28/4/10

“Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος”

“Όπως και να ‘χει, είχαν αξιωθεί κι οι δυο να δουν «μόνο ένα ψίχουλο του κόσμου».

Και τώρα που ο Ντενί Γκετζ “έφυγε”, ποιος θα λύσει “Το θεώρημα του παπαγάλου”?

«Η ΈΠΑΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ» του Ντενί Γκετζ, Μετάφραση: Γιώργος Παρλαλόγλου, Πρόλογος: Τεύκρος Α. Μιχαηλίδης, Εκδ. «Ψυχογιός», σελ. 371, τιμή: 14.31 ευρώ.

«Πόσο συχνά τα πολλά υποσχόμενα άτομα ηττώνται από μια ελάχιστη δυσκολία κατά την άσκηση των καθηκόντων τους! Με σπασμένο ηθικό, αποχαυνώνονται και, ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση, δε θα είναι στη συνέχεια παρά «κατεστραμμένες ιδιοφυίες».
Σαν κεντρική ιδέα μιας ζωής, κι όμως δεν είναι παρά μια πατρική σημείωση- προφητεία και πρόβλεψη σε ένα κομμάτι χαρτί. Και ω του θαύματος: «Το σύμπαν περιορίστηκε τότε σ’ εκείνο το χαρτί μπροστά στα μάτια του, σ’ εκείνο το γράμμα που του είχε στείλει ο πατέρας του, για τα δέκατα έκτα γενέθλιά του, στο οικοτροφείο όπου διέμενε. Όλη του η ζωή ήταν συνοψισμένη σε κείνη τη σελίδα, όλα όσα του είχαν συμβεί ήταν γραμμένα εκεί με απελπιστική οξυδέρκεια’ σε σημείο να αναρωτιέται μήπως η ζωή του συνίστατο απλώς και μόνο στην πραγματοποίηση όσων ήταν γραμμένα εκεί, να αναρωτιέται ποια ελευθερία είχε στη διάθεσή του για να φτιάξει τη ζωή του».
Και φυσικά ο Χανς Σίνγκερ, ένας εκ των δυο κεντρικών ηρώων, ίσως και ο σημαντικότερος, μια φιγούρα που ο συγγραφέας εμπνεύστηκε από τον Γερμανό μαθηματικό Γκέοργκ Κάντορ, τον πατέρα της «Θεωρίας των συνόλων», δεν είναι τυχαίος.
Ο Ντενί Γκετζ, ο συγγραφέας που έφερε τα Μαθηματικά στην καθημερινότητα και εισήγαγε την ποίηση και την μαγεία τους με τρόπο καταλυτικό στην ανθρώπινη μοίρα, για ακόμα μια φορά, μιλώντας για τις ζωές μας, και πάλι για τα μαθηματικά μας μιλά. Επί τω προκειμένω, για το άλεφ και το άπειρο (όπου άλεφ, ο πρώτος άπειρος αριθμός).
Τόπος, η Γερμανία το 1917. Κι όλα διαδραματίζονται στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών. Έξω μαίνεται ο πόλεμος, η απόλυτη φτώχεια και η σύγχυση, η πείνα.
Το μυθιστόρημα αρχίζει με την μεταφορά του Χανς Σίγκερ, μαθηματικής ιδιοφυίας, στην ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου της Λούφσταντ. Τον συνοδεύει ο πιστός αμαξάς του ΄Ερνεστ με τη Ναζαρέτ. Το έχει κάνει, εξάλλου, πολλές φορές στο παρελθόν. Αυτή τη φορά η κρίση ήρθε στο προαύλιο του πανεπιστημίου μπροστά ακριβώς από το… άγαλμά του: Ο Χανς Σίνγκερ είχε φτάσει στο σεμινάριο και είχε καθίσει στη συνηθισμένη του θέση. Δεν είχε ακούσει λέξη από την παρέμβαση ενός συναδέλφου του, αφιερωμένη ωστόσο στο αγαπημένο του θέμα τη «φύση του συνεχούς»- χάρη στο οποίο είχε κερδίσει την αναγνώριση της διεθνούς μαθηματικής κοινότητας. Είχε αναμείνει ήσυχα το τέλος, της συνεδρίας, είχε σηκωθεί, είχε βαδίσει στους διαδρόμους του πανεπιστημίου, είχε προσπεράσει το άγαλμά του χωρίς να του δώσει την παραμικρή προσοχή. Εξάλλου ήδη γνώριζε καλά πως «ένας καθηγητής που χάνει τα λογικά του, όπως λένε, είναι σαν έναν κολυμβητή που πνίγεται’ ένα πουλί που του κόβουν τα φτερά’ έναν αμαξά που του παίρνουν το άλογό του. Είναι σαν τίποτα!»
Και όμως ο καθηγητής Χανς Σίνγκερ θα ξαναγίνει κάτι, θα ξαναγίνει ο καθηγητής των Μαθηματικών, όταν στο δωμάτιο 14 της Έπαυλης των ανδρών, θα «αναγκαστεί» στην αρχή, να συγκατοικήσει με τον Ματτίας Ντιτούρ, νεαρό Γάλλο στρατιώτη, μηχανοδηγό, αναρχικό και «επιζώντα παρά τη θέλησή του».
Οι δυο εντελώς διαφορετικοί άνδρες θα λειτουργήσουν ο ένας για τον άλλον σαν γαζούλα, τελικά, θεραπευτική, θα γίνουνε φίλοι. Ο Χανς Σίνγκερ θα θελήσει επιτέλους να ξαναμιλήσει και να διδάξει και ο Ματτίας Ντιτούρ να ζήσει και να γίνει ο ιδανικός μαθητής του.
Κι έτσι μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου όπου το προστατευτικό κιγκλίδωμα του παραθύρου αποτρέπει και προστατεύει τους αυτοκτονικούς, ο Ματτίας κι ο αναγνώστης θα γνωρίσει τη άρρητη σχέση των Μαθηματικών, της Θεωρίας των συνόλων και του Απείρου, με τη ζωή μας. Επειδή, χωρίς να το ξέρει, ακόμα και ο καθαριστής το άπειρο σχεδιάζει με τη σφουγγαρίστρα στο πάτωμα.
Στα βήματα των πλατωνικών διαλόγων, το μυθιστόρημα εξελίσσεται αριστοτεχνικά θίγοντας ζητήματα που άπτονται της ζωής και της ανθρώπινης φύσης: άπειρο και αιωνιότητα, πεπερασμένο και θάνατος, επιτυχία και αποτυχία, έρωτας και απώλεια, φιλία και θυσία, χρόνος και έλλειψη η οποία ουσιαστικά οδηγεί και στη δημιουργία.
Θα γίνει ο ένας για τον άλλον «ο φίλος που δεν είχα ποτέ», επαναλαμβάνοντας το παράδοξο της μάχης, να σώζει σωζόμενος!
Με τρόπο ποιητικό κι ατμοσφαιρικό, θα διδάξει ο ένας τον άλλον. Ο Χανς θα διδάξει τον Ματτίας τη ζωή μέσα από τα μαθηματικά και ο Ματτίας στον Χανς το ταξίδι και τη διαδρομή μέσα από τις ατμομηχανές.
Το φινάλε, λυτρωτικό, σχεδόν σωτηριολογικό, θεολογικό: «Κανείς δε θα μας διώξει από τον παράδεισο που δημιούργησε ο Κάντορ για μας» όπως εύστοχα διατύπωσε ο Ντάβιντ Χίλμπερτ. Και ας μην ξεχνάμε ότι ο Χανς Σίνγκερ είναι ο Γκέοργκ Κάντορ.
Ατμόσφαιρα, μαγεία, η ποίηση των αριθμών και η απόλαυση των διαλόγων, χαρακτήρες τεράστιοι με όλη τη γκάμα των χρωμάτων της ανθρώπινης ψυχής, ερωτήματα υπαρξιακά, καθοριστικά με ξέφωτα σκέψης που θα διώξουν τα σκοτάδια.
«Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος», θα πει κάποια στιγμή ο Χανς και επιτρέψατέ μου κάπως έτσι και να κάνω φινάλε:
«Οι περισσότεροι μαθηματικοί προσπάθησαν μετά από μένα, χωρίς να πετύχουν τίποτε περισσότερο. Δεν ήταν, όμως, πραγματικά δικό τους το πρόβλημα. Εμένα, ήταν το πρόβλημά μου! Είμαστε άνθρωποι του ενός μόνο ερωτήματος. Ό,τι μετρούσε για μένα, όλα όσα είχαν νόημα για μένα περιέχονταν σ’ εκείνο το ερώτημα. Είχα ταυτιστεί μαζί του. Αφορούσε στα μαθηματικά αντικείμενα που είχα δημιουργήσει εγώ ο ίδιος. Και ήμουν ανίκανος να διατυπώσω βασικά πράγματα γι’ αυτά».
Όπως και να ‘χει, είχαν αξιωθεί κι οι δυο να δουν «μόνο ένα ψίχουλο του κόσμου».
Κατατοπιστικός και γοητευτικός ο πρόλογος του Τεύκρου Α. Μιχαηλίδη.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ντενί Γκετζ είναι συγγραφέας, μαθηματικός, καθηγητής ιστορίας και επιστημονολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII, ερευνητής, καθώς και σεναριογράφος στον κινηματογράφο.
Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα με θέμα τα μαθηματικά, και είναι ιδιαίτερα γνωστός για την τεράστια επιτυχία που σημείωσε σε πολλές χώρες του κόσμου με το μυθιστόρημά του «Το Θεώρημα του παπαγάλου».
Ως σεναριογράφος έχει τιμηθεί με το βραβείο Καλύτερου Σεναρίου 1987 για την ταινία «Η τελευταία Παρασκευή του Σεπτέμβρη».
Από τις Εκδόσεις «Ψυχογιός» κυκλοφορούν επίσης με μεγάλη επιτυχία τα μυθιστορήματά του «Τα αστέρια της Βερενίκης» και
«Μηδέν».
Ο Ντενί Γκέτζ πέθανε το Σάββατο στις 24 του μηνός, σε ηλικία 69 χρονών.

