27/4/09

Όπως η μουσική. Ο καθένας την ακούει και σκέφτεται τις δικές του ιστορίες.

«ΜΕΤΑΞΥ ΣΥΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΒΑΘΡΑΣ» της Έλενας Μαρούτσου, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 348, τιμή: 16 ευρώ.

«Είναι ολοφάνερο πως το πορτρέτο που μου έφτιαχναν οι άλλοι ήταν ως ένα βαθμό αυθαίρετο, αποτέλεσμα δικών τους επιθυμιών, φόβων, ταυτίσεων, αλλά το ίδιο ισχύει και με το πορτρέτο που έφτιαχνα εγώ για τον εαυτό μου. Το τελευταίο μάλιστα, σκεφτόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ της Εύας, έτεινε στη δική μου περίπτωση να προσπαθεί συνέχεια ν’ αντιγράψει το πορτρέτο που ζωγράφιζαν οι άλλοι για μένα. Ήμουν μ’ ένα πινέλο στο χέρι κι έσπευδα να προσθέτω στο πορτρέτο μου κάθε χαρακτηριστικό ή γκριμάτσα, κάθε ελκυστική ή απωθητική λεπτομέρεια, που μου απέδιδε αυτός που ήταν κάθε φορά στο πλάι μου. Ήμουν το κοινωνικό καλόβολο εγγόνι της γιαγιάς μου, η βασανισμένη φιλόσοφος της μαμάς μου, η φιλήδονη μοιχαλίδα του Φίλιππου, η ονειροπαρμένη αστή που κυνηγάει χίμαιρες του Αλ, η ευαίσθητη φίλη των φίλων μου, η ψύχραιμη συγγραφέας του εαυτού μου».
Θα μπορούσε να είναι ένα βιβλίο- πορτρέτο. Ένα πορτρέτο πάτσγουορκ, κατακερματισμένο. «Ένα πορτρέτο κολάζ» όπως έχει ήδη γραφτεί, εφόσον με όσα έχουμε γράφουμε, με ό,τι είμαστε. Και δεδομένου του ότι η συγγραφέας αυτό έχει κάνει: λογοτεχνία, κολλάζ και εικαστικές τέχνες.
Έτσι, ως είναι φυσικό, στο μυθιστόρημα μπαινοβγαίνουν συνειρμικά και συμβαδίζουν πίνακες του Μαργκρίτ, ιστορίες εμπνευσμένες απ’ αυτούς ως πανεπιστημιακή διατριβή, η ζωή μιας γυναίκας σύγχρονης που ταξιδεύει ανάποδα στο τρένο. Κοιτάζοντας στο κεφάλι της και στο παρελθόντα αεί μεταβαλλόμενο χρόνο ενώ βιώνει ταυτόχρονα και μια πραγματικότητα που θυμίζει το παιχνίδι με τις μπάμπουσκες ή τα κάτοπτρα, μοιάζει με κινούμενη άμμο.
Εξάλλου: «Ο χρόνος είναι σαν τρένο. Μέσα του είμαστε στοιβαγμένοι σαν τα ζώα επί σφαγή ή σαν πολύχρωμες πεταλούδες που, αργά ή γρήγορα, θα βγουν απ’ το παράθυρο. Η ποιότητα της μεταφοράς εξαρτάται τόσο από αντικειμενικές συνθήκες (θερμοκρασία, ώρα της μέρας, τυχόν συνωστισμός), όσο κι από υποκειμενικές. Οι τελευταίες είναι δύσκολο να οριστούν και να καταγραφούν, χοντρικά όμως θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουν να κάνουν με τις σκέψεις που κουβαλάει ο καθένας στο κεφάλι του στη διάρκεια της μεταφοράς του στον εκάστοτε προορισμό. Οι σκέψεις αυτές μπορεί ν’ αναμασούν χθεσινά γεγονότα, παλιότερες αναμνήσεις, σχέδια για το μέλλον, ευχές, βρισιές, τους στίχους ενός τραγουδιού, τι έφταιξε για το άλφα ή το βήτα ή γενικότερα, άγχη σχετικά με την ώρα άφιξης, το τελευταίο μήνυμα στο κινητό. Γι’ αυτόν το λόγο είναι δύσκολο να πούμε αν το ταξίδι είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, εδώ καλά καλά δεν ξέρουμε πόσο διαρκεί. Οι γνώμες έχουν φτάσει να διχάζονται ακόμα και ανάμεσα σε άτομα που διανύουν την ίδια ακριβώς διαδρομή…»
Κι ενδεχομένως αυτό να είναι και το κλειδί όλου του βιβλίου.
Το κοριτσάκι που ήθελε να γίνει Χριστός και που μεγάλωσε, η Λίνα που ερωτεύεται, προδίδει, γίνεται για κάποιον Μιχαλοίνα και προδίδεται, ανακαλύπτει μυστικά οικογενειακά μέσα στα μπαούλα, μπαινοβγαίνει ανάμεσα σε πραγματικότητα, τέχνη και όνειρο, και ταυτίζεται με τις κατακερματισμένες φιγούρες του ζωγράφου που λατρεύει.
Τριγύρω τους γονείς, αδέλφια, φίλοι και εραστές, γιαγιά που όταν συνέρχεται απ’ τη νάρκωση μιλάει γαλλικά που δεν γνωρίζει, σπαρταριστές ιστορίες εγκιβωτισμένες. Άλλες φανταστικές κι άλλες από την οικογενειακή μυθολογία.
Σαν κουβαράκι πολύχρωμο που ξετυλίγεται αριστουργηματικά, αφήνοντας στους συνειρμούς τον πρώτο λόγο.
Με γλώσσα θηλυκή και κομψή, με φαντασία γεμάτη χρώμα που οργιάζει, με χιούμορ ιδιότυπο και αυτοδιάθεση… ταξιδιωτική: εφόσον όλα είναι δρόμος και η ζωή μας όλη «μεταξύ συρμού και αποβάθρας».
Μια ιστορία σαν καθρέφτης σε καθρέφτη. Ποιητική (ανοιγοκλείνει Τάσος Λειβαδίτης τα κεφάλαια), ατμοσφαιρική, άλλοτε θρίλερ κι άλλοτε τρυφερό παραμύθι. Που επιτυγχάνει τα πάντα, ενώ φαινομενικά δεν επιδιώκει τίποτα: «Τίποτα δε θέλω να πω με τη ζωγραφική μου. Η ζωγραφική μου είναι μια γλώσσα από μόνη της». «Όπως η μουσική;» «Όπως η μουσική. Ο καθένας την ακούει και σκέφτεται τις δικές του ιστορίες». Τότε θα μου μπει η ιδέα ν’ αφήσω τους καλλιτέχνες, να σηκώσω το βλέμμα μου στο ταβάνι και να ρωτήσω απευθείας το Θεό: «Τι συμβαίνει σε αυτό το τρένο εκεί κάτω;» Κι εκείνος αντί για απάντηση θα κελαηδίσει σαν αηδόνι».
Αυτό είναι το βιβλίο, μια ιστορία που σου μιλά σε πολλές γλώσσες. Μπορεί και στον καθένα μας, να «τραγουδήσει» διαφορετικά. Αναλόγως με τις μουσικές που, ο καθένας μας κουβαλάει.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Έλενα Μαρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967.
Σπούδασε Ιστορία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία και στις Εικαστικές Τέχνες στο Reading University, στην Αγγλία.
Έχει ασχοληθεί με τη φωτογραφία και με το κολλάζ.
Το μυθιστόρημα «Μεταξύ συρμού και αποβάθρας» είναι το τρίτο βιβλίο της. Τα δύο προηγούμενα είναι οι συλλογές διηγημάτων:
«Του ύψους και του βάθους» και
«Οι προδοσίες των ονομάτων».

