27/5/08

Αχρήστεψες τα χρόνια και σ’ αχρήστεψαν…




Η πρόσκληση αρχικά ήρθε από τον Ναυτίλο: Να γράψω κάτι με τα χεράκια μου, εδώ που τα λέμε, όλα, τα πιο δικά μου, πρώτα με τα χεράκια μου τα γράφω! Ποιηματάκια κι ιστοριούλες, πρώτα με τα χεράκια μου! Κατόπιν, αντιγραφή στον υπολογιστή και επεξεργασία.

Η δεύτερη πρόσκληση ήτο του Μαμαλούκα. Κοίταξα ένα γύρω να δω ποιον ή ποια να… φλερτάρω! Φιλιά, σοκολάτες, και τι δεν έταξα! Αυτό το «σκανάρω» ούτε και ξέρω πώς γίνεται.

Όταν όμως μου παρήγγειλε το ιδιόχειρον του… θέματος η φίλη μου, η Μάουρα η βιβλιοφάγος, βασίλισσα της βιβλιοφαγοποτίας, ε πια τσακίστηκα και το ‘κανα!
Εις διπλούν!
Ένα χειρόγραφο αποκλειστικά δικό της και δικό μου για «Το γράμμα που λείπει» που θα δει το φως της μέρας προσεχώς, και ένα άλλο αγαπημένο μου για τους φίλους μου Αλέξη και Δημήτρη.

Αλλά το πρώτο, Μαουράκι, είναι για σένα!

Και πρέπει να γράψω- μου είπαν- κι αυτό:

Για http://autographcollectors.blogspot.com/

Με τη σειρά μου, καλώ να γράψουν με το χεράκι τους, ήτοι… ιδιοχείρως, ο Librofilo (ω ναι, ξεβαρέσου), o Moha (Mohaki στρώσου και κάνε το!), η Danone (βάλε τα μοβ μποτάκια σου), η Μάρω (εμείς θα σου το ανεβάσουμε), η Εαρινή Συμφωνία (αχ τι θα κάνω δίχως εσένα, μου λες?), ο Κυρ- Μανουήλ (σας έχουν ξανακαλέσει, κύριε), η Ντανιέλα (ένα από αυτά τα υπέροχα που γράφεις), ο Μάκης Αρμένης (καλά, εσύ σίγουρα θα βαρεθείς!), η Balabala Bambaluna (είμαι απίστευτα περίεργη για χειρόγραφό σου!) και βεβαίως ο bad pupil ήτοι Κακός Μαθητής (για να δω πώς γράφουν και οι κακοί μαθητές, όχι τίποτε άλλο!)

Άλεφ για πάντα και με πολλή αγάπη, ελπίζω να τα έκανα όλα!

23/5/08

Εσείς, που βεβαιώνετε ότι είστε ο θάνατός μου, μήπως είστε η πραγματική μου αγάπη;

«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα, Μετάφραση: Ντίνα Σιδέρη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 176, τιμή: 12 ευρώ.

«Τα φιλιά, κάποιες φορές, έχουν γεύση θανάτου. Το γεγονός απλά και μόνο ότι αγαπάς είναι ήδη μια μικρή απώλεια. Τα αγκαλιάσματα, κάποτε, είναι μάταιες απόπειρες να συγκρατήσουμε αυτό που μας φεύγει. Η απόκτηση, από μόνη της, είναι απατηλή: αντίθετα, υπάρχει πάντα μια αποστέρηση. Είναι σαν να μπορούμε ν’ αγαπήσουμε μόνο αυτό που μας έχουν κλέψει και η αγάπη να είναι η επιθυμία, η ελπίδα ότι μια μέρα θα μας το επιστρέψουν. Ωστόσο, φτάνει μια στιγμή που η απώλεια καταντάει απέραντη, ατέλειωτη: αγαπάμε τόσο ώστε αγαπάμε μόνο ένα πτώμα. Και, καθώς η απώλεια εκπληρώνεται πάντα, το πτώμα παραμένει. Φυσικά, αν η αγάπη έχει αυτή την αναπόφευκτη επίγευση του θανάτου, δε θα έπρεπε να μας εκπλήσσει που το κοιμητήριο έχει ερωτικές ιδιότητες. Τα πράγματα κρατούν ισορροπία.
Εσείς, που βεβαιώνετε ότι είστε ο θάνατός μου, μήπως είστε η πραγματική μου αγάπη;»
«Σπουδή θανάτου» το μυθιστόρημα του κουβανού Χοσέ Κάρλος Σομόθα «Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου».
Δικαιώνοντας απολύτως «Τα δάκρυα του έρωτα» του Μπατάιγ, για το ερωτικό του θανάτου και το θανάσιμο του έρωτος, ο συγγραφέας «ρίχνει» τα Ταρώ της ζωής και προσωποποιεί «τον ερημίτη του πύργου», τον «τρελό», τον «τροχό της τύχης», τον «ιεροφάντη» στον «θρόνο» του, τον «αυτοκράτορα» και την «αυτοκράτειρα», το «ανώνυμο χαρτί» του θανάτου. «Αρχιέρεια» φυσικά η ίδια η αφηγήτρια- συγγραφέας.
Η μοναχική Κάρμεν ντελ Μαρ που, βυθισμένη στη μετάφραση ενός έργου του Φόκνερ, καταφεύγει στο Ροκεδάλ, ένα παραθαλάσσιο χωριό της νότιας Ισπανίας.
Προσπαθώντας να ξορκίσει τον συγγραφικό τρόμο για το άσπρο χαρτί κι αναζητώντας το νήμα της επόμενης ιστορίας, επινοεί αλληλογραφία με έναν επίδοξο «δολοφόνο» της. Παίζοντας ταυτοχρόνως στην αρχή, θύτη και θύμα. Τις ανώνυμες επιστολές του αφήνει κρυφά στο μαντρότοιχο του σπιτιού της για να τις βρει αμέσως μετά και πάλι.
Αλλά όπως όλα τα παιχνίδια, κι αυτό, επικίνδυνο, από ένα σημείο και μετά, σαν τον ήρωα σε κάθε γνήσιο μυθιστόρημα, της ξεφεύγει!
Ο επίδοξος δολοφόνος της αποκτά πια δική του υπόσταση, αυτονομείται και συνεχίζει συνεχώς να της γράφει! Απερίφραστα τώρα «σκίστε τα γράμματά μου ή διαβάστε τα άπληστα. Πιστέψτε, αν επιθυμείτε, ότι εγώ είμαι εσείς. Κάντε κάτι, δεσποινίς, που να σας παρηγορεί, επιτέλους, για το αναπόφευκτο. Θυμηθείτε ότι το «να χάνεις το χρόνο» είναι μια πολύ σωστή μεταφορά του θανάτου».
Θα την σκοτώσει οπωσδήποτε, ακόμα και μη σκοτώνοντάς την, ούτε λόγος! Κι απαιτεί κι απ’ εκείνη, απάντηση!
Έτσι αρχίζει εκατέρωθεν μια άκρως ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική αλληλογραφία! Επιθυμίες και φόβοι, κρυφά πάθη και ενοχές, αναμνήσεις και όνειρα, σκέψεις, συναισθήματα και ψευδαισθήσεις ξετρυπώνουν από τα πιο μύχια βάθη τους και ταυτοχρόνως λαικοί μύθοι, δοξασίες περί το ερωτικόν του θανάτου και θρύλοι. Η τράπουλα Ταρώ συμβάλει δεόντως σε μια άκρως αλληγορική και σουρεαλιστική σημειολογία. Οι νεκρές του χωριού, αποδεδειγμένα υπαρκτές από την ύπαρξή τους πια στο νεκροταφείο (δίχως το υπαρκτό του θανάτου, είναι ανύπαρκτη ή ανεξακρίβωτη η ζωή και η ιστορία) συμβάλουν στο μαγικό ρεαλισμό της ιστορίας.
Στην άκρως σουρεαλιστική λεκτική μονομαχία τους, καθοριστικό ρόλο θα παίξουν πια και όλα τα είδη: ποιήματα και ασκήσεις λογικής, αινίγματα, ρομαντικές ασκήσεις, γλωσσικά προβλήματα και «η προφανής αλήθεια».
Οι εν δυνάμει δολοφόνοι της, αρκετοί: Ο δον Μπαλτάσαρ, ο τρελός του δρόμου του νεκροταφείου, ή ο Μανόλο, ο «ερημίτης του πύργου». Όπου κι αν κάνει, νοιώθει βαριά τη σκιά του!
Από τις σημαντικότερες σελίδες του βιβλίου, η επίσκεψη στο Κοιμητήριο η οποία εξηγεί και αρκετά περί θανατολαγνείας, οι ιστορίες στα όρια του θρύλου της Εουλόχια Ραμίρεθ, της Αμπάρο Μοεδάνο και της Πάκα Κρουθ, οι σελίδες όπου ένα χωριό ζωντανεύει σαν μια Ταρώ τράπουλα, η τελική μεταμόρφωση εκείνης: σχεδόν γυμνή, βαμμένη έντονα, με άσπρο μαντήλι στο λαιμό, πανέτοιμη να του δοθεί, να τον προυπαντήσει!
Οι «Λόγοι για να πεθάνει κάποιος» πολλοί, κι εκείνη διαθέτει ήδη αρκετούς:
«Το είπατε κι εσείς, αξιότιμε κύριε: δε μου λείπουν οι λόγοι για να πεθάνω. Η μοναξιά, η πλήξη, η αίσθηση ότι βρίσκομαι εκτός τόπου σε τούτο το ήσυχο χωριό, το μυθιστόρημα του Φόκνερ και, πάνω απ’ όλα η ανάμνηση του Χουλιάν (του χρόνου που περάσαμε μαζί, της αρρώστιας που τον χώρισε από μένα κι από τη ζωή, και του εγκλεισμού του σε ψυχιατρείο’ της αυτοκτονίας του, που την πληροφορήθηκα ένα μήνα πριν έρθω στο Ροκεδάλ με ένα γράμμα σε επιστολόχαρτο της κλινικής). Όλοι αυτοί είναι καλοί λόγοι, πράγματι. Θα μπορούσα να παραθέσω περισσότερα στοιχεία, κύριέ μου, αλλά δε θέλω να λυπηθώ περισσότερο».
Το αποτέλεσμα, ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα που αγγίζει τα όρια έρωτα και θανάτου: για την ηρωίδα- συγγραφέα Κάρμεν ντελ Μαρ και για τον ίδιο τον συγγραφέα. Πρωτότυπο, αλληγορικό, υποδόριο και υπαινικτικό, ανοιχτό σαν ζωή στους αναγνωστικούς συνειρμούς και στο ενδεχόμενο. Με πειραματική δομή, ατμόσφαιρα θρίλερ και αφήγηση υπερβατική. Οι λέξεις, η σωτηρία και το καταφύγιο που μας απομένει: έρωτας και θάνατος ταυτοχρόνως!
Απόδειξη, το μικρό απόσπασμα που ακολουθεί για φινάλε: «Ένας συγγραφέας πρέπει να πεθάνει, γράφοντας. Να γράφει ως το θάνατο, ως το ίδιο του το τέλος, τις τελευταίες λέξεις με αίμα». Μια εικόνα παράξενης και τρομερής ομορφιάς με συγκλόνισε: να υπογράψω το μυθιστόρημά μου μ’ ένα ποίκιλμα πάνω στο αριστερό καρπό, πιέζοντας με δύναμη, όπως κάνουμε μ’ ένα στυλό διαρκείας που δε γράφει, ώσπου οι κομμένες αρτηρίες να σχηματίσουν τ’ όνομά μου και να τρέξει το αίμα. Έτσι θα περνούσα στο θρύλο αυτού του μαγικού χωριού. Κάρμεν ντελ Παρ, «αυτή με την πένα».
Αλλά το όντως φινάλε για την ιστορία θα είναι το «τελικό σημείωμα του εκδότη».
Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα και τον θάνατο, για τη ζωή και για την λογοτεχνία. Για την θανατολαγνεία, την λεξιλαγνεία.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Χοσέ Κάρλος Σομόθα είναι ψυχίατρος.
Γεννήθηκε στην Αβάνα το 1959 και ζει στη Μαδρίτη από το 1960.
Εμφανίστηκε στα ισπανικά γράμματα το 1994 και τα έργα του γνώρισαν επιτυχία πολύ σύντομα:
«La ventana pintada» (Το βαμμένο παράθυρο) (βραβείο Cafι Gijon 1998),
«Cartas de un asesino insignificate» (Επιστολές ενός ασήμαντου δολοφόνου, 1999),
«Dafne desvanecida» (Η μεταμόρφωση της Δάφνης) (υποψήφιο βραβείου Nadal 2000),
«Miguel Will» (Μιγέλ Ουίλ), Βραβείο Θεάτρου Miguel de Cervantes, 1997,
«Langostas» (Αστακοί), σενάριο ραδιοφωνικής εκπομπής, βραβείο Margarita Xirgu 1994.
«Το Σπήλαιο των Ιδεών», το πέμπτο του μυθιστόρημα, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κέδρος», μεταφράστηκε σε πολλές χώρες.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά του «Η Κλάρα στο μισοσκόταδο».