26/4/10

“το στυλ, όπως και η ποπλίνα, κρύβουν πολύ συχνά κάποιο έκζεμα”

“Η ΠΤΩΣΗ” του Αλμπέρ Καμύ. Μετάφραση: Νίκη Καρακίτσου- Ντουζέ, Μαρία Κασαπάλογλου- Ρομπλέν. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 124, € 15

“Όταν δεν έχεις χαρακτήρα, θα πρέπει τουλάχιστον να υιοθετείς μια μέθοδο”, ισχυρίζεται ο Ζαν- Μπατίστ Κλαμάνς, ήρωας της “Πτώσης” του Καμύ αλλά και ο ήρωας της δικής μας εποχής.
Ο Αλμπέρ Καμύ με την “Πτώση” που έγραψε το 1956 στο Αλγέρι, μετά τον “Ξένο” και την “Πανούκλα” ολοκλήρωσε την τριλογία που τον έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο και του χαρίζει το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1957. Υποκύπτοντας σε έναν παράλογο θάνατο τρία χρόνια αργότερα, σφραγίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο το φιλοσοφικό έργο του και με την ίδια του τη ζωή.
“Τίποτα δεν είναι πιο συγκλονιστικό από το θάνατο ενός παιδιού, και τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα”, συνήθιζε να λέει στους φίλους του, μη μπορώντας να διανοηθεί ότι θα του συμβεί στη ζωή.
Στην “Πτώση” ο δικηγόρος Ζαν- Μπατίστ Κλαμάνς, κατορθώνει πάντα να επιπλέει, να είναι μέσα στα πράγματα, ψύχραιμος, γενναιόδωρος και να έχει δίκιο, επιλέγοντας πάντα να στέκεται από την καλή πλευρά της ζωής. Έως τη μέρα που μια γυναίκα θα πνιγεί μπροστά στα αδιάφορα μάτια του στα μαύρα νερά του Σηκουάνα και παρ' ό,τι δεν θα κουνήσει ούτε το δαχτυλάκι του για να σωθεί, από τον ειρωνικό κι απελπισμένο μονόλογό του ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι αυτό του έχει διαβρώσει ολόκληρη τη ζωή. Τα ίχνη αυτής της διάβρωσης τα αντιλαμβάνεται κανείς εξ' αρχής: “Δεν περνώ ποτέ γέφυρα τη νύχτα. Το 'χω κάνει τάμα. Ας υποθέσουμε ότι κάποιος πέφτει το νερό. Μπορείτε να κάνετε ένα από τα δυο: ή βουτάτε κι εσείς για να τον ανασύρετε και, με τέτοιο κρύο, κινδυνεύετε να πάθετε τα χειρότερα, ή τον εγκαταλείπετε στην τύχη του και, τότε η βουτιά που θα δεν κάνετε σας προκαλεί πότε πότε ανεξήγητους πόνους”. Διότι αρκεί να περάσει κανείς από γέφυρα μια φορά.
Ένα αφηγηματικό αριστούργημα ειρωνείας και ύφους, υπαρξιακής οδύνης και μοναξιάς, όπου ο άνθρωπος εξ αρχής Σίσυφος, δέσμιος του νωθρού χαρακτήρα του και της αλάνθαστης όλο στυλ μεθόδου ζωής, αντιλαμβάνεται πως τελικά η ζωή και η ανθρώπινη ψυχή είναι πέρα απ' το στυλ, ένας καθρέφτης που αποφεύγουμε ή αντικρίζουμε ανάποδα αλλά στο τέλος, η ήττα θα ΄ρθει, δεν γίνεται να αποφευχθεί.
Ένας φιλοσοφικός μονόλογος από έναν αντιήρωα που δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να απεχθάνεται τελικά ή να λυπηθεί. Πολλά απ' τα στοιχεία – συμπτώματα εξάλλου είναι ίδια, ειδικά σε αυτή εδώ την εποχή. Και ας αποδεχθούμε επιτέλους ότι ενίοτε “το στυλ, όπως και η ποπλίνα, κρύβουν πολύ συχνά κάποιο έκζεμα”. Και η σκέψη ότι στο κάτω κάτω “ούτε κι αυτοί που μπερδεύουν τα λόγια τους είναι άδολοι”, ας μην μας παρηγορεί.
Ένα βιβλίο- ευαγγέλιο θα μπορούσε να πει κανείς, για πτωτικούς ανθρώπους και για μια πτωτική εποχή.

ΥΓ. Αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους διαθέτουν και τα δυο, ήτοι ποπλίνα και έκζεμα. Θα μου πείτε και ποιος δεν διαθέτει, σε μια εποχή που το “είναι” δεν υπάρχει παρά ως “φαίνεσθαι”, όλα αντικατοπτρισμός, φενάκη, φούσκα χρηματιστηριακή ρε παιδί μου πως να το πω, στυλ. Διότι “η αισθητική (που) είναι ηθική”, είναι άλλο. Και ας μη μπερδευόμαστε (αρκετά μπερδευτήκαμε για να αθωώσουμε και αλληλολιβανίσουμε εαυτούς). Άλλο “Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες” και άλλο “ο άνθρωπος δίχως πρόσωπο”, ο διαθέτων μόνο... ποπλίνα, ούτε καν στυλ. Ουφ! Μπερδεύτηκα! (σιγά μη μπερδεύτηκα! Μόνο για μια τοσοδά στιγμή). Αμέσως επανέρχεται ο καθείς στην... ποπλίνα του.

