28/1/10

“Μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος για λίγο μας ξεκουνάνε”.

“Πριν με ονόμασες κοφτερή...”
“Μη με παρεξηγείς, απάντησα. Για μένα υπήρξες αυτές τις μέρες ένας καθρέφτης. Με χάιδεψες και σε χάιδεψα. Με δάγκωσες και σε δάγκωσα. Ακόμη και χωρίς να το ξέρεις, βρήκες το στόχο και τον τρύπησες”.
“Το στόχο;”
“Ναι, την ψυχή μου. Έπεσες σαν σταγόνα βροχής στο κεφάλι μου κι αυτομάτως το μυαλό μου έπαψε να δουλεύει. Δεν ξέρεις πόσο είχα ανάγκη αυτή τη σιωπή. Ήταν μια γεμάτη σιωπή. Εσύ, μια άγνωστη, μ' έκανες να ξανανιώσω παιδί και να ξαναβρώ τον ανδρισμό μου. Να ξαναγίνω άνθρωπος. Γι' αυτό ήρθε η ώρα να φύγω...”

“ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ” του Κωστή Γκιμοσούλη. Εκδ. “Κέδρος”, σελ. 264, € 14

“Μια ιστορία θα σου αφηγηθώ όμοια με εκατομμύρια άλλες. Κι όμως εμείς οι άνθρωποι θέλουμε ν' ακούμε ιστορίες κι ας τις έχουμε ξανακούσει με διαφορετικούς τρόπους χιλιάδες φορές. Λες και μας παρηγορούν, επειδή στην ουσία μένουμε ακίνητοι όπως οι πέτρες. Μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος για λίγο μας ξεκουνάνε”.
Ισχυρίζεται η Περσεφόνη, η ηρωίδα στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Το φάντασμά της” αλλά ο συγγραφέας της το πραγματοποιεί κατ' επανάληψη. Παράφορος έρωτας, πένθος και ταξίδι, και η ζωή, η ύπαρξη, αλλάζει πλευρό.
Μυθιστορήματα δρόμου, τα τελευταία του μυθιστορήματα, κι υπαρξιακού θάμβους, παντελώς ανοιχτά στο ενδεχόμενο, τελικά.
“Το Φάντασμά της” αρχίζει με ένα... πραγματικό φάντασμα. Ο αφηγητής, έχοντας χάσει την πίστη του και τον προσανατολισμό του, χάνει και την μηχανή του στη μέση του πουθενά ακολουθώντας μιαν άγνωστη που γνωρίζει στο κοιμητήριο μετά από παρότρυνση του νεκρού άνδρα της που του μοιάζει: “αγάπα την για να μπορέσω να αναληφθώ στον ουρανό” σχεδόν του το λέει.
Και για όσο, όπως, αμήχανα κι άτσαλα, τραυματισμένα, στο μέτρο του δυνατού, “την αγαπά”. Ταξιδεύουν μαζί, κοιμούνται μαζί, μαγειρεύει γι' αυτόν και τρώει απ' τα φαγάκια της, γίνεται φίλος με τα παιδιά της, συνεννοείται μαζί τους ωσεί παιδί.
Την γιατρεύει και γιατρεύεται, αγγίζει μαζί της απίστευτα συνειδησιακά βάθη, συμφιλιώνεται με τα προσωπικά ψεύδη και προσεύχεται στον πατέρα, τον προσωπικό άγιο. Αποποιείται τον ψεύτικο εαυτό και επανεξετάζει την θανάσιμη αίσθηση της επιστροφής, αναζητώντας το βλέμμα εκείνου που επειδή φοβήθηκε πολύ δεν έχει πια τίποτε να φοβηθεί.
Τα λυμένα ζητήματα πολλά, παρ' ό,τι “όλα είναι δρόμος”. Ενδεχομένως επειδή “όλα είναι δρόμος”! “Η ζωή, μέσα κι έξω από το κεφάλι, είναι για μένα αποτελεσματική μόνο όταν μετακινούμαι”, ο ήρωας και αφηγητής θα μας το πει απ' την αρχή. Και η Συνάντηση, μάλλον γρίφος επίσης που μέλει να αποδειχθεί: “Τη διάλεξα; Με διάλεξε εκείνη; Μάλλον το δεύτερο. Δεν ήμουν παρά ένας περιπλανώμενος, κάποιος που έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τα πάντα”. Που τον τρομάζει απίστευτα, όμως, ο ψεύτικος εαυτός.
Τελειώνοντας, θα είναι όπως σ' εκείνο “Το γεράκι της Μάλτας” του Χάμετ, ακριβώς το ίδιο μετά από έναν έρωτα και από μια περιπλάνηση, και σε εκείνον θα του έχει συμβεί: “Ένιωσε σαν κάποιος να είχε βγάλει το καπάκι απ' τη ζωή και τον άφησε να δει πώς δουλεύουν τα γρανάζια μέσα”. Και το φάντασμά της, φάντασμά του στα δικά του γρανάζια, τελικά.
Ενδεχομένως και ο πλέον αποκαλυπτικός και ψυχαναλυτικός Γκιμοσούλης. Με το φάντασμα του πατέρα αλλά και αντίπαλου εραστή και με την Μητέρα και τον άλυτο γρίφο της, το ημιτελές χάδι να μπαίνει επί τάπητος στην πεζογραφική του μυθολογία για πρώτη φορά.
Ατμοσφαιρικός, αισθησιακός, ποιητικός, ηρωικά απελπισμένος, πηγαινοέρχεται με την “Περσεφόνη” (καθόλου τυχαία) στα κρυφά και στα φανερά, στη ζωή τη ζώσα και στον πανταχού παρόντα θάνατο, αφήνοντας φινάλε, όπως κι ο ήρωας την πόρτα: ανοιχτή.
Μια ιστορία που ξεκίνησε ως μεταφυσική και τελειώνοντας έχει γίνει αλληγορική, διαδρομή αυτογνωσίας, ιαματικά παραβολική. Όπου “Το θηρίο (που) είναι παντού” κι εδώ γίνεται “Το φάντασμά της” αλλά που υπάρχει μόνον και εφόσον το εμπεριέχεις.
“Πριν με ονόμασες κοφτερή...”
“Μη με παρεξηγείς, απάντησα. Για μένα υπήρξες αυτές τις μέρες ένας καθρέφτης. Με χάιδεψες και σε χάιδεψα. Με δάγκωσες και σε δάγκωσα. Ακόμη και χωρίς να το ξέρεις, βρήκες το στόχο και τον τρύπησες”.
“Το στόχο;”
“Ναι, την ψυχή μου. Έπεσες σαν σταγόνα βροχής στο κεφάλι μου κι αυτομάτως το μυαλό μου έπαψε να δουλεύει. Δεν ξέρεις πόσο είχα ανάγκη αυτή τη σιωπή. Ήταν μια γεμάτη σιωπή. Εσύ, μια άγνωστη, μ' έκανες να ξανανιώσω παιδί και να ξαναβρώ τον ανδρισμό μου. Να ξαναγίνω άνθρωπος. Γι' αυτό ήρθε η ώρα να φύγω...”
Με μια επιστροφή όπου δεν θα είναι θάνατος, αυτή τη φορά...


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κωστής Γκιμοσούλης γράφει διηγήματα, που καμιά φορά μεγαλώνουν και γίνονται μυθιστορήματα, όπως "Ο άγγελος της μηχανής", "Μια νύχτα με την Κόκκινη", "Ανατολή" και "Χέρι στη φωτιά". Επίσης ποιητικές συλλογές, όπως "Ο ξυλοκόπος πυρετός", "Αγία μελάνη", "Το στόμα κλέφτης", "Επικίνδυνα παιδιά", αλλά και το "ανάμεικτο" "Μαύρος χρυσός" (Ποιήματα + διηγήματα + ζωγραφιές).
Εργα του:
Ποιήματα:
“Ο ξυλοκόπος πυρετός”, 1983
“Η αγία μελάνη”, 1983
“Το στόμα κλέφτης”, 1986
“Επικίνδυνα παιδιά”, 1992
“Αγάπη από ζήλια”, 2004
Πεζά:
“Στάχτη στα μάτια”, 1988
“Ο άγγελος της μηχανής”, 1990
“Μια νύχτα με την κόκκινη”, 1995
“Ανατολή”, 1998
“Χέρι στη φωτιά”, 1999
“Βρέχει φως”, 2002
“Το θηρίο είναι παντού”, 2003
“Εξομολόγηση σ' ένα κολομβιανό σκύλο”, 2006
“Η κραυγή της πεταλούδας”, 2007
“Το φάντασμά της”, 2009
Ανάμεικτα:
“Μαύρος χρυσός (ποιήματα + ζωγραφιές), 2000


ΥΓ1. Με τον Κωστή, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο συμπίπτουμε: στις ιστορίες ζωής, στις χάρτινες ιστορίες. Το κουφό είναι το ότι αυτό συμβαίνει και την ίδια χρονική στιγμή! 'Ασχετο...

ΥΓ2. Σχετικό. Σάββατο δωδεκάμιση μεσημέρι στην ΕΤ3 η μεγάλη αναμέτρηση με την... σπατάλη και το εύθραυστο που είναι παντού, τουλάχιστον στη δική μου ζωή. Με τον Βασίλη Βασιλικό και με αφορμή “Το βιβλίο του Κακού” (Μαγικό Κουτί) κι εκείνον το απίστευτο Σκοτ Φιτζέραλντ (το εύθραυστο ζεύγος Φιτζέραλντ, τελικά, που δεν έπαψε σε όλη του τη ζωή να αγαπιέται και να αλληλολαβώνεται). Ούτε και τώρα το καταλαβαίνω γιατί η Σπατάλη είναι Αμάρτημα, και γιατί έβδομο κύκλο Κόλασης, παρακαλώ, κύριε Δάντη? Ευχαριστώ, πάντα θα τον ευχαριστώ, τον φίλο που μου χάρισε την ιδέα. Το “Ράγισε” βγήκε μια ενδιαφέρουσα ιστορία και ναι “στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος”, κύριε Μπόρχες! Και στην αρχή της ζωής και στο τέλος της, πάλι ο μύθος! (ε να μη πω κι εγώ το σύνηθες κάτι τις μου?)

ΥΓ3.Σιωπή από σιωπή, έχει μεγάλη διαφορά. Το σκεφτόμουν με αφορμή τη Σιωπή του Σάλιντζερ με έναν "Φύλακα" ωστόσο τόσο βροντερό. Υπάρχει η Σιωπή του ασκητή, του σοφού, του ενόχου, του δειλού, του μπουρδουκλωμένου, του κενού... Και δεν είναι πάντα χρυσός! Χωρίς αποδείξεις μπορεί να είναι και... αέρας κοπανιστός! (υπάρχει κι αυτό το "δεν μιλώ δεν λαλώ για να καλοπαντρευτώ!" τι φρίκη!)

27/1/10

Η Νεφέλη στο Νησί του Παντός

Για την Νεφέλη που σήμερα γίνεται τεσσάρων, για την Ντανιέλα και τη Dorothy Snot που όταν μπερδεύομαι με ξανακάνουν παιδί, για εκείνα τα γοβάκια που κάποτε τα είχα κάνει ποίημα και πάει, χάθηκαν, λέει (στο ποίημα)...

Της Νεφέλης, λοιπόν, που τα βρήκε σ’ ένα περίπτερο αυτά τα γοβάκια,
με την αγάπη μου που είναι τόοοοοοσο μεγάλη και φτάνει παντού, ως το Νησί του Παντός. Και της Αναστασίας που, σαν την Πολυάννα και την Σταχτοπούτα, ακόμα τα φορά. Με την φιλία μου που είναι τόοοοοση μεγάλη που με στηρίζει και φτάνει παντού, ως και την Μαγική Καθημερινότητα, τελικά.


(Ένα Παραμύθι για
Το Θαύμα της Τέχνης,
τον Σωστό Χρόνο και
το Νόημα στη Ζωή).