ΥΓ1: «Κάρμεν ντελ Παρ, αυτή με την πένα»!
Είχα καιρό να νοιώσω τόσο περίεργα με μυθιστόρημα και αυτή η εβδομάδα μου κρατούσε πολλά αναγνωστικά δώρα! Εκτός από τον Σομόθα και τον περίεργο δολοφόνο του, μια συγκλονιστική «Νεκρή ερωμένη»: «Η νεκρή ερωμένη» του Θεόφιλου Γκωτιέ, εκδ. «Αιγόκερως», την οποία διάβασα μετά από επιμονή του Θηβαίου. Αλλά περισσότερα γι’ αυτό το βιβλίο, προσεχώς!
Για την ώρα, μια βεβαιότητα: έρως και θάνατος βαδίζουν διαρκώς χέρι- χέρι!
ΥΓ2: Μπορεί να συνέβαλε το ότι ένα πάθος με τις πένες όσο να ‘ναι, το έχω κι εγώ! Και με τον έρωτα και το θάνατο, μια εμμονή, όσο να ‘ναι…

19/5/08

«Δεν είμαι συνηθισμένη στην ευτυχία» είπε. «Με φοβίζει».

«Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ» της Τζην Ρυς, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 224, τιμή: 15 ευρώ.

«Δεν είμαι συνηθισμένη στην ευτυχία» είπε. «Με φοβίζει».
«Τι θα σε βοηθούσε;» Δεν έδωσε καμία απάντηση σε αυτό και μια νύχτα ψιθύρισε: «Αν πέθαινα. Τώρα που είμαι ευτυχισμένη. Θα το έκανες αυτό; Δεν θα χρειαζόταν να με σκοτώσεις. Πες «Πέθανε» και θα πεθάνω. Δεν με πιστεύεις; Τότε προσπάθησε, προσπάθησε, προσπάθησε, πες «Πέθανε» και θα με δεις να πεθαίνω».
Και είναι η Αντουανέτ Κρόσγουει, κρεολή κληρονόμος που ζει στη Τζαμάικα και είναι ο νεαρός άγγλος τζέντλεμαν, ο κύριος Ρότσεστερ, που του τα λέει όλα αυτά. Στο μυθιστόρημα της Τζην Ρυς «Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών» που εκδόθηκε το 1966, όταν η συγγραφέας του, μια από τις σημαντικότερες μυθιστοριογράφους της εποχής, ήταν 76 χρονών, περίπου 27 χρόνια μετά το προηγούμενο μυθιστόρημά της. Και μετά από 119 χρόνια απ’ όταν η Σάρλοτ Μπροντέ το 1847 έγραφε την σχεδόν αυτοβιογραφική «Τζέην Ευρ», αποδεικνύοντας ότι η πανέμορφη κρεολή Αντουανέτ, η τρελή Μπέρθα Μέισον που έκαιγε τα πάντα στο Θόρνφιλντ Χολ, υπήρξε! Και ότι στα νιάτα της ήταν μια άλλη!
Γεννημένη στον Άγιο Δομίνικο από Ουαλό πατέρα και λευκή κρεολή μητέρα η Τζην Ρυς, βιώνοντας πάντοτε ένα αίσθημα εκπατρισμού, αισθανόταν να τη στοιχειώνει για μια ολόκληρη ζωή της Σάρλοτ Μπροντέ η «Τζέην Έυρ». Οι «εγκλωβισμένες γυναίκες» της ζωής και της γραφής της σα να ζητούσαν δικαίωση:
«Η τρελή πρώτη σύζυγος στην Τζέην Έυρ πάντα με ενδιέφερε. Ήμουν πεπεισμένη πως η Σάρλοτ Μπροντέ πρέπει να είχε κάτι εναντίον των Δυτικών Ινδιών και θύμωνα γι’ αυτό. Πώς αλλιώς εξηγείται το ότι παρουσιάζει μια γυναίκα από τις Δυτικές Ινδίες σαν μια απαίσια τρελή, ένα τόσο τρομακτικό πλάσμα;» έγραφε το 1968 σε άρθρο της στην Guardian.
Και κάπως έτσι «νοιώθοντας και η ίδια περιθωριοποιημένη, παρείσακτη και ως γυναίκα αλλά και ως άποικος» όπως αναφέρει στην εξαιρετική εισαγωγή της η μεταφράστρια και συγγραφέας Αργυρώ Μαντόγλου, ζούσε για χρόνια κάτω από την σκιά της Αντουανέτ- Μπέρθα.
Ο πρώτος τίτλος που είχε σκεφτεί για το βιβλίο της ήταν το «Le Revenant» που ενείχε την έννοια του ζόμπι και του στοιχειωμένου.
Αλλά και ο τίτλος που επικράτησε τελικά «Η Θάλασσα των Σαργασσών» δεν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό, εφόσον επρόκειτο για μια περιοχή στον Ατλαντικό ωκεανό ανάμεσα Ευρώπη και Καραιβική, όπου τα καράβια ήταν συχνά ακινητοποιημένα και κυκλοφορούσαν φήμες ότι η θάλασσα γεμάτη φύκια εκεί τα παγίδευε, δολοφονώντας τους πάντες κάτω από τον καυτό ήλιο.
Ε ακριβώς σαν αυτή τη θάλασσα περιγράφονται όλοι οι μυθιστορηματικοί, ειδυλλιακοί τόποι. Με αφήγηση πολυπρισματική: της ίδιας της Αντουανέτ που αφηγείται τα παιδικά χρόνια στη Τζαμάικα στο πρώτο μέρος. Του κυρίου Ρότσεστερ (παρ’ ότι δεν τον κατονομάζει πουθενά) που αναφέρεται στον γαμήλιο μήνα της κοινής ζωής τους στα μαγικά και μαγευτικά νησιά Γουίντγουορντ. Και της Γκρέις Πουλ (υπηρέτρια στην Τζέην Έυρ, η οποία είναι και η δεσμοφύλακας της Αντουανέτ) στην Αγγλία στο Θόρνφιλντ Χολ, με την Αντουανέτ πια τρελή Μπέρθα!
Οι αφηγήσεις της Καραιβικής σπαρταριστές, με ένα περιβάλλοντα χώρο που σε σκοτώνει μέσ’ την πολλή ομορφιά και σε στοιχειώνει. Ο απόλυτος φόβος στον οποίο ζούσε η όμορφη Αντουανέτ από παιδί, με τους ντόπιους να την θεωρούν «λευκή νέγρα» και με την μητέρα σχεδόν να την αγνοεί απορροφημένη εντελώς με τον ασθενικό αδελφό της. Και με την Κριστοφίν την νταντά της, που εμπιστεύεται να είναι βυθισμένη μονίμως ως τον λαιμό, σε βασκανίες και μάγια.
Ο κύριος Ρότσεστερ θα εισβάλει στην, ούτως ή άλλως, διαταραγμένη ζωή της σαν αναγκαίο κακό μετά από τον δεύτερο πλούσιο γάμο της μητέρας και μετά από την πυρκαγιά που θα στερήσει τη ζωή στον μικρό αδελφό και την ψυχική υγεία της μητέρας. Ο γάμος, σχεδόν πράξη αγοραπωλησίας και παρά την αρχική έλξη, οι δυο σύζυγοι θα παραμείνουν δυο ξένοι. «Άλλη χώρα» ο καθείς για τον άλλον!
Δεν θα της πει «πέθανε» όπως αυτή τον εκλιπαρεί τον πρώτο καιρό ερωτευμένη κι ευτυχισμένη. «Δεν την αγαπούσε. Διψούσε γι’ αυτήν, αλλά παρέμεινε για κείνον μια ξένη». Αποξενώνοντάς την σιγά- σιγά κι από τον ίδιο της τον εαυτό: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη».
Την έκανε, τελικά, «κάποια άλλη». Και τον τόπο της- καταφύγιο, «ξένο τόπο» κι αυτόν.
Έτσι, το τρίτο μέρος του δράματος, με εκείνον πια κυριολεκτικά απόντα, θα παιχτεί και για τους δυο στην Αγγλία. Με εκείνη πια, εντελώς Μπέρθα! Επειδή «Τα ονόματα έχουν βαρύτητα, όπως τότε που εκείνος δεν μπορούσε να με φωνάξει Αντουανέτ και είδα την Αντουανέτ να γλιστράει έξω από το παράθυρο με τα αρώματά της, τα όμορφα ρούχα της και τον καθρέφτη της». Γι’ αυτό και τώρα που δεν υπάρχει καθρέφτης εδώ δεν έχει ιδέα πως είναι! Μόνο της λένε πως βρίσκεται στην Αγγλία και τους πιστεύει. Διαπιστώνει από μόνη της ακόμα ότι μπορεί να τους πάρει τα κλειδιά, γνωρίζει ακόμα ότι υπάρχει ένας διάδρομος έξω απ’ αυτήν που οδηγεί στον κόσμο τους, ξέρει επίσης, ότι μισεί τα κεριά και ότι οφείλει να πραγματώσει τον εφιάλτη που ξέρει. Σαν πεπρωμένο της αναπόφευκτο «επιτέλους τώρα γνωρίζω γιατί με έφεραν εδώ και τι πρέπει να κάνω», κι από την ώρα που έγινε από Αντουανέτ – Μπέρθα όλο αυτό υποσυνείδητα το γνωρίζει!
Ένα συγκλονιστικό ψυχολογικό θρίλερ απ’ όπου αναδύονται ολοφώτεινες όλες οι σκοτεινιές της γυναικείας ψυχής και η μεγαλεπίβολη, τρομακτική σύγκρουση δυο ψυχών, δυο κόσμων. Με την οργιαστική φύση σχεδόν να πρωτοστατεί και να επιβάλει τις δικές της μαγικές μαγκανίες. Με την Τζέην Ρυς σε ένα κρεσέντο εγκλωβισμένης ηρωίδας. Οι ηρωίδες της εξάλλου εγκλωβισμένες ηρωίδες ήταν πάντα, «η ίδια εγκλωβισμένη πάντα»: η Μάρια Ζέλι χορεύτρια στην Αγγλία κι αργότερα στο «Κουαρτέτο» παραλυμένη από τρόμο στο Μονπαρνάς. Μοναχική, γερασμένη Τζούλια στο «Μετά τον κύριο Μακένζι». Δύσπιστη Σάρα Γιάνσεν στο «Καλημέρα, Μεσάνυχτα», δηλαδή πάντα Τζην Ρυς- Αντουανέτ- Μπέρθα. Με την δική της μελαγχολική ποιητικότητα πάντα!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τζην Ρυς γεννήθηκε στον Άγιο Δομίνικο το 1894 όπου και πέρασε την παιδική της ηλικία. Ο πατέρας της ήταν Ουαλός γιατρός και η μητέρα της Κρεολή.
Σε ηλικία δεκαέξι χρόνων πήγε στην Αγγλία όπου και παρέμεινε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μετά τον θάνατο του πατέρα της έκανε διάφορες δουλειές (χορεύτρια, μανεκέν, μοντέλο) και άρχισε να γράφει τη δεκαετία του ’20 όταν ο πρώτος από τους τρεις γάμους της, με έναν Ολλανδό ποιητή, διαλύθηκε.
Έγραψε:
«The Left Bank», διηγήματα το 1927.
«Κουαρτέτο» το 1928.
«Αφήνοντας τον κ. Μακένζι» το 1930.
«Ταξίδι στο σκοτάδι» το 1934.
«Καλημέρα, Μεσάνυχτα» το 1939.
«Οι τίγρεις είναι όμορφες» όπου συγκεντρώθηκαν όλα τα διηγήματά της και το 1966 το μυθιστόρημα «Πλατιά Θάλασσα των Σαργασσών» με το οποίο απέσπασε το Royal Society of Literature Award και το W.H. Smith Awars- ενώ το μοναδικό σχόλιό της κατά την απονομή του βραβείου ήταν: «Ήρθε πολύ αργά».
Η τελευταία της συλλογή διηγημάτων «Sleep in off Lady», κυκλοφόρησε το 1976 και το «Smile Please», η ημιτελής αυτοβιογραφία της, εκδόθηκε μεταθανάτια.
Η Τζην Ρυς πέθανε το 1979.

