28/11/07

Πεταλούδα σε πηγάδι

«ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Εκδ. «Το Ροδακιό», σελ. 176, τιμή: 23 ευρώ.

Οι «Τέσσερις τοίχοι», το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2000, βραβεύτηκε, μεταφράστηκε και ξαναβραβεύτηκε, καθόρισε τις βασικές συγγραφικές εμμονές του και φανέρωσε μια σπάνια λογοτεχνική δύναμη, φωνή και αισθητική.
Οξυδερκής παρατήρηση, πρωτοτυπία στην ιδέα, ιδιαίτερη ανάπτυξη στην πλοκή, μικρές εμφατικές λεπτομέρειες που κάνουν το καθημερινό να βαδίζει στο όριο του υπερβατικού και φανταστικού, κλειστοφοβικοί, ιδιαίτερα γοητευτικοί και παράξενοι ήρωες, και μια αίσθηση του χρόνου που αναγάγουν την ιστορία σε ζήτημα υπαρξιακό.
Στους «Τέσσερις Τοίχους» ο Περικλής Ροδάκης, η κυνηγημένη ιστορία, ένα παράξενο σπίτι και μια σπάνια ποικιλία μελιού, πλοκή εν είδει παλίμψηστου, αποδεικνύουν την σπάνια ικανότητα του συγγραφέα να παρατηρεί όσα όλοι εμείς έχουμε μάθει να αγνοούμε ή να προσπερνάμε. Όπως «η Αινώ» το ξενοδοχείο στο επόμενο μυθιστόρημά του "Ο φιλοξενούμενος». Κεντρικό θέμα, μια παράξενη ιστορία μασονίας, όπου μια ομάδα διανοουμένων προσπαθεί να εξακριβώσει παρατηρώντας ανθρώπους με κάθε τίμημα τι ακριβώς είναι η ομορφιά, η ευφυία, το ταλέντο.
Το καινούργιο του βιβλίο «Φυσικές Ιστορίες» περιλαμβάνει έντεκα διηγήματα που συνδέουν τα ανθρώπινα με την φυσική τους υπόσταση. Οι ήρωές του, υποκείμενα και ταυτοχρόνως αντικείμενα ενός περιρρέοντος κόσμου τον καθορίζουν και καθορίζονται με άδηλους τρόπους, τελικά, απ’ αυτόν. Την εικονογράφηση υπογράφει η Ευφροσύνη Κ. Δοξιάδη.
Στην πρώτη ιστορία «Η μυστική ρίζα» μια μυθική γιαγιά κληροδοτεί στον συνονόματο εγγονό της (Μάνθος που στην πραγματικότητα είναι Ανθός από το Ανθή) την ιδιαίτερη και ακατανόητη συνήθειά της να θάβει αντικείμενα «για να ρουφάνε την ευλογία του εδάφους» κι όταν ξεθάβονται να έχουν γίνει «καλύτερα». Το αποτέλεσμα, από ένα θαμμένο βιβλίο, ένα φυτό ουρανοκατέβατο.
Στην δεύτερη ιστορία «Λόφοι στο χαρτί», η παράλληλη πορεία δύο ζωγράφων να ζωγραφίζουν αχειροποίητους «λόφους» με το βλέμμα, αλλά χρειάζεται απόλυτη προσήλωση και αφοσίωση όλο αυτό. Διότι η ιδιοφυία χάνεται έτσι και την αφήσουμε.
Στην τρίτη ιστορία «Η Καρέκλα στο διάδρομο», μέσα από μια καρέκλα που στέκεται στο ίδιο σημείο για χρόνια, αναδεικνύεται η ψυχή των πραγμάτων.
«Τ’ ασπρούδια’ στην τέταρτη είναι κάτι σατανικά, ακατανόητα, εκδικητικά δέντρα.
«Οι σφήκες» στην πέμπτη αποδεικνύονται, επίσης, απειλητικές και εκδικητές και μπούμερανγκ στην εμμονή του βασικού ήρωα.
«Η λίμνη» στην έκτη είναι ένας ολόκληρος υποβρύχιος κόσμος. Που δύσκολα ξεχνιέται και… ταξινομείται, ακόμα και στην μνήμη ενός που ο χρόνος ή ο ίδιος έχει αποφασίσει πια να ξεχάσει και να ξεχαστεί.
Οι «Ερρικα και Ζοζέτ» στην έβδομη είναι μια γυναίκα και ένας σκύλος που ζουν και σχεδόν πεθαίνουν μαζί. Εστω, όταν χαθεί πια και η πράσινη φούστα της Ερρικας.
«Η φωλιά» στην όγδοη είναι επίσης «μια κακή φωλιά» απ’ την οποία ουδείς βγαίνει αλώβητος.
Η ένατη ιστορία «Πεταλούδα σε πηγάδι» αφορά έναν καταστροφέα κήπων και μια μεσόκοπη που αποφασίζει παράδοξα να τον εκδικηθεί.
Η δέκατη ιστορία, «Μια μεταμόρφωση», αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που έγινε δέντρο.
Η ενδέκατη ιστορία «Το φως, το σκοτάδι» είναι τα «παιχνίδια της νύχτας», μια σειρά από νυχτερινές συναντήσεις ανθρώπων που συναντιούνται μέσα από ένα περιοδικό. Και οι εναλλαγές που συνυπάρχουν στην ανθρώπινη ψυχή.
Πατώντας εξάλλου στο όριο φανταστικού και πραγματικού, ο συγγραφέας αυτό ακριβώς εξερευνά και φωτίζει, την ανθρώπινη ψυχή, το αθέατο, που περιβάλει κι αυτή, και τα πράγματα, και την φύση. Με έναν τρόπο «αφύσικο», τελικά, κατά βάση, και υπερβατικό. Διότι η δύναμη της φύσης και της βούλησης, ο έρωτας και η εκδίκηση, τα σημάδια του χρόνου, η ηδονή και η οδύνη, η νομοτέλεια που διέπει φύση και ανθρώπινη ζωή, είναι από τα αναλλοίωτα του κόσμου τούτου, ακόμα κι όταν στην άδηλη μορφή τους την αθέατη, μας διαφεύγουν.
Έντεκα διηγήματα, απρόβλεπτα και απρόσμενα, αφύσικα, γοητευτικά και υπερβατικά.


Ο Άνθρωπος, το μεγάλο βιβλίο που πρέπει διαρκώς να μελετάμε

«Ο ΦΙΛΟΞΕΝΟΥΜΕΝΟΣ» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, Εκδ. «Το Ροδακιό», σελ. 248, τιμή: 22 ευρώ.
«Ηταν αξιοθαύμαστο να βλέπεις πώς άρχιζαν τα πρόσωπά τους ν’ αλλοιώνονται μόλις βρίσκονταν μαζί».
Ένας συλλέκτης, ένας σκηνοθέτης, μια ηθοποιός, μια φωτογράφος και ένας χρυσοχόος- ποιητής, μεταλλάσσονται σε ένα ιδιότυπο και παράδοξο, μυστικοπαθή όμιλο 45άρηδων διανοουμένων, όταν είναι μαζί.
Κοινός στόχος τους «Ο Ανθρωπος, το μεγάλο βιβλίο που πρέπει διαρκώς να μελετάμε».
Χώρος «μελέτης», ένα απόμακρο, κρυμμένο από τα αδιάκριτα μάτια αλλά εν τούτοις κεντρικό αθηναικό ξενοδοχείο «Η Αινώ», που αποτελεί και ιδιοκτησία του ενός.
Αντικείμενο μελέτης, στην παρούσα φάση που παρακολουθεί και ο αναγνώστης, ένα νεαρός φοιτητής αρχαιολογίας.
Η επιλογή του έγινε από μια τηλεοπτική εκπομπή. Ο φοιτητής απάντησε στην ερώτηση για το Phi- Beta-Kappa, αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει εκείνη την μασονικής υφής φοιτητική παρέα που ιδρύθηκε το 1776 σε ένα αμερικανικό κολέγιο της Βιρτζίνια, που ονομάστηκε έτσι από τα αρχικά της φράσης «Φιλοσοφία Βίου Κυβερνήτης», και ήταν δεμένη με όρκο μυστικότητας.
Με όρκο μυστικότητας είναι δεμένη και η ομάδα των τεσσάρων. Εξάλλου, είναι και η μυστική θεότητα «Αινώ» (εξ ου και το όνομα του μικρού ξενοδοχείου) που εκδικείται όποιον προδίδει τα μυστικά της.
Με τον δικό του μυστικό «δένουν» οι τέσσερις και τον νεαρό φιλοξενούμενο. Τον οποίο παρατηρούν σαν το μυγάκι μέσα στον χώρο του ξενοδοχείου, για τους δικούς τους ανεξιχνίαστους σκοπούς.
Η παρατήρηση, όμως, από κάποια στιγμή θα γίνει αμφίδρομη. Διότι θα αρχίσει και «ο φιλοξενούμενος» να ξεφλουδίζει ό,τι δικά τους. Και ξεκινώντας από τις κρύπτες του χώρου, θα φτάσει μέχρι τους προηγούμενους φιλοξενούμενους και τα κρυμμένα μυστικά των μελών του Ομίλου.
Ο συγγραφέας θα δώσει την ευκαιρία στον αναγνώστη με τον τρόπο που χειρίζεται την ιστορία του να παρακολουθήσει όλη αυτή την ημιπαράνομη, μυστικοπαθή διαδρομή από την κλειδαρότρυπα. Μέχρι που να απομείνουν όλοι γυμνοί διότι «τα μυστικά μας είναι η περιουσία μας». Και επειδή, όπως υπογραμμίζει «Για σκεφθείτε έναν άνθρωπο που δεν έχει μυστικά’ που τα πάντα γι’ αυτόν είναι γνωστά και που δεν έχει να κρύψει τίποτα. Τι μπορείς να περιμένεις από ένα τέτοιο ρηχό άνθρωπο; Σα να μην έχει πρόσωπο. Ένα σπίτι χωρίς συρτάρια».
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί μέχρι το τέλος, να κρατάει κρυμμένα χαρτιά. Διότι, όπως επισημαίνει, «Είμαστε όλοι ζωντανοί. Κι όσο οι ήρωες μιας ιστορίας παραμένουν ζωντανοί, ποτέ δεν μπορείς να πεις με σιγουριά ότι τελείωσε οριστικά κι η ιστορία τους».
Ο συγγραφέας θα κατορθώσει, παρ’ ότι δηλώνει «θιασώτης της μονιμότητας, έως και της πλήρους ακινησίας», να δώσει το ατμοσφαιρικό ξενοδοχείο ως χώρα των θαυμάτων. Αποδεικνύοντας ότι μιλούν καμιά φορά κι οι τοίχοι, ότι τα μυστικά διαθέτουν τη δική τους μυστηριώδη κραυγή.
Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μας οδηγήσει στον πανέμορφο Αλβέρτο, στην ταλαντούχα αριθμομνήμονα πιανίστα, στον επιζήσαντα ενός αεροπορικού δυστυχήματος, σε έναν πρωταθλητή σκακιού, σε εκείνη τη γυναίκα με τις παράξενες οπτασίες…
Φτάνοντάς μας μέχρι τη λύση του γρίφου, «την καρδιά του θέματος» στη δική του περίπτωση: «Η έπαρση της γνώσης, η λαχτάρα της γνώσης, το μικρόβιο της γνώσης, η γελοιότητα της γνώσης, όλα αυτά… η μανία για γνώση στη βαθύτερη προσωπικότητα ενός «μικρού παιδιού». Γιατί, ξέρεις, συνέχεια «μικρό παιδί» σε αποκαλούν στις σημειώσεις τους. Είσαι ο νεώτερος φιλοξενούμενος που είχανε ποτέ», θα του αποκαλύψει ένας από τον «Ομιλο».
Ο τρόπος που χειρίζεται το θέμα του είναι τρόπος ζωής. Διότι στο τέλος νοιώθεις ότι την ζεις την ιστορία, κι όχι ότι την διαβάζεις. Οι εκπλήξεις διαδέχονται η μια την άλλη, και οι χαρακτήρες εμπεριέχουν την αντίφαση της ύπαρξης. Όλα δικαιολογούνται, τα πάντα μοιάζουν να έχουν την εξήγησή τους. Κι είναι τόσο πολύ αληθοφανή… Ώστε την ψάχνεις την θεά «Αινώ» στο τέλος.
Ο συγγραφέας φροντίζει ακόμα να σε μυήσει και στα μυστικά του. Πως γράφεται, δηλαδή, η ιστορία. «Επραξα σοφά να μην αποκαλύψω τα πάντα στο τετράδιο, να φυλάξω ορισμένα πράγματα στο μυαλό μου και μόνο». Ακόμα κι όταν πρόκειται αλληγορικά, μόνο για γράμμα.
Το αποτέλεσμα, ένα θρίλερ της ύπαρξης. Μια ιστορία τρόμου που επισημαίνει το τι ακριβώς σημαίνει, τελικά, να παρακολουθείσαι. Να είσαι το πειραματόζωο ενός… Ι.Χ. θεού. Κι η αποθέωση της «σε βάθος» παρατήρησης. Διότι συνήθως τα βλέπουμε όλα θαμπά, και εν κινήσει. Ο Χατζηγιαννίδης, όμως, το κατορθώνει και τα ξεφλουδίζει τα υλικά. Αποσυναρομολογεί τα πάντα κι ανακαλύπτει τον μηχανισμό τους.
Ένα ευφυές και γοητευτικό μυθιστόρημα.


«ΌΤΑΝ ΚΛΕΙΝΕΙΣ ΤΟ ΤΕΤΡΑΔΙΟ, Η ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΙΑ ΣΟΥ ΧΑΝΕΤΑΙ»

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ, μια κουβέντα

Τα βιβλία του, ένα σύμπαν που σου αποκαλύπτεται. Με την ψυχή των πραγμάτων σε διαρκή αναγνωστική θέα. Με τους χώρους, είσοδο μυστική στο επέκεινα. Με τους ήρωες να ανακαλύπτουν ό,τι η ανθρώπινη φύση αγνόησε με τον χρόνο. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης μια ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση, εντυπωσίασε με το πρώτο του κιόλας βιβλίο: «Οι τέσσερις τοίχοι». Μεταφράστηκε, ξεχώρισε, βραβεύτηκε και δεν βρέθηκε καθόλου τυχαία φέτος στην ευρεία λίστα για το Foreingn Fiction Award 2007 (βραβείο για τα είκοσι καλύτερα μεταφρασμένα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν από βρετανικούς εκδοτικούς οίκους). «Ο Φιλοξενούμενος» και οι «Φυσικές Ιστορίες» που ακολούθησαν, από «Το Ροδακιό» όπως πάντα, ενίσχυσαν την αρχική εντύπωση: ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι σε θέση τελικά- γράφοντας- να βλέπει εκείνο που μας διαφεύγει. Για την δική του ακριβώς θέα στο αθέατο, βρεθήκαμε στο σπίτι του. Συζητώντας για τα πάντα. Και πάνω απ’ όλα, από πού έρχεται μια ιδέα. Τι γίνονται οι ήρωες πριν και μετά το μυθιστόρημα. Και βεβαίως για το αν υπάρχει αθέατη πλευρά φύσης που μας διαφεύγει. Αν τα βιβλία μπορούν να γίνουν σωτήρια ή επικίνδυνα και αν η ιδιαίτερη συγγραφική ματιά είναι ευτυχία ή δυστυχία.

- Στα δυο πρώτα μυθιστορήματά σου ο χώρος είχε σχεδόν πρωταγωνιστική σημασία. Στους «Τέσσερις τοίχους» αυτό το περίεργο οικοδόμημα- αρχιτεκτόνημα, στον «Φιλοξενούμενο» αυτό το παράδοξο σχεδόν αόρατο μικρό ξενοδοχείο. Ο χώρος είναι καθοριστικός στη ζωή και στις ιστορίες μας; Και κατά πόσο ως διάσταση διαθέτει περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε;

- Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά, πάντως ξέρω ότι πολλές φορές μια ιδέα απ’ την οποία μπορεί να ξεπηδήσει ένα ολόκληρο κείμενο, ξεκινά μόνο από την ατμόσφαιρα ενός χώρου. Μπορεί να είναι αυτό το αρχικό, πρώτο έναυσμα. Και μέσα από την ιδιορρυθμία του χώρου, να γεννηθούν και οι μορφές που το κατοικούν. Ας πούμε στον «Φιλοξενούμενο», τα ξενοδοχεία είναι πάντα για μένα ένα πολύ ενδιαφέρον τοπίο. Ίσως λόγω της εντύπωσης ότι έχουν κοιμηθεί άπειροι άνθρωποι. Είναι χώροι φορτισμένοι από τις ανάσες αγνώστων.
Οι «Τέσσερις Τοίχους» βέβαια, ξεκίνησαν απ’ αλλού, αλλά ήταν πολύ σημαντικό να βρω πώς ήταν ο χώρος που κατοικεί ο πρωταγωνιστής.
Και στα διηγήματα, σ’ αυτό το τελευταίο βιβλίο, πολλές ιδέες ξεκινούσαν από τον χώρο. Δηλαδή ακόμα και στην αρχή να μην είναι το έναυσμα για το γράψιμο, σίγουρα γίνεται το καθοριστικό σκηνικό όπου θα παιχτεί η ιδέα.

- Στις «Φυσικές ιστορίες» ο χώρος αλλάζει και είναι η φύση. Αλλά και πάλι σε υπερφυσικές δυνατότητες και διαστάσεις: τα αντικείμενα που όταν θάβονται «ρουφούν την ευλογία του εδάφους», τ’ ακατανόητα «ασπρούδια», «η φωλιά» απ’ την οποία ουδείς βγαίνει αλώβητος, η λίμνη που είναι ένα ολόκληρο σύμπαν… υπάρχει μια αθέατη πλευρά φύσης που μας διαφεύγει;

- Νομίζω ότι η φύση πάντα μας διαφεύγει. Και παρόλο που ο άνθρωπος έχει κάνει τρομερά βήματα κατανόησης και γνώσης πάνω σ’ αυτό το πεδίο, αν σκεφτούμε ότι οι πρωτόγονοι δεν ξέρανε τίποτα από τους νόμους που λειτουργεί το σύμπαν, και πάλι υπάρχει μια διάσταση της φύσης η οποία είναι και σκοτεινή και θα είναι πάντα απροσπέλαστη και μόνο ψυχικά μπορούμε να την προσεγγίσουμε και να την καταλαβαίνουμε. Και ήθελα ακριβώς αυτού του είδους η επαφή του ανθρώπου που είναι σε ψυχικό επίπεδο, να αποτελεί την βασική τροφή για τα διηγήματα.

- Στην δεύτερη ιστορία «Λόφοι στο χαρτί», η παράλληλη πορεία δύο ζωγράφων να ζωγραφίζουν αχειροποίητους «λόφους» με το βλέμμα. Υπάρχουν άγνωστες δυνάμεις και δυνατότητες σε μας; Και τι θα πρέπει να αφήσουμε στο ταμείο για να μπουν αυτές οι δυνάμεις σε λειτουργία;

- Η απάντηση είναι η ίδια με την σκοτεινή πλευρά της φύσης. Κάτι τέτοιο αντίστοιχα υπάρχει και στον άνθρωπο. Μια συμπυκνωμένη μορφή της φύσης. Ένα άγνωστο πεδίο δυνατοτήτων μας.

