28/2/12

Mαρία Ξυλούρη: Πώς τελειώνει ο κόσμος

Η Μαρία Ξυλούρη ονειρευόταν να γίνει συγγραφέας από πολύ μικρή. Το πρώτο της μυθιστόρημα “Rewind” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Καλέντη” το 2009 υπήρξε υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού “Διαβάζω”. Τον Δεκέμβριο του 2011 τιμήθηκε με μία από τις τρεις υποτροφίες συγγραφής που απονεμήθηκαν κατά τη διάρκεια του 1ου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, που διοργάνωσε το ΕΚΕΒΙ. Κι έτσι η Μαρία που γεννήθηκε στην Κρήτη τον Μάρτιο του 1983 και σπούδασε Ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο συνεχίζοντας μεταπτυχιακές σπουδές, ετοιμάζει για τον Φεβρουάριο και το δεύτερο μυθιστόρημα. “Πώς τελειώνει ο κόσμος” ο τίτλος, από τις εκδόσεις Καλέντη, κι αυτή τη φορά.


Πώς τελειώνει ο κόσμος”, Μαράκι, τελειώνει ο κόσμος, δηλαδή;


Σύμφωνα με το βιβλίο, ο κόσμος τελειώνει καθημερινά: αν θεωρήσουμε ότι κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος, ένα μικρό ιδιωτικό σύμπαν, τότε κάθε θάνατος, κάθε χωρισμός, είναι το τέλος ενός κόσμου' ενός κόσμου ο οποίος σβήνει οριστικά όταν χαθεί κι ο τελευταίος άνθρωπος που έχει ν' αφηγηθεί μια ιστορία του. Φυσικά η ζωή συνεχίζεται παρόλα αυτά' κι αυτό ακριβώς- το πώς η ζωή, παρά τις απουσίες, παρά τις απώλειες, συνεχίζεται- βασανίζει τους ήρωές μου.


Το ήταν εκείνα που δημιούργησαν το “Rewind” και τι όσα δημιουργούν το “Πώς τελειώνει ο κόσμος”;


Το πώς γεννιέται μια ιστορία εξακολουθεί να μου είναι μυστήριο σε μεγάλο βαθμό. Μάλλον το μυαλό μου, χωρίς να το συνειδητοποιώ ολότελα, καταγράφει ένα σωρό πράγματα, από ιστορίες μισακουσμένες στο τρόλει μέχρι διαβάσματα κι ακούσματά μου, και κάποια στιγμή όλα αυτά τα συνθέτει σε μια νέα ιστορία προσπαθώντας να βάλει μια τάξη στο χάος' μ' άλλα λόγια, ίσως είναι μια προσπάθεια να καταλάβω τον κόσμο. (Ένας από τους ήρωες του καινούργιου βιβλίου ισχυρίζεται ότι το να γράφεις είναι μια απόπειρα ν' απλουστεύσεις τον κόσμο).

Υπάρχει και μια ιδιαιτερότητα στη διαδικασία της δημιουργίας των δύο βιβλίων, επειδή αν και το Rewind εκδόθηκε πρώτο, στην πραγματικότητα γεννήθηκε από το “Πώς τελειώνει ο κόσμος”. Εξηγούμε: το Πώς τελειώνει ο κόσμος είναι μια ιστορία που γράφω και ξαναγράφω από πολύ μικρότερη – από τα 17 μου, νομίζω- και για πολύ καιρό ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν το πρώτο μου βιβλίο. Μόνο που δεν κατάφερα να το γράψω ακριβώς όπως το είχα στο μυαλό μου: το αποτέλεσμα, όσο κι αν δυσκολευόμουν να το παραδεχτώ, ήταν πάντα κακό. Οπότε το έβαλα στην άκρη και ξεκίνησα να γράφω το Rewind για να μπορέσω να επιστρέψω αργότερα στο “Πώς τελειώνει ο κόσμος”- το οποίο τότε είχε άλλο τίτλο, για να μην πω ότι ήταν ένα εντελώς άλλο βιβλίο- με πιο καθαρό μυαλό και με περισσότερη εμπειρία. Αυτός είναι κι ένας λόγος που μερικοί ήρωες περνούν απ' το ένα βιβλίο στο άλλο. Κι είναι, επίσης, ο βασικός λόγος που αποκαλώ το Rewind πρόβα μυθιστορήματος και όχι μυθιστόρημα.