ΥΓ. Την Τζην Ρυς ούτε που θα την έπαιρνα είδηση χωρίς τον Librofilo! Τι καλά να διαβάζεις τόσο ίδια με κάποιον και τι σπουδαίο να αποτελεί και τον… τυφλοσούρτη σου! Ό,τι του «πάει», να σου «πάει»! Να διαβάζει ξένη πεζογραφία σαν δαιμονόπληκτος και να σου λέει μετά «να, δες κι αυτό, κι αυτό!» ε όλο αυτό είναι και ανακουφιστικό και σπουδαίο!
Αλλά η Τζην Ρυς ήταν για μένα σπουδαία και για πάρα πολλά άλλα!
Μια αποκάλυψη ήταν ειδικά με την Αντουανέτ που ο κύριος Ρότσεστερ την έκανε Μπέρθα. Αποξενώνοντάς την σιγά- σιγά κι από τον ίδιο της τον εαυτό: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη».
Σε απόσταση αναπνοής από μια, για μένα, σημαντική ημερομηνία, 21 Μαίου πριν χιλιάαααδες χρόνια όταν γεννιόμουν έλεγε στον μπαμπά μου ο γιατρός, «καλά, το παιδί δεν θα ζήσει, ας φροντίσουμε τουλάχιστον να ζήσει η μάνα». Μόνο η γιαγιά μου με ήθελε, η συνονόματη, κι ας επιμένουν όλοι πως «πήρα το όνομά μου με το σπαθί», γεννημένη και κατά τέτοιον τρόπο μια τέτοια ημέρα, μόνο η γιαγιά μου φώναζε «αφήστε την αυτή και σώστε το παιδί, να μας μείνει η περιουσία»!
Αυτό ήμουν τότε, ένα… παπάκι με μεμβράνες στα δακτυλάκια και ανύπαρκτο οισοφάγο που αρνιόταν να πιει γάλα, αγαπημένο μόνον από μια συνονόματη γιαγιά, επειδή η ζωή του σήμαινε για κείνη «περιουσία»…
Όλοι ζήσαμε! Και στην πορεία αγαπηθήκαμε, πολύ αγαπηθήκαμε, και βαφτιστήκαμε, για χρόνια, αιώνες, για όλους μου τους αγαπημένους, για τους δικούς μου «Λένα». Ώσπου μπήκε και στη δική μου ζωή κάποιος κύριος Ρότσεστερ και με έκανε από «Αντουανέτ»- «Μπέρθα»! Για χρόνια του φώναζα: «Το Μπέρθα δεν είναι το όνομά μου. Προσπαθείς να με κάνεις κάποια άλλη»!
Σαν Μπέρθα ήρθε κάποια στιγμή και έβαλα στη ζωή μας φωτιά. Αλλά Αντουανέτ δεν ξανάγινα, το είχε για τα καλά κατορθώσει «Μπέρθα» πια να με κάνει για πάντα!
Το «άλεφ» ήρθε σαν όλα στα σημαντικά στη ζωή: εκεί που πια δεν το περιμένεις!
Ο αγώνας είχε λήξει με ήττα και έπαιζα την παράταση, με κόπο, θλίψη, πλήξη. Κι ας επέμενε η Φωτεινή πως «η παράταση είναι αυτή που κρίνει συνήθως τον αγώνα». Ας πάσχιζε η Μάρω να με στηρίξει και να με πείσει πως εδώ είναι όλοι οι αγαπημένοι. Για πάντα.
Ως «Μπέρθα» δεν ήμουνα τίποτα και ούτε είχα δικαίωμα σε αγαπημένους!

Άλεφ έγινα σχεδόν από το τίποτα. Κι έκανα φίλους ζωής, τη νουβαντίτσα, Νεφέλη! Την Κυριακή στην Αγία Μαρίνα Θησείου. Λάμπαμε κι οι δυο σαν πασχαλιές μεσ’ τον Μάη! Τρώγαμε γλυκά, φορούσαμε κάτι ωραία κολιέ, τσιμπάγαμε ομοίως όποιον αγαπάμε και μας αρέσει να κάνουμε κάτι ωραία γλυπτά.
Θυμάμαι σχεδόν σαν τώρα πριν ενάμιση χρόνο στην άδεια μου πόρτα τα όρθια ξανθά της κοτσίδια! Να γεμίζουν τον χώρο, τον ουρανό και τη γη, τη ζωή μου, για πάντα!
Νονά- άλεφ πια σταθερά!
Ως την αιωνιότητα και ακόμα παραπέρα!

13/5/08

Ίσως και να 'μαι εγώ που έφτιαξα τ' αστέρια και τον ήλιο και το πελώριο σπίτι, μα δεν θυμάμαι πια...

«Άλλο γελοίο είναι που λένε πως εγώ, ο Αστερίωνας, είμαι φυλακισμένος. Να ξαναπώ πως δεν υπάρχει ούτε μια πόρτα; Να προσθέσω πως δεν υπάρχει ούτε μια κλειδαριά;»

«ΜΠΕΘ» του Δημήτρη Καλοκύρη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 174, τιμή: 13 ευρώ.

Με τον υπότιτλο «Ένα αρχείο για τον Μπόρχες» ο Δημήτρης Καλοκύρης (ξανα)υπογράφει ένα μαγικό βιβλίο. Όχι μόνον για όσους ήδη αγαπούν τον κορυφαίο αργεντινό συγγραφέα- σύμβολο και τυφλοσούρτη ζωής για πολλούς από μας, αλλά και για όσους θα ήθελαν αλλά δεν τολμούν να τον γνωρίσουν. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να χαρακτηρίσει το «Μπεθ» και ως ένα μυητικό βιβλίο όσον αφορά το μπορχεσικό σύμπαν.
Ο Δημήτρης Καλοκύρης, εξάλλου, το δικαιούται. Έχοντας ήδη πίσω του τις μεταφράσεις: «Ο Δημιουργός και άλλα κείμενα (ανθολόγηση και μετάφραση σε συνεργασία με τον Ν.Δ.Καρούζο), 1980, «Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας», 1982, «Το εγκώμιο της σκιάς», 1982, «Ο Δημιουργός» (μετάφραση σε συνεργασία με τον Τάσο Δενέγρη), 1985,
«Το Χρυσάφι των τίγρεων», 1988, «Η ιστορία της νύχτας και άλλα ποιήματα», 1988, «Χόρχε Λουίς Μπόρχες- Αντόλφο Μπιόι Κασάρες: Συνομιλίες και παράξενες ιστορίες» (μετάφραση σε συνεργασία με τον Αχιλλέα Κυριακίδη), 1988, (όλα στις εκδ. «Υψιλον», με ποιητικά που συγκεντρώθηκαν στα «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ποιήματα» που εκδόθηκαν το 2006 από τα «Ελληνικά Γράμματα», στο «Αφιέρωμα στον Χ.Λ.Μπόρχες» του περιοδικού «Χάρτης» (τεύχος 8, 1983) και στο «Όνειρο του Ορέστη», ένα κείμενο του Τσουάνγκ Τσου από τον Μπόρχες», εικονογραφημένη έκδοση για παιδιά που κυκλοφόρησε το 1991 από το «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», ο Δημήτρης Καλοκύρης γνωρίζει καλά την τοξίνη του Μπόρχες και μπορεί – αν όχι να εξηγήσει- να μας μυήσει σε όλη αυτή τη μαγεία.
Το «Μπεθ» που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1992, είναι ένα βιβλίο παράξενο. Αποτελώντας ταυτόχρονα μελέτη, ταξίδι, παιχνίδι στο χρόνο, στη λογοτεχνία, στο έργο και τη ζωή ενός ανθρώπου πολύπλευρου και παράξενου. Που η σχεδόν ακίνητη ζωή του αποτέλεσε γραμμή πλεύσης για όποιον έτυχε να διαβάσει το έργο του.
Το βιβλίο που περιλαμβάνει κείμενα του Δημήτρη Καλοκύρη περί Μπόρχες, προσωπικό ημερολόγιο ταξιδιού στο Μπουένος Άιρες, κείμενα άλλων για τον Μπόρχες, αποσπάσματα συνομιλιών και κριτικές, ξεκινά εντυπωσιακά με ένα κείμενο του ίδιου του αργεντινού συγγραφέα για την «έμπνευση» που ερμηνεύει πολλά:
«Ξεκινώ διακρίνοντας μια μορφή, κάτι σαν απόμακρο νησί, που στη συνέχεια θα γίνει αφήγημα ή ποίημα. Βλέπω το τέλος, βλέπω και την αρχή, αλλά δεν βλέπω τι θα βρίσκεται ανάμεσά τους. Αυτό μου αποκαλύπτεται βαθμιαία, όταν η τύχη ή τα άστρα μού σταθούν ευνοικά. Πρέπει να περάσω αρκετές φορές στην ζώνη της σκιάς. Προσπαθώ να επέμβω όσο γίνεται λιγότερο στην εξέλιξη του έργου».
Και όλο το «Μπέθ» (όπως Μπόρχες ή το δεύτερο γράμμα της εβραικής αλφαβήτου όπου πρώτο το επίσης, μπορχεσικό αριστούργημα «άλεφ») φαίνεται να έχει χτιστεί με αυτή τη μαγική συνταγή.
Αποτελώντας ένα ολοζώντανο σώμα που σου αποκαλύπτεται όποτε το επιθυμείς και παραβολικά, επιτρέποντάς σου να αντικρίζεις ό,τι αξίζεις! (με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, αυτό είναι γεγονός).
Ένα βιβλίο – γοητευτικός λαβύρινθος, τελικά, όπου μπορεί να αναγνώσει κανείς και αγραμμικά, βαδίζοντας σαν τον κοντορεβιθούλη με σποράκια που έχει ο Καλοκύρης φροντίσει να σπείρει αποκαλυπτικά και αγαπητικά «στα ίχνη της μυθολογίας του Μπόρχες».
Τα κείμενα του Μπόρχες που έχουν επιλεγεί, σχεδόν κλειδιά: «Η κατοικία του Αστερίωνα» πρώτη – πρώτη: «Άλλο γελοίο είναι που λένε πως εγώ, ο Αστερίωνας, είμαι φυλακισμένος. Να ξαναπώ πως δεν υπάρχει ούτε μια πόρτα; Να προσθέσω πως δεν υπάρχει ούτε μια κλειδαριά;» «Το σπίτι έχει το μέγεθος του κόσμου’ ή, μάλλον, είναι ο κόσμος». «Όλα υπάρχουν πολλές φορές, δεκατέσσερις φορές, εκτός από δυο πράματα που φαίνονται πως υπάρχουν μονάχα μια φορά: εκεί πάνω, ο περίπλοκος ήλιος’ εδώ κάτω, ο Αστερίωνας. Ίσως και να ‘μαι εγώ που έφτιαξα τ’ αστέρια και τον ήλιο και το πελώριο σπίτι, μα δεν θυμάμαι πια».
Αλλά και τ’ άλλα: «Μια προσευχή», «His end and his beginning», «Η υπόσχεση», «Η έκπληξη», «Ο μύθος», «Το ανάκτορο» και «Το βιβλίο της άμμου» κατόπιν, σε ένα όλον γοητευτικό που μοιάζει σαν το κατακερματισμένο μυθιστόρημα μιας τεράστιας, σοφής και ταυτοχρόνως τρομακτικής σκέψης. Που γράφτηκε υπακούοντας πιστά τους κανόνες που διέπουν κι αυτήν: «Από την άλλη, η αντίληψη ότι η τέχνη αποτελεί αυτοδέσμευση είναι απλουστευτική, γιατί κανένας δεν ξέρει τι ακριβώς κάνει. Ένας συγγραφέας, όπως ομολογεί ο Κίπλινγκ, μπορεί να συλλάβει ένα μύθο, χωρίς όμως και να αντιληφθεί το δίδαγμά του. Οφείλει να μείνει πιστός στη φαντασία του και όχι στις εφήμερες απλώς περιστάσεις μιας υποτιθέμενης «πραγματικότητα». Γράφει ο Μπόρχες στην «Έμπνευση» και ο Καλοκύρης στο «Μπεθ» του αυτό ακριβώς πραγματοποιεί. Για να μπορέσει ο κάθε αναγνώστης σε ένα βιβλίο- λαβύρινθο, τελικά, να ακολουθήσει τις δικές του διαδρομές, αναζητώντας προσωπική πόρτα εισόδου κι εξόδου.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Δημήτρης Καλοκύρης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1948.
Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία και ασχολείται με τις γραφιστικές τέχνες και την επιμέλεια εκθέσεων.
Διηύθυνε τα περιοδικά «Τραμ», «Χάρτης», «Το τέταρτο» κ.α.
Έχει εικονογραφήσει πολλά βιβλία για παιδιά και έχει κάνει εκδόσεις κολάζ.
Έχει εκδώσεις 45 βιβλία (ποίηση, πεζογραφία, μελέτες, μεταφράσεις).
Τιμήθηκε δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος: το 1996 για την «Ανακάλυψη της Ομηρικής», και το 2002, για το «Μουσείο των Αριθμών».

ΥΓ. Προκαταβολή… παραγγελιάς Librofilo. H εκδήλωση Μπόρχες και Αχιλλέα Κυριακίδη (αφού τηρηθούν οι συμφωνίες ναι?) ακολουθεί!
Mamaloukas στο… ιδιόχειρο, αναζητείται εθελοντής (έφτασε!) (κι ελπίζω κάτι να έχει απομείνει από τα στρογγυλά, τακτικά καλόπαιδα γραμματάκια μου, τι να σου πω, περίεργη είμαι κι εγώ για το αποτέλεσμα).
Και για να μη ξεχνιόμαστε, διπλή η… χειρόγραφη παραγγελιά, και από «Ναυτίλο» (πολύ απλό, θα γράψω… δυο!) (αλλά θα την πληρώσει ένας εθελοντής!) (φιλί από τώρα στον… εθελοντή) (και σοκολάτες όσες θέλει!)alef σταθερά αναγκεμένο (μια ζωή) (ε εντάξει με την τεχνολογία, γνωστόν, δεν τα πάω και τόοοοσο καλά!)

9/5/08

Το «Ωσαννά» μου πέρασε από ένα απέραντο χάσμα αμφιβολίας

«ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Μετάφραση- Πρόλογος- Επίμετρο: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδ. «Ίνδικτος», σελ. 1264, τιμή: 25 ευρώ.