ΥΓ. Γύρισα. Απ' την Αγία Πετρούπολη γύρισα, αλλά ο νους μου βρίσκεται ακόμα εκεί. Να πίνει καφέ εκεί όπου ήπιε το τελευταίο ο Πούσκιν και να ακολουθεί την διαδρομή του στο θάνατο, να ανάβει κεράκι εκεί όπου άναβε ο Ντοστογιέφσκι κάποτε. Στην κούκλα και στο αλογάκι στο δωμάτιο των παιδιών. Σε εκείνο το συγκλονιστικό γραφείο. Στην τρύπα στο μέρος της καρδιάς, σ' εκείνο το μαύρο γιλέκο. Στις Λευκές Νύχτες που πρόλαβα, εκείνη την τελευταία. Τώρα, Λευκές Νύχτες, αλλιώς. Και Ντοστογιέφσκι και Πούσκιν και Τσέχωφ και Τολστόι αλλιώς. Και “Άννα Καρένινα” διπλή στα ρωσικά. Ίσως κάποτε μάθω να την διαβάζω σωστά. Την άλλη φορά, “μεταξύ συρμού και αποβάθρας”, από τη Μόσχα στην Αγία Πετρούπολη με τρένο, σαν... Καρένινα. Αμέ!

14/4/09

Παρατέντωσέ με, κι ας σπάσω!

“Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιον ν' αποχαιρετήσω; τι ν' αποχαιρετήσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό;
Σε ποιον να εμπιστευθώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιον να πω πόσες φορές σκαρφαλώνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν' ανηφορίζω; Που να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;”
(Νίκος Καζαντζάκης, μέρος προλόγου από την “Αναφορά στο Γκρέκο”).
Οδοιπόρος της Αβύσσου, διεθνιστής, θετικιστής, Σοφιστής, Νιτσεικός, Ελληνοκεντρικός, Μακιαβελικός, Μπερξονικός. Μηδενιστής Αρχαιοέλληνας, Οδυσσειστής, ιδιόμορφος υπαρξιστής, μάχιμος μηδενιστής, άθεος πανθειστής, ασυμβίβαστος, απροσκύνητος, ιερός Μεταξοσκώληκας, Ψηλορείτης....
Μόνος του. Ένας άνθρωπος ολομόναχος. Και με απόλυτη επίγνωση αυτής της μοναξιάς. Επιζητώντας τα μέγιστα, ίσως γι' αυτό και να χτυπήθηκε στα άκρα. Αναστημένος και σταυρωμένος, ταυτόχρονα. Δεν ξέρω γιατί κάθε Πάσχα, μα κάθε Πάσχα, τον θυμάμαι. Το πάθος του σκέφτομαι και την ανάγκη του για το απόλυτο. Το ότι τόλμησε να κοιτάξει τον Θεό στα μάτια. Με κάθε τίμημα. Κι ας καεί. Σαν φωτοβολίδα ή σαν λαμπάδα, ας εκραγεί κι ας λιώσει. Με απασχολούν μέρες που είναι έτσι σαν χαρμολύπη αυτοί οι τρόποι ζωής σαν προσευχή. Ας μου επιτραπεί, Πάσχα που έχουμε να τις υπενθυμίσω. Αυτές τις σοφά υπερβατικές “τρεις ψυχές- προσευχές”:
* Δοξάρι είμαι στα χέρια σου, κύριε, Τέντωσέ με, αλλιώς θα σαπίσω.
* Μη με παρατεντώσεις, κύριε, θα σπάσω.
* Παρατέντωσέ με, κύριε, κι ας σπάσω!
Κι ας ευχηθώ, Χριστός Ανέστη, με ένα απόσπασμα δικό του πάλι: «...Κάθε άνθρωπος άξιος να λέγεται γιος του ανθρώπου σηκώνει το σταυρό του κι ανεβαίνει το Γολγοθά του. Πολλοί, οι πιο πολλοί, φτάνουν στο πρώτο, στο δεύτερο σκαλοπάτι, λαχανιάζουν, σωριάζονται στη μέση της πορείας και δε φτάνουν στην κορφή του Γολγοθά -θέλω να πω στην κορφή του χρέους τους- να σταυρωθούν, ν' αναστηθούν, και να σώσουν την ψυχή τους. Λιποψυχούν, φοβούνται να σταυρωθούν, και δεν ξέρουν πως η σταύρωση είναι ο μόνος δρόμος της ανάστασης. 'Αλλον δεν έχει. ....»

ΥΓ1. Άμα δεν κόψεις τον σπάγκο...

“Όχι δεν είσαι λεύτερος. Το σκοινί όπου είσαι δεμένος είναι λίγο πιο μακρύ απ' τους άλλους, αφεντικό, έχεις μακρύ σπάγκο, πας κι έρχεσαι. Θαρρείς πως είσαι λεύτερος, μα τον σπάγκο δεν τον κόβεις. Κι άμα δεν κόψεις το σπάγκο...”

“ Μιαν εποχή έλεγα τούτος είναι ο Τούρκος, τούτος είναι ο Έλληνας. Έχω κάνει πράγματα εγώ αφεντικό που, αν στα διηγηθώ, θα σηκωθεί η τρίχα σου. 'Εκαψα, έκλεψα, έκαψα χωριά, γιατί ήτανε οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι... Ου να μου χαθείς κουτεντέ! Τώρα έβαλα μαθές γνώση. Κοιτάζω τους ανθρώπους και λέω, τούτος είναι καλός άνθρωπος, τούτος είναι κακός άνθρωπος. Και δεν πάει να είναι Τούρκος ή Ρωμιός! Είναι καλός, είναι κακός! Αυτό μονάχα ρωτάω. Μα το ψωμί που τρώγω, όσο περνούν τα χρόνια μου φαίνεται ότι κι αυτό θα πάψω να το ρωτώ. Βρε, δε πα να 'σαι καλός ή κακός. Αδέλφια είμαστε όλοι. Κρέας για τα σκουλήκια”.
Αλέξης Ζορμπάς, σταθερά.

ΥΓ2. “Ισόβια”

“Το πένθος έληξε.
Όχι άλλα δάκρυα.
Στο παλιό άλμπουμ κοιτάς το πρόσωπό του
καθώς ξεπροβάλλει πίσω από βράχια.
(Η φωτογραφία τραβήχτηκε
λίγες μέρες πριν από τον αιφνίδιο θάνατό του.)
Τα μάτια σου είναι στεγνά.
Βάζεις το νερό στον βραστήρα.
Θα πιεις καφέ.
Θα φας ένα μήλο.
Θα ζήσεις”.

(από τις “Διακοπές στην Πραγματικότητα” του Χάρη Βλαβιανού, Εκδ. “Πατάκη”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

ΥΓ3. Ωραία βροχούλα έξω απ' το παράθυρο! Και όσοι πίκρανα, ζώντες και τεθνεώντες, ας με συγχωρήσουν. Για να φτάσω να τους πικράνω, θα πρέπει πολύ να πόνεσα, να τους αγάπησα. Άλλο, δεν έχει.