23/4/10

"Φυλάσσοντας" την "Κοιλάδα των Σπαθιών"

Το βιβλιοπωλείο Έναστρον
και οι EKΔOΣEIΣ ΠATAKH
σας προσκαλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου
του Πασχάλη Λαμπαρδή

Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου

το Σάββατο 24 Απριλίου στις 8 το βράδυ
Για το βιβλίο και τον συγγραφέα
θα μιλήσει η Ελένη Γκίκα


ΥΓ. Τον Πασχάλη τον συναντώ σπάνια, αλλ' η φιλία μας αντέχει στον χρόνο. Είναι απ' εκείνα τα πλάσματα που γράφοντας δεν επιδιώκουν και δεν αποδεικνύουν τίποτε, δεν προσποιείται κανέναν. Αναζητά τις ρίζες του, τη βαριά σκιά του, τους γρίφους του και γράφοντας γίνεται ευτυχισμένος. Από τους συγγραφείς αλλά και εκείνους τους φίλους που, όσο περνούν τα χρόνια, όλο και λιγοστεύουν. Εύκολο είναι θαρρείς ν' αγαπάς και να εκτιμάς σήμερα?


"ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ" του Πασχάλη Λαμπαρδή, Εκδ. "Πατάκη", σελ. 536, τιμή: 19.90 ευρώ.

"Ο κόσμος υπάρχει για να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο". Με αυτή τη φράση του Μαλαρμέ ως μότο, ο Πασχάλης Λαμπαρδής έως τώρα αυτό ακριβώς προσπαθεί: να χωρέσει τον κόσμο μέσα σ’ ένα βιβλίο. Ή μάλλον μέσα από ένα βιβλίο αυτόν τον κόσμο να τον αντιληφθεί.
Η πρώτη του ανιχνευτική προσπάθεια, περισσότερο προσωπική, πιο βιωματική. "Υπόθεση ζωής" λεγόταν ένα ενδιαφέρον και ιδιόρρυθμο βιβλίο που κυκλοφόρησε στον Βορρά το 1997 και αποτελούσε μια σχεδόν εξομολογητική περιήγηση στον αθέατο κόσμο. Όταν λύθηκαν – τρόπον τινά- τα άμεσα και φλέγοντα προσωπικά ερωτηματικά, η αναζήτηση (και πάλι) της ταυτότητας δημιούργησαν τον "Ταξιδευτή του Βοσπόρου". Βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις "Ιωλκός" και αποτελεί την αρχή μιας τριλογίας.. Το καινούργιο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη και με μεγάλη εμπορική επιτυχία μάλιστα, έχει τον τίτλο: <Οι φύλακες της Ανατολίας".
Μιλώντας πρωτοπρόσωπα στον πρόλογό του και αποκαλύπτοντας την όποια προσωπική εμπλοκή, εξηγεί ο ίδιος ο Πασχάλης Λαμπαρδής το πρωταρχικό κίνητρο, την γενεσιουργό ιδέα:
"Ένα λαικό ποίημα του 19ου αιώνα, αγνώστου ποιητή, αφιερωμένο στον Σουλειμάν αγά ή με το χριστιανικό όνομα Γεώργιο, ήταν το κίνητρο που με ώθησε να γράψω αυτό το βιβλίο. Το τριάντα δύο στίχων ποίημα υμνεί τη ζωή του και μιλάει για τα κατορθώματά του. Περισώθηκε από τον Κρωμναίο Σπυρίδωνα Φουντόπουλο.
Γνώριζα για την πολυσχιδή ύπαρξη των κρυφοχριστιανών και για τη μυθιστορηματική ζωή τους. Κατά καιρούς, τους συναντούσα σε πολλά μέρη της Μικράς Ασίας. Ωσπου μια σειρά γεγονότων με έφερε αντιμέτωπο με το συναρπαστικό ζήτημα αυτής της ελληνικής κληρονομιάς, που μοιάζει να είναι χαμένη και παραδομένη στη λήθη της ιστορίας".
Ο συγγραφέας, τελικά, εμπνέεται από την μυθική σχεδόν προσωπικότητα του Σουλειμάν Αγά (Γεώργίου Ερυθριάδη, όπως ήταν το χριστιανικό του όνομα) και επιχειρεί ένα εσωτερικό κι ένα κανονικό πια ταξίδι. Στον χώρο της εγγύς Ανατολής απ’ όπου και έλκει την καταγωγή του, σ’ εκείνο το χαμένο κομμάτι ελληνισμού που κάπου χάνεται πια στον χάρτη. Αλλά παραμένει στο DNA μας αλώβητο και μας μαγνητίζει.
Μυθιστορηματικό του όχημα, ένα χαμένο χειρόγραφο του 19ου αιώνα, όπου δύο λόγιοι Ελληνες της εποχής εξιστορούν την παραμυθένια πορεία μιας μεγάλης οικογένειας Ελλήνων της Ανατολίας. Διαδρομές όπως από την Κρώμνη ως τη Βαγδάτη, από την Οδησσό ως τον Καύκασο, κι απ’ την Κωνσταντινούπολη μέχρι την Αθήνα που ακολούθησε και μια και δυο και πολλές φορές, τον οδηγούν μέσα και έξω από το μυθιστόρημα στα χαμένα ίχνη.
Το αποτέλεσμα, ένα ιστορικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί με μεγάλο σασπένς, ένα κομμάτι άγνωστο ελληνικής ιστορίας. Η προφορική μας παράδοση που διατηρεί και τον μύθο των Ελλήνων της Ανατολίας ολοζώντανο ως τις μέρες μας. Η ανθρώπινη περιπέτεια που οδήγησε κατ’ ανάγκη πολλούς να είναι ταυτόχρονα ο εαυτός τους και η μάσκα. Οι κρυφοχριστιανοί που συνέχισαν μετά από τόσους διωγμούς "να ζουν στα βάθη της Μικράς Ασίας παραμένοντας Φύλακες της ελληνικής κληρονομιάς".
Στα επί μέρους, προσωπικές ιστορίες και διλήμματα, συναντήσεις μοιραίες, όνειρα, απογοητεύσεις και ανατροπές, ιστορίες παρασυρμένες από την Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο.
Το βιβλίο συμπληρώνεται από βιβλιογραφία μεγάλη και κατατοπιστική, χάρτη περιοχής και οικογενειακό δέντρο σαφές για αυτή την ιστορικά μυθιστορηματική σάγκα.
Με αφήγηση που θυμίζει παλιούς παραμυθάδες, ατμόσφαιρα που ζωντανεύει έναν ολόκληρο κόσμο και μια μυθική εποχή ο Πασχάλης Λαμπαρδής κατορθώνει να αποδώσει όλο του το μεγαλείο, τη γοητεία και το μυστήριο σε ένα ξεχασμένο κεφάλαιο μιας Ιστορίας που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο απολύτως μας αφορά. Πατώντας ταυτόχρονα στον ρεαλισμό, ήτοι, την Ιστορία, και στην μυθοπλασία. Στη γη αλλά και στα ουράνια. Στα ορατά κι στα αόρατα, κάποια στιγμή απολύτως ορατά και από τα ανθρώπινα. Μια ιστορία με όλη την απεραντοσύνη της γης και της ψυχής. Για μια ξεχασμένη Ανατολή που έχει αφήσει γεύση και αφή και παραμύθι και ρυθμό και όραμα.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε στις Σέρρες και έλκει την καταγωγή του από την καθ’ ημάς Ανατολή.
"Οι φύλακες της Ανατολίας" (Εκδ. Πατάκη), μυθιστόρημα, είναι το τρίτο του έργο.
Εχουν προηγηθεί τα βιβλία:
"Υπόθεση ζωής" (Εκδ. Μαλλιάρης, 1997) και
"Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου" (Εκδ. Ιωλκός, 2002 και Πατάκη, 2010)
Ακολούθησε "Η Κοιλάδα των σπαθιών", (Πατάκη, 2009)