«Είμαι παιδί της εποχής μου, παιδί της δυσπιστίας και της αμφιβολίας, μέχρι και σήμερα και μέχρι (το ξέρω αυτό) το θάνατο. Πόσα τρομαχτικά μαρτύρια μού κόστισε και μου κοστίζει ακόμα η λαχτάρα να πιστέψω, που γίνεται τόσο δυνατότερη όσο περισσότεροι γίνονται οι αντίθετοι λόγοι». Και στο «Ημερολόγιο ενός συγγραφέα «Δεν είμαι σαν κανένα χαμίνι, που πιστεύω στο Χριστό, και που το εξομολογούμαι: το Ωσαννά μου πέρασε από ένα απέραντο χάσμα αμφιβολίας», ο Ντοστογιέφσκι δεν την έκρυβε, την ομολογούσε, όλην αυτή την αγωνία την έγραφε, εξάλλου, μια ζωή. Την υποστήριξε με την ζωή του την ίδια στο ξεκίνημα: Στρατοδικείο «για συμμετοχή σε πολιτική συνωμοσία», θανατική ποινή, τέσσερα χρόνια εξορία στη Σιβηρία… Αλλά κι αργότερα, δεν ήταν ο συγγραφέας που έγραψε «αβρόχοις ποσί». Γι’ αυτό κι υπήρξε επάξια «ο ποιητής της Συνείδησής μας». Αντικρίζοντας τον Θεό σαν φως και φωτιά, σαν ένθεος κι ασεβής, ταυτοχρόνως.
Τα βιβλία του, κατά συνέπεια, αναλόγως τον αναγνώστη και τη στιγμή μας, άλλα! Γι’ αυτό και τον «διαβάζουμε» ξανά και ξανά. Βρίσκοντάς τον, κάθε φορά, άλλον!
Οι εκδόσεις «Ίνδικτος», υλοποιώντας το όνειρο του εκδότη τους Μανόλη Βελιτζανίδη, ξεκίνησαν να κάνουν κάτι σχεδόν μυθικό, μνημειακό: να «ξαναδιαβάζουν» τον Ντοστογιέφσκι με γλώσσα σύγχρονη, αφετηρία σημερινή, εισαγωγικά σημειώματα, επίμετρα, και κατά πώς του αξίζει. Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε, και το πλέον σύγχρονο, πολιτικό, προφητικό: «Οι Δαιμονισμένοι». Βεβαίως όλο εκείνο το βάρος της ιδιαίτερης αυτής ανάγνωσης δεν θα μπορούσε να το σηκώσει παρά η Ελένη Μπακοπούλου σε γλώσσα σπαρταριστή (εννοείται από τα ρωσικά).
Στις 1264 σελίδες: Όλη η αντίφαση της βαθιάς και ανήσυχης ρώσικης ψυχής. Η δική του «γενναία» και «παράφορη» διαδρομή από τις παρυφές των αναρχικών και τον επαναστατικό όμιλο του Πετρασέφσκι, στο λαικό πνεύμα και στην αυθεντική ρώσικη ψυχή, στον πανσαλαβισμό, στην διαρκή αναζήτηση του Θεού, στον Θεό. (Διότι πώς αλλιώς μπορεί κάποιος να φτάσει σε τέτοια βάθη). Η δική μας παράλογη, δυσερμήνευτη εποχή. Επειδή ο γεννημένος το 1821 Ντοστογιέφσκι, μιλώντας το 1871 για τους «Δαιμονισμένους» της πατρίδας του, για τους «Δαιμονισμένους» της εποχής μας και τους δικούς μας δαίμονες πάλι μιλούσε. Οθώντας μας να τους αντικρίσουμε όλο και πιο βαθιά.
Ο μηδενιστής Πιότρ Βερχοβένσκι (Νιετσάγιεφ) που αποτελεί μαζί με τον «αινιγματικά δαιμονικό» Νικολάι Στραβρόγκιν το επίκεντρο, στοίχειωσε τις γενιές που ακολούθησαν, έκανε μετά από χρόνια τον Χόρχε Σεμπρούν να επανέρχεται με την «Επιστροφή του Νιετσάγιεφ». Και τον Στέλιο Ράμφο να αναγνωρίζει ότι δεν θα υπήρχε καν… τρομοκρατικό αίνιγμα και ζητούμενο για την διωκτική αρχή εάν οι άντρες της αντιτρομοκρατικής είχαν διαβάσει τους «Δαιμονισμένους»!
Αλλά δεν είναι μόνον το ιδεολογικό υπόβαθρο και τα πολιτικά ζητήματα που θίγονται κατά τρόπο απολύτως ερμηνεύσιμο, είναι και όλη η αντίφαση και η παραφορά της ανθρώπινης φύσης. Οι σχέσεις πατέρα – γιου όσον αφορά τους Στεπάν Τροφίμοβιτς και Πιότρ Βερχοβένσκι, οι σχέσεις μητέρας- γιου στις συμπεριφορές της Βαρβάρα Πετρόβνα και του Νικολάι Στραβρόγκιν, αλλά και όλες οι άλλες συγκρούσεις και σχέσεις κοινωνικής ή ψυχικής υποτέλειας. Η ερωτική εξάρτηση, η αυτοκαταστροφή και ο σαδομαζοχισμός της ανθρώπινης φύσης. Οι επιθυμίες και οι ενοχές, το έγκλημα και η μεταμέλεια, ο θύτης και το θύμα, ο αμαρτωλός και ο εξαγνισμένος που αλλάζουν «δέρμα» και στρατόπεδο, ενίοτε.
Από τις συγκλονιστικότερες σελίδες αυτές που αφορούν την ιδεολογική κόντρα Νικολάι Στραβρόγκιν και Σάτοφ (Η νύχτα) («για να κάνεις σάλτσα λαγού, χρειάζεται ένας λαγός, για να πιστέψεις στο Θεό, χρειάζεται ένας Θεός», σελ. 423). Και η μοναδική εξομολόγηση του Νικολάι Στραβρόγκιν προς όλους και στον Τύχωνα (στο βιβλίο εμπεριέχονται και οι δυο εκδοχές, ακόμα και η εξομολόγηση η λογοκριμένη).
«Είναι σχεδόν ιστορικό δοκίμιο», έγραφε ο συγγραφέας του, ο οποίος κατόρθωσε να δώσει σχεδόν παραβολική μορφή στα παράδοξα της ψυχής και στα βάθη της ανθρώπινης αβύσσου. Έτσι ώστε κάθε αναγνώστης ή κάθε εποχή να μην αντικρίζει στους «Δαιμονισμένους» παρά τον καθρέφτη της. Τα «εαυτής δαιμόνια», σχεδόν με ευαγγελικό τρόπο.
Ένα βιβλίο σαν ζωή, ανοιχτό στις ερμηνείες και στο ενδεχόμενο που κρατά τις απαντήσεις για πολλές ερωτήσεις που ούτε καν διατυπώθηκαν, δεδομένου του γεγονότος πως, αυτονόητο δεν υπάρχει!
Χίλιες διακόσιες πενήντα επτά σελίδες, φως και φωτιά, αναλόγως!
Σ’ αυτές εμπεριέχονται, εκτός από βιογραφικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία, χειρόγραφες σελίδες και σημειώσεις για το μυθιστόρημα και φωτογραφίες του συγγραφέα, καθώς και ένα εξαιρετικό επίμετρο και εισαγωγή στο έργο και στην εποχή του.
Ας μη ξεχνάμε ότι ο Ντοστογιέφσκι υπήρξε «ένας κατεξοχήν μαχόμενος ιδεολόγος συγγραφέας» που «ό,τι πίστεψε το πίστεψε με πάθος, ό,τι πολέμησε, το πολέμησε με πάθος» και «άνθρωπος των άκρων» κι αυτός, αναζήτησε «τις βαθύτερες αιτίες του πάθους που ωθεί τους ανθρώπους στα άκρα». Αναζήτησε με κόπο και πόνο και δυσπιστία κι αμφιβολία, με άσβεστη δίψα, σαν καιόμενη βάτος, τον Θεό και τον βρήκε σ’ απύθμενα κόλασης πολλές φορές βάθη. Ας μη ξεχνάμε ότι τον χλιαρό, ούτε Θεός, ούτε και δαίμονας τον καταδέχεται, εξάλλου!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι, ρώσος συγγραφέας, γεννήθηκε το 1821, στη Μόσχα. Ο πατέρας του ήταν ευγενής, γαιοκτήμονας και ιατρός.
Μέχρι τα 16 του χρόνια έζησε και σπούδασε στη Μόσχα. Στα δεκαεπτά του, πέρασε, κατόπιν εξετάσεων, στην Κεντρική Σχολή Μηχανικών της Πετρούπολης. Το 1842 ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στο τμήμα στρατιωτικής μηχανικής και αποφοίτησε από τη Σχολή ως μηχανικός με το βαθμό του υπολοχαγού…
Το 1844 έγραψε το πρώτο, αρκετά μεγάλο διήγημά του «Φτωχοί άνθρωποι»…
Την άνοιξη του 1844 συνελήφθη, μαζί με πολλούς άλλους, για συμμετοχή σε πολιτική συνωμοσία, με σοσιαλιστική απόχρωση, εναντίον της κυβέρνησης. Ανακρίθηκε και δικάστηκε από το ανώτερο στρατοδικείο. Μετά από οκτάμηνη κράτηση στις φυλακές του οχυρού Πετροπάβλοφσκ, καταδικάστηκε σε θανατική ποινή μέσω τυφεκισμού. Όμως η καταδίκη δεν υλοποιήθηκε: κοινοποιήθηκε η ελάφρυνσή της ποινής κι ο Ντοστογιέφσκι εξορίστηκε – με στέρηση των περιουσιακών του βαθμών και του τίτλου του ευγενούς- στη Σιβηρία, σε καταναγκαστικά έργα, για τέσσερα χρόνια, με υποβιβασμό μετά την έκτιση της ποινής του σε απλό στρατιώτη. Στη Σιβηρία, ο Ντ. εξέτισε την τετραετή ποινή του στα κάτεργα, στο οχυρό Όμσκυ…
Το 1861, ο πρεσβύτερος αδελφός του, Μιχαήλ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι, άρχισε να εκδίδει το μηνιαίο μεγάλο περιοδικό «Βρέμια». Στην έκδοση συμμετείχε και ο Φ. Μ. Ντ. ο οποίος δημοσίευσε σ’ αυτό το μυθιστόρημά του «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι»…
Τα επόμενα δυο χρόνια άρχισε και ολοκλήρωσε το «Σημειώσεις από το σπίτι των πεθαμένων», στο οποίο, χρησιμοποιώντας ψεύτικα ονόματα, αφηγήθηκε τη ζωή του στα κάτεργα και περιέγραψε τους πρώην συντρόφους του- κατάδικους…
(αποσπάσματα από «αυτοβιογραφικό σημείωμα»).
Έγραψε, επίσης:
«Έγκλημα και τιμωρία» (1866),
«Ο Ηλίθιος» (1868).
«Οι Δαιμονισμένοι» (1870).
Το 1876 άρχισε να εκδίδει ένα μηνιαίο περιοδικό με την πρωτότυπη μορφή «Ημερολογίων».
«Υπόγειο» (1864),
«Ο παίκτης» (1866),
«Αιώνιος σύζυγος» (1870),
«Ο Έφηβος» (1875),
«Αδελφοί Καραμάζοφ» (1879).
Βαριά άρρωστος πια, πεθαίνει, το 1881.

ΥΓ1: Έρχεται η ώρα’ για όλα. Θα πρέπει να γίνουμε άξιοι και για τις συναντήσεις και για τα βιβλία.
Με τη Μάρω περιφερόμαστε στην έρημο της Πατησίων τον ίδιο καιρό, τριγυρίζαμε σαν τις καιόμενες βάτους στην κόλαση της Πιπίνου και ψωνίζαμε απ’ το μπακάλικο του Τριχά σχεδόν ίδιες ώρες μπαχαρικά. Έπρεπε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας πάλι και πάλι για να βρεθούμε επί τέλους, σχεδόν επτά χρόνια πια με τα σωστά. Για να μη χωρίσουμε έκτοτε.
Με τον Μανόλη Βελιτζανίδη είχαμε επίσης συναντηθεί σχεδόν ερήμην και πριν: στην «Ντούλια» της Μάρως με υπερβατικό τρόπο, μέσα και έξω από τις σελίδες. Στο βιβλίο του Αντώνη Ζέρβα για μια ανάσα- στιγμή. Στην Ορμύλια μέσα από την Άννα Λιδάκη που δεν κατόρθωσα να πάω ποτέ. Στα blogs ως Κυρ-Μανουήλ και άλεφ. Στην ευλογία κι αγάπη του πατρός Νικολάου. Και στις σελίδες του Ντοστογιέφσκι, σίγουρα άπειρες φορές. Εφόσον «Ο Ηλίθιος» παραμένει ο αγαπημένος. Το «Έγκλημα και τιμωρία» η πρώτη επαφή και «Οι δαιμονισμένοι» ενδεχομένως το βάσανο και οι δαίμονές μας.
Με τους «Δαιμονισμένους» πάλι πέρασα δια πυρός και σιδήρου. Εντελώς «παιδί της εποχής μου» με αμηχανία προς τον Νιετσάγιεφ στην αρχή. Ο Νικολάι με μπέρδευε πάντα. Κι όταν τριγύρω γινόταν ο μεγάλος χαμός, τον προτιμούσα… παραφρασμένο: «Επιστροφή του Νετσάγιεφ» διάβαζα και Χόρχε Σεμπρούν. Αλλά πάντοτε μαγευόμουν από τα υπέροχα αποσπάσματα απ’ τους «Δαιμονισμένους».
Η Βιβλιοθήκη Κορωπίου, πάλι για μένα, σημαίνει πολλά: Από τα πρώτα αναγνώσματα και Κλασικά Εικονογραφημένα, σκαστή απ’ το σχολείο στην θαλπωρή του βιβλιοθηκονόμου που όλοι αγαπήσαμε, κανείς μας δεν ξέχασε τον γλυκύτατο κύριο Γιώργο. Αλλά και τις φωνές της μαμάς «εκεί θα ξημεροβραδιάζεσαι πια? Δεν σου φτάνουν τα βιβλία του σπιτιού?»
Κι ύστερα είναι και η «αναχώρηση» του Χρήστου (δεν ήταν του κόσμου τούτου, τόσο αγγελικός). Η δωρεά του θείου Τάκη, η πτέρυγα με τ’ όνομά του, τα βιβλία που παραγγείλαμε με την Χρυσούλα, κλαίγοντας τον πρώτο καιρό.
«Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει, ό,τι αξίζει δεν γίνεται παρά να διασωθεί, ο χρόνος ήγγικεν και τώρα ιδού (με έναν Τσάγκα συγκλονιστικό -τον είχα δει και ξαναδεί- στο «Υπόγειο» (απόδοση Μάρως Βαμβουνάκη κι αυτό).

