29/10/08

Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές

«ΕΓΩ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΣ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 319, τιμή: 14 ευρώ.

«Φυσικά, στη ζωή δεν υπάρχουν νικητές, όλοι είναι νικημένοι, και η περίπτωση του Μαγγελάνου μοιάζει κοινή. Ήταν κοινός και ο ίδιος; Ή καλύτερα, τι ήταν; Κατακτητής, θαλασσοπόρος, στρατιωτικός, ερευνητής, διπλωμάτης, επιχειρηματίας; Και ο χαρακτήρας του; Βίαιος, εμπαθής, εγκληματικός; Ρεαλιστής, ρομαντικός, ονειροπόλος; Αφελής απορία, όλες οι ιδιότητες συνυπάρχουν στους ανθρώπους…»
Με αφετηρία τον μακρινό Μαγγελάνο και με κρυφές ματιές στον Μεσαίωνα, η συγγραφέας Νένη Ευθυμιάδη στήνει ένα ασύλληπτο ψυχολογικό θρίλερ.
Ο ήρωάς της, γνωστός αθηναίος δοκιμιογράφος, χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο το όνομά του για να υπογράψει τις ιστορίες τρόμου που του αποδίδουν «τα προς το ζειν».
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον «Κέδρο».
Όλα αρχίζουν σε μια οικονομικά κρίσιμη καμπή του ήρωα, όταν ο επιτυχημένος συγγραφέας ιστοριών τρόμου Ντίνος Κάλχας, θα του ζητήσει να γράψει μια ιστορία τρόμου «αντ’ αυτού». Φυσικά, με το αζημίωτο.
Ο δοκιμιογράφος την γράφει. Η ιστορία δοξάζεται, ο συγγραφέας που φαίνεται να την υπογράφει, πλουτίζει ακόμα περισσότερο και ο ήρωας λύνει το οικονομικό του πρόβλημα δια παντός. Ιστορίες τρόμου από τούδε και στο εξής, αλλά με ψευδώνυμο: «Μαγγελάνος».
Ο «Μαγγελάνος» γίνεται θρυλικό πρόσωπο, στις τηλεοράσεις εμφανίζεται αντ’ αυτού νομικός σύμβουλος, αλλά επειδή ο κίνδυνος της αποκάλυψης πάντα καραδοκεί, ο δοκιμιογράφος με την «συνένοχο» σύζυγό του, αναγκάζονται να καταφύγουν στο Παρίσι.
Όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς, μέχρι εκείνη τη στιγμή κατά την οποία το διαμέρισμα του ισογείου νοικιάζεται από άγνωστο και λίαν συντόμως σ’ αυτό προστίθεται και μια περίεργη, σχεδόν απειλητική επιγραφή: Μαγγελάνος.
Ο ένας υποψιάζεται τον άλλον, τα ευτράπελα και οι ανατροπές ακολουθούν σαν βροχή και ο κάθε ήρωας στην πορεία ανακαλύπτει και φανερώνει τα πολλά και διαφορετικά του πρόσωπα.
Μαζί μ’ αυτά ξεδιπλώνεται και το μακρινό, απαγορευμένο παρελθόν: τα όνειρα και τα οράματα που πατήθηκαν και ξεχάστηκαν, η ζωγραφική στα κύματα της Λίνας που αντικαταστήθηκε από το μεσιτικό γραφείο, το δοκίμιο περί «Ακτιβισμού και Ουτοπίας» που χάθηκε μέσα στην παράνοια και την ταραχή.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, ο συγγραφέας ιστοριών τρόμου, Ντίνος Κάλχας, πένης, διαζευγμένος και ξεχασμένος επιστρέφει για να τους μπερδέψει ακόμα τη ζωή.
Η Λίνα δεν έχει καμία αμφιβολία, την πινακίδα αυτός την έγραψε: «Για αστείο της είπα πως τοποθέτησα την πινακίδα. Άδικα προσπαθούσα στη συνέχεια να αναιρέσω, δεν με άκουγε. Το ψέμα είναι πιο δυνατό από την αλήθεια…» θα επιμείνει εις μάτην στη συνέχεια αυτός.
Και ο δοκιμιογράφος: «Τον ανάγκασες να σου πει ό,τι ζητούσες. Την πινακίδα του Μαγγελάνου την έβαλα στο ισόγειο εγώ».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: «Ο Μαγελλάνος πέθανε, ιστορίες τρόμου δεν θα ξαναγράψει». Αλλά η επιστροφή σε έναν εαυτό αθώο, δεν είναι πάντοτε εφικτή: «Γράφεις για τον ακτιβισμό, αλλά είσαι ένα ανθρωπάκι βολεμένο στο γραφείο. Κλέβεις ως ψευδώνυμο το όνομα του Μαγγελάνου, ενώ τους θαλάσσιους ορίζοντες τους αγνοείς και τρυπώνεις σε μπαρ και μικρά ξενοδοχεία».
Και μέσα σ’ όλα αυτά: μια εξαφάνιση και δυο θάνατοι. Ένα δοκίμιο που τελειώνει κι ύστερα καταστρέφεται και μέσα από τις στάχτες του θα ξαναγεννηθεί. Κι ένα πελώριο ερωτηματικό που πλανιέται. Μόνο με τη συναίσθηση, σώζεσαι;
Η συγγραφέας δεν μας δίνει την απάντηση, μας αφήνει να ελπίζουμε. Ό,τι κάτι, εν τέλει, μπορεί και να σωθεί.
Το ψυχολογικό δράμα του σύγχρονου ανθρώπου που για άλλα ξεκίνησε και αλλού η ζωή τον πάει. Που αλλά ποθεί και άλλα πασχίζει κι αγωνίζεται να τελειώσει. Με έναν ατέλειωτο αυτοσαρκασμό και με σασπένς που δεν χρειάζεται πολύ, η άβυσσος της ψυχής μας αφειδόλως το παρέχει.
Η ιστορία διαβάζεται όπως κανείς το επιθυμεί: σαν αστυνομικό ή θρίλερ. Σαν ψυχογράφημα του σύγχρονου ανθρώπου. Σαν δοκίμιο περί της ψυχής.
Με αρκετές δόσεις, γνήσιου… Μαγγελάνου. Σα να μην πέρασε από τον Μεσαίωνα ούτε ώρα. Εξάλλου αλλάζουν; Δεν αλλάζουν τα βασικά. Μονάχα που έχουν γίνει λίγο πιο πολύπλοκα. Και η συγγραφέας την τέχνη του πολύπλοκου είναι γνωστό πως την γνωρίζει καλά.


Αλλά ο Θεός ή η Zωή είναι μεγάλος φαρσέρ
«Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΜΠΙΛΥ ΜΠΛΟΥ» της Νένης Ευθυμιάδη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 290, τιμή: 16 ευρώ.

Εάν απουσίαζε το ελληνικότατο ονοματεπώνυμο, θα έπαιρνες όρκο πως πρόκειται για ξένη πεζογραφία. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στην ελληνική πραγματικότητα. Η Νένη Ευθυμιάδη παραμένει από τους πλέον εύστροφους, εγκεφαλικούς, ευφάνταστους και με αυτοσαρκασμό και χιούμορ έλληνες συγγραφείς.
Οι σχέσεις, σε επίπεδο κοινωνίας και οικογένειας, το φόρτε της.
Οι θεσμοί, στο διαρκές στόχαστρό της.
Αλλά και η αντεστραμμένη εικόνα στο ό,τι δηλώσεις, επί τω προκειμένω.
Στους «Πολίτες της σιωπής» εκείνη η μικρή, τελικά, καλή κι εύστροφη τρομοκράτισσα κατακτούσε τις αναγνωστικές καρδιές μας, ποιος μπορεί να ξεχάσει το ότι η γιάφκα ήταν εν τέλει το συνοικιακό ανθοπωλείο;
«Η πόλη των γλάρων» ένα μυθιστόρημα δρόμου, ψυχολογικό θρίλερ όπως και όλα της, διαδραματιζόταν στο Χάλιφαξ διότι η Νένη Ευθυμιάδη είναι κοσμοπολίτισσα συγγραφέας. «Οι τυχοδιώκτες» ήταν μια παρέα φίλων παλιών που εξελίχθηκαν όπως και όλοι μας, δηλαδή «αχ που ‘σαι νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
Στο «Εγώ και ο Μαγγελάνος» έπαιζε με την ίδια τη συγγραφική της υπόσταση, ένα συγγραφέας «σοβαρών θεμάτων και δοκιμίων» που υπόγραφε ως Μαγγελάνος πια, αστυνομικό μυθιστόρημα!
«Ο γιος του Μπίλυ Μπλου» διαδραματίζεται στην αττική ύπαιθρο, στην αττική εξοχή λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα και είναι επίσης θρίλερ χαρακτήρων.
Το πρώτο πρόσωπο που γνωρίζουμε είναι ο Μπίλυ Μπλου, συγκοπτόμενο του Βασίλης Μπλουμιόπουλος, πρώην ακροβάτης με διεθνή καριέρα, 69 ετών και ανήσυχος με τα γηρατειά, αποσυρμένος στην παλιά βίλα του έξω από την Αθήνα.
Γύρω απ’ αυτόν, σαν κομήτες, περιφέρονται όλοι.
Ο Άγγελος Αγγέλου «της Μαρίας και αγνώστου πατρός» που επιμένει καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας να αυτοσυστήνεται ως «ο γιος του Μπίλυ Μπλου». Ο δικηγόρος του Πετράκης Δήμας αντιδρά και ο Μπίλυ Μπλου τον περιμαζεύει στο σπιτάκι του επιστάτη, έστω και χωρίς να τον αναγνωρίζει.
Λίγο αργότερα θα μπει στο παιχνίδι και η γειτονιά:
Ο Βίκτορας που πρώτα σώζει κι ύστερα «σώζεται» από την Σειρήνα. Χρηματιστής που επένδυσε λάθος κι επιχειρεί να γίνει εις μάτην αυτόχειρας. Αλλά ο Θεός ή η ζωή είναι μεγάλος φαρσέρ και η συγγραφέας αυτό θα φροντίσει να το αναδείξει.
Η Σειρήνα, περίεργη υπερήλιξ που περιπολεί μέσα στις άγριες νύχτες.
Η Εύα Ράττερ, πανεπιστημιακός που πλήττει και περιμένει τον αναποφάσιστο Όττο της να επιστρέψει από μακριά, κυνηγώντας την υπέρβαρη Ρόζα της αντί για σοκολάτα να τρώει καρότα.
Ο Πάρης Ρόθος, παλιός ασφαλίτης που «σκοτώνει ό,τι ενοχλεί» κατά συνέπεια και τον αυτοσυστηνόμενο ως «γιο του Μπίλυ Μπλου» (δεν καταδέχεται πια το Άγγελος Αγγέλου αλλά το γιατί δεν θα το μάθουμε εμείς παρά την τελευταία στιγμή και μην επιμένετε, γιατί δεν θα σας πω τον… δολοφόνο).
Η δράση θα αρχίσει από την στιγμή που ο νεαρός «γιος του Μπίλυ Μπλου» θα μοιράσει εκείνα τα περιβόητα «γαλάζια χαρτάκια». Προηγουμένως έχοντας προσληφθεί ως… κηπουρός των πάντων, έπεφτε σαν επιληπτικός κάθε τόσο στη γη και πια είναι σε θέση να μιλήσει για τους κραδασμούς της.
Αυτή η προσωπική εντύπωση περί παρακολούθησης θα φέρει στην αραιοκατοικημένη εξοχική περιοχή κυριολεκτικά τα πάνω- κάτω. Σε συλλογικό επίπεδο (έτσι δεν συμβαίνει πάντα και σε όλους τους κραδασμούς;), εφόσον πολλοί θα φοβηθούν και θα φύγουν, σπίτια όλως μυστηριωδώς θα πιάσουν φωτιά.
Και σε ατομικό (υπάρχουν πάντα και παράπλευρες απώλειες), ο γιος του Μπίλυ Μπλου θα φυγαδευτεί, ο Μπίλυ Μπλου θα απαχθεί, ο Βίκτωρας θα βρεθεί προ των ευθυνών του, ο Πάρης Ρόθος και η Σειρήνα θα αποκαλυφθούν, ο Πετράκης Δήμας θα αμφισβητηθεί, η Εύα Ράττνερ θα αφυπνιστεί επωδύνως, ο Όττο θα προδοθεί και θα συμβιβαστεί, η Ρόζα θα αρχίσει δίαιτα και θέατρο…
Το φινάλε απρόσμενο, ανατρεπτικό και αιφνιδιαστικό.
Αντιστρέφει όλο το προηγούμενο σασπένς και επιλέγει να δει σκωπτικά της ζωής μας την τραγωδία: Ιδεολογίες, εμμονοληψίες, «ο μεγάλος αδελφός» και η σύμβαση της σύγχρονης οικογένειας, στο ανελέητο συγγραφικό στόχαστρο, αντιμετωπίζονται κοινωνιολογικά και ψυχαναλυτικά και κατατροπώνονται με το παντοτινό όπλο, το χιούμορ.
Με οξυδέρκεια και άποψη αντιμετωπίζεται κριτικά η περιοχή, ήτοι το σύγχρονο αττικό τοπίο και τα έγκατα αυτού όπου ακόμα και το… χορτάρι διαθέτει αυτιά και ο σχεδόν αυτιστικός «γιος του Μπίλυ Μπλου» μάτια. Διότι όταν τελειώσει το μυθιστόρημα ο αναγνώστης θα πρέπει όλα να τα ξανασκεφθεί από την αρχή.
Το αποτέλεσμα, ένα μυθιστόρημα που είναι περιπέτεια, ιστορία κατασκοπίας, ψυχολογικό θρίλερ, μπουλβάρ χαρακτήρων, η κωμωδία της ζωής μας και όλα μαζί. Η οξυδερκής αποδοχή των πραγμάτων και το χιούμορ θα αποδειχθούν ο λυτρωτής των πάντων. Διότι «για το τέλος του δεν ανησυχούσε πια ο Μπίλυ Μπλου. Είχε εγκαταλείψει τη μακροχρόνια προετοιμασία του θανάτου, και ας πλησίαζε τα εβδομήντα βιαστικά. Και, εν πάση περιπτώσει, ας πέθαινε όπως τύχαινε! Έτσι δεν συμβαίνει με όλους;» Επειδή αυτό είναι το ζητούμενο, πάντα. Και οι θεσμοί, δεσμοί, ιδεολογίες, θρησκείες, οικογένειες, αστυνομίες, εκείνο πάντοτε υπηρετούν. Αλλά καμιά φορά η συγγραφική ματιά τα αντιμετωπίζει όλα αυτά επαναστατώντας και γελώντας. Και η νίκη πάντοτε επ’ αυτού!