Φυσικά, όταν επέστρεψα στο “Πώς τελειώνει ο κόσμος”, αναγκάστηκα να ξεχάσω τις προηγούμενες εκδοχές του και να το ξαναδουλέψω από την αρχή. Όπως και να έχει, δε θα μπορούσα να το γράψω χωρίς το Rewind.


Τι είναι αυτό που οδηγεί ένα νεαρό κορίτσι στην αφύσικη διαδικασία της γραφής;


Γράφω από πολύ μικρή, ονειρευόμουν να γίνω συγγραφέας σχεδόν απ' όταν έμαθα να γράφω και να διαβάζω, και η Μαρία που γράφει είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αυτής που αναγνωρίζω ως εαυτό μου. Οπότε, αφύσικο ή όχι, είναι μέρος της ταυτότητάς μου. Ξέρω πολύ καλά ότι είτε συνεχίσω να γράφω, είτε όχι, ιστορίες θα συνεχίσουν να γράφονται από άλλους' δεν θα σταματήσει ο κόσμος να υπάρχει' το πώς θα μπορέσω να υπάρξω εγώ, όμως, χωρίς να γράφω είναι κάτι που δυσκολεύομαι να το φανταστώ. Εξ ου και για ν' απαντήσω στην ερώτηση “Γιατί γράφεις;” αναγκάζομαι να καταφύγω σε μια απάντηση κλισέ: Γράφω γιατί δεν μπορώ να μη γράφω.


Τι χάνουμε και τι βρίσκουμε γράφοντας;


Δεν νομίζω ότι γράφοντας έχω καταφέρει να βρω απαντήσεις. Τουλάχιστον, όμως, μου δίνω τον χώρο και τον χρόνο να βάλω σε τάξη τις ερωτήσεις και τις αμφιβολίες μου και να το διασκεδάσω και λίγο- συχνά, μιλώντας για τις δυσκολίες του να γράφεις, ξεχνάμε ότι είναι και πολύ διασκεδαστικό. Οπότε, ναι, είναι δύσκολο να κλείνεσαι γράφοντας ενώ έξω η ζωή τρέχει, να σε χάνουν για καιρό οι φίλοι σου, να μην κοιμάσαι αρκετά, να πρέπει να συμβιβάσεις τις απαιτήσεις του συγγραφέα και τις απαιτήσει του ανθρώπου λες κι είναι δυο διαφορετικοί άνθρωποι στο ίδιο σώμα, είναι όμως υπέροχα δύσκολο.


Υπάρχει ακριβές τελετουργικό γραφής;


Χρειάστηκε να μου ξανακάνουν αντίστοιχη ερώτηση για να συνειδητοποιήσω ότι εδώ και χρόνια γράφω κυρίως στο τραπέζι της κουζίνας' για λόγους που δεν κατανοώ, το γραφείο δεν μου είναι και τόσο ελκυστικό. Σε εποχές που δεν δούλευα μπορεί να ξεκινούσα να γράφω στις δέκα το πρωί και να σταματούσα στις έντεκα το βράδυ. Πλέον οι ώρες που γράφω αναγκαστικά εξαρτώνται από το ωράριο της “πρωινής μου δουλειάς” (άρα: πολλά ξενύχτια, πολλά σαββατοκύριακα κι ακόμα περισσότεροι καφέδες). Ξεκινάω πάντα με τετράδιο και στιλό' ο υπολογιστής μπαίνει στην εξίσωση πολύ αργότερα, και τότε αρχίζει ένας εξαντλητικός κύκλος εκτυπώσεων και διορθώσεων. Αυτός ο κύκλος είναι για μένα ένα εξαιρετικά κρίσιμο στάδιο της όλης διαδικασίας: πιστεύω ότι τα βιβλία γράφονται στο ξανακοίταγμά τους.


