29/6/07

Ένας… ψυχίατρος θα μας σώσει!

Biscie b' acqua - Klimt

Το φαινόμενο: Ιρβιν Γιάλομ


Το τείχος έπεσε, η Σοβιετική Ενωση έγινε κομμάτια, η λωρίδα της Γάζας και το Κυπριακό δεσμός γόρδιος, οι μεγάλοι έρωτες πια ντεμοντέ, οι ιδεολογίες «φούσκα» στο χρηματιστήριο, ο Θεός ανέβηκε ακόμα πιο ψηλά, κι εγώ δεν αισθάνομαι καθόλου καλά τώρα τελευταία.
Να ‘ναι «τα δεδομένα της ύπαρξης» που ούτως ή άλλως όλοι κάποια στιγμή αντιμετωπίζουμε; Να ‘ναι η παράδοξη και σχιζοφρενής εποχή που μεγαλώνει τις ρωγμές εντός μας; Το αναπόφευκτο του θανάτου; Η φτηνή ανθρώπινη ζωή; Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία; Η έλλειψη νοήματος;
Ζούμε σε καταθλιπτική εποχή. Ολοι το αναγνωρίζουν. Και ο Αλμπέρτ Καμύ όταν έγραφε τον <Μύθο του Σίσυφου>, πρώτος, το είχε διαγνώσει: Ο εικοστός αιώνας είναι ο αιώνας του άγχους. Κι ο εικοστός πρώτος, θα είναι ο αιώνας της κατάθλιψης. Όλα μάταια. Τα πάντα ματαιότης, που λέει και ο Ευαγγελιστής.
Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου κανείς να απορεί για το πως εισέβαλε στη ζωή μας ο Ιρβιν Γιάλομ.
Πλάτη με πλάτη με τις συνωμοσιολογίες του Νταν Μπράουν, στα ίδια ράφια με τον ανακουφιστικό Κοέλο, στις ίδιες ευπώλητες προθήκες με τον Ιούδα που φιλά καλά, τις Μάγισσες που μας βοηθούν να κάνουμε την τύχη μας, στην ίδια συλλογιστική του «με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι».
Πρόκειται εξάλλου περί ιδιοφυούς ατόμου. Αλληγορικός σαν Χριστός, ειλικρινής και αποκαλυπτικός σαν άνθρωπος γενναίος, παντογνώστης και ελεήμων σαν Θεός, παρηγορητικός σαν την μαμά μας, καλός δάσκαλος, με αυτές τις ιστορίες διδάσκει τους φοιτητές του, και ακόμα καλύτερος συγγραφέας. Κατορθώνοντας να μετατρέψει σε γρίφο και θρίλερ την άβυσσο της ψυχής μας. Και το σημαντικότερο; Όλα δείχνουν ότι γνωρίζει καλά ο ίδιος τον μίτο. Του λαβυρίνθου που όλοι μας θα διαβούμε, το θελήσουμε ή δεν το θελήσουμε, κάποια στιγμή.
Πέντε βιβλία του, μυθιστορήματα και διηγήματα που κινούνται ανάμεσα στην ψυχανάλυση και την λογοτεχνία, μονοπωλούν τα τελευταία χρόνια την αναγνωστική αγορά. Και οι ομάδες ψυχοθεραπείας γίνονται η ψυχοθεραπεία μας, εμμονή μας και μόδα. Ακόμα και μια «ανοιχτή επιστολή του σε μια νέα γενιά ψυχοθεραπευτών και στους ασθενείς τους», που κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», μπεστ σέλλερ έγινε!
Ούτε που θα μπορούσε να το φανταστεί εκείνο το αγόρι που γεννήθηκε στην Ουώσινγκτον το 1931 από εβραίους γονείς, μετανάστες από το Κέλτς, ένα ρωσικό χωριό κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, και μεγάλωσε καταμεσής στο νέγρικο γκέτο, κατοικώντας πάνω από το μπακάλικο της οικογένειας, όταν ξέφευγε δυο φορές την εβδομάδα για να επισκεφθεί τη δημοτική βιβλιοθήκη, ότι θα ερχόταν η ώρα που τα βιβλία του θα κοσμούσαν όλες τις προθήκες και τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Λογοτεχνία, βεβαίως, ο ψυχοθεραπευτής Ίρβιν Γιάλομ άρχισε να γράφει όψιμα. Μόλις τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Κι αυτό «ως προέκταση της διδακτικής του δραστηριότητας», όπως επιμένει να υποστηρίζει. Μετέτρεπε, δηλαδή, την εμπειρία του σε λογοτεχνία αφηγούμενος, όπως και στα επιστημονικά του μαθήματα, διδακτικές ιστορίες.
Κάπως έτσι γεννήθηκε «Ο Δήμιος του έρωτα». Δέκα αληθινές ιστορίες ψυχοθεραπείας από την κλινική εμπειρία του.
«Ο Ιρβιν Γιάλομ γράφει σαν άγγελος για τους δαίμονες που μας πολιορκούν», έγραφαν οι κριτικές.
Στο μυθιστόρημα που ακολούθησε «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» ο συγγραφέας πια Γιάλομ αναζητούσε τη σχέση της φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείες. Χρησιμοποιώντας ως όχημα την απίθανη σχέση του Νίτσε με τον ψυχαναλυτή του.
«Στο ντιβάνι» που ακολούθησε, «κάθισε» ως και αυτό τον ψυχοθεραπευτή. Αποκαλύπτοντάς μας το παιχνίδι του ποντικιού με την γάτα που παίζει ο ψυχαναλυόμενος με τον αναλυτή του, αλλά και ο αναλυτής με τον ίδιο του τον εαυτό.
«Η θεραπεία του Σοπενάουερ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα αναφέρεται σε πρώτο επίπεδο, στην λυτρωτική και ιαματική διαδικασία της ομαδικής ψυχοθεραπείας. Και σε βαθύτερο και ουσιαστικότερο, στο βάσανο όλων μας. Τον μέγα φόβο της οριστικής απώλειας, δηλαδή, του θανάτου.
Ας ξεφυλλίσουμε, όμως, αυτές τις χάρτινες, ιαματικές και απολαυστικές- εν τέλει- λογοτεχνικές… ψυχοθεραπείες.

«Ο ΔΗΜΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ».
Πρωτοδημοσιεύτηκε το 1990 και αυτομάτως ο διάσημος θεραπευτής έγινε ακόμα διασημότερος συγγραφέας:
«Ο Ιρβιν Γιάλομ γράφει σαν άγγελος για τους δαίμονες που μας πολιορκούν. Αυτές οι υπέροχα δουλεμένες αληθινές ιστορίες προχωρούν πολύ πιο πέρα απ’ τη ψυχοθεραπεία. Είναι διεισδυτικά και συγκινητικά παραμύθια ζωής από έναν σοφό ψυχοθεραπευτή», έγραψε ο Rollo May.
Και η Erica Yong: «Ο Δήμιος του έρωτα είναι ένα από εκείνα τα σπάνια βιβλία που υπαινίσσονται όχι μόνο το μυστήριο αλλά και την ποίηση της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας. Οι καλύτεροι θεραπευτές είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ποιητές. Μ’ αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο του ο Ιρβιν Γιάλομ ανήκει πλέον σ’ αυτή την κατηγορία».
Και ο Filip Lopet: «Πρόκειται για μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση της κλινικής εμπειρίας σε λογοτεχνία. Τα περισσότερα του Δρα Γιάλομ είναι πιο συναρπαστικά από το 98% των λογοτεχνικών κειμένων που εκδίδονται στις μέρες μας, κι έχει φτάσει σε εντυπωσιακό σημείο ειλικρίνειας ζωγραφίζοντας τον εαυτό του ως έναν ρεαλιστικό χαρακτήρα με σάρκα και οστά: αστείο, γεμάτο ελαττώματα, διεστραμμένο και πάνω απ’ όλα γεμάτο κατανόηση».
Στα περιεχόμενα του βιβλίου, ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με την ψευδαίσθηση του έρωτα, που είτε καλείται για να υπερκαλύψει τον τρόμο του θανάτου, είτε για να σκλαβώσει το κενό μας μπροστά στην άβυσσο της ελευθερίας μας, είτε για να αποδώσει νόημα στην άνευ νοήματος ζωή μας.
Κάτι που ουδόλως τον ευχαριστεί, όπως παραδέχεται: «Δεν μ’ αρέσει να δουλεύω με ερωτευμένους. Ίσως γιατί τους ζηλεύω- κι εγώ ο ίδιος λαχταράω να μαγευτώ. Ίσως πάλι γιατί ο έρωτας και η ψυχοθεραπεία είναι μεταξύ τους ασύμβατα. Ο καλός θεραπευτής πολεμάει το σκοτάδι και ζητάει το φως, ενώ ο έρωτας συντηρείται από το μυστήριο και καταρρέει μόλις αρχίσεις να τον εξετάζεις σχολαστικά. Κι εγώ σιχαίνομαι να γίνομαι ο δήμιος του έρωτα».
Παρ’ όλα αυτά, όμως, στην πρώτη του ιστορία (Ο δήμιος του έρωτα), γλιτώνει την εβδομηντάχρονη Θέλμα από μια παράξενη ερωτική εμμονή. Στην δεύτερη (Αν ήταν νόμιμος ο βιασμός) γλιτώνει τον Κάρλο από την ερωτική λαγνεία που αντέτεινε στον τρόμο του θανάτου. Και ούτω καθ’ εξής.
Υπερτονίζοντας σε όλες τον διπλό ρόλο του θεραπευτή ως παρατηρητή και ως συμμέτοχου. Κάτι που κάνει απολύτως σαφές στο μυθιστόρημά του «Στο ντιβάνι».
«Εμείς οι ψυχοθεραπευτές- αποδέχεται- δεν μπορούμε να κουνάμε το κεφάλι μας με συμπόνια και να προτρέπουμε τους ασθενείς μας να παλέψουν αποφασιστικά με τα προβλήματά τους. – Αναγνωρίζει.- Δεν μπορούμε να τους λέμε εσείς και τα προβλήματά σας. Αντίθετα, πρέπει να μιλάμε για μας και τα προβλήματά μας, γιατί η ζωή μας, η ύπαρξή μας, θα είναι πάντοτε στενά συνδεδεμένη με το θάνατο, ο έρωτας με την απώλεια, η ελευθερία με το φόβο και το μεγάλωμα με τον αποχωρισμό. Είμαστε όλοι μαζί σ’ αυτό».

«ΟΤΑΝ ΕΚΛΑΨΕ Ο ΝΙΤΣΕ».
Στο μυθιστόρημά του «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» οι ρόλοι ψυχοθεραπευτή- αναλυόμενου φαινομενικά στην αρχή αντιστρέφονται. Για να γίνει μια ουσιαστικότερη αντιστροφή στην πορεία.
Επινοώντας την συνάντηση δυο ιστορικών προσώπων στη μητρόπολη των διανοητικών ζυμώσεων του 19ου αιώνα, τη Βιέννη, δίνοντας μια ερμηνευτική εκδοχή της ψυχοθεραπείας και της σχέσης της με την υπαρξιακή φιλοσοφία.
Το μυθιστόρημα αυτό που, τελικά, κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Κοινοπολιτείας ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 1993, μεταφράστηκε σε δεκαέξι γλώσσες κι έγινε μπεστ σέλλερ σε πολλές χώρες, απευθυνόταν πρωτίστως στην ψυχοθεραπευτική κοινότητα. Θέλοντας με αυτό τον τρόπο να εισάγει τον σπουδαστή της ψυχοθεραπείας στις βασικές αρχές της υπαρξιακής θεωρίας με ένα νέο εκπαιδευτικό εργαλείο, το εκπαιδευτικό μυθιστόρημα.
Διότι ο Γιάλομ σ’ αυτό το μυθιστόρημα επεδίωκε να διερευνήσει πρώτον, την ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται στην ψυχοθεραπεία ανάμεσα στον θεραπευτή και στον θεραπευόμενο, δυο ανθρώπους που ο καθένας έχει τις δικές του ανάγκες. Και δεύτερον, τη σχέση φιλοσοφίας του Νίτσε με τις αρχές της ψυχοθεραπείας.
Η αρχική πρόθεσή του ήταν να γράψει ένα μυθιστόρημα που να εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Φρόυντ και τον Νίτσε. Ιστορικά όμως αυτό ήταν αδύνατον. Κατά συνέπεια η πιο αξιοποιήσιμη για τον Γιάλομ περίοδος στη ζωή του Νίτσε ήταν το 1882 όταν, όπως αποκαλύπτεται από τις επιστολές του, ο φιλόσοφος βρισκόταν σε βαθιά απόγνωση, ύστερα από το χωρισμό του με τη Ρωσίδα Λού Σαλομέ, και σκεφτόταν συχνά την αυτοκτονία. Αυτή η περίοδος αναστράφηκε απότομα λίγους μήνες μετά, την άνοιξη του 1883, όταν ο Νίτσε άρχισε με εκπληκτική ενεργητικότητα να γράφει το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».
Από την άποψη της μυθοπλασίας, όπως σημειώνει ο Γιάλομ, θα μπορούσε να επινοήσει κανείς μια «επιτυχημένη ψυχοθεραπεία», μέσα σ’ αυτήν την περίοδο. Αλλά ο Φρόυντ τότε ήταν μόνο εικοσιεπτά χρονών και δεν είχε ακόμα στραφεί στην ψυχιατρική. Ετσι ο Γιάλομ επέλεξε για τον ρόλο του θεραπευόμενου- θεραπευτή τον Γιότζεφ Μπρόιερ, φίλο και μέντορα του Φρόυντ, που πρώτος διατύπωσε και χρησιμοποίησε ψυχοδυναμική θεωρία και ψυχοδυναμικές μεθόδους το 1881, επιχειρώντας να θεραπεύσει την ασθενή του Βέρθα Πάππενχάιμ.
Και κάπως έτσι ξεκινά και το μυθιστόρημα. Η Λού Σαλομέ, προσεγγίζει τον Γιότζεφ Μπρόιερ και τον εξορκίζει να σώσει τον Νίτσε από την αυτοκτονία και την κατάθλιψη για το καλό της ανθρωπότητας. Αλλά επειδή ο ίδιος ο Νίτσε δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, θα έπρεπε να επικαλεστεί ότι τον θεραπεύει από τους πονοκεφάλους του.
Στην πορεία θα συμβούν πράγματα θαυμαστά για την λυτρωτική δύναμη της ψυχανάλυσης. Ο γιατρός θα χρειαστεί να παραστήσει τον ασθενή, πείθοντας τον Νίτσε πως υποφέρει ο ίδιος από την απόγνωση που επιχειρεί να τον λυτρώσει. Και στην πορεία όντως ο Μπρόιερ θα φτάσει σε απύθμενα βάθη συνειδητότητας, μεταβαλλόμενος όντως ο ίδιος από ψυχοθεραπευτής σε ψυχοθεραπευόμενο.
Αλλά στο τέλος ο Νίτσε, θα το παραδεχθεί:
«Δειλός καθώς ήμουν, προφυλασσόμουν πίσω σου, κι άφηνα εσένα ν’ αντιμετωπίσεις μόνος σου τους κινδύνους και ταπεινώσεις της πορείας».
Κι αμέσως μετά: «Δάκρυα έτρεχαν τώρα στα μάγουλα του Νίτσε, και τα σκούπισε μ’ ένα μαντίλι».
Κι αμέσως μετά: «Καταλαβαίνεις τώρα το έντονο ενδιαφέρον μου για την απελευθέρωσή σου. Η απελευθέρωσή σου μπορεί να είναι και δική μου απελευθέρωση».
Αυτή η όντως παράξενη, εν αρχή, παραπλανητική θεραπεία, θα σταθεί η απαρχή για την μεγάλη φιλία των δυο ανδρών και για την ψυχανάλυση.
Οι δυο άνδρες υποφέροντας κατά τον ίδιο τρόπο από ζωές απολύτως αντιφατικές, ο ένας σιδεροδέσμιος των παιδιών και της γυναίκας του, της δουλειάς και των ασθενών του και ο άλλος βιώνοντας την απόλυτη μοναξιά, θα ανακαλύψουν πως δεν υπάρχει ένας μοναδικός δρόμος, ότι η μοναδική μεγάλη αλήθεια είναι η αλήθεια που ανακαλύπτουμε μόνοι μας.
Ωστόσο ο Νίτσε μετά από μια τεράστια εσωτερική διαδρομή θα φτάσει πια να αποδεχθεί:
«… Να ζεις μια ζωή χωρίς κανέναν να σε παρατηρεί – ξέρεις πως είναι; Συχνά περνάνε μέρες που δεν έχω πει λέξη σε άνθρωπο, εκτός ίσως από «Guten Morgen» και «Guten Abend» στον ξενοδόχο μου. Ναι, Γιότζεφ, σωστά ερμήνευσες το «ούτε τρύπα». Δεν ανήκω πουθενά. Δεν έχω σπίτι, δεν έχω κύκλο φίλων που να μιλάμε καθημερινά, δεν έχω ντουλάπα γεμάτη υπάρχοντα, ούτε οικογενειακή εστία. Δεν έχω καν χώρα, αφού εγκατέλειψα την γερμανική μου υπηκοότητα και ποτέ δεν μένω στο ίδιο μέρος αρκετό καιρό, για να πάρω ελβετικό διαβατήριο».
«Χλευάζω το φόβο της μοναξιάς», αποδέχεται.
Παρ’ όλα αυτά όταν ο Μπρόιερ θα του προτείνει να μείνει σπίτι του, καθ’ όλα μέλος της οικογένειάς του, ο Νίτσε θα αρνηθεί:
«Όχι φίλε μου, η μοίρα μου είναι να ψάχνω την αλήθεια από την πλευρά της μοναξιάς. Ο γιος μου, ο Ζαρατούστρα, θα είναι ώριμος από σοφία, αλλά μοναδικός του σύντροφος θα είναι ένας αετός. Θα είναι ο πιο μόνος άνθρωπος στον κόσμο».
Και κάπως έτσι αποφάσισαν πως «ο καθένας μας πρέπει να τραβήξει το δρόμο του». Αλλά αγαπώντας τη μοίρα του. Διότι μετά από την ψυχαναλυτική διεργασία καταλαβαίνουν ότι, εν τέλει, υπάρχει επιλογή: «Θα μείνω πάντα μόνος, αλλά τι διαφορά, τι υπέροχη διαφορά, να επιλέγω τι κάνω. Amor fati - διάλεξε τη μοίρα σου, αγάπα τη μοίρα σου».

«ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ»
Στο επόμενο μυθιστόρημά του «Στο ντιβάνι» διαφαίνεται ακόμα περισσότερο η συμμετοχή στη διαδικασία της ψυχανάλυσης του ίδιου του ψυχοθεραπευτή.
«Μια συναρπαστική ψυχιατρική περιπέτεια μυστηρίου- όπως έγραψαν οι Los Angeles Times. Ο Γιάλομ χρησιμοποιεί στο τελευταίο του μυθιστόρημα τη μοναδική του δεξιοτεχνία στην ψυχοθεραπεία και την ιδιοφυία του, για να δείξει στον αναγνώστη τι συμβαίνει πραγματικά μέσα στο κεφάλι ενός ψυχιάτρου όταν ασκεί την τέχνη του…»
Ένα απίθανο γαιτανάκι με άξονα την ψυχοθεραπεία, που αποκαλύπτει σε όποιον θέλει να μάθει, το πώς δουλεύει ακριβώς το μυαλό ενός ψυχοθεραπευτή.
Αλλά ταυτοχρόνως και ένα εξαιρετικό μωσαικό τώρα όχι μονάχα της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά των περισσότερων πια κοινωνιών: το χρήμα, η πολυτέλεια, η ματαιοδοξία, ο ατομικισμός, η επιθετικότητα αλλά και το αντίθετό τους, η άλλη όψη. Η μοναχικότητα, η ματαιότητα, η έλλειψη στοργής, η καταφυγή στη χρήση ουσιών… όλα αυτά υπάρχουν και περιγράφονται μέσ’ στο βιβλίο. Με ακρίβεια και κατανόηση.
Στις σελίδες του, ο Γιάλομ βάζει στο μικροσκόπιο την θεραπευτική σχέση, την μεταβίβαση και την αντιμεταβίβαση, τη θεραπευτική συμμαχία και την επανορθωτική σχέση.
Πλάθοντας τα δυο κεντρικά πρόσωπά του, τους ψυχοθεραπευτές Ερνεστ Λας και Μάρσαλ Στράιντερ, ο συγγραφέας ουσιαστικά εικονογραφεί δυο αντίθετους πόλους. Ο πρώτος, υπέρμαχος της ορθόδοξης ψυχαναλυτικής σχολής, που πρεσβεύει την ουδετερότητα του θεραπευτή και την κυρίαρχη θέση της ερμηνείας του θεραπευτικού εργαλείου. Ο δεύτερος, ο Ερνεστ με τους πειραματισμούς του, με την διαφάνεια και την αυτοαποκάλυψη, έχει εξιδανικεύσει την ανθρώπινη πλευρά της θεραπευτικής σχέσης.
Και οι δυο, δεν θ’ αποφύγουν τις παγίδες της.
Ολόκληρο αυτό το μυθιστόρημα του Γιάλομ είναι μια πράξη διαφάνειας. Εφόσον ο συγγραφέας αποφασίζει να αποκαλύψει στο βλέμμα του κοινού το τι συμβαίνει μέσα στο γραφείο αλλά και στη σκέψη των ψυχοθεραπευτών, τη ζωή τους, τις δυσκολίες τους, την ανθρώπινη υπόστασή τους.
Με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία, αυτοσαρκασμό και αφάνταστη ειλικρίνεια, ατμόσφαιρα και αφηγηματική ικανότητα να ξεδιπλώνει γεγονότα και προθέσεις, πράξεις και δεύτερες σκέψεις ή υποσυνείδητες τάσεις, ο Γιάλομ σκιαγραφεί ολοζώντανα το θρίλερ της ψυχής και της ύπαρξής μας. Το αίνιγμα της ζωής που χάνει τη λύση του μέσα στην καθημερινότητα.
«Εάν ο Φρόυντ ή ο Γιούνγκ δοκίμαζαν να γράψουν ένα ψυχολογικό θρίλερ, αμφιβάλλω αν οποιοσδήποτε από τους δυο θα παρήγε μια τόσο απίθανη ιστορία, τόσο τεταμένη κι αποτελεσματική», όπως εύστοχα επισημαίνουν οι Los Angeles Times.

«Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ».
«Κάθε ανάσα που παίρνουμε απωθεί τον θάνατο που συνεχώς μας πολιορκεί… Στο τέλος ο θάνατος πρέπει να θριαμβεύσει, γιατί ορίστηκε για μας από τη γέννησή μας και παίζει με το θύμα του μόνο για λίγο, πριν το καταβροχθίσει. Κι όμως, συνεχίζουμε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και με πολλή φροντίδα τη ζωή μας για όσο μεγαλύτερο διάστημα γίνεται, όπως θα φτιάχναμε μια σαπουνόφουσκα, όσο μεγαλύτερη μπορούμε παρά την απόλυτη βεβαιότητά μας πως στο τέλος θα σκάσει».
Αρχίζει με ένα απόσπασμα από την θεωρία του Σοπενάουερ το μυθιστόρημα και με έναν ψυχοθεραπευτή που συνειδητοποιεί το επικείμενο τέλος του. Και κατ’ αυτό τον τρόπο θα συνεχίσει μέχρι το τέλος. Δηλαδή, με μια ομάδα ανθρώπων που κάνει ομαδική ψυχοθεραπεία και με τους στοχασμούς του μεγάλου φιλοσόφου να μας εισάγουν στα κεφάλαια.
Υπάρχουν, επίσης, εμβόλιμα κεφάλαια που περιγράφουν τη σχέση του Σοπενάουερ με τους γονείς του, ιδίως με τη μητέρα του, τη ταραχώδη σχέση του με τις γυναίκες, τη δυσπιστία του προς τους ανθρώπους, την απομόνωση ως μια από τις άμυνές του, τις ματαιώσεις που τον καθόρισαν στη ζωή.
Ο τίτλος της ιστορίας, όπως συνήθως, είναι αμφίσημος. Η πρώτη εκδοχή, «Ψυχοθεραπεία με τον Σοπενάουερ». Ο Φίλιπ Σλέιτ, εξάλλου, ένας από τους βασικούς ήρωες, με βασανιστική σεξουαλική εμμονή, πιστεύει ότι γιατρεύτηκε με την κοσμοθεωρία του Σοπενάουερ, διαμορφώνοντας τη ζωή του με εκείνον ως πρότυπο.
Η δεύτερη και επικρατέστερη, που διαφαίνεται πια προς το τέλος του βιβλίου από την ζωή του ίδιου του Σοπενάουερ ότι η φιλοσοφία δεν ήταν παρά ένας τρόπος αυτοβοήθειας. Το μέσον και ο αμυντικός μηχανισμός χάρη στον οποίο κατόρθωνε ο ίδιος να ανταπεξέλθει στην ωμή πραγματικότητα.
Στις σελίδες του βιβλίου, μέσα από την ψυχική περιπέτεια της ομαδικής ψυχοθεραπείας αποκαλύπτονται οι πιο ευάλωτες και απροστάτευτες πλευρές ενός ανθρώπου που όλοι θεωρούσαν απρόσιτο και μισάνθρωπο. Η σκοτεινιά της γοητευτικής κι αστραφτερής Παμ, οι ανασφαλείς αιτίες του ερωτομανούς Φίλιπ και, ξεδιπλώνονται, βεβαίως, οι δοξασίες περί ζωής και θανάτου του Τζούλιους, ενδεχομένως του ιδίου του συγγραφέως. Το αφιερώνει, άλλωστε, «στον κύκλο των ηλικιωμένων φίλων του» που μοιράζονται μαζί του «τις αναπόδραστες απώλειες και συρρικνώσεις της ζωής».
Το φινάλε γεμάτο ελπίδα: «Το άγχος θανάτου είναι ελάχιστο εκεί που είναι μέγιστη η αυτοπραγμάτωση…. Η αίσθηση της πραγμάτωσης, της «ολοκλήρωσης της ζωής σου», όπως το έλεγε ο Νίτσε, μειώνει το άγχος του θανάτου».
Εν τέλει, ένα απρόσμενα φωτεινό μυθιστόρημα, παρά τη σκοτεινιά που στην αρχή του δηλώνει. Καθαρό και αποκαλυπτικό, γοητευτικό και ευφυές, αυτοσαρκαστικό με παρατηρήσεις σοφές για την εμμονή και την ενοχή, το άγχος, το πένθος, τη μελαγχολία, τον έρωτα και την θλίψη. Για το πώς προσποιείται παραπλανητικά πολύ συχνά το ένα το άλλο.
Οσο για την επιχειρηματολογία περί τέλους ζωής, ενδεχομένως και να είναι η μοναδική οδός που θα μας οδηγήσει, τελικά, στην καρδιά της. Δηλαδή, στην όντως ζωή.
Κι όσο για τον Ιρβιν Γιάλομ, αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά, και με αυτό το μυθιστόρημα ότι «οι καλύτεροι θεραπευτές είναι, εν μέρει τουλάχιστον, ποιητές». Αποδεικνύοντας, επίσης, ότι τη σήμερον ημέρα, μόνον ένας ψυχίατρος πια… μπορεί να μας σώσει!

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Ιρβιν Ντ. Γιάλομ (1931-) είναι επίτιμος καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ, όπου για τριάντα χρόνια διετέλεσε καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.
Στον επιστημονικό χώρο είναι ιδιαίτερα γνωστό το κλινικό και ερευνητικό έργο του στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει δύο συλλογές διηγημάτων: «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η μάνα και το νόημα της ζωής», και τρία μυθιστορήματα:
«Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ».
Όλα έχουν γίνει μπεστ- σέλλερ στις πολλές χώρες που κυκλοφόρησαν.
Στις εκδόσεις «Αγρα» κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Όταν έκλεψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα» και «Θρησκεία και Ψυχιατρική», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας».
Πρόσφατα κυκλοφόρησε «Η μάνα και το νόημα της ζωής» που εννοείται πέρασε κατ’ ευθείαν στα ευπώλητα.

Γι’ αυτό, το ποστ το αφιερώνουμε σε όλες τις μανούλες της γης, υπενθυμίζοντας εκείνο το πασίγνωστο «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος από καλές προθέσεις».
Καλό καλοκαίρι σε όλους τους φίλους που έφυγαν ή φεύγουν. Να περάσουν υπέροχα λέμε κι ας έχουμε εμείς εδώ μοναξιά. Όταν εκείνοι περνούν καλά, γινόμαστε κι εμείς ευτυχισμένοι….





Χωρίς λόγια εδώ. Μόνο μουσική. Γιατί εδώ δεν πρέπει να μιλάνε τα τραγούδια, πρέπει να μιλάτε εσείς, εμείς, όποιος τέλος πάντων το έχει ανάγκη. Πριν από πέντε χρόνια δεν ήξερα, ή ήξερα και κανένας δεν το ομολογούσε, ούτε έναν άνθρωπο που να έχει καθήσει στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης. Σε ένα χρόνο από τώρα δεν ξέρω αν θα υπάρχει άνθρωπος που ξέρω και δεν θα έχει καθήσει έστω και μια φορά στο ντιβάνι της ψυαχανάλυσης. Ή θα έχει σκεφτεί να το κάνει. Καμιά εντύπωση δεν μου κάνει η επιτυχία του Γιάλομ. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ μια ατελείωτη ουρά έξω από το βιβλιοπωλείο της Εστίας από υπομονετικούς αναγνώστες που περίμεναν μια υπογραφή και μερικά δευτερόπλεπτα ανταλλαγής ενέργειας με τον Ίρβιν Γιάλομ. Μου θύμισε τις πρώτες εποχές του Μεγάρου. Τότε που όλοι είχαμε ανακαλύψει την "Κάρμεν". Και τέλος πάντων, όπως και να έχει, πανέμορφες είναι οι ουρές έξω από ένα βιβλιοπώλείο σε σχέση μ' αυτές μπροστά σε μια τηλεοπτική οθόνη για το "ζετεμάκι" τους:

Moha

26/6/07

Το μπουμπούκι της σιωπής


Για τα γενέθλια του Κωστή που, όπου να ‘ναι, φτάνουν!
Και επειδή είναι καλοκαιρινό και ταξιδιωτικό και μας το ζήτησε «αυτή». Τώρα αν μυρίζει και… καρπούζι, δεν ξέρω…
Σε όσους αγαπούν τα ταξίδια, λοιπόν. Και τις κουφές εξομολογήσεις.

«ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ Σ’ ΕΝΑΝ ΚΟΛΟΜΒΙΑΝΟ ΣΚΥΛΟ» του Κωστή Γκιμοσούλη, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 240.