ΥΓ4. Τον Καζαντζάκη τον ξαναθυμήθηκα γιατί μιλούσα για κείνον το Σάββατο, στην Κερατέα, στην “Χρυσή Τομή” (με αφορμή έκθεση του ΕΚΕΒΙ). Και την ποίηση του Βλαβιανού διότι την διαβάζω αυτό τον καιρό και μ' αρέσει. Τις αμαρτίες μου, επειδή δεν τις ξέχασα ποτέ. Η συγχώρεση ανήκει σ' αυτόν που την δίνει. Κι όσο περνούν τα χρόνια, ξεγελιέμαι όλο και πιο δύσκολα, αλλά μ' αρέσει.

ΥΓ5. Ας ζήσουμε όλοι μας φέτος μια υπέροχη Πασχαλιά, ναι? (τα υστερόγραφα ήθελα να είναι... πέντε!) (βίτσιο!)

9/4/09

Μας ανήκει, όμως, ποτέ μια γυναίκα που αγαπάμε?

Γεννημένος από ένα φωτογραφικό φιλί

«ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΦΙΛΙΑ» του Ερίκ Φοτορινό, Μετάφραση: Άννα Δαμιανίδη, Εκδ. «Πόλις», σελ. 242, e 18.

«Ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος πλατό. Τη δεκαετία του ’60 τον συναντούσες στα στούντιο της Βουλώνης, παρέα με νεαρούς που ασκούνταν στο να ζουν από τα όνειρά τους…
Δεν ξέρω τίποτα για την καταγωγή μου. Γεννήθηκα στο Παρίσι από μητέρα άγνωστη, ενώ ο πατέρας μου φωτογράφιζε πρωταγωνίστριες. Λίγο πριν πεθάνει, μου εξομολογήθηκε ότι όφειλα την ύπαρξή μου σε ένα κινηματογραφικό φιλί».
Ο ήρωας, όμως, «το τέκνο του φωτός», ο γιος του Ζαν Εκτόρ και της άγνωστης κινηματογραφικής μητέρας, έγινε τελικά δικηγόρος. Δικηγόρος και φανατικός σινεφίλ που αναζητά στις σκοτεινές αίθουσες και στον ασπρόμαυρο Τρυφό, την άγνωστη κινηματογραφική του μητέρα. Αλλά στις κινηματογραφικές αίθουσες το μόνο που θα συναντήσει είναι η αινιγματική Μειλίς, παντρεμένη, καθόλου διαθέσιμη, γοητευτική και ασπρόμαυρη σαν την χαμένη μητέρα.
Τα πρώτα τους ραντεβού, σε αίθουσες κινηματογραφικές. Το Παρίσι χαρτογραφείται αναλόγως τα σινεμά του. Και η ζωή του ήρωα πια, αναλόγως τις συναντήσεις του με τη Μειλίς.
«Η Μειλίς μιλούσε ελάχιστα για τον άντρα της. Τον αγαπούσε. Με αγαπούσε. Έτσι είχαν τα πράγματα. Είχα καταφέρει να μάθω ότι λεγόταν Μειλίς ντε Μεραντόλ, και το πατρικό της όνομα με είχε βυθίσει, δίχως να μπορώ να αντισταθώ, σε ένα παιδικό κόσμο με μαντολίνα και φαραντόλες. Πιστεύω ότι εκείνη δεν ανήκε στον άντρα της περισσότερο από ό,τι σε μένα. Μας ανήκει, όμως, ποτέ μια γυναίκα που αγαπάμε;»
Γνωρίζοντας ήδη από την άγνωστη και χαμένη μητέρα ότι «ανήκει πρώτα απ’ όλα στο όνειρο και στον πόνο» θα εξαρτηθεί εντελώς απ’ αυτήν, εφόσον δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την χαμένη μητέρα. Αναγνωρίζοντας, θέλοντας και μη τον «Κανόνα του παιχνιδιού» σε μια αίθουσα της οδού Επέ ντε Μπουά, δηλαδή, ότι «το πρόβλημα στη ζωή είναι ότι όλος ο κόσμος έχει τα δίκαιά του».
Μια σινεφίλ, μυστηριώδης, ερωτική και αγρίως υπαρξιακή ιστορία, που σε ταξιδεύει από ταινία σε ταινία, από συνάντηση σε συνάντηση με το αντικείμενο του πόθου και το μυστήριο της ταυτότητας που είναι πρωτίστως το μυστικό της καταγωγής, το αίνιγμα της παιδικής μας ηλικίας και των χαμένων μας χρόνων.
Σαν ασπρόμαυρο φιλμ, ιστορία γλυκιά, απελπισμένη και τρυφερή, με ανατρεπτικό και απρόσμενο τέλος. Η απόγνωση της ερωτικής του ζωής, ταυτόχρονη με την απελπισμένη αναζήτηση της άγνωστης μητέρας. Η Μειλίς έχει το πρόσωπό της, την ατμόσφαιρα και το αίνιγμα, αποτελεί για ‘κείνον αποσπασματικές και κλεμμένες ώρες. Ο κινηματογράφος είναι ο κόσμος που εμπεριέχει την αλήθεια, την λύση του γρίφου, το μυστήριο της γέννησης, στο οποίο θα φτάσει αφού αποκωδικοποίησει όλα τα αποδεικτικά της πατρικής διαδρομής και ζωής. Κι όταν θα είναι έτοιμος πια, θα το μάθει!
Βιβλίο σαν παλίμψηστο που είναι πολλά μαζί: Η ιστορία ενός κινηματογραφόφιλου, μια ιστορία ερωτικής απόγνωσης αλλά και το θρίλερ της ύπαρξης, η ταυτότητα ενός ανθρώπου, το χρονικό της αινιγματικής μας προέλευσης και καταγωγής. Ένα πραγματικό πανηγύρι για όσους αγαπούν το Παρίσι και το σινεμά.
Μικρό δείγμα- κλειδί: «Τις στιγμές αυτές η Μειλίς ήταν στ’ αλήθεια η ενσάρκωση του φωτός. Στο ακούραστο εκείνο βλέμμα έβρισκα μια ανεξάντλητη πηγή ευγλωττίας που η ηχώ της έφτανε ενίοτε στα αυτιά του Λεόν Βαλσμπέρ. Εκείνος περιοριζόταν να με συγχαίρει με συγκρατημένο ύφος. Περίμενε πολύ περισσότερα από μένα. Σε αυτές τις ρητορικές επιδόσεις πίστευα ότι έβλεπα το κρυφό σημάδι της καταγωγής μου, τη φυσική μου κλίση προς το θέατρο, απόδειξη ότι ήμουν όντως ο γιος μιας πρωταγωνίστριας και, επιπλέον ο εραστής μιας άλλης».
Γαιτανάκι η ζωή μας και πώς να ξεφύγεις απ’ αυτό που νομίζεις αλλά περισσότερο απ’ εκείνο που αγνοείς, κι όμως κάτι μέσα σου τόσο καλά το γνωρίζει!


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Ερίκ Φοτρορινό γεννήθηκε στη Νίκαια της Γαλλίας το 1960.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Λα Ροσέλ και πολιτικές επιστήμες στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού.
Αρχίζει να εργάζεται ως δημοσιογράφος το 1982, στη Liberation αρχικά, στη La Tribune στη συνέχεια. Το 1986 προσλαμβάνεται ως ερευνητής- ρεπόρτερ στη Le Monde.
Διευθυντής σύνταξης της Le Monde το 2006, και εμπνευστής της νέας μορφής της εφημερίδας, εκλέγεται διευθυντής της το 2007.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Σύγχρονοι Ορίζοντες» τα μυθιστορήματά του «Παιδιά σε τιμή ευκαιρίας» (Nosdeste) και «Έρωτας και μοναξιά» (Un territoire fragile, Βραβείο Europe 1).
Άλλα βιβλία του: «Rochelle », «Les Ephemeres », « Coeur d’Afrique », « Jepars demain », « Caresse de rouge » (Βραβείο Franqois Mauriac), «Korsakov» (Βραβείο των Βιβλιοπωλών, Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Τηλεόρασης. Το «Korsakov» θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις «Πόλις»).
Τα «Κινηματογραφικά φιλιά» τιμήθηκαν με το βιβλίο Femina 2007.