20/4/10

Ο κύκλος της ζωής σε πέντε μήνες

Την γνώρισα στο κομμωτήριο πριν από τρεις μήνες, η μαμά της, απ' ότι θυμάμαι, συμμαθήτρια της ξαδέλφης μου. Είχε έρθει να δοκιμάσει χτενίσματα για τον γάμο της. Ψηλή, λεπτή, απλή, νεραιδένια. “Όλα σου πάνε, αλλά μ' αρέσουν τα μαζεμένα μαλλιά”, της είπα όταν με ρώτησε.”Ξέρετε, απ' τα παράθυρά μου βλέπω τα φωτισμένα δικά σας. Πολλά βιβλία”, “Κατερίνα σε είπαμε; Ε λοιπόν Κατερίνα τώρα που το ξέρω απ' τα παράθυρά μας θα βλεπόμαστε”.
Με τα τρεχάματα, σπανίως θυμήθηκα αυτούς τους μήνες τα φωτισμένα παράθυρα της Κατερίνας.
Και τώρα που τα αντίκρισα, ήταν κλειστά και σκοτεινά.
Προτού ανέβω, χαράματα γυρνούσα απ' το Μαρόκο μέσω Ρώμης και μόλις πρόλαβα, αφού είχε κλείσει το αεροδρόμιο της Μπολόνια, με σταμάτησε η μάνα μου στη σκάλα. “Να σου το πω, μη ξαφνιαστείς που θα το μάθεις κι ας πονέσεις, αλλά να μη σου ΄ρθει ξαφνικό”.
Θυμήθηκα το όνειρο πριν φύγω με ένα νυφικό παράταιρο, εκείνο το παλιό που κόντυνε κι εγώ να τους φωνάζω “δεν το θέλω”. Πήγα να φοβηθώ, αρρώστια η νύφη λένε, ή θάνατος, αλλά μπα, το Μαρόκο ήταν όνειρο χρόνων κι ο φόβος μαζί με τη ζήλια, ό,τι συχαίνομαι. Θα πήγαινα να βρω – ζωντανή ή νεκρή – τ' αχνάρια των Μπόουλς. Το Τσάι στη Σαχάρα, ό,τι και να γινότανε, θα το 'πινα. Ε το 'πια, και ήρθε η ώρα τώρα να καταπιώ και το παράλογο.
Εικοσιεφτά χρονών ο άντρας της Κατερίνας, συμφοιτητής της και κεραυνοβόλος έρωτας. Το Σάββατο το απόγευμα ως γεωπόνος είχε υποσχεθεί στον Θανάση να του μπολιάσει δέντρο. “Δυο βήματα, πάρε τη μηχανή” του είπε η Κατερίνα και την άκουσε. Επέστρεφε. Δυο τετράγωνα πιο πέρα από το σπίτι του, το σπίτι μου. Στη διασταύρωση της Παναγίας όπου βαφτίστηκα. Εκείνος που παραβίασε το στοπ, ένας καλότατος, ήσυχος άνθρωπος, δεν έτρεχε. Χάρηκε που τον είδε όρθιο. Η μηχανή κομμένη στα δυο. “Είμαι καλά, μόνο πονάω. Μην πείτε τίποτα στην Κατερίνα, είναι έγκυος”.
Επτά μηνών, μου είπαν. Εκείνος, έφυγε στο δρόμο. Είπαν, εσωτερική αιμορραγία.
Η μάνα του ζήτησε να τον επιστρέψουν στη Λευκάδα, σήμερα. Θεού θέλοντος, η Κατερίνα θα γεννήσει το μωρό τους σε δυο μήνες.
Ο κύκλος της ζωής μέσα σ' ένα πεντάμηνο: έρωτας- γάμος, θάνατος, γέννηση. Σαν ιστορία των Μπόουλς. Σελίδες απ' το “Σκορπιός και άλλα διηγήματα”, σε χρώμα άλικο, του Μαρακές, με την παραφροσύνη και το μοιραίο της Ταγγέρης. “Άλλη νύφη, αλλά πόνεσες”, εξήγησε η μάνα μου το όνειρο. Κι απ' ό,τι έμαθα η Κατερίνα τότε μ' άκουσε. Μάζεψε τα μαλλιά της κι ήταν τόσο ευτυχισμένη κι όμορφη, Θεέ μου...

Μαρόκο, άλλη μέρα. Να καταλάβω πρώτα, να συνέλθω κάπως, γρήγορα που περνά η ζωή, ούτε και γίνεται τελικά να καταλάβεις.

9/4/10

Όλη η ζωή, αποτυχημένη προσπάθεια να μιμηθούμε τη φύση που νομοτελειακά αλέθει στον μύλο της καθετί που έχει πλάσει νωρίτερα...

“ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ” του W.G. Sebald. Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 340, € 21
“Σε έναν κόκκο άμμου, πιασμένο στο στρίφωμα ενός χειμερινού φορέματος της Εμμά Μποβαρύ, είπε η Τζάνιν, ο Φλωμπέρ είχε αντικρίσει ολόκληρη τη Σαχάρα, και κάθε μόριο σκόνης ζύγιζε για τον ίδιο όσο η οροσειρά το 'Άτλαντα”. Γράφει ο Ζέμπαλντ και στους “Δακτύλιους του Κρόνου” ακριβώς το ίδιο ηθελημένα ή αθέλητα, υπηρετεί.
“Μακρά οδοιπορία στην Αγγλία” ο υπότιτλος. Και στις σελίδες του, η επί αποδείξει διαπίστωση ότι όλα είναι δρόμος και τα πάντα ρει. Ξεκινώντας, καθόλου τυχαία, την ιστορία του από το τέλος, στο νοσοκομείο τον Αύγουστο του 1992, ανασυνθέτει τον κόσμο από την φθορά και παρακμή. Ξαναθυμάται ό,τι έζησε, γιατί εν τέλει και όλα είναι μνήμη. Ξαναδιαβαίνει με τα πόδια πάντοτε την κομητεία Σάφφολκ της Ανατολικής Αγγλίας, μπαινοβγαίνει σε ερειπωμένες επαύλεις, διασχίζει ανθισμένους ερεικώνες, επισκέπτεται δοξασμένες πολιτείες που βουλιάζουν ή ήδη έχουν βουλιάξει, έχουν πια ολοσχερώς ηττηθεί.
Ξαναζεί στα ερείπια την αίγλη τους. Αντικρίζει στην παρακμή την μεγίστη ακμή. Αφουγκράζεται τους αρμούς της καταστροφής όσον αφορά τα ίδια τα ανθρώπινα αλλά και αυτή την εν πολλοίς ακατανόητη Ιστορία, διασώσει ιστορικά παράδοξα, καθημερινά θαύματα, μικρές αλλά αρχετυπικές ζωές.
Απ' τις σελίδες του, παρελαύνουν η ζωή και τα ταξίδια του Κόνραντ, ο άτυχος έρωτας του Σατωμπριάν, Το μάθημα ανατομίας στην πραγματικότητα και στο έργο του Ρέμπραντ, η ιστορία της μεταξουργίας και η εμπλοκή του Τρίτου Ράιχ σ' αυτήν.
Τολμά ν' αγγίξει τα πάντα, την μετενσάρκωση κατά ιατρόν Μπράουν, τη γερμανική αμνησία μπροστά στην καταστροφή, την κατά Ντεκάρτ “ιστορία της υποταγής”, την ανθρώπινη μηδαμινότητα μπροστά στην απεραντοσύνη του κόσμου...
Μέσα από ένα έργο που είναι πέρα από τα δεδομένα και συνήθη, είναι πολλά: αυτοβιογραφία και οδοιπορικό, ημερολογιακές σελίδες ταξιδίου, φιλοσοφικό και ταξιδιωτικό δοκίμιο, δοκίμιο περί της καταστροφής.
Εξάλλου το συνηθίζει αυτό το ανθρώπινο είδος, κι αναζητώντας τις ρίζες της ανθρώπινης εξουσίας κι αλαζονείας, διαπιστώνει ο Ζέμπαλντ πως “όσο πιο φανταχτερά είναι τα μέσα που ίδια χρησιμοποιεί προς επίδειξη, τόσο περισσότερο κυριεύεται από την αγωνία μην τυχόν και απολέσει την παντοκρατορία που έχει συγκεντρώσει στα χέρια της με τόσο καταστροφικό μόχθο, σε μιαν αποτυχημένη προσπάθεια να μιμηθεί τη φύση που νομοτελειακά αλέθει στον μύλο της καθετί που έχει πλάσει νωρίτερα”.
Εκλεκτικές συγγένειες, ζωές παράλληλες, η ρίζα της σύμπτωσης, μοιραίες διαδρομές, ανθρώπινα και ιστορικά παράδοξα, αλλόκοτες κι απρόσμενες καταστροφές, ξετυλίγονται στα έκπληκτα μάτια μας που για κλάσματα χρόνου κατανοούν. Για να χαθούν κατόπιν στο ανθρώπινο πεπερασμένο που προστατεύει απ' την ύβρη αλλά οδηγεί αναπόφευκτα στην απώλεια και τη φθορά.
Καθ' ότι όπως έλεγε ο Μπράουν “κάθε γνώση περιβάλλεται από αδιαπέραστο σκοτάδι”. Κι εμείς, μονάχα τόσοι, “Δεν αντιλαμβανόμαστε παρά τις ξαφνικές λάμψεις στην άβυσσο της άγνοιας, στο οικοδόμημα του κόσμου που κλονίζεται από βαθείς ίσκιους”.
Κάπως έτσι, και με τρόπο ολότελα προσωπικό ο Ζέμπαλντ κατορθώνει βαδίζοντας από ίσκιο σε ίσκιο να κάνει τη λάμψη του κόσμου να ανατείλει ξανά. Εξάλλου όλα καταστρέφονται από την ώρα ακριβώς που δημιουργούνται και όλα αφότου υπήρξαν, ακόμα και αν πεθάνουν και καταστραφούν που, και θα πεθάνουν και θα καταστραφούν, δεν γίνεται παρά να γεννιούνται αενάως. Ξανά και ξανά και ξανά...
Ένα βιβλίο που εύχεσαι ποτέ να μην τελειώσεις, μαγεία και λύση του γρίφου μαζί, για όσο διαρκεί. Η Σαχάρα σε κάθε γράμμα, σε κάθε λέξη, η ανθρώπινη φύση, σαν την ίδια την Φύση, αυτοκαταστροφική, για να μπορέσει πεθαίνοντας και να ξαναγεννηθεί...

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο W.G. SEBALD γεννήθηκε στις 18 Μαΐου του 1944 στο Βέρταχ του Άλλγκοϋ, στη νοτιοδυτική Βαυαρία. Ο πατέρας του υπηρέτησε στον χιτλερικό στρατό, διετέλεσε υπό γαλλική αιχμαλωσία, ενώ στη δεκαετία του '50 κατατάχτηκε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, απ' όπου αποστρατεύτηκε το 1971 με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη.
To 1948 η οικογένεια μετακόμισε στην κοντινή κωμόπολη Ζόντχοφεν. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο του Όμπερσντορφ, το 1963, ο νεαρός Μάξ -όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν- σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Φράιμπουργκ. Φοίτησε, επίσης, στο Πανεπιστήμιο της πόλης Φριμπούρ, στη γαλλόφωνη Ελβετία, και στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, απ' όπου αποφοίτησε το 1968 με τη διπλωματική του πάνω στο έργο του Carl Sternheim (1878-1942). Από το 1966 έως το 1968 υπήρξε επιμελητής στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, δραστηριότητα την όποια διέκοψε προσωρινά για έναν χρόνο, όταν αποδέχτηκε την πρόταση να διδάξει Γερμανικά σε ελβετικό οικοτροφείο. Από το 1970 εγκαταστάθηκε στο Νόριτς της Ανατολικής Αγγλίας, διδάσκοντας σύγχρονη γερμανική λογοτεχνία στο εκεί Πανεπιστήμιο. Το 1973 κατέθεσε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο Ο μύθος της καταστροφής στο έργο του Ντεμπλίν. To 1986, με την εργασία του Η περιγραφή της καταστροφής : Η αυστριακή λογοτεχνία από τον Στίφτερ στον Χάντκε, αναγορεύτηκε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου. Το 1988 ανέλαβε την έδρα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας, ενώ το 1989 ίδρυσε το Βρετανικό Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας βρήκε τραγικό θάνατο στις 14 Δεκεμβρίου 2001, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό.
Ήδη, προτού γίνει γνωστός στο γερμανικό αναγνωστικό κοινό, το λογοτεχνικό του έργο είχε αποκτήσει τεράστια απήχηση στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ αξιόλογο υπήρξε και το κριτικό του έργο πάνω στη γερμανόφωνη λογοτεχνία καθώς και πάνω στο σύγχρονο γερμανικό θέατρο.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες, ενώ ο ίδιος έχει τιμηθεί με το λογοτεχνικό βραβείο του Βερολίνου (1994) και της Βρέμης (2002), το βραβείο Heinrich Boll (1997), το βραβείο Heinrich Heine (2000), κ.ά. Επίσης υπήρξε υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας (1996).
Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Εκ του φυσικού (Nach der Natur, 1988), Οι ξεριζωμένοι (Die Ausgewanderten, 1992), Οι δακτύλιοι του Κρόνου (Die Ringe des Saturn, 1998), Άουστερλιτς (2001), Campo Santo (2003), κ.ά.

YG. Τώρα ό,τι είναι δικό μου μάλλον στην κοιλάδα της Ουρίκα και στην Ταγγέρη θα το βρω, αν δεν, ε τί να κάνω, ατύχησα, θα αρκεστώ στους Μπόουλς. Η Καζαμπλάνκα? Μπα, στην ταινία μόνον, μάλλον με περιμένει μια μαύρη απογοήτευση εκεί. Αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς. Να δω και τι βλακείες έγραφα κάποτε για το Μαρακές χωρίς να το γνωρίζω... Αλλά για να δεις εκείνο που βρίσκεται κάτω απ' τη μύτη σου, ούτε λόγος, θα πρέπει να απομακρυνθείς.
Και στο φινάλε, δεν είμαστε και το κέντρο του κόσμου, ούτε καν του κόσμου μας.