Η Νεφέλη είχε μάθει να ταξιδεύει από μικρή. Η Νεφέλη ήξερε να ταξιδεύει μέσα στα όνειρά της. Κι έβλεπε όνειρα πολλά. Περνούσε καλά σε όλα τα όνειρά της.
Έφτανε μόνο να κλείσει τα μάτια της η Νεφέλη για να μπορέσει να ονειρευτεί και να μεταφερθεί στη Χώρα του Ποτέ- Ποτέ, στο Νησί του Παντός, στην Πολιτεία του Πράσινου και του Κίτρινου Ήλιου, στον πλανήτη του Κόκκινου Παπαγάλου, στο ποτάμι του Ροζ Ελέφαντα, στο δάσος της Ντόροθι Σνοτ, στη λίμνη του Κίτρινου Κύκνου, στην έρημο της Πορτοκαλιάς Καμήλας, στη στέπα της Γαλάζιας Αρκούδας, στον πλανήτη του Εξωγήινου που μιλά με εικόνες, στο φεγγάρι με τα Ασημένια Ζαχαρωτά, στη πλατεία με τους πολύχρωμους Φτερωτούς Κλόουν, στη σοφίτα της Άσπρης Νεράιδας, στο Πύργο του Κόμη της Σοκολάτας, στο σπιτάκι στο δάσος όπου μιλούν με ανθρώπινη φωνή τα πουλιά, στην Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη με τον φίλο της τον κυρ- Παντογνώστη, στη Πολιτεία του Νερού με τον καπετάν Φουρτούνα, στο Μουσείο της Γνώσης με την κυρία Ξερόλα, στο πειρατικό του Κάπτεν Χουκ.
Το δωμάτιό της είναι ένα δωμάτιο που περπατά. Αλλά και ποιος θα την πιστέψει; Αποφάσισε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν. «Θα το δουν μόνοι τους», σκέφτηκε. Αλλά τα μάτια των μεγάλων συνήθισαν. Και πια δεν βλέπουν πολλά. Και όσο για τα μυστικά, παύουν να υπάρχουν έτσι και αρχίσεις να τα λες στον καθένα.

Το πρώτο ταξίδι της έγινε μια ηλιόλουστη Κυριακή. Το σπίτι κοιμόταν. Μονάχα η Ζαχαρούλα η κούκλα της ήταν ξύπνια. Και αυτή είχε και την ιδέα.
Με την Ζαχαρούλα δεν χρειαζόταν καν να μιλά. Για να καταλάβει ό,τι σκεφτόταν, έφτανε απλώς να το σκεφτεί. Ή να της ρίξει ένα έξυπνο βλέμμα.
Το τεράστιο μολύβι ο Πινόκιο ήταν ήδη εκεί. Δίπλα στο ροζ- μοβ κομοδίνο. Και το σημειωματάριο με τις γαλάζιες πεταλούδες κι ένα αυτοκίνητο που ήταν άμαξα πρώτα και πολύ παλιά, κολοκύθα.
Για να πάει την Σταχτοπούτα στο χορό. Αλλά τώρα για να ταξιδεύει την Νεφέλη, κάποιες φορές, μπορεί να γίνει και ένα αμάξι με φτερά.

Στην πρώτη σελίδα είχε ζωγραφίσει τις κούκλες της, η Νεφέλη. Τη Ζαχαρούλα με ροζ πουέντ και φουρό μπαλαρίνας. Τη Δωροθέα, με γαλάζιο φόρεμα, έτοιμη κι αυτή για το χορό. Τη Μεταξία την είχε ντύσει με τις πιζάμες της, σα λιβάδι με φράουλες, μόλις είχε βγάλει τη ροζ χνουδάτη της ρόμπα.
Έτσι, προτού κοιμηθεί, χάζευε λίγο τον χορό της Ζαχαρούλας, ευχόταν «καλή διασκέδαση» στη Δωροθέα και «Καληνύχτα» στη Μεταξούλα.

Σήμερα, όμως, είναι πολύ πρωί, Κυριακή, και όλοι κοιμούνται στο σπίτι. Παίρνει το μολύβι- Πινόκιο που μπορεί και γράφει σε όλα τα χρώματα, καφέ για τα βουνά, γαλάζιο για τον ουρανό και τη θάλασσα, πράσινο για τους κάμπους, κίτρινο για τα χωράφια και τα σπαρτά, κόκκινο για τα λουλούδια, τα μήλα και τα κεραμίδια, και αρχίζει να ζωγραφίζει μια χώρα που ονειρεύεται συχνά.
Ένα νησί καταπράσινο με καταρράχτες, ποτάμια, μικρές λίμνες και γεμάτο μέλισσες και πεταλούδες και πουλιά.
«Εκεί κατοικούν οι ήρωες των παραμυθιών», της είχε πει η μαμά. «Κι αν το μπορέσει κάποιος να πάει, θα βρει οπωσδήποτε την Σταχτοπούτα και την Χιονάτη, τον πραγματικό Πινόκιο του παραμυθιού, τον Πήτερ Παν, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον πλοίαρχο Νέμο και τον Οδυσσεβάχ. Αν είναι τυχερός, και την Πολυάννα μικρή που, κάποιες φορές, επιστρέφει».

Η θάλασσα γύρω είναι γλυκιά, σα να ‘χουνε λειώσει χίλια γλειφιτζούρια. Γι’ αυτό και τα καράβια των μεγάλων, δεν ταξιδεύουνε συχνά, επειδή κολλάνε. Βλέπετε, το Νησί του Παντός για να σε δεχτεί, θα πρέπει να σε περιμένει και να το πιστεύεις.

Η Νεφέλη, όμως, το ονειρεύεται συχνά. Και είναι σα να το έχει κιόλας επισκεφθεί, σα να το ξέρει.
Το βλέπει ολοζώντανο πρώτα στο χαρτί. Φροντίζει γι’ αυτό ο Πινόκιο-μολύβι.
Τα σμαραγδιά νερά του νησιού αστράφτουν σαν διαμαντάκια μέσα στον ήλιο. Τ’ αηδόνια την καλούν και της τραγουδούν «έλα να παίξουμε όλοι μαζί Νεφέλη». Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους της έχουν ξαπλώσει στην καταπράσινη χλόη. Η Σταχτοπούτα με το ένα γοβάκι της έχει μόλις γυρίσει απ’ το χορό. Ο Πήτερ Παν βρήκε επιτέλους το νησί των ονείρων του και σκέφτηκε «για πάντα εδώ να μείνει». Κι ο Ροβινσώνας Κρούσος έχει φτιάξει σπιτάκια ξύλινα, έχει ψαρέψει και ετοιμάζει φαγητό. Ο Κοντορεβιθούλης, για να μην ανησυχεί κανείς, έχει γεμίσει σποράκια τη θάλασσα και τον ουρανό. Με όποιον τρόπο κι αν ταξιδέψει κανείς, δεν πρόκειται να χάσει ποτέ τον δρόμο.

Η Ζαχαρούλα είναι σύμφωνη. Η Δωροθέα, πετά τη σκούφια της για εκδρομές. Η Μεταξούλα, λίγο, νυστάζει. Αλλά είναι φίλες της, και τους αρέσει πολύ η συντροφιά με τη Νεφέλη.

Κοιτά ένα γύρω, η Νεφέλη, κανείς. Ανοίγει τ’ αυτιά της, η μαμά κι ο μπαμπάς της ακόμα κοιμούνται. Κι έχει έναν ήλιο στο Νησί του Παντός που την καλεί, μα έναν ήλιο…

Πρώτα στέλνει τη Ζαχαρούλα και την Δωροθέα με το ιπτάμενό της αμάξι. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι καλός οδηγός, το αυτοκίνητο που ζωγραφίζει είναι σαν το Νησί του Παντός, πηγαίνει παντού. Είναι ένα μαγικό αμάξι.
Μετά, ανεβαίνει και η ίδια η Νεφέλη. Η Μεταξούλα, μόλις που προλαβαίνει να βγάλει τις πιζάμες με τις φράουλες και την ροζ ρόμπα.
Και μόλις τελειώνει και την τελευταία μπλε, μοβ, σμαραγδί μολυβιά έχουν βρεθεί στο Νησί του Παντός και επιτέλους η Νεφέλη γνωρίζει κι από κοντά όλους όσους αγάπησε τόσο πολύ μέσα από τα παραμύθια.
Η Χιονάτη, είναι ακόμα ωραιότερη και αστραφτερή. Οι νάνοι, τόσο καλοί, κάνουν τούμπες απ’ την χαρά τους.
Η Σταχτοπούτα φορά το ασημένιο γοβάκι της και τους δείχνει την άμαξα- κολοκύθα. Ο Πινόκιο έχει τελειώσει τις περιπέτειές του στον κόσμο και είναι φίλοι καλοί με τον Πήτερ Παν, η Πολυάννα έρχεται εδώ, της λέει, συχνά, γιατί σ’ αυτό το Νησί μπορεί και γίνεται πάντα παιδί. Και από τώρα και στο εξής, όποτε θέλει, θα μπορεί να έρχεται και η Νεφέλη.
Η Ζαχαρούλα, η Δωροθέα και η Μεταξούλα είναι χαρούμενες γιατί όλα είναι ζωντανά εδώ και μιλούν: τα πουλιά, τα λουλούδια, τα ποτάμια, οι πολυθρόνες, τα παράθυρα στο ξύλινο σπίτι στο δάσος.
Περνούν την ώρα τους με ιστορίες που αφηγείται ο καθένας, γνωρίζουν το νησί, παίζουν και τρέχουν και τραγουδούν με τις ώρες. Μέχρι που ο ήλιος χαμηλώνει πέρα στην θάλασσα και πίσω από τα βουνά.
Εκείνη την ώρα βλέπει τον Αχιλλέα η μικρή Νεφέλη. Ακόμα δεν ξέρει ότι τον λένε Αχιλλέα, το μόνο που ξέρει, όμως, είναι ότι τον γνωρίζει καλά. Το μόνο που ξέρει είναι πως είναι σα να τον ξέρει. Αυτά τα μπλε μάτια που σε κανένα μολύβι δεν είχε συναντήσει ποτέ, την ατίθαση τούφα που είναι σα να την χαιρετά.
Τον φέρνει η Κλο- Κλο, δεν την ξέρει, επειδή ειδικά η Κλο- Κλο αφήνει τον καθένα να την φωνάζει όπως θέλει. Όμως η Νεφέλη το ξέρει, και την φωνάζει Κλο- Κλο. Τους βλέπει να έρχονται, να έρχονται, μαζί με τη μέρα στο Νησί του Παντός που μοιάζει να φεύγει. Ο Αχιλλέας θα φύγει πίσω από τα βουνά με τον Πήτερ Παν. Η Νεφέλη θα κοιτάξει με απορία τη Χιονάτη που είναι φίλη της πια, θα ρωτήσει τη Σταχτοπούτα που ξέρει: “Δεν έχει έρθει ακόμα εκείνη η ώρα για τον χορό! Θα πρέπει να περιμένεις, να ταξιδέψεις πάλι και πάλι, να μάθεις τα βήματα στην εντέλεια!”
Η Νεφέλη, όμως, βιάζεται, αφήνει πίσω και Μεταξία και Δωροθέα και Ζαχαρούλα. Βιάζεται και θέλει να συναντήσει τον Πήτερ Παν. Μα πιο πολύ βιάζεται για να βρει πάλι τον Αχιλλέα.
Το μονοπάτι είναι κλεισμένο με πέτρες, τα βράχια γλιστρούν, δεν ξέρει ποιο δρόμο να πάρει.
Θα χαθεί και μια και δυο και πολλές φορές, αλλά δεν θα τα χάσει, ξέρει ακριβώς τι ζητά. Σ' ένα ξέφωτο θα βρει το αηδόνι που μιλά, θα την οδηγήσει σοφά η χελώνα Μαρίνα.
Ο Αχιλλέας είναι σ' ένα κάστρο παλιό και μαζί με τον Πήτερ Πάν, ετοιμάζει το μέλλον! Έτσι της λέει: “Το μέλλον που μπορείς να ετοιμάσεις κι εσύ με τις ζωγραφιές. Τώρα που είδες και κάστρο και βουνό, τώρα που πάτησες στο δύσκολο και κρυφό μονοπάτι. Για ό,τι χρειαστείς, θα έχεις δίπλα σου την Κλο- Κλο. Ακόμα κι όταν φαίνεται ότι απουσιάζει. Κι εγώ θα είμαι στο κάστρο ή θα γυρίζω τον κόσμο. Θα ταξιδεύω και θα 'ρχομαι να σου λέω ιστορίες για να τις κάνεις ζωγραφιστές. Και για να μείνουν αθάνατες μέσα απ' τις ζωγραφιές σου. Και για την βραδιά του χορού, θα σου πει η Κλο- Κλο. Μόλις γυρίσω από ένα μεγάλο ταξίδι”.
Και μαζί με τον Πήτερ Παν, ο Αχιλλέας την χαιρετά. Την οδηγεί απ' το κρυφό μονοπάτι στους άλλους που έχουν αρχίσει ν' ανησυχούν, η σοφή χελώνα Μαρίνα.