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Νένη Ευθυμιάδη γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έγινε δικηγόρος Αθηνών.
Από το 1973 ασχολείται συστηματικά με την πεζογραφία και μέχρι τώρα έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα:
«Εσύ και εγώ μοιάζουμε λιγάκι» (Δωρικός, 1973),
«Ο κήπος με τα αγάλματα» (Νέα Σύνορα, 1978),
«Αθόρυβες μέρες» (Εστία, 1988),
«Τρυφερός θάνατος» (Εστία, 1990),
«Οι πολίτες της σιωπής» (Καστανιώτης, 1993),
«Η πόλη των γλάρων» (Καστανιώτης, 1997),
«Οι τυχοδιώκτες» (Ελληνικά Γράμματα, 2000),
«Εγώ και ο Μαγγελάνος» (Κέδρος, 2005),
«Τρεις νύχτες και ένας νεκρός» (Μίνωας, 2005).
Συμμετείχε επίσης σε πολλές εκδόσεις ομαδικού χαρακτήρα, με μικρότερης έκτασης πεζογραφήματα.
Διηγήματα, δοκίμια και άρθρα της δημοσιεύονται συχνά στον ημερήσιο Τύπο και σε λογοτεχνικά περιοδικά.
Έχει μεταφράσει δοκίμια και ποιήματα από τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά, και επί τριετία δίδαξε συστηματικά Δημιουργική Γραφή.
Μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, στα ιταλικά και στα αγγλικά.

ΥΓ. Νένη και πάλι, γιατί έτσι! Επειδή έμενε δίπλα στον Σπ. στη Βουλιαγμένη και επειδή τα δύο σπίτια δεν υπάρχουν πια.
Και επειδή γράφω γι’ αυτήν (και συνυπάρχω) στα «Οικοεγκλήματα» που θα κυκλοφορήσουν από τον «Κέδρο» σε δεκαπέντε μέρες ( Διηγήματα 13 συγγραφέων ΟΙΚΟΕΓΚΛΗΜΑΤΑ: Ανδρέας Αποστολίδης, Νεοκλής Γαλανόπουλος, Ελένη Γκίκα, Νένη Ευθυμιάδη, Γιάννης Ευσταθιάδης, Τάσος Καλούτσας, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ανδρέας Μιχαηλίδης, Γιάννης Πανούσης, Μάκης Πανώριος, Γεράσιμος Ρηγάτος, Χρύσα Σπυροπούλου, Χρήστος Χαρτοματσίδης. Σε επιμέλεια Χρύσας Σπυροπούλου. Νένη επειδή συνυπήρχαμε με διαφορά μιας εβδομάδας Τρίτη στην «Καθημερινή». Νένη επειδή είναι τόσο μα τόσο θα είναι για πάντα, τόσο ξεχωριστή! Νένη για τις φορές που ήπιαμε κρασί και μπύρα, καφέ και τσαγάκι άκρη στη θάλασσα, για όσες φορές γελάσαμε, για όσες φορές χαθήκαμε σε ατέλειωτες, μαγευτικές, του κεφαλιού μας εντελώς κατασκευές. Για κείνη τη φορά που είχα γίνει 33 και έλεγα πως «ήρθε η ώρα μου».
Νένη, ξέρεις ακόμα τα έχω τα αρωματικά άλατα τριανταφυλλάκια και καρδιά. Κι αυτό το καραβάκι από άμμο μεσ’ στο μπουκάλι, κι αυτό το κρατάω!

27/10/08

Δεν υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές

«Ο ΕΥΑΙΣΘΗΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ» του Μπόρις Σιρούλνικ, Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς, Εκδ. «Λιβάνη», σελ. 333, τιμή: 15 ευρώ.

«Στην ιστορία μιας ζωής, δεν έχουμε παρά ένα πρόβλημα να λύσουμε: το πρόβλημα που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και επιβάλλει ένα στιλ στις σχέσεις μας».
Μπορεί να ακούγεται πολυτελές πλεονέκτημα αλλά αποτελεί βασικό δομικό υλικό της ψυχοσύνθεσης και της υπαρξιακής ραχοκοκαλιάς μας.
Μπορεί να φαίνεται ως επακόλουθο μιας πορείας, αλλ’ είναι αυτός καθ’ εαυτός ο σχεδιασμός της πορείας. Δίχως νόημα ύπαρξης, η ζωή γίνεται αδιάβατη. Αποδεικνύεται έρημος Σαχάρα.
Το υποστηρίζει και το αποδεικνύει στο βιβλίο του «Ο ευαίσθητος εαυτός» (εκδ. «Λιβάνη») ο ψυχίατρος, ηθολόγος και ψυχαναλυτής Μπόρις Σιρούλνικ. Και ο ίδιος παιδί που μεγάλωσε σε Ίδρυμα, αποτελώντας ένα από τα υποτιθέμενα «καμένα από χέρι παιδιά», κατόρθωσε να αποδείξει πρώτα με τη ζωή του (σπουδάζοντας), κατόπιν με το έργο του (ερευνώντας) πως στη ζωή, τελικά, δεν υπάρχουν καταδικασμένες περιπτώσεις.
Αυτό ακριβώς είναι που υποστηρίζει και στο βιβλίο του.
Επικαλούμενος διάσημους καλλιτέχνες και δημιουργούς που κατόρθωσαν με το έργο τους και ξέφυγαν από το βούρκο των παιδικών τους χρόνων.
Αλλά και άλλους, που μονάχα το φάντασμά τους αντικρίσαμε, αγαπήσαμε, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και τσάκισαν, έσπασαν όπως η Μέριλυν Μονρόε σαν πορσελάνινη κούκλα.
Στον αντίποδά της ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ο οποίος παρά την επιμονή του να δηλώνει «η ζωή μου είναι ένα ωραίο παραμύθι, πλούσιο και ευτυχισμένο», χρειάστηκε να βιώσει μια κατ’ ουσία παντελώς άθλια ζωή: Η μητέρα του εξαναγκάστηκε να γίνει πόρνη από την ίδια τη μητέρα της. Με τον μικρό Χανς στην κοιλιά το έσκασε από το σπίτι κι έγινε πλύστρα, προτού πεθάνει αλκοολική και αγράμματη, σε μία κρίση τρομώδους παραληρήματος, ενώ ο άντρας της παραφρόνησε κι αυτοκτόνησε.
Παρ’ όλον, όμως, που ο κόσμος του μικρού Άντερσεν «έμελλε να οργανωθεί γύρω από μια, σε πρώτη όψη, παράδοξη «υπέροχη δυστυχία», όπως υπογραμμίζει στον πρόλογο του βιβλίου η ψυχολόγος και συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου, «μέσα από την τέχνη ο μικρός Χανς μεταμορφώνει το βούρκο σε ποίηση, την οδύνη σε έκσταση, υπερβαίνοντας τους ίσκιους της καταγωγής του για να ζήσει μέσα στη φωτεινότητα της αγάπης και την παράξενα σαγηνευτική ομορφιά των μύθων της πολιτισμικής του παράδοσης».
Η ανάκαμψη δεν είναι ουτοπία, υποστηρίζει ο συγγραφέας και ψυχίατρος. Στηρίζοντας ολόκληρο το βιβλίο στο τι είναι, τελικά, αυτό που κάνει άλλους ν’ αντέχουν και κάποιους άλλους να καταποντίζονται στα τάρταρα, να χάνονται.
Η μαγική έννοια της ανθεκτικότητας, ευθύνεται για όλα αυτά.
Και για τον Σιρούλνικ «ανθεκτικότητα» σημαίνει τη δυνατότητα που έχει ένα πρόσωπο αντιμέτωπο με οδυνηρές καταστάσεις να κινητοποιεί μηχανισμούς άμυνας που του επιτρέπουν να απορροφήσει το σοκ, να ανταπεξέλθει και να αντλήσει από αυτό οφέλη.
Και φυσικά δεν τα γράφει όλα αυτά «αβρόχοις ποσί».
Η ατομική του ιστορία, όπως μας πληροφορεί, η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι μια ιστορία ανθεκτικότητας και ανάκαμψης: Ορφανός, γεννημένος το 1937 στο Μπορντό της Γαλλίας από γονείς ρωσικής καταγωγής που εκπατρίζονται, μεγαλώνει σε ίδρυμα και γεμίζει το κενό της καθημερινότητάς του παρατηρώντας μυρμήγκια. Μέρες ολόκληρες, ξαπλωμένος μπρούμυτα, προσπαθεί να καταλάβει τι συμβαίνει με αυτά τα έντομα. Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς που στόχος του έγινε να κατανοήσει και να θεραπεύσει την οδύνη.
Και επειδή «γράφουμε με αυτό που είμαστε» το βιβλίο του είναι ακριβώς αυτό: φαναράκι που υποδεικνύει με τον πιο μεταξωτό τρόπο, το πώς θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την οδύνη. Διότι τραύματα υπάρχουν για τον καθένα, και περισσότερο από μια φορά στη ζωή.
Αντιτασσόμενος με όλη του την ψυχή «σε κάθε μορφή προδιαγεγραμμένης ερμηνείας της ύπαρξης» ο συγγραφέας, υποστηρίζει πως έτσι ή αλλιώς η απουσία και το ανέφικτο είναι η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας. Το μόνο που οφείλουμε εμείς να κάνουμε, είναι να αντέξουμε. Και οι σελίδες του βρίθουν από ιστορίες επιβιωσάντων: Μαρία Κάλλας, Μέριλιν Μονρόε, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Πρίμο Λέβι, Χόρχε Σεμπρούν είναι μονάχα ελάχιστοι μέσα από αυτούς που έζησαν μια ζωή που έμοιαζε να είναι εξαρχής υποθηκευμένη.
Όσο για το βιβλίο του, σίγουρα, πρόκειται για το πιο αισιόδοξο βιβλίο της γης. Εφόσον αποδεικνύεται πως η έλλειψη, και άρα το τραύμα, είναι πάντα από τη πλευρά της ζωής.
Τα ολοζώντανα παραδείγματα το αποδεικνύουν. Και πάνω απ’ όλα ο ίδιος ο συγγραφέας, όχι μονάχα με την αμεσότητα, την ποιητικότητα, τη λογοτεχνικότητα ή με το επιστημονικό βάθος του. Αλλά το υπογράφει κιόλας. Με την ίδια του τη ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ
Γεννήθηκε στο Μπορντό της Γαλλίας το 1937.
Σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια ακολούθησε διάφορους κλάδους της ψυχολογίας, μεταξύ των οποίων τη νευροψυχιατρική και την ψυχανάλυση.
Ασχολήθηκε επίσης με την ηθολογία.
Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια των δύο προηγούμενων βιβλίων του, Un mervelleux malheur και Les Vilains Petrits Canards, που επίσης ασχολούνται με το θέμα των παιδικών τραυμάτων και της μετέπειτα ικανότητας ανάκαμψης.
Όλα τα βιβλία του είχαν μεγάλη εκδοτική επιτυχία.