Έχεις επισημάνει συγγραφικές σου εμμονές;


Προς το παρόν θα έλεγα ότι στα κείμενά μου υπάρχει πάντα η σκιά του θανάτου, της απώλειας γενικώς, κι ακόμα, η ίδια η διαδικασία της ανάγνωσης κι η σχέση μας με αυτήν- στο Rewind, για παράδειγμα, καθοριστικό ρόλο για τον Πέτρο παίζει η ανάγνωση ενός κειμένου της μητριάς του, κείμενο που αρχικά τουλάχιστον δεν γνωρίζει αν είναι διήγημα, γράμμα ή ημερολόγιο. Επιπλέον, με απασχολεί ο εαυτός ως αφήγηση: το πώς, δηλαδή, φτιάχνουμε αυτό που αναγνωρίζουμε ως εαυτό σαν μια ιστορία, την ίδια ώρα που οι άνθρωποι γύρω μας φτιάχνουν για μας τη δική τους αφήγηση, συχνά διαφορετική από τη δική μας, καθώς και τα σημεία τομής αυτών των αφηγήσεων. Ο Πέτρος προσπαθεί να συμπληρώσει την αφήγηση του εαυτού του, ν' ανακαλύψει στοιχεία της ιστορίας του που αγνοεί' ενώ ένα από τα βασικότερα προβλήματα του Δημήτρη από το καινούργιο βιβλίο είναι ότι δεν έχει ένα τέλος για την ιστορία της αδελφής του, της Άννας' κι αυτό γενικεύεται σε όλη του τη ζωή: Τι σημαίνει ότι τελειώνει ένας άνθρωπος ή μια ιστορία; Πότε τελειώνει ο άνθρωπος, και πότε η αφήγησή του, η σκιά που αφήνει πίσω του;



Το προσωπικό της ιστολόγιο είναι: "Δωμάτιο Πανικού" (http://mxilouri.wordpress.com)

22/2/12

Κάτι θα δεις, θα γίνει...

Και εγένετο κρατικό βραβείο!
Είναι ο βραβευμένος πλέον συνάδελφος του διπλανού γραφείου. Ο Χρήστος
Οικονόμου, δημοσιογράφος του «Εθνους», απέσπασε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος με το έργο του «Κάτι θα γίνει, θα δεις». Και ήταν μόλις η δεύτερη
εκδοτική προσπάθειά του.
Πρωτόγραψε το 2003 μια συλλογή με διηγήματα, με τίτλο «Η γυναίκα στα
κάγκελα». Εκδόθηκε από τα «Ελληνικά Γράμματα», ο Χρήστος Οικονόμου αμέσως
δημιούργησε αίσθηση. Γλώσσα ευαίσθητη και σκληρή και ένας νατουραλισμός που τότε
ήταν και δεν ήταν ακριβώς η ζωή μας. Επτά χρόνια μετά και ενώ η δημοσιογραφία
πάντοτε υπήρχε και όλα έδειχναν ότι τον κέρδιζε, η δεύτερη συλλογή του με
διηγήματα το 2010 «Κάτι θα γίνει, θα δεις» από τις εκδόσεις «Πόλις» αυτήν τη
φορά, ήρθε και εξαρχής τα σάρωσε όλα. Υποψηφιότητα στα βραβεία του περιοδικού
«Διαβάζω», τους κριτικούς να μιλούν για ένα ταλέντο αναμφισβήτητο και για γραφή
στιβαρή, τον Κώστα Μουρσελά φανατικό αναγνώστη να τον συστήνει σε όλους και το
Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ως επιστέγασμα τελικά όλων αυτών.