- Και πού ακριβώς κατοικούν οι ιδέες;

- Κι αυτό εμπίπτει στον κύκλο των μυστηρίων του ανθρώπινου μυαλού, δεν ξέρω ποτέ πώς κι από πού έρχεται μια ιδέα. Μπορεί από κάτι τελείως άσχετο, μικρό, δηλαδή ας πούμε να τρώμε το καλοκαίρι ένα σύκο, να μπαίνει ένα σποράκι στα δόντια μας και απ’ εκεί σκεφτόμαστε ότι αν αυτό το σποράκι δεν έβγαινε ποτέ, θα μπορούσε ίσως να γίνει ένα φυτό που να μεγαλώνει μέσα στον οργανισμό μας.
Πολλές φορές μια ιδέα η οποία καταλήγει να είναι κάτι, είναι μια αλληλουχία από πολύ μικρές σκέψεις καθόλου ενδιαφέρουσες. Σκαλοπάτι το σκαλοπάτι το μυαλό ανεβαίνει στην κλίμακα της ιδέας και πάνω στο πλατύσκαλο εμφανίζεται ολοκάθαρη. ΄Η πολλές φορές δεν υπάρχει αυτό το κλιμακωτό, υπάρχει αστραπή η ιδέα που έρχεται. Έτσι ήταν νομίζω «Τ’ ασπρούδια». Δηλαδή η ιδέα ενός φυτού το οποίο το τρως και σε πιάνει η μανία να το πολλαπλασιάσεις, να διασπείρεις την ύπαρξή του. Μια ιδέα που μου είχε έρθει στα μαθητικά μου χρόνια, όταν ήμουν ακόμη στο Λύκειο, η πιο παλιά που έχω αποτυπώσει σε βιβλίο. Δεν είχε γίνει βέβαια διήγημα, αλλά μου είχε καρφωθεί από τότε η ιδέα ενός τέτοιου διαβολικού φυτού που να επενεργεί στο θυμικό και ψυχικό σου χώρο και να σε υποβάλει σε πράξεις.

- Το γράψιμο είναι, εν τέλει, θέα στο αθέατο;

- Κατά την απόλυτα προσωπική μου γνώμη το καλό γράψιμο, ναι. Είναι ακριβώς αυτό, ένας εξώστης στον οποίο βγαίνουμε και ρίχνουμε μια ματιά σε χώρους στους οποίους αλλιώς μέσα στην καθημερινότητά μας δεν μπορούμε να το κάνουμε. Τότε έχει νόημα όχι μόνο για μας που δημιουργούμε, αλλά και για τους άλλους που το διαβάζουμε. Όταν μπορεί όχι ακριβώς να φωτίσει- γιατί ποτέ δεν φωτίζεται το αθέατο- αλλά ν’ ανάψει ένα σπίρτο του οποίου θα διαρκέσει η φλόγα του τρία δευτερόλεπτα και ό,τι προλάβεις να δεις μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό χάος.

- Και πώς είναι όταν ξεκινά για σένα μια καινούργια ιστορία; Ας πούμε η ακρούλα στους «Tέσσερις τοίχους» ποια ήταν; Ο χώρος; Ο Περικλής Ροδάκης, η κυνηγημένη ηρωίδα, το σπάνιο μέλι…

- Η πρώτη- πρώτη ακρούλα ήταν εάν ο συνδυασμός διαφορετικών φυτών που αποτελούν την τροφή των μελισσών μπορεί να οδηγήσει σε ένα καταπληκτικό μέλι. Κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιδέας που λέμε πως ξεκινάει από κάτι πολύ απλό. Δηλαδή όλο αυτό ξεκίνησε βλέποντας τις ετικέτες στα βάζα των μελιών. Κι αναρωτιόμουν, αν είναι τόσο σημαντικό στη γεύση το από τι φυτά είναι, άραγε παίζοντας με ένα συνδυασμό θα μπορούσε κάποιος να οδηγεί το γευστικό αποτέλεσμα εκεί που θέλει; Σαν ένας ζωγράφος που αναμειγνύει τα χρώματα για να πετύχει ακριβώς την απόχρωση που θέλει; Και μετά ήρθε η ιδέα για το ποιος είναι ο μελισσοκόμος που θα ενσαρκώσει το πείραμα, μετά ήρθε η γυναίκα που ήρθε να τον συνδράμει, μετά ήρθε το παιδί της γυναίκας και η ιστορία όλη που κουβαλούσε πίσω της….

- Ξέρεις γιατί στο ρωτάω, διότι όλη αυτή η ιστορία δεν μοιάζει σαν κάτι που επινοήθηκε, αλλά σαν κάτι που προυπήρχε και ξεσκεπάστηκε…

- Όλες αυτές οι ιδέες, νομίζω, ότι ήταν θαμμένες μέσα μου, ίσως όχι ακριβώς αυτές αλλά η μυρωδιά που έφεραν, το άρωμα των ιστοριών. Και απλώς με ένα πολύ συμπτωματικό τρόπο έβγαινε μια ακρούλα, όπως λες στην επιφάνεια, την οποία τραβώντας την, αποκαλυπτόταν το όλον.

- Στον «Φιλοξενούμενο»; Ήταν το πείραμα ή το… πειραματόζωο; Η πεμπτουσία του ιδιαίτερου ή «η Αινώ»;

- Όλα άρχισαν από την ιδέα του να γίνεται ένας άνθρωπος αντικείμενο παρατήρησης και εξονυχιστικής μελέτης και μάλιστα όχι για κάποιο εξωτερικό του χαρακτηριστικό, αλλά για τον ψυχισμό του. Και πώς πιθανόν μια ομάδα ανθρώπων που είχαν αυτό το ενδιαφέρον, θα μπορούσαν να συλλέγουν σπάνιες πλευρές εξαιρετικών ανθρώπων, προικισμένων ανθρώπων, με σκοπό να καταλήξουν σε ένα απόσταγμα για την ίδια την ουσία της ανθρώπινης φύσης. Μελετώντας σπάνια χαρισματικά άτομα. Αυτή ήταν η αρχική ιδέα.

- «Βλέμμα ισχυρό, λόφοι στο χαρτί». Αυτό για την ζωγραφική. Για την λογοτεχνία, το αντίστοιχο;

- Βλέμμα ισχυρό που ισχύει για όλες τις τέχνες. Γιατί ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας, αυτός είναι η πιο σημαντική πηγή έμπνευσης.

- «Ωσπου να καταφέρω τελικά να φτάσω στην καρδιά του φρουρίου, εκεί όπου ο Αχονεν κατοικούσε αθέατος». Στον «Φιλοξενούμενο» η αθέατη Αινώ… συγγραφική εμμονή ή δεν… Ο συγγραφέας οφείλει να είναι ωσεί Θεός, δηλαδή πανταχού παρών και αόρατος; Ως παιδί; Είχες επιθυμήσει ποτέ σου να ήσουν αόρατος;

- Αυτή είναι μια από τις λίγες διεστραμμένες ιδέες που δεν μου είχαν περάσει απ’ το μυαλό.

- Στις ιστορίες σου, όμως, ο αθέατος αφηγητής…

- Αυτό το μάτι που ξέρει τα πάντα. Εκεί δυσκολεύτηκα στον «Φιλοξενούμενο», ήταν σε πρώτο πρόσωπο και μου έλειψε αυτό του παντογνώστη που σαν κάμερα βλέπει και ξέρει τα πάντα. Είναι μια δύναμη η οποία σε κάνει να αισθάνεσαι λίγο σαν μικρός θεός που κατασκευάζεις τα πάντα, και ανά πάσα στιγμή ξέρεις το σύμπαν που έχεις πλάσει, βάσει ποιών κανόνων λειτουργεί. Το ξέρεις, το καθορίζεις κιόλας. Και είναι από τα πιο γοητευτικά πράγματα στο γράψιμο. Ότι μπορούμε να κατασκευάζουμε ένα δικό μας σύμπαν το οποίο λειτουργεί βάσει των δικών μας κανόνων και να είμαστε απόλυτα γνώστες όλων όσων τρέχουν μέσα.

- Είναι και μια προσπάθεια να βάζουμε κατ’ αυτό τον τρόπο, τάξη στο χάος.

- Πραγματικά βάζεις τάξη στο χάος. Διότι φτιάχνεις έναν κόσμο που δεν διέπεται από χάος, διέπεται από τους δικούς σου κανόνες. Αλλά βέβαια αυτό δεν έχει εφαρμογή στην πραγματική ζωή, όταν κλείνεις το τετράδιο, η παντοδυναμία σου χάνεται.

- Μετά, τι γίνεται η ιστορία; Οι ήρωες;

- Οι ήρωες παγώνουν στο σημείο που τους έχεις αφήσει. Δεν εξελίσσονται μετά. Είναι παγωμένα πρόσωπα τα οποία σαν φαντάσματα σε κάποιες ταινίες ζουν και ξαναζούν την ίδια ιστορία κάθε φορά που ένας αναγνώστης την διαβάζει. Και δεν υπάρχει ούτε πριν ούτε μετά. Αλλά είναι ωραία να είναι έτσι παγωμένη στο διηνεκές.

- «Όταν ήμουν μικρός, διέθετα πολλά χαρίσματα που όλα σχεδόν τα έχασα, στην πορεία μετά». Τα χάνουμε ή τα βρίσκουμε τα χαρίσματα μέσα στον χρόνο;

- Υπάρχουν αρετές που τις χάνουμε. Δηλαδή την ευκολία που έχει ένα μικρό παιδί να προσλαμβάνει τον κόσμο, την χάνουμε. Η πρόσληψη μετά όσο περνά ο καιρός γίνεται όλο και πιο εγκεφαλική περασμένη μέσα απ’ όσα έχουμε προλάβει να μάθουμε. Κερδίζουμε άλλα πράγματα, όμως, εξίσου σημαντικά. Δυστυχώς στην κάθε φάση της ζωής μας ανακαλύπτουμε ότι έχουμε χάσει και έχουμε κερδίσει άλλα πράγματα, και αυτή η ισορροπία αλλάζει συνέχεια όσο περνούν τα χρόνια. Κι είναι καλό, διότι σημαίνει κι εξέλιξη, αλλιώς θα είμαστε σαν τους ήρωες, δηλαδή παγωμένοι.

- Έγραφες από παιδί; Πότε κατάλαβες ότι το γράψιμο είναι η κλίση σου;

- Μπορεί να έγραψα κάτι πολύ λίγα πράγματα. Μετά αυτή η αγάπη κοιμήθηκε για πολύ χρόνο. Ο λόγος μάλλον ήταν επειδή ασχολήθηκα με το θέατρο το οποίο είναι πολύ αδηφάγο και σε ρουφάει, δεν σου αφήνει πολύ ικμάδα να κάνεις άλλα πράγματα. Κι όταν το θέατρο αποσύρθηκε από το προσκήνιο, ίσως ξανανακάλυψα κάτι παλιό, παιδικό, το οποίο όμως και δεν είχε προλάβει να εξελιχθεί ούτε και σαν επιθυμία ούτε και σαν αποτέλεσμα. Ήμουν και ένας άνθρωπος που ποτέ δεν διάβαζα και πάρα πολύ λογοτεχνία. ΄Ένα, δύο βιβλία το χρόνο.
Αν και πιστεύω ότι δεν είναι απαραίτητο να έχεις διαβάσει πάρα πολλά, αν έχεις διαβάσει δέκα, δεκαπέντε, είσαι καλυμμένος. Μετά αν διαβάσεις θα είναι για την ευχαρίστησή σου, αλλά το βασικό το έχεις κερδίσει έστω και με λίγα αναγνώσματα αρκεί να είναι σπουδαία.

- Και πώς είναι όταν γράφεις; Γνωρίζεις τα πάντα από την αρχή; Στα διηγήματα, εντάξει. Στα μυθιστορήματα, όμως, είχες εκπλήξεις;

- Είχα βέβαια και πάρα πολλές, αυτό είναι και η χαρά της δημιουργίας. Να μην έχεις στο νου σου κάτι παγωμένο το οποίο οφείλεις να διεκπεραιώσεις αλλά αυτό να πλάθεται και ν’ αλλάζει και να σου προσφέρει καινούργια κουτάκια τα οποία ν’ ανοίγεις στο δρόμο…

- Κάποιες εκπλήξεις;

- Το όνομα Αινώ, δηλαδή έψαχνα να βρω ένα όνομα το οποίο να είναι πολύ αέρινο, να μην έχει πολλά σύμφωνα. Και ψάχνοντας είπα κάτι σαν Αινώ και άρχισα όπως ο ήρωας να ψάχνω. Δεν υπάρχει τίποτα. Και έτσι πλάστηκε όλη αυτή η ιστορία για το ποια ήταν αυτή η Αινώ.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Ξέρεις, αυτό που λένε ότι ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, εξάλλου πόσους γρίφους ζωής μπορεί να έχει και να λύσει ένας άνθρωπος; Εσύ έχεις συγγραφικές εμμονές;

- Μου το λένε πάντως πως έχω. Το θέμα του εγκλεισμού, το θέμα των ανθρώπων που για έναν λόγο βρίσκονται σε κάποιον περιορισμό…
Είναι φυσικό να υπάρχουν γιατί είμαστε ο ίδιος άνθρωπος. Βέβαια με τον χρόνο αλλάζουμε. Πάντως, βλέποντας κάποια πράγματα ταπεινά και παραμελημένα γοητεύομαι στην ιδέα ότι αυτά θα μπορούσαν να τοποθετηθούν πάνω σε θρόνο και να γίνουν για δέκα σελίδες οι πρωταγωνιστές. Ναι, αυτό με γοητεύει.

- Πώς γίνεται κάποιος να διανύσει «την πυκνότητα των καταστάσεων», να συλλάβει το νόημα ή το μήνυμα του «απερίμεντου», του «απροσδόκητου» και πόσο τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά η ψυχή;

- Δεν μπορώ να το βάλω σε τάξη όλο αυτό. Ξέρεις, πολλές φορές λειτουργούμε και λίγο με το ασυνείδητο, γιατί τις δυνάμεις μας τις συνειδητές τις ξέρουμε, αλλά όταν μας αποκαλύπτονται κομμάτια απ’ το ασυνείδητο, αυτό είναι το κέρδος. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ να στο πω με λόγια.

- «Αχ! Θα στέναζε κάποιος θαυμάζοντας’ οι ψυχές των πραγμάτων!» (η καρέκλα στο διάδρομο) Υπάρχουν οι ψυχές των πραγμάτων; Έχεις τέτοια αντικείμενα εσύ; Που να έχουν για σένα μια ιδιαίτερη σημασία;

- Έχω, πώς δεν έχω! Όλοι μας δεν έχουμε τέτοια αντικείμενα; Ή έχουμε για ένα διάστημα. Και μπορεί να μην είναι καν αισθητικά ωραία, να μην τα στολίζουμε ή να μην τα βλέπουμε ή να τα ανασύρουμε απ’ τα συρτάρια μας σπάνια και παρ’ όλα αυτά αρνούμαστε να τα αποχωριστούμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα πράγματα έχουν μια θέση στη ζωή μας; Ενώ ένα καινούργιο ολοκαίνουργιο πράγματα έχει την ομορφιά του ατσαλάκωτου αλλά δεν κουβαλάει αυτή την ομορφιά του ανθρώπινου αγγίγματος. Αυτή είναι η ψυχή των αντικειμένων, το ότι έχουν δεχθεί πολλά αγγίγματα. Και είναι κάπως σα να τα εκπέμπουν αυτά πίσω.

- «Όλα τα άλλα τού μοιάζανε ασήμαντα, και άδικα επιχειρούσε η κυρία Αθαν. Να ξυπνήσει ξανά μέσα του ανθρώπινες μνήμες» Τι ασύλληπτη «Μεταμόρφωση» αλήθεια. Όλοι αλλάζουμε πρόσωπο μέσα στον χρόνο;

- Οι τυχεροί ναι, αλλάζουμε. Είναι δυστυχία να μην αλλάζουμε πρόσωπο μέσα στον χρόνο. Και είναι χαρά να ανακαλύπτουμε ότι σε διαφορετικές συνθήκες μπορεί να είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι. Αυτό είναι λίγο σαν να εμπεριέχει το «καθ’ ομοίωσιν».

- Είναι η ιστορία που γράφουμε για όσο διαρκεί «Λίμνη»;

- Πραγματικά είναι μια λίμνη! Θα βγούμε μόνον όταν θα έχουμε διανύσει όλη την απόσταση. Μας ρουφάει, μας απομυζά και χαιρόμαστε που είμαστε εκεί, μάλιστα μας φαίνεται και πολλές φορές δύσκολο το να βγούμε απ’ εκεί μετά στο κρύο! Αλλά κι αυτό συμβαίνει. Για να βουτήξουμε στην επόμενη λίμνη, στην επόμενη ιδέα.

- «Ξέρετε τι ήταν εκείνο που με τρόμαξε περισσότερο; Ότι ιθύνων νους της οργάνωσης ήταν ένας τόσο σπουδαίος καλλιτέχνης. Πάντα πίστευα ότι η Τέχνη είναι ύπουλος εξουσιαστής κι ότι οι υπηρέτες της κατέχουν αδιανόητες δυνάμεις, ικανές να μεταμορφώνουν εμάς τους άλλους σε ανίσχυρα, άβουλα πιόνια». Ένα βιβλίο μπορεί να μας μεταμορφώσει; Να μας αλλάξει τη ζωή; Μπορεί να γίνει επικίνδυνο ένα βιβλίο;

- Κάθε σπουδαίο έργο τέχνης και μας αλλάζει τη ζωή και μπορεί να είναι επικίνδυνο και μπορεί να είναι ωφέλιμο, γενικά έχει ισχύ. Και μακάρι στη διάρκεια της ζωής μας να έχουμε ευκαιρίες να αλλάξουμε από έργα τέχνης περισσότερο παρά από μαθήματα της ζωής. Μακάρι να τα μαθαίναμε όλα από έργα τέχνης.

- Τα δικά σου βιβλία τι βιβλία είναι;

- Είναι μάλλον ανώδυνα. Στην καλύτερη περίπτωση αυτό που μπορούν να σε κάνουν είναι να τα βλέπεις με λίγο διαφορετικό τρόπο κάποιες ασήμαντες όψεις της ζωής. Αυτό θα ήταν πολύ μεγάλο κέρδος για μένα αν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν έτσι. Έστω και σε ελάχιστους ανθρώπους.

- Έχεις διαβάσει βιβλία που σου άλλαξαν τη ζωή;

- Νομίζω ότι όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει- τα σημαντικά- όπως και οι σημαντικές ταινίες, παραστάσεις- σου αλλάζουν τη ζωή. Όχι ότι την επόμενη μέρα είσαι κάτι άλλο, αλλά σωρευτικά και λίγο- λίγο σε μπολιάζουν με μια άλλη ουσία, σε αλλάζουν ανεπαίσθητα και το καταλαβαίνεις όλο αυτό μόνο στο τέλος.

- Ένας συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς; Κι αυτό είναι ευτυχία ή δυστυχία;

- Ένας συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον κόσμο αλλιώς κι αυτό είναι ευτυχία. Τελεία. Είμαι απόλυτος σ’ αυτό.

23/11/07

Αλήθεια, πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς?

Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται!

«ΒΕΝΤΑ> του Τάσου Ρούσσου, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ. 107, τιμή: 12.50 ευρώ.

Του Moha που του είχε αρέσει κάποτε ο Ρούσσος, ναι? Με μιαν αγάπη ίσαμε κει πάνω!