Όταν επιστρέφουν, έχει νυχτώσει για τα καλά. Αλλά η Κλο- Κλο που είναι πάντα δίπλα της είναι εκεί και είναι για όλους, η καλή Νεράιδα, δεν την αφήνει καθόλου ν' ανησυχεί.
Ο Κοντορεβιθούλης, που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, έχει φροντίσει τα πάντα, και με τα αθάνατα σποράκια του, τους δείχνει τον δρόμο για την επιστροφή. Και η Νεφέλη βλέποντας λάδι τη θάλασσα, αποφασίζει να ταξιδέψουν γυρίζοντας μ’ ένα καράβι. Θ’ αφήσει το ιπτάμενο αυτοκίνητο στους φίλους της για να μπορούν να έρχονται όποτε θέλουν στο δωμάτιό της για να την βρουν. Να είναι εκεί για τη μεγάλη βραδιά του χορού, όπως της έχει υποσχεθεί ο φίλος της ο Αχιλλέας. Έτσι λοιπόν, φτιάχνει άσπρο και μπλε καράβι και ζωγραφίζει ολόλευκα πανιά, ανοιχτά και γερά, για να ‘ναι καλοτάξιδο και για ν’ αντέχει μέσ’ στους ανέμους.
Πρώτα ανεβαίνει στην ξύλινη σκάλα η Ζαχαρούλα, ύστερα η Δωροθέα και τελευταία η Μεταξούλα που κλαίει γιατί θέλει να μείνει.
Για την Νεφέλη είναι αρκετές τρεις μολυβιές. Τα μαλλιά της που ανεμίζουν στον άνεμο, το ροζ φόρεμα και τα γοβάκια που της χάρισε η Σταχτοπούτα.
Τον δρόμο, τον ξέρει.

Έτσι, μεσημεράκι λοιπόν, όταν η μαμά θα της πει «ξύπνα, υπναρού, Καλημέρα», εκτός από την υπέροχη ζωγραφιά με το Νησί του Παντός, θα πρέπει να λύσει και ένα αίνιγμα.
Για τα γοβάκια που αστράφτουν στο πλευρό της Νεφέλης.

Αύγουστος 2009

Ελένη Γκίκα

ΥΓ. Ευχαριστώ (αιώνια) όσους συνέβαλαν ηθελημένα ή αθέλητα στο να έρθει η Νεφέλη στη ζωή μου.

26/1/10

Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την αναπνοή σου, όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΩΤΑΚΗΣ

“Δεν με ενδιαφέρει μια λαξιλαγνική αφήγηση, μια καλογραμμένη απλώς ιστορία, αλλά μια κρυμμένη σκέψη πίσω απ' αυτή”. Σε μιαν εποχή που όλοι γράφουν για να γράψουν, ακκίζονται με τις λέξεις και ζουν για να υπογράφουν “συγγραφέας”, ο Δημήτρης Σωτάκης επιλέγει μια λογοτεχνία που θέτει ακόμα ερωτηματικά. Με ήρωες που “πάνε γυρεύοντας” και στην “Παραφωνία” και στον “Άνθρωπο Καλαμπόκι” και στο “Θαύμα της αναπνοής”, ανατέμνει το μαρτύριο του σύγχρονου Σίσυφου που πνιγμένος σε έναν κόσμο που έχει και διαρκώς επιθυμεί κι άλλα, πληρώνει τελικά πολύ ακριβά το δεδομένο αλλά όχι και αυτονόητο “θαύμα της αναπνοής”.
Από τις σημαντικότερες σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές της εποχής και του τόπου μας, κατορθώνει μιλώντας για το σύγχρονο πρόβλημα, να μεταθέτει ήρωα και πρόβλημα, εκτός χωροχρόνου. Πάντα θα την πατάμε, και πάντοτε η ανθρώπινη ζωή μοιάζει, λες, υποθηκευμένη.

- «Το θαύμα της αναπνοής»… σχεδόν θαύμα τίτλος για έναν νέο άνθρωπο (δε λέω νέο συγγραφέα, γιατί ήδη έχεις δείξει στίγμα, έχεις διανύσει μια άκρως ικανοποιητική διαδρομή). Το θαύμα της Ελευθερίας και της Ζωής;

- Το θαύμα περισσότερο ως προδιάθεση, ως βαθύτερη επιθυμία, ως μία ρομαντική σχεδόν προσέγγιση της ίδιας μας της ύπαρξης και τελικά, σωστά, ένα θαύμα της ελευθερίας και της ζωής. Το θαύμα, από την οπτική μου οπτική γωνία, είναι ένα αυτονόητο δικαίωμα του σύγχρονου ανθρώπου, μία ευκαιρία για να δραπετεύσει κανείς από όσα του σερβίρονται ως δεδομένα. Στην πραγματικότητα η απόσταση που έχουμε να διανύσουμε ως το επιθυμητό θαύμα-ανεξάρτητα τι σημαίνει αυτό για τον καθένα ξεχωριστά-είναι την ίδια στιγμή τεράστια αλλά και μηδαμινή. Η αυτοκαταστροφική τάση του ανθρώπινου είδους είναι η κυριότερη παράμετρος που κωλυσιεργεί την επίτευξη αυτού του στόχου, εν τέλει εμείς οι ίδιοι ακυρώνουμε την επερχόμενη ευτυχία, την απορρίπτουμε και την επαναφέρουμε με έναν διαστροφικό τρόπο θυσιάζοντας το θαύμα ή τέλος πάντων την ελπίδα του θαύματος.

- Σε όλα σου τα έργα σχεδόν ο… ένας και οι άλλοι! Αλλά σε ένα σύνολο, εν τέλει, κοινό, στα μεγάλα (ήτοι ζωή, έρωτας, δημιουργία, αλήθεια, αποκάλυψη, θάνατος) φτάνουμε μόνοι;

- Ακριβώς. Είμαστε μόνοι, ωστόσο αυτή η διαπίστωση δεν είναι μία θλιβερή, μία σκοτεινή καταδικαστική αλήθεια. Η ιδιότυπη αυτή μοναξιά του ανθρώπινου γένους είναι η πρώτη και η τελευταία μας ευκαιρία να συνυπάρξουμε, να θελήσουμε να συνευρεθούμε με τον άλλον, με φυσικά πρόσωπα που αγωνιούν με όμοιο τρόπο για τις δικές τους ζωές. Δεν έχουμε-χωρίς δεύτερη σκέψη-άλλη επιλογή. Χρειαζόμαστε τους ανθρώπους για να διανύσουμε μαζί όλον αυτόν τον παράδοξο λαβύρινθο, που σαν τεράστιο ψηφιδωτό, σχηματίζει ό, τι αποκαλούμε ζωή. Η πορεία μας προς τα μεγάλα μυστήρια της ίδιας μας της φύσης, όπως λες-ο έρωτας, η αλήθεια, ο θάνατος- δεν είναι και τόσο οδυνηρή όταν πορευόμαστε παράλληλα με άλλα ανθρώπινα όντα, όταν πορευόμαστε με έναν κοινό, έστω απροσδιόριστο ενίοτε στόχο.

- Κι όμως για τον ήρωα σου αυτή η δουλειά που φτάνει στο τέλος να του στερήσει ως και την… ανάσα του αρχικά έμοιαζε ως η απολύτως εύκολη δουλειά: συσσωρεύω αγαθά και τίποτα παραπάνω, και κάτι μου θυμίζει, ναι;

- Ο ήρωας μου, όπως και οι όλοι σχεδόν οι ήρωες των βιβλίων μου, πάνε γυρεύοντας, δηλαδή πέφτουν στον λάκκο με τα φίδια πολύ συνειδητά. Η αφέλεια είναι δυστυχώς ένα σοβαρό «παράπτωμα» στην δόμηση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου. Ο ήρωας του θαύματος της αναπνοής θα έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει ότι η πρόταση που του γίνεται, αυτή η εύκολη δουλειά όπως ανέφερες, δεν μπορεί να είναι μια απλή διαδικασία, δεν μπορεί να είναι αυτό που φαίνεται. Όμως αυτό αποτελεί και την βαθύτερη πληγή στο πλαίσιο των ανθρώπινων κοινοτήτων σήμερα. Συσσωρεύω δεν σημαίνει μόνο συσσωρεύω, αλλά ταυτόχρονα σημαίνει θυσιάζω έναν πολύτιμο εαυτό μου, θυσιάζω για να περιμένω έναν παράδεισο, έναν παράδεισο που όμως δεν θα έρθει ποτέ. Ο ήρωας μου τι κάνει; Δανείζει τη ζωή του σε μια «εταιρία» για να την ξαναπάρει πίσω βελτιωμένη, μια αφελέστατη ομολογουμένως κίνηση που τον οδηγεί μαθηματικά στην προσωπική εξαθλίωση και αργότερα στην ταπείνωση. Σε αυτή την μάταιη διαδικασία συσσώρευσης ξεχνάμε λοιπόν κάτι σημαντικό. Εμάς τους ίδιους.

- Η καταναλωτική εποχή είναι αντίθετη τελικά στην όντως ευφορία του όντος;

- Δεν είμαι σίγουρος. Μπορούμε να πετύχουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο γαλήνης και εσωτερικής ισορροπίας ανεξάρτητα από τις τάσεις της εποχής. Το ποιος είναι ευτυχισμένος και πώς μεταφράζεται τελικά η ευφορία σε ένα αστικό επίπεδο διαβίωσης, παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα. Όταν κανείς κάνει τους σωστούς-πώς να το πω-συναισθηματικούς ελιγμούς, μπορεί να απαγκιστρωθεί, να απεγκλωβιστεί από τον κραυγαλέο συναισθηματισμό και να κατακτήσει ή έστω να πλησιάσει την ευφορία. Ανεξάρτητα από τις κοινωνικές συνθήκες, το κυνήγι της ευτυχίας δεν παύει ποτέ.

- Η γραφή διεκδικεί ή επιδιώκει τουλάχιστον το… θαύμα της αναπνοής;

- Σίγουρα. Η γραφή προϋποθέτει διανοητική και ηθική ελευθερία, επομένως διεκδικεί, απαιτεί ακόμα, το θαύμα της αναπνοής. Η λογοτεχνία, όχι με την αφελή κατά την άποψή μου ψυχοθεραπευτική της ιδιότητα, αλλά ως ένα συνειδητό στίγμα για την ζωή του συγγραφέα, επιδιώκει να καταγράψει και να δημιουργήσει κόσμους, μέσα στους οποίους θα μπορεί κανείς να «αναπνεύσει» με μεγαλύτερη άνεση. Δεν είναι εύκολο να κερδίσεις την αναπνοή σου, όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται.

- Δημήτρη, πότε πρωτόγραψες και τι;

- Πρωτόγραψα ένα μυθιστόρημα όταν ήμουν 14 ετών με τίτλο «Αραπάκη 32», ένα κείμενο που κάπου ακόμα υπάρχει, σε κάποια παλιά συρτάρια του σπιτιού μου. Το πρώτο μου βιβλίο κυκλοφόρησε το 1997 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο «Το σπίτι», ένα βιβλίο για το οποίο πραγματικά δεν θυμάμαι πια το παραμικρό. Κατά κάποιο τρόπο το έχω αποκηρύξει…

- Με ποιο βιβλίο πιστεύεις πως άρχισε να διαφαίνεται το στίγμα σου; Ήτοι, εμμονές, ο βασικός γρίφος, μια ατμόσφαιρα η οποία τελικά ήδη χαρακτηρίστηκε «καφκική»;

- Το 2002 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο μου «Η Πράσινη Πόρτα». Σίγουρα αυτό ήταν το μυθιστόρημα, με το οποίο ξεκίνησε όλη αυτή η πορεία έως και σήμερα και σαφώς αυτό ήταν το πρώτο βιβλίο που έδωσε το στίγμα μου συγγραφικά. Οι εμμονές. Ένα μεγάλο κεφάλαιο στη δουλειά μου, το οποίο ωστόσο εξαντλήθηκε τώρα. Οι εμμονές πάντως στην περίπτωσή μου δεν λειτουργούν ως ένας μονοδιάστατος άξονας πάνω στον οποίον χτίζω μια ιστορία, αλλά αποτελούν ένα άλλοθι για να απλώσω τους δικούς μου προβληματισμούς για την πραγματικότητα που ζω.

- Το εντυπωσιακό είναι ότι αφηγείσαι και περιγράφεις τα πιο… μπαρόκ αντικείμενα με τον πιο λιτό και απέριττο τρόπο, σχεδόν σα ν’ ανασαίνεις, δίνοντας το πρόβλημα και ταυτοχρόνως τη λύση. Ανεπαίσθητα τα δικά του, με τον φίλο του, την μητέρα του, με την κοπέλα του και περισσότερο.. πυρετικά ή ασθματικά όσον αφορά τα όνειρα ή αυτή καθ’ εαυτή την δουλειά.