ΥΓ. Αντιδρώντας στην τρέχουσα αναγνωστική αλλά και εκδοτική (και των βιβλιοπωλών) λογική, να αντιμετωπίζονται τα βιβλία ως προιόντα (όσο είναι… φρέσκα, στα ράφια), θα κάνω και στο μπλογκ ό,τι συνηθίζω και στη ζωή, θα «διαβάζω» ό,τι αγαπώ, κι ό,τι μ’ αρέσει! Χωρίς καθόλου να υπολογίσω αν είναι χθεσινό, περσινό, του προηγούμενου αιώνα ή ξεχασμένο. Μαζί με ό,τι καινούργιο κυκλοφορεί, θα είναι και τα αγαπημένα μου σε δεύτερες, τρίτες, πέμπτες αναγνώσεις, θα είναι και «άγνωστοι», ήτοι όχι οι συγγραφείς του συρμού για τους οποίους γράφουμε λες και είμαστε όλοι προσυνεννοημένοι (είναι κάτι που εξάλλου το κάνω κι ας έχω κατηγορηθεί γι’ αυτό, οι συγγραφείς είναι πολλοί και ας στρωθούμε να τους βρούμε κι όχι οι πέντε- δέκα γνωστοί μας), αλλά θα είναι και βιβλία παλιά. Αδιαφορώντας αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στις προθήκες. Θα πρέπει – για να υπάρξουν- να μπουν πρώτα στις συνειδήσεις και στις συνήθειες των αναγνωστών.
Έχουν περάσει αριστουργήματα τον τελευταίο καιρό από τα χέρια μου που, επειδή είναι «παλιά» δεν ξέρω τι να τα κάνω! Αλλάζω λοιπόν τρόπο αναγνωστικής (και επαγγελματικής συμπεριφοράς), κι απ’ εδώ και στο εξής θα υπάρχουν ΜΟΝΟΝ βιβλία που αξίζει τον κόπο και τον χρόνο να διαβάζω.
Καλή εβδομάδα σε όλους μας με ενδιαφέρουσες αναγνώσεις (κι ας αφήσουμε ό,τι τρέχει να τρέξει μέχρι να δούμε αν θα.. αποξηρανθεί). Διότι όπως απεχθανόμουν μια ζωή τη μόδα, έτσι απεχθάνομαι και ό,τι μου υπαγορεύουν επικαιρικά οι καιροί και οι άλλοι. Η ανάγνωση είναι βαθύτερη, ουσιαστικότερη, σημαντικότερη και τα βιβλία δεν είναι γιαουρτάκια στο σούπερ μάρκετ ή κολοκύθια στον μανάβη.
Σας ασπάζομαι, άλεφ

22/10/08

Μπορεί και να σε σκοτώσει ό,τι αγαπάς!

«ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 107, τιμή: 14 ευρώ.

«Το βιβλίο δεν ξάφνιασε την Μπλούμα. Ήρθε αργά, υπό βροχή, όταν της ήταν πια άχρηστο. Αλλά ένας άντρας είχε διασχίσει βάναυσα, οδυνηρά και αποφασιστικά τη δική του γραμμή σκιάς».
Το βιβλίο, εξάλλου, δεν θα μπορούσε να ξαφνιάσει την Μπλούμα. Ένα άλλο βιβλίο, τα «Ποιήματα» της Έμιλυ Ντίκινσον της στοίχισαν τη ζωή. Ήταν άνοιξη του 1998 και μόλις τα είχε αγοράσει από ένα βιβλιοπωλείο του Σόχο. Καθώς έφτανε στο δεύτερο σονέτο, στην πρώτη διασταύρωση ένα αυτοκίνητο της στέρησε τη ζωή.
Στο «Χάρτινο σπίτι» του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ένα μυθιστόρημα για όσους συνέδεσαν τα βιβλία με την προσωπική τους διαδρομή, τα έκαναν μοίρα τους. Ένα βιβλίο για τα βιβλία, κοντολογής.
Διότι «τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων» όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας του. Και φροντίζει βεβαίως και να το αποδείξει, γοητευτικά. Με μια ιστορία έμπλεη μυστήρια και αινίγματα. Και λύσεις βεβαίως καλά παραχωμένες και καταχωνιασμένες στις σελίδες τους.
Ένα βιβλίο που κατέφθασε με γραμματόσημα Ουρουγουάης, παλιό, στραπατσαρισμένο αντίτυπο της «Γραμμής Σκιάς» του Τζότζεφ Κόνραντ, με κομμάτια τσιμέντου στις άκρες των σελίδων, για την εκλιπούσα «κατόπιν εορτής» θα βάλει τον αντικαταστάτη της στο πανεπιστήμιο, εραστή της για ένα φεγγάρι και αφηγητή μας σε βάσανα. Τα κολλημένα και στρογγυλά με πράσινο μελάνι γράμματα της στην αφιέρωση «Στον Κάρλος, σε ανάμνηση των τρελών του Μοντερρέυ, το μυθιστόρημα που με συνόδευσε από αεροδρόμιο σε αεροδρόμιο. Λυπάμαι που είμαι λιγάκι μάγισσα και το κατάλαβα αμέσως: ποτέ δε θα
‘κανες κάτι που θα μπορούσε να με ξαφνιάσει. 8 Ιουνίου 1996», θα κάνει την αναζήτησή του αποστολέα, ανάγκη επιτακτική.
Και βεβαίως εκείνο που είχε κάνει θα μπορούσε σίγουρα να την σοκάρει, όχι απλώς να την ξαφνιάσει.
Ακολουθώντας τον μίτο του μυστηρίου, ο αφηγητής αυτής της παράξενης ιστορίας θα χρειαστεί να πραγματοποιήσει τέσσερα ταξίδια ανάμεσα στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο και να εξερευνήσει σε βάθος τον κόσμο της ανάγνωσης.
Στις μόλις 107 σελίδες του βιβλίου, βιβλιοφάγοι και συλλέκτες βιβλίων, βιβλιοθήκες τεράστιες με όλη τη γνώση του κόσμου, βιβλία που σώζουν και παίρνουν ζωές. Κείμενα που συνομιλούν και σου απευθύνονται και σε τρελαίνουν.
Όπως τον Κάρλος Μπράουερ που κυριολεκτικά χτίστηκε στον χάρτινο κόσμο τους. Μετά από την καταστροφή του αρχείου του που έκανε αδύνατη την πρόσβασή του στην αχανή του βιβλιοθήκη. Βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν ως τούβλα σε ένα παράδοξο «σοφό» σπίτι, στου Νότου τη μακρινή ακτή. Εξάλλου κάποιους άλλους τα βιβλία τους «σκότωσαν». Όπως εκείνον τον γηραιό καθηγητή αρχαίων γλωσσών Λέοναρντ Γουντ που έμεινε παράλυτος όταν προσγειώθηκαν στο κεφάλι του πέντε τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα, πέφτοντας από ένα ράφι της βιβλιοθήκης του. Ή όπως εκείνον τον φίλο του αφηγητή που έσπασε το πόδι του προσπαθώντας να φτάσει του Φώκνερ το «Αβασσαλώμ, Αβεσσαλώμ»… Ή όπως τα Σονέτα της Ντίκινσον την Μπλούμα Λέννον.
Όταν του ζήτησε η Μπλούμα τη «Γραμμή Σκιάς» του Τζότζεφ Κόνραντ που κάποτε του χάρισε για κάποια εργασία της, ο Μπράουερ θα αναγκαστεί να την αναζητήσει ανάμεσα στους τσιμεντόκτιστους χάρτινους τοίχους της καλύβας του. Στα αχνάρια του, βεβαίως, και ο αφηγητής. Γονατιστός «με το μαντίλι δεμένο στο σβέρκο» να βγάζει «κάτι απίθανα τούβλα από τα κόκαλα ενός Γκαρσία Μάρκες, έναν κολλώδη πολτό από Λόπε ντε Βέγα, το πετρωμένο δέρμα του Μπαλζάκ». Γιατί «παρά την ακράδαντη και τρελή ελπίδα των τυπογραφικών στοιχείων, που για να γίνουν είχαν δουλέψει τυπογράφοι, σχεδιαστές, γραμματείς και κλητήρες, τεχνίτες της μελάνης και της βιβλιοδεσίας, εικονογράφοι, συγγραφείς προλεγομένων και λόγιοι κριτικοί της συλλογικής μνήμης, το χαρτί δεν έπαυε να είναι ένα οργανικό κατάλοιπο που, όπως και τα πεύκα του δρόμου, έπεφτε τελικά στα μεγάλα σαγόνια της θάλασσας με μια σιωπηλή και ολέθρια βουτιά».
Διότι ο ίδιος που έκανε τούβλα και τοίχους την βιβλιοθήκη του, έκανε την καλύβα του κόσκινο, μαζί μ’ αυτήν, την ίδια του τη ζωή.
Μια ιστορία για όσους έκαναν πεπρωμένο τους τα βιβλία. Για όσους χτίστηκαν μέσα στα βιβλία και για να βγουν χρειάστηκε να γκρεμίσουν το έργο μιας ζωής. Για τις «αθώες» σελίδες και τις «αθώες» ιστορίες που περικλείουν στους λαβυρίνθους τους όλα τα αινίγματα και όλα μυστικά της ζωής. Ένα βιβλίο που αποδεικνύει πως σε σκοτώνει ό,τι με τόσο πάθος αγαπάς. Αλλά και σε λυτρώνει. Κι ίσως το νόημα και να βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες γεννήθηκε το 1955.
Είναι συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος από την Αργεντινή.
Από το 1989, όμως, ζει στο Μoντεβιδέο της Ουρουγουάης.
Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα (πολλά από τα οποία βραβεύτηκαν), βιογραφίες καθώς και βιβλία δημοσιογραφικής έρευνας (Εθνικό Βραβείο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού της Ουρουγουάης).
«Το χάρτινο σπίτι» έχει τιμηθεί με το Βραβείο Lolita Rubial και έχει μεταφραστεί ήδη στην αγγλική, γερμανική, ολλανδική και πορτογαλική γλώσσα.

ΥΓ1. Το «Χάρτινο σπίτι» δημοσιεύτηκε πριν από δύο χρόνια περίπου, στο «Έθνος της Κυριακής». Η επίσκεψη του συγγραφέα στη χώρα μας το υπενθύμισε, σαν τον ήρωά του πήγα και το… ξέθαψα. εξάλλου δεν το ξέχασα και ποτέ, υπήρξε η αφορμή να κάνω φίλους καλούς, άλλοι βρίσκονται ακόμα εδώ, άλλοι μέσα στον χρόνο, ως είθισται, χάθηκαν, αλλά ευτυχώς για όλους μας, τα βιβλία είναι πάντοτε αν τα θελήσουμε κάπου εκεί.
Ακολουθεί η πρόσκληση και ένα κείμενο που επίσης είχα γράψει εκείνη την εποχή.