Με μοναδική ικανότητα να γίνεται από βιβλίο σε βιβλίο ένας άλλος (παραμένοντας ταυτοχρόνως και… αθεράπευτα Κωστής) ο Κωστής Γκιμοσούλης για άλλη μια φορά μας απλώνει την ψυχή του στο σκοινί με τα... ρούχα.
Στο τελευταίο του βιβλίο, «Εξομολόγηση σ’ έναν κολομβιανό σκύλο», ταξιδιωτική νουβέλα το λέει, μας παίρνει μαζί του εκείνο το καλοκαίρι μαζί τα ποιήματά του, τον πιο βαθύ κι αληθινό εαυτό του και το πιο περιπετειώδη, ανοιχτό και παιχνιδιάρικο, στο ταξιδιωτικό σάκο του.
Αφορμή, ένα φεστιβάλ ποίησης στην Κολομβία ένα παλιότερο καλοκαίρι, (πέρσι; πρόπερσι;) Το καταμαρτυρούν άλλωστε και τα… φτερά του βιβλίου. Αντί για βιογραφικό, το βιογραφικό της συμμετοχής. Με τα γραμματάκια του, «αν δεν περιμένεις, είσαι μεγάλος», «το μέλλον είσαι τώρα», «το τραγούδι των μαργαριταριών»… τα υπόλοιπα, μόνοι σας!
Στις 234 σελίδες του, θα δείτε τα πάντα! Μιαν άγνωστη χώρα που είναι η τέλεια αντίφαση, κυριολεκτικά «η χώρα των θαυμάτων». «Ένα ουράνιο τόξο που ξεπηδάει μέσα από το αίμα που χύθηκε, και χύνεται, πώς να μη σε ξετρελάνει;».
Πρώτη φορά βλέπει ένα πλήθος τεράστιο «να ανταποκρίνεται σ’ όλα τα ποιήματα, όπως στα παραμύθια τα μικρά παιδιά, θαμπωμένοι, λες και προσεύχονται». Ετσι κι αλλιώς «δεν έχουν σημασία οι καλοί ή οι μέτριοι ποιητές. Σημασία έχει η ίδια η ποίηση». «Μέσα από τη διαφορετική χρήση των λέξεων ανοίγει το μπουμπούκι της σιωπής. Καβάλα σε μια σταγόνα, ταξιδεύεις σ’ ολόκληρο το σύμπαν».
Σ’ ολόκληρο το σύμπαν μας ταξιδεύει – μέσα από την Κολομβία του- και ο Κωστής, «καβάλα στη σταγόνα» του. Μας παίρνει απ’ το χεράκι απ’ την αρχή. Απ’ το αεροδρόμιο πρώτα, πληροφορίες επί… χάρτου, τι χώρα είναι, το μυστήριο, η σπάνια ομορφιά, οι Ινδιάνοι, «η Λοκομβία η χώρα των τρελών», «πρώτη παραγωγός της άσπρης σκόνης», το φεστιβάλ και τα κομμένα του μαλλιά. Από μόνος του, γυαλί, σαν τον Σαμψών και δίχως… Δαλιδά, χωρίς τις άμυνες, και το καβούκι του σε μια ξένη χώρα στην άκρη της γης.
Ξέρετε, η απόσταση λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα όσον αφορά την ουσία. Οσο πιο μακριά, τόσο πιο καθαρά. Μέσα σου, γύρω σου, το παρελθόν και το παρόν, το μέλλον, ένα. Εξάλλου «Με συνεχείς αποχωρισμούς και καινούργιες συναντήσεις προχωρά η ζωή». Και ο συγγραφέας ή μάλλον ποιητής (πρωτίστως ποιητής) στην Κολομβία αλλά και παντού είναι ολότελα ανοιχτός στις νέες συναντήσεις. Και στο ενδεχόμενο. Μόνο του μέλημα «για χάρη της ποίησης» να μην καεί. Η ίδια η ποίηση του το διδάσκει αυτό.
Στην πορεία ένα κομμάτι ζωής που γίνεται και σπαρταριστό μυθιστόρημα. Με ήρωες τον Εμερσον, τον Πάμπλο και τον Χουάν, τη Σαλομέ, τον Ράστα, την Γκλόρια. Κι ο συγγραφέας εκεί, ανάμεσά τους σαν θεός και σαν ατμόσφαιρα. «Οι άνθρωποι είναι παντού οι ίδιοι, αφού κι εγώ παντού παραμένω ο εαυτός μου. Ιδιοι αλλά και διαφορετικοί, αφού καθρεφτίζουμε τα χρώματα από αλλιώτικους κόσμους». Ο χρόνος, παντού και πάντα το μυστικό. Αφού «Οι άνθρωποι χρειάζονται χρόνο. Το φυτό ζητάει νερό. Ο φίλος έναν σωστό λόγο. Η γυναίκα φιλί. Η ψυχή αναπαύεται με πνεύμα».
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που σε γοητεύει και μέσα στην ανατροπή του, τελικά, σε αναπαύει. Κι ας γίνεται θρίλερ κι εφιάλτης στο τελευταίο κεφάλαιο. Σ’ αυτή την ιστορία, όπως και σ’ όλες τις ιστορίες ζωής ο καλός είναι αυτός που κερδίζει. Κι αλλάζει τους πάντες. Η ποίηση, πολιτική πράξη και καθρέφτης. Η μόνη επανάσταση που μας απέμεινε.
Για όσην ώρα λοιπόν, σου κρατήσει το βιβλίο κι εσύ θα βρεθείς «εκεί όπου οι Ανδεις συναντάνε την Αμαζονία». Κατηφορίζεις στην Κορδιλιέρα «με μεθυσμένους από ρούμι κι άσπρη σκόνη πειρατές της Καραιβικής», στον τόπο αυτό όπου «φωτιά και νερό χορεύουν μαζί», και «οι γυναίκες είναι μαύρες πεταλούδες». Γιορτάζεις γενέθλια μαζί με τον Κωστή που είναι αλληγορικά και ρεαλιστικά μαζί κι ακούς την πιο παράδοξη και πιο σπαρακτική, την πιο μοναχική εξομολόγηση στον Μετεώρο, έναν κολομβιανό σκύλο: «Τα είπα όλα. Δεν ξέχασα τίποτα. Αυτά για τα οποία ντρεπόμουν και ντρέπομαι πιο πολύ. Ο Μετεώρο με άκουγε προσεκτικά… Με άφησε και ξαλάφρωσα».
Τελειώνοντας αυτό το βιβλίο θα βρεις κι εσύ παράδοξα ξαλαφρωμένος. Σου έχει μείνει, ούτως ή άλλως, μια ποίηση καθαρή, ζωής, «η απεραντοσύνη της ύπαρξης».

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Γράφει διηγήματα, που καμία φορά μεγαλώνουν και γίνονται μυθιστορήματα, όπως τα:
«Μια νύχτα με την Κόκκινη» (1995), «Ανατολή» (1998),
«Χέρι στη φωτιά» (1999), «Βρέχει φως» (2002) που είναι η ιστορία δυο ιδιαίτερων ποιητών του Μεσοπολέμου, της Πολυδούρη και του Καρυωτάκη,
«Το θηρίο είναι παντού» (1003) και την ταξιδιωτική νουβέλα «Εξομολόγηση σ’ έναν κολομβιανό σκύλο» (2006).
Γράφει και ποιήματα: «Ο ξυλοκόπος πυρετός», «Αγία μελάνη», «Το στόμα κλέφτης», «Επικίνδυνα παιχνίδια», με τελευταία ποιητική συλλογή «Αγάπη από ζήλια» (2004).
Το 2001 εκδόθηκε ένα βιβλίο του που περιέχει ποιήματα + διηγήματα + ζωγραφιές με νερομπογιές, και ονομάζεται «Μαύρος χρυσός».





Με 44 βαθμούς το αγαπημένο μου alef διάλεξε να μας πάει Κολομβία. Ωραία και τα έτσι ταξίδια, αλλά προτιμώ τα ...και σώματι. Αφού η μόνη πολυτέλεια που μας παραχωρείται είναι αυτή του άλλου ταξιδιού. Αυτού του εγκεφαλικού φεύγα, ας είναι το σκηνικό πλήρες. Στην Κολομβία και πάλι :

Carlos Vives - Voy a olvidarme de mi

Moha

22/6/07

Το ευαγγέλιο των απροσαρμόστων


«ΜΑΖΙ» της Αννα Γκαβάλντα, Μετάφραση: Μαρία Βώττα, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ. 486.

Μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή; Υπάρχουν κάποια βιβλία που σίγουρα την έχουν αυτή τη δυνατότητα. Μπορεί μια ιστορία να σου αλλάξει την οπτική πάνω στα πράγματα; Απ’ ότι φαίνεται, ευτυχώς, κάποιες φορές, ενίοτε, συμβαίνει!
Η ποιήτρια των αδυνάτων! Έτσι χαρακτηρίστηκε. Και όσο για το βιβλίο «Το μυθιστόρημα των άδολων ψυχών». Που έγινε «το ευρωπαικό μπεστ σέλλερ και συναγωνίστηκε για πολλές εβδομάδες στις λίστες των «ευπωλήτων» ακόμα και τον «Κώδικα Ντα Βίντσι»»…
Στην αρχή, όταν το ξεφύλλισα, δεν το κρύβω πως σκέφτηκα «υπερβολές». Αυτό που κίνησε το ενδιαφέρον μου ήταν η ζωή της συγγραφέως. Τι ωραία- σκέφτηκα- να μια γυναίκα που διεκδίκησε «το είναι» και «το έχειν» της στη ζωή. Τίποτε, εξ αρχής, δεν της χαρίστηκε.
Το ίδιο, ακριβώς, συμβαίνει και με τους ήρωές της.
Το «Μαζί» δηλώνει μια ιστορία αγάπης. Αλλά είναι και μια ελεγεία της φιλίας. Είναι και το λυσσάρι, ο τυφλοσούρτης «των απροσαρμόστων» της ζωής. Είναι η αγία καθημερινότητα που μπορεί να γίνει τόσο ευτυχής, τόσο δημιουργική, τόσο πολύ σπλαχνική, όταν αποφασίσεις να ξεκλειδώσεις την πανοπλία σου. Όπως οι ήρωες. Φύσει και θέσει δύσκολοι και μυστήριοι, στραπατσαρισμένοι και προβληματικοί. Ποιος μένει ατσαλάκωτος, εξάλλου, για μια ζωή, στη ζωή;
Στις 487 σελίδες του βιβλίου ζουν κι αναπνέουν, σκοντάφτουν, πέφτουν και σηκώνονται η Καμίγ Φωκ, ζωγράφος «χαώδης» και μοναχική, 26 χρονών, που δουλεύει ως καθαρίστρια για να τα βγάλει πέρα. Ο Φιλιμπέρ Μαρκέ ντε λα Ντυρμπεγιέρ, εκπεσών αριστοκράτης, με πάθος για την ιστορία της Γαλλίας, λίγο λοξός που όταν τα βρίσκει δύσκολα (δηλαδή συνεχώς) τραυλίζει. Ο Φράνκ, 34άρων χρονών μάγειρας, σπαστικός και «καμπόσος» που βρίζει πολύ. Και η Πωλέτ Λασταφιέ 82 χρονών, ατίθαση κι εριστική, που αργοπεθαίνει σε ένα οίκο ευγηρίας.
Κάποια στιγμή, οι διαδρομές τους θα διασταυρωθούν. Και θα αποφασίσουν να συγκατοικήσουν, όχι «αβρόχοις ποσί». Ο ένας θα γίνει καθρέφτης για τον άλλον. Αλλά και δεκανίκι, και στήριγμα. Θα γίνει η «οικογένεια» που επέλεξε. Για να γεμίσει μια αφόρητα άδεια ζωή. Με όλο το ρίσκο και την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται.
Η ιστορία εκτυλίσσεται μαλακά κι ευγενικά σαν ανάσα. Με χιούμορ, μελαγχολία, βαθύτατη ευαισθησία και στοχασμό. Με επιδρομές στο παρελθόν, διαφωτιστικές και επώδυνες. Και με σχέδια για το μέλλον. Εκείνο που προέχει για όλους είναι το «θεικό παρόν», το ότι βρέθηκαν, το ότι ευτυχώς συναντήθηκαν, επιτέλους.
Η συγγραφέας στήνει με αβίαστο τρόπο μια σπαρταριστή ιστορία που ξεκλειδώνει πόρτες συνήθως κλειστές, αναδεικνύοντας μια διαφορετική, παράλληλη πραγματικότητα. Εκείνη που μας επιτρέπει να ζούμε αυθεντικά και ανθρώπινα τη ζωή μας.
Το αποτέλεσμα, θα είναι για τον καθένα από τους τέσσερις ζορισμένους ήρωες, ευτυχισμένο και δημιουργικό: ο Φιλιμπέρ θα βρει την φωνή του και τον έτερον ήμισυ. Η Καμίγ, επιτέλους, θα ζωγραφίσει. Ο Φρανκ θα μαγειρεύει όλο και πιο καλά τις σπουδαίες του συνταγές και επί τέλους θα βρει έναν τρόπο για να φροντίζει την γιαγιά του. Η Πωλέτ θα ζήσει πανευτυχής προτού «αναληφθεί» παρομοίως πανευτυχής στους ουρανούς. Η Καμίγ και ο Φρανκ θα αγαπηθούν. Το απίθανο σπίτι που τους φιλοξενεί θα πουληθεί, παρ’ όλα αυτά, εκείνη η ιδιότυπη οικογένεια, θα έχει βρει τον τρόπο να διεκδικεί πια την ευτυχία και θα επιβιώσει.
Σε μιαν εποχή που ο καθένας βρίσκεται μόνος μέσα στον κόσμο και μέσα στην οικογένεια, ένα βιβλίο που σου μαθαίνει με ιδιαίτερο τρόπο την θαλπωρή και την προστασία του «μαζί».
Οι αναγνώστες πλημμύρισαν την συγγραφέα του γράμματα: «Μου λείπουν οι λέξεις για να το περιγράψω». «Μετά από τόσο καιρό, βρέθηκε ένας συγγραφέας που μ’ έκανε να ονειρευτώ ξανά»…
Μια ιστορία που αποτελεί ένα μικρό θαύμα ζωής. Εφικτό και ευκολοπροσεγγίσιμο για όλους μας.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου του 1970, στη Βουλώνη – Μπιγιανκούρ.
Οι γονείς της, καίτοι Παριζιάνοι αστοί, είχαν δύο χρόνια πριν αποφασίσει να φύγουν από το Παρίσι και να πάνε να μείνουν στην εξοχή, σε ένα αββαείο. Εκεί, η Αννα πέρασε τα παιδικά της χρόνια μας μαζί με τα τρία αδέλφια της, που μέχρι σήμερα παραμένουν οι καλύτεροι φίλοι της.
Όταν έγινε δεκαπέντε, οι γονείς της χώρισαν. Την Αννα την έστειλαν σ’ ένα καθολικό σχολείο, όπου οι μαθήτριες φορούσαν μπλε ποδιά και ήταν υποχρεωμένες να προσεύχονται σε κάθε γεύμα.
Με το που τελειώνει το σχολείο- μοναστήρι, η επιθυμία της για ελευθερία είναι μεγαλύτερη από την επιθυμία της για σπουδές. Αλλάζει ένα σωρό δουλειές: καθηγήτρια γαλλικών σε ιδιωτικό σχολείο, μεταφράστρια μυθιστορημάτων «Αρλεκιν», άρθρα για φράουλες και διαβάζει πολύ.
Το 1992, βγαίνει νικήτρια στο διαγωνισμό France Inter για την «Ωραιότερη Επιστολή Αγάπης» και το 1998 κερδίζει πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό μιας δημοτικής βιβλιοθήκης. Αγοράζει έναν υπολογιστή με το έπαθλο κι έκτοτε δεν σταματάει να γράφει.
Το 2000 βραβεύεται για την πρώτη της συλλογή από νουβέλες, η οποία έκανε δώδεκα εκδόσεις στη Γαλλία και μεταφράστηκε σε 27 χώρες.
Σήμερα, ζει με τα δυο παιδιά της στα περίχωρα του Παρισιού, γράφει χρονογραφήματα και είναι μέλος της κριτικής επιτροπής για το Βραβείο Κόμικ της Ανγκουλέμ, έχει εκδώσει πέντε βιβλία με πολύ μεγάλη εμπορική ανταπόκριση. Συγγράφει τρεις ώρες καθημερινά και τις υπόλοιπες ασχολείται με τα παιδιά της.
Εχει πτυχίο Φιλολογίας από τη Σορβόννη.



Αυτό το τραγούδι μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας την ιστορία των ηρώων της Άννας Γκαβάλντα. Και πλάι στην ιστορία τους μου ήρθε να προσθέσω και την ιστορία αυτού εδώ του ήρωα.

Moha

Les jours tristes - Yann Tiersen, Neil Hannon

It's hard, hard not to sit on your hands
And bury your head in the sand
Hard not to make other plans
and claim that you've done all you can all along
And life must go on

It's hard, hard to stand up for what's right
And bring home the bacon each night
Hard not to break down and cry
When every idea that you've tried has been wrong
But you must go on

It's hard but you know it's worth the fight
'cause you know you've got the truth on your side
When the accusations fly, hold tight
Don't be afraid of what they'll say
Who cares what cowards think, anyway
They will understand one day, one day

It's hard, hard when you're here all alone
And everyone else has gone home
Harder to know right from wrong
When all objectivity's gone
And it's gone
But you still carry on

'cause you, you are the only one left
And you've got to clean up this mess
You know you'll end up like the rest
Bitter and twisted, unless
You stay strong and you carry on

It's hard but you know it's worth the fight
'cause you know you've got the truth on your side
When the accusations fly, hold tight
And don't be afraid of what they'll say
Who cares what cowards think, anyway
They will understand one day, one day


