτικές και με-κλειστά-χαρτιά-ιστορίες, Και με την ίντριγκα μέσ’ στο κεφάλι του, ασυζητητί!
Δημητράκη μου, κάθε φορά που σε διαβάζω, μού κόβεις το αίμα!
Πού βρίσκεις αλήθεια τόση δράση και βία και αίμα και τρέλα, εσύ ένα τόσο τρυφερό παιδί;
Κυρία Μαμαλούκα (τη μαμά σου ρωτώ), όταν ήταν παιδάκι ήταν… καλό;

ΥΓ. Ο χθεσινός… πανηγυρικός μου. Αφιερωμένος εξαιρετικά στον πρωταγωνιστή με αγάπη και φιλία.


Το πεπρωμένο- χαρακτήρας (Διαφωνεί κανείς; Ο χαρακτήρας είναι το πεπρωμένο μας)

«Η ΜΟΝΑΞΙΑ Της ΑΣΦΑΛΤΟΥ» του Δημήτρη Μαμαλούκα, Εκδ. «Α.Α.Λιβάνη», σελ. 339, τιμή: 17 ευρώ.

«Σ’ αυτή την αφιλόξενη Μητρόπολη όλοι κινούνται πάνω στη σκληρή γκριζόμαυρη άσφαλτο, όπως ο Πετράρχης, ο Τσίκης, ο Αμίρ, η Δέσποινα κι η Μιράντα, τα κυριότερα πρόσωπα αυτής της ιστορίας.
Η μοίρα θα τους πλέξει για πάντα στο μεγάλο, αιώνιο ιστό της. Ή έστω μέχρι το τέλος αυτού του γραπτού».
Εξηγείται ξεκάθαρα στο «Αντί προλόγου» ο συγγραφέας. Δίνοντας μας εξ’ αρχής τα πρόσωπα, αλλά και τους μεγάλους πρωταγωνιστές: την βρώμικη, ποταπή, μισητή Πόλη, την μοναχική γκρίζα Άσφαλτο όπου όλα συμβαίνουν «παραμορφωμένα», «αλλοιωμένα», ενίοτε ως και «εφιαλτικά», και το Τυχαίο. Το Τυχαίο που επαναφέρει το παρελθόν ωσεί παρόν, αμείλικτο και καθοριστικό για το μέλλον.
Το Τυχαίο, εξάλλου, έπαιζε το βασικό ρόλο παντού. Και στο «Όπου υπάρχει αλκοόλ…» όπου οι ήρωες κινούνταν κυριολεκτικά δίχως πυξίδα, και «Στο Μεγάλο Θάνατο του Βοτανικού» όπου το στραβοπάτημα, η κακοτυχιά, θα σταθεί το κομβικό σημείο για την μεγάλη δράση. Αλλά και στην «Απαγωγή του Εκδότη» και στην «Χαμένη Βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα» την δράση σηματοδοτούν και τροφοδοτούν οι παράλληλες ιστορίες- συναντήσεις.
«Στη Μοναξιά της Ασφάλτου» οι ήρωες ξεκινούν κυριολεκτικά μόνοι. Μοναχικές ζωές και παράλληλες διαδρομές «στην βρόμικη Πόλη».
Ο Πετράρχης «ένας άνθρωπος βυθισμένος στη μοναξιά» που, πριν ξεχυθεί στους δρόμους με την κατάμαυρη Μάστανγκ του ’68 ρίχνει την παλιά τράπουλα Ταρώ τρέμοντας για το τι θα του φέρει. Διότι η τράπουλα που ανήκε στη μητέρα του, δεν λέει ψέματα ποτέ.
Ο Τσίκης, αναμφισβήτητα «ο κακός μπάτσος». Ρυπαρός όσο κι η Πόλη, που αν δεν πει τρεις κουβέντες δίχως βρισιά, μπορεί και να… μελαγχολήσει.
Ο Αμίρ, ο αφγανός λαθρομετανάστης που έχει στρώσει για να κοιμηθεί στο μωσαικό χαρτόνια και ο δεκαεφτάχρονος γιος του ο Σαχ, τον οποίο καταπίνει ευθύς εξ’ αρχής, η άσπλαχνα σκληρή Πόλη.
Η Δέσποινα που κάθε πρωί κάνοντας ακριβώς τις ίδιες κινήσεις –βοηθώ και συνοδεύω στην τουαλέτα τη γιαγιά, περπατώ μέσ’ στην πρωινή ψύχρα για το βενζινάδικο όπου δουλεύω- χρειάζεται να κοιταχτεί στο καθρέφτη για να σιγουρευτεί ότι είναι ακόμα η ίδια.
Και η Μιράντα που, απ’ το γκαράζ της βίλας του Παλαιού Ψυχικού αγαπά τον Πετράρχη με πάθος αν και δεν τον πολυκαταλαβαίνει.
Όπως και η Στέλλα του Τσίκη, που είναι κλεισμένη στο σπίτι τους με ένα μωρό, κι αυτή δεν πολυκαταλαβαίνει.
Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος ο Δημήτρης Μαμαλούκας, σκιαγραφεί αυτήν ακριβώς την απόλυτη μοναξιά, σμιλεύει ευκρινώς τις ψυχές, τα πρόσωπα και τις συνήθειες, τις κρυφές πληγές των ηρώων.
Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος συχνά με την απληστία του Τσίκη, με την παθολογία του Πετράρχη και την απεγνωσμένη ανάγκη του Αμίν να εκδικηθεί για τον άδικο χαμό του Σαχ του γιου του.
Στη συνέχεια, θα δει τους μοναχικούς δρόμους να διασταυρώνονται και να εφάπτονται τραγικά, να ενώνονται οι μοίρες του Αμίν με τον Τσίκη, της Στέλλας με τον Πετράρχη, της Δέσποινας με τον Αμίν και το μωρό της Στέλλας, της Μιράντας με το αλλόκοτο του Πετράρχη. Στην μοναχική άσφαλτο που, όμως, ευνοεί τις συναντήσεις και τις συγκρούσεις.
Ο καθένας θα φτάσει στη δική του μοιραία συνάντηση με όλο του το ανεξιχνίαστο σκοτεινό παρελθόν, η Δέσποινα με το «χάθηκε» του αδελφού που την τυραννά μια ζωή, ο Πετράρχης με το «έφυγε» και «μ’ άφησε» της πανέμορφης, σκοτεινής του μητέρας, ο Τσίκης με τα δικά του κρίματα και η Στέλλα με την Μιράντα – ως τα μοιραία θηλυκά- επειδή «έτυχε» να μοιάζουν ή να βρεθούν στο ακατάλληλο τόπο την ακατάλληλη ώρα.
Το τρίτο μέρος περιλαμβάνει μια δράση καταιγιστική που οδηγεί όπως συνηθίζει ο συγγραφέας για ακόμα μια φορά σε ένα ανοιχτό φινάλε.
Οι άσσοι στο μανίκι και τα συγγραφικά ευρήματα, και σ’ αυτό το βιβλίο πολλά: οι ροκ στίχοι που συνοδεύουν στις μοναχικές διαδρομές τον Πετράρχη. Το παιχνίδι με τα ονόματα και με την τράπουλα στην οποία η «Μοναξιά», ο «Θάνατος», η «Τύχη», κάθε φορά, φαίνεται να αποφασίζει. Το πάθος με τα αυτοκίνητα, του συγγραφέα πρωτίστως που το δανείζει με τη σειρά του στον Πετράρχη. Οι παράλληλες διαδρομές, που είναι αυτές που αποφασίζουν και καθορίζουν. Το τελευταίο κεφάλαιο, που είναι και πάλι έκπληξη, όπως και σε κάθε βιβλίο. Δένει τους ήρωες, και επί τω προκειμένω, και τα βιβλία.
Το αποτέλεσμα: ένα απολύτως ατμοσφαιρικό βιβλίο, καταιγιστικής δράσης, με πολυσύνθετους, αντιφατικούς και άκρως ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Με εκπλήξεις κι ανατροπές, κι απ’ την αρχή έως το τέλος με τον Τόπο και τον Χρόνο να διαλύει, παραμορφώνει, δεσπόζει, καθορίζει. Με «το αστέρι του αυτοκινητόδρομου» πιο μπερδεμένο κι αναγκεμένο και θολωμένο από ποτέ. Η αποθέωση, τελικά, Μοναξιάς και Τυχαίου. Με πανταχού παρόν το Παρελθόν, ανοιχτή πληγή, μοίρα για όλους.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