Ο βασικός εκφραστής του φανταστικού στα καθ’ ημάς. Και βεβαίως ο μεταφραστής των αρχαίων τραγικών. Ποιητής πρώτα απ’ όλα, ο Τάσος Ρούσσος επανέρχεται με μια νουβέλα, από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα» αυτή τη φορά. «Βέντα» ο τίτλος της. Όπως το όνομα της ηρωίδας του: άνεμος, πνεύμα, άλλως, «αυτή που έρχεται», «που ήρθε».
Ήρωάς του, ο Φίλιππος. Ένας «ονειροπαρμένος» ηλεκτρολόγος που ζει μια ήσυχη «συνηθισμένη» ζωή.
Το διαφορετικό του είναι το ότι… ονειρεύεται. Κατακερματισμένα όνειρα που ανασύρει από τον ύπνο του και συμπληρώνει στο ξύπνιο του, καμία φορά. Σα να υπάρχει κάπου εκείνο το όνειρο κι εκείνος ψηφίδα- ψηφίδα, τελικά, να το ζει.
Αλλά σε λίγο καιρό από τον κόσμο των ονείρων του «κλέβει» αντικείμενα. Όταν ξυπνά, δηλαδή, το πρωί αντιλαμβάνεται ότι του έχουν μείνει στο χέρι. Ένα περίεργο βότσαλο, σαν ζωντανός οργανισμός που αλλάζει χρωματισμούς την πρώτη φορά. Την δεύτερη, ένα αντικείμενο σαν… φορτιστής. Με το που ακουμπάς το χέρι, ξαναβρίσκεις την χαμένη σου ενέργεια. Την τρίτη, μια πολυθρόνα.
Κι όλα περιβάλλονται από ένα μυστηριώδες, πρασινωπό νεφέλωμα, σα μυστική γλώσσα με την οποία επικοινωνούν. Μεταξύ τους πρώτα, σιγά- σιγά εξοικειώνονται και περιβάλλουν κι εκείνον.
Συντροφιά του σε όλα αυτά τα προκύπτοντα μυστήρια, οι τρεις φίλοι του: ο Αντρέας Διονυσόπουλος, υπάλληλος στο υπουργείο Γεωργίας, ο Παύλος Μεταλλινός, δικηγόρος και με ανοιχτό μυαλό, και ο Γιάννης Λάιος που εργαζόταν γραφίστας σ’ ένα περιοδικό μεγάλης κυκλοφορίας. Μονάχα ο Παύλος θα του μείνει στο τέλος. Οι άλλοι δυο «αμφιβάλουν» και φοβούνται. Αυτό που αγνοούν, το φοβούνται.
Ο Φίλιππος, απ’ ότι όλα δείχνουν, ούτε φοβάται αλλά και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εξάλλου αυτός ο ονειρικός κόσμος επιφυλάσσει στον ήρωα μια ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη: Την Βέντα. Ένα κορίτσι μαγευτικό που λες και το ξέρει καιρό. Σα να την περίμενε πάντα. Ψηφίδα- ψηφίδα κι αυτή στην αρχή. Μέχρι που η πράσινη ομίχλη θα την φέρει στο σπίτι του.
Αν και αδυνατεί να δώσει εξήγηση στον ερχομό της Βέντας, ο Φίλιππος θα την ερωτευθεί. Ως τη στιγμή που με βαθιά έκπληξη θα διαπιστώσει ότι η Βέντα… τελεί υπό διαμόρφωση. Δεν είναι ακόμα… γένους θηλυκού. Κι απ’ αυτή τη στιγμή θα αρχίσει για κείνον και η αντίστροφη μέτρηση. Πρώτα θα εξαφανιστεί η Βέντα κι αργότερα, σταδιακά, και όλη του η οικοσκευή. Λες και το παράλληλο σύμπαν των ονείρων του αυτή τη φορά να του παίρνει, αντί να του δίνει.
Το σπίτι του μέρα με την μέρα ερημώνει. «Η άχρονη μνήμη» του που θα μπορούσε να τον οδηγήσει παντού, φαίνεται πια εντελώς να τον απορροφά. Και όταν κάποια στιγμή ο Παύλος θα τον αναζητήσει, θα βρει ένα γράμμα του να του εξηγεί.
Για άλλη μια φορά ο συγγραφέας αναφέρεται σε βιβλίο του στα παράλληλα σύμπαντα. Στον «Καιρό της Λίζε» μια χαράδρα θα σταθεί η αφορμή για τον ήρωα να χαθεί σε ένα απ’ αυτά. Στη «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο» ένας ολόκληρος δρόμος κι ένα μαγαζί εξαφανίζονται ξαφνικά από προσώπου γης. Στο «Δέκατο τρίτο τοπίο» επιβάλει την ύπαρξή του το σύμπαν ενός πίνακα.
Κλειδιά σ’ όλες τις ιστορίες του, ο χρόνος, σχεδόν άχρονος: τον οδηγεί παντού. Στο παρελθόν και στο μέλλον. Ο χώρος ή τα αντικείμενα: «το πέτρινο σπίτι», «η αγγελόπτερα»… το μέσον του πάντα ένας ήρωας ιδιαίτερος, ανοιχτός. Το αποτέλεσμα, το ζητούμενο μάλλον: το παράδοξο. Η αθέατη πλευρά της ζωής. Αυτό που υπάρχει μα ωστόσο το αγνοούμε. Αλήθεια πού βρίσκεται όταν ονειρεύεται κανείς; «Τι θέλω να πω: η ζωή μας στον ύπνο ίσως να είναι ζωή σ’ έναν άλλο κόσμο, σε άλλο περιβάλλον, όπου η δραστηριότητά μας είναι εντελώς διαφορετική, με διαφορετικές αισθήσεις, αντίληψη και αξίες. Τα όνειρα λοιπόν είναι απεικονίσεις, αναμνήσεις, αλλοιωμένες από τη ζωή μας στον ύπνο». Αλλά «μόνο υποθέσεις κάνουμε γι’ αυτά».
Την ιστορία, εξάλλου, μπορούμε να την δούμε και σαν μια διαδικασία αυτογνωσίας ή έρωτα. Ο ήρωας αλλάζει, βαθαίνει, ωριμάζει, γίνεται σοφός. Και σε έναν έρωτα, εξάλλου αυτό δεν προσπαθούν οι εραστές να κάνουν; Ο ένας να απορροφήσει, να «καταπιεί» τον άλλον; Όταν δυο προσωπικότητες συναντηθούν ερωτικά μεταβάλλονται και οι δυο, έτσι δεν είπε ο Γιουνγκ; Βεβαίως όπως συνήθως γίνεται στη ζωή, νικά ο δυνατότερος. Επί τω προκειμένω αυτός που γνωρίζει, ελέγχει τα πιο πολλά. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να δει το βιβλίο και ως μια αλληγορία. Θα το χαρεί ως μια φιλοσοφική η μεταφυσική αιχμή, σαν ένα παραμύθι – αν δεν το αντέχει αλλιώς- για μεγάλα παιδιά.
Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια ατμοσφαιρική, μαγευτική, παράδοξη ιστορία. Που δίνει υπόσταση στα όνειρα. Συχνά, εφιαλτική.
Περισσεύει να πούμε ότι διαβάζεται απνευστί;
Και μη ξεχνάτε, τα όνειρα και διεκδικούν και ενίοτε εκδικούνται.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο ποιητής και πεζογράφος Τάσος Ρούσσος γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Φιλολογία και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, ενώ από το 1978 διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, της οποίας είναι διευθυντής από το 1989.
Από το 1957 έχει δημοσιεύσει 10 ποιητικά και 14 πεζογραφικά βιβλία, επιφυλλίδες, άρθρα, κριτικές λογοτεχνίας, και πλήθος μεταφράσεων αρχαίου, κλασικού και σύγχρονου δράματος.
Το πρωτότυπο έργο του μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαικές γλώσσες.
Έχει βραβευτεί από την Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας, από την Εταιρεία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, και από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο της λογοτεχνικής του προσφοράς.
Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, του Ελληνικού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, του Θεατρικού Μουσείου και του ελληνικού Pen Club.
Χρημάτισε πρόεδρος και αντιπρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Εθνικού Θεάτρου, και αντιπρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ.
Έργα του:
Ποίηση: «Ο πρώτος πηλός», «Η μεταμόρφωση του καιρού», «Οι νεκροί», «Πρόσωπο στο νερό», «Ο ξεναγός και η νύχτα», «Προς την οροφή», «Το πλοίο φάντασμα», «Το κυνήγι της αλεπούς»…
Πεζογραφία: «Τα χειρόγραφα του Μανουέλ Σαλίνας», «Μιχαήλ και άλλα διηγήματα», «Ο τελευταίος της συντεχνίας», «Αγγελόπετρα», «Ο καιρός της Λίζε», «Φωτογραφία με πολύ κίτρινο και άλλα διηγήματα», «Η πηγή του τσακαλιού», «Ο Οδυσσέας», «Το δέκατο τρίτο τοπίο», «Η αποστολή», «Ο λόφος», «To πέτρινο σπίτι»…
Μετέφρασε Ελληνες τραγικούς, Αριστοφάνη, Μένανδρο, Τερέντιο, Πλαύτο, Γουέμπστερ, Σαίξπηρ, Σενέκα κ.α.

ΥΓ. Ένα βιβλίο- απάντηση και σε μένα που ισχυρίζομαι ότι το όνειρο είναι μισή ζωή, που αν θέλω να πεθάνω, ένα απαγορεύω στον εαυτό μου, να ονειρεύεται. Μια απάντηση και σε έναν φίλο που έψαχνε να δει τι γίνεται σε μια μοιραία συνάντηση, μα είναι απλό: μεταβάλλονται κι οι δυο (κατά τον Γουνγκ), για πάντα (κατ’ εμένα). Τίποτα πια δεν μπορεί να είναι ή να γίνει όπως πριν. Αλλά θα πρέπει όλο αυτό και να το επιτρέψεις. Άντε, σας εύχομαι με όοοολη μου την αγάπη να έχετε ένα ενδιαφέρον Σάββατο και μια υπέροχη Κυριακή (το απόγευμα μονάχα λιγάκι να προσέξετε, εκεί σκοντάφτουμε όλοι: στα απογεύματα της Κυριακής!)

20/11/07

Γράφοντας, σκηνοθετώ τη ζωή μου


«ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΣΙΤΥ ΜΠΟΥΜ- ΜΠΟΥΜ» του Βασίλη Αλεξάκη, Εκδ. «Μίνωας», σελ. 187, τιμή: 15 ευρώ.

Του Μάκη που του άρεσε πάντοτε

Παρ’ ότι ο Αλεξάκης είναι ένας από τους συγγραφείς τους οποίους γνωρίζω καλά, εν τούτοις, κάθε φορά που γυρίζω πίσω, με ξαφνιάζει.
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, ο παλιός Αλεξάκης είναι εκείνος που πια με ξαφνιάζει. Ενδεχομένως επειδή ο καινούργιος μεγαλώνει κι ωριμάζει μαζί μου, δεν τολμώ για τον Αλεξάκη να γράψω τη λέξη «γερνά μαζί μου» διότι μονάχα εγώ είμαι εκείνη που γερνώ, ο Αλεξάκης δεν θα γεράσει ποτέ, ούτε στα βιβλία ούτε και στη ζωή του. Και το αποδεικνύει κάθε μέρα. Με κάθε καινούργιο βιβλίο ή επανέκδοση παλιού.
«Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη Γαλλία, το 1975. Οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές και αποκαλυπτικές:
«Ο τρόπος που ο Αλεξάκης μιλάει για το σεξ θυμίζει Αριστοφάνη, οι διάλογοί του τον Ιονέσκο» έγραψε ο Jacques de Ricaumont στη Revue des Deux Mondes.
O Bernard Alliot χαρακτήρισε το βιβλίο «σατανικά αφελές» (Le Monde).
Και ο Didier Decoin «απελπιστικά διασκεδαστικό» (Les Nouvelles Litteraires).
Εξάλλου το έχει αυτό ο Αλεξάκης, να περιγελά ό,τι πιο πολύ πονάει. Να γελοιοποιεί το τραγικό ή το απειλητικό. Να κάνει φύλο και φτερό το επερχόμενο.
Διότι και αυτό το βιβλίο («Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ») και «Το κεφάλι της γάτας», το πόσο σημαντικά υπήρξαν αποδεικνύεται ακριβώς εκ των υστέρων.
Στο «Κεφάλι της γάτας» η τρομοκρατία σε προσωπικό επίπεδο και το ταξικό χρέος, ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ατόμου, ο θύτης που γίνεται θήραμα και τ’ ανάποδο. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής μέσα από ένα ψυχολογικό και πολιτικό θρίλερ. Το κουβάρι της ζωής μας πριν μπερδευτεί.
Στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ» σε τόνο ανάλαφρο και αφόρητα χιουμοριστικό, το ίδιο κουβάρι. Η άβυσσος, ακριβώς, της ίδιας ψυχής που επιδιώκει διακαώς την πτώση της. Βγαίνοντας μετά από έναν ελπιδοφόρο Μάη ’68 και πιστεύοντας ότι όλα απ’ εδώ και στο εξής θα είναι… Μάης και γιορτή. Το σκηνικό προτού η ανθρώπινη ψυχή… εάλω, με έναν τρόπο που αποδεικνύει ότι από τότε, «πού πια καιρός». Αυτό το «μοντέλο επιτυχίας» από τα σπάργανα ήδη αποτυχημένο.
Εξάλλου ο ήρωας του βιβλίου το δηλώνει, δεν είναι επαναστάτης, είναι μικροαστός:
«Να σου πω ποιο είναι το πρόβλημά μου: δεν γαμάω αρκετά». Φράση που επαναλαμβάνεται και όχι τυχαία και πρώτη φράση του βιβλίου.
Αλλά πρόβλημά του είναι και η «Οικογενειακή Κυριακή» στην οποία γράφει αντί για την «Αστραπή» ή την «Εφημερίδα». Η συνεννόησή του με την σπουδαιότερη (τουλάχιστον κατά κόσμον, αυτή θα δουλέψει στην τηλεόραση, αυτή κερδίζει περισσότερα χρήματα) γυναίκα του, με τους συναδέλφους, τους φίλους του και με τον εργοδότη του, ο… γρύλος που κάνει στο κεφάλι του τόσο αριστοτεχνικά:
«Θ’ αναπολήσουμε πάλι το παρελθόν; Θα θυμηθούμε πάλι την πρώτη μας συνάντηση; Θα προσπαθήσουμε πάλι να φανταστούμε το μέλλον μας; Θα υποθέσουμε πάλι ότι δεν θα περάσουμε μαζί όλη μας τη ζωή; Θα την ρωτήσω πάλι αν θα παρευρεθεί στην κηδεία μου; Θα ισχυριστεί πάλι ότι εκείνη θα πεθάνει πρώτη;»
Συγγραφικό παιχνίδι όχι και τόσο αθώο, που ο Αλεξάκης επαναλαμβάνει πολλές φορές: «Έχω την εντύπωση ότι θα έχω ζήσει αρκετά σε λίγο καιρό. Ότι θα έχω ονειρευτεί αρκετά, θα έχω κάνει αρκετά τηλεφωνήματα. Η ζωή μου θα μ’ έχει βαρεθεί. Τι θα κάνω τότε; Θα ξανοιχτώ στο πέλαγος πάνω σε μια εύθραυστη σχεδία μια νύχτα με δέκα μποφόρ; Θα αυτοκτονήσω με ένα περίστροφο στο γραφείο μου όπως συνηθίζεται; Θα κόψω τις φλέβες μου; Θα κόψω το λαιμό μου; Θα πιω δηλητήριο;»
Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ, η πιο ανάλαφρη εκδοχή αυτού του «παιχνιδιού»: Η Βιργινία, η Ιουλιέτα, η Δουλτσινέα, η Ευρυδίκη, η Εύα, η Μαργαρίτα που τσακίζονται για το τι ακριβώς θα αρέσει στον Πωλ.
Σε μια ιστορία που εναλλάσσει πραγματικότητα κι όνειρο, με το όνειρο να κυριαρχεί των πάντων και να διεκδικεί τον τίτλο. Επειδή, όσο κι αν η ζωή να τον προσγειώνει, η καρδιά του Πωλ διαρκώς χτυπά σαν τρελή: «Θα το βάλουν όπου να ‘ναι. Σίγουρα θα πάρω ένα σωρό γράμματα αναγνωστών. Μια όμορφη Βιετναμέζα, εγκαταστημένη στο Κλερμόν- Φεράν, θα μου γράψει: «Σας ερωτεύτηκα από την πρώτη γραμμή». Ο Ζαν ντε λα Τουρ- Μπομπούρ, που διευθύνει την Εφημερίδα θα με καλέσει το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό του. Τα μεσάνυχτα η κόρη του, που δεν θα φοράει παρά ένα διαφανές νυχτικό, θα μπει αθόρυβα στο δωμάτιό μου. Την επομένη ο καιρός θα είναι υπέροχος. Θα είναι η πιο όμορφη Κυριακή του Μαρτίου που γνώρισε η Γαλλία από το 1826. Θα φάμε στον κήπο…»
Εξάλλου την δικαιούται ο ήρωας αυτή την προοπτική. Διότι, όπως ο Αλεξάκης, έτσι και ο Πωλ στο βιβλίο, γράφει βιβλίο. Και όσο κι αν η πραγματικότητα είναι φρικτή, όσο κι αν γίνεται το όνειρό του, τελικά, εφιάλτης, όλα τα μπορεί!
Ένα βιβλίο για ό,τι υπήρξε και ό,τι έχει επακολουθήσει, ένα βιβλίο που προβλέπει κι αυτοσαρκάζεται, ελπίζει και ξεκαρδίζεται. Μια ιστορία που, όπως τα χέρια του Πωλ, επιδιώκει να χάνει τον έλεγχο. Μοναδικές σελίδες του βιβλίου αυτές όπου τα ανυπάκουα χέρια του Πωλ επιχειρούν να τον πνίξουν: έτσι δεν γίνεται;
Και σίγουρα, ένα βιβλίο- σημαντικός Αλεξάκης.


«Ένα βιβλίο γράφουμε μια ζωή γιατί ένα είναι το ύφος»

«ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΗΣ ΓΑΤΑΣ» του Βασίλη Αλεξάκη. Εκδ. «Μίνωας», σελ. 172, τιμή: 14 ευρώ.