6/4/10

Κλωστή που μπορεί να οδηγήσει στο νόημα...

“Γιατί αυτή η επιθυμία; Γιατί η ζωή πίσω από το παραβάν; Μήπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απολαύσει και πρέπει να ζω μέσα από τις επιθυμίες των άλλων κλέβοντάς τους;”

“ΕΥΑ” της Έρσης Σωτηροπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 216. € 14.50
Μοναξιά, η ζωή πίσω από το παραβάν και μονίμως αναζητώντας “το ηφαίστειο κάτω από το παγόβουνο”, η Έρση Σωτηροπούλου, μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς της εποχής μας, επιχειρεί και επιτυγχάνει να κοιτάξει την εποχή πέρα από τα φαινόμενα, τον χρόνο, έξω από τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τη γυναίκα πίσω από τους ρόλους και τα προσωπεία, το ζευγάρι πέρα από τα συμβατικά χαμόγελα, την ανθρώπινη μοναξιά ως αναπόδραστο της ύπαρξης. Στην ολοκαίνουργια (αλλά ταυτοχρόνως και τόσο παλιά, με αυτό το αρχετυπικό όνομα) “Εύα”.
Όλα αρχίζουν μέσα στη λάμψη της γιορτής, ρεβεγιόν, σ' ένα μπαρ όπου όλοι είναι ο ρόλος. Η ηρωίδα της, επιλέγει για να επιστρέψει στο σπίτι της μια άλλη διαδρομή, μετά από ένα αλλόκοτο βράδυ. Επιχειρεί να διασχίσει μια Αθήνα που κρατάμε κρυφή, με κλέφτες, σκουπίδια, μπορντέλα. Εκεί, θα συναντήσει έναν κλέφτη, τον Έντι, και μέσα από την δική του διαδρομή, θα κάνει ως μελλοθάνατη και την δική της και πάλι. Από το απώτερο παρελθόν, όταν ήλπιζε κάπως και το πρώτο ταξίδι:
“Αυτό ήταν το ταξίδι του μέλιτος. Είχε πάει στη Βενετία με δυο αναφορές στο μυαλό της. Το βιβλίο του Μακ Γιούαν “Ξένοι στη Βενετία” και το “Μετά τα μεσάνυχτα”, μια ταινία με την Τζούλι Κρίστι και τον Ντόναλντ Σάδερλαντ. Ειδικά την ταινία, γιατί οι ερωτικές σκηνές ήταν τόσο δυνατές, τις θυμόταν τόσο έντονα που καμιά φορά νόμιζε ότι τις είχε ζήσει η ίδια: μια πόλη βυθισμένη στην ομίχλη, η γεύση μιας απειλής που πλησιάζει κι αυτοί οι δυο, ο Σάδερλαντ με την Τζούλι Κρίστι, γυμνοί στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους να κάνουν έρωτα σαν να ήταν η μοναδική σανίδα σωτηρίας. Έξω να βρέχει ασταμάτητα, ο κλοιός της απειλής να σφίγγει και τα σώματα να αγκαλιάζονται, να χωρίζουν στο βελούδινο φως, να σμίγουν πάλι. Τελικά δεν έβρεξε ούτε μια φορά, είχε καύσωνα, η μπόχα ανέβαινε από τα κανάλια. Και κάθε βράδυ στο πνιγηρό τους δωμάτιο, ο Νίκος με το σώβρακο μετρούσε τις λιρέτες για να βεβαιωθεί ότι θα φτάσουν μέχρι το τέλος του ταξιδιού”.
Μέχρι το χθεσινό τους καυγά που, την ταπεινή του αιτία μαθαίνουμε μόλις στην τελευταία σελίδα.
Στο μεταξύ, εκείνη και γύρω οι άλλοι. Στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο όπου επίσης ένας κλέφτης της κλέβει την τσάντα, του την ξαναπαίρνει. Ο πατέρας στο γηροκομείο. Οι άνθρωποι ως υπνοβάτες στο δρόμο και τώρα σε μια νύχτα γιορτής αποκαλυπτική, πίσω από το παραβάν της ήδη γνωστής πόλης, σαν αχτίδα φωτός, αλήθειες που ήταν εκεί αλλά δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ποτέ της:
“Ήμουν ήρεμος και μέσα μου κάτι καραδοκούσε. Κάτι καραδοκούσε. Μια σπίθα, μια υπόσχεση. Αδειάζοντας το δεύτερο Κοσμοπόλιταν, η Άμπυ και το πορτοφόλι του κοντού είχαν συνδυαστεί στο μυαλό μου”.
“Τίποτα δεν ήταν εντάξει. Το ήξερα. Κι όχι μόνο αυτός ο τελευταίος χρόνος. Τα πράγματα είχαν σαπίσει εδώ και καιρό. Το ήξερα από την αρχή κι έδινα παρατάσεις στον εαυτό μου”.
Ένας ξένος διάλογος και εκείνη που, τελικά, είναι οι άλλοι:
“ΡΑΜΟΝ: Θα μας πεις επιτέλους γιατί έγινες κλέφτης;
ΕΝΤΙ: Γιατί αυτή η επιθυμία; Γιατί η ζωή πίσω από το παραβάν; Μήπως δεν θεωρώ τον εαυτό μου ικανό να απολαύσει και πρέπει να ζω μέσα από τις επιθυμίες των άλλων κλέβοντάς τους; Κάθε ερώτηση οδηγεί σε μια άλλη, και η άλλη σε άλλη, σ' έναν κυκεώνα ερωτηματικών...”
Διότι και η δική της ζωή, μια ζωή, πίσω από το παραβάν, σαν τον Έντι:
“ΕΝΤΙ: Δεν καταλαβαίνεις, το παραβάν είχε συμβολική σημασία. Γιατί εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι είχα περάσει όλη τη ζωή μου πίσω από ένα παραβάν. Κρυφοκοιτάζοντας τι κάνουν οι άλλοι, καραδοκώντας την κατάλληλη ευκαιρία. Γιατί έγινα κλέφτης; ρώτησα τον εαυτό μου. Γιατί; Γιατί; Θυμήθηκα την εποχή που ήμουν παπαδάκι, την πρώτη φορά που έκλεψα το παγκάρι. Οι γλυκές ψαλμωδίες στο βάθος. Αυτή η έξαψη, η συγκίνηση. Και θα σας πω και κάτι άλλο, οι πρώτες κλοπές, οι πρώτες απόπειρες να σουφρώσω κάτι, ψιλοπράγματα δηλαδή, συμπίπτουν στην περίπτωσή μου με τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Πώς το εξηγείτε αυτό; Γιατί πρέπει να υπάρχει κάποια εξήγηση...”
Η εξήγηση που επιθυμούν διακαώς και οι δυο, που και οι δυο υποθέτουν ότι ενδεχομένως και να κατέχει ο άλλος:
“ΕΝΤΙ: Μια πολύ λεπτή κλωστή. Λεπτή σαν τρίχα, σαν αχτίδα φεγγαριού. Εύθραυστη, αόρατη, μυγιάγγιχτη. Ξέρετε πόσες φορές παρουσιάζεται αυτή η ευκαιρία σ' έναν άνθρωπο; Η ευκαιρία ν' αρπάξει αυτή τη κλωστή, να την ακολουθήσει με ευλάβεια για να καταλάβει επιτέλους τι συμβαίνει; Πόσες; Δυο τρεις φορές το πολύ. Σε μερικούς καθόλου. Η κλωστή μπορεί να οδηγήσει στο νόημα της ζωής. Να απαντήσει στο κορυφαίο ερώτημα: γιατί βρίσκομαι εδώ και τι θέλουν αυτοί γύρω μου;
Τι κάνουμε εδώ; Και τι θέλουν αυτοί από μας; Και μονομιάς, χάρη στην κλωστή, μπορείς να τα δεις όλα να εξηγούνται μέσα στο άπλετο φως. Αν και δεν πρόκειται για φως αλλά για σκοτάδι πήχτρα! Ακολουθείς την κλωστή κι είναι σα να μπαίνεις σε τούνελ, σε αλλεπάλληλα στρώματα σκοταδιού. Κάθε σκοτάδι πιο αβυσσαλέο απ' το προηγούμενο”.
Η Έρση Σωτηροπούλου στην καλύτερή της συγγραφική στιγμή όπου με ειρωνεία και αυτοσαρκασμό, με μαύρο χιούμορ και κρυφό σπαραγμό, κοιτάζει κατάματα τη γυναικεία μοίρα. Την ανθρώπινη μοίρα, του άλλου, του διαφορετικού, του μοναχικού και του κρυμμένου προσώπου της πόλης. Ξεκινώντας από το προσωπείο της γιορτής, φτάνει ως τον πάτο, για την ελάχιστη έστω εκείνη αχτίδα. Βαδίζοντας ζιγκ ζαγκ όπως γνωρίζει καλά. Υπονοώντας τα πιο πολλά, και κλείνοντας το μάτι σε ό,τι σκοτεινιάζει αυτόματα πριν να το καλοδούμε.
Ένα άγριο, σύγχρονο, φιλοσοφικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα που είναι και η ζωή μιας γυναίκας, ενός κλέφτη, τα δυο πρόσωπα της αυτής πόλης. Οι δυο όψεις του παραβάν. Ζωή, ούτως ή άλλως, κλεμμένη.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το βιβλίο της "Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές", τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού "Διαβάζω".
Έγραψε:
«Μήλο + Θάνατος +…+…» (Εκδ. «Πλέθρον», 1980)
«Διακοπές χωρίς πτώμα» (Εκδ. «Ακμων», 1980, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997)
«Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα» (Εκδ. «Νεφέλη», 1982, Εκδ. «Κέδρος», 2001)
«Η Φάρσα» (Εκδ. «Κέδρος», 1982)
«Μεξικό» (Εκδ. «Κέδρος», 1988)
«Χοιροκάμηλος» (Εκδ. «Κέδρος», 1992)
«Ο βασιλιάς του Φλίπερ> (Εκδ. «Καστανιώτη», 1998)
«Ζιγκ- Ζαγκ στις νερατζιές» (Εκδ. «Κέδρος», 1999)
«Ο ζεστός κύκλος» (Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2000)
«Δαμάζοντας το κτήνος» (Εκδ. «Κέδρος», 2003)
«Αχτίδα στο σκοτάδι» (Εκδ. «Κέδρος», 2005)
“Εύα” (Εκδ. “Πατάκη”, 2009)