- Οι λύσεις είναι μια ψευδαίσθηση. Ο ήρωας μου προτείνει λύσεις αλλά περισσότερο παίζει ένα παιχνίδι. Ποτέ δεν έρχεται αντιμέτωπος με την γήινη, χειροπιαστή αλήθεια, αλλά επινοεί τρόπους διαφυγής από όσα τον απασχολούν. Η λογοτεχνία δεν λύνει αλλά δημιουργεί προβλήματα. Και ο ήρωας, όσο πασχίζει να βγει στο φως, τόσο βουλιάζει στο σκοτάδι του. Το ζήτημα είναι ότι άθελά του καταλήγει μέσα σε ένα τούνελ, σε ένα χώρο δηλαδή που δεν χωράνε καν λύσεις ή προβλήματα, αυτό που τον καίει είναι να βρεθεί και πάλι στην επιφάνεια, στον αέρα. Πολλές φορές επιδιώκω να θέτω ερωτήματα που επιδέχονται πολλαπλές αυτονόητες απαντήσεις, με σκοπό να δώσω έμφαση στην ασάφεια και στο θολό πλαίσιο που κινείται η πραγματικότητα. Θέλω να πω, τα ερωτήματα τίθενται, απαντιούνται, αλλά παραμένουν ένα μυστήριο.

- Ο χώρος κι ο Χρόνος του ήρωα είναι τα πρώτα που πλήττονται γιατί έχω την εντύπωση ότι περιγράφεις το σύγχρονο μοντέλο ζωής;

- Είμαι καταδικασμένος να περιγράφω το σύγχρονο τρόπο ζωής. Ζω και εγώ μέσα στον μικρόκοσμο, μέσα στην κανονικότητα που διαγράφεται καθημερινά σε αυτή την πόλη, διαθέτοντας ένα όνομα, μια διεύθυνση, έναν ρόλο, μια συμπεριφορά. Το σχόλιό μου περί αναπνοής ή ελευθερίας αποστασιοποιούνται από τον χρόνο και τον χώρο, όμως ο χώρος και ο χρόνος που δρω μεταμορφώνεται στον χωρόχρονο του ήρωα, άρα στο σήμερα.

- Το όνειρο που γίνεται εφιάλτης, κάθε όνειρο γίνεται εφιάλτης;

- Όχι. Τα όνειρα είναι όνειρα και οφείλουμε να τα κρατήσουμε στο ύψος τους. Δεν πιστεύω σε έναν εφιαλτικό κόσμο, πνιγμένο στην παρακμή και στην σήψη. Πιστεύω στους ανθρώπους και στην εκπλήρωση των ονείρων. Το φαινόμενο της μετατροπής ενός ονείρου σε εφιάλτη είναι συχνό αλλά πρακτικά έχει τις ρίζες του σε μια αυτιστική τάση που έχει κανείς για τη ζωή του συνολικά. Επικρατεί μια σύγχυση σε σχέση με το τι είναι όνειρο, τι απωθημένο και τι επιθυμία, με αποτέλεσμα συχνά να έρχεται στην επιφάνεια η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Υπάρχουν όνειρα που βιώνονται με μεγάλη ευδαιμονία, με μεγάλη ηδονή. Αυτός είναι ένας σπουδαίος λόγος για να ζούμε.

- Βρίσκεις κοινά στην «Παραφωνία», στον «Ανθρωπο καλαμπόκι» και στο «Θαύμα της αναπνοής»;

- Υφολογικά τα βιβλία δεν μου μοιάζουν καθόλου. Ένας ασκημένος αναγνώστης της δουλειάς μου μπορεί φυσικά να εντοπίσει κοινά στοιχεία και κοινές παραμέτρους ανάμεσά τους. Η «Παραφωνία» είναι ένα ευθύβολο μυθιστόρημα, με αρχή, μέση και τέλος, μια ιστορία κατ επίφαση πραγματική. Υπάρχουν κοινά σημεία με «Το Θαύμα της Αναπνοής», η ιστορία του οποίου είναι μια πιο βατή και γραμμική διήγηση σε σχέση με τον «Άνθρωπο Καλαμπόκι», ένα μυθιστόρημα περισσότερο οργασμικό, με πολλά ευρήματα, εκπλήξεις και μια αναρχία που δεν διαθέτουν τα δύο άλλα μου βιβλία.

- Απάντηση στο γιατί γράφουμε έχουμε δώσει ή μπά;
Χρειαζόμαστε έναν ζωτικό χώρο, έναν χώρο για να αναπνέουμε ελεύθερα, να αισθανόμαστε μέσα του πιο βολικά, πιο οικεία. Θεωρώ ότι ακριβώς γι αυτό γράφουμε. Για να δημιουργήσουμε μικρόκοσμους, οι οποίοι θα μας προσφέρουν την απαραίτητη γαλήνη για να δώσουμε ένα προσωπικό στίγμα, εξηγώντας τον κόσμο με τα δικά μας μάτια. Δεν με ενδιαφέρει μια λεξιλαγνική αφήγηση, μια καλογραμμένη απλώς ιστορία, αλλά μια κρυμμένη σκέψη πίσω απ’ αυτή.
Και τώρα, τι γράφουμε;

- Αυτή την περίοδο δεν γράφω. Ξέρω όμως ενστικτωδώς ότι σύντομα θα ξεκινήσω ένα καινούριο βιβλίο, το οποίο για την ώρα αγνοώ. Θα ξεκινήσω τον Ιανουάριο, στο τέλος του μήνα. Μυστήρια πράγματα, αλλά πραγματικά το γνωρίζω…

- Για να ξαναγυρίζω και να κλείσω και με το «καφκικό» που σου έχουνε προσδώσει: αγαπημένος σου συγγραφέας ο Κάφκα; Εν τέλει, ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;

- Όσο περνάνε τα χρόνια, δεν έχω αγαπημένους συγγραφείς, αλλά αγαπημένα βιβλία. Δεν μπορεί να μην είναι ένας από τους αγαπημένους συγγραφείς ο Κάφκα. Ποτέ δεν θαύμαζα τις φιλολογικές ή τις γλωσσικές αρετές ενός συγγραφέα, όσο αυτό που εγώ μάντευα ότι ήθελε να κάνει με τα βιβλία του. Προτιμώ τους συγγραφείς με καρδιά και λιγότερο τους εγκεφαλικούς συγγραφείς. Θαυμάζω επίσης τη λογοτεχνία που χρησιμοποιεί ως όχημα μια κατασκευασμένη, αλλοιωμένη πραγματικότητα με σκοπό να περιγράψει ένα δεύτερο επίπεδο διανόησης. Μου αρέσει ο Χούλιο Κορτάθαρ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Ερνέστο Σάμπατο, ο Φερνάντο Πεσόα. Πολλοί άλλοι φυσικά.

- Και πέντε βιβλία που σου άλλαξαν τη ζωή; Πέντε- βιβλία σταθμοί, ας το πούμε έτσι!

- Το βιβλίο της ανησυχίας-Φερνάντο Πεσόα
Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα-Χούλιο Κορτάσαρ
Κάτω από τη γη-Μικ Τζάκσον
Το ημερολόγιο μιας μεγαλοφυΐας-Σαλβαντόρ Νταλί
Η Δίκη-Φραντς Κάφκα

YG. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.

Ράγισε!

“Το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας” Φ.Σ.Φιτζέραλντ



“Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις”.
Ένα κέρμα. Όλοι το ξέρουμε, και ειδικά εγώ ότι “και το πιο μικρό πράγμα μπορεί αν γίνει όργανο της μοίρας”.

Δεν ξέρω γιατί ακριβώς σε κατηγορώ. Δεν καλοξέρω και γιατί αυτό το απόσπασμα του ΜακΚάρθυ είναι ικανό τόσο να με χαλάσει, δεν καλοξέρω ακριβώς και τι είναι εκείνο που θέλω να σου πω’ τι να σου πω, εξηγήθηκε εξάλλου κανείς μας με λόγια;
Θα μπορούσα να κάνω ό,τι κάνεις, να χανόμουν σιγά- σιγά, να σε μπέρδευα και να μπερδευόμουνα περισσότερο, αλλά δεν θα ήμουν εγώ. Το ξέρεις εξάλλου καλά, δεν είμαι εγώ έτσι. Είμαι του «όλα» ή «τίποτα». Παρηγοριόμουν καιρό αλλά μάλλον εις μάτην: “ό,τι δίνεις έχεις, όσα κρατά τα χάνεις” μου έλεγε η γιαγιά. Κι αυτό έκανα’ τα ‘δωσα όλα, τα ‘χασα όλα!
Ξέρω, και πάλι θα με πεις «υπερβολική”. Ίσως και να θεωρείς όλη αυτή την υπερβολή, χαζομάρα. Όμως τώρα δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ο έρωτας είναι πολύ εύθραυστο πράγμα. Και όλο αυτό έσπασε. Ράγισα! Εντάξει, το αναγνωρίζω, είμαι ευάλωτη, σαν άψητο λεπτό γυαλί, ξοδεύομαι άγαρμπα, μπορεί να έχεις και δίκιο και «το κανονικό μου να είναι η υπερβολή” όμως ποτέ όλον αυτό τον καιρό δεν με σταμάτησες, δεν μου είπες «πάψε πια, την τόση σπατάλη! Εγώ κρατώ άμυνες, έχω άσσους κρυμμένους στο δικό μου μανίκι!” Δεν το ‘πες! Και δεν το φαντάστηκα!
Κι ήρθα και στράγγισα’ ράγισα.
Το παραδέχομαι’ “η ρωγμή είναι σε μένα”.

* * *

Πάτησε creat mail, δεν της είχε στείλει τίποτα που να επέτρεπε reply, σκούπισε μύξες, δάκρυα, ήπιε δυο γουλιές μαλτ απ’ αυτό που του είχε πάρει, μόρφασε, σα να κατάπινε κοριό, γιατί έπινε… και ξεκίνησε να γράφει μανιωδώς για την εφημερίδα. Περίμεναν κείμενο. Για τους Φιτζέραλντ είχε βγει νέο βιβλίο. Σερνόταν η μελέτη της, σαν τη ζωή της εδώ κι εκεί, κατασπαταλημένη.

* * *

“Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της”.

“Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;”
Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει! Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ! Γι’ αυτό ίσως και να αξιώθηκε και τη Μεγάλη Συνάντηση. Με τον νεαρό αξιωματικό από τη Μινεζότα.
Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, τον ξέρουμε εμείς.
Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό “Ζέλντα – Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους” (Εκδ. “Κέδρος”) αναφέρεται στην πολυτάραχη και παθιασμένη ζωή τους.

* * *

Της είναι εύκολο να γράφει με τρόπο προσωπικό για κάτι που δεν είναι ή τουλάχιστον δεν φαίνεται να είναι προσωπικό, γράφει σαν κάποιος να της υπαγορεύει’ σχεδόν με τον αυτόματο πιλότο: “Με τα πόδια, γράφεις”, μοιάζει εκείνος να της καταλογίζει, σχεδόν της το κατηγορεί. Γράφει σα να το φτύνει’ τα ίδια της τα συκώτια, την καρδιά:

“Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, “η Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ”. Που δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο πάλι, για να κάνει αυλαία.
Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. Κυριολεκτικά «καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα.
“Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν”. Με μότο ενδεικτικό της σχέσης απ’ τον δικό του “Υπέροχο Γκάτσμπυ”.
Επιμέρους μότο στα κεφάλαια, αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης: “Χαρίστε μου το βαλς”, έκκληση μόνιμη, μονάχα αυτό μια ζωή ζητούσε, εκλιπαρούσε.
Με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο… αμελής, ο Σκοτ τις κρατούσε. Αυτή, τίποτα πάλι.
Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι της Ζέλντα στο Νότο. Και ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη. Το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτι μέχρι εξαντλήσεως, οι μεγάλες παρέες. Η φιλία του Φρανσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουαίη, το Χόλιγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, τα ιδρύματα, ο εγκλεισμός, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή, το πρώτο βιβλίο «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου» που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις 24άρων. Τα διηγήματα που έγραφε, πολλές φορές, μόνο για να επιζήσουν. “Ο μεγάλος Γκάτσμπυ” που τον καθιέρωσε, πως μπορεί ένας άντρας να κατασπαταλά έτσι μια ζωή για μια γυναίκα.
Το μυθιστόρημα “Τρυφερή είναι η νύχτα” που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες ν’ αφοσιωθεί στην ζωγραφική, στον χορό, στην γραφή ύστερα. Η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα για κείνη. Τα ταξίδια, το αμερικάνικο όνειρο, η ίδια η Αμερική και η “χαμένη γενιά της τζαζ” που αυτός επινόησε, όντας ο ίδιος χαμένος. Η αναλαμπή ότι “όλα είναι εφικτά”, η επιτυχία εν τω μέσω δυο μεγάλων πολέμων. Το εφήμερο της νιότης, της λάμψης, της νίκης αυτής καθ’ αυτής της ζωής. Ο αλκοολισμός του και η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του, με τον “Τελευταίο μεγιστάνα” ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της. Η ξαφνική, αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα που, γι’ αδιευκρίνιστους λόγους, την είχε κλειδώσει στο δωμάτιο”.