Ο Δημήτρης Μαμαλούκας γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα όπου και κατοικεί. Είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Lecce, Ιταλία.
Έχει γράψει τα μυθιστορήματα:
«Όσο υπάρχει αλκοόλ…»,
«Ο Μεγάλος Θάνατος του Βοτανικού»,
«Η απαγωγή του εκδότη» και
«Η χαμένη βιβλιοθήκη του Δημητρίου Μόστρα»
που ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών ΕΚΕΒΙ- ΕΡΤ 2007.
Συμμετείχε στις συλλογές διηγημάτων «Ελληνικά Εγκλήματα» και «Υπόγειες Ιστορίες».
«Η μοναξιά της ασφάλτου» είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα.

21/11/08

Το Ρήμα ΕΙΝΑΙ

Έτσι λεγόταν το παλαιοβιβλιοπωλείο του βιβλιοπώλη Βολλάρ Ετιέν: Το Ρήμα είναι. Κι αυτός, ολομόναχος μια ζωή κι ανοικονόμητος, κατάπινε λέξεις. Αποστηθίζοντας χωρία ατέλειωτα, καταβροχθίζοντας Γκαίτε, Νίτσε, Μπρετόν, Μπατάιγ, Μπέκετ, Πεσσόα, Μπόρχες, Ναταλί Σαρρώτ και Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Στη «Μοναχούλα» του Πιέρ Πεζύ (Εκδ. «Ποταμός») όπου βλέπουμε την ιαματική δύναμη των τυπωμένων σελίδων. Γαζούλα θεραπευτική, πρώτα απ’ όλα για τον ίδιο τον Βολλάρ Ετιέν, σ’ αυτά κατέφευγε και άντεχε τα πάντα: «Τι να είχε ζήσει άραγε αυτό το επιβλητικό αγόρι και τι λησμονούσε, τι προσπαθούσε να λησμονήσει διαβάζοντας αδιάκοπα; Ποιο αιματηρό μυστήριο κάτω απ’ τις σελίδες;»
Ποτέ δεν θα το λύσουμε επακριβώς το μυστήριο, αλλά έτσι θα τον βλέπουμε μπουκωμένο πάντοτε με τις λυτρωτικές σελίδες.
Ακόμα κι εκείνο το απόγευμα της σύγκρουσης, εκείνο εκεί το απόγευμα που του έκοψε τη σελίδα της δικής του ζωής στα δυο. Το απόγευμα που αθέλητα έσπασε εκείνο το παιδί με το κόκκινο παλτό, το απόγευμα που έπεσε επάνω του η «μοναχούλα», σαστισμένη. Επειδή «Όλα μπορούν να συμβούν, και το χειρότερο επομένως. Γιατί κι αυτό, επίσης, περιφέρεται μέσα στο πλήθος των πιθανοτήτων. Η ύαινα του χειρότερου χοροπηδάει στην τύχη μέσα στην κοινοτοπία».
Με τα βιβλία θα την γιατρέψει. Γυρίζοντας την πίσω ξανά απ’ εκείνο το ακατανόητο κώμα. Εξοντωμένος δίπλα της, απαγγέλλοντάς της ξανά και ξανά, διαβάζοντας απ’ το αόρατο τυπωμένο χαρτί, πάλι και πάλι: «Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από μια σταγόνα αίμα! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα πτύελο! Θα διηγείσαι στο όνομα εκείνου που σε δημιούργησε από ένα λεκέ μελάνι! Θα διαβάζεις και θα διηγείσαι». Άλλον τρόπο, άλλον δρόμο, άλλο ξόρκι, δεν γνωρίζει ο Βολλάρ. Ο Βολλάρ που, με το που βλέπει ένα άσπρο ή χρωματιστό εξώφυλλο, είναι ικανός ν’ αναγνωρίσει, στη στιγμή, μια έκδοση και την πιθανή της ημερομηνία. Ο Βολλάρ μπορεί ν’ αναγνωρίσει οποιοδήποτε βιβλίο, ενώ ο ξεκάθαρος ψίθυρος αρχίζει να αναβλύζει, να απλώνεται, να διογκώνεται, μέχρι που τον κάνει, καμιά φορά, να κινεί σιωπηλά τα χείλη.
Απαγγέλλοντας θα βουτήξει αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε, κάποια στιγμή στο κενό. Απαγγέλλοντας θα επιβιώσει και όταν η «μοναχούλα» φύγει, απαγγέλλοντας κι εκείνος θα φύγει. Επιχειρώντας «το τελευταίο του βήμα στο βουερό βάραθρο όλων των πραγμάτων που έχουν γραφτεί, όλων εκείνων που προσφέρονται στην ανάγνωση. Το πρώτο του βήμα στη λήθη των βιβλίων». Διότι εκτός από τα βιβλία, άλλη ζωή και άλλη αιωνιότητα, ο βιβλιοπώλης Βολλάρ δεν γνωρίζει!

ΥΓ1. Για τον τίτλο και μόνο θα άντεχα την επώδυνη αρχή. Τα πάντα θα άντεχα! (εξάλλου μετά ήταν και ένα φορτηγό, μια αποθήκη, ένα ολόκληρο βιβλιοπωλείο, μια ζωή, όλο το ανοικονόμητο σώμα του Βολλάρ, βιβλία. Τον λάτρεψα εκείνον τον Βολλάρ που ήξερε να πονά, να έχει ενοχές, να γεμίζει λέξεις και έτσι με όοοολες αυτές τις λέξεις, στο τέλος να φεύγει. Αλλά Βολλάρ τη σήμερον ημέρα… αστεία λέμε!) ως και ο τρόπος που διαβάζουμε είναι φο (ή μήπως φω επί τω θεαματικότερον;)

ΥΓ2:
Εκδηλώσεις > Αφιέρωμα
Αφιέρωμα στον συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα
Παρουσίαση του πεζογραφικού έργου του συγγραφέα Δημήτρη Μαμαλούκα. Εκτός από τον συγγραφέα, θα μιλήσουν οι κ.κ. Δημήτριος Χ. Σκλαβενίτης, φιλόλογος, Πρόεδρος Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών, Ελένη Γκίκα, συγγραφέας-δημοσιογράφος, Νίνα Κουλετάκη, εκπαιδευτικός-μπλόγκερ. Αποσπάσματα από τα βιβλία θα διαβάσει η ηθοποιός Ελένη Παργινού.