Οι Εκδόσεις Πατάκη
και το Ινστιτούτο Cervantes υποδέχονται
την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008 στις 7:00 μ.μ.
στο χώρο του Βιβλιοπωλείου Πατάκη (Ακαδημίας 65)
τον Αργεντινό συγγραφέα
Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες
που θα μιλήσει για το εξαιρετικά επιτυχημένο
μυθιστόρημά του
Το χάρτινο σπίτι
(σε μετάφραση Λένας (σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου)
Τον Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες
θα παρουσιάσει ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης

Γ2: ΧΑΡΤΙΝΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή;
Με το στόμα λέμε όχι αλλά λέμε ναι με την καρδιά μας. Γι’ αυτό γράφουμε, γι’ αυτό μετά μανίας διαβάζουμε, γι’ αυτό μαζεύουμε φιλότιμα σαν το μυρμήγκι. Οι βιβλιοθήκες αντιμετωπίζονται σα ζωντανοί οργανισμοί. Το κάλεσμα των βιβλίων διαρκές και αμετάκλητο. Κάθε συνάντηση, μοιραία Συνάντηση. Με όλα τα επακόλουθα: αποκάλυψη, απογείωση, μετά απ’ αυτήν βγαίνω ένας άλλος, λύτρωση. Ζωή και θάνατος, μαζί.
Στο κατώφλι του 35ου Φεστιβάλ Βιβλίου και υπό την σκιά της Ακρόπολης, ζωή, σκεφτόμαστε.
Διαβάζοντας, όμως, «Το Χάρτινο σπίτι» του αργεντινού Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, διαπιστώνουμε, είναι και θάνατος. Αν και ο Τζον Μπέρνον στο βιβλίο επιμένει: «Τη σκότωσε ένα αυτοκίνητο. Όχι το ποίημα».
Την διακεκριμένη καθηγήτρια της Λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας Μπλούμα Λένον η οποία την άνοιξη του 1998 «αγόρασε ένα παλιό αντίτυπο των Ποιημάτων της Έμιλυ Ντίκινσον από ένα βιβλιοπωλείο του Σόχο και καθώς έφτανε στο δεύτερο σονέτο, στην πρώτη διασταύρωση τη χτύπησε ένα αυτοκίνητο».
«Τα βιβλία αλλάζουν το πεπρωμένο των ανθρώπων», ο συγγραφέας δεν το διαπραγματεύεται: Κάποιοι διάβασαν τον «Τίγρη της Μαλαισίας» κι έγιναν καθηγητές λογοτεχνίας σε μακρινά πανεπιστήμια. Ο «Σιντάρτα» οδήγησε στον ινδουισμό δεκάδες χιλιάδες νέους, ο Χέμινγουει τους έκανε αθλητές, ο Δουμάς αναστάτωσε τη ζωή χιλιάδων γυναικών και ου ολίγες σώθηκαν από την αυτοκτονία χάρη στα βιβλία μαγειρικής.
Αλλά η Μπλούμα υπήρξε θύμα τους.
Και μάλιστα όχι και το μοναδικό: O γηραιός καθηγητής αρχαίων γλωσσών Λέοναρντ Γουντ έμεινε παράλυτος, όταν προσγειώθηκαν στο κεφάλι του πέντε τόμοι της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικα, πέφτοντας από ένα ράφι της βιβλιοθήκης του. Ο φίλος του ο Ρίτσαρντ έσπασε το πόδι του όταν, προσπαθώντας να φτάσει το «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ» του Ουίλλιαμ Φόκνερ έπεσε από τη σκάλα. Άλλος ένας από το Μπουένος Άιρες έπαθε φυματίωση στα υπόγεια μιας δημόσιας βιβλιοθήκης κι ένας σκύλος από τη Χιλή πέθανε από δυσπεψία γιατί ένα απόγευμα καταβρόχθισε με μανία τους «Αδελφούς Καραμαζόφ». Κάθε φορά που η γιαγιά του τον έβλεπε να διαβάζει στο κρεβάτι, του έλεγε: «Παράτα τα, τα βιβλία είναι επικίνδυνα».
Κι αυτό το ξέρουμε όσοι πιστεύουμε σ’ αυτό το «χάρτινο πεπρωμένο». Απ’ τα βιβλία αναγνώστες και συγγραφείς διώχθηκαν, εξορίστηκαν, λοιδωρήθηκαν. Δεν είναι τυχαίο που κάηκαν τόσοι τόμοι. Μια βιβλιοθήκη είναι σαν ιδεολογικό αποτύπωμα. Εύκολα «φακελώνεις» τον κάτοχό της.
Κι όσο για μένα, στο παρατρίχα την γλίτωσα. Τον Σεπτέμβρη του 1999 με τον σεισμό της Πάρνηθας. Λιγάκι πιο αργά, θα είχα υπάρξει κι εγώ θύμα. Ένα κρεβάτι βιβλία με το «Όσα παίρνει ο άνεμος» στο προσκέφαλο με έπεισε πως αν ο σεισμός ήταν βράδυ θα ακολουθούσα το «χάρτινο πεπρωμένο» μου. Χίλιες σελίδες. Τέλειωνα γυμνάσιο. Κι όλοι με θαύμασαν, θυμάμαι, όταν είχα τελειώσει το βιβλίο.

ΥΓ3: Έγραψαν για το Χάρτινο Σπιτι:
«Ένα βιβλίο σύντομο αλλά πλήρες, ευφάνταστο και έξυπνα γραμμένο,
όπου καταγράφει ένα ολόκληρο σύμπαν, των βιβλίων και των ανθρώπων,
με εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο».
Όλγα Σελλά, Η Καθημερινή

«Ο Ντομίνγκες βρίσκει την ευκαιρία να γράψει για τη λογοτεχνία,
τις βιβλιοθήκες και τα βιβλία ως αντικείμενα λατρείας. Πάω στοίχημα
πως θα είχε την ευλογία του άλλου μεγάλου Αργεντινού, του Χ.Λ. Μπόρχες, όχι μονάχα για το θέμα του αλλά και για τη μικρή έκταση του βραβευμένου και πολυμεταφρασμένου μυθιστορήματός του».
Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής

«Ο συγγραφέας εικονίζει μοναδικά τους ανθρώπους των βιβλίων με τη δική τους –σχεδόν απόκοσμη– νομοτέλεια, τη λατρεία τους προς την έντυπη μελωδία των λέξεων, αλλά και σε αυτά καθ’ αυτά τα βιβλία ως αντικείμενα».
Γιώργος Βαϊλάκης, Ημερησία

«Το Χάρτινο σπίτι είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο για την αγάπη και την αφοσίωση στο βιβλίο, αλλά και για το μυστήριο του κόσμου της ανάγνωσης, τους μανιώδεις βιβλιοσυλλέκτες και τους βιβλιόφιλους.
Είναι ένα βιβλίο ακαταμάχητης φαντασίας, που ανεβάζει ψηλά τις μετοχές της καλής λογοτεχνίας».
Ντίνος Σιώτης, Το Βήμα

«Η σύντομη αυτή νουβέλα εξερευνά θέματα με τα οποία καταπιάνονται
οι ακαδημαϊκοί εδώ και αιώνες: τη σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα
και τη γλώσσα, την πεποίθηση πως δημιουργώντας μια βιβλιοθήκη δημιουργείς και μια ζωή, την ιδέα πως τα βιβλία έχουν τη δική τους μοίρα αλλά και με την ψυχαναγκαστική προσήλωση και ευλάβεια που ορισμένοι επιδεικνύουν στη συγκέντρωσή τους, οδηγούμενοι στα άκρα».
Αργυρώ Μαντόγλου, «Βιβλιοθήκη» Ελευθεροτυπίας

«Μια ιστορία για όσους έκαναν πεπρωμένο τους τα βιβλία. Για όσους χτίστηκαν μέσα στα βιβλία και για να βγουν χρειάστηκε να γκρεμίσουν το έργο μιας ζωής. Για τις “αθώες” σελίδες και τις “αθώες” ιστορίες που περικλείουν στους λαβυρίνθους τους όλα τα αινίγματα και όλα τα μυστικά της ζωής. Ένα βιβλίο που αποδεικνύει πως σε σκοτώνει ό,τι με τόσο πάθος αγαπάς. Αλλά και σε λυτρώνει. Κι ίσως το νόημα να βρίσκεται ακριβώς σ’ αυτό».
Ελένη Γκίκα, ΕΘΝΟΣΑΟΥΤ της Κυριακής

15/10/08

Υόκο Ογκάουα: Η γοητεία του αλλόκοτου

«Πολύ πριν με γνωρίσει, ίσως ήταν ήδη νεκρός».

«ΑΡΩΜΑ ΠΑΓΟΥ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 321, τιμή: 18 ευρώ.
Όταν έλαβε το τηλεφώνημα της νοσοκόμας που της ανάγγειλε από το νοσοκομείο το θάνατο του Χιρογιούκι, η Ρυόκο σιδέρωνε στο καθιστικό.
Το προηγούμενο βράδυ είχαν γιορτάσει την επέτειο γνωριμίας τους κι ο Χιρογιούκι της είχε χαρίσει την «Πηγή της μνήμης», ένα άρωμα «αυστηρά προσωπικό». Καιρό το προετοίμαζε κι ήταν λες και της περούσε μια σκάλα για να τον ζητήσει στο επέκεινα, τώρα που εκείνος είναι νεκρός.
Η Υόκο Ογκάουα, γνωστή μας από τον αλλόκοτο «Παράμεσο» και το ερωτικό «Ξενοδοχείο Ίρις» για ακόμα μια φορά ενώνει ζώντες και νεκρούς. Αναζητώντας την «πηγή της μνήμης» άλλοτε για να θυμηθούν (Άρωμα πάγου) κι άλλοτε απλώς για να μπορέσουν να ξεχάσουν (Παράμεσος), οι ήρωές της διαφορετικά ζουν, κερδίζουν ή χάνουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, θυμούνται, ξεχνούν.
Υφαίνοντας την αινιγματική ιστορία της μέσα σε μια αχλύ αριθμών και πάγου, η συγγραφέας θα μας (ξανα)συστήσει έναν άντρα ήδη νεκρό. Διότι η Ρυόκο στο νεκροτομείο μόλις θα πληροφορηθεί: ότι έχει αδελφό, μητέρα που ζει, υπήρξε μαθηματική διάνοια, καλλιτέχνης στο πατινάζ! Έχοντας μάλιστα και ζωή παράλληλη με εκείνη του αρωματοποιού. Ως αρωματοποιό τον γνώρισε, στο εργαστήρι όπου και το αφεντικό του αγνοούσε τα πάντα. Το μόνο που ήξεραν ήταν η υποδειγματική τεχνική ταξινόμησης: στα αρώματα, στα μικροπράγματα της ζωής. Και η έξοχη μύτη του: σε γοητεία και σ’ όσφρηση.
«Όμως, όσο κι αν επέμενα να φαντάζομαι, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη για τίποτα. Ήταν δύσκολο έργο να συνδέσει κανείς το αγόρι με το ταλέντο στο πατινάζ, τον έφηβο που έλυνε με άνεση μαθηματικά προβλήματα και τον Χιρογιούκι που δούλευε κλεισμένος στο εργαστήρι της αρωματοποιίας». Καθώς επίσης:
«Ο Χιρογιούκι, πολύ πριν με γνωρίσει, ίσως ήταν ήδη νεκρός».
Η Ρυόκο, μετά τον θάνατό του, θα βασανιστεί πολύ. Ξεκινώντας ένα αντίστροφο θανατερό παιχνίδι- διαδρομή γνωριμίας και γοητείας, θα βαδίσει όπου βάδισε, θα βρεθεί όπου κάποτε βρέθηκε «ο Ρούκυ» ήδη νεκρός.
«Ήταν το πρώτο μου παιδί, αμέσως όμως κατάλαβα ότι ο Ρούκυ ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ένα παιδί που την ώρα του πρώτου του μπάνιου ο Θεός το έλουσε με ένα ιδιαίτερο φως. Μια μέρα μου είπε το εξής: Αν πεθάνω, θέλω να γυρίσω στην κοιλιά της μαμάς».
«Γιατί άραγε πέθανε αυτό το παιδί…»
Θα αναρωτηθεί η σαλεμένη μητέρα του, μετατρέποντας σε μαυσωλείο το δωμάτιο με τα βραβεία του νεκρού.
Κι ο αδελφός του Άκιρα: «Ίσως βέβαια να ήταν θέμα μαθηματικής δεινότητας. Δεν επρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό- ο Ρούκυ κουβαλούσε επάνω του την ιδιαίτερη εκείνη λάμψη των επιλέκτων. Σαν μια γραμμή φωτός από τον ουρανό να τον είχε βάλει στόχο της, αυτόν και μόνο, και να είχε χυθεί επάνω του. Ήταν σαν να δημιουργούσε στους ανθρώπους την επιθυμία να τον πλησιάζουν για να λουστούν σ’ αυτή του τη θέρμη…» Θα της πει για να αναρωτηθεί:
«Το μόνο πράγμα που δεν καταλάβαινα ήταν η στάση του όταν εξηγούσε τη λύση κάποιου δύσκολου προβλήματος, μια στάση σαν να ζητούσε συγγνώμη. Δεν επρόκειτο για ταπεινοφροσύνη ή διαφορετικότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι φανέρωνε ένα αίσθημα ενοχής».
Γι’ αυτό κι επιζητούσε ένα «λάθος», πιο σύνθετο, πιο βαθύ, τόσο αλλόκοτο τελικά και διαφορετικό:
«Το “λάθος” για το οποίο μιλούσε ο Ρούκυ είχε ένα πιο θρησκευτικό νόημα. Ότι δηλαδή ετοίμαζε ο ίδιος εσκεμμένα ένα λάθος για την κάθε μέρα με την ελπίδα ότι αυτή θα κυλούσε κανονικά και ότι έτσι δεν θα ξυπνούσε τα καπρίτσια των θεών».
«Είπε ότι μέσα σε μια μέρα τα λάθη δεν μπορούν να συμβούν για δεύτερη φορά».
Πατώντας από λάθος σε λάθος, εντέλει χάθηκε από την παλιά του ζωή. Για να χαθεί κι απ’ τη νέα, ήδη χαμένος, υπήρξαν ενδείξεις, τώρα θυμάται, αρκετές:
«Είχε την έκφραση κάποιου που βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι, κάποιου που έχει σκοντάψει στη λύση ενός μαθηματικού προβλήματος και δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα πού να ψάξει για καινούργιες ενδείξεις».
Αναζητώντας το πρόσωπο του μεγάλου αγαπημένου η Ρυόκο θα βρεθεί στην Πράγα, στην «πηγή της μνήμης», θα ψηλαφίσει το παλιό μυστικό:
«Ο Χιρογιούκι είχε θυσιαστεί για τη μητέρα του. Όπως το είχε κάνει παιδί παίρνοντας τη θέση του Άκιρα όταν εκείνο είχε σπάσει το στηθοσκόπιο. Είχε μαντέψει το παράπτωμα της μητέρας και είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι το είχε διαπράξει ο ίδιος».
Το φινάλε, ανατρεπτικό και απρόσμενο, διότι «το αίνιγμα του άλλου», ακόμα και ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό.
Όπως δεν τερματίζεται κι η μνήμη, ο χρόνος. Τουλάχιστον όσον αφορά τους ήρωες της Γυόκο, έρωτας, μνήμη, χρόνος, δεν σταματούν πουθενά. Η γέφυρα ενίοτε τους οδηγεί και τους βγάζει και πέρα απ’ τον θάνατο. Στο σκοτεινό κι υγρό «παντού». Στο «πουθενά». Που, όμως, υπάρχει.
Ψυχολογικό, ατμοσφαιρικό, υπαρξιακό θρίλερ, με την μαγεία του παράδοξου να σε κρατά καθηλωμένο διαρκώς.