1/4/10

Αγαπάμε, γιατί δεν μπορούμε να μην αγαπάμε

“Ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός που εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής”,

“ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ Ο ΘΕΟΣ” του Νικολάου, Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Εκδ. “Εκτυπωτική ΑΕ”, σελ. 262, € 12

“Η στιγμή του θανάτου είναι η κατ’ εξοχήν στιγμή που ορίζεται η ανθρώπινη αξία και κατανοείται η εγγύτητα του Θεού στον άνθρωπο. Για τον λόγο αυτόν και αντιμετωπίζεται με δέος, σεβασμό, αίσθηση μυστηρίου και ταπείνωση”, έγραφε μεταξύ άλλων στο βιβλίο του “Αλλήλων Μέλη”, επικαλούμενος τους υπέρλογους λόγους του γέροντος Παισίου “Αυτό που λέει η καρδιά μου είναι να πάρω το μαχαίρι, να την κόψω κομματάκια, να την μοιράσω στον κόσμο, και ύστερα να πεθάνω”.
Επειδή “Η αγάπη δεν είναι καθήκον, αλλά παροξυσμός’ δεν είναι προσφορά, αλλά αυτοπροσφορά’ δεν είναι φυσική συμπόνοια, αλλά πνευματική μετοχή’ δεν είναι ξόδεμα, αλλά επένδυση’ δεν είναι πράξη, αλλά μεταμόρφωση του είναι μας’ δεν είναι μείωση της περιουσίας, αλλά μοίρασμα’ δεν είναι κτήση, αλλά κένωση’ δεν είναι τήρηση του θεικού νόμου, αλλά υπέρβαση κάθε νόμου. Είναι οδός «καθ’ υπερβολήν»>.
Διότι “Η αγάπη δεν αποσκοπεί στο να «κερδίσουμε» τον Θεό, αλλά στο να κοινωνούμε με τον Θεό. Αγαπάμε, γιατί δεν μπορούμε να μην αγαπάμε”.
Ο Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, τον οποίο ως συγγραφέα γνωρίσαμε με το βιβλίο του “Άγιον Όρος, το υψηλότερο σημείο της γης”, όπου μας αποκάλυπτε ένα άγνωστο, ταπεινό και γεμάτο από τη θεική Παρουσία που όμως αγαπά να κρύβεται, Όρος, στο καινούργιο βιβλίο του υποδεικνύει με διακριτικότητα και ανθρώπινο πόνο για τα βάσανα του σύγχρονου ανθρώπου το πανταχού παρόν πρόσωπο του Θεού. Και ιδιαίτερα τις στιγμές αυτές που δεν φαίνεται!
Ξεκινώντας από ένα ήδη βεβαιωθέν και ιστορικό θαύμα, εκείνο της Βηθεσδά, ανατέμνει την ορθόδοξη θεολογική σημειολογία για τον χρόνο και τον τρόπο της θεικής φανέρωσης, διότι περί αυτού πρόκειται, “ο Θεός δεν είναι απών που έρχεται, αλλά είναι παρών που κρύβεται”. Γιαυτό και “πρέπει να υπάρξει μια συνεργασία της στιγμής του Θεού για την ψυχής μας και της καθαρότητος των οφθαλμών μας, για να αναγνωρίσουμε τον εμφανιζόμενο Θεό”.
Αναγνωρίζοντας ότι υπάρχει ένα κυνηγητό διαρκές του ανθρώπου με τον Θεό, διότι “ο αληθινός Θεός δεν είναι αυτός που ξοδεύεται, αυτός που εξευτελίζεται με πρόχειρες φανερώσεις κατά το θέλημα του ανθρώπου αλλά είναι αυτός που κρύβεται στις ταπεινές γωνιές και στις μυστικές στροφές της πορείας αυτής της ζωής”, αναφέρεται απλά και με σαφήνεια σε περιστατικά της θεικής παρουσίας, εκεί όπου για τα ανθρώπινα δεν υπάρχει πλέον επιστροφή. Αληθινά περιστατικά από την εποχή που ήταν στο νοσοκομείο της Βοστώνης για τα καρκινοπαθή παιδιά, αποκαλύπτει στον αναγνώστη το αληθινό νόημα του θαύματος που δεν είναι απλώς να ζήσουμε αυτή την ήδη και σίγουρα πεπερασμένη ζωή. Διότι με κάποιον τρόπο κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, αυτό είναι βέβαιον, αλλά να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το μυστήριο του πόνου κατά το οποίο ο Θεός όσο ποτέ άλλοτε είναι παρών: “Η παρουσία του Θεού είναι απόλυτη και τέλεια στις δοκιμασίες και τους πειρασμούς μας, όταν η αίσθηση της εγκατάλειψής Του είναι εντονότερη. Είναι αδύνατον να απουσιάζει ο θεός από τη σωτηρία μας!”, γράφει και αναφέρεται στην μικρή Όλγα και στον Βαλάντη, σε γονείς τεράστιους που μέσα από τον πόνο τους του έδωσαν τα μεγαλύτερα μαθήματα ζωής. Στις σελίδες του με “Το μεγάλο θαύμα που δεν αντέχουμε” και εκείνα τα “ευλογημένα γιατί”, ο πατήρ Νικόλαος απλός και φωτεινός όπως πάντα μας οδηγεί “απαλά, απαλά” “Εκ του θανάτου εις την Ζωήν”. Σε ένα σωτηριολογικό και αναστάσιμο βιβλίο με τον ανθρώπινο πόνο να μας εγγυάται το θεικό μας πρόσωπο, εκείνο το “καθ' ομοίωση”, το “μείζον” και το “περισσόν” της αγάπης. Μια επί της ουσίας “Σταυροαναστάσιμη έξοδος” όπου όλα είναι Θεός και αιώνια ζωή. Αλλά και καθημερινότητα, κι αλήθεια, η ζωή που ζούμε εμείς.
Υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς με άκρως ρεαλιστικούς τρόπους ότι “η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας είναι μυστική και πνευματική”. “Απόλυτη και τέλεια” στους πειρασμούς μας και στις δοκιμασίες και ότι “Τελικά, κόσμος δεν είναι αυτός που φαίνεται αλλά ένας άλλος που υπάρχει και που πρέπει εμείς να τον διακρίνουμε”.
Και με το βιβλίο αυτό μπορεί να το διακρίνει ο καθείς. Το θαύμα, διαρκές. Η καθαρή ματιά και καρδιά μας, για να το αξιωθεί είναι αρκετή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής.
Η ερευνητική και επιστημονική ενασχόλησή του με τον φυσικό κόσμο (Φυσική, Αστροφυσική) και τον άνθρωπο (Βιοιατρική Τεχνολογία, Βιοηθική), στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Harvard και MIT και σε νοσοκομεία της Μασαχουσέτης, και η προσωπική του αναζήτηση τον οδήγησαν στην <επιστήμη των επιστημών>, την θεολογία, την οποία σπούδασε μεν στην Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, στην Βοστώνη, “αναγνώρισε δε στα πρόσωπα των αγνώστων ασκητών, στην ζωή των απλών μοναχών και στις κρυφές γωνιές του αγιονύμου Ορους”.
Ο πόθος της βαθύτερης γνώσης της θεολογικής αλήθειας έγινε ανάγκη εγκαταβιώσεως στο πνευματικό πανεπιστήμιο και θεραπευτήριο του Αγίου Ορους, όπου παρέμεινε για δυόμισυ χρόνια στο ιερό κοινόβιο του Αγίου Παύλου.
Η επαφή του με την χάρη της αθωνικής ερήμου ανανεώνεται μέχρι σήμερα με την ευκαιριακή κάθοδό του στο… υψηλότερο σημείο της γης γι’ αυτόν, το Σιμωνοπετρίτικο κάθισμα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου>.
Εχει γράψει, μεταξύ άλλων:
“Αγιον Ορος, το υψηλότερο μέρος της γης” (Εκδ. “Καστανιώτη”,
“Ελεύθεροι από το γονιδίωμα” (Κέντρο Βιοιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας),
“Αλλήλων Μέλη” Οι μεταμοσχεύσεις στο φως της Ορθόδοξης Θεολογίας και ζωής (Κέντρο Βιοιατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας),
“Ανθρωπος μεθόριος” (Εκδ. “Εν πλω”)