Ημ/νία & Ώρα Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2008, 18.30
Χώρος Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων
Περιοχή Αθήνα
Διεύθυνση Ακαδημίας 50
Τηλέφωνο 210 3621601
Οργάνωση ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
Συμπληρωματικές πληροφορίες Στην αίθουσα «Αντώνης Τρίτσης»


ΥΓ3:
Δευτέρα 24 Νοεμβρίου, 7.00 μ.μ.
104 ΚΕΝΤΡΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ
Θεμιστοκλέους 104, Αθήνα
Τηλ.: 210-3826185
Το 104 ΚΕΝΤΡΟ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ σας προσκαλεί στην παρουσίαση του νέου βιβλίου του ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΥΒΑΡΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ – ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ, ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ και ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ. Κείμενα θα διαβάσει η ηθοποιός ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΟΥΔΑΚΗ.

ΥΓ4: Να μη βρεθεί ποτέ άνθρωπος στη θέση μου!
Βέβαια υπάρχει και χειρότερη θέση: ανάμεσα σε δύο γυναίκες ή δύο άντρες!

ΥΓ5: Σ’ εκείνον που θα με βοηθήσει να διακτινιστώ, θα χρωστώ στο εξής αιώνια ευγνωμοσύνη! (και τα βιβλία των επόμενων χρόνων!) (Και τη βιβλιοθήκη μου) (όταν και εφόσον πεθάνω!)
Μίστερ Lexima, μήπως έχεις ποοοολύ καιρό να με πας βόλτα μ’ αυτή την υπέροχη μηχανή; Μήπως… λέω!

17/11/08

Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος

«Η ΈΠΑΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ» του Ντενί Γκετζ, Μετάφραση: Γιώργος Παρλαλόγλου, Πρόλογος: Τεύκρος Α. Μιχαηλίδης, Εκδ. «Ψυχογιός», σελ. 371, τιμή: 14.31 ευρώ.