Συνδυασμός. Η ζωή του Χρήστου Οικονόμου κινείται μεταξύ
δημοσιογραφίας και συγγραφής.
Ο ίδιος ο συγγραφέας, στη συχνή πια ερώτηση «Χρήστο, κάτι θα γίνει, έγραψες,
τελικά τι ήταν εκείνο που έγινε» απαντά. «Εγινε ότι έγραψα μια χούφτα διηγήματα
που νόμιζα ότι θα τα διαβάσω εγώ, η γυναίκα μου και δυο-τρεις άλλοι, αλλά τελικά
το βιβλίο διαβάστηκε από περισσότερους και κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο
Διηγήματος. Απίστευτο μου φαίνεται».
Το σύμπαν του συγγραφέαΣτο μεταξύ, από την πρώτη του
συγγραφική εμπειρία μοιάζει να μην έχουν αλλάξει και τόσο πολλά. «Σε μένα άλλαξε
κυρίως το πώς βλέπω αυτά που γράφω. Γύρω μου άλλαξαν πολύ περισσότερα. Το 2003
αγωνιούσαμε αν θα κάνουμε καλούς Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα αγωνιούμε αν αύριο θα
υπάρχουμε ως χώρα και ως κοινωνία», όμως, ο Χρήστος επιμένει.
Κι επιβραβεύεται με ένα βραβείο στα δύσκολα και για τα δύσκολα. Στα διηγήματά
του, εξάλλου, αυτό ακριβώς κάνει, βρίσκει στο έρεβος φως: «Και αν δεν υπάρχει,
πρέπει να ψάχνουμε να το βρούμε. Καμιά φορά, ψάχνοντας, ανακαλύπτεις ότι το φως
είσαι εσύ ο ίδιος», υπογραμμίζει.
Οι συγγραφικές εμμονές του... «πολλές. Αλλωστε, και το γράψιμο από μόνο του
μια εμμονή δεν είναι; Πέραν αυτού, η μεγαλύτερη εμμονή μου είναι να γράφω με
καθαρό μυαλό και καθαρή καρδιά. Και, φυσικά, πάντα με μολύβι και χαρτί. Θέλω να
χαράζω τις λέξεις πάνω στην άσπρη σελίδα, να τις διαβάζω σαν να 'ναι ματωμένα
ίχνη στο χιόνι». Στο μεταξύ, η δημοσιογραφία γι' αυτόν δημοσιογραφία, αλλά όλα
μπορούν να συνδυαστούν σ' αυτήν τη ζωή. Πόσω μάλλον για τον γεννημένο συγγραφέα
που βρίσκει ότι, τελικά, «Αναγκαία είναι και τα δυο, και από ανάγκη
συνδυάζονται. Η λογοτεχνία είναι φυσική ανάγκη, η δημοσιογραφία εξασφαλίζει τα
αναγκαία προς το ζην. Τον χρόνο προσπαθώ να τον φτιάχνω μόνος μου. Δεν τα
καταφέρνω πάντοτε, αλλά το παλεύω».
Και με ένα λογοτεχνικό είδος όπως το διήγημα, «δύσκολο» όπως επιμένουν οι
συγγραφείς ενώ οι εκδότες το αντιμετωπίζουν ως «αντιεμπορικό», αλλά δεν μπορεί,
την έχει σίγουρα την γοητεία της η μικρή φόρμα: «Δύσκολη (πάντα) και
αντιεμπορική (όχι πάντα, ευτυχώς) είναι η καλή λογοτεχνία. Το διήγημα σου δίνει
απόλαυση όμοια μ' εκείνη που νιώθεις, όταν είσαι διψασμένος, πίνοντας μονορούφι
ένα ποτήρι δροσερό νερό. Οι απαιτήσεις του πολλές. Είναι σαν να προσπαθείς να
ισορροπήσεις τρέχοντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί», αποκαλύπτει ο συγγραφέας,
ενίοτε και μεταφραστής: «Μεταφράζω για βιοποριστικούς λόγους», διευκρινίζει. Και