Με δίψα αναζήτησα ό,τι δικό της, ευγνωμονώντας Librofilo εννοείται σταθερά: «αυτή θα σ’ αρέσει!»
Εννοείται ότι άρχισα απ’ ότι μου είπε: «Ξενοδοχείο Ίρις», ξερή!
«Άρωμα πάγου» (πάγωσα!) (αλήθεια το λέω, με κομμένη την ανάσα, μ’ αφορούσε τόσο, ήξερε αυτός!)
Στον «Παράμεσο» παρ’ ολίγο να πάω να κόψω τον… δικό μου.
Προσμένοντας αγωνιωδώς τα «Η πισίνα των καταδύσων/ Ο κοιτώνας/ Ημερολόγιο εγκυμοσύνης».
Σαφώς πιο αλλόκοτη και παράδοξη από τον Μουρακάμι, διαθέτει την ίδια μαγνητική ατμόσφαιρα, ακόμα μεγαλύτερη δεινότητα ποιητική. Στο χρονικό πλαίσιο, διαφέρουν. Οι ήρωές της είναι παντού και πουθενά, επιδεικτικά το αγνοεί! Εκείνο που δεν αγνοεί είναι η μαγική καθημερινότητα, ο μυστικισμός της την οδηγεί σαν την «Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων», σε φωτεινούς- θεοσκότεινους αντικατοπτρισμούς. Ακολουθώντας, βεβαίως όχι το… κουνέλι, αλλά την ουρίτσα μιας ανάμνησης, ένα κομματάκι χαμένου εαυτού, μια μυρωδιά… Επειδή η ζωή, μάς αποκαλύπτεται στα σημεία. Στη λεπτομέρειά της συγκεντρώνει όλη της τη σοφία η ζωή!


«Κανένας μέσα σ’ αυτό το τεράστιο πλήθος δεν ξέρει τι έκανες εσύ στα πόδια μου».

«ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΊΡΙΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 271, τιμή: 15.50 ευρώ.
Όλα αρχίζουν από «εκείνον τον άντρα», από την πρώτη σελίδα, την πρώτη γραμμή. Η Μαρί και η μητέρα της που έχουν το ξενοδοχείο Ίρις σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, γίνονται μάρτυρες ενός φοβερού ερωτικού καυγά. Μια γυναίκα, πόρνη φαίνεται, κατηγορεί έναν άνδρα ο οποίος αρκείται σε μια φράση: «Σκάσε, πουτάνα».
Για τη νεαρή Μαρί αυτή η φράση (το ηχόχρωμά της μάλλον, ο τόνος φωνής) είναι αρκετή: Να τον αναζητήσει, να τον προκαλέσει, να τον ερωτευθεί. Με έναν τρόπο «αλλόκοτο», παράλογο, παράδοξο, αμφιλεγόμενο και αντιφατικό. Εξάλλου αλλιώς δεν θα ήταν πάθος ή έρωτας (θα ήτο γάμος). Και στη συνέχεια, από περιέργεια ή έλξη θα τον ακολουθήσει παντού. Στο νησί του, στο σκοτεινό μεταφραστικό σύμπαν του, στο παρελθόν του, στις ερωτικές συνήθειές του, στα βάθη του εαυτού της, τα δίχως επιστροφή.
Στην αρένα του πόθου, οι ρόλοι θύτη και θύματος θα εναλλάσσονται και η κορύφωση θα έρθει με την μορφή ενός κωφάλαλου ανεψιού. Η Μαρί- θύμα, θα γίνει για λίγο ο θύτης και το φινάλε θα είναι για όλους συγκλονιστικό.
«Κανένας μέσα σ’ αυτό το τεράστιο πλήθος δεν ξέρει τι έκανες εσύ στα πόδια μου. Κι επίσης δεν υπάρχει κανένας που να ξέρει ότι το αριστερό σου στήθος είναι ελαφρώς πιο μεγάλο, ότι όταν φοβάσαι έχεις τη συνήθεια να πιάνεις αυτόματα το λοβό του αυτιού σου, ότι στη βάση των γλουτών σου έχεις ένα κοίλωμα που μοιάζει με λακκάκι. Πόσο όμορφη ήταν η έκφραση στο πελδινό σου πρόσωπο τη στιγμή που, ασφυκτιώντας, προσπάθησες να με καλέσεις σε βοήθεια. Εγώ είμαι ο μόνος που σε έχει αγγίξει παντού. Μέσα στο πλοίο μηρυκάζω το μυστικό μου και βυθίζομαι στην ηδονή μου».
Ανάμεσα στις σελίδες, πέρα και πίσω από τις γραμμές, ο μυστικός παράφορος κόσμος του έρωτα, η συνενοχή των εραστών. Τα «μυστικά» μου μας καθιστούν ωσεί Θεούς, σημαντικούς κι αθάνατους.
Ερωτική ιστορία που αγγίζει τα άκρα (κι ενίοτε τα προσπερνά), στο δυτικό της θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πασκάλ Μπρυκνέρ εάν οι ιάπωνες δεν διέθεταν τόσο ιδιαίτερα τελετουργικό και αισθησιακό ερωτικό κωδικό. Διότι στις ιστορίες έρωτα του Χαρούκι Μουρακάμι, του Γιούκιο Μισίμα, του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (θυμηθείτε το αριστουργηματικό «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών»), της Υόκο Ογκάουα, το ερωτικό παιχνίδι παίζεται αλλιώς! Θυμηθείτε πως «έφυγαν» Μισίμα και Καβαμπάτα, τη σχέση των συγγραφέων αυτών με τον θάνατο, για να κατανοήσετε γιατί και η σχέση τους με τον έρωτα, δεν γίνεται παρά να είναι αλλιώς!


Τα παπούτσια – εισβολείς: «Κάναμε αυτή τη συζήτηση σαν δυο άνθρωποι που είναι στο κρεβάτι. Εμείς όμως δεν είχαμε πέσει ποτέ μαζί σε πραγματικό κρεβάτι».