«Πόσο συχνά τα πολλά υποσχόμενα άτομα ηττώνται από μια ελάχιστη δυσκολία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους! Με σπασμένο ηθικό, αποχαυνώνονται και, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, δε θα είναι στη συνέχεια παρά «κατεστραμμένες ιδιοφυίες».
Σαν κεντρική ιδέα μιας ζωής, κι όμως δεν είναι παρά μια πατρική σημείωση- προφητεία και πρόβλεψη σε ένα κομμάτι χαρτί. Και ω του θαύματος: «Το σύμπαν περιορίστηκε τότε σ’ εκείνο το χαρτί μπροστά στα μάτια του, σ’ εκείνο το γράμμα που του είχε στείλει ο πατέρας του, για τα δέκατα έκτα γενέθλιά του, στο οικοτροφείο όπου διέμενε. Όλη του η ζωή ήταν συνοψισμένη σε κείνη τη σελίδα, όλα όσα του είχαν συμβεί ήταν γραμμένα εκεί με απελπιστική οξυδέρκεια’ σε σημείο να αναρωτιέται μήπως η ζωή του συνίστατο απλώς και μόνο στην πραγματοποίηση όσων ήταν γραμμένα εκεί, να αναρωτιέται ποια ελευθερία είχε στη διάθεσή του για να φτιάξει τη ζωή του».
Και φυσικά ο Χανς Σίνγκερ, ένας εκ των δυο κεντρικών ηρώων, ίσως και ο σημαντικότερος, μια φιγούρα που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τον Γερμανό μαθηματικό Γκέοργκ Κάντορ, τον πατέρα της «Θεωρίας των συνόλων», δεν είναι τυχαίος.
Ο Ντενί Γκετζ, ο συγγραφέας που έφερε τα Μαθηματικά στην καθημερινότητα και εισήγαγε την ποίηση και την μαγεία τους με τρόπο καταλυτικό στην ανθρώπινη μοίρα, για ακόμα μια φορά, μιλώντας για τις ζωές μας, και πάλι για τα μαθηματικά μας μιλά. Επί τω προκειμένω, για το άλεφ και το άπειρο (όπου άλεφ, ο πρώτος άπειρος αριθμός).
Τόπος, η Γερμανία το 1917. Κι όλα διαδραματίζονται στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών. Έξω μαίνεται ο πόλεμος, η απόλυτη φτώχεια και η σύγχυση, η πείνα.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την μεταφορά του Χανς Σίγκερ, μαθηματικής ιδιοφυίας, στην ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου της Λούφσταντ. Τον συνοδεύει ο πιστός αμαξάς του ΄Ερνεστ με τη Ναζαρέτ. Το έχει κάνει, εξάλλου, πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά η κρίση ήρθε στο προαύλιο του πανεπιστημίου μπροστά ακριβώς από το… άγαλμά του: Ο Χανς Σίνγκερ είχε φτάσει στο σεμινάριο και είχε καθίσει στη συνηθισμένη του θέση. Δεν είχε ακούσει λέξη από την παρέμβαση ενός συναδέλφου του, αφιερωμένη ωστόσο στο αγαπημένο του θέμα τη «φύση του συνεχούς»- χάρη στο οποίο είχε κερδίσει την αναγνώριση της διεθνούς μαθηματικής κοινότητας. Είχε αναμείνει ήσυχα το τέλος, της συνεδρίας, είχε σηκωθεί, είχε βαδίσει στους διαδρόμους του πανεπιστημίου, είχε προσπεράσει το άγαλμά του χωρίς να του δώσει την παραμικρή προσοχή. Εξάλλου ήδη γνώριζε καλά πως «ένας καθηγητής που χάνει τα λογικά του, όπως λένε, είναι σαν έναν κολυμβητή που πνίγεται’ ένα πουλί που του κόβουν τα φτερά’ έναν αμαξά που του παίρνουν το άλογό του. Είναι σαν τίποτα!»
Και όμως ο καθηγητής Χανς Σίνγκερ θα ξαναγίνει κάτι, θα ξαναγίνει ο καθηγητής των Μαθηματικών, όταν στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών, θα «αναγκαστεί» στην αρχή, να συγκατοικήσει με τον Ματτίας Ντιτούρ, νεαρό Γάλλο στρατιώτη, μηχανοδηγό, αναρχικό και «επιζώντα παρά τη θέλησή του».