ΥΓ. Συγγνώμη για την γρήγορη εναλλαγή κειμένων, αλλά είναι άνοιξη, τα βράδια έχει ένα δολοφονικό φεγγάρι και ξαφνικά επιθύμησα... Τρυφώ και Κινηματογραφικά φιλιά, πειράζει?

ΥΓ2. Ε Mohaki μου τώωωρα πράξε τα δέοντα! (καμία φωτό, καμιά μουσικούλα, ναι?) Μ' αυτό το ποστ θα... αναστήσουμε μου φαίνεται! Μετά απ' αυτό, μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε κι εσύ κι εγώ! Φιλί

8/4/09

Κλειδωμένες ψυχές και λογοτεχνία

«Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε;… Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ». Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης». Αλλά σίγουρα, στις μέρες μας, πού πια χρόνος (και αυτοδιάθεση) για τέτοια πολυτέλεια. Το διαπιστώσαμε ένα Σαββατοκύριακο στη Ρόδο, σε ένα κτήριο ομολογουμένως ειδυλλιακά παραδεισένιο, χρειάστηκε προσπάθεια για να αποστρέψουμε το βλέμμα από τη θάλασσα. Είμαστε ένας από κάθε εφημερίδα: Γιώργος Χρονάς, Βασίλης Ζηλάκος, Τίνα Μανδηλαρά, Όλγα Σελλά, Μανόλης Πιμπλής, Πόλυ Κρημιώτη, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη, Κώστας Κατσουλάρης, Μαίρη Παπανδρέου, Πόλυ Χατζημάρκου και η υπογράφουσα.

Τα θέματα προς συζήτηση, όπως μας δόθηκαν: Παρουσίαση βιβλίου: Διαφήμιση ή Βιβλιοκριτική; Ελληνικά, μεταφρασμένα ξενόγλωσσα κείμενα: Κριτήρια επιλογής και αναγνωστικό κοινό. Μεταφρασμένη λογοτεχνία: Απόδοση ή Δημιουργία; Λογοτεχνία της περιφέρειας ή «περιφερειακή» λογοτεχνία; Η διοργάνωση ανήκε στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου, με μεγάλη διεθνή, πολιτιστική και εκδοτική δράση πίσω του, και το θέμα της ημερίδας ήταν «Τύπος και βιβλίο». Τα αποτελέσματα, έκπληξη και για μας τους ίδιους.

Βιβλία στοίβες που κοντεύουν να μας θάψουν, αγωνία να σταθούμε επαρκείς και έντιμοι στο ύψος των περιστάσεων, οι νέοι που απαιτούν ρίσκο και χρόνο, το κοινό που δεν καθοδηγείται αλλ’ επ’ ουδενί θα πρέπει και να μας καθοδηγεί, η επιλογή που είναι άποψη, ο κριτικός που οφείλει να υπηρετεί, εν τέλει, την λογοτεχνία. Η μετάφραση που είναι δημιουργία, η λογοτεχνία που αντέχει κι ανθίζει πέρα απ’ τον χρόνο κι απ’ τον χώρο. Διότι ειπώθηκε κι αυτό, όσον αφορά την «λογοτεχνία της περιφέρειας», μόνο οι δημόσιες σχέσεις μπορεί να έχουν αθηνοκεντρική αφετηρία. Η λογοτεχνία είναι ΜΙΑ και δεν γνωρίζει ούτε όρους, ούτε και όρια: χρονικά ή γεωγραφικά. Και ο χρόνος, ο μέγας φίλος της, ευτυχώς, που θα αναλάβει να ξεχωρίσει τα πάντα. Βιβλίο και Χρόνος, θα παραμείνουν οι καλύτεροι φίλοι.

Το μόνο που απαιτείται από μας, χρόνος και καρδιά ανοιχτή, επειδή – παραφράζοντας τον γέροντα Πορφύριο, «σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός- και το καινούργιο στη λογοτεχνία- δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει».


Υγ. Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής,



Η βιβλιοθήκη του Σύμπαντος, Το βιβλίο- Ζαριά που καταλύει το τυχαίο


Ο Θεός, κατά τον Μπόρχες, είναι ένα κυκλικό βιβλίο.

Το σύμπαν, έχουν ισχυριστεί, είναι η Μεγάλη Βιβλιοθήκη Του. Ο Άνθρωπος, η Καινή Διαθήκη Του. Και ό,τι υπάρχει, είναι σκέψη του άπειρου Θεού: η Φύση είναι η πρόζα του και ο Άνθρωπος, η ποίησή του. Το Λεξικό είναι το Σύμπαν κατ’ αλφαβητική σειρά, κατά τον Ιμπν Αραμπί (και όλα αυτά στο «Μπέθ» του Δημήτρη Καλοκύρη).

Κι εμείς συμφωνώντας απολύτως με τον Μαλαρμέ, ναι «ο κόσμος έγινε για να χωρέσει σ’ ένα βιβλίο» δεν σας προτείνουμε τίποτα λιγότερο παρά: τον κόσμο, την σκέψη του άπειρου Θεού, ένα μέρος του σύμπαντος.

Οι προθήκες, απ’ αρχής δημιουργίας των βιβλιοπωλείων, ήταν γεμάτες από παράλληλους κόσμους που ερμηνεύουν το ακατανόητο, από αποκαλυπτικές ζωές που βάζουν τάξη στο χάος, από βιβλία για γνώση, για συντροφιά, από βιβλία ιαματικά, φιλοσοφικά, μαγικά και μαγευτικά, από βιβλία- ανθρώπους, από βιβλία- ταξίδια! Από βιβλία, όσα και οι αναγνώστες- συνδημιουργοί. Έτσι ή αλλιώς, διαβάζουμε, με ό,τι έχουμε, με ό,τι είμαστε. Ενδεχομένως γι’ αυτό και στην εποχή της υπερπληροφόρησης, οι βιβλιοθήκες μας πια και να θυμίζουν Βαβέλ. Φυσικά, βρίσκεις τα πάντα: άχυρα και διαμάντια, αρκεί η επιλογή να μην είναι… τηλεοπτικής λογικής.


Διότι αυτό που προέχει - σε όλα, τα κάνει άλλα- είναι το κίνητρο. Στα πάντα! Αλλά στα πάντα! Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Φυσικά και στην ανάγνωση και στη συγγραφή.

Αυτό το γνωρίζουμε ενδεχομένως και γι’ αυτό η Μάργκαρετ Άτγουντ «Συνομιλώντας με τους νεκρούς» μάζεψε κίνητρα. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:

Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…

Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…

Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, δεν είναι μόνο συγγραφικό, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.

Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για να σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.