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Φ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ (εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ), Κυριακή 11 Μαϊου 2008, 7 μμ.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Κορωπίου και οι Εκδόσεις Ίνδικτος διοργανώνουν παρουσίαση του μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι Οι Δαιμονισμένοι σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου, την Κυριακή 11 Μαϊου 2008 και ώρα 19.00 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Κρωπίας. Για το βιβλίο και το συγγραφέα θα μιλήσουν η συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη, η δημοσιογράφος-συγγραφέας Ελένη Γκίκα και ο εκδότης της Ινδίκτου Μανώλης Βελιτζανίδης. Θα απαγγείλει και θα διαβάσει αποσπάσματα του βιβλίου ο ηθοποιός Χρήστος Τσάγκας

ΥΓ2: Τελειώνοντας να μη ξεχάσω να ευχηθώ Χρόνια Πολλά σ’ έναν φίλο. Μάκη, χαρούμενα γενέθλια για αύριο, ναι? Και επιτρέψατέ μου να αφιερώσω αυτό το ποστ σε εκείνον. Στον Μάκη Αρμένη φίλο μου καλό απ’ τα δεκαοχτώ. Εκείνος έχει γενέθλια 10 του Μάη, εγώ στις 21 σταθερά, γεννημένοι τον ίδιο μήνα, τον ίδιο χρόνο, με έντεκα μέρες διαφορά. Καλά ήτανε, καλά ζήσαμε, καλά φτάσαμε κι ως εδώ, με όλους τους δαίμονές μας: πότε φως, πότε φωτιά!
Να είσαι χαρούμενος κι ευτυχισμένος πάντοτε, ναι?

5/5/08

Κι όταν ακόμα γυρεύουμε να μας αγαπήσουν, το να μας δώσουν μια ασφαλή ευκαιρία να αγαπήσουμε γυρεύουμε!


«Κι όταν ακόμα γυρεύουμε να μας αγαπήσουν, το να μας δώσουν μια ασφαλή ευκαιρία να αγαπήσουμε γυρεύουμε. Να λυτρωθούμε απ’ το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης. Κι ας μην το ξέρουμε».


ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ: Είναι μεγάλο το μυστήριο της ψυχής, αξίζει και τη ζωή σου όλη να δώσεις για να το ψάξεις!

«Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη».
Όλες οι ηρωίδες της όμως, και πρώτη απ’ όλες η «Ντούλια» που κάποτε μου είχε πρωτοκλέψει την καρδιά, αλλά και η Ελβίρα, η Μέλα, η Αίμα, η Σιμόνη, στην «Κραταιά αγάπη», στο «Τανγκό στο καθρέφτη», στα «Ραντεβού με τη Σιμόνη», στα «Πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό», στο «Οι παλιές αγάπες πηγαίνουν στον παράδεισο», κατασπαταλημένες υπήρξαν τελικά! Και πολυαγαπημένες! Το αναγνωστικό κοινό τις τίμησε με δεκάδες επανεκδόσεις. Ακολουθώντας την συγγραφέα τους και στο επόμενό της βήμα, το πιο πειραματικό.
Διότι η Μάρω Βαμβουνάκη, μετά από 30 και πλέον ως επί το πλείστον μυθιστορήματα, επανέρχεται με δυο δοκιμιακού χαρακτήρα βιβλία από τον «Ψυχογιό»: «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα» που κυκλοφόρησε με τεράστια εμπορική επιτυχία πριν από δύο χρόνια και «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» που κυκλοφόρησε προ διμήνου και θεωρείται σχεδόν συνέχεια του προηγούμενου.
Η συγγραφέας που μας πήρε από το χέρι κι από τον έρωτα μας οδήγησε στον Θείο Έρωτα, από την αναζήτηση του ενός στην Αναζήτηση των πάντων, με αυτά τα δύο βιβλία μοιάζει σα να μας ανοίγει επιτέλους το εργαστήρι της: για να κατανοήσουμε ακόμα περισσότερο όλα της τα βιβλία, για να κατανοήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, την ίδια μας την ψυχή.
Ένα ολοζώντανο σαν μαγική εικόνα και το καινούργιο βιβλίο: όσο αντέχεις! Καθρέφτης και λίμνη του Νάρκισσου απέναντί σου κι εσύ το μαχαιράκι της γνώσης το μπήγεις μέχρι εκεί που μπορείς. «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» που διαβάζεται και απνευστί, σαν απολαυστικό, αλληγορικό, υπαρξιακό παραμύθι.
Δεν υπάρχει δυσκολότερο, ωστόσο, απ’ το να κάνεις συνέντευξη στην φίλη σου. Γι’ αυτό και διασώσαμε – προσποιούμενες ότι είμαστε άλλες, όσο γινόταν- τον πληθυντικό.
Τελειώνοντας, είχε κατορθώσει για άλλη μια φορά να με ξαφνιάσει, να με παρηγορήσει, να μου εξηγήσει, να με λυτρώσει. Άλλωστε «είναι μεγάλο το μυστήριο της ψυχής, αξίζει και τη ζωή σου όλη να δώσεις για να το ψάξεις».

- Στο «Φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» φαντάζομαι στο εξώφυλλο όχι τυχαία η… γέφυρα (Γέφυρα του Καρόλου). Στο πρώτο εισαγωγικό κεφάλαιο «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα» και «Το Φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» συναντούνται. Ίδιες ανάγκες δημιούργησαν αυτά τα δυο βιβλία?

- Tίποτα δεν είναι τυχαίο! Ακόμα κι αν εμείς το θεωρούμε τυχαίο, δεν είναι. Τα πάντα, κάποια ελευθερία μας-γνωστή ή άγνωστη- τα κανονίζει. Πόσο περισσότερο εδώ, που εγώ το ήξερα πως ήθελα να γεφυρώσω τον παλιάτσο και το φάντασμα με την ονειρική και ονειροπαρμένη γέφυρα του Μολδάβα. Μάλλον γιατί ήταν τόπος όπου ένιωσα να είμαι στον εαυτό μου εκεί. Κι όταν είσαι πια ο εαυτός σου, ξεκαθαρίζει και η κρίση σου για πράγματα. Η ανάγκη να ζω και να γράφω παραμένει πάντα μία, εκείνη για την οποία ο Ντοστογιέφκσι έγραφε στον αδελφό του: Είναι μεγάλο το μυστήριο της ψυχής, αξίζει και τη ζωή σου όλη να δώσεις για να το ψάξεις.

- «Γεμίζουμε μονάχα απ’ την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη κι η ψυχή δια της απωλείας της κερδίζεται»: Παρ’ ότι διανύουμε μια άκρως εγωιστική εποχή (ν’ αγαπηθεί επιδιώκει μονάχα ο καθένας) η κυκλοφορία του βιβλίου άλλα αποδεικνύει. Αλλιώς ζούμε και γι’ άλλα διψά η καρδιά μας?

- Ακριβώς. Αλλιώς ζούμε και γι άλλα διψάει η καρδιά μας. Στους αιώνες των αιώνων ο άνθρωπος διψάει για τα τρία που διψάει το παιδί απ΄ τη μάνα του: Τρυφερότητα, Ασφάλεια, Αναγνώριση. Όταν δεν τα βρίσκει, στρέφεται και διαστρέφεται με υποκατάστατα, όσα έγιναν τελικά πρωτεύοντα στον σημερινό τρόπο ζωής. Η δύναμη, η εξουσία, ο ανταγωνισμός είναι η έκπτωση αυτών των τριών απλών που δεν χορτάσαμε. Κι έτσι ζούμε και επιλέγουμε εγωιστικά, αλλά εγωιστής είναι εκείνος που αντιπαθεί τον εαυτό του.

- Μαχαιράκι η φράση σας «Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη», ξορκίζεται αυτό σε μια άκρως παραπλανητική έως μελαγχολική εποχή?

- Και βέβαια ξορκίζεται, ειδικά σήμερα που η μελαγχολία έφτασε στο ζενίθ της. Πάντα η ίδια συνταγή θεραπείας: Να αγαπάς. Να νοιάζεσαι για τις ανάγκες του αγαπημένου ξεχνώντας τις δικές σου ανάγκες. Δεν είναι εύκολο αυτό, ποτέ δεν ήταν, πάντα η πάλη με τον εαυτούλη μας είναι στο παρασκήνιο της βιογραφίας μας. Νομίζω πως οι άνθρωποι που αγαπούν είναι χαρούμενοι, η στάση τους τούς αμείβει άμεσα. Αντίθετα μελαγχολικοί κατά σύστημα είναι όσοι διαρκώς κλαίγονται πως δεν τους δίνουν αγάπη. Όμως είναι φανερό πως: ''Δεν υπάρχουν καλοί φίλοι'', γιατί δεν είσαι καλός φίλος.

- «Αρκετές φορές είναι τα πρόσωπα και οι εικόνες που κυνηγούν το συγγραφέα, οι ιστορίες που απαιτούν να εμφανιστούν στο φως. Όσο εξαφανίζεσαι γράφοντας, τόσο εκείνα καταδέχονται να σε πλησιάσουν»: Συμβαίνει αυτό γράφοντας ένα δοκίμιο?

- Ένα δοκίμιο είναι πάντα στοχασμοί που έπονται της ζώσας ζωής, του μυθιστορήματος της κάθε μέρας. Εγωιστής, είπαμε, είναι εκείνος που δεν συμπαθεί τον εαυτό του, αντίθετα εκείνος που αγαπά τον εαυτό του καταλήγει να συμφιλιωθεί με το είναι του, να το δει, και ως εκ τούτου γίνεται ταπεινός. Η ταπείνωση είναι η κύρια προϋπόθεση της γνώσης.

- Γράφοντας αυτά τα δυο ιδιαίτερα βιβλία (σχεδόν… ακατάταχτα, ένα καινούργιο είδος) «είδατε» διαφορετικά τους παλιούς σας ήρωες, τις παλιές σας ηρωίδες?

-Όχι,όχι. Αντιθέτως. Τότε πιο διαισθητικά, πιο αδέξια, τώρα πιο συνειδητά, πάντα αναρωτιόμουν για τις ίδιες συμπεριφορές, τις ίδιες αντιδράσεις, τα ίδια ακατανόητα. Από εκείνα τα πρόσωπά μου έμαθα όσα έμαθα και δεν τα ταλαιπώρησα μάταια ελπίζω...Δεν τελειώνεις ποτέ με το μυστήριο του προσώπου.

- «Υπάρχουν τόσα μήλα μέσα σ’ ένα μήλο που τοποθετούμε μπροστά σε μια τάξη φοιτητών, όσα και τα ζευγάρια μάτια που το κοιτάζουν», από έναν εντελώς προσωπικό (γι’ αυτό και μοναδικό κι ανεπανάληπτο) δρόμο βαδίζουμε στην ψυχή μας και στο Θεό? Και σε μια τέτοια περίπτωση πώς αντιδρά η Ψυχολογία?

- Αυτή η μοναδικότητα του αλλιώτικου, απλού μήλου στο χαρτί, κάνει τη ζωή μας και τη σχέση μας γεμάτη ασυνεννοησία αλλά και συναρπαστική. Και βέβαια από τη διαφορετικότητα μας πορευόμαστε, σαν από έρημο σοκάκι, στα σπουδαία, στον έρωτα, στο θάνατο, στο Θεό. Κι ο Θεός μόνος είναι. Η ψυχολογία, σαν πολύ νέα επιστήμη, ακόμα ψάχνει τις μεθόδους της. Σε άλλα απαντά σε άλλα δεν απαντά. Είναι όμως σίγουρο πια για μένα πως, αν μια ψυχοθεραπεία δεν τείνει να σε οδηγήσει προς την πνευματικότητα, δεν είναι θεραπεία. Μπορεί μάλιστα να γίνει μια επικίνδυνη διαδικασία διαστρεβλώσεων.

- «Όσο αντικειμενικά ξεκάθαρη κι αν είναι μια εικόνα, ο καθένας για να την αντιληφθεί θα ανακαλέσει το δικό του παρελθόν», το παρελθόν τελικά καθορίζει τόσο πολύ την οπτική μας πάνω στα πράγματα και τη διαδρομή μας?

- Είμαστε το παρελθόν μας, όμως είμαστε και το μέλλον μας. Γιατί το μέλλον είναι ο πόλος που μας ελκύει σαν γη Επαγγελίας, εκεί ανθίζουν τα τάλαντα και τα χαρίσματα που προικισθήκαμε, εκεί και οι υποσχέσεις του Θεού για ειρήνη. Και παρελθόν και μέλλον ατενίζονται όμως από το Τώρα. Από το αν μπορείς να σταθείς στο ''Νυν'' σου θα καταλάβεις. Αλλιώς, πετάς σε κόσμους φανταστικούς, και το παρελθόν και το μέλλον σου γίνονται φαντασίωση νοσηρά υποκειμενική και αδιέξοδη. Θέλουν πολλή δουλειά με την ψυχή μας αυτά. Τείνουμε τόσο σε όσα μας ευχαριστούν που διαρκώς χάνουμε την πραγματικότητα, τρελαινόμαστε.