Οι δυο εντελώς διαφορετικοί άνδρες θα λειτουργήσουν ο ένας για τον άλλον σαν γαζούλα, τελικά, θεραπευτική, θα γίνουνε φίλοι. Ο Χανς Σίνγκερ θα θελήσει επιτέλους να ξαναμιλήσει και να διδάξει και ο Ματτίας Ντιτούρ να ζήσει και να γίνει ο ιδανικός μαθητής του.
Κι έτσι μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου όπου το προστατευτικό κιγκλίδωμα του παραθύρου αποτρέπει και προστατεύει τους αυτοκτονικούς, ο Ματτίας κι ο αναγνώστης θα γνωρίσει τη άρρητη σχέση των Μαθηματικών, της Θεωρίας των συνόλων και του Απείρου, με τη ζωή μας. Επειδή, χωρίς να το ξέρει, ακόμα και ο καθαριστής το άπειρο σχεδιάζει με τη σφουγγαρίστρα στο πάτωμα.
Στα βήματα των πλατωνικών διαλόγων, το μυθιστόρημα εξελίσσεται αριστοτεχνικά θίγοντας ζητήματα που άπτονται της ζωής και της ανθρώπινης φύσης: άπειρο και αιωνιότητα, πεπερασμένο και θάνατος, επιτυχία και αποτυχία, έρωτας και απώλεια, φιλία και θυσία, χρόνος και έλλειψη η οποία ουσιαστικά οδηγεί και στη δημιουργία.
Θα γίνει ο ένας για τον άλλον «ο φίλος που δεν είχα ποτέ», επαναλαμβάνοντας το παράδοξο της μάχης, να σώζει σωζόμενος!
Με τρόπο ποιητικό κι ατμοσφαιρικό, θα διδάξει ο ένας τον άλλον. Ο Χανς θα διδάξει τον Ματτίας τη ζωή μέσα από τα μαθηματικά και ο Ματτίας στον Χανς το ταξίδι και τη διαδρομή μέσα από τις ατμομηχανές.
Το φινάλε, λυτρωτικό, σχεδόν σωτηριολογικό, θεολογικό: «Κανείς δε θα μας διώξει από τον παράδεισο που δημιούργησε ο Κάντορ για μας» όπως εύστοχα διατύπωσε ο Ντάβιντ Χίλμπερτ. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Χανς Σίνγκερ είναι ο Γκέοργκ Κάντορ.
Ατμόσφαιρα, μαγεία, η ποίηση των αριθμών και η απόλαυση των διαλόγων, χαρακτήρες τεράστιοι με όλη τη γκάμα των χρωμάτων της ανθρώπινης ψυχής, ερωτήματα υπαρξιακά, καθοριστικά με ξέφωτα σκέψης που θα διώξουν τα σκοτάδια.
«Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος», θα πει κάποια στιγμή ο Χανς και επιτρέψατέ μου κάπως έτσι και να κάνω φινάλε:
«Οι περισσότεροι μαθηματικοί προσπάθησαν μετά από μένα, χωρίς να πετύχουν τίποτε περισσότερο. Δεν ήταν, όμως, πραγματικά δικό τους το πρόβλημα. Εμένα, ήταν το πρόβλημά μου! Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος. Ό,τι μετρούσε για μένα, όλα όσα είχαν νόημα για μένα περιέχονταν σ’ εκείνο το ερώτημα. Είχα ταυτιστεί μαζί του. Αφορούσε στα μαθηματικά αντικείμενα που είχα δημιουργήσει εγώ ο ίδιος. Και ήμουν ανίκανος να διατυπώσω βασικά πράγματα γι’ αυτά».
Όπως και να ‘χει, είχαν αξιωθεί κι οι δυο να δουν «μόνο ένα ψίχουλο του κόσμου».
Κατατοπιστικός και γοητευτικός ο πρόλογος του Τεύκρου Α. Μιχαηλίδη.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ντενί Γκετζ είναι συγγραφέας, μαθηματικός, καθηγητής ιστορίας και επιστημονολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, ερευνητής, καθώς και σεναριογράφος στον κινηματογράφο.
Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα με θέμα τα μαθηματικά, και είναι ιδιαίτερα γνωστός για την τεράστια επιτυχία που σημείωσε σε πολλές χώρες του κόσμου με το μυθιστόρημά του «Το Θεώρημα του παπαγάλου».
Ως σεναριογράφος έχει τιμηθεί με το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου 1987 για την ταινία «Η τελευταία Παρασκευή του Σεπτέμβρη».
Από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφορούν επίσης με μεγάλη επιτυχία τα μυθιστορήματά του
«Τα αστέρια της Βερενίκης» και
«Μηδέν».