Ενας Βασίλης Αλεξάκης που αγνοούσα.
«Στρίβει με δυσκολία, με την ελπίδα να βρεθεί φάτσα με μια όμορφη ξανθιά. Μόνο άντρες είναι γύρω του. Τους κοιτάζει έναν έναν… Τα πρόσωπά τους του θυμίζουν εγκαταλειμμένα σπίτια. Σε λίγο τα μάτια τους θα έχουν γίνει κάτασπρα. Αντε τώρα να περιμένεις ν’ αμφισβητήσουν αυτοί το σύστημα…. Τους έχει καθίσει στο σβέρκο για τα καλά… Είναι κουρασμένοι, αυτό είναι, είναι άνθρωποι κουρασμένοι. Μπαίνοντας στο σπίτι, οι δυνάμεις τους μόλις και μετά βίας θα τους επιτρέψουν να ανοίξουν την τηλεόραση. Μετά θα σωριαστούν σε μια πολυθρόνα ή σ’ έναν καναπέ σαν μαριονέτες που τους έκοψαν τα νήματα».
Πολιτικά ανήσυχος, επικριτικός, οξυδερκής όπως πάντα, καταγγελτικός, ανατρεπτικός. Σε μια ιστορία με αστυνομική πλοκή και ατμόσφαιρα θρίλερ. Αποκαλυπτική. Για την ανθρώπινη φύση. Και την τρομοκρατία. Για το αίσθημα ανασφάλειας, την ενοχή και την εμμονή.
«Το κεφάλι της γάτας» που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα (με σημαντικές τροποποιήσεις του συγγραφέα) από τις εκδόσεις «Μίνωας», γράφτηκε το 1977, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1978 («La tete du chat>, εκδόσεις ) και στην Ελλάδα το 1979 σε μετάφραση της Μαρίκας Κιλίτσογλου, από τις εκδόσεις «Εξάντας».
Οι κριτικές παντού, υπήρξαν διθυραμβικές: <θρίλερ σύντομο και ασφυκτικό…. Κι αν μια μέρα ένας από μας γινόταν αντικείμενο μιας παρόμοιας εγκληματικής ψύχωσης;… Αυτός ο λυτός και μαύρος μύθος αναπτύσσει μια τρομακτική ηχώ> (Λε Νουβέλ Ομπσερβατέρ).
«Αρχίζει τότε ένα ανθρωποκυνηγητό όπου ο κυνηγός μπορεί να μετατραπεί σε θήραμα. Η πρωτοτυπία του βιβλίου οφείλεται στο κίνητρο του Πολ. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αδύνατο, αν κάποιος δεν έχει γαλουχηθεί με ταξικό μίσος, να συμπαθήσει το δολοφόνο. Συμβαίνει όμως το αντίθετο. Ο Αλεξάκης μας τον κάνει προσιτό» (Λε Μοντ).
Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μοιάζει σαν αίνιγμα. Ενας άντρας σκοτώνει μια γάτα. Χαίρεται που τελικά το μπορεί.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ένας μεγαλοσυγγραφέας (διάσημος και πλούσιος, με βιβλία που κολακεύουν τον αναγνώστη) στο σπίτι του, περνά οικογενειακές στιγμές. Κοινωνικές στιγμές. Στο σπίτι ενός φίλου του, νοιώθει ότι παρακολουθείται. Και όταν επιστρέφει με την γυναίκα του από ένα εστιατόριο θα βρει τον μικρό γιο του σε νευρική κρίση. Κάποιος έχει πετάξει στο δωμάτιό του απ’ το παράθυρο του δρόμου μια αποκεφαλισμένη γάτα. Το κεφάλι θα φτάσει στον ίδιο με το ταχυδρομείο, προσεχώς. Από κει και μετά κάθε στιγμή θα αισθάνεται ότι απειλείται: στο γραφείο, στο σπίτι, στο δρόμο. Κάποιος διαρκώς τον παρακολουθεί. Ο Ζαν Λουί πια δεν μπορεί με τίποτε να ησυχάσει.
Την ταυτότητα του δράστη ο αναγνώστης την μαθαίνει από τη μέση του βιβλίου και μετά. Γνωρίζουμε πρώτα τον Πωλ εκεί που εργάζεται. Σε μια φαρμακευτική εταιρεία. Το όνειρό του ήταν κάποτε να γίνει γιατρός. Στο παρελθόν, ταπεινώσεις, η μάνα που καθαρίζει σκάλες, ο καρκινοπαθής μπαμπάς. Το παρόν του, μια συνεχής παρατήρηση. Το υποθηκευμένο μέλλον του κόσμου. Οι ελάχιστοι που είναι προδιαγραμμένο να κυβερνήσουν. Ο Ζαν Λουί που συγκαταλέγεται μέσα σ’ αυτούς.
Τον γνωρίζει τυχαία. Σε ένα εστιατόριο. Θα το στείλει στον τύπο «δεν είναι κάτι προσωπικό». Το γέλιο του Ζαν Λουί Ντιμπούρ για την πομπή των οδοκαθαριστών θα είναι η θανατική του καταδίκη. Τον επιλέγει ακριβώς γι’ αυτό. Και γι’ αυτό. Και για ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει.
Στη συνέχεια θα παίξουν σαν την γάτα με το ποντίκι. Στο μεταξύ για τον αναγνώστη ξεδιπλώνονται και οι δυο: Ο χαρακτήρας τους μέσα από την καθημερινότητα και τις αναμνήσεις. Οι επιδιώξεις, οι φόβοι, οι εμμονές και των δυο.
Το τέλος απρόσμενο. Ο θύτης για λίγο θα γίνει θήραμα. Η άβυσσος πραγματικά της ανθρώπινης ψυχής.
Και μέσα σε όλα αυτά, το ταξικό Παρίσι. Οι «καλές συνοικίες». Και οι άλλες «οι ανήλιαγες φτωχογειτονιές». Οι εργάτες που επιστρέφουν με αδειασμένα τα μάτια. Ο σεισμός που μπορεί να γίνεται μέσα στο κεφάλι του ενός. Το ταξικό χρέος και οι ενοχές στο μικροσκόπιο. Ο άδηλος τρόμος, η μοναξιά του ανθρώπου, η «υπόσχεση» στους επιγόνους: <«Μια μέρα» σκέφτεται «θα τους διηγηθώ την ιστορία που δεν μπόρεσα να τους πω απόψε. Θα μπορούσα να την ονομάσω «Το κεφάλι της γάτας». Πως θα την κρίνουν άραγε; Το γεγονός είναι ότι δεν έχω άλλη ιστορία να τους πω>.
Η επιλογή του, μονόδρομος. Το κείμενο – προκήρυξη για τις εφημερίδες, σχεδόν προσευχή.
Ένα βαθύτατα υπαρξιακό βιβλίο που αποδεικνύει ότι η ξένη πόλη μας κάνει ευαίσθητους, ευάλωτους, οξυδερκείς και παρατηρητικούς. Ο,τι δεν βλέπουμε διότι το συνηθίσαμε, ξαφνικά μας αποκαλύπτεται.
Διαβάζεται, ως είναι φυσικό, με κομμένη την ανάσα. Διότι, ούτε καν οι δυο ήρωες δεν ξέρουν πως θα αντιδράσουν την επόμενη στιγμή.
Ενας Αλεξάκης που εμπεριέχει και ό,τι έγινε.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ: μια συζήτηση

«Η ταυτότητα έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, είναι ανοιχτή, η κλειστή είναι για την αστυνομία»

Είναι εδώ για να ρωτά, όχι για ν’ απαντάει! Σκηνοθετεί την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να «βιώσει» το καινούργιο βιβλίο. Τον βασανίζει το παράδοξο, ο έρωτας, η γλώσσα, η μνήμη κι ο θάνατος. Είναι βέβαιος πλέον ότι οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους. Έγινε συγγραφέας για να αυτοπαραμυθιάζεται. Συμφωνεί με τον Προυστ, νυν υπέρ πάντων το ύφος! Άρα ένα βιβλίο γράφουμε όλη μας τη ζωή «διότι ένα είναι το ύφος». Ακόμα και η ταυτότητα γι’ αυτόν, αναζήτηση είναι. Μια ταυτότητα ανοιχτή. Η… κλειστή είναι για την αστυνομία!
Βρεθήκαμε στο σπίτι των Αθηνών κι αφού χάζεψα με το πάσο μου (το μπιλιάρδο, το κίτρινο πάτωμα, τον τοίχο με το πορφυρό βυζαντινό, το κάδρο με τις κίτρινες κάλτσες), αρχίσαμε ένα κουβεντολόι δίχως σταματημό. Πόνεσα όταν τον… έκοψα. Αλλ’ έπρεπε κάπως να χωρέσω τον Αλεξάκη- ποταμό σε σελίδες, προσπαθώντας ταυτόχρονα και να διασώσω δυο γλώσσες, δυο πατρίδες…
Στις προθήκες ολόφρεσκο το λεύκωμα «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» από τον «Μίνωα». Ακόμα νωπό το μυθιστόρημα που επανακυκλοφόρησε το καλοκαίρι «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ Μπουμ». Κι από τον «Εξάντα» εντός του Νοέμβρη το πολυαναμενόμενο μυθιστόρημα «μ.Χ» (μετά Χριστόν, όπως το καταλάβατε). Στο μεταξύ, από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ κυκλοφορούν σε βιβλία τσέπης τα άπαντά του, ενώ την άνοιξη θα επανακυκλοφορήσει από τον «Μίνωα» και ο «Έλεγχος ταυτότητας». Ε είναι οι χρονιές του!

- Ένα βιβλίο που επανεκδίδεται, κύριε Αλεξάκη, είναι ένα άλλο, ένα καινούργιο βιβλίο;

- Είναι μια ευκαιρία για τα βιβλία να συναντήσουν μια νέα πελατεία, ευρύτερη ίσως και καινούργια. Και μια ευκαιρία για μένα να τα ξαναδουλέψω. Δεν θεωρώ ποτέ ότι ένα βιβλίο είναι τελειωμένο. Η έννοια δηλαδή του αριστουργήματος για μένα είναι ένα παραμύθι για παιδάκια.

- Τι είναι εκείνο που θα κάνει έναν συγγραφέα να πει «μέχρι εδώ» και να σταματήσει τις διορθώσεις;

- Μα ο θάνατος, φυσικά!

- «Μήπως πρέπει να κλείνουμε τα σιντριβάνια όταν βρέχει;» Όλοι οι τίτλοι σας είναι καλοί, τελικά!

- Αυτό το έλεγαν και για τον Σιμενόν, ότι είχε ιδιαίτερο ταλέντο στους τίτλους. Η Σαγκάν, όταν τελείωνε ένα βιβλίο και ήθελε να βρει έναν τίτλο, έπαιρνε τον Σιμενόν.

- Λεύκωμα με αποφθεγματικό χαρακτήρα και σκίτσα, έτσι;

- Το έκανα αυτό το επάγγελμα παλιά στη Γαλλία και με βοήθησε να ζήσω. Είναι και κάτι που κράτησα σε όλη μου τη ζωή.

- Και το καινούργιο σας μυθιστόρημα;

- Κυκλοφορεί ταυτόχρονα στη Γαλλία και απ’ τον «Εξάντα». Θυμίζει λιγάκι την «Μητρική γλώσσα» που ήταν γύρω από το έψιλον των Δελφών. Εδώ είναι μια έρευνα γύρω από το Άγιο Όρος και γύρω από τις αρχαιότητες. Διότι το Άγιο Όρος κατοικείτο στην αρχαιότητα και υπήρχαν πέντε πόλεις τις οποίες κατέστρεψαν οι μοναχοί για να φτιάξουν τα μοναστήρια τους, τα μοναστήρια είναι χτισμένα με τα υλικά πέντε αρχαίων πόλεων! Τα αγάλματα δεν μάθαμε ποτέ τι έγιναν, άρα στο Άγιο Όρος συνυπάρχουν οι δυο Ελλάδες ανάμεσα στις οποίες υπάρχει ένα χάος, η Αρχαία Ελλάδα και η Βυζαντινή. Είναι δυο κόσμοι αντιμαχόμενοι.

- Να υποθέσω ότι έχετε πάει στο Άγιο Όρος.

- Ναι, έχω πάει στο Άγιο Όρος, βέβαια το θέμα του βιβλίου δεν είναι μόνον το Άγιο Όρος. Την έρευνα μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί για μυθιστόρημα πρόκειται, την κάνει ένας νεαρός που σπουδάζει ελληνική φιλοσοφία. Και για λογαριασμό μιας γριάς κυρίας τυφλής και πολύ πλούσιας που σκέφτεται μάλλον να αφήσει την περιουσία της στα μοναστήρια, άρα θέλει να ξέρει τι γίνεται και τι είδους άνθρωποι είναι οι μοναχοί. Αυτό είναι το ένα σκέλος της έρευνας του νεαρού ο οποίος αποφασίζει να κάνει και το διδακτορικό του επάνω στις αρχαιότητες του Άθω, που είναι άλλη ιστορία, τελείως διαφορετική

- «Τα κορίτσια του Σίτυ Μπουμ – Μπουμ» κυκλοφόρησαν το 1975 για πρώτη φορά στη Γαλλία. Τι άλλαξε και τι έμεινε ίδιο στο μεταξύ;

- Είναι ένα βιβλίο που έχει την ηλικία μου (ήμουν 28 χρονώ όταν το έγραψα) και έχει την ηλικία της εποχής του. Αυτά όλα άλλαξαν. Η φιλελεύθερη Γαλλία της δεκαετίας του ‘70 έχει γίνει μια χώρα πολύ στυγνή, που απορρίπτει τους ξένους. Τα φιλελεύθερα, ανθρωπιστικά και χιουμοριστικά συνθήματα του Μάη του ‘68, τα έχουν διαδεχτεί ρατσιστικά συνθήματα στους τοίχους του Παρισιού. Να τι άλλαξε!
Τώρα σε μένα προσωπικά τι άλλαξε; Έχω γράψει δέκα μυθιστορήματα, μπορώ και καταπιάνομαι με θέματα όλο και πιο περίπλοκα… Τότε, ίσως να μην ήξερα ότι θα αφιέρωνα όλη μου τη ζωή στο μυθιστόρημα και έγραφα τα Σαββατοκύριακα. Αλλά, βεβαίως, εκείνο που με ενδιέφερε πάντα ήταν το μυθιστόρημα. Από δώδεκα χρονών ήθελα να κάνω βιβλία. Δεν ήξερα ακόμη αν είχα την ικανότητα να γίνω μυθιστοριογράφος.

- Και πότε αντιλαμβάνεται κάποιος ότι μπορεί να γίνει μυθιστοριογράφος;

- Αυτό το μαθαίνεις γράφοντας. Την βεβαιότητα δεν την αποκτάς ποτέ, ούτε τώρα την έχω. Δηλαδή είσαι βέβαιος ότι ήσουν ικανός να κάνεις το τελευταίο βιβλίο, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι θα μπορέσεις να κάνεις και το επόμενο. Κάθε φορά που ξεκινώ, έχω πάρα πολλές αμφιβολίες.

- Πόσο παρών είστε μέσ’ τα βιβλία; Στις «Ξένες λέξεις» δεν το συζητώ, είστε ο βασικός πρωταγωνιστής, στο «Θα σε θυμάμαι κάθε μέρα» είναι σαν ένα γράμμα στη μητέρα σας «εκ των υστέρων»…

- Η αίσθηση ότι περιγράφω πραγματικά περιστατικά δεν είναι ούτε σωστή, ούτε εσφαλμένη. Υπάρχει το ενδεχόμενο όχι να περιγράφω πράγματα τα οποία έχω ζήσει, αλλά να ζω πράγματα τα οποία θέλω να περιγράψω. Αυτό δεν εντάσσεται σε βιβλίο αυτοβιογραφικού χαρακτήρα, διότι δεν μεταφέρω τη ζωή στο μυθιστόρημα, μεταφέρω το μυθιστόρημα στη ζωή. Σκηνοθετώ την ίδια μου τη ζωή έτσι, ώστε να συμβούν κάποια πράγματα τα οποία χρειάζομαι για ένα βιβλίο. Είναι θέμα κρίσης και όχι εξομολόγησης.

- Πως είναι να βρίσκεσαι ανάμεσα σε δυο γλώσσες, κύριε Αλεξάκη; Σε δυο πατρίδες;

- Είναι μια θέση αρκετά πλεονεκτική, τελικά. Γιατί όπως ξέρεις η λογοτεχνία είναι θέμα ύφους και θα πρέπει την γλώσσα να μην την ξέρεις απλώς, αλλά να ψάξεις να βρεις σ’ αυτήν και το ύφος σου. Νομίζω, όμως, ότι μάλλον με έχει βοηθήσει αυτή η διγλωσσία και το πήγαινε- έλα διότι μου επιτρέπει να βλέπω την πραγματικότητα από μεγαλύτερη απόσταση και εννοώ και την ελληνική και την γαλλική. Τα πράγματα εξακολουθούν να με ξαφνιάζουν, πουθενά δεν αισθάνομαι μπλαζέ. Με ξαφνιάζουν, επίσης, τα ίδια μου τα βιβλία.
Αν έγραφα μόνο σε μια ξένη γλώσσα και είχα εγκαταλείψει την δική μου, όπως το έχουν κάνει άλλοι συγγραφείς, ο Ναμπόκοφ που άφησε τα ρώσικα, ο Κόνραντ που άφησε τα πολωνικά, είναι άλλη περίπτωση. Για μένα το σημαντικό ήταν πάντα να κρατήσω τη μητρική μου γιατί πιστεύω ότι μέσα από την μητρική σου γλώσσα μαθαίνεις τις ξένες.

- Τι σημαίνει για σας, και τι μπορούμε να ξαναβρούμε μέσα από μια νέα γλώσσα; Με τα σάνγκο ήταν σα να προσπαθήσατε να ορίσετε την ζωή από την αρχή, ή κάνω λάθος;

- Μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα ανακαλύπτεις στοιχεία της μητρικής σου γλώσσας τα οποία σου φαίνονταν μέχρι τότε τελείως φυσιολογικά και δεν είχαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Άρα η μελέτη μιας ξένης γλώσσας είναι μελέτη και της μητρικής σου γλώσσας.
Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας; Μια ανανέωση, δηλαδή ξαναγίνεσαι παιδί και ξεκινάς πάλι απ’ το μηδέν. Και μάλιστα η υποψία μου ήταν αν ένοιωσα την ανάγκη να μάθω μια επιπλέον γλώσσα ακριβώς επειδή είχα αρχίσει να γερνάω. Ένα είδος νοσταλγίας, δηλαδή, της εποχής που δεν ήξερα καμία γλώσσα.

- Ένα βιβλίο γραμμένο απ’ την αρχή σε μια άλλη γλώσσα, είναι ένα άλλο βιβλίο;

- Οι γλώσσες γνωρίζονται μεταξύ τους, τα ελληνικά και τα γαλλικά γνωρίζονται. Όλα μεταφράζονται, αν το ύφος δεν μεταφραζόταν σε άλλη γλώσσα ο Ντοστογιέφσκι θα είχε αναγνώστες μόνο στη Ρωσία. Βεβαίως και δεν είναι άλλο βιβλίο, δεν γράφει τα βιβλία μου η γλώσσα, εγώ τα γράφω. Κι οι γλώσσες έχουν την καλοσύνη να με εξυπηρετούν, δηλαδή να δίνουν λύση στα προβλήματα που έχω εγώ. Δεν μου υπαγορεύουν τα κείμενά μου οι γλώσσες, όχι. Και κινέζικα να έγραφα, τα ίδια βιβλία θα έκανα.

- Τι, ακριβώς, είναι για σας κάθε καινούργιο βιβλίο; Δουλειά, η κορυφή του παγόβουνου, η λύση στο αίνιγμα, περνώ καλά, γράφοντας καταλαβαίνω αυτό που ζω…

- Στην ουσία είναι κάτι που θέλω ν’ ανακαλύψω. Δεν το αντιμετωπίζω σαν διασκέδαση, σαν μια φοβερή δουλειά το αντιμετωπίζω. Είναι, όμως, και κάτι που έχω ανάγκη. Καθώς περνάει η ζωή ταυτόχρονα να προχωρά και μια ιστορία! Δηλαδή έχω την ανάγκη να κάνω δύο ζωές, μια κανονική και μία μέσα απ’ τα βιβλία μου. Η ζωή η ίδια δεν μου αρκεί, μου φαίνεται λίγη. Όταν γράφω έχω μια τεράστια σκοτούρα, αλλά όταν δεν γράφω, έχω αυτή την έλλειψη. Μου φαίνεται ανεπαρκής η ζωή.
Τα θέματα που διαλέγω είναι θέματα τα οποία ανοίγουν ένα δρόμο. Η Αφρική είναι ένας δρόμος, το Άγιο Όρος είναι ένας δρόμος. Το έψιλον των Δελφών στην «Μητρική γλώσσα» είναι ένας δρόμος. Το να μιλήσω με την πεθαμένη μητέρα μου δεν ήξερα πού θα με βγάλει, άσχετα αν έχει τόσο έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ήταν όμως ένας δρόμος, δεν ήξερα πώς θα τελειώσει αυτή η κουβέντα με τη μάνα μου. Θα την χάσω ξανά; Κάθε φορά γράφοντας, κάτι ανακαλύπτω, κάτι μαθαίνω, κάπου πάω. Είναι λοιπόν ένα ταξίδι και το χρειάζομαι αυτό το ταξίδι. Έως ότου ναυαγήσω, οπότε θα διηγηθώ ένα ναυάγιο. Είναι κι αυτό ένα είδος ταξιδιού.

- Τι ήταν εκείνο που βάρυνε στην απόφασή σας να γίνετε συγγραφέας;

- Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι γράφουμε επειδή σκοτεινιάζει, επειδή φοβόμαστε το σκοτάδι, επειδή χρειαζόμαστε τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν μικροί για να κοιμηθούμε! Μπορεί αυτήν την διαδικασία να συνεχίζω και επειδή δεν υπάρχει κανείς να μου διηγηθεί κανένα παραμύθι, τα λέω ο ίδιος στον εαυτό μου και επειδή είμαι και πολύ αφελής, τα πιστεύω.