20/6/07

Μια καρδιά στο στομάχι μου


Η Σύλβια Πλαθ και «Ο κυρ- πανικός» της

Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ου αιώνα. Εκείνη, όμως, μάλλον δεν θα το συνειδητοποίησε ποτέ. Όπως ποτέ της δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η ζωή της θα διαβαζότανε κάποτε σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Ότι ο γρίφος της αυτοκτονίας της θα λυνότανε μόνο μέσα από την ποίησή της. Ότι γράφοντας ποίηση «ήξερε».
Η Σύλβια Πλαθ που γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου 1932, ήθελε να γίνει μεγάλη συγγραφέας αλλά αναγκαζόταν να γράφει ποιήματα σε εφημερίδες για να τα φέρει βόλτα, παντρεύτηκε τον ποιητή Τεντ Χιούζ αλλά την χώρισε για την Ασια, κι απόκτησε απ’ αυτόν δύο παιδιά, στις 11 Φεβρουαρίου 1963 αυτοκτόνησε στο σπίτι της στο Λονδίνο, βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο του γκαζιού. Αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει όλο το σπίτι, είχε ετοιμάσει το πρόγευμα των παιδιών και είχε καλύψει τις χαραμάδες στις εσωτερικές πόρτες με βρεγμένα πανιά για να προστατεύσει τα παιδιά από το γκάζι.
Δεκαεννιά χρόνια μετά, το 1982, «Τα ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ» με επιμέλεια Φράνσις Μακ Κάλοου και Σύμβουλο Επιμέλειας του Τεντ Χιουζ θα εκδοθούν στις ΗΠΑ και η «Συλλογή ποιημάτων» της θα κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ.
Και η μεγάλη μεταθανάτια ποιητική καριέρα της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, αρχίζει: Ποίηση, ο θρυλικός πια «Γυάλινος κώδων» με το πραγματικό της όνομα, ημερολόγια, βιογραφίες, επιστολές…
«Αν η Σύλβια Πλαθ ήταν ήδη αντικείμενο λατρείας το Φεβρουάριο του 1963, η αυτοκτονία της θα δημιουργούσε τεράστια αναταραχή»- σημειώνει χρόνια μετά ο βιογράφος της Ronald Hayman. «Φωτογραφίες του Χιουζ και της Άσιας θα εμφανίζονταν στις εφημερίδες, και οι δημοσιογράφοι θα εισχωρούσαν σε όλα τα άλυτα μυστήρια. Αφησε αποχαιρετιστήριο γράμμα; Τι έγραφε; Για ποιόν άντρα είχε φορέσει τα καλά της το τελευταίο βράδυ της ζωής της; Ηταν αλήθεια ότι στο γείσο του τζακιού βρέθηκε μια κούκλα με καρφίτσες καρφωμένες πάνω της; Τι απέγινε το Morris estate wagon, το αυτοκίνητό της; Ηταν αλήθεια ότι κάποιος το είδε πάλι στο δρόμο της τη νύχτα της αυτοκτονίας; Η γειτόνισσα που το είδε, ή νόμισε ότι το είχε δει, θα είχε γίνει η βασική μάρτυρας. Γιατί η Ορέλια Πλαθ αποποιήθηκε το δικαίωμά της να δει το τελευταίο γράμμα που της έγραψε η κόρη της; Τι ήταν αυτό που ο Τεντ Χιουζ δεν ήθελε να δει; Ποιος ήταν ο άντρας με το σκούρο κοστούμι στην ανάκριση;»
Ερωτηματικά που προσθέτουν μυστήριο στο μυστήριο κι έρχονται στα καθ’ ημάς μέσα από ένα βιβλίο αποκαλυπτικό και γοητευτικό. Με όλη αυτή τη μαύρη σαγήνη που έχουν όλες οι ποιητικές και αυτοκαταστροφικές φύσεις.
«Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβια Πλαθ» ο τίτλος του. Και Ronald Hayman, ο συγγραφέας. Εκδοτικός οίκος του, οι εκδόσεις «Μελάνι».
«Δεν υπάρχει περίπτωση να βγει στην επιφάνεια όλη η αλήθεια σχετικά με μια αυτοκτονία. Ακόμα και το μακροσκελέστερο αποχαιρετιστήριο γράμμα παρουσιάζει μόνο ένα μέρος των πιέσεων και όσων απασχόλησαν τον αυτόχειρα και καθόρισαν το κίνητρο. Καμία πράξη αυτοχειρίας δεν έχει καταγραφεί καλύτερα από αυτήν της Σύλβιας Πλαθ. Ημερολόγια, γράμματα, ποιήματα, διηγήματα και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της «Ο γυάλινος κώδωνας», όπου περιγράφει γεγονότα πριν και μετά την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε στα είκοσι χρόνια της (δέκα χρόνια πριν από το 1963, όταν αφαίρεσε τελικά τη ζωή της). Η Σύλβια Πλαθ γράφει με αντικειμενικότητα, με ακρίβεια και με μια γοητευτική στεγνή αποστασιοποίηση για το πώς και το γιατί οι σκέψεις της στριφογύριζαν αδιάκοπα στο θάνατο. Χρειαζόμαστε άραγε περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες από όσες μας παρέχει η ίδια στην ποίηση και στα πεζά της;» αναρωτιέται στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, ο βιογράφος. Ενώ στον πρόλογο της δεύτερης, επισημαίνει:
«Δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή τόσο επεισοδιακή όσο αυτής της Σύλβιας Πλαθ. Όταν η Σύλβια πέθανε, σε ηλικία τριάντα ετών, το όνομά της ήταν σχεδόν άγνωστο. Το μυθιστόρημά της «Ο γυάλινος κώδωνας» είχε εκδοθεί με ψευδώνυμο, και η αυτοκτονία της παρέμεινε μυστική, ώσπου η είδηση διέρρευσε στο Τρίτο Πρόγραμμα του BBC. Δυο χρόνια μετά το θάνατό της, εκδόθηκε το «Αριελ» και, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η «Συλλογή ποιημάτων» που της χάρισε το Βραβείο Πούλιτζερ».
Ωστόσο απαιτήθηκαν ακόμα σαράντα χρόνια για ν’ αποκτήσει τον επίσημο βιογράφο της. Αφού κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο του Χιουζ και τα «Γράμματα γενεθλίων» του Χιουζ, και διέρρευσε, επί τέλους, ο ισχυρισμός του στο τραπέζι μετά την κηδεία: «Ηταν ένας αγώνας μέχρι θανάτου. Ενας από τους δύο έπρεπε να πεθάνει». Και έγινε γνωστή, τέλος, η πληροφορία: «το βράδυ μετά την κηδεία, ταμπούρλα ακούστηκαν σ’ ένα πάρτι που έγινε στο διαμέρισμα όπου η Σύλβια είχε την ίδια κιόλας μέρα αφαιρέσει τη ζωή της».
Κι, όμως, όλα ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές.
Εξαιρετική μαθήτρια και φοιτήτρια, το 1947 η Σύλβια πηγαίνει στο Γυμνάσιο Γκαμάλιελ Μπράντφορντ, όπου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους είκοσι καλύτερους μαθητές. Το 1949 είναι ήδη συντάκτρια στο The Bradford και γράφει μια στήλη για το The Townsman. Το 1950 παίρνει μέρος στη σχολική παράσταση του έργου «Ο θαυμαστός κύριος Κράιτον» του Τζ. Μ. Μπάρι και γράφει διηγήματα για περιοδικά. Το διήγημα «Και το Καλοκαίρι δεν θα ξανάρθει» δημοσιεύεται στο Seventeen και το διήγημα «Πικρές φράουλες» στο Christian Science Monitor. Το ίδιο έτος κερδίζει υποτροφία για το Κολέγιο Σμιθ, στο Νόρθαμπτον της Μασαχουσέτης. Το 1952 το βραβευμένο διήγημά της «Κυριακή στους Μίντον» δημοσιεύεται στο περιοδικό Mademoiselle.
Ητανε μόλις είκοσι χρονών.
Αλλά αυτό καθόλου δεν θα την εμποδίσει τον αμέσως επόμενο χρόνο από το να κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Με χάπια. Τη βρίσκουν στο κελάρι και την πηγαίνουν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, και από κει, στη ψυχιατρική πτέρυγα. Τέσσερα χρόνια μετά, θα γνωρίσει τον ποιητή Τεντ Χιούζ σε ένα πάρτι στο Κέιμπριζτ. Σε τέσσερις μήνες θα παντρευτούν και θα εγκατασταθούν στο Λονδίνο.
Το 1960 θα γεννήσει το πρώτο τους παιδί, τη Φρίντα Ρεμπέκα. Το 1961 θα γράψει τον «Γυάλινο Κώδωνα», το μυθιστόρημα που θα της χαρίσει κυριολεκτικά την αθανασία. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά το χρονικό μιας αποτυχημένης απόπειρας αυτοκτονίας και η νοσηλεία της στη ψυχιατρική κλινική. Τα ηλεκτροσόκ.
Το 1962 θα γεννήσει τον γιο τους, τον Νικόλα Φάραρ και θα γράφει εντατικά ποίηση. Ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο που θα έχει την ίδια χρονιά, θα το παρουσιάσει η ίδια σαν απόπειρα αυτοκτονίας.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μαθαίνει τη σχέση του Τεντ Χιουζ με την Ασια Ουέλβιλ. Και δύο μήνες αργότερα, χωρίζουν.
Τον Σεπτέμβριο επιστρέφει στο Ντέβον δίχως τον Χιουζ. Γράφει τα τελευταία είκοσι έξι ποιήματα και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς μετακομίζει. Σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Φίτζροι 23, στο Λονδίνο. Ετοιμάζει το «Αριελ» μια συλλογή με σαράντα ένα ποιήματα. Τον Ιανουάριο του 1963 εκδίδει τον «Γυάλινο κώδωνα» με ψευδώνυμο και στις 11 Φεβρουαρίου, «φεύγει- για- πάντα».
Η Σύλβια διέθετε μπόλικα υπνωτικά χάπια για να σκοτωθεί, όμως επιλέγει να πεθάνει από δηλητηρίαση με γκάζι.
«Την νύχτα της αυτοκτονίας της, ήθελε να προστατεύσει τα παιδιά της από το γκάζι», γράφει στη βιογραφία της ο Ronald Hayman. «Ανοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστερα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ηταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει. Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ηξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ηξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο».
Τους τελευταίους μήνες αισθανότανε «μια καρδιά να χτυπά στο στομάχι» της διαρκώς. Τα παιδιά είχαν γρίπη. Εκείνη ήταν φτωχή. Και ήταν κρύος ο χειμώνας. Τον Χιουζ, τής τον είχε πάρει «Εκείνη», η Άσια. Αισθανόταν ότι δεν είχε πια άλλη επιλογή.
Εξι χρόνια μετά, και η Άσια αυτοκτονεί.
Μονάχα ο μύθος της Σύλβια Πλαθ θα σωθεί. Και μια ποίηση σπαρταριστή και υγιής, να αποδεικνύει ότι μπορεί μια καταθλιπτική να είναι ταυτόχρονα και ποιητική ιδιοφυία.
Αλλά «η Σύλβια απεχθανόταν τη μοναξιά του πρωινού, απεχθανόταν να τρώει μόνη το βραστό αβγό της. Όμως ο άντρας που γύρευε δεν υπήρχε».
Και «Η Σύλβια είχε ανάγκη ν’ αγαπά κάποιον γιατί είχε ανάγκη ν’ αγαπηθεί, και η σκέψη της αποτυχίας προσέγγιζε τη σκέψη της αυτοκτονίας. Εμοιαζε με λαγό μες στη νύχτα που, τρομοκρατημένος απ’ τα φώτα ενός αυτοκινήτου, κινδύνευε να ριχτεί στις ρόδες του. Ενιωθε την απεγνωσμένη ανάγκη για αγάπη, ακόμα κι όταν δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα να υποκαταστήσει τους γονείς της, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε θεοί ούτε παντογνώστες. Απ’ την άλλη, όμως, δεν είχε ούτε καν τη συντροφικότητα που μπορούσε να έχει στο Σμιθ αν προσπαθούσε να κάνει φιλίες με τα κορίτσια… Κάθε μέρα, η Σύλβια πλησίαζε όλο και περισσότερο στο θάνατο…»
«Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει»….

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ «Ο ΚΥΡ- ΠΑΝΙΚΟΣ»
«Φαινόμενο, σύμβολο, ιδιοφυία, μύθος. Γυναίκα ποιήτρια με έργο αιχμηρό, σπαραχτικό και ονειρικό. Γυναίκα στοιχειωμένη από την ίδια της τη δημιουργικότητα, κατοικημένη από την ερμητική της αποστολή, αυτήν του να «μολύνει» με αίσθηση τον κόσμο. Και η «Βίβλος των Ονείρων» της, μετά θάνατον εκδοθείσα, να ζωοποιεί το άψυχο σώμα που ανασταίνει το ίδιο το όνειρο. Τραγικό, αλήθεια, να μεταγράφει ο θάνατος τη ζωή, αποκρυπτογραφώντας τον αναχωρητικό δρόμο του ποιητή. Έναν δρόμο που, με πλήρη συνειδητότητα, ο ποιητής καλείται να επιλέξει, προκειμένου να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό>. (Γιάννης Αντιόχου, από το επίμετρο στο «Ο Κυρ- Πανικός και η Βίβλος των ονείρων», Εκδ. «Μελάνι»)
«Η αιωνιότητα μου φέρνει πλήξη,
Ποτέ δεν τη θέλησα».
«Ο,τι αγαπώ είναι
Το έμβολο σε κίνηση».
Εγραφε. Παρ’ όλα αυτά την κέρδισε, όμως, την αιωνιότητα. Όπως κέρδισε και το μεγάλο στοίχημα, τελικά, της αυτογνωσίας. Κανένας δεν ήξερε τόσο καλά τον «φόβο» του και τον «θάνατο». Κανένας δεν έκανε έτσι τόσο πολύ τολμηρά «συγγενή του» τον «κυρ- Πανικό»:
«Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
τον ίδιο τον Φόβο.
Η αγάπη για το Φόβο είναι η αρχή της σοφίας.
Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
τον ίδιο τον Φόβο.
Είθε Φόβος και Φόβος και Φόβος να είναι πανταχού παρών». Εγραφε.
«Εχω την περίεργη συνήθεια να ξεχωρίζω τους ανθρώπους που έρχονται από τα όνειρά τους. Κατά τη γνώμη μου, τα όνειρά τους τούς κάνουν πιο ξεχωριστούς από οποιοδήποτε όνομα>.
Και γνώριζε τόσο μα τόσο καλά. «Τον κυρ- Πανικό» και «Την Βίβλο των ονείρων».
«Η Σύλβια Πλαθ είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, αλλά είχε εργαστεί επίσης, σε ανάλογο ίδρυμα και είναι εμφανές πως οι αναμνήσεις και οι σημειώσεις της καθοδήγησαν και σε αυτή την περίπτωση την πένα της». Γράφει η μεταφράστρια του βιβλίου «Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων» Μυρσίνη Γκανά: «Ο φοβερός θεός της τρέλας, που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο διήγημα, αποκαλείται από την Πλαθ στα αγγλικά Johnny Panic. Ένα όνομα κοινό, οικείο, σε μορφή υποκοριστικού (Johnny) έρχεται να εξευμενίσει τη μανία του πανικού, του τρόμου που σκορπάει γύρω του. Η απόδοσή του στα ελληνικά ως κυρ- Πανικού προσπαθεί ακριβώς να μεταφέρει αυτό το αίσθημα οικειότητας αλλά και σεβασμού προς κάποιον που γνωρίζουμε καλά, συναντάμε καθημερινά, δεν θέλουμε ή δεν πρέπει να τα βάλουμε μαζί του».
«Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει. Ξαφνικά οι απλές τελετουργίες της ημέρας αρνούνται να προχωρήσουν, σαν πεισματάρικο άλογο. Γίνεται αδύνατο να κοιτάξω ανθρώπους στα μάτια: μπορεί να ξεχειλίσει και πάλι η σαπίλα; Ποιος ξέρεις. Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων γίνονται ανυπόφορες.
Η εχθρότητα αυξάνεται, επίσης. Αυτό το επικίνδυνο, θανάσιμο δηλητήριο που προέρχεται από μια άρρωστη καρδιά. Αρρωστο μυαλό επίσης. Η εικόνα της ταυτότητας, την οποία παλεύουμε κάθε μέρα να αποτυπώσουμε στον ουδέτερο ή εχθρικό κόσμο, καταρρέει εκ των έσω»… Εγραφε με τόση γενναιότητα και οξυδέρκεια την Δευτέρα στις 20 Φεβρουαρίου του 1956.
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, «ο κυρ- Πανικός» θα την γονατίσει.
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, ο Θεός της Ποίησης θα της χαρίσει το Πούλιτζερ. Όμως εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ, τότε, και να το φανταστεί! «Ολη τη νύχτα ονειρευόμουν την καταστροφή,/ ολοκληρωτική καταστροφή».
Γιατί η Σύλβια Πλαθ ήταν ολόκληρη ένα σώμα: «Διαφορετικά, αν η ποίησή της δεν ήταν σωματική, δεν θα ήταν μεγαλοφυής και όσο κι αν η ίδια η ποιήτρια έπλασε τον προσωπικό της μύθο με την αυτοχειρία της, το έργο της δεν θα επιβίωνε».
Μια ποίηση που αποδείκνυε και αποδεικνύει διαρκώς, ότι η δημιουργός ήταν προαποφασισμένη να συναντήσει το θάνατο:
«Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί.
Το νεκρό
Κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας
Ρέει στις πτυχές της τηβέννου της.
Τα εκτεθειμένα της
Πόδια φαίνονται να λένε:
Ως εδώ φτάσαμε, αρκεί».
Το έγραψε στις 5 Φεβρουαρίου του 1963. Έξι μέρες πριν από το θάνατό της. Η Σύλβια γνώριζε. Η Σύλβια Πλαθ είχε σχέδιο.
Ετσι, η 11η Φεβρουαρίου του 1963, ήταν μια μέρα λίγο πιο σκοτεινή, λίγο πιο καταθλιπτική, λίγο πιο βαριά απ’ τις συνηθισμένες. Και η Σύλβια Πλαθ δεν μπόρεσε να την αντέξει.


ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου 1932.
Την περίοδο 1842 – 1950 γράφει τα πρώτα της ποιήματα.
Το 1953 επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη ως έκτακτη συντάκτρια του περιοδικού Mademoiselle και την ίδια εποχή αποπειράται να αυτοκτονήσει. Σώζεται και κλίνεται σε ψυχιατρική κλινική.
Το 1955 αποφοιτά από το Smith College με έπαινο και συνεχίζει τις σπουδές της στο Κέμπριτζ με υποτροφία.
Στις 16 Ιουνίου 1856 παντρεύεται τον άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ.
Την 1η Απριλίου 1960 γεννιέται η κόρη της Φρίντα Ρεμπέκα.
Στις 17 Ιανουαρίου 1962 γεννιέται ο γιος της Νίκολας Φάραρ. Την ίδια χρονιά η Πλαθ και ο Χιουζ χωρίζουν.
Τον Ιανουάριο του 1962 εκδίδει τον «Γυάλινο Κώδωνα» με το ψευδώνυμο Victoria Lycas. Στις 11 Φεβρουαρίου αυτοκτονεί.
Το 1971 εκδίδεται το «Ariel».
Το 1971 εκδίδονται οι ποιητικές συλλογές της «Crossing the Water» «Winter Trees».
Το 1975 εκδίδεται η αλληλογραφία με τη μητέρα της.
Το 1976 εκδίδονται τα πεζά της με επιμέλεια του Τεντ Χιουζ.
Το 1981 εκδίδονται τα άπαντα των ποιημάτων της «The Collected Poems» με επιμέλεια του Τεντ Χιουζ. Το βιβλίο κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση.
Το 1982 εκδίδονται τα ημερολόγιά της.
Το 1999 μετά τον θάνατο του Τεντ Χιουζ εκδίδονται τα πλήρη ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ.


ΕΡΓΑ ΤΗΣ Σ.Π.
«Ο Κολοσσός» (Λονδίνο 1960, Νέα Υόρκη 1962)
«Ο γυάλινος κώδωνας» (Λονδίνο (με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας) 1963, (με το δικό της όνομα) 1966. Νέα Υόρκη 1971)
«Άριελ» (Λονδίνο 1965, Νέα Υόρκη 1971)
«Crossing the Water» (Στην άλλη όχθη) (Λονδίνο 1971, Νέα Υόρκη 1971)
«Χειμωνιάτικα δέντρα» (Λονδίνο 1971, Νέα Υόρκη 1971)
«Γράμματα στην πατρίδα. Αλληλογραφία 1950- ’63», επιμέλεια με σχόλια της Ορέλια Σόμπερ Πλαθ (Λονδίνο 1975, Νέα Υόρκη 1975)
«Το κόκκινο βιβλίο» (Λονδίνο 1976, Νέα Υόρκη 1976)
«Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλα πεζά» (Λονδίνο 1977, Νέα Υόρκη 1980)
«Ποιητική συλλογή», επιμέλεια Τεντ Χιουζ (Λονδίνο 1981, Νέα Υόρκη 1982)
«Τα ημερολόγια της Σύλβιας Πλαθ», επιμέλεια Φράνσις Μακ Κάλοου και Τεντ Χιουζ (Νέα Υόρκη 1982)
«Τα ημερολόγια της Σύλβιας Πλαθ 1950- 1962», επιμέλεια Κάρεν Β. Κούκιλ (Λονδίνο 2000)
Στα ελληνικά κυκλοφορούν:
«Ο γυάλινος κώδων» (εκδόσεις «Αίολος»)
«Ποιήματα» (εκδόσεις «Κέδρος», μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου)
«Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις «Μελάνι», μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά)
«Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ» (εκδόσεις «Μελάνι», μετάφραση: Εφη Φρυδά)
Και τα παιδικά:
«Το κοστούμι δεν με μέλει» (εκδόσεις «Πατάκη») και
«Η κουζίνα της κυρίας Τσέρι» (εκδόσεις «Μεταίχμιο»).





Mια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μικρή λαίδη και ένα πουλί. Σπουργίτι ας πούμε. Και βρέθηκαν κάπου που ήταν υγρά, σκοτεινά και κρύα. Το σπουργίτι έλεγε στην μικρή λαίδη τι βρίσκεται έξω. Κι έξω ήταν ο κόσμος των μεγάλων. Και η μικρή λαίδη μαζί με το σπουργίτι φώναζαν για βοήθεια, αλλά κανείς δεν τους άκουγε. Κανείς δεν τους έβλεπε. Και ήταν υγρά και σκοτεινά και κρύα. Και φώναζαν πιο δυνατά. Αλλά κανείς δεν τους άκουγε. Και φώναζαν ακόμα πιο δυνατά. Και δεν ήταν ότι κανείς δεν τους άκουγε, αλλά ότι κανείς δεν τους αγαπούσε. Και τότε η μικρή λαίδη πρότεινε στο σπουργίτι που ήταν ο μοναδικός της φίλος να πηδήξουν από την γέφυρα και να μην μπορέσει να τους πιάσει κανείς. Και πήδηξαν. Και βρέθηκαν σε έναν τόπο που ήταν υγρός, σκοτεινός και κρύος. Γιατί όλα είναι μέσα στο μυαλό σου. Κι από αυτό δεν μπορείς να το σκάσεις, ούτε με μια βουτιά από ψηλά...
Moha


La ballade of Lady and Bird - Lady and Bird

Bird :
Lady?

Lady :
Yes Bird?

Bird :
It's cold

Lady :
I know

Lady :
Bird...
I cannot see a thing

Bird :
It's all in your mind

Lady :
I'm worried

Bird :
No one will come to see us

Lady :
Maybe they come but we just don't see them
What do you see?

Bird :
I see what's outside

Lady :
And what exactly is outside?

Bird :
It's grown-ups

Lady :
Well maybe if we scream they can hear us

Bird :
Yeah, maybe we should try to scream

Lady :
Ok, Bird

Lady & Bird :
Heeeelp, Heeeelp
Can you hear us now ?
Hello !
Help !
Hello it's me
Hey
Can you see
Can you see me
I'm here
Nana come and take us
Hello
Are you there
Hello

Lady :
I don't think they can hear us

Bird :
I can hear you lady

Bird :
Do you want to come with me lady

Lady :
Will you be nice to me Bird

Lady :
You're always be nice to me because you're my friend

Bird :
I try but sometimes I make mistakes

Lady :
Nana says we all make mistakes

Bird :
Maybe we should scream more

Lady :
Yes, Bird let's scream more

Lady & Bird :
Help ! Help us ! Come on ! Help
Hello !
Help
Hello !
We're lost

Lady :
I don't think they cannot see us

Bird :
Nobody likes us

Lady :
But they all seem so big

Bird :
Maybe we should just jump

Lady :
What if we fall from the bridge and then nobody can catch us

Bird :
I don't know let's just see what happens

Lady :
Okay

Bird :
Come with me

Lady :
Shall we do it together

Bird :
Yeah

Lady & Bird :
1 2 3....Aaaaaaah

Bird :
Lady?

Lady :
Yes Bird

Bird :
It's cold

Lady :
I know

Lady :
Bird...I cannot see a thing

Bird :
It's all in your mind

18/6/07

Μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει


Για έναν φίλο που έφυγε, αλλά πάντοτε φίλος μου θάναι!
για τον Reader’s- diggest
που γνώρισα παράδοξα (και… βίαια, από διαδικτυακή διαφωνία) και έγινε ο καλύτερος φίλος μου. Παραμένει ο καλύτερος φίλος μου. Εις το διηνεκές θα είναι καλός φίλος μου. Κάπως σαν την εφεύρεση του Μορέλ που ακολουθεί, εφόσον μαζί του έζησα το απίθανο μιας διπλής, κάποια στιγμή, επικοινωνίας. Με όλα τα ονόματά μας και μ’ όλα μας τα πρόσωπα. Να ‘ναι καλά ό,τι κι αν αποφασίζει, ό,τι κι αν κάνει. Όντας απόλυτα σίγουρη ότι αυτό εδώ το κειμενάκι θα το νοιώσει ακόμα κι αν δεν το δει. Ακόμα κι αν έχει αποφασίσει να μην ξαναμπεί ποτέ σε αυτό τον χώρο που εκείνος με ενέπλεξε. Διότι δίχως τον Reader μπορεί να μην είχε καν υπάρξει άλεφ!
Ο Reader και ο Librofilo ευθύνονται απολύτως για την γέννηση αυτής της αντιπαθητικής. Και για τη διαδικτυακή… τιμή της, βέβαια, ο Moha.

«Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΡΕΛ» του Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, Μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. «Πατάκη».

“Για έναν κυνηγημένο, για σας, μόνο ένας μέρος στον κόσμο υπάρχει, μα δε ζει κανείς εκεί. Είναι ένα νησί. Γύρω στο 1924, κάποιοι λευκοί έχτισαν εκεί ένα μουσείο, ένα παρεκκλήσι και μια πισίνα. Τα έργα αποπερατώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν»…
Υπάρχει, όμως, ένα «έργο» που δεν αποπερατώθηκε και δεν είναι εγκαταλείφθηκε ποτέ. Διότι «Η εφεύρεση του Μορέλ» επιζεί των πάντων’ εις το διηνεκές μπορεί να προβάλλεται. Και όσον αφορά την εικονική πραγματικότητα ως εύρημα, αλλά και το διαχρονικό του θέματος και της αξίας του ομώνυμου βιβλίου.
Το υπογράφει ο Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες, επιστήθιος φίλος του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο οποίος υπογράφει και τον πρόλογο. Γράφτηκε το 1940 και, παρότι μπορεί να διαβαστεί σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, αντιμετωπίστηκε περίπου ως προφητεία ή χρησμός, διότι αναφερόταν «με δραματική διορατικότητα στη σημερινή κυριαρχία του οπτικοακουστικού, στην υποταγή των ιδεών στην παντοδυναμία της εικόνας».
Το βιβλίο επανακυκλοφόρησε φέτος απ’ τις εκδόσεις «Πατάκη», από τις ίδιες εκδόσεις έχει ήδη κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Κασάρες «Σχέδιο Διαφυγής».
Στην «Εφεύρεση του Μορέλ» ο ήρωας είναι ένας δραπέτης, ένας κυνηγημένος. Το πού έχει φταίξει ή το γιατί τον κυνηγούν, δεν θα το μάθουμε ποτέ, εξάλλου δεν είναι αυτό το θέμα. Ενας άνδρας διωκόμενος για να γλιτώσει απ’ τους διώκτες του, μπορεί να καταφύγει παντού, ακόμα και στο νησί του… διαβόλου. Σε εκείνο τον έρημο τόπο όπου κανείς δεν τολμά να πλησιάσει παρά μόνον αυτός, διότι παραμονεύει εκεί η εστία μιας αρρώστιας μυστηριώδους, που σε «σκοτώνει απ’ έξω προς τα μέσα», «πέφτουν τα νύχια, πέφτουν τα μαλλιά, νεκρώνονται το δέρμα και οι χιτώνες των ματιών», το σώμα ζει οκτώ, δεκαπέντε μέρες!
Εκείνου όμως «η ζωή ήταν τόσο αφόρητη» που αποφασίζει να πάει.
Αλλά θα τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη εκεί. Διότι και πολλοί άνθρωποι έχουν επίσης, αποφασίσει κι έχουν πάει. Βρίσκονται κι άλλοι πολλοί σ’ αυτό το καταραμένο νησί. Και μέσα σ’ όλους αυτούς και μια γυναίκα, η Φοσίν. «Φορά στο κεφάλι μια παρδαλή μαντίλα’ έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από το ένα γόνατο’ το δέρμα της το ‘χουν χρυσώσει ήλιοι πριν τη γέννησή της’ απ’ τα μάτια της, τα μαύρα της μαλλιά, το μπούστο της, μοιάζει με κάτι τσιγγάνες ή Σπανιόλες σε ζωγραφιές της κακιάς ώρας». Ετσι τώρα πια «Κάθε απόγευμα, μια γυναίκα κάθεται στα βράχια και κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα». Λίγο πιο κει μαγεμένος θα κάθεται κι αυτός.
Το παράδοξον του όλου θέματος θα αρχίσει να διαφαίνεται από τη στιγμή που θα αποφασίσει να εκδηλώσει τον έρωτά του προς αυτή. Η γυναίκα μοιάζει να μην τον… βλέπει. Αλλά ούτε κι ο αντίζηλός του, ούτε και άλλος κανείς!
Μέχρι να βγάλει άκρη, έβαλε με το νου του πολλά: ότι άρπαξε πια την περιβόητη αρρώστια και έχει παραισθήσεις. Πως ο νοσηρός αέρας και η κακή διατροφή τον έχουν κάνει αόρατο. Ότι είναι όντα άλλης φύσεως, άλλου πλανήτη. Πως όλα αυτά είναι όνειρο μέσα σε όνειρο. Ότι οι παρείσακτοι είναι «μια παρέα νεκροί φίλοι” και το νησί, το καθαρτήριο ή ο παράδεισός τους…
Μέχρι που πια μαθαίνει είναι ένα… πείραμα μονάχα όλα αυτά! Τα αποτελέσματα της εφεύρεσης του Μορέλ και η Φοσίν του μόνον μια εικόνα!
Αλλά ερωτευόμαστε ενίοτε και ένα φάντασμα. Ή μάλλον, όποτε ερωτευόμαστε, έτσι ή αλλιώς, μονάχα το φάντασμα του άλλου ερωτευόμαστε.
Κι όμως αυτός ο κυνηγημένος άντρας αγαπά με πάθος μια Φονσίν ή οποία μπορεί να έχει ήδη πεθάνει, γνωρίζει καλά «πως δεν υπάρχει άλλη Φονσίν παρά μόνον αυτή η εικόνα» για την οποία αυτός δεν υπάρχει!
Ο μόνος τρόπος προσέγγισης θα είναι η μηχανή του Μορέλ. Αυτή η απίθανη εφεύρεση που εξασφαλίζει την εικόνα σου εις το διηνεκές εξαφανίζοντας εσένα.
Για να βρεθεί με την Φονσίν «σε μια οπτασία που κανείς δεν θα συλλέξει», θα δώσει τα πάντα, και την πραγματικότητά του ακόμα. Διότι «η χαρά του να κοιτάζει την Φοστίν> όπως θα πει «θα είναι το μέσον στο οποίο θα ζήσει την αιωνιότητά του».
Ένα μικρό αριστουργηματικό βιβλίο που είναι, εντέλει, πολλά: ένας μελλοντικός εφιάλτης, ένα επιστημονικό και υπαρξιακό θρίλερ, ένα μακάβριο, μαγευτικό, αλληγορικό παραμύθι, μια ιστορία αγάπης παράδοξης, η εικασία μιας φρικτής υπόνοιας, ότι όλα μπορεί να είναι όνειρο μέσα σε όνειρο ή το όνειρο Κάποιου.
Το αμετάβλητο της περίπτωσης, η ανατριχιαστική παντοδυναμία της εικόνας: πάνω από την πραγματικότητα και πέρα από την ύπαρξη.
Κι όλα αυτά, με ανάσες και λέξεις μετρημένες, καλοκαρφωμένες, καθοριστικές. Και μια πλοκή που σε εντάσσει στην εφεύρεση, θέλεις δεν θέλεις.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αργεντινός συγγραφέας Αδόλφο Μπιόυ Κασάρες (1914- 1999) γεννήθηκε και πέθανε στο Μπουένος Άιρες.
Εγραψε τα μυθιστορήματα:
«Η εφεύρεση του Μορέλ» (1940),
«Σχέδιο διαφυγής» (1954), Εκδ. Πατάκη, σε μετάφρ. Παύλου Μάτεσι).
«Το όνειρο των ηρώων» (1954) κ.α.
και τα διηγήματα «Η ουράνια πλεκτάνη» (1948),
«Θαυμαστή ιστορία» (1956),
«Ο ήρωας των γυναικών» (1978),
«Βίαιες ιστορίες» (1986) κ.α.
Με το στενό του φίλο Χόρχε Λουίς Μπόρχες συνυπέγραψαν – είτε με τα πραγματικά τους ονόματα είτε με πομπώδη ψευδώνυμα, προιόντα παιγνιωδών συνδυασμών προγονικών τους επωνύμων (Ονόριο Μπούστος Ντομέκ, Μπ. Σουάρες Λιντς)- σενάρια, ανθολογίες, αστυνομικές ιστορίες και σπαρταριστές σάτιρες του μοντερνισμού.
Δυο χρόνια μετά το θάνατο της αγαπημένης του συντρόφου, της Αργεντινής συγγραφέα Σιλβίνα Οκάμπο, κυκλοφόρησε η πολύχρονη αλληλογραφία τους, ένα εντυπωσιακό «φρέσκο» του πνευματικού Μπουένος Άιρες (Ταξιδεύοντας, 1996).
Ο Κασάρες τιμήθηκε το 1975 με το Ανώτατο Βραβείο της Εταιρείας Αργεντινών Συγγραφέων (SADE), το 1981 με το παράσημο της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και το 1991 με το Βραβείο Μιγκέλ ντε Θερβάντες.