«Ο ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 125, τιμή: 9.50 ευρώ.
Και σ’ αυτό το μαγευτικό αφήγημα ξανά ο έρωτας, ξανά οι αναμνήσεις (για να ξεχάσουμε αυτή τη φορά), ξανά η λατρεία των… ποδιών.
Η αφηγήτρια της ιστορίας, χάνει ένα κομματάκι απ’ τον παράμεσο του αριστερού της χεριού, στο εργοστάσιο αναψυκτικών όπου εργάζεται. Τη βασανίζει η μοίρα αυτού του μικρού σωματικού της κομματιού. Αναζητώντας άλλη δουλειά, θα βρεθεί σε ένα παλιό ερημικό οικοτροφείο κοριτσιών 420 δωματίων, που ο κύριος Ντεσιμάρου, ταριχευτής αναμνήσεων, έχει μετατρέψει σε εργαστήριο. Θα γίνει γραμματέας του και βοηθός. Βιώνοντας μια αλλόκοτη μοναχική καθημερινότητα σε έναν παράδοξο χώρο όπου:
«Υπήρχαν πολλά και διάφορα δείγματα. Βολβοί υάκινθου, μαγικά δαχτυλίδια, μελανοδοχεία, κοκαλάκια μαλλιών, καβούκι χελώνας και καλτσοδέτες αναπαύονταν εκεί σε ύπνο βαθύ. Πολύ καιρό τώρα δεν τα είχε αγγίξει χέρι ανθρώπου και είχαν την όψη πραγμάτων εγκαταλελειμμένων στη λήθη. Κάθε φορά που άνοιγα ένα συρτάρι έτρεμαν στον πυθμένα του υγρού των δοκιμαστικών σωλήνων σαν να τα είχα τρομάξει», η αφηγήτρια θα δεχθεί ένα παράξενο δώρο από το καινούργιο της αφεντικό. Ένα ζευγάρι παπούτσια, που αμέσως δένουν όμορφα κι απαλά με το δέρμα. Δεν τα αποχωρίζεται ποτέ.
Όταν ένας ηλικιωμένος στιλβωτής παπουτσιών θα βρεθεί στο εργαστήρι για να της φέρει ένα δείγμα, έκπληκτος θαυμάζοντας αλλά και προειδοποιώντας την, θα της πει:
«Δεν βλέπετε πως τα όρια ανάμεσα στο παπούτσι και το πόδι είναι δυσδιάκριτα; Απόδειξη ότι το παπούτσι είχε αρχίσει να εισβάλλει στο πόδι. Σπανιότατα βρίσκει κανείς τόσο φοβερά παπούτσια. Παπούτσια εισβολείς».
Αλλά έτσι ή αλλιώς, με διαβρωτικό κι αργό τρόπο, έχει ήδη εισβάλει στη ζωή της ο κύριος Ντεσιμάρου. Μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, αλλόκοτη όπως όλοι οι έρωτες της Ογκάουα κι αυτή:
«Στη διάρκεια αυτής της τακτοποίησης η καρδιά μου πήγαινε πάντα να σπάσει. Ήταν η στιγμή που εκείνος αποφάσιζε αν θα με καλούσε στο μπάνιο ή όχι. Είτε μου έλεγε μια μονολεκτική καληνύχτα και ύστερα έφευγε είτε έβαζε την πλατιά του παλάμη στην πλάτη μου και με ωθούσε προς το διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα των λουτρών. Ένα από τα δυο.
Ενώ τακτοποιούσα, και η παραμικρή του κίνηση έκανε τα νεύρα μου να χορεύουν. Δεν αρνήθηκα τις προσκλήσεις του ούτε μια φορά. Η παλάμη του στην πλάτη μου αιχμαλώτιζε σφιχτά όλο μου το σώμα, τόσο που έχανα κάθε βούληση ν’ αντισταθώ. Απ’ την άλλη, ποτέ δεν βρήκα τη δύναμη να τον προσκαλέσω εγώ πρώτη. Ήταν γιατί η μονολεκτική του καληνύχτα έπεφτε τόσο μα τόσο απόμακρη».
Οι «εραστές» της ιστορίες δεν θα βρεθούν ποτέ κανονικά σε ένα κρεβάτι. Η σχέση τους η οποία θυμίζει έντονα την ερωτική σχέση στο «Ξενοδοχείο Ίρις» στα ίδια χνάρια σχεδόν θα φουντώσει και θα κορυφωθεί. Κι όταν μια μέρα εκείνη από τη ζήλια της, απρόσεκτα θα τα κάνει κομμάτια και θρύψαλα όλα, θα ξενυχτίσουν μαζεύοντας ψηφίδα- ψηφίδα τα σύμβολα από μια γιαπωνέζικη γραφομηχανή.
«Εκείνος γονάτισε δίπλα στο αυτί μου και με αγκάλιασε απ’ τους ώμους. Τα μεγάλα ζεστά του μπράτσα μου έδωσαν ευχαρίστηση. Να είμαι κλεισμένη μέσα στην αγκαλιά του χωρίς να μπορώ να κουνηθώ ήταν μάλλον ευχάριστο και καθησυχαστικό. Γιατί ήταν όμορφο ν’ αφήνομαι απλώς να με κάνει ό,τι θέλει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτομαι τίποτε.
- Δούλεψες όλη τη νύχτα για μένα.
- Μμμ, υποδεχθήκαμε μαζί το πρωινό.
Κάναμε αυτή τη συζήτηση σαν δυο άνθρωποι που είναι στο κρεβάτι. Εμείς όμως δεν είχαμε πέσει ποτέ μαζί σε πραγματικό κρεβάτι».
Στο νεφελώδες τοπίο του εργαστηρίου και της σχέσης του, το φινάλε θα ‘ρθει ανατρεπτικό και αυτοθυσιαστικό. Τα παπούτσια – εισβολείς έχουν κάνει ήδη για τα καλά τη δουλειά τους. Ο στιλβωτής θα της το πει σχεδόν ήδη αργά:
«Εγώ δεν σκαμπάζω από δύσκολα, αυτό που ξέρω είναι πως φταίνε αυτά τα παπούτσια. Η διάβρωση που προκαλούν και η διάβρωση που προέρχεται από αυτόν τον κύριο συνδέονται, βλέπετε. Τέλος πάντων, αυτό που μπορώ εγώ να σας πω είναι ότι, αν δεν βγάλετε αμέσως ετούτη τη στιγμή, αυτά τα παπούτσια, δεν θα μπορέσετε ποτέ πια να ξεφύγετε. Θέλω να πω, δεσποινίς μου, πώς με κανέναν τρόπο πια αυτά τα παπούτσια δεν θα αφήσουν ελεύθερα τα πόδια σας».
Αλλά κι εκείνη ήδη θα το έχει αποφασίσει:
«Όμως εγώ δεν έχω πια σκοπό να βγάλω από πάνω μου αυτά τα παπούτσια, μουρμούρισα μετά από μια μεγάλη σιωπή. Δεν θέλω καθόλου να ελευθερωθώ. Θέλω εκείνος να με κλείσει στο εργαστήριο δειγμάτων μ’ αυτά τα παπούτσια στα πόδια μου».
Μια ιστορία έρωτα, χρόνου, μνήμης, σκοτεινή με όρια δυσδιάκριτα, με έναν ερωτισμό διάχυτο και το παράλογο πανταχού παρόν. Με φινάλε ανοιχτό, στο ενδεχόμενο, στο οικειοθελές λάθος, διότι στο αλωνάκι της ελευθερίας μας παραδίδουμε την καρδιά μας, τα… πόδια μας και τον… παράμεσό μας, στα… παπούτσια και στις σκοτεινές ερωτικές διαθέσεις του άλλου.
Αριστούργημα, λέμε!


«Ο άλλος» ως το απόλυτο φετίχ και οι σαρκοβόρες τουλίπες στην γραφή της Ογκάουα που διαθέτει αφή!

«Η ΠΙΣΙΝΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ/ Ο ΚΟΙΤΩΝΑΣ/ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 249, τιμή: 14 ευρώ.
Τρεις νουβέλες εβδομήντα σελίδων η κάθε μία, με την ίδια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που σε απορροφά. Με το ίδιο διφορούμενο ανοιχτό φινάλε στο παράλογο. Τον ίδιο ερωτισμό, αισθησιασμό, την ίδια σκληρότητα και την ίδια αιμορραγούσα ευαισθησία. Με την ίδια φετιχιστική σχέση με τα δάχτυλα, παράξενα αντικείμενα, τον χώρο και τον χρόνο, την ανεπαίσθητη αλλαγή.

«Η ΠΙΣΙΝΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ» είναι το χρονικό μιας εφηβείας. Οι γονείς της αφηγήτριας διευθύνουν ένα ορφανοτροφείο (θυμηθείτε οικοτροφείο στον «Παράμεσο»), κατά συνέπεια μεγαλώνει «σαν ορφανό» ανάμεσα στα ορφανά. Μοναδική διαφορά το ότι ενώ όλοι φεύγουν εκείνη παραμένει: στα αζήτητα πάντα.
Για να αντέξει αυτή τη μοναξιά και την παραξενιά, ερωτεύεται τον Τζουν, έναν όμορφο έφηβο και της αρέσει να τον κοιτάζει στην πισίνα. Και βασανίζει την δίχρονη Ρίε. Χωρίς ηθικούς φραγμούς, με διαρκείς μεταπτώσεις από την άκρατη σκληρότητα στην επώδυνη τρυφερότητα η ηρωίδα, παρακολουθείται από τον Τζουν ενώ τον παρακολουθεί. Το φινάλε, σαν θεία δίκη. Θα χάσει, μάλλον, και τα δυο της… παιχνίδια.
Θυμίζει «Η Κασσάνδρα κι ο λύκος» της Καραπάνου, αλλά είναι πολύ πιο υπαινικτικό, ατμοσφαιρικό, τελετουργικό. Η σκληρότητα των εφήβων δεν μετριέται με κανένα ηθικό κώδικα ή κανόνα.

«Ο ΚΟΙΤΩΝΑΣ» είναι το μυστήριο μιας εξαφάνισης ή μάλλον πολλών. Για να εξυπηρετήσει τον ξαδελφό της η ηρωίδα τον συστήνει σε μια ιδιότυπη φοιτητική εστία. Όλα φθίνουν εκεί. Ο «καθηγητής» (έτσι αποκαλεί τον ιδιοκτήτη) χωρίς χέρια και δίχως αριστερό πόδι, είναι σχεδόν ο μόνος εναπομείνας σε ένα κτήριο που «διαβρώνεται» με τον καιρό. Μαζί με το κτίριο, φεύγει κι εκείνος:
«Σας έχω ήδη μιλήσει γι’ αυτό και το βλέπετε κι εσείς ότι ο κοιτώνας βρίσκεται από κάθε άποψη σε μια διαδικασία ολοσχερούς εκφυλισμού. Βρισκόμαστε στην καρδιά αυτής της διαδικασίας. Για να ολοκληρωθεί ο εκφυλισμός χρειάζεται κάποιο χρόνο. Δεν είναι τόσο άμεσο όσο το πάτημα ενός διακόπτη. Η ατμόσφαιρα του κοιτώνα βαθμιαία διαβρώνεται. Εσείς βέβαια δεν μπορείτε ακόμη να το συλλάβετε πλήρως. Μόνο οι αμέσως εμπλεκόμενοι σ’ αυτήν τη διάβρωση το αισθάνονται. Πού πηγαίνουμε; Όταν το συνειδητοποιήσει κανείς, βρίσκεται ήδη πολύ μακριά. Δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω».
Και η αφηγήτρια όλο αυτό θα χρειαστεί να το συνειδητοποιήσει για τα καλά, κάπως αργά.

Το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ» το οποίο εν τέλει και βραβεύτηκε, είναι εκείνο που με βασάνισε αρκετά. Με ανελέητη ειλικρίνεια και ανοιχτό στο παράλογο γενετήσιο αίνιγμα η Υόκο Ογκάουα ενώνει ζωή και θάνατο μέσα από ένα ημερολόγιο, αριστοτεχνικά. Η αδελφή της εγκυμονούσας βιώνει το θαύμα της ζωής που κυοφορεί τον θάνατο. Παρ’ ό,τι ρεαλιστικά γραμμένο το αφήγημα, ως κεντρική ιδέα παραμένει αλληγορικό. Ο θάνατος μετρά από την ώρα της γέννησής μας, έτσι δεν είναι; Βουλιμίες, ναυτίες, υπερηχογραφήματα, περνούν σχεδόν μεταφυσικά:
«Όμως αυτός που το απαιτεί δεν είμαι εγώ η ίδια. Αυτός που το ζητάει είναι η “εγκυμοσύνη” μέσα μου. Η εγ-κυ-μο-σύ-νη, ναι! Γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Διότι η «εγκυμοσύνη» είναι μια κατάσταση πολλές φορές έξω από μας! Όπως ο πόθος της ή ο φόβος της. Μέγας κι ακατανόητος κι αυτός, οδυνηρός και ηδονικός.

Τρεις νουβέλες – κέντημα με σταυροβελονιά το παράδοξο και καμβά το ήδη γνωστό, καθημερινό.
Με τον έρωτα να πρωτοστατεί, διαφορετικός απ’ ότι τον ξέρουμε.
Με τον χρόνο να κάνει παιχνίδια έξω από το ήδη μετρήσιμο και γνωστό.
Με τον χώρο να εκτείνεται πέρα απ’ το αναγνωρίσμο, πεπατημένο και βιωμένο.
Με τους ήρωες να διακρίνουν και να αισθάνονται και πέρα από τα φαινόμενα.
«Να αισθάνονται», μάλλον αυτό! Διότι η ατμόσφαιρα της Υόκο Ογκάουα είναι αίσθηση, σε καταπίνει μαγεύοντάς σε, διαθέτει αφή! Σαν σαρκοβόρα τουλίπα σε τυλίγει, σε αφομοιώνει, σε εγκιβωτίζει, σε παραλύει! (στον «Κοιτώνα» θα συναντήσει κανείς κι αυτήν!)

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Υόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην επαρχία της Οκαγιάμα.
Αποφοίτησε το 1984 από το Πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκυο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και τέχνες.
Ενώ δούλευε σ’ ένα ιατρικό Πανεπιστήμιο στην Οκαγιάμα, άρχισε να γράφει νουβέλες.
Το 1988 κέρδισε το βραβείο Καιέν για νέους συγγραφείς με τη νουβέλα της «Όταν σπάζει η πεταλούδα».
Η φήμη της μεγάλωσε όταν οι επόμενες δουλειές της «Ο τέλειος θάλαμος αρρώστων», «Η πισίνα των καταδύσεων», «Το τσάι που δεν κρυώνει» και το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης»- ήταν υποψήφιες η μια μετά την άλλη για το βραβείο Ακουταγκάουα.
Το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης» κέρδισε τελικά το βραβείο με το τόσο μεγάλο γόητρο, το 1991, όταν η Ογκάουα ήταν 29 ετών.
Μια από τις πρώτες επιρροές της Ογκάουα ήταν οι γονείς της, που ήταν ευσεβείς σιντοιστές. Στο γυμνάσιο είχε αφιερωθεί στην ποίηση και σε νεαρή ακόμα ηλικία διάβασε πολλά έργα της Μιέο Κανάι και του Χαρούκι Μουρακάμι.
Το ενδιαφέρον της για τον κόσμο του πνεύματος- ιδιαίτερα το σημείο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς- χρονολογείται από αυτήν την πρώτη περίοδο. Το βαθύ της ενδιαφέρον για τέτοια φανταστικά θέματα, ένας αλλόκοτος ερωτισμός και ανομολόγητα συναισθήματα βρίσκουν έκφραση στα τοπία των αφηγημάτων της.
Η Γυόκο Οκάουα ζει με τον άντρα και την κόρη της στο Κουράσικι, μια ιστορική πόλη στην επαρχία της Οκαγιάμα.
Στις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Ο παράμεσος»,
«Η πισίνα των καταδύσεων/ Ο κοιτώνας/ Ημερολόγιο εγκυμοσύνης» και
«Ξενοδοχείο Ίρις». Ενώ ετοιμάζεται το μυθιστόρημά της
«Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή».