- Λένε ότι ένα βιβλίο γράφουμε ολόκληρη τη ζωή, το ίδιο αίνιγμα, γρίφο, λύνουμε, αλήθεια είναι;

- Νομίζω είναι αλήθεια, ο Προυστ το ‘χει πει αυτό και ίσως επειδή το ‘ξερε καλά, μόνον ένα βιβλίο έγραφε. Στην ουσία όλο αυτό αφορά το θέμα του ύφους, δεν γράφεις πολλά βιβλία, ανακαλύπτεις ένα ύφος κι αυτό είναι το ύφος όλων των βιβλίων. Άρα ένα είναι το βιβλίο διότι ένα είναι το ύφος.

- Τις ίδιες εμμονές έχουμε; Εσείς έχετε συγγραφικές εμμονές;

- Εύκολα μπορεί ν’ ανακαλύψει κάποιος κοινά στοιχεία, θέματα που επανέρχομαι συνέχεια, όποιο κι αν είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Όπως η γλώσσα, η μνήμη, το θέμα του θανάτου, φυσικά.

- Συγκλονιστική αυτή η σκηνή με τ’ ανυπάκουα χέρια του ήρωα στα «Κορίτσια», που τελικά τον πνίγουν. Εμείς είμαστε ο διώκτης μας;

- Έχω αυτή την αίσθηση, ότι είμαι κι εγώ ένας κίνδυνος για τον εαυτό μου. Ίσως όμως αυτή η αντίληψη να πηγάζει από το μάθημα των θρησκευτικών όπου σου δημιουργείται η πεποίθηση ότι έτσι ή αλλιώς είμαστε ένοχοι, ότι μας κατατρέχει το κακό, ότι υπάρχει ο διάβολος, ότι θα πάθουμε χοντρές ζημιές. Αυτή η αντίληψη υπάρχει στην αυτοκτονία του ήρωα με τα χέρια του στα «Κορίτσια του Σίτυ Μπουμ- Μπουμ», διότι με τα χέρια θα πιάσει το στήθος της κοπέλας…

- Το γράψιμο βοηθά κάπως να σταματήσει η… δίωξη; Με το καινούργιο βιβλίο τι επιδιώξατε; Να νικήσετε, εν τέλει, ολοσχερώς τις… ενοχές;

- Δεν είναι τόσο θέμα ενοχής όσο, έβαλα μια τάξη στο μυαλό μου. Να ξεκαθαρίσω μέσα μου τα πράγματα ήθελα, να δω ποια είναι η δική μου ταυτότητα. Να καταλάβω ποια Ελλάδα θέλω και τι απορρίπτω. Να διαλέξω ομάδα, βρε παιδί μου!

- Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να πούμε ότι την ταυτότητά μας, τον εαυτό μας αναζητάμε γράφοντας;

- Η λέξη «ταυτότητα» έχει ενδιαφέρον σαν αναζήτηση, όχι σαν λύση. Δηλαδή έχει ενδιαφέρον να αναπτύσσεται μια ταυτότητα, να εμπλουτίζεται, να προσδιορίζεται. Μια ταυτότητα ανοιχτή, μια ταυτότητα διαλόγου, όχι μονολόγου. Όταν πέσουμε στον μονόλογο, η ταυτότητα χάνει κάθε ενδιαφέρον. Καταντάει ένα είδος ταυτότητας που ενδιαφέρει μόνον την αστυνομία.






14/11/07

Ο Θεός μόνο ξέρει!


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ – ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ

Με εναλλασσόμενους ρόλους <συγγραφέας- καθηγήτρια-ψυχολόγος- άρρωστη- υγιής- θεραπευτής- θεραπευόμενος> και με κοινές αναφορές κι αγάπες, έτσι ή αλλιώς φίλες, για 32 πρωινά βρέθηκαν απέναντι. Η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου και η συγγραφέας και Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου. Σε ώρες απίθανες, πέντε ή έξι το πρωί, στο καφέ του Saint Georges Lecabettus. Σαν τους… παράνομους, σαν εραστές. Να προσεγγίσουνε θέματα δύσκολα. Με το υποσυνείδητο να κόβει σαν την λεπίδα κάπου- κάπου και να επεξηγεί- το συνειδητό, και με το παρελθόν να γίνεται χρόνος παρών χάνοντας εκείνο το τελεσίδικο και το τετελεσμένο.
30.141 λέξεις το αποτέλεσμα. Και άπλετο φως. Διότι όταν <μιλάμε μαζί- φεύγει το σκοτάδι>. Το αποτέλεσμα ένα διαλογικό βιβλίο που καθιερώνει ένα νέο είδος. Και ύφος. Και ήθος. Με στόχο: <Ν αλλάξουμε ρόλους, να πετάξουμε τα στενά ρούχα που δεν σ’ αφήνουν να αναπνεύσεις και που ακόμα και στον ύπνο μας λένε να τα φοράμε, και να δοκιμάσουμε έναν περίπατο στον ανοιχτό αέρα. Να συν- αποκαλυφθούμε και ό,τι ζήσουμε στη διάρκεια του ταξιδιού να το μοιραστούμε με τους άγνωστους συν- ταξιδιώτες μας σ’ αυτήν την περιπέτεια της ομιλούσας γραφής. Να σπάσουμε τη σιωπή>…
Και η σιωπή, έσπασε. Στο βιβλίο που κυκλοφόρησε με τα 32 αποκαλυπτικά πρωινά – ραντεβού- συνεδρίες και λέγεται <Μήπως;> Από τις εκδόσεις <Ωκεανίδα>. Με το οποίο εγκαινιάζεται όπως είπαμε ένα νέο είδος- ύφος- ήθος.
Στις 198 σελίδες του, τα παιδικά τους χρόνια, η σχέση τους, οι ήρωες που αγάπησαν, οι σχέσεις που τις σημάδεψαν, η μαγική διαδικασία της γραφής, το φως και το σκοτάδι της ύπαρξής μας. Η μανιοκατάθλιψη, η ιερότητα της τρέλας και της μελαγχολίας, ο Σαρτρ, ο Πικάσο, η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, ο Σιμενόν και ο Καμύ, οι πλαστικές σακούλες του Ζενέ, η <μικρή πριγκίπισσα> και ο ζορό Μπάμπης. Οι δυο εκδοχές της μιας ζωής. Εκείνο που <ο Θεός μόνο ξέρει>. Κι ένα τεράστιο <Μήπως;>. <Σε τελική ανάλυση, μήπως τι;> Βεβαίως η αρρώστια απ’ την οποία πάσχουμε, τελικά, όλοι, η αρρώστια του <μήπως;>
Ένα βιβλίο με το πιο αισιόδοξο μότο της γης: (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ).
Μικρές μπουκίτσες φωτός λυτρωτικές τα μικρά χαρακτηριστικά αποσπάσματα που ακολουθούνε:

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΡΟΥΣΤ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΟΥΑΣΑΝ
Φ: Καλημέρα, Μαργαρίτα. Χρόνια Πολλά. Είναι Χριστούγεννα.
Μ: Καλημέρα, Φωτεινή. Είμαστε στο υπερώον του ξενοδοχείου στο Λυκαβηττό. Μου αρέσει να υποδεχόμαστε έτσι το νέο έτος που πλησιάζει. Πρωί πρωί, δεν είναι εδώ ακόμη κανείς, όλοι κοιμούνται, έξω είναι σκοτεινά, υπάρχει κάτι το ύποπτο. Σαν να ‘μαστε κλέφτες. Εμένα, όταν μπαίνω πριν από σένα, με κοιτάνε λίγο περίεργα. Σήμερα με ρώτησε η σερβιτόρα: <Γιατί τόσο νωρίς;.> <Γιατί γράφουμε ένα βιβλίο>, της είπα. <Μα δεν βλέπω να γράφετε>. <Δεν το γράφουμε, το λέμε>, της απάντησα.
Φ: Σαν τους κλέφτες προτού ξημερώσει, κουβαλώντας αντικλείδια. Κάτι προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε. Κάτι από το μέσα μας. Μαργαρίτα, ακούς τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια που παίζει το ραδιόφωνο; Να τους πούμε να χαμηλώσουν τη μουσική;
Μ: Ο Προυστ. Είχε βάλει φελλούς σ’ όλο το δωμάτιό του για να ‘χει απόλυτη απομόνωση. Να μην ακούει κανένα θόρυβο.
Φ: Ας δοκιμάσουμε εμείς να μείνουμε με τον θόρυβο και τη μουσική. Να! Τόσην ώρα μιλάμε με γιορτινή μουσική υπόκρουση.
Μ: Εχουν ενδιαφέρον οι ζωές και οι μικρές συνήθειες των συγγραφέων. Ο Προυστ είχε μια γυναίκα που τον φρόντιζε, τη Σελέστ, κι έναν υπηρέτη, τον μεσιέ Μορίς. Εγραφε μόνο τη νύχτα. Ξυπνούσε στις τέσσερις το απόγευμα κι όταν πήγαινε η ώρα δώδεκα, μία, άρχιζε να γράφει. Κι έλεγα πάντα: <Το έργο έρχεται πρώτο>. Τρεφόταν μόνο με καφέ και κρουασάν. Τίποτ’ άλλο. Ολη του τη ζωή. Είχε άσθμα φοβερό. Αναβε στο δωμάτιό του διάφορα για το άσθμα κι ήταν ένας άνθρωπος πολύ λιτός.
Φ: Μαργαρίτα, έτσι που μιλάς για τον Προυστ είναι σαν να τον έχεις γνωρίσει κι εσύ.
Μ: Μα τον έχω γνωρίσει. Τον συνάντησα μέσα στα γραπτά του. Κάτι που με γοητεύει τρομερά είναι οι ζωές των μεγάλων συγγραφέων. Πως τρώγανε, πώς πίνανε, τι τρώγανε, αν καπνίζανε. Αυτό μου δημιουργεί ένα τρομερό πάθος. Και μετά διαβάζεις το έργο κι είναι δυο άνθρωποι’ ο ένας γράφει κι ο άλλος ζει.
Φ: Κι εσύ, Μαργαρίτα, πως είσαι όταν γράφεις;
Μ: Σ’ εμένα το γράψιμο ενώνεται απόλυτα με τη ζωή μου. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι άλλος άνθρωπος όταν γράφω κι άλλος όταν ζω. Για μένα μιλάω τώρα. Εγώ είμαι ένα πράγμα. Γι’ αυτό και δεν έχω δυσκολία να μιλήσω για λογοτεχνία. Ή να διδάξω λογοτεχνία. Γιατί είναι μέσα στο πετσί μου. Δεν είναι κάτι που έχω μάθει. Είναι κάτι που είμαι.
Φ: Και τώρα που μιλάμε δεν είναι σαν να γράφουμε;
Μ: Ακριβώς. Γράφουμε αυτή τη στιγμή. Δηλαδή πίνουμε και τον καφέ μας, που είναι η ζωή, και γράφουμε μ’ αυτά που λέμε. Είμαστε και εδώ και αλλού….

Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΙ Ο ΡΕΜΠΡΑΝΤ
Φ: Αν ως δια μαγείας σε επισκεπτόταν ο Σάμπατο, θα σου έλεγε: <Ο Θεός δεν θα ‘γραφε ποτέ μυθιστορήματα. Γράφουμε μυθιστορήματα χάριν της δυστυχίας μας. Ενας ικανοποιημένος επαρκής άνθρωπος δεν θα ‘γραφε ποτέ>…
Μ: Το γράψιμο μπορεί να είναι ο πιο καλός σου φίλος και ο χειρότερος εχθρός. Καμιά φορά ταυτόχρονα. Δεν είναι αστεία υπόθεση το γράψιμο. Είναι όλο σου το είναι που μπαίνει μέσα. Δίνεις τα ρέστα σου, δηλαδή. Κι άμα δίνεις τα ρέστα σου, υπάρχει πάντα μεγάλος κίνδυνος. Για μένα το γράψιμο είναι κίνδυνος. Καμιά φορά γράφω κάτι ωραίο και λέω: <Πω, πω, τι ωραίο αυτό που έγραψα>. Και καμιά φορά λέω: <Και λοιπόν; Τι θ’ αλλάξει στη ζωή μου επειδή έγραψα ένα ωραίο βιβλίο;>
Φ: Τίποτα. Αλλά στη ζωή των ηρώων σου τα πάντα. Κάνοντας τη Μάρθα, τη γυναίκα του Φρόιντ, να επιστρέφει σήμερα και πάλι στη ζωή, της πρόσφερα μια άλλη ζωή. Μια άλλη δυνατότητα ύπαρξης. Ο,τι δεν σκέφτηκε, ό,τι δεν έζησε, ό,τι δεν τόλμησε τότε, το έκανε τώρα στο μυθιστόρημα. Μαζί της όμως ζούσα κι εγώ και απολάμβανα την άλλη ζωή.
Μ: Μέσα από τους ήρωές μας ζούμε κι εμείς τις άλλες ζωές που δεν ζήσαμε. Φωτεινή, είμαι ευγνώμων στη λογοτεχνία. Πώς θα ήμασταν αν δεν υπήρχε;
Φ: Ημουνα δεκαπέντε χρονών όταν πέθανε από φυσικό θάνατο η προγιαγιά μου. Σε βαθύ γήρας. Ειρηνικός θάνατος, στο κρεβάτι, μες στο σπίτι μας. <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, είπε η γιαγιά μου. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψα τα λόγια της: <Σαν πουλάκι έσβησε η Αννα γιαγιά>, Επειτα δοκίμασα τον πρώτο μου αφελή στίχο. Κι έπειτα συνέχισα να γράφω.
Πίσω από οτιδήποτε γράφεις ή δημιουργείς υπάρχει κάτι που έχει χαθεί. Και η κρυμμένη παιδική επιθυμία να ξαναβρείς αυτό που χάθηκε Να το ξανασυναντήσεις μέσα στο έργο σου.

Η ΖΑΧΑΡΙΕΡΑ:
Φ: Ένα αγοράκι είναι εννιά χρονών κι ακόμα δεν μιλάει. Είναι μουγκό. Αλαλο, δίχως όμως καμία οργανική βλάβη. Οι γονείς, απελπισμένοι, συμβουλεύονται ειδικούς, ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μια λύση. Τίποτα. Κάποια μέρα κάθονται στο τραπέζι τη συνηθισμένη ώρα για να φάνε. Είναι μια πολύ ευκατάστατη και τυπική οικογένεια που ακολουθεί ρυθμούς, κανόνες, ωράρια. Το αγοράκι πάντα αμίλητο. Ωσπου αιφνίδια ανοίγει το στόμα του και ξεστομίζει τα πρώτα λόγια της ζωής του: <Θέλω τη ζάχαρη>. Ηταν η μόνη φορά που κάτι έλειπε απ’ το τραπέζι. Η ζαχαριέρα. Δεν υπήρχε κανένας λόγος μέχρι τότε να μιλήσει το αγοράκι. Ηταν όλα εκεί.
Εκείνο που λείπει είναι αυτό που μας κάνει και να ζούμε και να γράφουμε, αλλά και να μιλάμε, Μαργαρίτα.

ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ….
Φ: Είναι κάτι που δεν ξέρεις, Μαργαρίτα. Συνέβη πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Είμαι με την παιδική μου φίλη τη Λένα. Καλοκαίρι, είμαστε στην Εκάλη, είναι άρρωστο το σκυλάκι μου και ψάχνω απεγνωσμένα να βρω ένα νοσοκομείο.
Πηγαίνοντας προς την Ερυθραία αριστερά, μπαίνουμε σ’ ένα νοσοκομείο ζώων. Ενας λευκοντυμένος νεαρός, ο κτηνίατρος, παίρνει το σκυλάκι στην αγκαλιά του για να το εξετάσει. Εχει κατεβασμένο το κεφάλι, εγώ με τη φίλη μου περιμένουμε, ώσπου ξαφνικά σηκώνει τα μάτια του και, Μαργαρίτα, μένω έκθαμβη. Εκείνη τη στιγμή αυτά τα μάτια που με κοιτάζουν μ’ έκαναν να ξεχάσω τα πάντα. Ανήκαν στον άντρα σου. Ηταν ο μελλοντικός σου άντρας…
Τώρα γίνεται η σύνδεση στο μυαλό μου, τόσα χρόνια μετά. Είναι ασύλληπτο.
Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Μια εντελώς διαφορετική ιστορία από αυτή που μου αφηγήθηκες κυκλοφορούσε τότε στους αθηναικούς κύκλους για το βραβείο σου. Θα σ’ την πω μόνο και μόνο για να δεις πως χτίζονται και κατασκευάζονται οι αφηγήσεις στους παροικούντες εν τη Ιερουσαλήμ. Λέγανε, λοιπόν, ότι η Μαργαρίτα Καραπάνου πήρε το βραβείο και μόλις της το ανακοίνωσαν και βγήκε στην τηλεόραση να δώσει μια συνέντευξη, γυρνώντας σπίτι της βρήκε σε οικτρά κατάσταση το αυτοκτονημένο σώμα του συζύγου της. Αυτή ήταν η ιστορία. Δεν αφήσανε ήσυχο τον άντρα σου να είναι συνεπής με τη διαστροφή του. Πλάσανε τη δική τους εκδοχή. Ότι δεν άντεξε επειδή πήρες το βραβείο, ότι ήτανε τόσο μεγάλη η απόγνωσή του, που θέλησε να πεθάνει σαν μια ακραία πράξη εκδίκησης. Από οργή που ήσουνα εσύ κι όχι εκείνος ο βραβευμένος. Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, όμως αυτή ήταν η κυρίαρχη εκδοχή στους μικρόψυχους δημοσιουπαλληλικούς κύκλους της λογοτεχνίας!

ΜΗΠΩΣ;
Μ: Τη δεύτερη και τελευταία φορά που βρέθηκα στην κλινική ένιωθα πολύ δυστυχισμένη, μόνη με πολλά φάρμακα, ήμουνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όταν ένα πρωί στο παράθυρο, στο περβάζι, ήρθε και στάθηκε ένα πουλάκι πολύ μικρούλι. Σηκώθηκα αργά- αργά και το πλησίασα, και για να μην τρομάξει δεν κουνήθηκα καθόλου, απλώς το κοιτούσα. Μέσα μου αισθάνθηκα κάτι, αλλά πολύ πιο βαθιά απ’ την αρρώστια, που έλεγε: <Μήπως;> Τώρα τι εννοούσα με το <μήπως>; Μήπως θα ζήσω; Μήπως υπάρχει ζωή; Μήπως θα γίνω κάποτε καλά; Και αυτή η λέξη <μήπως;> μου έχει μείνει. Γιατί ήτανε out of context, δηλαδή, μήπως τι; Αλλά ήταν αισιοδοξίας μήνυμα αυτό το πουλάκι.
Φ: Ένα πουλάκι που το λέγαν <μήπως;>
Μ: Ακριβώς. Ετσι το έλεγαν: <μήπως;> Και κάθισα πολλή ώρα, θυμάμαι. Ηθελα να πάω να το πιάσω, αλλά ήξερα ότι θα ‘φευγε και στάθηκα σε μιαν απόσταση και το κοίταζα. Ηταν πολύ μικρό, μάλλον σπουργίτι. Και καθόταν ακίνητο τελείως, σαν να φοβόμουν εγώ μη φύγει κι αυτό να φοβάται εμένα. Όμως έμεινε ένα τέταρτο κι έκανε το κεφαλάκι του τακ, τακ, τακ. Ηταν τόσο τρυφερό και τόσο μικρό και τόσο <μήπως;>
Φ: Είδα έναν πανέμορφο κύκνο, Μαργαρίτα. Στη λίμνη Κερκίνη. Ηταν νεκρός. Είναι οι μέρες της επιδημίας των πτηνών και του φόβου που έχει σ’ όλη την Ευρώπη εξαπλωθεί. Κάθε φορά που θα συναντάς μια αγριόπαπια αμέριμνα να κολυμπά, έναν κύκνο ν’ ανοίγει τις θαυμαστές φτερούγες του, σου περνάει απ’ το μυαλό ένα άλλο <μήπως;> Μήπως κουβαλάει τον θανατηφόρο ιό Η5Ν1, που μέσα σε λίγες ώρες φέρνει θάνατο; Λίγα χρόνια πριν όταν πρωτοεμφανίστηκε το aids, το <μήπως;> σαν σκιά διαπερνούσε τις ερωτικές σχέσεις. Μήπως αυτός ο άνδρας που γνωρίζω σήμερα κουβαλάει θάνατο; Η σεξουαλικότητα συνδέθηκε με κίνδυνο και με θάνατο, με επιφύλαξη και φόβο.
Μια γυναίκα δηλητηριάζει όλα τα περιστέρια της γειτονιάς της. <Είναι ύποπτα για τον ιό>, λέει. Το <μήπως;> του φόβου.
Το <μήπως;> που μεταστρέφει τον έρωτα, τη φύση, την ομορφιά σε υποψία θανάτου.
Το <μήπως;> του φόβου είναι μια φυλακή. Ολοι και όλα χωράνε εκεί μέσα. Πλουμιστά πουλιά, ερωτικοί σύντροφοι, σκουρόχρωμοι τρομοκράτες, απείθαρχοι μετανάστες. Απρόβλεπτοι τρελοί, νεαροί αναρχικοί, απελπισμένοι άνεργοι.
Εκεί, στην άλλη όχθη όμως, Μαργαρίτα, είναι το μικρό σπουργίτι, το δικό σου, και το άλλο <μήπως;>, το <μήπως;> της ελπίδας. Και πώς να γίνει να μεταβούμε, Μαργαρίτα, σ’ αυτή την άλλη όχθη, εκεί που το <μήπως;> έχει να κάνει μ’ ένα μικρό σπουργιτάκι που συντροφεύει μια έγκλειστη στο ψυχιατρείο κοπέλα και ξαφνικά είναι σαν ν’ ανοίγονται οι ουρανοί.
Μ: Δύο <μήπως;>, δυο πόλοι ζωής. Ενας χορός. Ένα βαλς . Μια χάρη κάνεις ένα βήμα από τη μια και ένα βήμα από την άλλη. Η λέξη <μήπως;>, η πιο βασική λέξη της ζωής μου. Είναι τα δύο άκρα του κόσμου.
Φ: Ανάμεσά τους θέλω να διακρίνω μια μυστική γέφυρα επικοινωνίας. Ακόμα κι αν δεν φαίνεται, είναι εκεί.
Μ: Σε τελική ανάλυση, μήπως τι; Μήπως όλα; Πάει πέρα πια από τη λέξη. Εγώ πάσχω από την αρρώστια του <μήπως;> Και είναι η μανιοκατάθλιψη. Είναι δυο πόλοι. Και οι δυο πόλοι αυτοί είναι οι πόλοι του <μήπως;> Αρρωστη, καλά, άρρωστη, καλά, άρρωστη… Σπουργίτι- θάνατος- σπουργίτι- θάνατος. Εγώ έτσι ζω. Ετσι έχω μάθει.
Αυτά για την ώρα, Φωτεινή μου.
Αυτά για την ώρα, Μαργαρίτα μου.
Αύριο, όλα θα είναι αλλιώς.
Ναι, αύριο όλα, ως δια μαγείας, θα είναι αλλιώς.

ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΟΧΕΣ:
Μ: Το <Μπλέ δωμάτιο> του Ζορζ Σιμενόν αναφέρεται σε κάποιον που δεν έχει διαπράξει φόνο. Είσαι σίγουρος ότι δεν τον έχει κάνει. Αλλά μήπως τον έχει κάνει; Διότι τα γεγονότα οδηγούν στο ότι τον έχει κάνει, ο συγγραφέας όμως με την αφήγησή του το αποκλείει. Κι όταν κλείνουμε το βιβλίο, δεν ξέρουμε αν αυτός ο άνθρωπος έχει κάνει φόνο ή όχι. Και μου θύμισε πολύ τον Κάφκα και την ενοχή. Ολο το <Μπλέ δωμάτιο> είναι ένα βιβλίο ενοχής για κάτι που ίσως δεν υπάρχει. Όπως και στον Κάφκα.
Φ: Εχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους που κουβαλάνε μέσα τους το φορτίο μιας ενοχής για κάτι που δεν έχουν διαπράξει. Ανθρώπους που σαν τον Γιόσεφ Κ. ένα πρωινό, δίχως να έχουν κάνει τίποτα κακό, ήρθαν και τους συνέλαβαν. Κι αυτό είναι ανείπωτο.
Μ: Από την άλλη μπορεί να έχεις κάνει στ’ αλήθεια έναν φόβο και να μην αισθάνεσαι ένοχος. Να μην νιώθεις τίποτα. Πως εξηγείται όμως αυτό;
Φ: Οι ψυχίατροι, που εύκολα λύνουν τέτοιου είδους απορίες, έχουν εφεύρει τον όρο <ψυχοπαθητική προσωπικότητα> για να εξηγήσουν την απουσία τύψεων και ενοχών σ’ ένα άτομο που συνεχώς προκαλεί το κακό.
Μ: Η ψυχοπαθητική προσωπικότητα μου θυμίζει τα βιβλία του Στήβεν Κινγκ, όπου υπάρχουν δολοφόνοι που σκοτώνουν, που ακρωτηριάζουν, και δεν αισθάνονται καμία ενοχή. Και στα βιβλία τρόμου του Πίτερ Στρομπ ο δολοφόνος δεν αισθάνεται καμία ενοχή. Γλεντάει τον φόνο του, κάνει ακατανόμαστα πράγματα στο πτώμα, το βιάζει, εκσπερματώνει πάνω στο πρόσωπό του, το κόβει κομμάτια. Και οι δυο συγγραφείς μας δίνουν μια εικόνα του τι θα ήτανε ο κόσμος χωρίς ενοχή. Θα ‘χαμε αλληλοσκοτωθεί όλοι σε δύο δευτερόλεπτα.
Φ: Ο πολιτισμός μας, όπως μας έμαθε ο Φρόιντ, είναι ένα προιόν ενοχής….

Ο ΘΕΟΣ ΜΟΝΟ ΞΕΡΕΙ
Μ: Η βία της αυτοκτονίας είναι αφόρητη όταν οι αυτόχειρες επιλέγουν να αυτοκτονήσουν στο χώρο όπου μένουν τα παιδιά τους, οι φίλοι τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Κληροδοτούν ένα φορτίο τεράστιο στον άνθρωπο που βρίσκεται εκεί. Εγώ, που είμαι άνθρωπος συμπονετικός, σχεδόν δεν αισθάνομαι συμπόνια. Μου φεύγει η συμπόνια για τον νεκρό. Κι αναρωτιέμαι πάντα γιατί. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο που δεν το ‘χω λύσει. Γιατί; Για να εκδικηθούν; Μήπως είναι μια πράξη αγάπης, σαν να λένε: <Θέλω μαζί σου να περάσω αυτή τη στιγμή>;
Φ: Τρέχα γύρευε. Αντε να βγάλεις άκρη. Είναι τόσο πολύπλοκα όλα αυτά… Δεν ξέρω. Μπροστά στην πράξη της αυτοκτονίας υποκλίνεται η ερμηνεία- σηκώνει ψηλά τα χέρια της, ακόμα κι αν φαίνεται απλό. <Το έκανε μέσα σε κατάθλιψη>. <Το έκανε μέσα σε κρίση>. <Το έκανε σε απόγνωση>. Σταματάει η ερμηνεία. Τι αρχίζει; Δεν ξέρω. Μπορεί να αρχίζει η μεταφυσική. Θυμάμαι μια τηλεοπτική εκπομπή αφιερωμένη στη μνήμη του Πουλαντζά, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του. Ο δημοσιογράφος κάνει στη γυναίκα του, την Ανί Λεκλέρ, την ερώτηση: <Γιατί>; Κι εκείνη σταματά, κοιτάζει τον φακό, σωπαίνει για λίγο κι έπειτα λέει: <Ποιος ξέρει; Ο θεός μόνο ξέρει>.
Είναι μια συγκλονιστική στιγμή. Μια μικρή παρένθεση που λέει πολλά για τον τόπο και την Αριστερά. Τα λόγια της Ανί όταν αναφέρεται στο θεό δεν μεταφράζονται στους ελληνικούς υπότιτλους! Το παραλείπεται και μένει μόνο το <Ποιος ξέρει>.


ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ:

Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι. Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα. Τα βιβλία της <Η Κασσάνδρα και ο Λύκος>, <Ο υπνοβάτης>, το , το <Ναι> (<Ωκεανίδα> 1999), (<Ωκεανίδα> 2003) και <Μαμά> (<Ωκεανίδα>, 2004) εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες. Ο <Υπνοβάτης> τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το <Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος>.

Η ΦΩΤΕΙΝΗ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της: <Η κόρη της Ανθής Αλκαίου>, <Ερως φαρμακοποιός>, <Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ> και <Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά>.

ΥΓ. Επειδή σας το είχα υποσχεθεί. Διότι το βρίσκω απίστευτα γενναίο! Αλλά γενναίο!
Ο τίτλος, φράση της Ανί Λεκλέρ, προσπαθώντας να βρει απάντηση σε μια αυτοκτονία: του συντρόφου της Νίκου Πουλαντζά. Αλλά πώς μπορεί ποτέ κανείς να ερμηνεύσει επακριβώς μια αυτοκτονία…




12/11/07

οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού


«ΖΩΗ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΟΔΩΡΗΜΑ» της Τίτσας Πιπίνου, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 148, τιμή: 12 ευρώ.

«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες). Μότο που εκ των υστέρων ιδωμένο αποτελεί και τη βασική συγγραφική εμμονή. Ο κεντρικός ιστός στην καινούργια ιστορία της Τίτσας Πιπίνου «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» αλλά ως «ιδέα» φαίνεται να την βασανίζει χρόνια πριν:
Όταν το 1994 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η γυναίκα της Σκιάς», η συγγραφέας έδειξε αμέσως την προτίμησή της στις παράλληλες ιστορίες, τη μοιραία συνάντηση σε ορατό ή αόρατο τόπο και χρόνο, καθώς και τη σημασία της επιστροφής.
Στις «Τέσσερις μέρες του Μάρτη» οι παράλληλες διαδρομές ήταν ένα παράλληλο βίωμα και η επιστροφή σε μια παλιά θολή- γι’ αυτό και ανεξήγητη στον πόνο της- πληγή.
Το «Για να θυμάσαι τη Λοίδα» υπήρξε για το αναγνωστικό κοινό ένα σοκ. Ο θάνατος νικήθηκε από τον έρωτα και ο χρόνος έγινε όλος μια στιγμή. Διότι ο ήρωας κι εκεί, επέστρεφε. Για να τηρήσει μιαν υπόσχεση σε νεκρή.
Η «Ονειροπαγίδα» της υπήρξε ένα διαρκές πηγαινέλα. Με τη μοιραία συνάντηση, βεβαίως, να δεσπόζει μια και δυο φορές και τη γνωστή ατμόσφαιρα μιας Ρόδου αριστοκρατικής και γοητευτικής που διασώζεται παντού, κι όχι μονάχα στα βιβλία.
Το μυθιστόρημά της «Παλιοί Γάτοι, τρυφερά ποντίκια» διέθετε επίσης, ατμόσφαιρα, μοιραία συνάντηση κι επιστροφή. Σ’ αυτό που επιθυμούμε να ξεχάσουμε. Διότι μονάχα έτσι προχωράμε πάρα κάτω στη ζωή.
Στο «Σ’ αγαπώ σε ξένη γλώσσα» εκείνη έρχεται στη χώρα μας μόνο για καλοκαίρι. Εκείνος, μια τυχαία ερωτική συνάντηση γι’ αυτήν. Που θα αποκτήσει διάρκεια και επαναληπτικότητα μέσα στον χρόνο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για μια ολόκληρη ζωή.
Και σ’ όλα, τυχαίες συναντήσεις που αποδεικνύονται, τελικά, ραντεβού, με κάτι αόρατο ενδιάμεσο να τους ρυθμίζει τα βήματα. Να συντονίζει των πρωταγωνιστών τις κινήσεις.
Στο καινούργιο βιβλίο «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα», ο καθηγητής Ιάσονας Στεφανίδης φαίνεται να έχει ήδη διανύσει ολόκληρη τη διαδρομή. Ο,τι έζησε, έζησε, η Μαρία η γυναίκα του που πέθανε ξαφνικά, διέγραψε κάθε του εκκρεμότητα όσον αφορά τις υποχρεώσεις, η ζωή του σχεδόν μια ευθεία γραμμή: «Όταν πήρε τη σύνταξη, ο χρόνος του έγινε πιο άδειος από ποτέ. Ωστόσο συνέχισε να ταξινομεί τα γραμματόσημά του, να διαβάζει τα βιβλία που συνωστίζονταν στη βιβλιοθήκη του, να ξεκοκαλίζει την κυριακάτικη εφημερίδα, σαν καλός ψαροφάγος το ψάρι του από το οποίο δεν πρέπει να μείνει παρά η αγκάθα… Συνέχισε να γευματίζει στην ώρα του, να κάνει τον καθημερινό του περίπατο με τα πόδια και να πίνει τον καφέ του σε συγκεκριμένα μέρη’ έναν, το πρωί, στο καφενείο του κέντρου της αγοράς και έναν, αργά το απόγευμα, στο καφεστιατόριο της παραλίας. Να διατηρεί ένα αυστηρό πρόγραμμα τέλος πάντων. Του ήταν δύσκολο να περνά τις ημέρες του δίχως τη στρατιωτική πειθαρχία που επέβαλε στον εαυτό του. Τώρα μάλιστα, περισσότερο από ποτέ. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου γι’ αυτόν».
Με την Νατάσα, ρωσίδα που εργάζεται σκληρά στο απογευματινό του στέκι, μοιάζουν σα να βαδίζουν σε παράλληλες ράγες. Κατ’ αρχάς καμία πιθανότητα να βρεθούν. Ακόμα κι αν του σερβίρει η ίδια καφέ (μια στις τόσες) σχεδόν δεν την βλέπει. Όμως μια τυχαία συνάντηση σαν ραντεβού θα του αλλάξει τη ζωή.
«Μα ναι, αυτός είναι ο κύριος που πίνει τον καφέ του τα απογεύματα στο εστιατόριο, είπα όταν σας είδα από μακριά… με λένε Νατάσα».
«Ήθελε να μπορούσε να την ακολουθήσει, ήθελε να περπατήσει πλάι σε αυτή την άγνωστη, μέχρι πριν από λίγο καιρό, γυναίκα, αλλά κάτι τέτοιο ανήκε πια σε άλλη εποχή, σε άλλη ζωή. Δεν σάλεψε, μόνο συνέχισε να κάθεται στην ίδια θέση, με την τσαλακωμένη εφημερίδα του αφημένη στο πλάι, χωρίς να τη διαβάζει… Όλη εκείνη τη μέρα η συνάντηση θα του τριβελίζει το μυαλό».
Αλλά τι παράδοξο, θα αποδεχθεί ως και την πρόσκλησή της να γευματίσει στο σπίτι της και μια και δυο και πολλές φορές, θα της προτείνει μάλιστα να συγκατοικήσουν. Τα εβδομήντα χρόνια του, εξάλλου, ευνοούν μια τέτοια συγκατοίκηση- φροντίδα, θα ξανανιώσει, στο σπίτι θα υπάρχουν τώρα ήχοι, μυρωδιές, το ράφι του μπάνιου γεμίζει με βαζάκια και μπουκαλάκια, τα φώτα θα μένουν αναμμένα ως αργά…
Και κάποια στιγμή, θα κάνει για κείνη και την μοιραία κίνηση, χαρίζοντας της όλες του τις οικονομίες, αυτός που μια ζωή έτσι έζησε: χωρίς φιλοδώρημα. Θα την διευκολύνει να φύγει. Θα της ανοίξει ο ίδιος το δρόμο. Ευνοώντας αφάνταστα μια τέτοια προοπτική.
Και θα της γράψει για πρώτη φορά στη ζωή του ένα γράμμα. Αρχίζοντας με το «αγαπημένη μου», ποτέ δεν το είχε ξαναπεί. Αφάνταστα ευγνώμων και απόλυτα γνώστης: «Ξέρω πως το γράμμα θα το διαβάσεις, αν τελικά το κάνεις, αφού θα έχεις πια φύγει από μένα. Ίσως τώρα να είσαι σε κάποιο πλοίο ή αεροπλάνο, σε κάποιο σταθμό».
Το κέρδος, τεράστιο: «Σε σένα γράφω, ή μάλλον μπορεί να γράφω και στον εαυτό μου, όσα μέχρι τώρα δεν είπα ή, ακόμη χειρότερα, όσα για πολλά χρόνια δεν χάρηκα ή δεν ομολόγησα. Γιατί σε σένα; Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μπορεί γιατί εσύ δεν έζησες μια ζωή δίπλα μου. Θα ήταν δύσκολο, αν όλα τα είχες ζήσει από κοντά, να σου γράφω γι’ αυτά. Το ότι δεν με ξέρεις ίσως διευκολύνει τα πάντα. Πρέπει να τα πω και, απ’ όσους ξέρω, διάλεξα εσένα. Έπειτα, κανείς πια δεν ασχολείται μαζί μου. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που εσύ το έκανες. Ξέρεις τι θα πει ευγνωμοσύνη; Αν δεν ξέρεις τι σημαίνει, ρώτα να σου πουν».
Μια ιστορία λιτή κι αυστηρή, τρυφερή και βαθιά, αποκαλυπτική όσον αφορά τη λεπτομέρεια και τα σημεία, μελαγχολική, με χαρμολύπη σαν ζωή. Η οποία διασώζει την ποίηση και τη μαγεία στην καθημερινή τελετουργία επιβίωσης και αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο μια τυχαία συνάντηση που ήταν απ’ ότι αποδείχθηκε, τελικά, ραντεβού. Μετά απ’ αυτήν, μεταβλήθηκαν και οι δύο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τίτσα Πιπίνου γεννήθηκε στη Ρόδο.
Για ένα διάστημα έζησε στην Αγγλία όπου παρακολούθησε μαθήματα γλώσσας.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994, με το μυθιστόρημα «Γυναίκα της σκιάς». Ακολούθησαν τα βιβλία της:
«Τέσσερις μέρες του Μάρτη»,
«Για να θυμάσαι τη Λοίδα»,
«Ονειροπαγίδα»,
«Παλιοί γάτοι, τρυφερά ποντίκια»,
«Το σ’ αγαπώ σε ξένη γλώσσα»,
«Ζωή σαν φιλοδώρημα».