Και τα… ευπώλητα, ίσως;


«Σε γενικές γραμμές πιστεύω ότι πρέπει να διαβάζουμε μόνο βιβλία που μας δαγκώνουν και μας τσιμπούν. Αν το βιβλίο που διαβάζουμε δεν μας ταρακουνά βίαια σαν γροθιά στο κεφάλι, τότε γιατί να μπούμε καν στον κόπο ν’ αρχίσουμε να το διαβάζουμε; Αυτό που χρειαζόμαστε είναι βιβλία που μας γρονθοκοπούν σαν την πιο οδυνηρή συμφορά, σαν τον θάνατο κάποιου που αγαπάμε περισσότερο κι από τον εαυτό μας, που μας κάνουν να αισθανόμαστε σαν να μας έχουν εξορίσει στα άγρια δάση, μακριά από κάθε ανθρώπινη παρουσία, σαν αυτοκτονία. Ένα βιβλίο πρέπει να είναι ο πέλεκυς για την παγωμένη θάλασσα που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό πιστεύω εγώ».

Αυτά πιστεύει ο Alberto Manguel στην περίφημη «Ιστορία της ανάγνωσης». Επειδή ένα βιβλίο μπορεί και να είναι για μας η «ζαριά που καταλύει το τυχαίο».

Αλλ’ επειδή, είπαμε, με ό,τι έχουμε διαβάζουμε, ό,τι είμαστε, για να μας συμβεί κάτι, θα πρέπει να το θελήσουμε, να είμαστε ήδη ανοιχτοί. «Σε κλειδωμένες ψυχές ο Θεός δεν εισχωρεί, δεν παραβιάζει» (γέρων Πορφύριος), και σε εποχές που συνηθίζουμε να βαδίζουμε τρέχοντας και όλοι μαζί, «ο μοναχικός αναγνώστης ίσως να είναι είδος προς εξαφάνιση». Ίσως και να έχει χάσει ήδη για πάντα «την απόλαυση αυτής της μοναξιάς». Την καταλυτική συνάντηση με ένα βιβλίο. Την ανάγνωση που, ως ζαριά, μπορεί και να καταλύσει το τυχαίο.

Εκείνο που παραμένει, ανώδυνο κι ασήμαντο: «σκοτώνω τον χρόνο μου», διαβάζοντας ό,τι με κολακεύει ή ό,τι μου είναι οικείο, φοβάμαι, τελικά.


Κι εδώ μπαίνει ο ρόλος μας. Η εντιμότητα, η ευθύνη μας, η ευχαρίστησή μας, εμείς: οι ενδιάμεσοι.

Κολλημένοι ο ένας – ίσως- στις επιλογές του άλλου. Παρασυρμένοι από την βιαστική, εμπορική, εκδοτική λογική. Σε λίγους μήνες ένα βιβλίο σαν γιαουρτάκι πια, λήγει, παλιώνει. Αυτό που απομένει είναι ό,τι βγήκε, ό,τι διαφημίστηκε, ό,τι κάτι μας θυμίζει ή μας ευχαριστεί. Το «σημαντικό» και το «διαφορετικό» προυποθέτει και Ρίσκο και Χρόνο. Κι η εποχή μας δεν είναι αυτής της λογικής.

Πριν από μερικά χρόνια, ξεγελαστήκαμε άπαντες ότι ζούμε εκδοτική και δημοσιογραφική άνοιξη, όσον αφορά το βιβλίο. Βιβλία πολλά και σελίδες αρκετές. Το βιβλίο, προιόν, από τις διαφημίσεις φτάναμε ως και στα… αφιερώματα. Οι κατάλογοι των ευπωλήτων να σε φέρνουν πριν από το… εγκεφαλικό: Έκο και Μάγισσες, ίσα κι όμοια, «Με λένε Μαίρη και είμαι καλά» και Μπόρχες, μαζί!


Η υποχρέωσή μας, να αναφερθούμε στα πάντα? Ή σε ό,τι αξίζει, και ποιος θα το αποφασίσει (και πώς) αυτό από μας?

Η τραγική, αλλά και ευνοημένη τελικά θέση μου στο να «πατώ σε δυο βάρκες» (δηλαδή γράφω αλλά και διαβάζω) μου έχει αποκαλύψει με τρόπο ομολογουμένως οδυνηρό, πολλά. Αντί να δώσουν λύση, εντείνουν το δίλημμα:

Επιλέγω ή παραθέτω ακρίτως;

Και όταν επιλέγω, αυτοσχεδιάζω, ακολουθώ, ή αναζητώ, διότι εν γνώσει μου πια «μέσα στη φασαρία το χάνεις το σημαντικό;» Και πώς αγνοείς εκείνο για το οποίο γράφουν οι πάντες; Πώς γυρίζεις την πλάτη σου, όσον αφορά την κριτική, στο αναγνωστικό κοινό;

Επ’ ουδενί βεβαίως η βιβλιοκριτική δεν μπορεί να είναι διαφήμιση, μπορεί όμως να είναι καθαρά προσωπική επιλογή: διαβάζω ό,τι μ’ αρέσει ή ό,τι εικάζω, ό,τι θα μ’ αρέσει και είμαι αρκούντως ανοιχτή: σε ό,τι καινούργιο, ακόμα και όταν μας υπερβαίνει. Αλλά «κακό χωριό τα λίγα σπίτια», και φοβούμαι ότι συνήθως δεν συμβαίνει αυτό.


Η σίγουρη… επιλογή- λύση, σε ελληνικά ή ξενόγλωσσα, το ήδη γνωστό! Ό,τι γνωρίζουμε, διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε, σαν φίδι που δαγκώνει την ίδια του την ουρά. Το διαφορετικό, απαιτεί κόπο και χρόνο, και η βραδύτης καθόλου δεν συνάδει με την βιαστική, γρήγορη, εύπεπτη εποχή.


Στη μεταφρασμένη λογοτεχνία, κι εκεί, «το γνωστό» αποτελεί την εγγύηση. Εξάλλου ο μεταφραστής θα πρέπει να είναι με τον συγγραφέα, συγγενικής λογικής. Μπορείτε να φανταστείτε Μπόρχες χωρίς Κυρακίδη ή Καλοκύρη; Γιουρσενάρ δίχως Χατζηνικολή? Το πόσο σημαντική είναι η Πρου από τον Αύγουστο Κορτώ το διαπίστωσα. Και ποιος από μας που αγαπά τον Μαγιακόφσκι, αναλόγως τον Ρίτσο ή τον Ελύτη, δεν είναι ήδη σίγουρος για της μετάφρασης την δημιουργική λογική; Ακόμα και η θέση του «και», κάνει την πρόταση, μια άλλη.


Όσο για την «λογοτεχνία της περιφέρειας», μόνο οι δημόσιες σχέσεις μπορεί να έχουν αφετηρία αθηνοκεντρική. Η λογοτεχνία είναι ΜΙΑ και δεν γνωρίζει ούτε όρους, ούτε και όρια: χρονικά ή γεωγραφικά.

Και ο χρόνος, ο μέγας φίλος της, ευτυχώς, θα αναλάβει να ξεχωρίσει τα πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν κανείς από μας ας μην ανησυχεί.

Βιβλίο και Χρόνος, θα παραμείνουν οι καλύτεροι φίλοι.

Τύπος και Βιβλίο… Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας πω.

Με ό,τι έχει κανείς επιλέγει, ό,τι είναι. Δυστυχώς, για τους περισσότερους από μας, αγαπάμε ό,τι μας μοιάζει και όχι ό,τι αξίζει.

Ελπίζω να μη σας κούρασα πολύ. Ευχαριστώ.