- Η Ψυχολογία σε βοηθά να ξεφύγεις από την επιρροή αυτή?

- Σε βοηθά μόνο στην περίπτωση που θες να αλλάξεις. Δραματικά δύσκολη απόφαση δηλαδή, κανείς σχεδόν δεν θέλει ειλικρινά να αλλάξει ο ίδιος, θέλει να κάνει τους άλλους να αλλάξουν. Κατά κανόνα οι άνθρωποι πάνε σε ψυχολόγο για να επιβεβαιώσουν τα παράπονά τους, να δικαιωθούν τα λάθη τους, ή να τους υποδείξει κόλπα ώστε να ασκήσουν δυνάμεις κατάκτησης, να κερδίσουν έναν έρωτα ή μια καλή δουλειά. Δεν είναι σοβαρά αυτά για τούτο και η ψυχοθεραπεία συχνά αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση. Για την αυθεντική ζωή αξία έχει η θυσία, η ήττα, ποιος το δέχεται στη δική του καθημερινότητα άνετα κάτι τέτοιο;

- Η Λογοτεχνία?

- Στην αληθινή ζωή από παντού πας. Και από το πορνείο, κι από τη φυλακή. Όποιος διψά για το ουσιώδες, όπου κι αν τον ρίξουν δεν χάνεται.

- Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο, ένα από τα δύο τελευταία σας βιβλία, ή ένα μυθιστόρημα?

- Όταν φτάσω στο σημείο να θέλω να γράψω εκείνο που με τρώει από καιρό, είμαι τόσο πλημμυρισμένη ήδη απ΄ το υλικό μου, ώστε η συναρπαγή και η γοητεία της καταγραφής του δεν με αφήνουν να νιώσω τη δυσκολία. Δεν με νοιάζει η δυσκολία όταν κάτι ποθώ. Η σκληρή δουλειά έχει γίνει πριν, τότε που γράφεται το βιβλίο μέσα στο νου μου.

- Οι μεγαλύτερες εκπλήξεις, από ποιο είδος ήρθανε σε σας?

- Έκπληξη ήταν το πόσοι πολλοί διαβάζουν τα δύο τελευταία μου βιβλία. Δεν φανταζόμουν πως οι αναγνώστες θα ζητούσαν τόσο τον δοκιμιακό τρόπο. Ειλικρινά δεν το περίμενα...Τα έγραψα για να συγκεντρώσω παρατηρήσεις μου πάνω στην ψυχοθεραπευτική για μένα και κάποιους άλλους, λίγους.

- «Ο έρωτας είναι βάρβαρος» γράφετε, υπάρχει έρωτας να το πούμε… εξευγενισμένος?

- Λένε πως υπάρχει, αλλά εγώ δεν τον ξέρω!...Εγώ όσους ερωτεύτηκα δεν τους αγαπούσα και όσους αγάπησα δεν τους ερωτεύτηκα. Στην πρώτη περίπτωση με τυραννούσε η ανασφάλεια και στη δεύτερη στενοχωριόμουν με την απουσία έρωτα...Μύλος! Ο έρωτας που γνωρίζω, και από μένα και απ΄ τους γύρω μου, είναι βάρβαρος γιατί είναι η αποθέωση του εγωισμού. Της ανασφάλειας, του τρόμου που τον συνοδεύουν. Κατά βάθος λες: Αν δεν είσαι καταδικός μου, καλύτερα να μην υπάρχεις για κανένα, πουθενά. Και κάνουμε ό,τι μπορούμε γι αυτό.

- Μιλώντας για «αξόδευτη αγάπη» αναφέρεστε και σε κάθε μορφή αγάπης?

- Και βέβαια σε κάθε είδος αγάπης. Ας το πούμε έτσι μια και έτσι συνηθίσαμε να σκεφτόμαστε, με κατηγορίες. Εδώ, ακόμα και η πιο ιερή αγάπη, του γονιού στο παιδί μολύνεται από εγωιστικά, εγκληματικά εγωιστικά στοιχεία.

- Να σας ρωτήσω κάτι αδιάκριτο, το βιβλίο μέσα σε ελάχιστες βδομάδες ξεπέρασε τα πάντα, συναντώ ανθρώπους που ισχυρίζονται και μου ζητούν να σας πω ότι τους έχετε αλλάξει τη ζωή, όταν σας συναντάνε, τι σας λένε? Ποιοι άξονες του βιβλίου φαίνεται ότι τους αγγίζουν περισσότερο?

- Νομίζω πως δυο πράγματα λειτούργησαν στο υποσυνείδητο κάποιων και τους ενθάρρυναν. Το ότι δίχως ουσιαστική, πνευματική ζωή δεν ζεις. Και το ότι, τελικά η βαθιά μας, άγνωστη καρδιά ζητά πρωτίστως να αγαπήσει. Κι όταν ακόμα γυρεύουμε να μας αγαπήσουν, το να μας δώσουν μια ασφαλή ευκαιρία να αγαπήσουμε γυρεύουμε. Να λυτρωθούμε απ’ το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης. Κι ας μην το ξέρουμε.

- Και στα δυο βιβλία σας, διαρκείς αναφορές σε λογοτεχνικά, εντάξει ψυχολογικά και Αγιοπατερικά κείμενα. Υπάρχουν φράσεις – κλειδιά που εντέλει μας οδηγούνε?

- Δεν ξέρω ποτέ πώς θα είμαι αύριο, γι αυτό ξυπνώ κεφάτη το πρωί.

- Η δίχως παραλήπτη αγάπη, είναι αξόδευτη?

- Δεν εξαρτάται απ’ την αντίδραση του παραλήπτη το αγαπώ, γι αυτό είναι ζόρικο. Η αγάπη είναι ευγενής, διακριτική. Πρέπει να έχουμε ελευθερωθεί απ’ τη μιζέρια της ανταπόδοσης για ν΄ αρχίσουμε ν΄ αγαπάμε. Η αγάπη δεν είναι ποτέ ζήτουλας. Οι προσποιητές γενναιοδωρίες λερώνουν τον άνεμο που την εμπνέει.

- «Μια προσευχή έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πράγματα και εκ των υστέρων». Συγκλονιστική φράση σε ένα κεφάλαιο που βάζει σε άλλα θεμέλια τη σύγχρονη μοναξιά μας: «Ο λιγότερο μόνος στη Γη», τίτλος σ’ αυτό το κεφάλαιο. Η μοναξιά είναι πνευματική υπόθεση, κυρία Βαμβουνάκη?

- Όλα, όλα εντέλει είναι πνευματική υπόθεση, ακόμα κι ο χρόνος. Είναι πανάρχαιη σοφία το ότι: τα γεγονότα που μας συμβαίνουν είναι ουδέτερα, είναι το βλέμμα μας πάνω τους που τα νοηματοδοτεί. Πως τα γεγονότα δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, όμως μπορούμε να αλλάζουμε τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουμε. Μόνο με την πνευματικότητα σωζόμαστε από τα ύπουλα μαρτύρια του συναισθηματισμού μας.

- Αν ξαναγεννιόσασταν τι θα αλλάζατε στη ζωή σας?

- Θα ήθελα να ζούσα ακόμα πιο πολύ, πιο ήρεμα τα παιδικά χρόνια του γιου μου.

- Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που έχετε κάνει?

- Λάθη;...Ατέλειωτα! Αδύνατον να ξεχωρίσω το πιο μεγάλο, το ένα χειρότερο απ’ το άλλο. Όμως ίσως είναι πιο γνήσιο πιστεύω, αντί να διαχωρίζουμε τις πράξεις μας σε λάθη και σωστά, να τις κρίνουμε ως αληθινές ή ψεύτικες.

- Οι ιστορίες μας είναι δικές μας ή κάπου εκεί έξω μας περιμένουν?

- Νομίζω πως πιο συχνά έρχονται από μέσα μας, θέλω όμως να ελπίζω πως θα συναντιούνται κάποτε με τις ιστορίες που βρίσκονται εκεί, απέξω. Τούτο το ραντεβού πυροδοτεί και εκτοξεύει τα έργα κι απ’ το προσωπικό προσεγγίζουν το παγκόσμιο.
ΥΓ. Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο «Διαβάζω» του Μαίου με άλλον πρόλογο και με το άλλο μου όνομα, της μαμάς μου και του μπαμπά μου (το alef είναι της καρδιάς μου).



Bjork - Tori Amos - Wrapped around your finger



Moha

2/5/08

Το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο

ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Για «να δαμάσει το κτήνος» γράφει και ξαναγράφει ο συγγραφέας, με πρώτιστο καθήκον «να μην κοροιδεύει τον εαυτό του».
Κι όσο για «το αόρατο», «γυμνός, χωρίς προκαταλήψεις και ανοιχτός», μονάχα το πλησιάζεις. Διότι ο καθένας μας είναι φυλακισμένος στον εαυτό του και το ξέρουμε. Κι ένα βιβλίο «σου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις αυτή τη φυλακή και να φωτίσεις την προσωπική σου γεωγραφία».
Επειδή «γράφοντας ξαναφτιάχνεις τον κόσμο. Δημιουργείς ομορφιά».
Μ’ αυτό το σκεπτικό κι αυτή τη συλλογιστική η Ερση Σωτηροπούλου έγραψε και το μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος». Μια ιστορία για έναν άνθρωπο της εποχής που διασχίζει δυο φορές την ημέρα την Αθήνα, κάνει την ιδεολογία του επάγγελμα, ερωτεύεται απεγνωσμένα γιατί φοβάται τον θάνατο, κλείνει μέσα στη φαντασία του μια τελετουργία ταυρομαχίας και κυνηγά να πιάσει το απόλυτο ποίημα: «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο». Ακριβώς όπως το μυθιστόρημα της Ερσης Σωτηροπούλου.
«Δαμάζοντας το κτήνος». Τέσσερα χρόνια μετά το «Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» που της χάρισε και το Α’ Κρατικό Βραβείο.

- Δεδομένου του γεγονότος ότι όλα έχουν ξαναειπωθεί στην τέχνη, πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος, κυρία Σωτηροπούλου;

- Πολύ σημαντικός γιατί, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο τρόπος, δηλαδή η μορφή που καθορίζει το περιεχόμενο. Ακόμα και μια απλή, καθημερινή σκηνή, η τυχαία συνάντηση δυο φίλων σε μια στάση λεωφορείου παραδείγματος χάρη, μπορεί να γίνει εντελώς διαφορετική ανάλογα με το βλέμμα του συγγραφέα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να τη διηγηθείς και κάθε φορά το αποτέλεσμα, η γεύση που αφήνει στον αναγνώστη θα είναι αλλιώτικη.

- Επειδή δεν είστε ο συγγραφέας που επαναπαύεται στους… τρόπους του, θα μπορούσε να υποθέσουμε ότι και η κάθε ιστορία απαιτεί τον τρόπο της;

- Θα έλεγα ότι κάθε ιστορία υπαγορεύει τον τρόπο της, ο οποίος φωτίζει ταυτόχρονα και την άποψη του συγκεκριμένου συγγραφέα. Στο "Δαμάζοντας το κτήνος" η αφήγηση είναι περισσότερο ρεαλιστική από ότι σε προηγούμενα βιβλία μου, αν και δεν το είχα προσχεδιάσει. Όμως μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να γίνει αφού το έργο έχει τελειώσει. Στη διάρκεια της γραφής συμβαίνει κάτι ανεξέλεγκτο׃ η ιστορία που διηγείσαι επηρεάζει τον τρόπο που τη γράφεις και ο τρόπος αλλάζει την ιστορία.

- Να πούμε πως άρχισε να γράφεται το «Δαμάζοντας το κτήνος»;

- Μερικά κομμάτια είχαν γραφεί πριν τελειώσει το προηγούμενο μυθιστόρημα. Άλλα τα κράτησα και ορισμένα τα πέταξα. Μόλις κόπασε η σύγχυση λόγω των βραβείων και της επιτυχίας του "Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές" στρώθηκα στο γράψιμο. Είχα μέσα μου μια πολύ έντονη εικόνα ενός τύπου που πηγαίνει στο γραφείο του και διασχίζει την πόλη δυό φορές την ημέρα περνώντας μέσα από πορείες, μποτιλιαρίσματα κ.λ.π. Σ’ αυτές τις διαδρομές, υπάρχει άφθονος χαμένος χρόνος, χρόνος άχρηστος χωρίς ραντεβού και υποχρεώσεις. Έτσι, μέσα στην παλίρροια των αυτοκινήτων που μετακινείται προς τα βόρεια προάστια, γίνεται και μια εσωτερική μετακίνηση. Ο κεντρικός ήρωας παρατηρεί και χαζεύει, προσπαθεί να βάλει τάξη τις σκέψεις του, τού γεννιούνται ερωτήματα και χωρίς να το επιδιώξει αρχίζει να θυμάται μερικά γεγονότα που είχε ξεχάσει.