* * *

Γράφει πυρετωδώς, δυσφορεί, αυτή η δύσπνοια πάλι, ποτέ δεν της αρκεί τ’ οξυγόνο. Τίποτε δεν της έφτασε σ’ αυτή τη ζωή. Ό,τι κι αν έζησε, ό,τι κι αν έδωσε, ό,τι κι αν πήρε, και πάλι της φάνηκε λίγο. Να το τελειώσει θέλει. Και να το στείλει, το ξέρει, αυτό το μπορεί:

“Με αυθεντικές φράσεις τους, όπως, «το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας» και «εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις”, παρά την τραγικότητα της κατάληξης (“κάηκαν” και οι δυο σαν πεταλούδες στη λάμπα), η τελική αίσθηση είναι το ό,τι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι μεγαλειώδες. Διότι για τη ζωή και των δύο “εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση”.
“Ήταν κάτι εξαιρετικό» μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία: “Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». “Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτό ήταν το τίμημα, ο αγώνας. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει”.

Και στο δικό της, αυτό ακριβώς θα προσπαθήσει να βρει: “Εκείνο που είχαν χάσει”. Γιατί το είχαν χάσει. Στο κείμενό της θα αναλάβει τον καθένα τους στοργικά, ξεχωριστά. Πρώτα, εκείνη: Η Ζέλντα και η σχέση τους, μέχρι εξαντλήσεως, τελικής πτώσεως, “εκείνη που αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου”.
Ξαναδιαβάζει το γράμμα της. Κάποια χρόνια μετά, θα ήταν αργά. Εκείνο το γράμμα, ανεπίδοτον. Χωρίς παραλήπτη:

Κλινική Σέπαρντ και Ένοχ Πρατ
Τόουσον, Μέριλαντ
Ιούνιος, 1935

Αγαπημένε μου και παντοτινά
Αγαπημένε μου Σκοτ,
Και εγώ λυπάμαι που δεν υπάρχει τίποτα πια να σε υποδεχθεί, εκτός από ένα άδειο κέλυφος. Σκέφτηκα την προσπάθεια που έκανες για χάρη μου. Ο πόνος γι’ αυτό το τίποτα είναι αβάσταχτος, εκτός αν κάποιος είναι ένας τελείως κούφιος μηχανισμός. Αν είχα αισθήματα θα λύγιζα από ευγνωμοσύνη προς εσένα, αλλά και από θλίψη, καθώς δεν έχει απομείνει ίχνος αγάπης και ομορφιάς, από την αρχή της σχέσης μας, να σου προσφέρω τώρα, στο τέλος.
Ήσουν τόσο καλός μαζί μου και μπορώ να πω μονάχα ότι πάντα τούτο το βαθύτερο ρεύμα διέτρεχε την καρδιά μου. Η ζωή μου… εσύ.
Θυμάσαι τα τριαντάφυλλα στην αυλή του Κίνει? Ήσουν τόσο ευγενικός και σκέφτηκα “είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου” και εσύ είπες “αγάπη μου”. Είσαι ακόμα η αγάπη μου.
Ο τοίχος ήταν υγρός και χορταριασμένος όταν διασχίσαμε το δρόμο και λέγαμε ότι μας αρέσει ο Νότος. Σκέφτηκα το Νότο και το ευτυχισμένο παρελθόν που ποτέ δεν είχα. Σκέφτηκα ότι ήμουν κομμάτι του Νότου. Είπες ότι αγαπάς τούτη την υπέροχη χώρα. Η γλυσίνα στο φράκτη ήταν πράσινη, η σκιά της δροσερή και η ζωή παλιά.
…μακάρι να είχα σκεφθεί κάτι άλλο… αλλά ήταν μια σκέψη συνενοχής, μια ρομαντική, νοσταλγική σκέψη. Έβγαλα το καπέλο μου και τα μαλλιά μου ήταν νωπά και είχα γυρίσει σπίτι ασφαλής και εσύ ήσουν ευχαριστημένος που ένιωθα έτσι και γεμάτος σεβασμό. Ήμασταν χρυσαφένιοι και ευτυχισμένοι σε όλο το δρόμο του γυρισμού ως το σπίτι.
Τώρα που δεν υπάρχει πια ευτυχία και το σπίτι μου έχει χαθεί και δεν υπάρχει πια ούτε παρελθόν, ούτε συναίσθημα που να προσφέρει κάποια ανακούφιση, παρά μόνο τα δικά σου… τι κρίμα που συναντηθήκαμε έτσι τραχιά και παγωμένα, όταν κάποτε υπήρχε τόση τρυφερότητα μεταξύ μας, τόσα όνειρα. Το τραγούδι σου.
Πόσο θα ‘θελα να είχες ένα σπιτάκι με δεντρομολόχες και μια σφενδαμιά και τον απογευματινό ήλιο να καθρεφτίζεται σε μια ασημένια τσαγιέρα! Η Σκότι θα έτρεχε εδώ και εκεί ντυμένη στα λευκά, σαν βγαλμένη από πίνακα του Ρενουάρ και εσύ θα έγραφες το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Και θα υπήρχε μέλι για το τσάι, όμως το σπίτι δεν ήταν στο Γκράντσεστερ…
Θέλω να είσαι ευτυχισμένος – αν υπάρχει δικαιοσύνη πρέπει να είσαι ευτυχισμένος… Μπορεί και να είσαι…
Ω ναι, να είσαι
Να είσαι, να είσαι…
Ζέλντα.

Σε αγαπάω, όπως και να ‘ναι… ακόμα κι αν ο εαυτός μου χαθεί, αν η αγάπη χαθεί, αν η ζωή χαθεί…
Σε αγαπώ.

* * *

Και με την άλλη γυναίκα, ακόμα τον αγαπούσε. Με τον κατασπαταλημένο της εαυτό, αγαπούσε. Εκείνον που τόσο γενναιόδωρα ως Τζέυ Γκάτσμπυ της χαρίστηκε αφήνοντάς την Νταίζι να τον εγκαταλείπει για τη ζωή της, τάχα για τον Τομ.
Όμως στο “Τρυφερή είναι η νύχτα” πάτησε πάνω της. Έστησε τ’ αριστούργημά του πάνω στην άρρωστη ζωή της.
Αυτός το πλήρωνε το ίδρυμα. Κι είχε κάθε δικαίωμα για να το κάνει σκηνικό. Είχε όλα τα δικαιώματα να τηνε “κάψει” σαν Νικόλ Ντάιβερ. Εξάλλου δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψεύδος από το «όταν μεθάς, δε διαλύεις τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό σου».

Διέλυσε εκείνη!

* * *

“Κι εγώ διαλύθηκα! Εξάλλου, ολόκληρη η ζωή είναι μια διαδικασία αποσυνθέσεως, αλλά τα χτυπήματα που έρχονται, ή τουλάχιστον έτσι δείχνουνε, από τα έξω – αυτά τα οποία θυμάσαι και βλαστημάς και, σε στιγμές αδυναμίας, τα εξομολογείσαι στους φίλους σου, δεν εμφανίζουν τα αποτελέσματά τους αμέσως. Υπάρχει και ένα άλλου είδους χτύπημα που έρχεται από τα μέσα- το οποίο δεν αισθάνεσαι παρά μόνον όταν είναι πια πολύ αργά για να κάνεις κάτι, όταν συνειδητοποιήσεις τελεσίδικα ότι κατά κάποιον τρόπο δεν πρόκειται ποτέ να ξαναγίνεις τόσο καλός άνθρωπος όσο ήσουν. Το πρώτο είδος σπασίματος μοιάζει να γίνεται γοργά- το δεύτερο συντελείται σχεδόν χωρίς να το καταλάβεις μα το συνειδητοποιείς εξαιρετικά απότομα.

Από “Το σπάσιμο” ν’ αρχίσεις. Αν είναι να πεις οτιδήποτε για μένα. Από τα γράμματα που έγιναν βαλς, νύχτα, αλκοόλ, ανατολή. Από τις λέξεις που στην περίπτωσή μου δεν έσωσαν κανένα. Ούτε κι εμένα, φυσικά. Αφού έφτασα πια να τις χρωστούσα.
Έτσι λοιπόν, μια βασανισμένη κι απελπιστική νύχτα έκανα τη βαλίτσα μου κι έφυγα χίλια μίλια μακριά για να σκεφτώ. Έπιασα ένα φτηνό δωμάτιο σε μια μικρή και άχρωμη πόλη όπου δεν ήξερα κανέναν και ξόδεψα ό,τι χρήματα είχα μαζί μου σε προμήθειες από κρέας σε κονσέρβα, μπισκότα και μήλα. Μα δεν θέλω καθόλου να αφήσω να εννοηθεί ότι η αλλαγή από έναν μάλλον πληθωρικό κόσμο σε έναν σχετικό ασκητισμό ήτανε καμιά Μεγαλοπρεπής Έρευνα- ήθελα μονάχα απόλυτη σιωπή (ποιος εγώ “ο οπαδός της φασαρίας”), για να σκεφτώ το γιατί είχα φτάσει να έχω μια θλιμμένη στάση προς τη θλίψη, μια μελαγχολική στάση προς τη μελαγχολία και μια τραγική στάση προς την τραγωδία- γιατί είχα ταυτιστεί με τα αντικείμενα του τρόμου ή του οίκτου μου.
Γιατί παρ’ όλ’ αυτά, όμως, θα πρέπει να συνεχίσω να είμαι συγγραφέας, γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος ζωής που ήξερα, αλλά θα σταματούσα τις προσπάθειές μου να γίνω άνθρωπος- να είμαι ευγενής, δίκαιος ή γενναιόδωρος”. Ω ναι, “δεν επρόκειτο να ξαναδώσω τίποτα από τον εαυτό μου- όλες αυτές οι παροχές θα καθίσταντο παράνομες στο εξής εν ονόματι ενός νέου παράγοντα, της Σπατάλης”.
Ό,τι και να έκανα απ’ εδώ και στο εξής “το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο. Είχα βγει από τον τομέα παροχών αρωγής”.
Η δικιά μου ευτυχία στο παρελθόν έφτανε συχνά σε τέτοια έκσταση που δεν μπορούσα να την μοιραστώ ακόμα και με τον άνθρωπο που αγαπούσα, αλλά έπρεπε να την περπατήσω σε ήσυχους δρόμους και σοκάκια κι απέμειναν μόνον αποσπάσματα που απέσταζα σε μικρές φράσεις σε βιβλία- και νομίζω ότι η ευτυχία μου, ή το ταλέντο μου για αυταπάτη ή όπως το προτιμάτε, ήταν μια εξαίρεση. Δεν ήταν κάτι το φυσικό μα κάτι το αφύσικο- αφύσικο όσο και η οικονομική μου Ευημερία’ και η πρόσφατη εμπειρία μου είναι παράλληλη με το κύμα της απελπισίας που σκέπασε το Έθνος όταν η Ευημερία παρήλθε.
Έτσι στην περίπτωσή μου υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρώσω. Θα προσπαθήσω, πάντως να είμαι ένα σωστό ζώο, κι αν μου πετάξετε ένα κόκαλο με αρκετό κρέας μπορεί και να σας γλείψω το χέρι».

* * *

Όμως εγώ δεν πρόκειται πια να σου γλείψω το χέρι, για το ελάχιστο τίποτα που μου πετάς. Απόψε θα καθίσω και θα καταστρέψω υπομονετικά όλα τα e-mails.
Θα σβήσω τα πάντα, και τ’ όνομά σου και τ’ όνομά μου από παντού. Θα πετάξω στον ακάλυπτο τα κλειδιά και θα ασχοληθώ μόνο μ’ αυτούς’ τους κατασπαταλημένους Φιτζέραλντ. Θα κάνω delete στη ζωή μου σε οτιδήποτε σε αφορά, σα να μην πέρασες ποτέ απ’ αυτόν τον κόσμο.
Να ‘τα! Βλέπεις; Βλέπεις που πια τον λόγο μου και τον κρατώ; Τα ρίχνω τα κλειδιά, άκου πώς κουδουνάνε; Και το τηλέφωνο το ξεριζώνω, κοίτα το, να! Το κινητό με τα τακούνια μου κομμάτια το κάνω! Τον υπολογιστή μου, θρύψαλα! Δεν θα ξαναδεχτώ πια τίποτα από σένα! Και ούτε θα ξαναμπώ στον πειρασμό να στείλω κάτι, θα τα σκοτώσω όλα τα ταχυδρομικά περιστέρια. Μόνο Ζέλντα και Σκοτ απ’ εδώ και στο εξής, μέχρι να τελειώσω τη μελέτη που χρωστάω. Μεθαύριο που θα ‘ρθει η Μόζα θα μ’ ανοίξει με το δικό της κλειδί. Και μαζί με τα σκουπίδια, θα πετάξει και σένα. Με λύσσα θα γράφω για να προφθάσω τις προθεσμίες, νυχθημερόν!

* * *

Όμως τί είναι όλοι αυτοί οι καπνοί που στεφανώνουν την πόρτα; Πού βρέθηκε, Θεέ μου, τόσος καπνός, πόση φωτιά απαιτείται για τις στάχτες μιας σχέσης; Θα το προφθάσω άραγε να βάλω κι αυτό; Κι αυτό να το γράψω;
Τώρα η δύσπνοια φταίει ή εκείνοι οι καπνοί; Πάλι αυτή η τρελή από κάτω μέσα στη νύχτα θα έχει αναμμένο καντήλι!
Μονάχα να προφθάσω! Να σε ξεχάσω, να το γράψω!
Ε ναι λοιπόν, έσπασα, ράγισα, ικανοποιήθηκες τώρα;
Η ρωγμή, από την πρώτη στιγμή, το αναγνωρίζω, ήταν σε μένα.

* * *

Πού πάνε αλήθεια όλες αυτές οι πυροσβεστικές;
Αφού καμιά φωτιά δεν σβήστηκε ποτέ επί της ουσίας.


Κυριακή 6 Απριλίου 2008

ε.γκ (alf)



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
“Δώθε του παραδείσου” και “Ο τελευταίος μεγιστάνας” του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ (Εκδ. “Ηριδανός”),
“Ο υπέροχος Γκάτσμπυ” και “Τρυφερή είναι η νύχτα” του Φ. Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Πατάκη”),
“Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες” και “Όμορφοι και καταραμένοι” του Φ.Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Ερατώ”),
“Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας” του Φ. Σ.Φιτζέρλαντ (Εκδ. “Κέδρος”),
“Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ” του Φ.Σ.Φιτζέραλντ (Εκδ. “Οδός Πανός”),
“Έρωτας μέσα στη νύχτα” και “Χαμένη δεκαετία” του Φ.Σ.Φιτζέρλαντ (Εκδ. “Καστανιώτη”).
“Χαρίστε μου το βαλς” της Ζέλντα Φιτζέραλντ (Εκδ. “Οδός Πανός”).
“Ζέλντα- Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους” της Ανιές Μισό (Εκδ. “Κέδρος”)
“Γράμματα χωρισμού” (εκδ. “Μελάνι”)

Τα αποσπάσματα είναι από:
“Το σπάσιμο”,
“Ζέλντα- Σκοτ Φιτζέραλντ: Μια σχέση πάθους”,
“Χαρίστε μου το βαλς”,
“Τρυφερή είναι η νύχτα”,
“Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ”,
“Γράμματα χωρισμού”.



ΥΓ: Εν τέλει το μόνο που μένει είναι οι ιστορίες. Ακόμα κι όταν εμείς χους -εσμέν- και- εις- χουν και όλα θα έχουν γίνει χαρτοπολτός.
Πάμφωτες μέσ' την ολόφωτη, ολοσχερή βέβαιη ήττα μας, να αστράφτουν κάπου εκεί στο σύμπαν αναπαράγοντας τη σκηνή επειδή έτσι είθισται, να μας υπενθυμίζουν πως κατά βάθος το χέρι που μουτζούρωνε στο χαρτί ήδη γνώριζε διότι όλα έχουν ξαναειπωθεί, ξαναγίνει.
Αλλά εκεί εμείς, στην επανάληψη της ίδιας σκηνής.
Γιατί άραγε?

ΥΓ2: Τα τρία τελευταία ποστ κάτι συνέβη και χάθηκαν, δεν βρίσκω τον λόγο να χαθούν και για πάντα, στο φινάλε είναι μια ιστορία που αγαπώ και εμπεριέχεται στο "Βιβλίο του Κακού" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις "Μαγικό Κουτί". Τρόμαξα πια να το καταλάβω ότι η Σπατάλη είναι, τελικά, αμαρτία! Εβδομο κύκλο κόλασης, λέει! Ακου να δεις ένα πράγμα...

Το ποίημα που αναπνέει

για την Χαρούλα Μπιρμπίλη Παπαδημητρίου που μ' έκανε να δω το πάλι το πρόσωπό μου.

“Εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα...”
Ολοκληρώνοντας αυτό τον κύκλο- ποιήματα τα βάφτισαν- κατά νου μου είχα γράμματα επετείων. Για να μην τον ξεχάσω, να μη με χάσω, να μην αφεθώ στα ελάχιστα που μου απέμειναν, τα καθημερινά. “Το γράμμα που λείπει” το αισθανόμουνα, και επικοινωνιακά, να με σκοτώνει.
Οι λέξεις με προδίδουν, σκεφτόμουν, όταν έγραφα. Τα συναισθήματα, με υπερβαίνουν. Ξεκινώντας από το απεγνωσμένο “αγάπα με” και καταλήγοντας στο ακατόρθωτο “αχειροποίητο ποίημα”.
Όταν η Αναστασία της Άγκυρας το σκέφτηκε, τα 'παιξα! Φίλοι ζωής ο καθένας στο δικό του ποίημα κι ανάμεσα τους, οι μουσικές μιας ζωής. Το αποτέλεσμα, έκπληξη που αποκωδικοποιείται ακόμα: Ο Αντώνης να κάνει δική του την δίψα! Η Βίκυ να μετράει στο δικό της κορμί της δικές μου ρωγμές, η Ρίτσα με φράσεις μου που είναι φράσεις της να συμπληρώνει το δικό μας ιαματικό παραμύθι. Η Φωτεινή να μιλά για ξανακερδισμένο χρόνο. Ο Άγης “μ' ό,τι δεν έζησα” εκεί σταθερά, μια ζωή λαθρεπιβάτης. Η Λίτσα να αναζητά μια χαμένη μέρα. Ο Αργύρης να ψηλαφίζει “τα χίλια πρόσωπα της αγάπης”. Η Μαρία, με τις σοκολάτες μας. Ο Κώστας να υπογραμμίζει την σημασία της μισοτελειωμένης κίνησης. Ο Μανόλης να ξανακάνει αρχή με τα δικά μου “χρυσάνθεμα”. Ο άλλος Αντώνης να ξεσκεπάζει όσα κουκούλωσα' την πανταχού παρουσία της απουσίας. Η Χριστίνα στο δικό μου λυγμό σε “γράμμα- κεράκι”. Ο Βαγγέλης να ψηλαφίζει “τον θάνατο που έρχεται πάντα με καλές προθέσεις”. Η Μαρία να μετρά με παλάμες την θάλασσα, αν είμαστε δυο πετυχαίνει. Ο Γιάννης σταθερά να κοιτά “τον πύργο της νίκης”. Ο άλλος Γιάννης και πάλι τα βάζει με τον άγιο. Η Ρούλα γραπώνεται μαζί μου στην “αιώνια τιποτένια στιγμή”. Η Ντανιέλα τολμά να ξεσκεπάσει τη μοναξιά του “αγάπα με” και η Νεφέλη, “φεγγάρι- τόπι” μπουπ και μπουπ είναι η μόνη που γνωρίζει το χαμένο γράμμα: “Νεφέλη” είναι, ένα τετράχρονο μαγικό και μαγευτικό παιδί. Και η Αναστασία τολμά τα δύσκολα, αγγίζοντας μουσικά “το αχειροποίητο ποίημα”.
Σε ένα αχειροποίητο αλλόκοτο βράδυ. Όπου το ποίημα που αναπνέει, αλλάζει “αχ”, βρίσκεται σ' άλλη αγκαλιά. Ελευθερώνεται μαζί κι ελευθερώνει. Κι εκείνο το “αγάπα με” , “επίτρεψέ μου να σ' αγαπώ” γίνεται. Με σκηνοθέτη την ζωή την πάνσοφη. Και την αλήθεια που λυτρώνει.

ΥΓ. Νεφέλη είναι το... γράμμα, όπως θα καταλάβατε! Και σ' όσους συνέβαλαν σ' αυτό, ευγνώμων!

Κατονομάζοντας το ακατανόμαστο



Εγώ είμαι ήρεμη και δεν ξέρω τί είδους είναι η κραυγή σου. Ξέρω μόνο πως επιτέλους συναντηθήκαμε, και εσύ είσαι ο παράφορος πρίγκιπας κι εγώ η ανελέητη πριγκίπισσα”.


ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΦΟΝΙΣΣΕΣ” του Roberto Bolano. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Εκδ. “Άγρα”, 312, σελ. € 18

ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ” του Roberto Bolano. Μετάφραση: 'Εφη Γιαννοπούλου. Εκδ. “Άγρα”, σελ. 296, € 18


Γιατί πρέπει να φύγουμε;, λέει ο Β. Η γυναίκα του κοιτάζει λοξά και δεν του απαντά. Υπάρχουν πράγματα που μπορείς να διηγηθείς, σκέφτεται ο Β, και πράγματα που δεν μπορείς να διηγηθείς. Κλείνει τα μάτια”. Μικρό απόσπασμα από τα “Τελευταία δειλινά στη Γη” (Πουτάνες φόνισσες) που άθελά του δείχνει τον στόχο και το επίτευγμα, εντέλει, του μεγάλου χιλιανού συγγραφέα.

Στις ιστορίες του ο Ρομπέρτο Μπολάνιο που χάθηκε πρόωρα, πριν από επτά χρόνια και σε ηλικία 50 χρονών, κατορθώνει να αφηγηθεί και όσα δεν αφηγούνται. Μπαινοβγαίνοντας σαν αεράκι επιδέξια στο ρεαλιστικό και στο φανταστικό ή υπερβατικό, συνενώνοντας προσωπικό και ιδιωτικό με οικουμενικό και την πολιτική κατάσταση, χρησιμοποιώντας την ποίηση (είναι, ξεκίνησε ως σπουδαίος ποιητής) ατενίζει με θάμβος το διαρκές καθημερινό θαύμα.

Χρονιά Μπολάνιο θα μπορούσε να θεωρηθεί το 2009, εφόσον πρόσφατα κυκλοφόρησαν και “Οι άγριοι ντετέκτιβ”, μυθιστόρημα στο οποίο θα αναφερθούμε μια άλλη φορά.

Δεινός διηγηματογράφος, στυλίστας της μικρής φόρμας (και όχι μόνο, το ημιτελές αριστούργημά του είναι ένα μυθιστόρημα 1000 σελίδων) ο συγγραφέας από πολλούς έχει ήδη θεωρηθεί ως ο συνεχιστής του Μπόρχες.

Αφηγήσεις- αινίγματα, ανοιχτά στο ενδεχόμενο, παράδοξα ενσταντανέ ζωής στα διηγήματα και των δυο βιβλίων.

Προσωπικός και αυτοβιογραφικός, έτσι ή αλλιώς, στις “Πουτάνες φόνισσες” αναφέρεται περισσότερο στην ανθρώπινη πλευρά του ενώ στα “Τηλεφωνήματα” αφηγείται συναντήσεις με συγγραφείς και περιστατικά της συγγραφικής φύσης.

ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΦΟΝΙΣΣΕΣ”: Δεκατρείς ιστορίες, παραλλαγές της απόγνωσης, του έρωτα, της γραφής, της ομορφιάς και του θανάτου. Το ανθρώπινο πεπρωμένο, σαγηνευτικό και ακατανόητο, υποβάλλει τους πρωταγωνιστές να ζήσουν ό,τι φοβούνται ή προσπαθούν να αποφύγουν. Ο “Σίλβα το μάτι” τη βία, την απόλυτη βία, που δεν μπορεί ν' ανεχθεί. Ο Β. Με τον πατέρα του στα “Τελευταία δειλινά στη Γη”, την κόλαση, όπως δεν θα μπορούσε ποτέ του να φανταστεί. Στο “Μπούμπα” θα βιώσουμε μια σκοτεινή και παράδοξη τελετουργία. Στον “Οδοντίατρο”, η τέχνη και η ιστορία η προσωπική που είναι αναπόσπαστη τελικά από την ιστορία: “Η τέχνη, είπε, είναι η ιδιωτική ιστορία. Είναι η μόνη δυνατή προσωπική ιστορία. Είναι η μήτρα της ιδιωτικής ιστορίας”. Και στο κουκούτσι της “η μυστική ιστορία που δεν θα μάθουμε ποτέ” γιατί ενώ “πιστεύουμε ότι η τέχνη προχωράει σ' αυτό το πεζοδρόμιο και η ζωή, η ζωή μας, προχωράει στο άλλο, και δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό είναι ψέμα”. Στον “Οδοντίατρο” άλλωστε όλα παίζονται και πάνω απ' όλα η πιο “βαθιά λογοτεχνική νύχτα”. Ο κεντρικός άξονας όλων, εν τέλει, των κατά Μπολάνιο ιστοριών όπου “Δεν σταματά ποτέ κανείς να διαβάζει, ακόμη κι αν τα βιβλία τελειώνουν, με τον ίδιο τρόπο που δεν σταματά κανείς να ζει, ακόμη κι αν ο θάνατος είναι ένα βέβαιο γεγονός”.