Υγ. Τα όσα είχα γράψει ως ελένη γκίκα για την Ημερίδα

6/4/09

Εάν ένα κείμενο δεν είναι καλό τότε το πρόσωπό μου θρυμματίζεται



Είναι η μόνη δουλειά που όταν την ξεκίνησα, φαντάστηκα τον εαυτό μου να πεθαίνει μ’ αυτήν”.


ΜΑΝΩΛΗΣ ΒΕΛΙΤΖΑΝΙΔΗΣ, για την Ίνδικτο και για τον Ντοστογιέφσκι


«Για τους ιδεολόγους εν αποστρατεία», διαφήμιζαν την εργασία τους φοιτητάκια. Εκδίδοντας το περιοδικό «Ερουρέμ» πρώτα, που έγινε Ίνδικτος- περιοδικό και εκδοτικός οίκος. Δεκατέσσερα χρόνια έχουν περάσει με την ίδια συνέπεια, την ίδια αισθητική, το ίδιο όραμα που γίνεται όλο και περισσότερο τολμηρό συν τω χρόνω. Επαληθεύοντας και τις πιο τολμηρές πτυχές του. Το όνειρο-Ντοστογιέφσκι για τον εκδότη της Ινδίκτου. Ο Μανώλης Βελιτζανίδης, παθιασμένος αναγνώστης από παιδί «μέχρι αντικοινωνικότητος», έχει διαβάσει τουλάχιστον δέκα φορές το κάθε βιβλίο του μεγάλου ρώσου. Εγκιβωτίζοντας στις χρονιές της ζωής του, και «εποχή Ντοστογιέφσκι». Τώρα οι «Δαιμονισμένοι» και «Ο ηλίθιος» βρίσκονται ήδη στον κατάλογό του. Και έπεται και συνέχεια, φυσικά. Διότι όποτε τον ξαναδιαβάζει, ακόμα και τώρα, αλλιώς τον διαβάζει!


- Γιατί Ντοστογιέφσκι και γιατί σήμερα, κύριε Βελιτζανίδη;


- Ντοστογιέφσκι γιατί πρέπει να γυρνούμε ξανά και ξανά στους κλασσικούς. Ντοστογιέφσκι γιατί από τότε που ξεκίνησα να είμαι αναγνώστης ήταν ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Ντοστογιέφσκι γιατί από τότε που έγινα εκδότης αυτό ήτανε τ’ όνειρό μου. Κάποια στιγμή να εκδώσω κι εγώ στην Ίνδικτο τα κείμενά του.

Γιατί τώρα; Γιατί τώρα βρήκα την Ελένη Μπακοπούλου τη μεταφράστρια. Αλλά και γιατί τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, τα κείμενά του λες και είναι μια δαιμονική σύμπτωση, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία κι επικαιρότητα. Και για τον κόσμο, αλλά και για τον κάθε άνθρωπο. Για την ψυχή του ανθρώπου.


- Και οι «Δαιμονισμένοι»;


- «Δαιμονισμένοι» γιατί είναι το πιο πολιτικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι και από μια έτσι… πολύ προσωπική άποψη και γνώμη, είναι το πρώτο μυθιστόρημα που πρέπει κάποιος να διαβάσει από τον Ντοστογιέφσκι.


- Το πρώτο που είχατε διαβάσει εσείς, ποιο ήτανε;


- Εάν θυμάμαι καλά το «Έγκλημα και τιμωρία». Θα πρέπει να τέλειωνα την δευτέρα ή τρίτη γυμνασίου… Έχω διαβάσει τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι και τα ημερολόγιά του πάνω από δέκα φορές. Ήταν το ανάγνωσμά μου επί δεκαετίες. Το δε φοβερό, κάθε φορά που τα διαβάζεις αυτά τα κείμενα είναι σα να μην τα έχεις διαβάσει ποτέ. Έκανα επιμέλεια στους «Δαιμονισμένους» κι έλεγα το ‘χω διαβάσει τώρα αυτό το κείμενο; Κάτι το οποίο σπανίως συμβαίνει, ή το συναντάω εγώ τουλάχιστον ως αναγνώστης, με άλλον συγγραφέα.


- Σας έχει τύχει, ξαναδιαβάζοντάς τα να αγαπήσετε κάποιο που δεν αγαπούσατε τόσο πολύ παλιά;


- Ναι, βέβαια! Όπως, επίσης, να τα ιεραρχήσω διαφορετικά. Κάποτε το «Έγκλημα και τιμωρία» για μένα ήταν το υπ’ αριθμόν ένα μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι.


- Τώρα;


- Είμαι ανάμεσα σε δύο: Ο «Ηλίθιος» και οι «Καραμάζοφ». Τεχνικά, θεωρώ ότι το μέγιστο είναι «Το υπόγειο». Τα αγαπημένα μου είναι «Ο ηλίθιος» και «Το υπόγειο». Το δε «Έγκλημα και τιμωρία» σκοπεύω να το βγάλω τελευταίο.


- Γιατί;


- Έχω μια, ας το πούμε, προσωπική σειρά που νομίζω ότι θα την προτείνω στον αναγνώστη, έστω στο νέο αναγνώστη που τώρα ξεκινά να διαβάζει Ντοστογιέφσκι. Σειρά με την οποία θα προσεγγίσει τον συγγραφέα, θα προσεγγίσει αυτά τα κείμενα. Αυτή η σειρά μπορεί μεν να είναι πολύ προσωπική, αλλά θεωρώ πως έχει και κάποιο νόημα, κάποια λογική.


- Οι «Δαιμονισμένοι» φαντάζομαι γιατί είναι πιο κοντά στην εποχή μας.


- Νομίζω ότι οι «Δαιμονισμένοι», πέρα απ’ το γεγονός ότι είναι το πιο σύγχρονο και επίκαιρο μυθιστόρημα, είναι κι αυτό κατ’ εξοχήν το οποίο εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι. Εκεί θα δει διάφορους τύπους ανθρώπων, χαρακτήρων, ηρώων του Ντοστογιέφσκι για να μπορέσει να δει μέσα απ’ αυτά τα μυθιστορήματα του μεγάλου Ρώσου, το εύρος, το μεγαλείο και το απύθμενο βάθος της ανθρώπινης ψυχής.


- Συγγνώμη και τι γυρεύει ο… πρίγκιπας Μίσκιν στα ευπώλητα ή στα βιβλία που έχουν γίνει πια εντελώς προιόν και έχουν ζωή μερικούς μήνες; Και είναι και ο συγκεκριμένος ήρωας…


- Ας πούμε ότι είναι η ιδανική περίπτωση ανθρώπου.


- Είναι σχεδόν ουτοπιστική εκδοτική κίνηση, όπως θα έλεγε κι ο Πάμπλο, «είμαι οπαδός της ουτοπίας»…


- Εγώ δεν προτείνω προφανώς ως άλλος ιεραπόστολος μια περίπτωση Μίσκιν, εγώ απλά προτείνω τα κείμενα. «Ο Ηλίθιος» λοιπόν, γιατί σε βάζει πολύ μέσα στον κόσμο του Ντοστογιέφσκι, είναι δε ένα εξαιρετικό, ένα ιδανικό μυθιστόρημα. Ασχέτως τι μπορεί να πει κανένας για τον χαρακτήρα του Μίσκιν.