14/10/08

Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου

«Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για να είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράψει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια».

Δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία, όταν το 1818 ο νεαρός Σταντάλ βίωνε την απόρριψη από λάθος του, θα αισθανόταν τόσο μα τόσο δυστυχισμένος! Όσο ευτυχισμένοι αισθανόμαστε σήμερα εμείς, διαβάζοντας τις συνέπειες εκείνου του ανολοκλήρωτου, αποτυχημένου και δυστυχισμένου έρωτα.
Και όμως, όταν γνώρισε την Ματίλντε, όλα έδειχναν ότι η Ματίλντε είχε συγκινηθεί, σχεδόν ανταποκρινόταν. Αλλά ο άτυχος (;) Σταντάλ, παρασυρμένος από το πάθος του, επιδεικνύει μια αδέξια και ασυνάρτητη συμπεριφορά και πάει η Ματίλντε!
Η απόρριψη αυτή, ευτυχώς, για μας θα αποβεί… δημιουργική, εφόσον ο απελπισμένος Σταντάλ αναζητά την ανολοκλήρωτη αγάπη του στο χαρτί και μάλιστα συλλαμβάνοντας στις 29 Δεκεμβρίου 1819 και μια «μεγαλοφυή» ιδέα: να καταπνίξει το προσωπικό μέσα στο απρόσωπο και να μιλήσει για το άτυχο πάθος του μέσα από γενικές σκέψεις κι απόψεις!
Κάπως έτσι γράφτηκε λοιπόν το «Περί έρωτος» (εκδόσεις «Πατάκη»), το οποίον δεν είναι παρά μια εξομολόγηση αλλά η κεντρική ιδέα του και το βάσανο, αφορά τους πάντες.
Μικρές μπουκίτσες από ένα χορταστικότατον βιβλίο, και οι ακόλουθες:

«Όποιος δεν ξέρει να κρύβει
δεν ξέρει ν’ αγαπά».

«Κανείς δεν μπορεί να δίνεται
σε δυο έρωτες».

«Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει
εάν δεν παροτρύνεται από
τη βεβαιότητα της αγάπης
(από την ελπίδα ότι θα αγαπηθεί)».

«Δεν αρμόζει να ερωτεύεται κανείς κάποια που θα ντρεπόταν
να την παντρευτεί».

«Η πολύ εύκολη επιτυχία στερεί γρήγορα τον έρωτα από την γοητεία του: τα εμπόδια του δίνουν αξία».

«Ο νέος έρωτας διώχνει το παλιό».

«Η αληθινή ζήλια δυναμώνει πάντα
το αίσθημα του έρωτα».

«Τίποτα δεν εμποδίζει να αγαπιέται
μια γυναίκα από δυο άντρες
κι ένας άνδρας από δυο γυναίκες».

Περισσότερα, όμως, «Περί έρωτος» και Σταντάλ (το πραγματικό του όνομα ήταν Henri Beyle) προσεχώς. Κι όσοι δεν έχετε διαβάσει το «Κόκκινο και το μαύρο» ας μην καθυστερείτε!

9/10/08

Η ζωή είναι ωραία / σκοτώνομαι να σας το πω / λέει το λουλούδι και πεθαίνει

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ

Εσάς
δεν σας κοιτώ
ούτε η ζωή μου σας αφορά
αγαπώ ό,τι αγαπώ
και μόνο αυτό κοιτώ
και μ’ αφορά
αγαπώ όσους αγαπώ
αυτούς κοιτώ
μου δίνουν το δικαίωμα.


ΟΙ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Εγώ είχα μια λάμπα
κι εσύ τη φλόγα σου
ποιος πούλησε το φυτίλι.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΣΑΣ

Στη Φλοράνς

Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από το κύμα χαϊδεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
Η ομίχλη του Σεπτέμβρη
πλανιέται πίσω από τα δέντρα
ένα πράσινο λεμόνι είναι ο ήλιος
Και η φτώχια
μέσα στο άδειο της αμάξι
που το σέρνουν τρία κατάξανθα παιδιά
τα ερείπια διασχίζει
και πάει προς τη θάλασσα
Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από το κύμα χαϊδεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
Με τα βαρέλια της τα σιδερένια
τα κομμάτια από μπετόν
σαν ψόφιο σκυλί
ανάσκελα
η λέμβος του Ναυαρχείου
στέκει ακίνητη στα βότσαλα
Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο χαϊδεμένα
Ήλιε
λεμόνι πράσινο παρασυρμένο από το χρόνο
η φωνή τη σειρήνας
είναι μια φωνή παιδιού.


Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

Στην Σεσίλ Μιγκέλ

Πορτοκάλια της πορτοκαλιάς
λεμόνια της λεμονιάς
ελιές της ελιάς
βατόμουρα της βατομουριάς
Μυστήρια μεγαλοπρεπή και καθημερινά

Η ζωή είναι ωραία
σκοτώνομαι να σας το πω
λέει το λουλούδι και πεθαίνει

Χωρίς ν’ απαντήσει στο λουλούδι
ο άντρας διασχίζει τον κήπο
ο άντρας διασχίζει το δάσος
χωρίς ν’ απευθύνει ποτέ στο σκύλο του το λόγο
επιβίωση πράσινη
Το ρόδι σκάει
για τη δίψα
το σύκο πέφτει για την πείνα
το άνθος της αγκινάρας
στον ουρανό του πρωινού
ρίχνει τη βιολετιά κραυγή του την περιφρονημένη
Μόνο για το χρώμα
μόνο για την ομορφιά

Ακέραια μυστικά
πασίγνωστο αριστούργημα της φυσικής ιστορίας

Ο κόσμος της Σεσίλ Μιγκέλ

Ήταν εκεί
παρούσα
στο δυνατό φως
Το τοπίο ρίχτηκε πάνω της
και της είπε
πως ερωτευμένο ήταν μαζί της

Είναι αλήθεια σ’ αγαπώ
είπε η Σεσίλ Μιγκέλ
και μέσα στους πίνακές της
το υπόγειο νερό των Alpes-Maritimes
ψιθυρίζει πως κι αυτό την αγαπά.


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΡΟΜΠΟΤ

Ένας άντρας γράφει στη γραφομηχανή ένα γράμμα ερωτικό και
η μηχανή απαντά στον άντρα και με το χέρι και στη
θέση της παραλήπτριας
Είναι τόσο τελειοποιημένη η μηχανή
η μηχανή που πλένει τα τσεκ και τα ερωτικά γράμματα
Και ο άντρας άνετα εγκατεστημένος στη μηχανή όπου μένει διαβάζει στη
διαβαζομηχανή του την απάντησή της γραφομηχανής του
Και στην ονειρομηχανή του με την αριθμομηχανή του αγοράζει μια
ερωτομηχανή
Και στη μηχανή για να πραγματοποιεί τα όνειρά του κάνει έρωτα στη
γραφομηχανή στην ερωτομηχανή
Και η μηχανή τον απατά με ένα μαραφέτι
ένα μαραφέτι να πεθαίνεις στα γέλια.


ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!
(Μπαλέτο)

Το σκηνικό παρουσιάζει ένα σπίτι, ένα νεκροταφείο κι ένα σαλόνι τσαγιού.

- Ω, έχασα τη γυναίκα μου! τραγουδάει και χορεύει ο χήρος απαρηγόρητος,
ιλαρός κι απελπισμένος, με νεύρα σπασμένα και μπαλωμένα.
- Ο άντρας μου μ’ έχασε! Τραγουδάει και χορεύει η γυναίκα, η νεκρή του
ζωντανού, χαμογελαστή, αδιάφορη, αλλά πάντοτε θλιμμένη όπως και στο
παρελθόν.
- Ο άντρας μου με έχασε, που ποτέ δεν με είχε βρει! Δεν έχει λόγο να
παινευτεί. Ακόμα κι αν ήταν ο ίδιος που με είχε χάσει, θα μπορούσε ποτέ να με σώσει;
Και χορεύουν δεξιά κι αριστερά, κοντά στο νεκροταφείο, κοντά στο σαλόνι του
τσαγιού, και μαζί και χώρια, μαζί, όπως κοιμόνταν, ονειρεύονταν και
ξυπνούσαν, καθένας απ’ την κακή του την πλευρά.
Αν και η μουσική είναι ωραία το μπαλέτο δεν είναι εύθυμο.


Ζακ Πρεβέρ, σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.


ΥΓ. Θα κυκλοφορήσει προσεχώς με προλόγους, έκπληξη.
Όπως ήταν μεγάλη έκπληξη και για μένα, αυτός ο παλιός αγαπημένος.
Ό,τι αγαπήσαμε, εξακολουθούμε ν’ αγαπάμε συνήθως, έστω και λάθος μεταφρασμένο. Σκαλώνουμε στα λάθη μας, εγκλωβιζόμαστε σαν μυγάκια σ’ αυτά. Ο Γιάννης με έκανε να τον «διαβάσω» αλλιώς, να τον αγαπήσω ξανά, πολύ και με πάθος.
Πολιτικός, αισθαντικός, καθημερινός, υπερβατικός, «μυστικιστής» όπως λέει η φίλη μου, ερωτικός, ατμοσφαιρικός, ειρωνικός, σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός, δύσκολος σαν κάθε τι το αυτονόητο, απλός σαν φυσικό φαινόμενο, άλλος κι άλλος κι άλλος αναλόγως με την εποχή μας, την οπτική μας, με αυτό που γίναμε, με αυτό που αντέξαμε, με αυτό που επιτρέψαμε να τερματίσει μαζί μας.
Ανοιχτός σαν παιδί, σαν ζωή, σαν σοφός.
Δροσερός και καυτός, καταπραυντικός κι αφόρητος, κρυστάλλινος αλλά ταυτοχρόνως και τόσο πυκνός, ασκητικός και βασιλικός, μοναχικός αλλά τόσο αναγκεμένα ερωτικός, δοτικός και μοναχικός, ένα παιδί γερασμένο που παίζει και ξανανοιώνει. Κι αυτό κι εμείς μαζί του!
Καλειδοσκοπικός, σάρκινος και οικείος, αέρινος και γεμάτος ύδατα, βαδίζει σ’ αυτά, μας βυθίζει, σωσίβιο γίνεται, «στο κερένιο μουσείο της θύμησης», «στη στοά των αποτυχημένων σχεδίων».
Έτσι ή αλλιώς,
«η ζωή είναι ωραία
σκοτώνομαι να σας το πω
λέει το λουλούδι και πεθαίνει».

ΥΓ2: Αυτό εδώ εγώ πώς το ξέχασα, ε;

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΤΕ

Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή μέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ’ αγαπώ
Να τι της τραγουδούσε

Η καρδιά της είχε ψυχραθεί
θα ‘θελα ν’ αγαπάς μονάχα εμένα

Της έλεγε πως τρελός ήταν γι αυτήν
και πως αυτή πολύ λογική ήταν μαζί του

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή

Βέβαια
αν σου λέω σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου
σ’ αγαπώ και για να ζω
Όμως δε θέλω να πω πως μόνο εσένα αγαπώ
πως δε θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δε μ’ αρέσει να γελώ
και πως απ’ τα τρυφερά παράπονά σου το χαμόγελό σου προτιμώ

Ν’ αγαπάς μονάχα εμένα
λέει αυτή
ή δεν αξίζει αλλιώς

Προσπάθησε να καταλάβεις

Να καταλάβω δεν μ’ ενδιαφέρει

Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία να καταλάβεις
σημασία έχει να ξέρεις

Δεν θέλω τίποτα να ξέρω

Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία να ξέρεις
σημασία έχει να ζεις να είσαι να υπάρχεις

Δεν υπάρχουν όλ’ αυτά
εγώ θέλω να μ’ αγαπάς
μονάχα εμένα ν’ αγαπάς
αλλά θέλω να σ’ αγαπούν κι οι άλλες
κι εσύ τότε για χάρη μου
αυτές να τις αρνείσαι

Πλεονέχτρα τρομερή

Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι

Καλά λέει τότε αυτός και φεύγει

Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή μέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα

Δεν είναι ανάγκη να ξανάρθω


Τις βαλίτσες του απ’ το παράθυρο τις πέταξε
κι αυτός είναι στο δρόμο
με τις βαλίτσες μόνος