11/11/08

Η ζωή όμως έμεινε/ κι είχε μια γεύση, μια γεύση...

ΠΡΟΜΗΝΥΟΝΤΑΙ ΚΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ

Στ' όνειρό μου απόψε
τον καλούσα με τ' όνομά του
τού μιλούσα στον ενικό
με μιαν οικειότητα που ποτέ
δεν μου είχε επιτρέψει ως τότε.
Αχ εσύ, του έλεγα
και την ποιητική άδεια τού ζητούσα
ν' αποσυρθεί ο νους μου
απ' τα εγκόσμια κάλλη του συνομιλητή μου
ν' αδειάσει το κεφάλι μου
από εικόνες που περιέχουν αφές
φωνές όλο γεύσεις από χείλια πατικωμένα με νύχτα.
Να 'μαι στη σκέψη αγνή, αγνή παραμιλούσα
να μη θέλω τίποτα έξω από σένα.

Προμηνύονται κι ευτυχισμένες μέρες
σκέφτηκα μες στη λογική του ύπνου
τώρα που ερωτεύτηκα τον θάνατο.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ- ΡΟΥΚ από τη συλλογή "Ωραία έρημος η σάρκα"

ΥΓ. "Τι 'ναι αυτά; Τι 'ναι αυτά;"
ακούγεται μέσα μου να τσιρίζει
ένα πουλί στιγγό
"Δεν είν' αυτό που ψάχνεις, δεν είν' αυτό".

10/11/08

Το μακρόν όνειρο προ του βραχέος χρόνου/ τί κάνει οξύνεται ή περισπάται;


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Φυσικά και ονειρεύομαι.
Ζει κανείς μόνο μ' ένα ξερό μισθό;

Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.

Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρά σας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά,
και μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.

Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Όχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω. Μού την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως ν' αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν' αφήσω
το αίτημά μου στην κρεμάστρα
ό,τι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ' αυτό που ζωγραφίζει η έκκλησή μου-
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.

Ένα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο.
Το όριο. Ώς πού να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα 'ταν γεράματα.

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

για ν' αρχίσει η βδομάδα...

6/11/08

Αγάπα με για να μπορέσω να μ’ αγαπήσω

«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως».

«ΆΒΥΣΣΟΣ» της Κάρμεν Λαφορέτ, Πρόλογος: Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 338, τιμή: 18 ευρώ.