Το αριστούργημά του, βεβαίως, οι ποιητικότατες “Πουτάνες φόνισσες” που δίνουν τον τίτλο και αφορούν το παράδοξο, το μοιραίο και τη Συνάντηση. Ένας παραληρηματικός μονόλογος απειλητικός και άκρως ερωτικός όπου “οι γυναίκες είναι πουτάνες φόνισσες”, “είναι μαιμούδες” και “πριγκίπισσες που σε ψάχνουν στο σκοτάδι”. Η ηρωίδα φόνισσα και πουτάνα, τα δυο ή τίποτε απ' τα δύο, θα δώσει πριγκιπικά το αλησμόνητο φινάλε: “Εγώ είμαι ήρεμη και δεν ξέρω τί είδους είναι η κραυγή σου. Ξέρω μόνο πως επιτέλους συναντηθήκαμε, και εσύ είσαι ο παράφορος πρίγκιπας κι εγώ η ανελέητη πριγκίπισσα”.

ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑΤΑ”: Στα δεκαπέντε διηγήματα που συμπεριλαμβάνονται στις τρεις ενότητες “Τηλεφωνήματα”, “Ντετέκτιβ” και “Βίος της Ανν Μουρ”, θραύσματα ζωής που αφορούν την συγγραφική κοινότητα. Συναντήσεις με εκπατρισμένο, γηραιό συγγραφέα, ποιητικοί διαγωνισμοί ως πηγή εσόδων, ταλαντούχοι και ατάλαντοι συγγραφείς, ποιητές που σώζονται και υπομένουν τα πάντα, φραστικές παρεξηγήσεις που σώζουν ζωές, διότι ως γνωστόν “η λέξη τέχνη. Η λέξη που εξημερώνει τα θηρία”. Φλασάκια ζωής του Αρτούρο Μπολάνιο (Άγριοι ντετέκτιβ), πορτραίτα γοητευτικών γυναικών που πια βιώνουν την παρακμή, διατηρώντας ψήγματα της παλιάς αίγλης “φαντάσματα όλοι”, σε “ιστορίες φαντασμάτων”. Με τον πόνο “αίνιγμα επαρκές” αλλά και “απάντηση όλων των αινιγμάτων”. Και με την τέχνη ή μάλλον την ποίηση στο ίδιο πάντοτε πεζοδρόμιο με τη ζωή, αυτή ήταν η ιστορία και η ζωή του Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Γραφή ποιητική, υπαινικτική, ιστορίες λες και παιχνίδι των κατόπτρων. Εξάλλου “δι' εσόπτρου εν αινίγματι” αντιλαμβανόμαστε πάντοτε τον κόσμο, τον άλλον, τον εαυτό μας, τη ζωή. Και για να αγγίσει το όλον ένα διήγημα θα πρέπει, εν τέλει, να είναι και κάτι ανάλογο.

Εξαιρετική η μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου, εντελώς στην ατμόσφαιρα του συγγραφέα. Με αποκαλυπτικές σημειώσεις για τον συγγραφέα που “μπορεί να κάνει τα πάντα και, για μια στιγμή τουλάχιστον, να δώσει όνομα στο ακατανόμαστο”.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

Ο Ρομπέρτο Μπολάνιο (Σαντιάγο Χιλής, 1953 - Βαρκελώνη, 2003), μυθιστοριογράφος και ποιητής, επέβαλε την παρουσία του μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ανάμεσα στους σπουδαιότερους λατινοαμερικανούς συγγραφείς. Στα δεκαπέντε του μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μεξικό απ όπου επέστρεψε στη Χιλή το 1973 για να υποστηρίξει το κόμμα του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά το πραξικόπημα αναγκάστηκε να καταφύγει στο Μεξικό και στη συνέχεια στην Ισπανία, όπου και εγκαταστάθηκε. Τιμήθηκε με τα βραβεία Herralde και Romulo Gallegos.

Από τα βιβλία του έχουν εκδοθεί στα ελληνικά οι συλλογές διηγημάτων “Πουτάνες φόνισσες” (Άγρα, 2008) και “Τηλεφωνήματα” (Άγρα, 2009) και τα μυθιστορήματα “Μακρινό αστέρι” (Καστανιώτης, 2007), “Τελευταία νύχτα στη Χιλή” (Μεταίχμιο, 2004), “Άγριοι ντετέκτιβ” (Καστανιώτης, 2009).


ΥΓ. Εξαιρετικά οξυδερκής και διεισδυτική και η ανάγνωση- Μπολάνιο από τον φίλο μου Librofilo.

Χωρίς ανάσα με άφησε, επίσης, και το μυθιστόρημά - Μπολάνιο “Άγριοι ντετέκτιβ” (εκδ. “Καστανιώτη”). Απ' τα βιβλία που δεν θέλεις να τελειώσεις ποτέ. Διότι είναι, είσαι, όλα όσα γνωρίζεις κι αγνοείς, με τον γοητευτικότερο τρόπο κάπου εκεί μέσα. Κι είναι πορεία και διαρκής σαγηνευτικός γρίφος ζωής ερωτικής και θανάτου, όλα αυτά.



Μπροστά στην πύλη θα σταθώ (πάλι και πάλι)

Kι αν βγω απ' αυτή την φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει
Οι δρόμοι θα 'ναι αδειανοί κι η πολιτεία μου πιο ξένη
Τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
αέρας θα με παρασέρνει κι αν βγω απ΄αυτή τη φυλακή

Κι ο ήλιος θ' αποκοιμηθεί μες στα ερείπια της Ολύνθου
Θα μοιάζουν πράγματα του μύθου κι οι φίλοι μου και οι εχθροί,
μαρμαρωμένοι θα σταθούν οι ρήτορες κι οι λωποδύτες
ζητιάνοι εταίροι και προφήτες μαρμαρωμένοι θα σταθούν

Μπροστά στην πόλη θα σταθώ με τις κουβέρτες στη μασχάλη
κι αργοκουνώντας το κεφάλι θα χαιρετήσω το φρουρό
Χωρίς Βουλή χωρίς Θεό σαν βασιλιάς σ' αρχαίο δράμα
θα πω τη λέξη και το γράμμα
Μπροστά στην πύλη θα σταθώ

ΥΓ. "Δημοσθένους Λέξις", ο παλιός καλός μας Νιόνιος.
Δύσκολο γύρισμα η ζωή, αλλά πού ξέρεις, θ' αργήσουμε να τα πούμε λίγο, μπορεί και να τα ξαναπούμε, σας φιλώ.
Πάντα με συγκινούσε αυτό το τραγούδι, πού νάξερα ότι η νοσταλγία του μού έρχεται απ' το μέλλον...

Αυτή η επανάληψη που λέμε της σκηνής...

12/1/10

“Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου! Μην τον φοβάσαι...”

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ, α ναι, “μπορεί κανείς να είναι ενάρετος κι από παραξενιά, από ιδιορρυθμία”

Για την γραφή πια αναγνωρίζει ότι “αυτή η δουλειά δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση ή εκτόνωση, αλλά θέλει πίστη και τσαγανό, και “τρέλα” μεγάλη κι άλλη τόση διαύγεια, και γερά νεύρα επίσης για να φέρει κανείς βόλτα τις τόσες αγωνίες”. Αλλά “αυτή είναι η μοίρα της” και την βιώνει καθημερινά. Δεν θα την άλλαζε “ούτε με μια θέση στον παράδεισο”.
Για τον χρόνο, δεν βιάζεται καθόλου (παρ' ότι ανυπόμονη φύση) αλλά στο γράψιμο “δεν χάνει την ψυχή της, δεν την πουλά όσο- όσο”.
Η Ζυράννα Ζατέλη επανέρχεται κάθε επτά χρόνια με ένα μυθιστόρημα που μας μαγεύει αφού την μάγεψε πρώτα. “Το πάθος χιλιάδες φορές” αυτή τη φορά, κι ηρωίδα της η Λεύκα που γράφει και ερωτεύεται ανέμους. Έξάλλου “το ανέφικτο κυνηγάμε με τον έρωτα” κι αλλάζοντας εκείνον, προσδοκούμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο.
Απολύτως συμφιλιωμένη με τον χρόνο, γίνεται όλο και πιο ταπεινή, κατανοώντας απόλυτα εκείνο που είπε ο Καμύ, “ό,τι μπορεί κανείς να είναι ενάρετος κι από παραξενιά, από ιδιορρυθμία”. Κι όχι απ' τον φόβο της τιμωρίας ή ενός ψυχρού “πρέπει”, δηλαδή.
Με το καινούργιο της μυθιστόρημα αποκωδικοποιεί χωρίς να απομυθοποιεί ακόμα μια φορά τη ζωή και τη γραφή, με την συνέντευξή της για άλλη μια φορά συνειδητοποιούμε ότι ζωή και ιστορίες της, ταυτίζονται απόλυτα. Μαγεία.

- Μπορεί στο προηγούμενο βιβλίο σας, κυρία Ζατέλη, “o θάνατος (να) ήρθε τελευταίος”, αλλά σ' αυτό εδώ ήρθε πρώτος και μάλιστα νικημένος από τη γραφή. Η γραφή, έρως και πάθος, αντίδοτο στη φθορά;

- Και πώς όχι! Είναι ένα αντίδοτο, ένα είδος εκλεκτής παραμυθίας απέναντι στον φόβο μας για τη φθορά, για την θνητότητά μας. Μα δεν θα μιλούσα ακριβώς για “νικημένο” θάνατο, όπως δεν θα μιλούσα και για “νικημένη” ή “νικήτρια” ζωή. Υπάρχουν μαζί αυτά τα δύο, συμβαίνουν, εξ αρχής και δικαιωματικά, κι αυτό είναι το τραγικόν της ιστορίας. Είμαστε αυτό που είμαστε μέσα από την ζωή και μέσα από τον θάνατο, κι αν κάνει κάτι η γραφή είναι να αξιοποιεί αυτή την τραγικότητα, με άλλα λόγια το δράμα και την πανουργία της ύπαρξης.

- “Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου! Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές!...” Πώς έχω αλήθεια την εντύπωση ότι και όλα σας τα βιβλία, αλλά ειδικά τούτο, κυρία Ζατέλη, το γράψατε κοιτώντας διαρκώς τον ουρανό;

- Ελπίζω να μην σας απογοητεύσω αν σας πω ότι κοιτούσα περισσότερο το αντιφέγγισμα του ουρανού μέσα στην άβυσσο... Άβυσσος γαρ η ψυχή...

- Γράφοντας ανάποδα η Λεύκα, η ηρωίδα σας, μοιάζει σα να μη θέλει τόσο να διαβαστεί, αλλά να διαβάσει. Για να μαγευτούμε, γράφουμε, κυρία Ζατέλη, ή για να μαγέψουμε; Για ν' απαντήσουμε ή για να μας δοθεί ενδεχομένως κάποια απάντηση;

- Αν δεν μαγευτούμε πρώτα, σύγκορμα κι σώψυχα, δεν πρόκειται να μαγέψουμε. Και ο καλύτερος μάστορας, διετέλεσε κάποτε τσιράκι. Το θέμα για μένα άλλωστε δεν είναι να απαντήσουμε οπωσδήποτε ή να προσδοκούμε την τέλεια απάντηση. “Αν μου τα δώσεις όλα μ' έχασες”, έτσι πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πότε- πότε. Η αναζήτηση είναι το παν και είναι ατελεύτητη. Δεν θέλω να πεθάνω έχοντας λύσει όλα τα μυστήρια του βίου. Απεναντίας θα επιθυμούσα να πάρω κάτι τις μαζί μου, ή τέλος πάντων να αφήσω πίσω μου αυτό που λένε μια αύρα μυστηρίου. Και μάλλον έτσι θα συμβεί.

- Παρ' όλα αυτά αφιερώνετε το βιβλίο σας “στα παιδιά της άλλης όχθης που κατέχουν το αίνιγμα”.