Υστερόγραφο που προτάσσεται, όμως:

ΝΟΝΟΥΛΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!

“Αλλ' όμως θα σε λέω νονούλα! Νονίκα; Νονούλα και νονίκα ναι;” Σάββατο του Λαζάρου κι η λαμπάδα της Αντιγόνης, υπερπαραγωγή: τριπλές γοργόνες σε ροζ φόντο, μαγική σφαίρα με νεράιδα. Παπούτσια, όλα σε χρώμα ασημί, σαν τ' ασημένια γοβάκια της σταχτοπούτας. Φορεματάκι “ροζ και μοβ”, η Νεφέλη έχει άποψη, αν και τεσσάρων χρονών, ξέρει να επιλέγει.
Καρδούλα μοβ ροζ κι αυτή, στέκα ασημένια και ροζ καρδιά βραχιόλι. Ζακέτα λευκή μπολερό, αλλά η δική μου καρδιά σε άλικο χρώμα.
Φοράμε κι οι δυο την καρδιά.
Κρατάμε με χαρά την λαμπάδα.
Ήταν, όταν την γνώρισα έντεκα μηνών, έπαιζε μουσική έκανε ακροβατικά, με ψάρωσε με το σοβαρό βλέμμα. Δεν ήξερα και πως αγκαλιάζεις ένα τόσο μικρό παιδί, άπλωσε τα χεράκια και μ' αγκάλιασε πρώτη. Αγαπηθήκαμε με τη μία.
Τώρα ποια επέλεξε ποια... Μάλλον εκείνη εμένα.
Η σχέση μας, σπάνια, με έκανε άλλη.
Πονά τ' αυτάκι της και μου πονά η ψυχή, με έχω πιάσει να προσεύχομαι ό,τι πικρό σε μένα η ζωή να το δίνει. Να γίνει ευτυχισμένη και τυχερή.
Τα ραντεβού μας, παντού, συχνά στο ίδιο όνειρο.
Η ιδέα, δική της. Πέτυχε και το επιχειρούμε συχνά.
Τα παραμύθια, μισά- μισά. Η κόκκινη κλωστή στο δικό της χέρι. Η παρέα μας, έξω απ' τον χρόνο. Σε σύμπαν παράλληλο, χρόνο αιώνιο.
Την πρώτη λαμπάδα- λες και τον γνώριζε τον καημό μου- την έφερε αυτή. Μωρό ακόμη. “Ήθελε να σου φέρει λαμπάδα”, η μαμά της Ντανιέλα. Η Νεφέλη τότε δεκαπέντε μηνών.
Καθιερώθηκε έκτοτε. Κάθε Πάσχα την λαμπαδίτσα να μου την φέρνει η Νεφέλη. Και την δική της να την αγοράζουμε σε αυτοσχέδια γιορτή, που κρατά σχεδόν μια ολόκληρη μέρα. Μια μέρα κάθε τέτοια εποχή να εξαφανίζει έναν παμπάλαιο πόνο.
Την δική μου λαμπάδα, τ' άσπρα παπούτσια και το τσουρέκι που αντί της νονάς μου τα έφερνε κρυφά ο πατέρας. Αλλά τον είδα κι ούτε τα παπούτσια ήθελα, ούτε και το μοβ στεφάνι της λαμπάδας.
Τη νονά μου ήθελα και τώρα να ένα παιδί που με φωνάζει νονίκα, νονούλα!
Η διαπίστωση ότι αυτό ήταν που ήθελα πάντα.
Με αναστάσιμη καρδιά και αγάπη αιώνια.
Το βράδυ οι Δερβίσηδες στο Μέγαρο με τέσσερις επαναφορές, ολοκλήρωσαν την υπόσχεση του κύκλου που αρχίζει και ξαναρχίζει, επιστρέφοντας επανορθωτικά σε κάθε αρχαία πληγή- προσμονή, διότι όλα είναι εδώ κι η φύση πάντοτε ξανανθίζει....

Καλή Ανάσταση, ναι?