- Ο Αρης σας αλλά και οι πέριξ αυτού αναγνωρίσιμος, οι δρόμοι του κάθε μέρα διαβατοί απ’ όλους μας, η τηλεοπτική του πραγματικότητα και δική μας, τα κορίτσια των αφισών καθημερινή θέα μας, η επιδίωξή σας ήταν να κάνετε ένα μυθιστόρημα για την εποχή μας;

- Είναι ένα μυθιστόρημα για την εποχή μας που συμβαίνει σήμερα, τώρα, δίπλα μας. Αυτό παρουσίασε ορισμένες δυσκολίες στην αρχή γιατί δεν υπήρχε η απαραίτητη απόσταση, αλλά η πρόκληση ήταν πολύ ερεθιστική και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Όλη η ιστορία διαδραματίζεται σε λιγότερο από είκοσι μέρες και μέσα σ’ αυτό το διάστημα η ζωή του Άρη, οικογενειακή, επαγγελματική, συναισθηματική κ.λ.π., ανατρέπεται. Είναι πολύ εύκολο σήμερα να βρεθείς από την κορυφή στον πάτο, από τους διαδρόμους της εξουσίας και τα παραθυράκια της τηλεόρασης στην ανωνυμία και τη ζούγκλα του περιθωρίου.

- Πόσο αφορούν τον καθένα μας «Τα τύμπανα της ήττας» του;

- Χρειάζεται θάρρος για ν’ ακούσεις τα τύμπανα της ήττας σου. Πρέπει να είσαι "έτοιμος από καιρό" όπως λέει ο Καβάφης. Μέχρι το τέλος ο Άρης πιστεύει ότι είναι οπλισμένος μ' αυτό το θάρρος.

- Και γιατί επιλέξατε εκτός από την πολιτική και την ποίηση; Για να μεγαλώσει ακόμα περισσότερο η πάλη μέσα του; Η αντίφαση;

- Φαινομενικά υπάρχει αντίφαση, είναι δυο αντιθετικοί κόσμοι. Κι όμως με την ποίηση ασκείς εξουσία, εξουσιάζεις τις λέξεις. Κάθε ποίημα είναι μια κατάκτηση, μικρή ή μεγάλη ανάλογα με το ταλέντο και το πάθος του ποιητή.

- «Ένιωθε ευεξία και το επόμενο λεπτό ήταν κακόκεφος. Πάθαινε κάτι σαν διάβρωση, ένα ροκάνισμα στο μυαλό του. Το ποίημα που θα έγραφε ήταν εκεί και τον πολιορκούσε. Υπήρχε ήδη έτοιμο, αυτό το ήξερε, και κάθε τόσο, ακόμα και τις πιο άσχετες στιγμές, τον διαπερνούσε κι άφηνε το στίγμα του, ελευθερώνοντας πέτρες και σκόνη σαν την ουρά ενός κομήτη. Αλλά δεν υπήρχε φως, δεν υπήρχε λέξεις>. Οντως κάπου εκεί έξω είναι ένα ποίημα και μας περιμένει; Πώς γεννιέται ένα ποίημα, κυρία Σωτηροπούλου, δεδομένου του γεγονότος ότι είστε και ποιήτρια;

- Καμιά φορά μια λέξη, μόνο μια λέξη, μπορεί να σε καταδιώκει για μήνες. Άλλοτε ένας εξαίσιος στίχος σε επισκέπτεται απροσδόκητα στον ύπνο σου κι αμέσως είσαι σίγουρος ότι είναι ο στίχος που ψάχνεις, και ταυτόχρονα έχεις την αίσθηση ότι κοιμάσαι και δεν θέλεις να ξυπνήσεις για να μη τον χάσεις, αλλά το πρωί, κι αυτό δυστυχώς συμβαίνει συχνά, τον έχεις ξεχάσει. Αυτό παθαίνει κι ο Άρης σε κάποιο σημείο. Έτσι γράφεται ένα ποίημα, είσαι μισός στο φως, μισός στο σκοτάδι, κάνεις ένα βήμα μπρος, δύο πίσω.

- Οι σελίδες σας για τον ήρωα και το ποίημα ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Με μια εσωτερική δράση, κάτι σαν ένα ψυχολογικό θρίλερ, αν μου επιτρέπετε. Εκφράζανε ταυτοχρόνως και μια προσωπική αγωνία;

- Βέβαια γιατί ενώ περιέγραφα την αγωνία του Άρη βρισκόμουν κι εγώ στην ίδια κατάσταση! Είχα ταυτιστεί μαζί του και προχωρούσαμε κατά κάποιο τρόπο παράλληλα, πράγμα αρκετά επικίνδυνο όπως κατάλαβα εκ των υστέρων.

- «Τα αριστουργήματα γράφονται κοιτάζοντας το αόρατο. Μόνο αν φωτίσεις το κάτι άλλο κι αν αφεθείς στην εξουσία του, μπορείς να γράψεις». Πώς προσεγγίζεται το αόρατο;

- Προσπαθώντας να είσαι γυμνός, χωρίς προκαταλήψεις, ανοιχτός. Ο καθένας μας είναι φυλακισμένος στον εαυτό του, αυτό το ξέρουμε. Ένα βιβλίο σού δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις αυτή τη φυλακή, να φωτίσεις την προσωπική σου γεωγραφία και να ανακαλύψεις κρυφά σημάδια, τα σχέδια που άφησαν πριν από σένα άλλοι φυλακισμένοι. Μπορεί ακόμα να σε βοηθήσει να φανταστείς τί γίνεται έξω, να πάρεις μιά ιδέα για τη ζωή πέρα από τα ντουβάρια του κελιού σου. Με λίγα λόγια να ξεπεράσεις τον εαυτούλη σου. Γράφοντας δίνεις γεύση και υπόσταση σε σκέψεις παραμελημένες, αγνοημένες και σχεδόν ανύπαρκτες μέχρι εκείνη τη στιγμή.

- «Ο ταύρος είναι μέσα στο μυαλό σου, η ψυχή σου βρίσκεται μέσα στον ταύρο. Έτσι έπρεπε να γράψει: κοιτάζοντας το κτήνος στα μάτια». Εσείς, πώς γράφετε, κυρία Σωτηροπούλου;

- Αυτές είναι οι καλές στιγμές του γραψίματος. Αλλά μέχρι να φτάσεις στο σημείο να κοιτάξεις τον ταύρο στα μάτια μεσολαβεί πολύ άχαρη δουλειά, μέρες πανικού και ανασφάλειας, ώρες που αισθάνεσαι άχρηστος χωρίς ταλέντο και έμπνευση.

- Και τι είναι εκείνο που αναζητάμε στην διαδικασία της γραφής;

- Γράφοντας ξαναφτιάχνεις τον κόσμο. Δημιουργείς ομορφιά.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Ξέρετε, αυτό που υποστηρίζουν ότι ένα βιβλίο ολόκληρη τη ζωή μας γράφουμε, μια ταινία γυρίζουμε, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε… και επί τω προκειμένω, ποιες είναι οι δικές σας εμμονές;

- Νομίζω ότι μ’ ενδιαφέρει πάντα το στοιχείο της φάρσας, η μαύρη κωμωδία. Η σκοτεινή και αθέατη της πλευρά της καθημερινότητας που δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή.

- Στο μυθιστόρημά σας όλα είναι «είναι και δεν είναι». Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Ούτε ο ζητιάνος, αλλ’ ούτε κι εκείνος ο φοβιστικός αλήτης με το κόκκινο σκουφί. Και το περιγράφετε εξαιρετικά με το να ζωντανεύετε την κοπέλα της αφίσας, τους ήρωες και το επεισόδιο του σήριαλ. Είναι οφθαλμαπάτη τα περισσότερα απ’ όσα ζούμε σήμερα;

- Η σύγχρονη καθημερινότητα είναι ισοπεδωτική. Όλα γύρω μας και κυρίως η τηλεόραση μάς σπρώχνουν σε μια καταθλιπτική ομοιογένεια, είναι έγκλημα να είσαι διαφορετικός. Ταυτόχρονα ζούμε σε μια εικονική πραγματικότητα׃ δεχόμαστε αυτό που βλέπουμε και υπάρχει μόνο αυτό που φαίνεται. Για μένα έχει ενδιαφέρον να σκάψουμε κάτω από αυτό το περίβλημα και να αντιληφθούμε ότι η πραγματικότητα είναι διαβρωμένη από αλλεπάλληλες στρώσεις αλήθειας και διάψευσης.

- Το τυχαίο σχεδόν του καταστρέφει τη ζωή του Άρη. Αν μη τι άλλο, εκείνος καταστρέφει μια ζωή. Πόσο κυριαρχεί σήμερα το τυχαίο; Και ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτό;

- Υπάρχει μια δυναμική του τυχαίου. Φτιάχνουμε τη ζωή μας όπως μας αρέσει, αυτό θέλει να πιστεύει ο Άρης, αλλά ένα τυχαίο γεγονός ή συχνότερα ένας συνδυασμός από τυχαία γεγονότα που από μόνα τους είναι ασήμαντα, μπορεί να ανατρέψει τα πάντα.

- Όταν ο Άρης επιχειρεί αυτή την αναγκαστική τελικά επιστροφή του στο παρελθόν, τίποτα δεν είναι έτσι όπως τα είχε μέχρι τώρα καταχωρίσει μέσα του. Η μητέρα του δεν υπήρξε τόσο ανεύθυνη και επιπόλαια όσο νόμιζε και ο πατέρας του δεν ήταν εν τέλει το θύμα. Το παρελθόν είναι ή δεν είναι χρόνος τετελεσμένος;

- Όπως λέει ο Άρης οι αναμνήσεις μας κατασκευάζονται με κλειστά μάτια. Θυμόμαστε αυτά που θέλουμε να θυμηθούμε, απωθούμε τις ενοχές και ξεχνάμε επιλεκτικά. Αυτή η διαδικασία μπορεί να μην είναι συνειδητή αλλά μετά από λίγα χρόνια, τα αληθινά γεγονότα, η πρώτη ύλη έχει παραμορφωθεί. Το παιχνίδι της μνήμης είναι κεντρικό στο "Δαμάζοντας το κτήνος", λειτουργεί σαν μοχλός για την εξέλιξη του ήρωα.

- Τη λέξη Ζιγκ- ζαγκ την ξαναχρησιμοποιείτε. Τι ακριβώς σημαίνει για σας;

- Η πορεία μας δεν είναι ευθύγραμμη, ακολουθεί διαφορετικές κατευθύνσεις. Θέλουμε να σκεφτόμαστε τη ζωή μας σαν ευθεία γραμμή αλλά δεν συμβαίνει έτσι.

- «Η Πάτρα αναφερόταν ως η μοναδική πόλη που μόλις πατήσεις το πόδι σου πρέπει να φύγεις αμέσως. Μυστήριοι άνθρωποι, έφευγαν από το μέρος που είχαν περάσει τη μισή ζωή τους κι ήθελαν να το διαγράψουν…» Κυρία Σωτηροπούλου, έχετε γεννηθεί στην Πάτρα, έτσι δεν είναι;

- Έζησα στην Πάτρα μέχρι το τέλος του σχολείου. Πέρασα δύσκολη εφηβεία σε σύγκρουση με την πόλη που ήταν πολύ καθωσπρέπει, πολύ επαρχιακή. Αυτή η φράση πράγματι αναφέρεται σ' έναν οδηγό, στο Guide du Routard, τελείως άδικα κατά τη γνώμη μου. Η Πάτρα έχει μια κρυμμένη γοητεία που την ανακαλύπτω με το πέρασμα του χρόνου.

- «Θα ήθελε να διορθώσει πολλά λάθη αλλά ήταν αργά». Η ζωή δεν μας δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία;

- Μας δίνει και δεύτερη και τρίτη. Αλλά όταν τα λάθη μας έχουν αδικήσει άλλους ανθρώπους και επηρεάσει τη ζωή τους είναι αργά για να επανορθώσουμε.

- Γνωρίζατε από την αρχή το τέλος της ιστορίας σας, κυρία Σωτηροπούλου;

- Όχι, γιατί δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον.

- Είχατε εκπλήξεις από κάποιους ήρωες; Υπήρξε ήρωας που έκανε του κεφαλιού του, που σε έβαλε δύσκολα, που διεκδίκησε μεγαλύτερο ρόλο;

- Ναι, ο Σπίθας. Στην αρχή ήταν μια χλωμή φιγούρα, ένας περιθωριακός νεαρός που κάνει κόντρες στην άσφαλτο. Γράφοντας απέκτησε υπόσταση και βάθος και μια δική του τρυφερότητα.

- «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο», το ποίημα – επιδίωξη του Άρη σας. Να πούμε ότι ήταν και η δική σας επιδίωξη; Διότι το κατορθώσατε.

- Αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Οι αναγνώστες θα κρίνουν αν το πέτυχα. Πάντως σας ευχαριστώ.

- Εκείνο, όμως, που κυριαρχούσε είναι η αυτοσαρκαστική και αυτονουπονομευόμενη γλώσσα σας. Τι είναι γενναίο στις μέρες μας, κυρία Σωτηροπούλου;

- Να μην κοροιδεύεις τον εαυτό σου.

- «Ηταν μόνος αβοήθητος στο σκοτάδι των λέξεων». Ετσι είναι ο συγγραφέας, κυρία Σωτηροπούλου; Και γιατί γράφει και ξαναγράφει;

- Για να δαμάσει το κτήνος.