«Μου φαινόταν πως ήταν ανώφελο να τρέχουμε, όταν διαρκώς περνάμε απ’ τον ίδιο κλειστό δρόμο της προσωπικότητάς μας. Ορισμένοι γεννιούνται για να ζουν, άλλοι για να δουλεύουν, άλλοι για να κοιτάζουν τη ζωή. Εγώ είχα ένα μικρό και ποταπό ρόλο θεατή. Αδύνατον ν’ απαλλαγώ. Μια τρομερή κατάθλιψη ήταν για μένα το μοναδικό αληθινό πράγμα εκείνες τις στιγμές».
Με μότο το ποίημα του Ισπανού ποιητή και νομπελίστα Χουάν Ραμόν Χιμένεθ «Τίποτε», εξάλλου «Νάδα», δηλαδή «Τίποτε» στα ισπανικά υπήρξε και ο τίτλος του, μια εικοσάχρονη κοπελίτσα με ταλέντο απίστευτο, ανακαλύπτει το παν!
Ήταν η πρώτη νύχτα που ταξίδευε μόνη, μα δεν ήταν τρομαγμένη. Εν αντιθέσει εύρισκε «μια συναρπαστική περιπέτεια εκείνη την ολοκληρωτική ελευθερία μες στο σκοτάδι». Η Αντρέα ήταν εξάλλου μόνο δεκαοχτώ χρονών. Ερχόταν στην Βαρκελώνη από επαρχία για να σπουδάσει φιλολογία, άφηνε πίσω της – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, εμφύλιο, ασθένεια και θάνατο της μητέρας- και έφτανε στη γιαγιά της και σε «πλούσιους» συγγενείς: για να γνωρίσει τη γνώση, τη μεγάλη πόλη και την ελευθερία. Αλλά την περίμενε η κόλαση με τη μορφή της απόλυτης μιζέρας και κακομοιριάς. Οι άλλοτε πλούσιοι συγγενείς βίωναν πια – στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον- την τέλεια παρακμή: οι μισότρελοι, έγκλειστοι της οδού Αριμπάου, πουλούσαν έπιπλα και έτρωγαν ο ένας τις σάρκες του άλλου για να συντηρηθούν. Ο θείος Χουάν με την ερωτευμένη με τον αδελφό του Ρομάν, σύζυγο Γκλόρια και το ταλαίπωρό τους μωρό, καυγάδιζαν έως τελικής πτώσης. Η θεία Αγκούστας, αυταρχική, πανταχού παρούσα ως το άγρυπνο μάτι Θεού. Η σχεδόν τυφλή και πάντοτε άγρυπνη γιαγιά που απορροφούσε ηρωικά και στωικά όλους τους κραδασμούς. Και ο αινιγματικός θείος Ραμόν, μουσικός χαρισματικός απ’ ότι θα μάθει μετά, ένα τεράστιο ταλέντο που κάηκε, χαρτοπαίκτης, μέθυσος πια, αλλά ακόμα επικίνδυνα σαγηνευτικός.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, το λαβυρινθώδες άλλοτε πλούσιο σπίτι, ως ζωντανός οργανισμός να σαπίζει και να καταρρέει, να στάζει παντού υγρασία, μούχλα, σκουριά.
Μοναδική αχτίδα φωτός, η χειραφετημένη πλούσια φίλη της Ένα που η Αντρέα ζηλεύει αλλά και θαυμάζει. Οι βόλτες με το αμάξι του φίλου της, οι γλυκές στο σπίτι της οικογενειακές στιγμές. Αλλά σύντομα, ως άλλος πύργος από τραπουλόχαρτα, θα κινδυνέψουν να σωριαστούν κι αυτές οι ελάχιστες ευτυχισμένες μέρες. Όταν η Ένα θα διαλύσει τα πάντα, ερωτευμένη με τον θείο Ραμόν: την φιλία τους, τις κυριακάτικες βόλτες τους, την οικογενειακή της γαλήνη.
Βυθισμένη στο παρακμιακό οικογενειακό σκότος, κι ενώ η ηρωίδα αισθάνεται ότι βουλιάζει, το παρελθόν θα παρέμβει καταλυτικό, σαρωτικό, καθοριστικό: Η θεία Αγκούστιας θα εγκαταλείψει το σπίτι και την επιτήρηση, το ζεύγος Χουάν- Γκλόρια θα αγγίξει τα άκρα, ο θείος Ρομάν σαν άμμος κινούμενη θα κοντέψει να απορροφήσει τα πάντα προτού σκοτωθεί. Η μαμά της Ένα, ήταν ο καταλύτης, η μόνη κάτοχος για την ώρα ενός φοβερού μυστικού. Και ο έρωτας, μέσα σε όλα αυτά, με τον παραμορφωτικό του φακό:
«Ίσως το νόημα της ζωής για μια γυναίκα να συνίσταται μονάχα στο να ανακαλυφθεί κατ’ αυτό τον τρόπο, ιδωμένη έτσι ώστε να νιώθει να ακτινοβολεί από φως». Συνήθως έτσι δεν γίνεται; «Αγάπα με για ν’ αγαπήσω εαυτόν»;
Χαρακτήρες με βάθος, διλήμματα κι αντιφάσεις που ζωντανεύουν μέσα από τις σελίδες με σάρκα και οστά.
Ατμόσφαιρα που μυρίζει μούχλα, ομίχλη και υγρασία. Συναισθήματα σχεδόν διαβρωτικά. Η εικοσάχρονη Κάρμεν Λαφορέ σκιαγραφεί με απίστευτη κρυστάλλινη καθαρότητα κι οξυδέρκεια μια εποχή, μια πόλη, μια οικογένεια, μια ιστορία, τη νεανική ψυχή. Που ονειρεύεται, αγωνίζεται, λαχταρά να ερωτευτεί και μπορεί ανά πάσα στιγμή να παγιδευτεί και να κατακερματιστεί.
Η φυγή προς την ελευθερία θα χαρίσει λύτρωση και στην ηρωίδα και στην ιστορία. Ο Μάριο Βάργκας Γιόσα, παραλληλίζοντάς την με τα «Ανεμοδραμένα ύψη» θα γράψει διθυράμβους στον πρόλογό του για την αδιέξοδη «Άββυσο» αυτή. Μιλώντας για «εξονυχιστική ψυχική αυτοψία», «αξιοθαύμαστη μαεστρία», χαρακτηρίζοντας το νεανικό αυτό μυθιστόρημα «όμορφο μα και φοβερό» που «μετά από τόσα χρόνια» (το 1944 γράφτηκε) «παραμένει ζωντανό». Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι και ο Αρθούρος Ρεμπώ μόλις στα 17 του χρόνια έγραψε το «Μεθυσμένο του καράβι». Όσο για την Κάρμεν Λαφορέ, μετά την «Άβυσσο» δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε εφάμιλλο, ομοίως «φοβερό», τόσο σημαντικό.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Κάρμεν Λαφορέτ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1921 και πέθανε στη Μαδρίτη το 2004.
Πέρασε τα παιδικά της χρόνια στα Κανάρια νησιά, καθώς ο πατέρας της εργαζόταν ως αρχιτέκτονας αλλά και καθηγητής στο Escuela Industrial του Λας Πάλμας.
Το 1939 επιστρέφει στη Βαρκελώνη, όπου σπουδάζει για τρία χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή.
Στη συνέχεια μετακομίζει στη Μαδρίτη, όπου παντρεύεται και εγκαθίσταται μόνιμα.
Η έκδοση του «Νάδα» στα 1944 αναδεικνύει την Κάρμεν Λαφορέτ ως τη μεγάλη αποκάλυψη της μεταπολεμικής ισπανικής λογοτεχνίας και, στη συνέχει, ως εμβληματική μορφή για τις επόμενες γενιές.
Το «Νάδα» απέσπασε επίσης το Βραβείο Nadal.
Το 1955 η Λαφορέτ πήρε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας για το μυθιστόρημά της «La mujer nueva».
Το 2004, τη χρονιά του θανάτου της, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της «Al doblar la esquina».