Να τώρα είμαι ολομόναχος σαν σκύλος στη βροχή
έπειτα βλέπει πως δεν βρέχει
κρίμα
δεν πέτυχε πολύ
τελικά δεν γίνεται κάθε βράδυ να ‘χει χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα δραματικό όπως το επιθυμήσαμε
Ο άντρας αφήνει τις βαλίτσες να πέσουν κάτω
τα πουκάμισα η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
τα μπουκαλάκια με τις πομάδες
και με τα χέρια στις τσέπες
το γιακά της καπαρντίνας σηκωμένο
χώνεται στην ομίχλη
ομίχλη δεν υπάρχει
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Τα υπάρχοντά μου αφήνω χώνομαι στην ομίχλη

Υπάρχει λοιπόν ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται το μεγάλο του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνά μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνά μια άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου πίσω από μια αφίσα είναι
ένας ιερέας
και το πλήθος φεύγει το φως σβήνει ο παπάς μένει εκεί

Τι δουλειά έχει ο παπάς πίσω απ’ την αφίσα

Καθώς ο άντρας τον κοιτάζει ο παπάς χάνεται
μα κάπου-κάπου ο παπάς βγάζε τα κεφάλι
σαν τον μικρό καπουτσίνο που έχουν τα πολύ παλιά βαρόμετρα
ένα κεφάλι κίτρινο και πλατύ σαν άρρωστο φεγγάρι
σαν μπαγιάτικο ασπράδι αυγού μέσα σε πιάτο βρώμικο
Και τελικά

εμένα τι με νοιάζει
Αυτό το σινεμά
το νάιτ κλαμπ μπορεί να είναι
του παπά

Αλλά ο Παπάς βγάζει μια φωνούλα
σαν γυναικούλα που τη σφάζουν
σαν σκυλάκι που πεθαίνει
στου Λονδίνου την ομίχλη
τη νύχτα μέσα στο Παρίσι
ο άντρας φεύγει τρέχοντας

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
απ’ το μεγάλο του έρωτα κυνηγημένος.

3/10/08

Το φιλμάκι μιας ξεχασμένης εποχής

«ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ», Επιλογή- μετάφραση: Δημήτρης Αθηνάκης, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 200, 16 ευρώ.

Το μότο στην εισαγωγή του μεταφραστή και ανθολόγου Δημήτρη Αθηνάκη, ενδεχομένως και να είναι το κλειδί:
«Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άρρωστοι. Ωστόσο, λίγοι μόνο γνωρίζουν ότι αυτό είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να είναι περήφανοι. Αυτοί είναι οι ψυχαναλυτές» Karl Kraus (1874-1936).
Και στις «Ιστορίες ψυχοθεραπείας» το πουλοβεράκι της ψυχανάλυσης γυρισμένο ανάποδα. Διότι ό,τι δεν είναι σωτηρία, θεραπεία, αναγκαιότητα, μαγεία, υγεία αλλά μόδα, αποτελεί με τη σειρά του μια καινούργιας μορφής νεύρωση.
Η επιλογή των διηγημάτων, σοφή. Εμπεριέχει αριστοτεχνικά όλες τις περιπτώσεις: «Ψυχαναλυτές με προβλήματα ψυχικά, ψυχαναλυτές- σχιζοφρενείς, ψυχαναλυτές δολοφόνοι, ψυχαναλυτές – ψυχαναλυτές. Κι απ’ την άλλη, ψυχαναλυόμενοι από περιέργεια, ψυχαναλυόμενοι από βαριεστιμάρα».
Τα «περιστατικά», όχι αλά Γιάλομ, δηλαδή ένας ψυχίατρος – ψυχαναλυτής μετατρέπει σε λογοτεχνία την πείρα του, αλλ’ ούτε και αλά Σομόθα, ο ψυχίατρος που χρησιμοποιεί την γνώση του για το παρελθόν και την ψυχανάλυση και την κάνει πράξη στη νέα τάξη πραγμάτων, αλλ’ όπως τα βλέπει ο συγγραφέας –παρατηρητής. Δίχως να παίρνει σαφή θέση, περιγράφοντας πράξεις και έργα τόσο εκείνου που βρίσκεται στο ντιβάνι όσο και τ’ άλλου που τον ατενίζει ψύχραιμα; με επίγνωση; ταυτιζόμενος; από την θεραπευτική ή εξουσιαστική πολυθρόνα.
Όποιος αρέσκεται σε ορθόδοξες ιστορίες ψυχανάλυσης θα απογοητευθεί. Παρ’ ό,τι στις σελίδες του εμπεριέχονται πολλές πικρές αλήθειες. Αλλά όποιος λατρεύει το στυλ, την οξυδερκή ματιά και το δικαίωμα στο διαφορετικό ύφος και ήθος, δεν γίνεται παρά να ενθουσιαστεί.
«Η Μεταβίβαση» του Peter Collier θίγει την διαδικασία ψυχανάλυσης από συνήθεια. Διασαφηνίζοντας πλήρως τον ψυχαναλυτικό όρο του τίτλου. Ο Άνταμ γιος που γίνεται πατέρας και μεταφέρει τις παιδικές του νευρώσεις και συνήθειες ως καλός κι ευπειθής σκυταλοδρόμος.
Στον «Ευγενή κύριο» της Martha McPhee η διαδικασία της ψυχανάλυσης γίνεται από βαριεστημένη περιέργεια. Γυναίκες στα απύθμενα βάθη της ανίας και στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, πέφτουν θύμα στον πρώτο τυχόντα.
Στα «Φανταστικά προβλήματα» της Francine Prose, παρακολουθούμε έκθαμβοι την κηδεία ενός χάμστερ του Μερφ, διότι ο θεραπευτής της Μπεθ ισχυρίζεται ότι «η οικογένεια έχει ανάγκη από μια πένθιμη ιεροτελεστία».
«Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής» του Jonathan Baumbach θίγει ένα φλέγον ζήτημα της ψυχαναλυτικής σχέσης, στην περίπτωση που αυτή γίνει έρωτας και σεξουαλική εμμονή. Έτσι η Μελίντα θα φέρει τα επάνω- κάτω στη ζωή του ψυχαναλυτή της.
«Το σοκ της ευτυχίας» του Charles Baxter, τολμά και θίγει μια μεγάλη αλήθεια: «Δεν γουστάρω να πάνε όλα καλά!» «Δεν γουστάρω να είμαι καλά. Το καταλαβαίνεις; Το ευχαριστιέμαι», υπεραμύνεται της δυστυχίας της η Χάριετ.
Και στο «Τρελός για σένα» ο James Gorman σε εβδομάδα απεργίας των ψυχιάτρων, βάζει τους ασθενείς σε ρόλο ψυχαναλυτή, εναλλάσσοντας ρόλους. Έτσι «ο Τζακ, ο καταθλιπτικός, είναι ο Ψυχίατρος-για-μια-Μέρα».
«Ο ασθενής» της Barbara Lawrence είναι το χρονικό της υποτροπής σε μια περίπτωση ψυχοθεραπείας.
Και «Ο καλός Σαμαρείτης» του Steven Barthelme έχει ως ήρωα έναν ψυχαναλυτή- σχιζοφρενή, ο οποίος ωσεί Θεός, σκοτώνει διότι έτσι νομίζει ότι… λυτρώνει.
Οι ιστορίες, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής στην εξαιρετικά οξυδερκή εισαγωγή του «δεν αποτελούν κριτική στη ψυχοθεραπευτική διαδικασία. Αποτελούν, ίσως, ένα μικρό σχόλιο απέναντι στην αναζήτηση του νοήματος της ζωής, με οποιονδήποτε τρόπο». Κι αναζητούν όπως εν γένει η λογοτεχνία ή η τέχνη σ’ αυτή τη ζωή, το αίνιγμά της, το αίνιγμά μας, το πιο βαθύ, κρυμμένο και μεταφορικό μυστικό της. Εκείνο που «είναι» κι όλο το χάνουμε εκεί που νομίζουμε ότι να «μήλο», «αχλάδι», «πορτοκάλι», το έχουμε πια «του χεριού».
Το συγγραφικό ύφος αλλάζει και ποικίλει από ιστορία σε ιστορία. Άλλη ημερολογιακή (Τρελός για σένα), με θεατρικούς διαλόγους (Η ψυχοπαθολογία της καθημερινής ζωής), μονολόγους (Ο καλός Σαμαρείτης) ή ασθματική παραληρηματική γραφή (Μεταβίβαση), νατουραλιστικές (Φανταστικά προβλήματα) ή αλληγορικές και υπερβατικές (Ο ευγενής κύριος), περισσότερο από την διαδικασία της ψυχανάλυσης, θέτουν στο στόχαστρο την σημασία και την αντίφαση της ύπαρξης. Διότι εκτός από το νόημα που θα βρεθεί «στο ντιβάνι», θα βρεθεί και το μικρό, πεπερασμένο, χαώδες ταξίδι μας σ’ αυτή τη ζωή. Ο νόμος της εντροπίας και η εμμονή μας σε ό,τι μάθαμε, και ας μας ταλαιπωρεί, ας μας κρατά σιδηροδέσμιους στην Κόλαση, ας μας βασανίζει.
Θα πρέπει, κλείνοντας, να τονίσουμε την εξαιρετική δουλειά του ανθολόγου- μεταφραστή. Με την επιλογή του ο Δημήτρης Αθηνάκης φαίνεται να καλύπτει όλο το χαοτικό, ψυχαναλυτικό φάσμα. Διότι η ψυχανάλυση, όπως και η επανάσταση, αποτυγχάνει όταν γίνεται από ατελείς κι ασθενείς και διαταραγμένους ανθρώπους.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:
Peter Collier: Ένας απ’ τους γνωστότερους πολιτικοποιημένους συγγραφείς της Αμερικής.
Martha McPhee (1964-): Από τα πρώτα της μυθιστορήματα κατέκτησε το αμερικάνικο κοινό.
Francine Prose (1947-): Βιβλία της έχουν προταθεί για σημαντικά αμερικανικά βραβεία, ενώ άλλα έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη ή έχουν διασκευαστεί ως μιούζικαλ για το θέατρο.
Jonathan Baumbach (1933-): Συγγραφέας 14άρων μυθιστορημάτων και πάνω από ογδόντα ιστοριών.
Charles Baxter (1947-): Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
James Gorman (1949-): Έχει γράψει πολλά βιβλία και εκατοντάδες άρθρα, κυρίως για το Discover και τους New York Times.
Barbara Lawrence (1930-): Ξεκίνησε ως μοντέλο, συνέχισε ως ηθοποιός και σήμερα εργάζεται ως μεσίτρια στο Μπέβερλι Χιλς. Έχει ζήσει χρόνια στη Νότιο Αφρική, εμπειρία που χρησιμοποίησε σε βιβλία της.
Steven Barthelme (1947-): Συγγραφέας- επηρεασμένος από τον μοντερνισμό και τον ρεαλισμό- πολλών διηγημάτων και δοκιμίων, καθώς και καθηγητής του University of Southern Mississippi.

ΥΓ. Φανατική της… ψυχανάλυσης, δεν ξεχνώ ποτέ τον ειλικρινέστατο Λαζόπουλο σε μια εκπομπή. Έκανε κάτι με τον Φρόυντ στο θέατρο. Η δημοσιογράφος τον ρωτά:
«Εσείς, έχετε κάνει ψυχανάλυση;»
«Και έχω κάνει και κάνω. Το φιλμάκι της παιδικής μας ηλικίας, μονάχα ένας ψυχαναλυτής μπορεί να το κάνει να ξαναπροβληθεί».

Και ΣΕ ΑΥΤΟ το φιλμάκι, ξέρετε, έχουν κριθεί τα πάντα, εκτός και αν αποφασίσουμε να…ξαναβάλουμε τα ρούχα στην ντουλάπα εμείς! Διότι ούτε λόγος: είμαστε ανελέητα ελεύθεροι: στην καθήλωση, στην επιτυχία, στην αποτυχία, στη χαρά, στον πόνο, στην ψεύτικη ή αληθινή ζωή! Καταδικασμένοι σε ό,τι θελήσουμε (αλλά αυτή η «ζώνη των επιθυμιών» είναι πολύ βαθιά! Σε σημείο που μας πείθει ώρες- ώρες ότι εκπορεύεται από άλλους! Ή από δυνάμεις άλλες, ανεξακρίβωτες και σκοτεινές!)

Μπαλάκι η ζωή μας, και το πετάμε. Σε όποιον τοίχο γουστάρουμε εμείς.