ΓΙΑ ΝΑ ΔΑΜΑΣΕΙ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ, ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ

Από τις πιο φρέσκιες και μοντέρνες γραφές του καιρού μας η Ερση Σωτηροπούλο-, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω- δίνει πρόσφατα στην κυκλοφορία ένα καινούργιο της μυθιστόρημα που αποτελεί καθρέφτη της εποχής.
Ηρωες αναγνωρίσιμοι, κινήσεις που από τους περισσότερους από μας «συμβαίνουν» μηχανικά, φιλοδοξίες στα όρια της ματαιοδοξίας, πισώπλατα μαχαιρώματα και πολιτικές μιας ιδεολογίας <της φακής>. Ποίηση για να δικαιολογήσουμε την ύπαρξη με το τυχαίο να καθορίζει τη ζωή και τον θάνατό μας. Όλοι συνευρίσκονται με όλους, για να νικήσουν έστω και το ελάχιστο τη μοναξιά. Και η τηλεοπτική πραγματικότητα πιο υπαρκτή κι απ’ την ανύπαρκτη ζωή μας.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Δαμάζοντας το κτήνος» που δεν είναι παρά η ιστορία που μας ξεφεύγει, η ζωή που μας γλιστρά, η όντως ζωή έτσι όπως την καταπίνει η πραγματικότητα.

«ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΤΗΝΟΣ» της Ερσης Σωτηροπούλου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 328, 14 ευρώ.
«Χωρίς να το ομολογεί, το ποίημα ήταν μια πρόφαση για να ανατρέψει καταστάσεις, να διαγράψει αδυναμίες και να ξεπληρώσει τις μικρές προσβολές που είχε υποστεί πενήντα χρόνια. Δεν κερδίζονται έτσι οι κορίντες. Χρειάζεται θάρρος για να σταθείς μέσα στην αρένα. Ο ταυρομάχος πρέπει να έρθει στη θέση του ζώου, να μπει στον ψυχικό του χώρο. Ο ταύρος είναι μέσα στο μυαλό σου, η ψυχή σου βρίσκεται μέσα στον ταύρο. Ετσι έπρεπε να γράψει: κοιτάζοντας το κτήνος στα μάτια».
Με ένα ταξίδι στην Ισπανία, στοιχειωμένο από το σεξουαλικό συμβολισμό της ταυρομαχίας, σφηνωμένο στον ψυχισμό του να καθορίζει τις ερωτικές του φαντασιώσεις και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις, ο Αρης Παυλόπουλος, πετυχημένος σύμβουλος υπουργού και αντισυμβατικός οικογενειάρχης ζει στη ζωή του την περίοδο των μεγάλων ανατροπών.
Με αφορμή μια τιμητική εκδήλωση της Εταιρείας λογοτεχνών για μια παλιά ποιητική συλλογή του προσπαθεί να γράψει το τέλειο ποίημα.
Με αφορμή έναν ασώματο ζητιάνο και ένα φακελάκι λαδώματος, αντιλαμβάνεται την απάτη καθώς και το ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται στην πολιτική.
Με αφορμή τον θάνατο της μάνας του όπου – ως συνήθως – ήταν απών, επαναπροσδιορίζει τα παιδικά του χρόνια και αντιλαμβάνεται ότι λάθος είχε γραφτεί εκείνο που ο ίδιος νόμιζε ως σταθερό πια, προδιαγεγραμμένο παρελθόν του.
Με αφορμή εκείνη την επιστροφή στο πατρικό και στη γενέθλια πόλη που όλοι μας επιχειρούμε- κάποια στιγμή όλοι επιστρέφουμε- θα αναμετρηθεί με το κτήνος μέσα του.
Το αποτέλεσμα, γεγονότα εκτός ελέγχου. Εκείνος ο αλήτης με τον κόκκινο σκούφο που τον «καταδίωκε» μαζί με τον γιο του, κατά λάθος νεκρός. Η νεαρή ερωμένη του που αναζωπύρωνε τις ερωτικές φαντασιώσεις με τον ταύρο, κατά λάθος φίλη με την γυναίκα του. Η ανοϊκή μητέρα, το αγκάθι της παιδικής του ζωής, κατά λάθος θύμα. Το τέλειο ποίημα, κατά λάθος… λάθος. Η πολιτική του σταδιοδρομία, κατά λάθος ξεπούλημα της παλιάς του ιδεολογίας.
«Τώρα ήταν αργά. Αλλά ένιωσε καλύτερα, χαιρόταν που έστω και καθυστερημένα καταλάβαινε γιατί την είχε πατήσει»…
«Θα ήθελε να διορθώσει πολλά λάθη αλλά ήταν αργά».
Ούτε κι αυτό το «συγγνώμη» στο γιο του τον «Κανίβαλο» δεν ακούστηκε. Οι πρώτες που τον πρόδωσαν ήταν οι λέξεις. Οι λέξεις που «ξεχύλωναν» στο στόμα του. Όπως ξεχύλωσαν ιδεολογίες και έρωτες και αναμνήσεις στη ζωή του.
Το αποτέλεσμα ένα σύγχρονο ψυχολογικό θρίλερ, λιτό κι απέριττο. Για την συγγραφέα αρκεί το θέμα. Και η μαεστρία της έτσι πως ζωντανεύει η εικονική πραγματικότητα. Σα να’ ναι εκείνη η αληθινή και ο καθρέφτης η ζωή μας.
Ακριβώς σαν το ποίημα που ονειρευότανε ο Αρης της: «Ένα ψυχρό ποίημα έτοιμο να εκραγεί, το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο».
Αριστοτεχνικά γραμμένο το κεφάλαιο όπου ο ήρωες προσπαθεί να προσεγγίσει το απόλυτο με το ποίημα, καθώς και ο τρόπος που αντιμετωπίζει την Αθήνα. «Ασχημη πόλη, κάθε μέρα πιο άσχημη κι αυτός ανυπομονούσε να βρεθεί στα σωθικά της. Ολοι φώναζαν, κανείς δεν άκουγε κανέναν. Γουρουνίσια πόλη, υπέροχη». «Πόλη χαμαιλέοντας». Ακριβώς σαν τη ζωή του. Που ξεδιπλώνεται κατ’ όμοιο τρόπο και μέσα στο βιβλίο.



«Η αλήθεια έχει δυο πρόσωπα
και το χιόνι είναι μαύρο».


«ΑΧΤΙΔΑ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ» της Ερσης Σωτηροπούλου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 242, τιμή: 12 ευρώ.

«Η αλήθεια έχει δυο πρόσωπα
και το χιόνι είναι μαύρο». Mahmoud Darwish.
Με αυτό ακριβώς το μότο μια από τις πιο μοντέρνες, ενδεχομένως, ελληνίδες συγγραφείς, η Ερση Σωτηροπούλου, επιλέγει να ξεκινήσει τις ιστορίες της.
Είκοσι δύο ιστορίες που κινούνται με τρόπο σχεδόν χορευτικό ανάμεσα σε φως και σκοτάδι.
«Αχτίδα στο σκοτάδι» ο τίτλος τους και το βιβλίο με τα διηγήματα εκδόθηκε και πάλι από τον «Κέδρο».
Σύντομες ιστορίες σαν λεπίδα σε φρέσκο ψωμί, με ήρωες που λειτουργούν λες «εν υπνώσει»: Με το βαθύ τους υποσυνείδητο.
Ενσταντανέ ζωής που σημαίνουν τα περισσότερα σωπαίνοντας. Γραφή που αναπνέει, γλώσσα που αποκαλύπτει τα πιο πολλά μέσα από τις σιωπές. Οι άνθρωποι, λες σε «νεκρή φύση». Ακολουθώντας το πεπρωμένο τους και ζώντας με απορία.
Είτε αντικρίζοντας τα παιδικά τους χρόνια με το ενήλικο βλέμμα τους, είτε επιστρέφοντας στο παλιό δίπατο σπίτι ή στην γενέθλια γη. Στην πόλη των σπουδών, σε ό,τι τους πλήγωσε.
Στους πρώτους έρωτες, στους αρχέγονους φόβους.
Παρών πάντοτε ο θάνατος. Μοναδικό αντίδοτο, έστω και ως σπασμωδική κίνηση, ο έρωτας.
Ξεκινώντας από τον απελπισμένο έρωτα του Λουκά στο «Βροχή στο εργοτάξιο» και καταλήγοντας στην μανία καταδίωξης (ή μάλλον είχε δίκιο;) της ηρωίδας στο «Μπροστά στο παλιό σπίτι».
Στο μεταξύ, έχουν περάσει πορτραίτα γυναικών ανεπανάληπτα. Η Στέλλα που σχεδόν δεν υπάρχει στη «Στέλλα», η γυναίκα με τα πολλά χέρια και με τις άπειρες εμμονές στη «Γυναίκα».
Τα παιδικά χρόνια, πατρίδα. Πανταχού παρόντα. Στα διηγήματα «Η κυρία Λάιστον στα Ψηλαλώνια», «Θέλεις να παίξουμε;» και «Το δωμάτιο στο βάθος».
Η μοναξιά, παρούσα κι αυτή, σαν πρόγευση θανάτου. Στα «Χριστούγεννα με τον Λέο» και «Μην κλαις Μαργαρίτα».
Η τρυφερότητα, ξετρυπώνει από παντού. Στα «Δεν θα βγάλεις το σκύλο;» και «Φιλιά στον αέρα».
Ιστορίες, άλλοτε ως μονόλογοι, άλλοτε ως σελίδες ημερολογίου και συχνά στο τρίτο πρόσωπο, κατορθώνουν να διατηρούν πάντα το ίδιο σάστισμα, εκείνο το σοφό ξάφνιασμα της αθωότητας. Σαν να ανακαλύπτουν ξαφνικά οι ήρωες τη γεύση της ζωής. Όχι το νόημα. Την αφή, την οσμή και τη γεύση της. Η προσέγγιση έχει κάτι το απολύτως σωματικό. Όπως και η γλώσσα. Στα ρήματα εμπεριέχεται το σώμα που κουράζεται και γερνά, στα ουσιαστικά ό,τι αξίζει να αγγίξει το βλέμμα μας. Στα αντικείμενα, εκείνο που μας καθόρισε δίχως να το καλογνωρίζουμε. Διότι όλα αποτελούν κάτι σαν μαγική εικόνα έκλαμψης. Για ένα δευτερόλεπτο έχουμε δει ξαφνικά τα πάντα. Κατόπιν, ομίχλη ξανά.
Εξάλλου, αυτή είναι ενδεχομένως και η συγγραφική πρόθεση. Είκοσι δύο μικρές βαθιές και καθοριστικές «αχτίδες στο σκοτάδι». Αλλά έτσι και το φωτίσουν, έστω για λίγο, το σκοτάδι μας, όσο και να το προσποιηθούμε από κει και στο εξής τίποτε δεν θα είναι το ίδιο πια.
Οι ήρωες, θέλουν δεν θέλουν, βλέπουν. Με μια όραση σχεδόν σωματική κι αυτή. Κι όλοι φοβούνται, όπως ο ήρωας στο «Μην κλαις» το ίδιο ακριβώς: «Μην κλαις, σε παρακαλώ. Σου έχω πει ότι αυτό με αναστατώνει. Ότι μπορεί να χάσω τον έλεγχο». Να μην χάσουν τον έλεγχο. Λες και υπάρχει απόλυτος έλεγχος στη ζωή.
Κι αυτό ακριβώς φροντίζει η συγγραφέας εντέχνως να
κάνει. Να θέτει εκτός ελέγχου τις ιστορίες της αφήνοντας σχεδόν παγωμένο το αμετακίνητο φόντο. Και να φωτίζει ό,τι αναλλοίωτο. Δίχως διακοσμητικά και καλολογικά. Το σημαντικό δεν γίνεται παρά να είναι απλό και λιτό.
Ενδεχομένως, το πιο σπουδαίο βιβλίο της.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Γεννήθηκε στην Πάτρα.
Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα.
Το «Ζιγκ- ζαγκ στις νεραντζιές» το 2000 με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω».
Έγραψε:
«Μήλο + Θάνατος +…+…» (Εκδ. «Πλέθρον», 1980)
«Διακοπές χωρίς πτώμα» (Εκδ. «Ακμων», 1980, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997)
«Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (Εκδ. «Νεφέλη», 1982, Εκδ. «Κέδρος», 2001)
«Η Φάρσα» (Εκδ. «Κέδρος», 1982)
«Μεξικό» (Εκδ. «Κέδρος», 1988)
«Χοιροκάμηλος» (Εκδ. «Κέδρος», 1992)
«Ο βασιλιάς του Φλίπερ> (Εκδ. «Καστανιώτη», 1998)
«Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» (Εκδ. «Κέδρος», 1999)
«Ο ζεστός κύκλος» (Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2000)
«Δαμάζοντας το κτήνος» (Εκδ. «Κέδρος», 2003)
«Αχτίδα στο σκοτάδι» (Εκδ. «Κέδρος», 2005)

ΥΓ: Τελικά, η αλήθεια έχει ένα πρόσωπο και οι απαγορεύσεις είναι σκοτάδι! Άλλον τρόπο να αντιδράσουμε στην απίθανη εισαγγελική απόφαση περί… απόσυρσης του βραβευμένου με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος «Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές» από όλες τις δημοτικές βιβλιοθήκες της χώρας, κατόπιν εισήγησης στη βουλή κάπου κυρίου που κάποιοι κύριοι ψήφισαν δεν έχουμε, παρά την «Αχτίδα στο φως» της συγγραφέως.
Για λίγο φως στο «χαίρε σκότος αμέτρητον και απύθμενον» βρήκα παλιά μας συνέντευξη και δυο κείμενα για τα δύο τελευταία βιβλία της και ιδού: Έρση Σωτηροπούλου, δαμάζοντας το σκότος, τώρα πια!