ΥΓ. Εξαιρετική η αναφορά του Librofilo (κλασικά… εικονογραφημένα) με τον τίτλο «Ανεμοδαρμένα ύψη αλλά ισπανικά» (ήτο η αιτία που με έκανε να το αναζητήσω). Μου το θύμισε ο… Χίθκλιφ ξανά, και ιδού και η δική μου αμήχανη απόπειρα. Ε ναι, τα… «Ανεμοδαρμένα ύψη» δι’ εμέ, λειτουργούν ως… κλειδί. Να μην ακούσω ανεμοδαρμένο, μέσα!

4/11/08

Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί

ΑΠΗΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Δε νομίζω να φωτογραφηθήκαμε ποτέ μαζί
Μόνο τώρα θυμάμαι
Μια μέρα βγαίνοντας από το σινεμά
είδαμε το σχήμα μας στον καθρέφτη
ενός εμπορικού καταστήματος- πουλούσε έπιπλα φορμάικας
τραπέζια, φτηνά κάδρα νομίζω, και σύ κούμπωσες βιαστικά
το πουκάμισο γύρω στο λαιμό σου σα να πήγες σε χαμάμ
οδός Ζήνωνος, οδός Επίκουρου, και αγαπήθηκες με πάθος
στο χαμάμ και βγαίνοντας στο δρόμο το απόγευμα από το χαμάμ
πρόσεχες τα βήματα, τα βλέμματα, τις αιωρήσεις των χεριών σου.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
όπως σ’ εκείνες τις εκδρομές με το μηχανάκι
στο Μαραθώνα, στα Βίλια, στη Λούτσα
να χορεύεις με δίσκους στα τζουκ μπόξ μάμπο το Τεκίλα
ή άλλοτε ζειμπέκικο και μελαγχολία σάμπας και να μεθάς.
Έπρεπε να το ‘χαμε σκεφτεί
πριν μπει ο χειμώνας μια κυριακάτικη φωτογραφία μαζί,
μετά θα μπορούσες να φύγεις για το Νείλο ή τ’ Αλγέρι
με τους ποδηλατιστές του ήλιου.
Τώρα πια τ’ απογεύματα δεν έχω όνομα
Αν βγω στο δρόμο, έχω συμφωνήσει ν’ ακούω στα ονόματα
Αλέξανδρος, Αλέξιος, Αλέξης, Βασίλειος, Γεράσιμιος,
Γρηγόρης, Ραχήλ, Δημήτριος, Γιάννης, Λεωνίδας,
Νίκος, Μιχάλης, Μάρθα, Κωνσταντίνος, Μανώλης.

ΥΓ. Από «Τα ποιήματα 1973-2008» του Γιώργου Χρονά που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις Εκδόσεις «Οδός Πανός» τις δικές του και τα διάβασε εύθραυστος και ευάλωτος μέσα στο μαύρο του καλό ρούχο Σάββατο βράδυ στο Μπιλιέτο, συγκινημένος. Πάντοτε κλαίει όταν διαβάζει ποιήματά του. Κι αυτό το Σάββατο έκανε τα πάντα για να μη του συμβεί εμφανώς. Όμως εγώ δεν είχα καμία υποχρέωση και συγκινήθηκα πολύ. Ιδιαίτερα με τούτο το ποίημα. Αλλά και με την «Ωδή στον οξυγονοκολλητή από τη Βηρυτό», από τις «Λάμπες» του και από «Τα μαύρα τακούνια».
Από τ’ «Αδέσποτα» του τέλους, γεύση μικρή. Και πικρή. Θεική:

«Έτσι μας θέλουν οι Μούσες
μόνους με άστοχες κινήσεις
βλέψεις νεκρές
επιθυμίες, βροχές
ομίχλες που δεν μας καλύπτουν
Με καμπαρντίνες παλιές
παλτά που μυρίζουν ναφθαλίνη
Με περασμένες μουσικές» (Οι Μούσες)

1/11/08

Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις


"Προστάτευσέ με απ' το να είμαι αυτό που ήδη υπήρξα,
αυτό που ήδη υπήρξα ανεπανόρθωτα" (Religio Medici, 1643)

"Γιατί, όταν ξεχνάς, συγχωρείς"
"Θα κοιτάξω κι εγώ να ξεχάσω"
"Η ενοχή κρατάει όσο κρατούν οι τύψεις" (Θρύλος)

ΥΓ. "Κρυώνω κάπως, φοβάμαι λίγο..." (Καρτέσιος)

Και όλα, Χ.Λ.Μπ.