Πάντα θα υπάρχει μια φράση που θα με πηγαίνει κάπου.Εδώ με πηγαίνουν όλα στον Rod Dougan. Λίγο η ιστορία που με πήγε στο Matrix, οπότε και στον Dougan και μετά όλα αυτά που της λέει στο Nothing at all:

Let the whole world fall away
And fall into my arms
Stay with me
I don't know how long we've got left
And so I'm asking you
To forgive me
I learn as I go
To float far away
Into silence
And just watch your face
And find some kind of grace
In that quiet bliss

Where will we go when we get old
When the bustle and the noise
Get too frightening
When each and every angry word
Is banished to the past
That's when I think...
We'll learn as we go
To float far away
Into silence
And I'll watch your face
And read of patience and grace
In each line there

Will you walk into this grave with me
Will you leave this empty world
Soft and wistful
To sink into the dark, dark earth
And never reappear would be blissful
To float far away
Into eternal space
And God's silence
Where I'll watch your face
And find patience and grace
In each line there

Can I stay and say nothing at all.
Work each day, all for nothing at all.
The few words I say mean nothing at all.
Drift away into nothing at all.
Find the grace to be nothing at all.
Fade away and end up nothing at all.


Moha


14/6/07

Το κίνητρο


Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Ετσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Ατγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι. Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί. Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε. Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση. Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα. Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Για να παράγω τάξη από το χάος. Επειδή με ευχαριστεί. Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών. Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο. Για να κοροιδέψω τον Θάνατο. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό. Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά. Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη. Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα. Για να επιβιώσω και μετά θάνατον. Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα. Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά. Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου. Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου. Για προσωπική έκφραση. Για προσωπική ευχαρίστηση. Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε. Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά.
Και τα… ευπώλητα, ίσως;



Ennio Morricone + Lisa Gerrard μαζί. 2 κίνητρα για να ακούς και να παίζεις μουσική για πάντα. Και μπορώ να σκεφτώ κι άλλα. Κίνητρα. Αλλά άμα θέλετε μου λέτε τα δικά σας.



Moha

12/6/07

Δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω


ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, η άβυσσος δεν έχει βιογράφο

«Είσαι μεγάλη ποιήτρια» θα της πει η συγγραφέας Ελεν Χαντ Τζακσον το 1898 προφητικά, αλλά ο κόσμος δεν θα την μάθει παρά μονάχα αρκετά χρόνια μετά από τον θάνατό της.
Το κορίτσι με τ’ άσπρα, που είδε το φως της ζωής στις 10 Δεκεμβρίου 1860, στο Άμερστ της Μασσαχουσέτης, μια μικρή πόλη δύο χιλιάδων κατοίκων, πλάι σε δάση από έλατα και σημύδες κι έφυγε ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε ένα άσπρο φέρετρο για την αθανασία, αν κι έζησε μια ζωή κρυμμένη και κλειδωμένη γράφοντας στην κάμαρά της, έμελλε με την ποίησή της να σημαδέψει τους αιώνες που ακολουθούν.
Μορφή μυθική πια της λογοτεχνίας, η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, λίγο νεότερη από τον Πόε, και σύγχρονη του Ουίτμαν, του Μέλβιλ και του Χώθορν, έγινε διαχρονική σπρώχνοντας όπως- όπως τον καιρό της. Υπήρξε οικουμενική δίχως να ξεμυτίσει από το δωμάτιό της στη μικρή πουριτανική πόλη του Άμερστ. Έγινε διάσημη, δίχως ποτέ να εκδώσει βιβλίο όσο ζούσε.
Ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς με 2000 ποιήματα που θα ανακαλύψει η αδελφή της Λαβίνια την ώρα που εκείνη ξεκινούσε για το δίχως επιστροφή ταξίδι στο επέκεινα, θα είναι το όχημα που θα αποδείξει για ακόμα μια φορά ότι η μεγάλη τέχνη βρίσκει τον τρόπο κι επιβάλλεται στον κόσμο, πολλές με τρόπο αρκούντως παράδοξο.
«Με κάλεσαν πίσω» πρόλαβε κι είπε να χαράξουν στον τάφο της. «Μακάρι να ‘μασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω», το μόνιμο άγχος και το πρόβλημά της. Μοναδικό της βάσανο «εάν τα ποιήματά της ανασαίνουν». Και εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό της τα ποιήματα και τα γράμματά της θα γίνουν «η ποιητική δωρεά της στον κόσμο».
Στα νυχτέρια της μοναξιάς, της γραφής και της μελέτης της, συντροφιά της η Αγία Γραφή, ο Σαίξπηρ και το λεξικό Webster’s. Το ζυμωτό ψωμί και τα μικρά γλυκά που έφτιαχνε με τα χέρια της, τα ζουζούνια και τ’ άνθη του αρχοντικού της. Τα ποιήματά της που έγραφε χωρίς παραλήπτη και δίχως σταματημό σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, επάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων. Για την εμπειρία της έκστασης και για τον έρωτα, για την εγκατάλειψη και το θάνατο, για την παντοδυναμία και την ομορφιά της φύσης, για την αναζήτηση το Θεού και την αμφιβολία. Και 1000 γράμματα. Εφάμιλλα πολλά απ’ αυτά με την ποίησή της.
Στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, τρία ερωτικά γράμματά της με άγνωστο παραλήπτη. Τα πιο αινιγματικά και τα τραγικότερα, τα πιο ερωτικά.
«44 ποιήματα & 3 γράμματα» ο τίτλος του. Και στις σελίδες του βιβλίου ο Ερρίκος Σοφράς ανθολογεί, μεταφράζει και σχολιάζει τα ποιήματα και τα γράμματά της. Ενώ στο επίμετρο με τον τίτλο «Η άβυσσος δεν έχει βιογράφο» μελετά την εποχή και το έργο της. Καταγράφοντας «ό,τι μπορεί να συγκρατήσει ο αναγνώστης από την άμμο μιας ζωής».
Σπαράγματα ποίησης και ζωής, ό,τι ακολουθεί.

ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟ ΣΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
«Το 1853 εξομολογείται το μυστικό της στον Ωστιν, που σπουδάζει νομικά στο Χάρβαρντ: «Θα σου πω πως έχουν τα πράγματα- έχω κι εγώ τη συνήθεια να γράφω». Λίγες μέρες αργότερα: «Μακάρι να ‘μασταν παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω». Και τον επόμενο χρόνο, στα είκοσι τρία της: «Δε φεύγω από το σπίτι, εκτός κι αν μια πειστική ανάγκη με πάρει από το χέρι».
Στους σκονισμένους δρόμους του Άμερστ φάνηκαν κάποιες σκιές, άνθρωποι μισό πραγματικοί μισό γυρνάμενοι μες στο μυαλό της, οι λίγοι εκείνοι που σφράγιζαν τη ζωή της: καλούπια της πραγματικότητας, που στάλαξε μέσα τους την ύλη του ιδιώματός της. Γιατί στην Ντίκινσον, ακόρεστη και δύσπιστη καθώς ήταν μπροστά στην ευτυχία, η ερωτική ιδέα ήταν αχώριστη από την ποιητική»….
«Αν και είναι πιθανό πως άρχισε να γράφει από το 1845, το πρώτο γνωστό ποίημά της χρονολογείται τον Μάρτιο του 1850, στα είκοσί της. Από την παραγωγή των επόμενων οχτώ χρόνων κράτησε μόνο τέσσερα ποιήματα. Το 1858 αρχίζει να συγκεντρώνει προσεχτικά τα ποιήματά της αντιγράφοντάς τα σε χειροποίητα τετράδια, σα να ήθελε να βάλει τάξη στην παραγωγή της, που αύξανε διαρκώς, σα να επιθυμούσε να συνθέσει τις συλλογές της.
Την εποχή αυτή φαίνεται πως συμβαίνει στη ζωή της κάποιο γεγονός αποφασιστικής σημασίας (αντικείμενο εξαντλητικών συζητήσεων). Το αποτέλεσμα ήταν ένας εσωτερικός εμπρησμός που την οδήγησε στη δημιουργία 1.116 ποιημάτων, τα δύο τρίτα του έργου της, σε διάστημα οχτώ χρόνων, από το 1858 ως το 1865. (Πρόκειται για την πιο γόνιμη περίοδο, μιας και το 1862 γράφει 227 ποιήματα, το annus mirabilis 1863 295, σχεδόν ένα την ημέρα, το 1865 229). Η Ντίκινσον θα συνεχίσει να γράφει μέχρι το τέλος της ζωής της, «δεν έχω άλλο σύντροφο στο παιχνίδι» με ετήσιο μέσο όρο 26 ποιήματα, όμως ποτέ με την ορμή των αρχών της δεκαετίας του 1860>.

ΒΟΥΛΙΜΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ
«Παιδί χαρισματικό και ώριμο, η Ντίκινσον μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι που κυκλοφορούσαν βιβλία, σε προτεσταντικά σχολεία με εξαιρετικούς δασκάλους- «Είμαι πάντα ερωτευμένη μαζί τους» (Γ15)-, στο Αμερστ με τη ζωηρή πνευματική κίνηση (Λέσχη Σαίξπηρ, διαλέξεις, ρεσιτάλ)…
Δεκαεννιά αντίτυπα της Αγίας Γραφής βρέθηκαν στο σπίτι των Ντίκινσον. Τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ήταν το θεμέλιο ανάγνωσμα των Νεοεγγλέζων, και ο εκκλησιασμός, η προσευχή και τα κηρύγματα, αναπόσπαστο τμήμα της κάθε μέρας. Την ποιήτρια που «δεν ήταν η αφοσιωμένη μαθήτρια κανενός», μονάχα η Βίβλος και τα έργα του Σαίξπηρ την έθρεψαν, τη στήριξαν και την ενέπνευσαν…
«Τα νυχτέρια της γραφής και της μελέτης ίσως ήταν η αιτία που κατέστρεψε η Ντίκινσον την όρασή της. «Και μένα μ’ άρεσε να βλέπω/ Προτού τα μάτια μου χαλάσω» (Π324)…»
«Διάβαζε με βουλιμία, είχε εποπτεία της παλαιότερης και της σύγχρονής της λογοτεχνίας. «Οι λέξεις… δεν ξέρω κάτι άλλο πιο δυνατό», έλεγε, όμως κανένας άλλος ποιητής δεν όφειλε στα βιβλία τόσο λίγα. Αν και έγιναν επίμονες απόπειρες να προσδιοριστούν οι πρόγονοί της, οι επιδράσεις που δέχτηκε και το λογοτεχνικό κίνημα όπου ανήκει, η Ντίκινσον αντιστέκεται σε όποια κατάταξη και μένει μακριά από κάθε άμεση εξάρτηση. Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, μελέτησε τους Αγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη σχεδόν την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία.
Από τους Αμερικανούς: Εμερσον και Θορώ, Χώθορν, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποίηση του Ουίτμαν). Από τους Αγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντσγουερθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα, όμως, τους Μπράουνινγκ (έγραψε τουλάχιστον δυο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Ελιοτ (δυο ποιήματα είναι αφιερωμένα στη μνήμη της), την Εμιλυ και την Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» του Γερμανού μυστικού Thomaw a’ Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα)>.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ
«Με ορισμούς, αποστροφές και δραματικούς μονολόγους, με κραυγές, σαρκασμούς και οξύμωρα, η Ντίκινσον μιλά διαρκώς για την εμπειρία της έκστασης’ για το πένθος της εγκατάλειψης και το θάνατο’ για την αναζήτηση του θεού και, την ίδια στιγμή, για την αμφιβολία της. Στίχοι ελλειπτικοί, σπαράγματα μιας μεγάλης εξομολόγησης και ίχνη μιας περιπέτειας πνευματικής, ποίηση αρχιτεκτονημένη με τρόπο συμφωνικό, αφού επαναλαμβάνονται τα θέματα, εισάγονται παραλλαγές, νοήματα αναδύονται μέσα από το πολύσημο λεξιλόγιο: όλα πασχίζουν να ονομάσουν μια απουσία, ένα χωρισμό.
Η Ντίκινσον, εγκαταλείποντας γρήγορα τη θεματολογία του ρομαντισμού, ερευνά περιοχές απόκρημνες, στις παρυφές της τρέλας και της ανυπαρξίας, εκεί που η αγωνία αναβλύζει σαν το μύρο. Με μια γραφή σχεδόν χωρίς εξέλιξη, αφού τα επιτεύγματα έχουν κατακτηθεί από τα πρώτα κιόλας βήματα, σε μια ασωτεία της μεταφοράς και της υπαινικτικότητας, γεννιούνται ποιήματα δύσβατα. Ούτε τα πρόσωπα ορίζονται ούτε οι τόποι – και η ιστορία που προηγήθηκε αποσιωπάται: τακτική σκόπιμη και μεθοδική, σταθερός συντελεστής του ποιητικού σχεδίου, ό,τι ονομάζει «παράλειψη του κέντρου». Κρυμμένη πίσω από προσωπικές και δεικτικές αντωνυμίες, η Ντίκινσον μετατρέπει το ποίημα σε αίνιγμα και καθιστά την αμφισημία κυρίαρχο χαρακτηριστικό: λόγου χάρη, όταν γράφει «αυτός» δεν ξέρουμε αν αναφέρεται στο Θεό, σε κάποιο έντομο ή στην αγαπημένη μορφή.
Στον αντίποδα του κέντρου υπάρχει ένα μυστικό σημαίνον, η περιφέρεια, κρίσιμη έννοια στο γλωσσικό της ιδίωμα, που εκφράζει την κίνηση από το γνώριμο και αντιληπτό στο άγνωστο και ασύλληπτο. «Δουλειά μου είναι η Περιφέρεια» θα δηλώσει, ορίζοντας τον κύκλο που «προσπαθεί να περικλείσει την αλήθεια της ζωής, όλο το πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, δεσμεύοντάς το στην ποίηση». Η γραμμή που χαράζει η Ντίκινσον μπορεί ακόμη να εκφράζει το «όριο όπου το ανθρώπινο συναντά το θεικό για μια στιγμή, μα δεν το υπερβαίνει, αλλά και την έκσταση που λυτρώνει από το Εγώ».
Ο επίμονος έλεγχος του αισθήματος και η υπόταξή του σε ένα αισθητικό περίγραμμα συνιστούν ίσως το πιο σπουδαίο καλλιτεχνικό της επίτευγμα. Είναι η απροσδόκητη διάνοιά της, εξάλλου, το σπάνιο πνεύμα της (ό,τι όρισαν με τη λέξη wit), αυτό που θα τη γλιτώσει από το mal du siecle: δίπλα στην απόγνωση υπάρχει μια έμφυτη παιγνιώδης διάθεση, μια λοξή ματιά, που γίνεται κάποτε κοριτσίστικη δροσιά και ευθυμία.
Ζητώντας καταφύγιο στη μακαρία φύση, σκηνικό ατελεύτητης παρατήρησης, αντανάκλαση της πληρότητας και του αιώνιου, μεταμορφώνει τον κήπο της και τη γύρω εξοχή σε πνευματική έκταση. Αλλά και αυτή ακόμα η φύση, «αντίθετα από τους προγενέστερους ρομαντικούς, δε θεραπεύει τον ανθρώπινο πόνο»: θα ταυτιστεί με το χάος, θα γίνει ένα όραμα κατεστραμμένο, ένα πράσινο εργαστήρι όπου ασκείται ποιος ξέρει ποιο πανούργο πείραμα…
… Η αρχέγονη δύναμη που έκρυβε μέσα της, η ηλεκτρική τάση που θέλησε για τα ποιήματά της, την οδήγησαν σε συντακτικές ιδιομορφίες, σε ανακολουθίες γραμματικές, σε στίξη ταραγμένη. Από νωρίς, χρησιμοποιεί συστηματικά την υποτακτική αντί για την οριστική, αντιστρέφει τη θέση υποκειμένου και αντικειμένου, παραλείπει συνδετικά. Εξάλλου, με συχνούς διασκελισμούς καθυστερεί την απόδοση του νοήματος και υπονομεύει την αυτοτέλεια του στίχου της. Υποκαθιστά αδιάκριτα τα άλλα σημεία στίξης με την παύλα, για να παραστήσει οπτικά το μουσικό ρυθμό του ποιήματος. Θυσιάζοντας προθέσεις, συνδέσμους και αντωνυμίες και δένοντας το συγκεκριμένο με το αφηρημένο, φτάνει σε μια απόλυτη έλλειψη. «Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το κοινότοπο» (Γ5)….>

ΦΟΒΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΚΡΥΦΤΗΚΑ: Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
«Η Ντίκινσον, πριν από τα σαράντα χρόνια της, έπαψε να βγαίνει από το σπίτι. Δεν ήταν μια απόφαση ή κάτι σκόπιμο, «απλώς συνέβη», σύμφωνα με την αδελφή της. «Δε βγαίνω από το χτήμα του πατέρα μου, για να πάω σε άλλο σπίτι ή σε άλλη πόλη», γράφει στον Χίγκινσον το 1869. Μιλώντας συγκλονιστικά για τη θέλησή της, επικαλείται τη φράση της Βίβλου: «Τ’ αληθινά εκείνα λόγια του Αδάμ και της Εύας δεν ξεπεράστηκαν ποτέ: «Φοβήθηκα και Κρύφτηκα». Και ακόμη: «Διαλέξτε ποιον θα υπηρετήσετε! Εγώ υπηρετώ τη Μνήμη». Μετά τους κλυδωνισμούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1860, βυθίζεται στη μοναξιά, ασκώντας τον εαυτό της στη συνθετική τεχνική της αράχνης, τη «στρατηγική της Αθανασίας».
Τα χρόνια εκείνα, στα πολύ καιρό της απομόνωσης, η εικόνα της στο πατρικό σπίτι είναι μια σκιά ντυμένη στ’ άσπρα. Μετά το θάνατο του πατέρα της, πιθανόν νωρίτερα, η Ντίκινσον αποφασίζει να μην ντυθεί άλλο χρώμα, θέλοντας να σημάνει με το άσπρο φόρεμα είτε το μοναχικό σχήμα της μνηστής του κυρίου είτε το αιώνιο πένθος ή και τα λόγια της Αποκάλυψης: Και περιπατήσουσι μετ’ εμού εν λευκοίς ότι άξιοί είσιν. Ο νικών ούτος περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, και ου μη εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της βίβλου της ζωής>…
… Ο έρωτάς της για τον Λόρντ, φύση διαφορετική από τη δική της και μορφή επιβλητική, την έφερε πάλι στη ζωή. Στα γράμματά της, με ανάλαφρη διάθεση και εκφράσεις παιδικές, η Ντίκινσον αναλογίζεται τη δυνατότητα ενός γάμου, ως και την εγκατάστασή της στο σπίτι του δικαστή, στο Σάλεμ. Οπισθοχωρώντας όμως, νιώθοντας ίσως πως μια τέτοια απόφαση θα άλλαζε τον ορίζοντα της. Καταλάβαινε ότι μέσα στην ερωτική δίνη υπήρχε ο κίνδυνος να χάσει τα κίνητρα για την ποιητική της δημιουργία: τη στέρηση και τη μόνωση δηλαδή, το ανικανοποίητο της επιθυμίας. «Είναι φορές που φοβήθηκα ότι η Γλώσσα ανάμεσά μας στέρεψε». Πάντως, είναι αμφίβολο αν ο δικαστής γνώριζε την αφοσίωσή της στην τέχνη της. Δεν ξέρουμε πόσο κοντά έφτασαν στο γάμο. Η Ντίκινσον, σαν ηθοποιός που την καλούν πολύ αργά να ερμηνεύσει το ρόλο που ονειρευόταν, διστάζει. Για άλλη μια φορά ο θάνατος θα την προλάβει παίρνοντας τον Λόρντ (Μάρτιος του 1884)…>



«Μακάρι να ‘μασταν παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω».
Είπα να μην βάλω λόγια. Να παίζει ένα ποίημα από κάτω, αλλά χωρίς λόγια. Ευτυχώς η Anne Clark είχε προβλέψει αυτήν μας την ανάγκη και έγραψε ένα ποίημα χωρίς λόγια.
Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1960 από μητέρα Ιρλανδή και πατέρα Σκωτσέζο. Άφησε το σχολείο στα 16 της. Έκανε διάφορες δουλειές μεταξύ των οποίων και πωλήτρια σε δισκάδικο ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρίας κι εκεί έρχεται σε επαφή με την punk-rock σκηνή της εποχής. Η πρώτη φορά που ανεβαίνει στην σκηνή είναι στο πλευρό των Depeche Mode. To '82 βγάζει το πρώτο της album και από τότε μέχρι σήμερα κυκλοφορεί άλλα 15. Αυτά τα γενικά.
Τα ειδικά δεν χωράνε. Ακούγονται. Νιώθονται. Αλλά δεν χωράνε εδώ. Μόνο εκεί.
Moha

Poem without words - Anne Clark

8/6/07

Να μην είσαι τίποτε, για να μπορείς να είσαι τα πάντα


ΦΕΡΝΑΝΤΟ ΠΕΣΣΟΑ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ

«ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΑΣΚΕΣ» του Φερνάντο Πεσσόα, μετάφραση- εισαγωγή- επίμετρο: Αλέξανδρος Βέλιος, Εκδ. «Ροές».

Με τον υπότιτλο «Σημειώσεις ενός λαθρεπιβάτη της ζωής» ένα βιβλίο με σκέψεις και αφορισμούς που αποτελεί το υποσυνείδητο και το εργαστήρι δημιουργίας του μεγάλου πορτογάλου συγγραφέα.
«Εννοείται πως αγνοώ αν είναι αυτοί /που δεν υπάρχουν ή μήπως ο ανύπαρκτος / είμαι εγώ: σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις,/ δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί», δήλωνε κι επιχειρούσε «Να μην είσαι τίποτε, για να μπορείς να γίνεις τα πάντα».
Κι έτσι κατά καιρούς και κάποιες φορές για όλη τη διάρκεια του βίου έγινε: ο δημιουργός του έργου «Ο φύλακας του κοπαδιού» Αλμπέρτο Καέιρο, τον οποίο έχρισε και δάσκαλό του. Ο νεοκλασικός ποιητής και αρχαιολάτρης φιλόλογος εξόριστος στη Βραζιλία λόγω των φιλομοναρχικών του πεποιθήσεων Ρικάρντο Ρέις. Ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ζωντανή αντίθεση του προηγούμενου, μηχανικός και υμνητής της μοντέρνας τεχνολογίας με ένα ποιητικό ύφος που παραπέμπει στον Ουίτμαν. Ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς. Ο βοηθός λογιστή Μπερνάντο Σοάρες. Ο ερμηνευτής και σχολιαστής τους Αντόνιο Μόρα… Στον φανταστικό κόσμο Φερνάντο Πεσσόα 72 ετερώνυμοι και ημι- ετερώνυμοι γεννήθηκαν και δημιούργησαν για λογαριασμό του. «Στο καθένα απ’ αυτά τα πρόσωπα έθεσε μια διαφορετική έννοια της ζωής, όλες όμως αντλούν την ουσία τους από το μυστήριο της ύπαρξης», υπογραμμίζει ο δημιουργός τους.
«Αγγλομανής, παθολογικά ντροπαλός και ταυτόχρονα αλαζόνας, ντυμένος πάντα στα σκούρα, κοσμοπολίτης και εθνικιστής, μυωπικός και οραματιστής, αιρετικός και διάφανος σαν σκιά, αποκρυφιστής και παγανιστής, ποιος είναι αυτός ο Πεσσόα» που πεθαίνει το 1935, σε ηλικία 47 μόλις ετών, ξεχαρβαλωμένος απ’ το ποτό; αναρωτήθηκε αυτοβιογραφούμενος για να συμπληρώσει το, ούτως ή άλλως, αντιφατικό του πορτρέτο: «Πέρα από τα πολυάριθμα άρθρα και κάποια ποιήματα σε περιοδικά, το δημοσιευμένο έργο του αποτελείται από δύο ισχνούς τόμους με ποιήματα στα αγγλικά και ένα στη μητρική του γλώσσα (Το μήνυμα). Δεν τον ενδιέφερε να δημοσιεύει. Στο σπίτι του βρέθηκε ένα μπαούλο με περισσότερα από 25.000 χειρόγραφα, στα οποία ακόμα αναδιφούν οι ειδικοί».
Το «Πίσω από τις μάσκες» είναι ένα απάνθισμα στοχασμών, επιγραμματικών αφορισμών και στίχων, από τα δεκάδες χιλιάδες χειρόγραφα που άφησε πίσω του «ο άνθρωπος με τις μάσκες», όπου συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικότερα θέματα του έργου του: Τέχνη και ζωή, Θεός και μύθοι, όνειρο και πραγματικότητα, το αίσθημα της διαρκούς απώλειας, μέθη και τρέλα, συνείδηση και θλίψη, υπερευαισθησία και φοβία του Άλλου, ανάγκη και φόβος του έρωτα, ο πανδαμάτωρ θάνατος… Διότι «η λογοτεχνία, όπως και κάθε μορφή τέχνης, ισοδυναμεί με ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί».
Αποκαλυπτικά για την προσωπικότητα του Πεσσόα, η εισαγωγή και το επίμετρο του Αλέξανδρου Βέλιου.

«ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΛΛΟΙ», μετάφραση: Βασίλης Πουλάκος, Εκδ. «Printa».

Ο Πεσσόα στο «Εγώ και οι άλλοι» αυτοβιογραφείται και μας γνωρίζει τους «άλλους». Τους ετερώνυμους που δημιούργησε, διότι «ας είμαστε πολλαπλοί όπως το σύμπαν» όπως δήλωνε, την ίδια ώρα που υποστήριζε ότι «Δεν ξέρω τι είμαι, τι είδους ψυχή έχω».
Στις 221 σελίδες του βιβλίου, ο Πεσσόα αποκαλύπτεται μέσα από αυτοβιογραφικές σημειώσεις και επιστολές, εξηγεί τη γένεση των «ετερωνύμων» του «Εγώ για τους άλλους», ενώ με αποσπάσματα μιλούν και «οι άλλοι». Οι διασημότεροι των φανταστικών συνοδοιπόρων, ο Ρικάρντο Ρέις, ο Άλβερο ντε Κάμπος και ο Μπερνάντο Σοάρες.
Εξάλλου στη συγγραφική λογική του ανέκαθεν ήταν:
«Όσο περισσότερο μεγαλώνω, τόσο λιγότερο είμαι. Όσο πιο πολύ με βρίσκω, τόσο περισσότερο χάνομαι. Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι είμαι λουλούδι και πουλί, και αστέρι και σύμπαν. Όσο περισσότερο καθορίζω τον εαυτό μου, τόσο λιγότερα όρια έχω. Ξεπερνώ τα πάντα. Κατά βάθος είμαι ίδιος με το Θεό», έγραφε. Κι έκανε τη ζωή του, κυριολεκτικά, έργο τέχνης.
Διότι «ο άνθρωπος με τη μάσκες» επινόησε τον εαυτό του όπως ένας άλλος θα είχε επινοήσει το έργο της ζωής του. Το έργο της ζωής του Πεσσόα ήταν οι ετερώνυμοι.
Άλλωστε «να ζεις σημαίνει να είσαι ένας άλλος». «Να τα σβήνεις όλα πάνω στον πίνακα μέρα με τη μέρα, να γίνεσαι καινούργιος κάθε αυγή, το συναίσθημά σου να είναι πάντα παρθένο- ιδού, ιδού το μόνο που αξίζει τον κόπο να είσαι, ή να έχεις, για να είσαι ή να έχεις αυτό το ατελές που είμαστε όλοι».

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στις 13 Ιουνίου 1888 στη Λισσαβώνα.
Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου 1935 στο γαλλικό νοσοκομείο της Λισσαβώνας. Η τελευταία φράση που γράφει είναι στα αγγλικά «I Know not what tomorrow will bring» (δεν γνωρίζω τι θα φέρει το αύριο).
Δημιούργησε 72 ετερώνυμες προσωπικότητες και έγραψε εν ονόματί τους. Οι πιο διάσημοι ετερώνυμοι: Αλβάρο ντε Κάμπος, Ρικάρντο Ρέις, Αλμπέρτο Καέριο, Μπερνάντο Σοάρες, Αλεξάντερ Σερτς, Αντόνιο Μόρα, Μπαράο ντε Τέιβε κ.α.
Επιδόθηκε μαζί τους στη «συγγραφή» αφορισμών και αποφθεγμάτων, «ανατέμνοντας με την ακρίβεια νυστεριού την ανθρώπινη ύπαρξη και συνθήκη».
Κυκλοφορούν στα ελληνικά μεταξύ άλλων τα βιβλία του:
«Αντίνοος», «Η αγωγή του στωικού», «Ταξίδι στην άβυσσο. Η ώρα του διαβόλου», «Χωρίς μάσκες», «Ηρόστρατος», «Το βιβλίο της ανησυχίας», «Ο αναρχικός τραπεζίτης», «Η ώρα του διαβόλου», «Γράμματα στην Οφηλία», «Marginalia αφορισμοί και αποφθέγματα», «Εγώ και οι άλλοι», «Πίσω από τις μάσκες», «Ο αναρχικός τραπεζίτης».

Στον Librofilo, που τον είχε απασχολήσει.
Στον Ioeu, που πρώτος έθιξε το ζήτημα σε προηγούμενο ποστ.
Της Μάρως, που θα το δει, όπως κι εγώ, διαφορετικά.




Σχεδόν αναγκαστικά αυτό εδώ:



Moha

6/6/07

«Έρωτας είναι να δίνουμε ό,τι δεν έχουμε στον άλλον που δεν είναι»

Ρόζα Μοντέρο: μια συνέντευξη


«Ο παθιασμένος έρωτας δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, ένας αντικατοπτρισμός».
Εξάλλου, «το πάθος μας συνδέει με τις πιο σκοτεινές περιοχές του εαυτού μας, εκεί όπου φωλιάζει η τρέλα μας» και είναι «η μόνη κοινωνικά αποδεκτή μορφή παραφροσύνης».
Το μόνο που χρειάζεται ένας τέτοιος έρωτας είναι «Φαντασία!». Για «να μπορείς να εφευρίσκεις τον άλλον».
Η ίδια το παραδέχεται, όταν ήταν νεώτερη, «είχε έναν- δυο ελαφρώς δυσάρεστους έρωτες». Σήμερα, όμως, «ο παθιασμένος έρωτας» της προκαλεί «σχεδόν βαρεμάρα». Το μόνο πια που την αφορά «είναι το ρίσκο και η πρόκληση της αληθινής, ηρωικής καθημερινής αγάπης».
Και όλα αυτά από την Ρόζα Μοντέρο. Ξέρετε, εκείνη την σπουδαία κυρία της El Pais, η οποία αφού έριξε φως στην «Κρυφή ζωή των διασήμων γυναικών», αποτόλμησε με επιτυχία την ανατομία του μεγάλου έρωτα. Μέσα από μια σειρά με ζευγάρια της ιστορίας, που βίωσαν τον Παράδεισο και την Κόλαση. Ανάμεσά τους: ο Μάρκος Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, οι δούκες του Ουίνδσορ, οι Βοργίες, ο Αρθούρος Ρεμπό και ο Πολ Βερλαίν, ο Ντάσιελ Χάμμετ και η Λίλιαν Χέλμαν, ο Λιούις Κάρολ και η Αλίκη Λίντελ, η Εβίτα και ο Χουάν Περόν... αλλά και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Λιζ Τέηλορ. Δεκαοχτώ ζευγάρια, συνολικά.
Τα οποία κυκλοφόρησαν και σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Αγκυρα» με τον τίτλο «Πάθη: Ερωτες και Μίση που άλλαξαν την ιστορία».
Κάποια Δευτέρα, στις δέκα του μηνός Νοεμβρίου, η Ρόζα Μοντέρο ήταν προσκεκλημένη από το Ινστιτούτο Θερβάντες και βρέθηκε στη χώρα μας για να γνωρίσει τους έλληνες αναγνώστες της.
Στο μεταξύ, το… άλεφ που ήταν μια από τις ομιλήτριες της βραδιάς, επικοινώνησε ούτως ή άλλως μαζί της και αποτέλεσμα αυτής της επικοινωνίας είναι κι αυτή η παλαιότερη συνέντευξη που ακολουθεί:
Για τους μεγάλους έρωτες, τον Παράδεισο και την Κόλασή τους. Για το «άλλο μισό» μας που υπάρχει ή δεν υπάρχει. Για τα ζευγάρια που αγάπησε, για τα ζευγάρια που τρόμαξε, και για τους έρωτες που βίωσε. Για τη δημοσιογραφία που θεωρεί ένα «παρακλάδι της λογοτεχνίας» και για την μυθοπλασία που είναι ο τρόπος να της να παραμένει μέσα στη ζωή: «Δεν θα ήξερα πως να ζήσω αν δεν έγραφα μυθιστορήματα», η Ρόζα Μοντέρο παραδέχεται.

- Κυρία Μοντέρο, μετά από όλους αυτούς του έρωτες, το βάσανο και το βάλσαμο και την «αρρώστια» τους, εν τέλει, τι αποκομίσατε; Υπάρχει έρωτας; Ή είναι ανάγκη μας και ψευδαίσθηση;

- Εξαρτάται από το τι εμείς θεωρούμε αγάπη. Όταν μιλάμε για έρωτα, συνήθως αναφερόμαστε στον παθιασμένο έρωτα. Και στην περίπτωση αυτή, ναι, ο παθιασμένος έρωτας δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση, ένας αντικατοπτρισμός. Για την ακρίβεια, ένα παθιασμένο άτομο, δεν αγαπά τον/ την σύντροφό του, αλλά το συναίσθημά του να είναι ερωτευμένος.. Όπως είχε πει και ο Αγιος Αυγουστίνος, το πάθος ορίζεται ως «να είσαι ερωτευμένος με τον έρωτα». Αυτό σημαίνει ότι το ερωτευμένο άτομο θέλει να νιώθει το «φτιάξιμο» που του προκαλεί το ναρκωτικό... Και το πάθος πάντοτε τελειώνει, καθώς καταστρέφεται από την πραγματικότητα... Ο δικός σας ο Πλάτωνας είπε ότι έρωτας είναι «να δίνουμε ό,τι δεν έχουμε στον άλλον που δεν είναι». Σύμφωνα με αυτά, το πάθος δεν είναι παρά μια τεράστια παρεξήγηση...
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο είδος έρωτα, η πραγματική αγάπη, την οποία ονομάζω «ηρωική αγάπη», καθώς πρόκειται για κάτι πολύ δύσκολο... Και η αγάπη αυτή πηγάζει από την πραγματικότητα και την γνώση του άλλου ατόμου. Αν το πάθος σημαίνει ότι «εφευρίσκουμε» τον σύντροφό μας, τότε ηρωική αγάπη σημαίνει να προσπαθούμε να τον γνωρίσουμε περισσότερο μέρα με τη μέρα... Οσοι είναι τυχεροί μπορούν να ξεκινήσουν με ένα παθιασμένο έρωτα και μετά να κάνουν την μετάβαση στην ηρωική αγάπη. Δυστυχώς όμως, δεν έχουν όλοι την ικανότητα να νιώσουν την αληθινή αγάπη.