- Το κατέχουν, έτσι φαντάζομαι. Έτσι το θέλει η δική μου δραματουργία. Αλλά γύρισε κάποιος να μας το πει;

- Και πάλι η σημειολογία, τα γνωστά- άγνωστα φετίχ: το τσεκούρι, ο λύκος, οι τάφοι... οι παράξενοι θάνατοι. Παράξενος θάνατος, παράξενη και ξεχωριστή ζωή;

- Σε παράξενο και ξεχωριστό “κλίμα” μπαίνω όταν γράφω, κι αυτό το πράγμα, αυτό το κλίμα, είναι κάτι που το φτιάχνω αλλά και με φτιάχνει, το δημιουργώ, το επινοώ, αλλά και γίνομαι μέσα απ' αυτό. Από τούτη την άποψη νοιώθω προνομιούχα, τυχερή, σαν να κατέχω μια διπλή οντότητα, και “πονεμένη” όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Καμμιά φορά σκέφτομαι ότι θυσίασα πράγματα στην ζωή μου, και πρόσωπα ακόμη, προκειμένου να μην απιστήσω στο γράψιμο. Όσο για τα γνωστά- άγνωστα φετίχ, θα έλεγα πως πρόκειται για το βαθύτερο, το πιο “αρχαίο” βλέμμα μας πού από κάτι στοιχειώθηκε, αστραποβολήθηκε, μαγεύτηκε ή αλαφιάστηκε, και εννοεί να μας το προβάλει δια βίου, άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε πιο κρυφά. Από κει κι έπειτα ας δώσει ο καθένας τις ερμηνείες του, σύμβολα είναι αυτά.

- Δεν βιάζεστε! Σε έναν κόσμο που τρέχει και δεν φτάνει, εσείς εκεί, στον κύκλο των επτά ετών! Κάτι κερδίζετε, και πρέπει να είναι σπουδαίο, τί;

- Τουλάχιστον δεν χάνω την ψυχή μου, δεν την πουλώ όσο- όσο, κάτι είναι κι αυτό. Ξέρετε, από την φύση μου και ανυπόμονη είμαι και παρορμητική, αλλά με το γράψιμο έμαθα να θητεύω και στην υπομονή. Και ποιός ξέρει, μπορεί αυτή να είναι η βαθύτερη φύση μου. Συζητούσα πριν από καιρό με μια φίλη συγγραφέα, η οποία μου έλεγε ότι γράφει σαν να φοβάται ότι του χρόνου δεν θα ζει. “Πάλι καλά που δίνεις τέτοιο τράτο”, της είπα αστειευόμενη. Εγώ κάθε πρωί σχεδόν αναρωτιέμαι αν όντως... ξημερώθηκα ή έτσι μου φαίνεται, αν δεν πέθανα στον ύπνο μου ή αν θα ζω ως το επόμενο πρωί για να κάνω αυτές τις σπουδαίες σκέψεις!... Θέλω να πω, ο καθένας βρίσκει τρόπους για να ξορκίζει τους φόβους του, μέσω έστω – όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται- του ιδίου φόβου, της επαγρύπνησης... Πρέπει να πω πάντως πως όταν γράφω, τον καιρό και τις ώρες που γράφω, “ξεχνάω τα πάντα΄', είναι σα να έχω όλο τον χρόνο μπροστά μου κι οι φόβοι ας περιμένουν στη γωνία. Μέχρι που θα ΄ρθει βέβαια κι εκείνη η ώρα η άφατη, η όντως τελευταία ημέρα, μαζί και κάποια λέξη πάνω στο χαρτί που δεν θα την ακολουθεί μια άλλη. Ως τότε τραβώ τον δρόμο μου όπως τον τραβάω.

- “Κανείς δεν ανεβαίνει τόσο ψηλά για να κατέβει αμέσως”, φράση κλειδί, αν και την λέει ένας τυχαίος στον δρόμο για κάποιον τεχνικό σκαρφαλωμένο σε τηλεγραφόξυλο. Αλλά και όλο το μυθιστόρημα είναι εν τέλει μια σπουδή γραφής. “Πόσα μελανοδοχεία να σου παραγγείλω, πόσες δεσμίδες χαρτί- που το γεννούν τα δάση, τα δεντράκια, να θυμάσαι- για να μας στείλεις όλους απ' τον πάνω στον κάτω κόσμο και τανάπαλιν;” ρωτάει ο Σέρκας την νεαρή ανιψιά του Λεύκα. Για να υπερβούμε τον χρόνο, την φθορά, γράφουμε;

- Ας πούμε καλύτερα για να απαλύνουμε την ροή του χρόνου, να δώσουμε μια πιο ενδόμυχη διάρκεια και διάσταση στο εφήμερον του βίου. Ο χρόνος είναι ένας καθρέφτης που όπως τον κοιτάζεις έτσι θα σε κοιτάξει. Με πονάει η φθορά που επιφέρει πάνω μας, αυτή η ανήλεη “μαστοριά” του να μας την φέρνει... Αλλά κομίζει και δώρα ο χρόνος, όχι μόνο φθορές, ας μην το παραβλέψουμε. Το ότι, για παράδειγμα, μου αρέσει να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, να μπαίνω στην θέση του άλλου, να μη θυμώνω για ψύλλου πήδημα- έστω κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα-, είναι ένα κέρδος που αποκτώ με την ωριμότητα, είναι μαθήματα ζωής. Και ταπεινότητας, γιατί όχι. Πάντα τριγυρίζει στο μυαλό μου εκείνο που είπε ο Καμύ, ότι μπορεί κανείς να είναι ενάρετος από παραξενιά, από ιδιορρυθμία. Κι όχι απ' τον φόβο της τιμωρίας δηλαδή, ή χάριν ενός ψυχρού “πρέπει”. Όλα αυτά βέβαια προυποθέτουν και κάποια εσωτερικά προσωπικά εφόδια, μια ενδιάθετη σοφία, για να μας δείξει ο χρόνος και τη μεγαλόθυμη πλευρά του, όχι μονάχα την σκληρή και “άκαρδη”.

- Κυρία Ζατέλη, εσείς πότε πρωτογράψατε; Είστε η Λεύκα;

- Σε ό,τι αφορά το γράψιμο, το πάθος και τα πάθη της γραφής, θα μπορούσα να πω πως είμαι σε αρκετό βαθμό η Λεύκα. Όμως ας μην περιορίζουμε το ζήτημα σε τέτοιου είδους ταυτίσεις- είμαι μέσα στο κάθε πρόσωπο που δημιουργώ αλλά και δεν είμαι. Εντός πολύ και πέραν. Και θα πρέπει να άρχισα να γράφω από μικρή, αφού έχω βρει κάποια τετραδιάκια μου της δευτέρας και τρίτης Δημοτικού- ποιος τα διέσωσε αλήθεια;- όπου στις πίσω σελίδες τους σκάλιζα δικές μου απίθανες ιστοριούλες. Και μετά σ' όλη την εφηβεία μου έγραφα, έγραφα, έγραφα, είχα βρει δουλειά που λέμε. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετά χρόνια, για να καταλάβω πως αυτή η δουλειά δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση ή εκτόνωση, αλλά θέλει πίστη και τσαγανό, και “τρέλα” μεγάλη κι άλλη τόση διαύγεια, και γερά νεύρα επίσης για να φέρει κανείς βόλτα τις τόσες αγωνίες... Αυτή είναι η μοίρα μου και την βιώνω καθημερινά. Και για να πω κάτι ακόμη, δεν θα την άλλαζα ούτε με μια θέση στον παράδεισο.

- “Μερικές γυναίκες γι' αυτό γεννιούνται, για να ερωτεύονται ανέμους”. Ερωτευθήκατε ανέμους εσείς;

- Με τον έρωτα κυνηγάμε το ανέφικτο συνήθως, κάπως σαν να κυνηγάμε τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν μας φτάνει, θέλουμε να τον αλλάξουμε και μέσα απ' αυτόν να αλλάξουμε τον κόσμο όλο, κι όταν αυτό δεν γίνεται- δεν είναι δα και το ευκολότερο-, τότε ή σπάμε τα μούτρα μας ή ο ίδιος ο έρωτας αλλάζει το πρόσωπό του. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν ερωτεύθηκα αρκετούς “ανέμους”, ας μην το αναλύσουμε περισσότερο.

- Και τι ηρωίδα, αλήθεια, αυτή η Ζήλη ή Ωραιοζήλη! Σε συνέντευξή σας διάβασα ότι υπήρξε, είναι πρόσωπο υπαρκτό!

- Ως ένα σημείο ναι, τα υπόλοιπα είναι καρπός της πένας μου, πράγμα εξ ίσου υπαρκτό. Ήταν ένα άμοιρο κοριτσάκι, παραμορφωμένο, ανάπηρο μέσα κι έξω μετά από ένα ατύχημα στην βρεφική της ηλικία. “Ένα σκιάχτρο” για τα άλλα παιδιά, ένα φόβητρο, αλλά κι η απόλυτη ενσάρκωση της αθωότητας, της πιο λαβωμένης αθωότητας. Η μητέρα μου δεν έπαυε να μου λέει, όποτε την βλέπαμε στον δρόμο, ότι μαζί γεννηθήκαμε εγώ κι εκείνη, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, και να την έχω σαν αδελφή. Υπέφερα απ' ό,τι θυμάμαι, δεν καταλάβαινα γιατί τόσο επέμενε να μου το θυμίζει, ούτε και τώρα μπορώ να το εξηγήσω, όμως είμαι πλέον σε θέση να την θαυμάσω γι' αυτήν της την πράξη. Το “είστε σαν αδελφές, σαν δίδυμες αδελφές” που μου έλεγε, έδρασε καταλυτικά, γόνιμα, έστω κι αν φάνηκε αυτό μετά από σαράντα χρόνια- η “δίδυμη” πέθανε όταν ήμασταν δώδεκα ετών, Μαίρη την έλεγαν.
Ό,τι έκανα γι' αυτήν μέσα στο “Πάθος”, η μυθική σχεδόν διάσταση που έδωσα στο σύντομο και τόσο άτυχο πέρασμά της απ' αυτή την γη, είναι κάτι που της το ώφειλα από τότε. Και πάλι λίγο είναι.


YG. Ζητώ την κατανόηση για το κλείσιμο των σχολίων, αλλά τα ανώνυμα παιχνιδάκια αλλού, όχι εδώ! Κι όποιος έχει τα κότσια, ονοματάκι έχει, υπογράφει. Κι ενίοτε εκτίθεται και δεν κρίνει εκ του ασφαλούς και από την τρύπα του, όσους το κάνουν. Ουδόλως με αφορά αλλά σε μένα, ΕΔΩ, δεν θα παίξει! Το κουβαδάκι του και σ' άλλη παραλία! Σ' αυτήν εδώ με τα καλά σας και με την υπογραφή σας!

9/1/10

Είδατε τι μας κάνει ένα... γράμμα? (ένα στομάχι- κόμπο και μια ζωή- μαντάρα σταθερά)

Εκδήλωση για τη νέα ποιητική συλλογή της ΕΛΕΝΗΣ ΓΚΙΚΑ με τίτλο «ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΛΕΙΠΕΙ»

Οι φωτογραφίες του βιβλίου είναι της Χαράς Παπαδημητρίου-Μπιρμπίλη.

Για το νέο βιβλίο το ποίημά τους θα πουν:
η οικογένεια Παπαδημητρίου,
η αναδεξιμιά της συγγραφέως, Νεφέλη Γιαννούδη,
και οι φίλοι ζωής: Φωτεινή Τσαλίκογλου, Κώστας Μουρσελάς, Αλέξης Ζήρας, Αντώνης Πρέκας, Αντώνης Σουρούνης,
Μανόλης Πρατικάκης, Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ρούλα Κακλαμανάκη, Librofilo, Ντανιέλα Κράλλη, Γιάννης Γιαννούδης (Nuwanda), Βίκυ Παγιατάκη, Ρίτσα Μασούρα, Νίκος Βελετάκος, Χριστίνα Κουμπάρου,
Βαγγέλης Γαρουφάλλου, Εύα Στάμου, Γιάννης Θηβαίος, Μαρία Συρίγου, Αργύρης Καστάνιας...

Η εκδήλωση θα πλαισιωθεί με μουσικές της Αναστασίας Παπαδημητρίου.
Στο πιάνο ο μαέστρος Γιώργος Κωνσταντινίδης
Τραγούδι: Θάνος Πολύδωρας

Διοργανωτής: EKDOSEIS AGYRA
Είδος: Παρουσίαση
Δευτέρα, 11 Ιανουαρίου 2010 στις 7:30 μ.μ.
Solonos 124 polyhoros Agyra


ΥΓ. Ε ναι, ήρθα! Ολοι επιστρέφουν κάποτε, πόσο μάλλον η καλή σπασίκλα... (αλλά τώρα το ξέρω πού θα καταφεύγω όταν σκορπίζομαι)