ΥΓ. Δεν ξέρω γιατί ένα υπέροχο, αριστουργηματικό βιβλίο που διάβασα εχθές τη νύχτα «Η συνάντηση» του Κωνσταντίνου Δ. Τζαμιώτη (Εκδ. «Ίνδικτος») μου θύμισε τόσο έντονα κι αυτό και όλα τα βιβλία της Τίτσας (για την οποία την γνώμη μου την έχω ξαναπεί, όπως και τον Τζαμιώτη τους θεωρώ ιδιαίτερους και κάπου και αρκετά συγγενικούς, ίσως όσον αφορά τους υπαινιγμούς, τη μοναξιά και το «ατσαλάκωτο» των ηρώων).
Στη «Συνάντηση» του Κ.Δ.Τζαμιώτη ο Ιωσήφ Κρέιν σαράντα έξι χρόνια μετά, επιστρέφει: Στη ζωή που αρνήθηκε, στη ζωή που δεν έζησε, στην «ανέντιμη», σε ό,τι είχε αλλά αφού δεν είχε εκείνη όπως την ήθελε ή όπως τη νόμιζε πια δεν ήθελε. Θα επανέλθω στη «Συνάντηση» με ένα ποστ όπως και της αξίζει. Επιτρέψατέ μου, όμως, σήμερα να σας αφιερώσω ελάχιστες γραμμές, εκείνες που μου έκαναν τόσο καλό στο χθεσινό ταραγμένο μου βράδυ:
<«Τελικά όλα είναι όπως η μεγάλη έρημος», σκέφτεται και πάλι ο Κρέιν. «Όπως δεν μπορείς να την διαχωρίσεις από τους κόκκους της άμμου που την αποτελούν, με τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να συλλάβεις το νόημα του κόσμου αφήνοντας ανερμήνευτη έστω και μια από τις στιγμές που τον απαρτίζουν». «Ο στόχος είναι η στιγμή. Η κατάκτησή της το μεγαλύτερο επίτευγμα. Κρύβει το μυστικό κάθε ευτυχίας και δυστυχίας, απελευθερώνει το αιώνιο και αμετάβλητο, γονιμοποιεί και απαλύνει το άγνωστο ταυτόχρονα με την εξαγγελία του, νομιμοποιεί το ανθρώπινο. Μια στιγμή εμπεριέχει τα πάντα με τον ίδιο τρόπο που τα επιτρέπει να την αποτελέσουν. Πρέπει κανείς να τη συμβουλεύεται. Πρέπει κανείς να θεωρεί την κατανόησή της ισότιμη αν όχι ανώτερη της αποδοχής των μυστηρίων της ανθρώπινης ύπαρξής του, της παράλογης διάρκειάς της σε κάποιες περιπτώσεις. Μόνο έτσι μπορεί να ελπίζει πως είναι κύριος της ζωής του και όσων την διατρέχουν….» Και κάτι τελευταίο απ’ το βιβλίο γιατί κι εμένα πολύ με βασανίζει και με βασάνιζε καιρό, κι ενδεχομένως και πολλούς από σας: «Η συνείδηση είναι ακαταπόνητος αντίπαλος. Όποιος διαθέτει το γνωρίζει». Καλημέρα σε όλους! Και εννοείται ότι το παρόν ποστ είναι εξαιρετικά αφιερωμένο στον άνθρωπο που με έκανε να προσέξω και να διαβάσω την «Συνάντηση» που πολύ κακώς μου είχε διαφύγει. Τον ευχαριστώ.





και αυτό εδώ το ανορακ. Αδιάβροχη μουλιασμένη επιστολή γιατί έτσι...


Moha

11/11/07

ποτέ με σημαδεμένα χαρτιά


"Θα ήθελα να θυμούνται όταν με σκέπτονται δυο πράγματα: πως δεν μου άρεσαν ποτέ τα παιχνίδια με σημαδεμένα χαρτιά, ή η μπλόφα του πόκερ. Και πως δεν δίστασα ποτέ να λερώσω το πουκάμισό μου: διότι πιστεύω ότι η λογοτεχνική σελίδα συχνά έχει ανάγκη από λεκέδες, από λεκέδες σάλτσας, λίπους, αίματος- όπως η ζωή. Δεν πρέπει να είναι αποστειρωμένη. Πρέπει να είναι όπως είμαστε εμείς οι άνθρωποι, με ελαττώματα, που καλό είναι να μην τα κρύβουμε".
Αντόνιο Ταμπούκι "Ενα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες"

Υγ. Για να δικαιολογήσω τους δικούς μου... λεκέδες! Υστερόγραφο απαραίτητο διότι θα αναρρωτιέται ο ieou, και όσο για το... λερωμένο ποστ, το αφιερώνω στον εαυτό μου.

Παράδεισος στην κόλαση


"Ν' αποθαρρύνεσαι, να τολμάς, να 'σαι οργισμένος
γενναιόδωρος, τσιγκούνης, σκληρός, τρυφερός,
γερός, ετοιμοθάνατος, νεκρός, ζωντανός,
πιστός, προδότης, ανδρείος, θαρραλέος...

Να' σαι μακριά απ' την καλή σου ταραγμένος,
χαρούμενος, θλιμμένος, αλαζόνας, ταπεινός,
θυμωμένος, ατρόμητος, δειλός,
ικανοποιημένος, καχύποπτος, θιγμένος...

Τα μάτια μπρος στο ψέμα να κλείνεις
να ξεχνάς τη χαρά, τη λύπη να κυνηγάς
δηλητήριο για γλυκό ποτό να πίνεις...

Τον παράδεισό σου μέσα σε μια κόλαση ν' αναζητάς
τη ζωή και την ψυχή σου για μια πλάνη να δίνεις...
Όποιος το γνώρισε το ξέρει αυτό σημαίνει ν' αγαπάς"

Υγ. Εντελώς άσχετο, Lope de Vega το ποίημα, θα προτιμούσα να το διασκεύαζα σε... κοριτσίστικο (για να μη με περνάτε γι' αγόρι, η αγγελάκι ή κορίτσι, αγόρι τσου!) αλλά είναι μια φράση - ποταμός που μου την χάρισε όταν ήμουν στις κακές μου ένας καλός μου φίλος κι εγώ με την σειρά μου επειδή μου ήρεσε, την ανεβάζω, του την αφιερώνω (όλο το ποίημα) και σας το αφιερώνω. Καλημέρα σε όλους

10/11/07

Ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτούς που αγαπάς...


"Ποτέ δεν ξέρεις μ' αυτούς που αγαπάς: αμελείς να τους κοιτάξεις μια στιγμή, και την επόμενη στιγμή έχουν χαθεί ή έχουν σκοτεινιάσει. Ακόμα και τα δέντρα- εξάλλου- το σκάνε πού και πού, έχουν άστατες διαθέσεις".

"Τώρα πια ξέρω τί σημαίνει πάθος... Τώρα ξέρω τί θα πει να μη βλέπεις κανέναν, ούτε τον Θεό, ούτε τον εαυτό σου, παρά μονάχα ένα πρόσωπο, αυτό του πεπρωμένου".

Κριστιάν Μπομπέν

Υγ. Γιατί είναι Σάββατο βράδυ και βρέχει. Επειδή αύριο ξημερώνει Κυριακή. Γιατί σαν αύριο έχω την αμυδρή εντύπωση ότι είχε γεννηθεί ο Ντοστογιέφσκι. Επειδή σαν σήμερα είχε γεννηθεί κάποιος άλλος που πάντα τέτοια μέρα θα γεννιέται.
Καλή Κυριακή λέμε!

7/11/07

Όλες τις λένε "μαμά", εσύ ποια είσαι?


ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ

«Αγάπη και μίσος – ναι- είναι παιδιά της ίδιας μάνας».
Όπως και η απόλυτη κατάφαση στο μαγικό γεγονός της ζωής, το πάθος μας γι’ αυτήν και η καταστροφή μας.
Κι η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, φαίνεται όλα αυτά να τα γνωρίζει καλά. Εξάλλου ολόκληρο το συγγραφικό έργο της, τα ίδια φαντάσματα διατρέχουνε. Τον ίδιο γόρδιο δεσμό πασχίζει τόσα χρόνια να λύσει και το πλησιάζει, το φλερτάρει, πέφτει με τα μούτρα στα απύθμενα βάθη του, το περιγράφει επικίνδυνα, σπαρακτικά και ποιητικά.
Αυτό το μέγιστο ανθρώπινο γρίφο μάνας- κόρης. Με όλη την αγάπη που φτάνει ως το μίσος, το μίσος που είναι η άλλη πλευρά της απόλυτης και αναγκεμένης αγάπης που το χαρακτηρίζουν. Καθώς και το τι σημαίνει «βαδίζω στα όρια». Με απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «προκαλώ τα όριά μου».
Στο βιβλίο της με την πρωταρχική κραυγή ως τίτλο «Μαμά», η συγγραφέας δίνει τα ρέστα της.
Και ξεκινώντας έναν διάλογο με την σχεδόν νεκρή της μητέρα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου φτάνει μέχρι την άκρη του ουρανού. Την ακολουθεί ακόμα πιο πέρα, νικώντας το θάνατο. Και της ζητά εξηγήσεις. Από τον ίδιο τον εαυτό της ζητά εξηγήσεις. Και μέσα από ένα διάλογο που δεν γνωρίζει χρονικά σύνορα, φτάνει ως την αποδοχή. Αγγίζει την λύτρωση.
Διότι έτσι ή αλλιώς μια ζωή όλες τις κούκλες της τις έλεγαν μαμά. Μονάχα την ίδια τη μάνα της που με τόση λαχτάρα αναζητούσε, σε εκείνη την άγνωστη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Αλλά για όλα τα πράγματα, κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα τους.

«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140, τιμή: 10 ευρώ.
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Έχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.
Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρικολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.
Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…
Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.
Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.
«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»
Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…»
Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.
Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;
Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό της συγγραφέως του.
Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.
Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.
Μικρό αντίδωρο για το τέλος:
«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»
Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι.
Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Τα βιβλία της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»,
«Ο υπνοβάτης»,
το « Rien ne va plus »,
το «Ναι» («Ωκεανίδα» 1999),
«Lee και Lou» («Ωκεανίδα» 2003),
εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες.
«Ο υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος».
«Μήπως;» με την Φωτεινή Τσαλίκογλου («Ωκεανίδα», 2006)

ΥΓ. Ξέρω ότι ο ioeu, περιμένει συνήθως το υστερόγραφο. Αφιερωμένο, λοιπόν, σε όλες τις κόρες! Στη Μαργαρίτα που το ‘γραψε και είναι συγκλονιστική συγγραφέας (ούτως ή άλλως).








5/11/07

Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους


Οι δικαιωμένες ζωές της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ

(Στον Δημοσθένη- Marko: για τη συγγένεια, την Φωτεινή, τον άλλο Δημοσθένη και τον Λάμπη. Για «ό,τι λάμπει μέσα μας» παρ’ ότι τ’ αγνοούμε, «μα ωστόσο λάμπει»)

Την πρώτη φορά που την διάβασα, το πρώτο που σκέφτηκα, είναι «μα δεν μπορεί, γράφει για μένα». Εγώ είμαι η κόρη της Ανθής Αλκαίου. Αλλά και η Ανθή Αλκαίου, εν δυνάμει, και πάλι εγώ.
Κατόπιν κατάλαβα ότι την… περίμενα. Πότε θα ξαναγράψει.
Στον «Ερωτα φαρμακοποιό», την έψαξα? με έψαξε? Δεν το καλοθυμάμαι!
Στη «Μάρθα Φρόυντ» την γνώρισα. Απόλυτα συγγενική, γοητευτική, σοφή και θεραπευτική σαν καθαρή και αρωματισμένη, ιαματική γάζα. Μιλούσε για τα δύσκολα, και μαλάκωνα. Μιλούσε για θλίψη, αρρώστια και θάνατο κι έβγαζε φως. Δικαιωμένες ζωές, να γιατί μιλούσε η Φωτεινή Τσαλίκογλου. Γιατί η Φωτεινή Τσαλίκογλου τους πονάει τους ήρωές της. Με έναν τρόπο λυτρωτικό, με αποδοχή, με θαυμασμό ιδιαίτερο. Ε κι όταν διάβασα για την παραμυθένια ζωή του Άντερσεν, που μόνον εκείνη επισήμανε, τότε κατάλαβα πια για καλά τον λόγο: Είναι το φως που βγαίνει μέσω της τέχνης απ’ το σκοτάδι. Είναι η ιερότητα της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις.
Ό,τι ακολούθησε ήταν και για μας τις δυο όπως και η ζωή του Άντερσεν, μέσα στο έρεβός του, παραμυθένιο.
Την συναντούσα ή της τηλεφωνούσα μέσα από τα πιο επώδυνα, τα δύσκολα. Κι ήταν εκεί, να τα τακτοποιεί, να με παρηγορεί, να τα τοποθετεί στο μαγικό παζλ της ζωής, αναδεικνύοντάς τα στο «πιο ακριβό κομμάτι». Έτσι η Φωτεινή με έκανε και άντεξα ό,τι δεν θ’ άντεχα.
Η Φωτεινή που ήταν παραγγελιά που εκπλήρωσα κάπως αργά. Αλλ’ όμως τις κρατώ, έστω κι αργά, τις υποσχέσεις.

Στο… βιβλίο, τώρα.

«Επινοούμε τα ψέματα που μας καθησυχάζουν!»

Ζώντας μονίμως η ίδια και στην… «Άλλη όχθη», με την έννοια, δηλαδή, πως είναι ταυτόχρονα και ψυχολόγος και συγγραφέας, η Φωτεινή Τσαλίκογλου έχει κατορθώσει μέχρι στιγμής τα ακατόρθωτα: Να γυρίζει τους ήρωες και ανάποδα σαν το πουλόβερ.
Στο πρώτο της βιβλίο «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου» έδωσε σάρκα και αίμα στην κατάθλιψη.
Στο δεύτερο βιβλίο της «Έρως Φαρμακοποιός», ψηλάφισε το υλικό του έρωτα και τη θαυματουργική δράση κι αντίδρασή του.
Στο τρίτο της μυθιστόρημα «Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ» χάρισε φωνή σε μια γυναίκα που όλοι γνωρίζαμε αλλά ποτέ δεν την ακούσαμε να μιλά, να ονειρεύεται ή να διαμαρτύρεται. Στο Σίγμουντ Φρόυντ μια ζωή παρέμειναν τα φώτα.
Στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά» τολμά να αναφερθεί και στην «Ιερά νόσο». Αλλά και στη ζωή, στον θάνατο και τη γραφή. Στα μυστικά και στα ψέματα. Στις ψευδαισθήσεις, στο προσωπείο και το πρόσωπο που συχνά κι εμείς οι ίδιοι συγχέουμε ή μπερδεύουμε.
Διότι η ηρωίδα της Φωτεινής Τσαλίκογλου στο βιβλίο «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά» είναι ταυτόχρονα κι εδώ και στην άλλη όχθη.

«… Ήταν Παρασκευή, 8 Ιουνίου του 1993. Τέσσερις η ώρα το απόγευμα κι ήμουν οκτώ χρόνων»…
Το νήμα αρχίζει να ξετυλίγεται από την κορυφαία στιγμή.
Ένα κοριτσάκι περπατά με τους γονείς της στο Central Park. Όλα είναι πράσινα κι ανθισμένα. Ένας μαύρος τραγουδά μέσα στο πάρκο, μια γυναίκα με σαξόφωνο τον συνοδεύει, δύο αγόρια με πατίνια τους προσπερνούν, ένα κοριτσάκι με σιδεράκια έχει χαθεί και αναζητείται, ένα άλλο αναζητεί το σκυλάκι της… Ο πατέρας κρατά μια κάμερα και καταγράφει τις σκηνές. Είναι την ώρα, ακριβώς, που η οκτάχρονη τότε Ιουλία θα συναντήσει για πρώτη φορά την αρρώστια της.
«Επιληψία. Άλλοτε τη λέγαν ιερά νόσο».
Τα επόμενα κεφάλαια είναι χρόνια μετά. Η Ιουλία Δαμασκηνού είναι πια ετών δεκαεννιά. Ορφανή μητρός και κόρη ψυχιάτρου. Και εξακολουθεί να διαπιστώνει «δεν είμαι σαν τα άλλα παιδιά». Και εξακολουθεί να αναρωτιέται «που είναι όταν χάνεται» και «για πόσο καιρό».
Αλλά ταυτόχρονα κατασκοπεύει απ’ το φεγγίτη τους ασθενείς του πατέρα της, πληροφορείται τα πάντα για την ιερά νόσο της, μαζεύει σαν το ζητιάνο ψηφίδα- ψηφίδα τα μυστικά της μάνας της, μπαίνει σε άλλων ζωές που «χάνονται για λίγο» από την ίδια αιτία, παρακολουθεί μαθήματα «Αυτοαντίληψης και δημιουργικής γραφής», μαθαίνει πως γράφεται, τελικά, μια ιστορία, και φυσικά ερωτεύεται. Τον Σωτήρη Ντάβαρη, έναν συγγραφέα που, επίσης, δεν έχει μητέρα και περιμένει παιδί. Του εμπιστεύεται τα πιο μύχια μυστικά της. Ακόμα κι εκείνο εκεί που εγγράφηκε στην κάμερα, το 1993 στην Νέα Υόρκη και που ακόμα κι αυτή η ίδια το αγνοεί.
Τα κεφάλαια μοιάζουν σαν αλλεπάλληλα μικρά ηλεκτροσόκ. Αντιφατικές ζωές των ασθενών του πατέρα, το παραμύθι με τον Πιγκουίνο που άρεσε να της διηγείται η μητέρα, η αδελφή της (εκ νόσου) στην Αφρική, ο κόσμος των ηρώων και η μαγική ζωή της μυθιστορίας, το κόκκινο φουστάνι της μητέρας, το συστημένο δέμα της στον δάσκαλο, τα μυστικά της μητέρας, η ερωτευμένη ασθενής του πατέρα και ο θρυμματισμένος φεγγίτης.
Η διαπίστωση ότι το ίδιο συμβάν, ο ίδιος άνθρωπος, μπορεί να είναι η κόλασή μας κι ο παράδεισός μας. Τα ψέματά μας που μπορεί να είναι και η μοναδική μας αλήθεια. Οι εκλεκτές συγγένειες που μπορούν να συνενώσουν την Ιουλία με τον Βαν Γκογκ και την μικρή Λειλά στην Αφρική. Η διαδικασία της γραφής που δεν είναι άλλη από το «να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου». Οι ασθενείς του πατέρα που ήταν «το ίδιο αληθινοί με τους φανταστικούς ήρωες της λογοτεχνίας». Οι αρρώστιες που είναι «κλειδιά που μας επιτρέπουν να ανοίγουμε ορισμένες πόρτες». Ο λαμπρός έρωτας που διαθέτει την θαυματουργική εκείνη δύναμη που θα σε αθωώσει. Οι ιστορίες των ανθρώπων που δεν είναι άλλες από τις «ιστορίες των ερώτων τους». Ο θάνατος που μπορεί και να σημαίνει πως «μεγαλώνω κάπου αλλού». Όλα, «εκδοχές του ίδιου»: Η προδοσία, η μεταμφίεση, η μετάθεση… ο τρόπος που μας βλέπει ο καθένας και γινόμαστε ένας άλλος γι’ αυτόν. Και, φυσικά, η τελική διαπίστωση πως «η ζωή είναι ένα χωρατό» που είναι και η αποκορύφωση του δράματος.
Διότι η ζωή είναι πολύ σοβαρή για να την παίρνει κανείς στα σοβαρά.
Το αποτέλεσμα, ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Για την υγεία και την ασθένεια, πρώτα απ’ όλα. Για τη ζωή και τον θάνατο. Για την αλήθεια και το ψέμα. Για τον έρωτα και την ψευδαίσθησή του. Για τη γραφή και για τον κόσμο των ηρώων. Για την Ιερά νόσο που είναι μια πρόγευση θανάτου, κατά συνέπεια κόλασης και παράδεισου. Για το παράδοξο και τη μαγεία της ζωής.
Με ένα κομματάκι ζάχαρη στην άκρη: Ένα καλά κρυμμένο μυστικό στην κάμερα. Ένα καλά κρυμμένο ψέμα στη γέννηση και τη ζωή του συγγραφέα. Μια απίθανη συνάντηση σε ένα μαιευτήριο. Για να διαπιστώσει, τελικά, η Ιουλία η ηρωίδα, ότι το ίδιο πράγμα είναι και το αντίθετό του. Και πως θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι ταυτοχρόνως κι αλλιώς. Μέσα μας «τα βαφτίσια τους» σε «καλό» ή «κακό» γίνονται.
Μια ιστορία στην οποία η Φωτεινή Τσαλίκογλου μας εξηγεί για την ψυχή μας τόσα μα τόσα πολλά! Και πάνω απ’ όλα πως η ζωή είναι ένα όνειρο μέσα σε όνειρο.