- Το «άλλο μισό μας» υπάρχει;

- Τι εννοείτε λέγοντας «έτερον ήμισυ»; Αν πιστεύω ότι εκεί κάπου έξω στον κόσμο, υπάρχει κάποιος που θα ήταν το τέλειο ταίρι μου; Αν αυτό εννοείτε, τότε όχι, δεν πιστεύω στο «έτερον ήμισυ». Η αλήθεια είναι ότι δεν πιστεύω ότι κάποιος μπορεί να σου δώσει τα πάντα και ένα από τα πιο κοινά προβλήματα των ζευγαριών ξεκινούν από απίστευτη απαίτηση από τον σύντροφο να σου δώσει «τα πάντα»... Για τον λόγο αυτόν άλλοτε βλέπετε ένα ζευγάρι που τα πηγαίνει καλά, ή καλύτερα σε μερικούς τομείς και χειρότερα σε άλλους, ενώ ένα άλλο ζευγάρι μπορεί να παρουσιάζει διαφορετική ισορροπία. Κανένας δεν είναι το «μισό» σου, ούτε κι εσύ είσαι το μισό κάποιου. Στην καλύτερη περίπτωση, να είμαστε τέταρτα... Το «έτερον ήμισυ» είναι κάτι που μπορείς να το πιστέψεις (εσφαλμένα) μονάχα όταν είσαι ερωτευμένος με πάθος και «εφευρίσκεις» τον σύντροφό σου.

- Και στην «Κρυφή ζωή των διασήμων γυναικών» αλλά και στα «Πάθη: Ερωτες και μίση που άλλαξαν την ιστορία», συνηθίζετε να ψάχνετε τα σκοτάδια και τα φαντάσματα πίσω από το φως. Τι σας έκανε να μην αρκεστείτε στη λάμψη και το φως, αλλά να ψάξετε τις πληγές και τα φαντάσματα πίσω του;

- Πάντοτε ο λόγος για τον οποίο γράφει κάποιος είναι για να γνωρίσει, να μάθει, να ρίξει λίγο φως στο σκοτάδι της ανθρώπινης καρδιάς. Όταν γράφεις, προσπαθείς να βρεις λογική στον παραλογισμό.

- Γιατί επιλέξατε αυτά τα ζευγάρια που επιλέξατε;

- Θα έλεγα καλύτερα ότι εκείνα με επέλεξαν... Είχα διαβάσει κάποια βιβλία που τους αφορούσαν και βρήκα τις περιπτώσεις τους ενδιαφέρουσες... Και προσπάθησα να διαφοροποιήσω τα ζευγάρια. Να μιλήσω δηλαδή για διαφορετικά είδη αγάπης.

- Ποιο από τα ζευγάρια σας, σας έκανε την μεγαλύτερη έκπληξη;

- Εξαρτάται... Βρήκα φριχτή την ιστορία του Ρεμπώ και του Βερλαίν... Με σόκαρε, με απώθησε, αλλά την ίδια στιγμή την βρήκα συναρπαστική. Αγαπώ πάρα πολύ επίσης την ιστορία του Οσκαρ Ουάιλντ, ήταν ένας τόσο υπέροχος άνθρωπος που μετατράπηκε τόσο πολύ σε θύμα... Μου αρέσει το ειδύλλιο του Στήβενσον και της Φάνυ, γιατί πιστεύω πως αγαπούσαν ο ένας τον άλλο με πραγματικά καλή αγάπη. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσαν όλες οι ιστορίες.

- Πόσο «ανοιχτή» βαδίσατε στο θέμα σας; Τους περισσότερους απ’ αυτούς ήδη τους γνωρίζατε...

- Ναι, όπως σας είπα, ήξερα λίγα πράγματα για τον καθένα, έκανα αρκετή έρευνα πάνω σε αυτά, αλλά ο λόγος που τα επέλεξα ήταν γιατί ήδη είχαν ασκήσει κάποια έλξη επάνω μου.

- Τα περισσότερα από τα ζευγάρια σας δείχνουνε να βαδίζουν απολύτως στην κόψη λατρείας και μίσους. Είναι σα να σμίξανε οι πληγές τους, γι’ αυτό και... «βίδωσαν» τόσο. Κάτι σαν πόλοι, αρνητικός- θετικός... Οι έρωτές μας κατά πόσο είναι επιλογή μας ή μοίρα μας, κυρία Μοντέρο; Πόσο μεγάλο ή μικρό ρόλο παίζει το ένστικτο;

- Κατά τη γνώμη μου, το πάθος μας συνδέει με τις πιο σκοτεινές περιοχές του εαυτού μας, εκεί όπου φωλιάζει η τρέλα μας.... Και γι’ αυτόν τον λόγο γινόμαστε πιο ανάλαφροι όταν ερωτευόμαστε... Το πάθος είναι η μόνη κοινωνικά αποδεκτή μορφή παραφροσύνης κάτι που εκφράζεται ακόμα και στον λόγο μας όταν λέμε «ήμουν τρελά ερωτευμένος με αυτό το άτομο...»
Αυτή η επαφή με τα σκοτεινά μας συναισθήματα έχει παράξενες συνέπειες, όπως για παράδειγμα το μείγμα θαυμασμού και μίσους, κάτι πολύ- πολύ κοινό... Επίσης πολύ κοινό, φοβάμαι, είναι το φαινόμενο να ερωτευόμαστε αυτόν που μας κάνει κακό... Δεν πιστεύω στη μοίρα. Δεν πρόκειται όμως ούτε για μια ξεκάθαρη και ορθολογική απόφαση... Όπως προείπα, ο παθιασμένος έρωτας είναι μια παρόρμηση, όπως η παρόρμηση που μπορεί να νιώσει κάποιος για ένα ναρκωτικό.

- Ερωτευόμαστε μια φορά στη ζωή μας τόσο ακραία και τόσο δυνατά, κυρία Μοντέρο;

- Μμμ! Δεν θα συμφωνήσω... Εξαρτάται από τον χαρακτήρα σου, αλλά ένα πραγματικά παθιασμένο άτομο μπορεί να ερωτευθεί με την ίδια ένταση και εξίσου ακραία, εκατοντάδες φορές...

- Παράδεισος χωρίς Κόλαση, γίνεται;

- Το ελπίζω. Δεν δέχομαι την άποψη ότι το τίμημα για την ευτυχία θα πρέπει να είναι ο πόνος.

- Και, εν τέλει, μέσα σας όλα αυτά τα ζευγάρια πού καταχωρήθηκαν; Στον Παράδεισο ή στην Κόλαση;

- Τα περισσότερα από αυτά έχουν καταλήξει στην Κόλαση προφανώς... Μερικά όμως βρίσκονται στη Γη, στο μόνο μέρος όπου μπορούν να υπάρξουν. Για παράδειγμα, ο Στήβενσον και η Φάνυ. ‘Η η Βασίλισσα Βικτόρια και ο Πρίγκιπας Αλβέρτος. Παρεμπιπτόντως, οι προσπάθειες να πας στον Παράδεισο, είναι ένας από τους τρόπους για να καταλήξεις στην Κόλαση.

- Κατά πόσο έχουν να κάνουν με τα παιδικά μας χρόνια, τον παιδικό μας παράδεισο και τις παιδικές μας πληγές, οι μεγάλοι έρωτές μας, κυρία Μοντέρο;

- Σε πολύ μεγάλο βαθμό, κατά τη γνώμη μου. Πιστεύω ότι ο τρόπος που αγαπούμε, η ικανότητά μας για αυτό το πράγμα, τα σχήματα που παίρνει η επιθυμία μας είναι στοιχεία που διαμορφώνονται και ριζώνονται βαθιά μέσα μας κατά την παιδική μας ηλικία.

- Κατορθώσατε, οφείλουμε να παραδεχτούμε, με τρόπο μοναδικό να αναδείξετε τον θεό και τον διάολο που κρύβει ο καθένας μέσα του. Εσείς έχετε ερωτευθεί τόσο δυνατά και τόσο καταστροφικά, κυρία Μοντέρο;

- Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια... Οχι, ευτυχώς ποτέ μου δεν έζησα μια τέτοια καταστροφική σχέση... αν και όταν ήμουν νεότερη, είχα έναν- δύο ελαφρώς δυσάρεστους έρωτες.

- Και εν τοιαύτη περιπτώσει, ένας τέτοιος μεγάλος έρωτας είναι δημιουργικός ή καταστροφικός;

- Για μένα μεγάλη αγάπη είναι η αγάπη εκείνη που κάνει καλά πράγματα για σένα, εκείνη που δυναμώνει στο πέρασμα του χρόνου... Για μένα λοιπόν, η μεγάλη αγάπη είναι η ηρωική αγάπη, η οποία δεν παραδίδεται στη ρουτίνα... Για παράδειγμα, ένα ζευγάρι που ζει αρμονικά μαζί για είκοσι χρόνια και συνεχίζουν να γελούν, να μιλούν, να φροντίζουν και να κάνουν έρωτα ο ένας στον άλλο. Αυτό που ονομάζουν «μεγάλη αγάπη», σαν τις μεγάλες και καταστροφικές αγάπες αυτού του βιβλίου, για μένα δεν είναι μεγάλη αγάπη, αλλά μεγάλη παθολογική κατάσταση.

- Ενας μεγάλος έρωτας χρειάζεται ελευθερία, χρόνο, ηρωισμό, πίστη, απελπισία... τι ακριβώς χρειάζεται περισσότερο, κυρία Μοντέρο;

- Φαντασία! Να μπορείς να εφευρίσκεις τον άλλον.

- Γεννιούνται στις μέρες μας μεγάλοι έρωτες;

- Φυσικά. Πρόκειται για μια νευρωτική κατάσταση και μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο νευρωτικοί.

- Ενας μεγάλος έρωτας μας κάνει να ορίσουμε να ή να μπερδέψουμε τα όριά μας;

- Ο παθιασμένος έρωτας δεν είναι παρά μια μεγάλη σύγχυση.

- Ενας μεγάλος έρωτας μας κάνει να γνωρίσουμε ή να χάσουμε τον εαυτό μας;

- Αν μπορέσουμε να αναλογιστούμε και να μελετήσουμε από απόσταση τι ήταν αυτό που μας συνέβη ενόσω ήμασταν ερωτευμένοι, μπορούμε να διδαχθούμε πολλά... Το πρόβλημα με τον παθιασμένο έρωτα είναι πάντοτε το ίδιο, ότι δεν μαθαίνει. Γι’ αυτό και στους κλασικούς μύθους παριστάνεται με τον Ερωτα, ένα πολύ μικρό παιδί (γιατί ποτέ δεν μεγαλώνει και ποτέ δεν μαθαίνει) και τυφλός (γιατί δεν βλέπει το αληθινό πρόσωπο, αλλά εφευρίσκει τον/ την σύντροφό του).

- Μετά από αυτό το βιβλίο θα διακινδυνεύατε ένα μεγάλο έρωτα, κυρία Μοντέρο;

- Δεν υπάρχει κανένα ρίσκο... Για μένα, που ήμουν πάντοτε ένα πολύ παθιασμένο άτομο, ο παθιασμένος έρωτας μου προκαλεί σχεδόν βαρεμάρα...
Αυτό που εννοώ είναι ότι αν είσαι ένα παθιασμένο άτομο, επαναλαμβάνεις το ίδιο πάθος ξανά και ξανά με διαφορετικούς εραστές... Και όταν πια το έχεις επαναλάβει πολλές φορές, αρχίζεις και κουράζεσαι. Τώρα πλέον για μένα το ρίσκο και η πρόκληση είναι να μάθω να αγαπώ με την αληθινή, ηρωική αγάπη της καθημερινότητας.

- «Είναι μια δύναμη τόσο επιβλητική, που προκαλεί καταστροφή μεταξύ των δύστυχων θνητών». Κυρία Μοντέρο, ο έρωτας είναι πέρα απ’ τ’ ανθρώπινα;

- Το πάθος είναι ένα από τα όνειρα των ανθρωπίνων όντων και τα υπεράνθρωπα όντα είναι κατά κύριο λόγο στα όνειρά μας.

- Γράφετε και μυθιστορήματα. Πόσο κοντά βρίσκονται δημοσιογραφία και λογοτεχνία; Και εν τοιαύτη περίπτωση, η δημοσιογραφία ή η λογοτεχνία βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά σας; Σε ποιο από τα δυο είδη βρίσκεται ο πιο μύχιος εαυτός σας;

- Η δημοσιογραφία είναι παρακλάδι της λογοτεχνίας και μπορείς να γράψεις και να ενσωματώσεις υπέροχα λογοτεχνικά κομμάτια μέσα, όπως για παράδειγμα στο «In True Blood» του Τρούμαν Καπότε, ένα υπέροχο βιβλίο που δεν είναι παρά μια αναφορά. Υπάρχουν πολύ λίγοι συγγραφείς που καταπιάνονται με ένα είδος, είναι ποιητές και μυθιστοριογράφοι, θεατρικοί συγγραφείς και συγγραφείς δοκιμίων...
Θεωρώ τον εαυτό μου μια συγγραφέα που ασχολείται με τη μυθοπλασία, τα δοκίμια (όπως αυτό το βιβλίο για παράδειγμα) και τη δημοσιογραφία. Ξεκίνησα όμως με τη μυθοπλασία (έγραφα από τα πέντε μου χρόνια) και το πραγματικό μου πάθος είναι να γράφω νουβέλες. Η δημοσιογραφία είναι η δουλειά μου, την αγαπώ πολύ, αλλά είναι απλά η δουλειά μου. Και η μυθοπλασία είναι ένας τρόπος να παραμένω μέσα στη ζωή, δεν θα ήξερα πως να ζήσω αν δεν έγραφα μυθιστορήματα.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Γράφει στο κυριακάτικο ένθετο της ημερήσιας εφημερίδας El Pais, από το 1976, όπου εκφράζει τακτικά τη γνώμη της σε μια στήλη κάτω από τον τίτλο «Μικρό γράμμα».
Ανάμεσα στα πιο γνωστά λογοτεχνικά της έργα περιλαμβάνονται τα «Cronicas del desamor» (1980), «Te tratare como una reina» (1984), «Amado amo» (1992), «La hija del cannibal» (βραβείο Primavera de Novela 1997), καθώς επίσης και το «Historias de mujeres» και διάφορες συνεντεύξεις.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν «Η κρυφή ζωή διασήμων γυναικών», το μυθιστόρημα «Θα σε κάνω βασίλισσα», «Πάθη: Ερωτες και μίση που άλλαξαν την ιστορία» και «Η τρελή του σπιτιού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα.



"...Να με σκέφτεσαι όταν φιλάς και όταν κλαις επίσης να με σκέφτεσαι. Κι όταν θέλεις να μου αφαιρέσεις τη ζωή να ξέρεις ότι εγώ δεν τη θέλω γιατί δεν μπορώ να επιβιώσω χωρίς εσένα..."

Έψαξα να βρω μια αγάπη σαν κι αυτές τις ηρωικές που περιγράφει η Μοντέρο. Αυτές που δεν παραδίδονται στην ρουτίνα. Αυτές που συνεχίζουν να γελούν και να μιλούν και να φροντίζουν και να κάνουν έρωτα, αλλά στα τραγούδια χωράνε πιο εύκολα απ' ό,τι φαίνεται οι αγάπες οι μεγάλες και καταστροφικές. Σαν και αυτές του βιβλίου. Οι παθολογικές καταστάσεις...
moha



Piensa en mi
Si tienes un hondo penar, piensa en mí
si tienes ganas de llorar, piensa en mí
ya ves que venero tu imagen divina
tu párbula boca que siendo tan niña
me enseñó a besar
Piensa en mí cuando beses
cuando llores, también, piensa en mí
cuando quieras quitarme la vida
no la quiero, para nada,
para nada me sirve sin ti.
Piensa en mí
cuando llores, cuando sufras,
también, piensa en mí
cuando quieras quitarme la vida
no la quiero, para nada,
para nada me sirve sin ti.
Piensa en mí
cuando llores, cuando sufras,
también, piensa en mí
cuando quieras quitarme la vida
no la quiero, para nada,
para nada me sirve sin ti.