- Καθοριστικός ρόλος όσον αφορά την έκδοση Ντοστογιέφσκι ήταν, έχετε πει, και η μεταφράστρια η Ελένη Μπακοπούλου…


- Διεκδικούσα μια, όσο γίνεται, καλύτερη εργασία και στο επίπεδο της μεταφράσεως και στο επίπεδο της επιμέλειας. Βασικά ήταν να βρεις τον κατάλληλο άνθρωπο για να μεταφράσει τα κείμενα, αλλά συγχρόνως να μπει και στο κόλπο. Δηλαδή, να της πω ότι «κοίταξε, εγώ έχω μια κάποια φιλοδοξία, μάλλον ανομολόγητη, να βγάλουμε όλον τον Ντοστογιέφσκι και αναζητώ έναν άνθρωπο για να πάμε μαζί αυτόν τον δρόμο». Με την Ελένη έχουμε αυτή την ανομολόγητη φιλοδοξία και συμφωνία να τα κάνουμε όλα. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι υπερφίαλο, κατ’ αρχήν γιατί είναι μεγάλα κείμενα και πολλά, θέλει πάρα πολύ χρόνο, κυρίως η Ελένη. Εάν το καταφέρει εκείνη, εύχομαι να είμαι εδώ και να το καταφέρω, δεν θα σταματήσω. Μάλιστα δεν θα σταματήσω πολύ περισσότερο τώρα που η υποδοχή των «Δαιμονισμένων» και του «Ηλίθιου» ήταν πέρα από κάθε προσδοκία.


- Δεν είναι μόνο η μετάφραση, είναι και το Επίμετρο, η εποχή, τα σχόλια…


- Αυτός, εξάλλου, είναι ο στόχος για όλα τα κείμενα. Να παρουσιάζονται σε μια όσο γίνεται πληρέστερη μορφή. Για να κατανοήσουμε τον κόσμο των κειμένων. Όπως, επίσης, να κατανοήσουμε ότι ο Ντοστογιέφσκι, δεν είναι ένας μεγάλος χριστιανός συγγραφέας, όπως ισχυρίζονται λόγω της ομολογίας του κάποιοι. Εγώ αν εκδίδω Ντοστογιέφσκι είναι γιατί είναι μεγάλος συγγραφέας.


- Η αισθητική είναι ηθική;


- Με την αισθητική, πιστεύω, ότι τα έχω καλά. Με την ηθική, όχι και τόσο. Η αισθητική είναι ένας τρόπος να υπάρχεις. Για αρκετούς ανθρώπους δεν μπορεί να υπάρξει άλλος. Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Δεν μπορώ αλλιώς να τα κάνω τα βιβλία.


- Υπάρχουν κείμενα, συγγραφείς που σου επιβάλλουν τη δική τους αισθητική;


- Βεβαίως! Όπως λ.χ. οι «Δαιμονισμένοι», ως αναγνώστης ήθελα να είναι όλο το κείμενο σε ένα τόμο. Όπως, επίσης, να είναι και σε σχήμα μικρό. Ήθελα να είναι μικρό το σχήμα, για να μπορώ να το έχω συνέχεια μαζί μου. Απ’ αυτό προέκυψε και η μορφή αυτής της σειράς, γιατί όλα τα βιβλία θα έχουν αυτό το σχήμα.


- Πέρα από την κυρία Μπακοπούλου, όμως, γενικότερα θα πρέπει να λειτουργείτε κάπως έτσι, κάτι να το θέλουμε πάρα πολύ, κάποιος να μας ταιριάζει πάρα πολύ και ως όραμα και…


- Ναι, το διεκδικώ. Δεν μπορώ να πω ότι με όλους τους συνεργάτες μου διεκδικώ να έχουμε μια κοινή πορεία, ένα κοινό ενδιαφέρον, ένα δέσιμο στο σκοπό, στη…


- Υπάρχει, όμως, κάτι το συμπαγές, γενικώς, στην Ίνδικτο… Και όσον αφορά την αισθητική των βιβλίων και όσον αφορά την θεματολογία. Φαίνεται, δηλαδή, ότι υπάρχει ένας μπούσουλας, ένας άξονας, ένας σκοπός, πώς να το πω, ένας λόγος… Μπορεί να είναι και η δουλειά του ενός…


- Είναι κάτι το οποίο πολλοί μου το λένε. Θέλω να πω κατ’ αρχήν ότι δεν μ’ αρέσει να τ’ ακούω. Γιατί δεν μ’ αρέσει να τ’ ακούω; Γιατί θεωρώ αυτονόητο, όταν κάνεις κάτι, να έχεις μια γραμμή πλεύσεως, να ξέρεις πού θέλεις να πας…


- Σήμερα που ένας εκδότης προσπαθεί να πιάσει την αγορά όχι να περάσει τη γραμμή του ή να ακολουθήσει το όραμά του;


- Δεν έγινα εκδότης γι’ αυτό και δυστυχώς μού είναι πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Κατ’ αρχήν ως εκδότης προτείνω στους αναγνώστες κάποια κείμενα. Δεν μου προτείνει κάποιος άλλος, εννοώ η αγορά, τα κείμενα που θα εκδώσω. Εγώ είμαι αυτός που θα προτείνει. Εγώ θέλω να ορίζω τον κατάλογό μου. Μάλιστα θέλω να πω πως σε όλα αυτά τα χρόνια, όχι πολλά, 14 κοντά που διευθύνω τον Ίνδικτο, στον κατάλογό μου θα βρει κανείς κείμενα τα οποία εκφράζουν κάποια συνέπεια ως προς αυτό το οποίο αναζητάει κανένας ως αναγνώστης. Γιατί και κάθε αναγνώστης, νομίζω, ότι δεν μπορεί να διαβάζει έτσι προχείρως ό,τι πέφτει στα χέρια του. Όταν ασχολούμαστε με τα γράμματα, όταν ξεπερνούμε ακόμα και ηλικιακά έτσι μια πρώτη σχέση με τα κείμενα, σιγά- σιγά η ανάγνωσή μας έχει να κάνει με μια μέθοδο. Διαβάζουμε ένα κείμενο και μέσ’ απ’ αυτό, ανοίγονται διάφορα κείμενα που θέλουμε να διαβάσουμε. Δεν πρέπει να είμαστε σκόρπιοι και ως αναγνώστες. Πολύ δε περισσότερο ως εκδότες. Εγώ αυτήν την αντίληψη έχω για τη δουλειά μου. Δεν είναι ότι είναι το δικό μου πρόσωπο, γιατί θέλω να είμαι ειλικρινής, η Ίνδικτος δεν είμαι μόνον εγώ, μπορεί εγώ να είμαι αυτός που διευθύνει τα πράγματα, αλλά αν δεν υπήρχαν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην Ίνδικτο, η Ίνδικτος δεν θα είχε βγάλει πολλά από τα κείμενα τα οποία έχει βγάλει. Όπως και η αισθητική που συζητήσαμε. Αν δεν υπήρχε ο Πέρης Ιερεμιάδης δεν θα ήταν έτσι η Ίνδικτος. Ο Πέρης ήταν ένας μοναδικός άνθρωπος που ήτανε συνεργάτης πάρα πολλά χρόνια. Δέκα χρόνια! Από την ίδρυση της Ινδίκτου μέχρι το θάνατό του!


- Κύριε Βελιτζανίδη, γιατί γίνατε εκδότης;


- Αποφάσισα να γίνω εκδότης γιατί πίστευα ότι αυτή τη δουλειά αγαπούσα και πιστεύω ακόμα πως αυτή τη δουλειά αγαπώ. Και πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω πως ξέρω να την κάνω. Και θέλω να την κάνω. Είναι η μόνη δουλειά που όταν την ξεκίνησα, φαντάστηκα τον εαυτό μου να πεθαίνει μ’ αυτήν.


- Από πάντα;


- Ακόμα και πριν να γίνω εκδότης, τα μόνα πράγματα που με συγκινούσαν είχαν να κάνουν με χαρτί, τυπογραφείο. Επίσης, έτσι όντας από μικρός μανιακός αναγνώστης, μέχρι σημείου αντικοινωνικότητος, σιγά- σιγά υπήρχαν κείμενα που ήθελα να εκδοθούν.


- Συνήθως ακούω «από δίψα ανάγνωσης έγινα συγγραφέας», τώρα μου λέτε «από δίψα ανάγνωσης έγινα εκδότης»…


- Ναι, γιατί τώρα μιλάμε και για μια κάποια άλλη εποχή στον εκδοτικό χώρο. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πάρα πολλά βήματα στο να μπορέσει η ελληνική εκδοτική παραγωγή να συμπληρώσει κάποια κενά, όπως, επίσης, να παρακολουθεί σε κάποιο βαθμό τα κείμενα τα οποία κυκλοφορούσαν ακόμα και σήμερα στον κόσμο. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι το οποίο κανείς ακόμα και τώρα πρέπει να διεκδικεί. Πιστεύω ότι ακόμα και τώρα, βασική προτεραιότητα για κάθε εκδότη πρέπει να είναι το καλό κείμενο. Αν είναι εμπορικό, ακόμη καλύτερα. Αλλά το πρώτο, πρέπει να είναι η ποιότητα του κειμένου. Αντιλαμβάνομαι πως είναι αυτό εκτός εποχής. Αυτό που λέω το αντιλαμβάνομαι. Παρ’ όλ’ αυτά θεωρώ ότι σε κάποιο ένα πολύ μικρό βαθμό η Ίνδικτος είναι ένα πετυχημένο πείραμα αυτού του πράγματος. Όπως επίσης και πολλοί άλλοι συνάδελφοι που νομίζω ότι έχουν αυτό ακριβώς το κριτήριο


- Τα πρώτα κείμενα που βγάλατε ήταν…


- Το πρώτο- πρώτο που έβγαλα δεν ήταν βιβλίο, ήταν το περιοδικό. Η Ίνδικτος είναι ένας εκδοτικός οίκος που γεννήθηκε ουσιαστικά μέσα από ένα περιοδικό. Τότε το λέγαμε «Ερουρέμ». Στο πέμπτο τεύχος μετονομάστηκε Ίνδικτος.


- Να πούμε γιατί Ερουρέμ και γιατί Ίνδικτος;


- Ερουρέμ, όπως γνωρίζουμε, δεν σημαίνει κάτι. Είναι, ας το πούμε, ένα φώνημα. Ακριβώς γιατί και ένα περιοδικό, έτσι όπως το βγάλαμε, δεν θέλαμε να δηλώνει κάτι στον τίτλο του. Το Ερουρέμ ήταν ένα περιοδικό που ξεκινήσαμε από φοιτητές με κάποιους φίλους. Εγώ, όταν αποφάσισα να γίνω εκδότης θέλησα να συνεχίσω μ’ αυτούς τους φίλους. Εκδίδοντας ένα περιοδικό που στον τίτλο του έχει μια λέξη που δεν σημαίνει τίποτα έτσι δηλώναμε ότι αυτό το περιοδικό δεν έχει κάποιο ιδεολογικό πρόταγμα. Όταν βάλαμε κάποιες διαφημίσεις φοιτητάκια δηλώναμε «για τους ιδεολόγους εν αποστρατεία».

Μετά «Ίνδικτος», γιατί η Ίνδικτος γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο. Άρα, ένα διότι τον Σεπτέμβριο η εκκλησία μας γιορτάζει την αρχή της Ινδίκτου. Δύο, γιατί η Ίνδικτος δηλώνει το άνοιγμα στον χρόνο, το νέο χρόνο, κάτι το οποίο είναι μπροστά, το μέλλον. Και επειδή μου άρεσε ως τίτλος για έναν εκδοτικό, όπως νομίζω όλοι όσοι δεν έδωσαν το επώνυμό τους σε κάποια εκδοτική τους προσπάθεια. Σε μένα θα ήταν αδύνατο με το επώνυμο που έχω να κάνω κάτι τέτοιο. Ένας τίτλος, λοιπόν, που βγαίνει μέσα από την γλωσσική παράδοση και που είχε πίσω και δυο συμβολισμούς ωραίους.


- Έχετε και στις σειρές κάποιες που έχουν πολύ ωραία ονόματα. Αλλά το Ερουρέμ, κάτι που δεν υπάρχει…


- Ίσως επειδή το σημαντικό στην ανθρώπινη ζωή, στον άνθρωπο τέλος πάντων, δεν είναι η βεβαιότητα, αλλά η αβεβαιότητα. Δεν είναι αυτό το οποίο ξέρει, αλλά το άγνωστο. Δεν είναι η απάντηση, αλλά η ερώτηση…


- «Ασκητικά», «Εκτός συνόρων», «Ιδιόμελα»… Κύριε Βελιτζανίδη, οι άλλες σειρές συνήθως γράφουν δοκίμια, ξένη πεζογραφία, εσείς ακόμα και τα αστυνομικά τα έχετε κάπως…


- Verba Obscura. Έτσι, επειδή … βαπτίζουμε, δηλαδή. Αν μου επιτρέπετε, αυτό δεν είναι και τόσο σημαντικό. Τι κείμενα έχουν αυτές οι σειρές! Αν έχουν άξια κείμενα, τότε δικαιώνονται.


- Και μπορεί κάποιος να βαπτίζει ανάξια κείμενα με… άξιους τίτλους;


- Για έκδοση; Ναι, πολλά! Αμέτρητα! Η εποχή μας μάλιστα όλο και περισσότερα. Είναι δε χαρακτηριστικό αυτό το οποίο λένε πολλοί ότι τα κείμενα έχουν ζωή κάποιων μηνών. Εάν έχουν ζωή τόσων μηνών, τριών ή έξι, μιλάμε για ανάξια κείμενα. Τα κείμενα είναι άξια, όταν ο χρόνος τους δεν είναι ούτε το εξάμηνο, ούτε κάποιος χρόνος. Ο χρόνος ενός κειμένου, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κατ’ αρχήν οφείλει να είναι η αιωνιότητα. Αντιλαμβάνομαι και πάλι το πόσο εκτός εποχής, πόσο υπερφίαλο επίσης είναι, η κρίση όμως ενός εκδότη… Γιατί αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ο εκδότης έχει μια ευθύνη κοινωνική, όπως και ο δημοσιογράφος. Οφείλει να παρουσιάζει, όχι γενικώς και αορίστως ό,τι πέφτει στην αντίληψή του, αλλά αυτά τα οποία εκείνος κρίνει ότι είναι σημαντικά για τον αναγνώστη του, αλλά και για την εφημερίδα του.

Έτσι και ο εκδότης έχει μια ευθύνη. Ευθύνη για τα κείμενα που θα βγούν. Γι’ αυτό και αυτή η ευθύνη εκφράζεται και ως ποινική. Δεν μπορείς να προτείνεις ό,τι να ‘ναι. Αυτό το ζω και μάλιστα δηλώνω ότι δεν ξέρω να την κάνω αλλιώς αυτή τη δουλειά. Γιατί τα κείμενα που εκδίδω με αφορούν, αφορούν το πρόσωπό μου. Εάν ένα κείμενο δεν είναι καλό, τότε το πρόσωπό μου θρυμματίζεται.


ΥΓ. Η κουβέντα μας με τον κύριο Βελιτζανίδη δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.