«Φαντασιώνουμε ότι ο έρωτας μας αθωώνει»
ή
«Παίζεις το Θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα» (μια κουβέντα)

«Πολλά τα οφέλη της γραφής: Εξημερώνεις το φόβο, διασκεδάζεις, γελάς, χαμογελάς, υπομηδειάς, κλείνεις συνωμοτικά το μάτι τους ήρωές σου, τους υποκαθιστάς, τους ανταλλάσσεις, τους περιφρονείς, τους λατρεύεις, τους αφανίζεις, τους ανασταίνεις. Παίζεις το Θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα».
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου γνωρίζει καλά τους μηχανισμούς της γραφής. Από την… καλή και την ανάποδη και από τις «δύο όχθες», τελικά. Και ως Ψυχολόγος (είναι Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) και ως συγγραφέας.
Διότι μπορεί, ταυτοχρόνως, να γνωρίζει καλά και την ανθρώπινη ψυχή. Να αγγίζει λεπτές ή αόρατες χορδές της μέσα από τους ήρωες. Να θίγει ζητήματα που ή θεωρούνται ταμπού, ή είναι απρόσιτα ως πολύ απαιτητικά.
Στο πρώτο της μυθιστόρημα «Η κόρης της Ανθής Αλκαίου» ήταν η κατάθλιψη. Στο «Έρωτας Φαρμακοποιός» ο έρωτας ως γιατρικό και ως «το ζωτικό μας ψεύδος». Στο βιβλίο «Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ» αυτή καθ’ εαυτή η ψυχανάλυση.
Στο καινούργιο της βιβλίο η Φωτεινή Τσαλίκογλου ζωντανεύει την Ιερά νόσο. Μέσα από ένα μυθιστόρημα, κατ’ εξοχήν ερωτικό, που όμως κινείται σε πολλαπλά επίπεδα. Αφορά την διαδικασία αυτής καθ’ εαυτής της γραφής και τους μηχανισμούς επιβίωσης της ζωής.
«Ονειρεύομαι πως είμαι καλά» ο τίτλος του. Κυκλοφόρησε από τον «Καστανιώτη».
Και στις σελίδες του, όλα αρχίζουν από μια Παρασκευή. Εκείνη της 8ης Ιουνίου του 1993. Ένα κοριτσάκι περπατά με τους γονείς της στο Centrel Park. Όλα είναι πράσινα κι ανθισμένα. Ένας μαύρος τραγουδά μέσα στο πάρκο, μια γυναίκα με σαξόφωνο τον συνοδεύει, δυο αγόρια με πατίνια τους προσπερνούν, ένα κοριτσάκι με σιδεράκια έχει χαθεί και αναζητείται, ένα άλλο αναζητεί το σκυλάκι της… Ο πατέρας κρατά μια κάμερα και καταγράφει τις σκηνές. Είναι την ώρα, ακριβώς, που η οκτάχρονη τότε Ιουλία θα συναντήσει για πρώτη φορά την αρρώστια της.
«Επιληψία. Άλλοτε την λέγαν ιερά νόσο».
Η ιστορία που ακολουθεί είναι η ιστορία της Ιουλίας Δαμασκηνού. Που χάνεται κάθε τόσο στα μονοπάτια της αρρώστιας της, συναντά τους ομοίους της, ερωτεύεται, φλερτάρει με την ιδέα της γραφής, κατασκοπεύει τους ασθενείς του ψυχιάτρου πατέρα της,. Διότι, εν τέλει, είναι ένα βιβλίο για την υγεία και την ασθένεια, για τον θάνατο και τη ζωή. Για την αλήθεια και το ψέμα. Για τον έρωτα και την ψευδαίσθησή του. Για τη γραφή και για τον κόσμο των ηρώων. Για τον παράδεισο και την Κόλαση. Για το παράδοξο και την μαγεία της ζωής.
Για όλα αυτά μας μίλησε η Φωτεινή Τσαλίκογλου.

- Τι είναι εκείνο που σας έκανε να ασχοληθείτε με την «Ιερά νόσο» στο καινούργιο σας μυθιστόρημα, κυρία Τσαλίκογλου;

- Ιερά νόσος. Δυο εντελώς αντίθετα πράγματα βρίσκονται μαζί. Το ιερό και το άρρωστο. Δεν είναι τυχαίο που από τα βάθη των αιώνων θεωρούσαν όσους έπασχαν από επιληψία δαιμονισμένους αλλά και θεόσταλτους. Για μένα αυτό το διπλό, το όσιο και το βλάσφημο, το θεικό και το δαιμονικό, ήταν μια αφορμή, ένα πρόσφορο έδαφος για να στηθεί ο μύθος. Μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα ρομάντζο. Οι έρωτες και τα πάθη, οι απορίες και οι τρόμοι της μικρής Ιουλίας Δαμασκηνού που προσπαθεί, ζώντας μέσα σε ένα ιερό και δαιμονισμένο πλαίσιο, αυτό που όλοι μας προσπαθούμε: Nα είναι καλά!

- Είναι ένα παράθυρο στον θάνατο, η επιληψία;

- Μια δοκιμή θανάτου. Πρόσκαιρα είναι σαν να παραδίδεσαι στην αγκαλιά της ανυπαρξίας. Και ο ύπνος δεν είναι μια μικρή γενική δοκιμή θανάτου; Αν η ζωή είναι μαθητεία θανάτου, η επιληψία μέσα από τις «απουσίες» της θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν έμβλημα ζωής.

- «Νομίζω ότι οι αρρώστιες είναι κλειδιά που μας επιτρέπουν να ανοίγουμε ορισμένες πόρτες». Ό,τι μας στερεί η ζωή, βρίσκει τον τρόπο και μας το δίνει διαφορετικά;

- Πρόκειται για μια παράξενη πράγματι ισορροπία που μοιάζει να διέπει τη φύση. Οι απώλειες που μας επιφυλάσσει δεν είναι ποτέ ολοσχερείς. Αυτά που σου παίρνει (αρρώστιες) φροντίζει αλλιώς να σου τα επιστρέφει. Η καταιγίδα που καταστρέφει τον κήπο αφήνει να ανθήσει σε μια κρυφή ρωγμή του βράχου ένα σπανίας ομορφιάς μικρό ανθάκι. Ο Τομας Μαν στο «Μαγικό Βουνό» μας φανερώνει όλες τις «μαγικές» αναπληρώσεις που προσφέρει η ασθένεια στις αισθήσεις, στη σκέψη, στο βλέμμα.

- Η ζωή ή ο θάνατος, η λογοτεχνία ή η ψυχολογία, η ασθένεια ή η υγεία υπήρξε η αιτία να γραφτεί αυτό το μυθιστόρημα;

- Την πραγματική αιτία ενός μυθιστορήματος δεν την ξέρεις ποτέ. Τη μαντεύεις πάντα εκ των υστέρων. Κάποια μέρα, η ηρωίδα μου, η Ιουλία, βρήκε την πόρτα ανοιχτή και όρμησε μέσα με θράσος και διεκδικητικότητα…. «θα γράψεις για μένα» είπε. Κι έτσι άρχισε να ξεδιπλώνεται η ιστορία της. Οι ήρωες των βιβλίων μας αιφνίδια εισβάλλουν στον ορίζοντα της ζωής μας. Αρκεί να έχουμε αφήσει -ή έστω ξεχάσει- ξεκλείδωτη την πόρτα που συχνά από το φόβο των κάθε λογής ξένων εισβολέων την αφήνουμε κλειδωμένη.

- Η Ιουλία, η καινούργια ηρωίδα σας είναι και πάλι κόρη. Και η Θάλεια Δαμασκηνού, ακόμα και νεκρή, μέσα από μια «ξεχασμένη» κάμερα πανταχού παρούσα. Ποτέ δεν ξεφεύγουμε από τη μητέρα, κυρία Τσαλίκογλου;

- Το βρεφικό κομμάτι του εγώ μας που είναι πάντα παρών δεν μας αφήνει να ξεφύγουμε από το πρώτο αντικείμενο της αγάπης στη ζωή μας.

- Ό,τι θέλουμε, θυμόμαστε; Εν τέλει, η μνήμη είναι τόσο μα τόσο επιλεκτική;

- Η μνήμη είναι ένας πηλός. Τον πλάθουμε. Αλλάζουμε σχήμα κατά βούληση. Μια σκηνή π.χ. από τα παλιά την ανακαλούμε στη μνήμη μας και την ανακατασκευάζουμε. Η στιγμή της ανάκλησης λειτουργεί σαν ένα μαγικό φίλτρο. Έτσι για παράδειγμα μια παλιά σκηνή μεταμορφώνεται είτε σε μια ήρεμη και φιλική γάτα Αγκύρας είτε σε μια σαρκοβόρα αγριόγατα.

- Είμαστε τα άλλοθι και τα ψέματά μας; (Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες που φτιάχνουν για να επιβιώσουν. Τα αληθινά ψεύδη που επινοούν. Σελ. 171)

- Επινοούμε τα ψεύδη που μας καθησυχάζουν και μας νανουρίζουν. Όποιος μας το αποκαλύψει γίνεται εχθρός μας. Όμως πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς αυτά; Φαντασθείτε ένα μικρό παιδί να μαθαίνει πως η πεθαμένη του μητέρα δεν είναι ένα αστέρι που λαμπυρίζει στον ουρανό, αλλά χώμα που το τρώνε τα σκουλήκια. Το αστέρι στον ουρανό είναι το εργαλείο για την επιβίωση του. Ναι! Είμαστε τα ψεύδη που επινοούμε και τα ψεύδη που μας μεταδίδουν τα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή μας. Άσχετα αν κάπου βαθιά μέσα μας γνωρίζουμε όλη την αλήθεια για το χώμα και τα σκουλήκια.

- Η παρουσία του άλλου κόλαση, η απουσία του άλλου κόλαση. Εν τέλει η κόλαση υπάρχει ή δεν υπάρχει μέσα μας;

- «Η Κόλαση είναι οι άλλοι» «Η Κόλαση είναι ο εαυτός μας» «Η Κόλαση είναι ο εαυτός μας χωρίς τους άλλους» Κόλαση είναι όταν χάνεται η έννοια της Κόλασης.

- «Όλα εκδοχές του ίδιου. Η προδοσία, η μεταμφίεση, η μετάθεση, αυτά δεν είναι τα κλειδιά του έρωτα;» Είμαστε καταδικασμένοι, δηλαδή, να αναπαράγουμε την αγάπη ή την έλλειψή της στα παιδικά μας χρόνια, επ’ άπειρον;

- Οι επαναλήψεις είναι ο κρυφός μαέστρος στην ορχήστρα της ζωής μας.

- «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους». Τόσο σημαντικός είναι ο έρωτας στη ζωή, κυρία Τσαλίκογλου;

- «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους». Ιδού μια ωραία αναπαράσταση για τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους! Πολύ ωραιότερη από το να πεις «Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των μηχανισμών επιβίωσης που επινοούν». Άσχετα αν και ο έρωτας θα μπορούσε να είναι κι αυτός ένας μηχανισμός επιβίωσης. Σε κάθε περίπτωση προτιμώ να το επαναλάβω: Οι ιστορίες των ανθρώπων είναι οι ιστορίες των ερώτων τους.

- Και γιατί στην εποχή μας κανείς δεν τον αντιμετωπίζει σαν κάτι τόσο σημαντικό;

- Δεν συμφωνώ. Η νοσταλγία του έρωτα παραμένει η ασθένεια της εποχής μας.

- Μας αθωώνει ο έρωτας;

- Φαντασιώνουμε ότι ο έρωτας μας αθωώνει. Όμως δεν υπήρξαμε και δεν θα υπάρξουμε ποτέ πραγματικά αθώοι. Ούτε καν ως νεογέννητοι και φυσικά ούτε ως ετοιμοθάνατοι. Η αθωότης είναι μια νοητική κατασκευή.

- Υπάρχει κοινός τόπος όπου συναντά τους ομοίους της η Ιουλία, κυρία Τσαλίκογλου; Τον Βαν Γκογκ, την «αδελφή της Λειλά»…

- Ο κοινός τόπος όπου η Ιουλία συναντά τους ομοίους της είναι το σώμα που τρέμει και λιποθυμά, το μυαλό που φεύγει για να επιστρέψει πιο δυναμωμένο, η απουσία της συνείδησης που την καθιστά αλλιώς παρούσα. Κι αυτός ο κοινός τόπος είναι που παροτρύνει τον Βαν Γκογκ να ζωγραφίσει ακόμα πιο συναρπαστικούς ήλιους, ηλιοτρόπια και φλογισμένους ουρανούς, και τη Λειλά να είναι λιγότερο έρημη στην έρημο της Αφρικής.

- Και, τελικά, τι είναι το όνειρο;

- Από την εποχή του Φρόυντ, αλλά και πολύ πριν από αυτόν, το όνειρο ήταν και εξακολουθεί να είναι η βασιλική οδός του ασυνείδητου.

- Να σχολιάσουμε τον τίτλο; «Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά»…

- Είναι απλό, μια μέρα μαζί με εκατομμύρια άλλους συνανθρώπους μου ονειρεύτηκα πως είμαι καλά.

- Το γράψιμο, σώζει;

- Μπορείς να ονειρευτείς πως το γράψιμο σώζει. Αν το πιστέψεις σώθηκες. Όμως χρειάζεται να γράψεις πολύ προτού γράψεις, όπως έλεγε ένας σοφός ποιητής. Il faut ecrire beaucoup avant d ecrire.

- Είναι και ένα δοκίμιο για την διαδικασία της γραφής. Οι ήρωες που είναι το ίδιο αληθινοί με τους ασθενείς του πατέρα της. Υπάρχει κάπου ο κόσμος των ηρώων;

- O κόσμος των ηρώων ενός μυθιστορήματος κινείται σε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Συχνά το όνειρο είναι πιο πραγματικό από την πραγματικότητα και η πραγματικότητα πιο ονειρική από το όνειρο.

- «Αυτό σημαίνει γράφω; Να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου και του εαυτού σου;» Εν τέλει, τι σημαίνει «γράφω», κυρία Τσαλίκογλου;

- Γράφω σημαίνει να ξεκλειδώνεις τα μυστικά του κόσμου και του εαυτού σου. Γράφω σημαίνει να χάνεις μετά το κλειδί, να το ρίχνεις σε μια θάλασσα ή σε ένα ποτάμι κι έπειτα να περνάς τη ζωή σου ψάχνοντας απελπισμένα αυτό το χαμένο κλειδί. Γράφω σημαίνει ψάχνω να βρω αυτό το κλειδί.

- «Ονειρευόμενοι έγραψαν συναρπαστικά κείμενα», «Η συνείδηση είναι ο λιγότερο αναγκαίος παράγοντας για τη γραφή». Ο αναγκαίος παράγοντας ποιος είναι;

- Ίσως είναι μια σχεδόν σωματική παρόρμηση που σε σπρώχνει στο να μην μπορείς να κάνεις αλλιώς από το να γράφεις. Να μην είναι μόνο η σκέψη και η καρδιά σου που σου το ζητάει αλλά και το σώμα σου.

- Υπάρχει υγιής γραφή, υγιής τέχνη, σπουδαία τέχνη, από πάσχον σώμα;

- Το πάσχον σώμα σίγουρα δεν εμποδίζει τη σπουδαία γραφή. (ποια είναι η σπουδαία γραφή; ) Ο πόνος ήταν πάντα κίνητρο δημιουργίας. Ένας σπουδαίος γλύπτης συνήθιζε κάθε τόσο να λέει «οι ευτυχισμένοι έρωτες με πλαδάρευαν, οι δυστυχισμένοι έρωτες της ζωής μου δυνάμωναν το έργο μου».

- «Είδα ότι ο φόβος οδηγεί στην ταπείνωση. Έβαλα στόχο στη ζωή μου να αποφεύγω την ταπείνωση». Εσείς, γιατί γίνατε συγγραφέας, κυρία Τσαλίκογλου;

- Από μικρό παιδί γράφω. Δημοσιεύοντας εκτίθεμαι στο βλέμμα του άλλου, στον κριτή, στον κριτικό της λογοτεχνίας, στον βλοσυρό αναγνώστη, στον ανεξιχνίαστο σχολιαστή. Η ταπείνωση είναι ένα ρίσκο. Το αναλαμβάνεις όμως. Δεν γίνεται αλλιώς. Γίνεσαι συγγραφέας όπως ακριβώς γίνεσαι παιδί, ενήλικας, μεσήλικας κλπ. κλπ. κλπ. Γίνεσαι συγγραφέας όπως ακριβώς γίνεσαι γείτονας, ένοικος, συγγενής, πατέρας, αδελφός, μητέρα. Μια φυσική, δηλαδή, λειτουργία που δεν είναι αποτέλεσμα εκβιαστικών παραβιάσεων της φύσης.
Το επάγγελμα του συγγραφέα μαζί με εκείνο του παιδαγωγού και του ψυχαναλυτή ανήκουν στην κατηγορία των αδύνατων επαγγελμάτων.

- «Ακόμα κι όταν γράφουμε για τους άλλους, για μας γράφουμε». Για να περάσουμε καλά, να μάθουμε, να ξεφοβηθούμε… Γιατί;

- Πολλά τα οφέλη της γραφής: Eξημερώνεις το φόβο, διασκεδάζεις, γελάς, χαμογελάς, υπομηδειάς, κλείνεις συνωμοτικά το μάτι στους ήρωες σου, τους υποκαθιστάς, τους ανταλλάσσεις, τους περιφρονείς, τους λατρεύεις, τους αφανίζεις, τους ανασταίνεις. Παίζεις το θεό γνωρίζοντας ότι είσαι ένα μικρό ταπεινό τίποτα.

- «Σε κάθε βιβλίο που διαβάζω νομίζω ότι βρίσκω τον εαυτό μου, όμως ο εαυτός μου μου διαφεύγει. Σαν μια τρύπα, ένα θολό μυστικό». Άλλοθι ή αυτογνωσία είναι, εν τέλει, η γραφή, κυρία Τσαλίκογλου;

- Η αναζήτηση του εαυτού είναι μια μεγάλη παγίδα. Ο Rimboud τα είπε όλα. «Το εγώ είναι κάποιος άλλος».


ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», κυκλοφορούν τα μυθιστόρημά της:
«Η κόρη της Ανθής Αλκαίου», 1996
«Έρως φαρμακοποιός», 1997
«Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ», 2000
«Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», 2004
Άλλα βιβλία της:
«Σχιζοφρένεια και φόνος: Μια ψυχολογική – εγκληματολογική έρευνα», Παπαζήση, 1984
«Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή», Παπαζήση, 1987
«Μυθολογίες βίας και καταστολής», Παπαζηση, 1989
«Ψυχο- Λογικά», Παπαζήση, 1992
«Ψυχο- Λογικά: Οι παγίδες του αυτονόητου», Πλέθρον, 1994
«Η ψυχολογία του εφήμερου (Η ψυχολογία της καθημερινής ζωής)», Καστανιώτη, 1999
«Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων», Καστανιώτη, 2003
«Ο συμμαθητής, η συμμαθήτριά μου από άλλη χώρα», Ελληνικά Γράμματα, 2004
«Στην Άλλη όχθη», Ελληνικά Γράμματα, 2004
«Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά», Καστανιώτη, 2006
«Μήπως;» με την Μαργαρίτα Καραπάνου, Ωκεανίδα, 2006





Άλεφ μου, ας πούμε ότι ξανακυκλοφορώ.

Moha