«δεν πιστεύω ότι η μετάφραση είναι συνδημιουργία. "Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στη
μετάφραση", είπε ο Φροστ. Ονειρεύομαι έναν κόσμο όπου ο κάθε αναγνώστης θα
μπορεί να διαβάζει στο πρωτότυπο τα βιβλία που αγαπάει».
Οσον αφορά δε την διαδικασία γραφής «Γράφω τις νύχτες συνήθως. Γράφω
καθημερινά, στο χαρτί ή στο μυαλό μου. Στο χαρτί γράφω μόνο όταν κάθομαι στο
γραφείο μου. Στο μυαλό μου γράφω όπου και όποτε να 'ναι. Χρειάζομαι τα απολύτως
απαραίτητα: χαρτί, μολύβι, καφέ, καπνό, σιωπή -για ν' ακούω αυτά που γράφω».
Ο Χρήστος Οικονόμου, που γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στην Κρήτη και ζει
στον Πειραιά, έχει στο συγγραφικό σύμπαν του να επιζούν ή απλώς να περνούν τρεις
σημαντικότατες πόλεις: «Περνούν, αλλά δεν μένουν, ίσως επειδή δεν είμαι δεμένος
με κανέναν τόπο ?ή, μάλλον, επειδή είμαι δεμένος με πολλούς τόπους, είτε έχω
ζήσει εκεί είτε όχι. Από μικρός φανταζόμουν πως κάθε νύχτα ταξίδευα σε άλλο
μέρος και έμπαινα σαν τον αέρα μες απ' τις γρίλιες στα σπίτια και τις δουλειές
των ανθρώπων και παρακολουθούσα τι έλεγαν και τι έκαναν».
Το γιατί γράφει, έχει πάψει πια να τον απασχολεί: «Παλιότερα αναρωτιόμουν
συχνά. Τώρα πια όχι, όπως δεν αναρωτιέμαι γιατί τρώω, γιατί κοιμάμαι, γιατί ζω».
Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν και παραμένουν «Ο Αντερσεν, ο Παπαδιαμάντης, ο
Κάρβερ, ο Τσέχοφ, ο Στάινμπεκ, ο Κόρμακ Μακάρθι ?ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός
μυθιστοριογράφος, κατά την ταπεινή μου γνώμη. Ο Αλεξάνδρου, ο
Παπαδημητρακόπουλος, ο Σκαμπαρδώνης. Ο Καβάφης, η Ντίκινσον, ο Φροστ».
Αγαπημένα του βιβλία «Η Αγία Γραφή. Τα παραμύθια του Αντερσεν. Ο,τι έχουν
γράψει ο Παπαδιαμάντης, ο Κάρβερ, ο Κόρμακ Μακάρθι. Το Κιβώτιο του Αρη
Αλεξάνδρου. Η Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ο Καπετάν Μιχάλης και Ο Χριστός
Ξανασταυρώνεται του Καζαντζάκη. Ο Φύλακας στη Σίκαλη του Σάλιντζερ. Τα Σταφύλια
της Οργής του Στάινμπεκ. The Things They Carried του Τιμ Ο Μπράιεν».
Το πρώτο βιβλίο που θυμάται «Η Μυστηριώδης Νήσος του Ιουλίου Βερν. Ακόμα και
τώρα τ' ανοίγω πού και πού. Εχω μια παμπάλαια έκδοση, εικονογραφημένη με τις
υπέροχες γκραβούρες του Φερά». Και η πρώτη φορά που έγραψε; «Πρέπει να ήμουν 16,
17. Ηταν μια ιστορία για έναν τύπο, στην Κρήτη, που ένα βράδυ, σουρωμένος,
σκαρφαλώνει στη σκεπή του σπιτιού της πρώην γυναίκας του κι αρχίζει να ξηλώνει
τα κεραμίδια. Νομίζω ότι κάπου πρέπει να το 'χω κρατήσει».

ελένη γκίκα
Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής