22/3/15

Η ζωγραφιά που ταξιδεύει, γράφει η Μαίρη Μπιρμπίλη

Τίτλος: Η ζωγραφιά που ταξιδεύει
Συγγραφέας: Ελένη Γκίκα

Εικονογράφος: Έφη Λαδά
Εκδόσεις: Καλέντης, 2013


Γράφει η Μαίρη Μπιρμπίλη στο www.elpiplex
Η γιαγιά Σοφία είναι ξετρελαμένη και περήφανη για την εγγονή της. Η μικρή Σοφία όλα της τα κληρονόμησε και κυρίως τα υπέροχα, κόκκινα μαλλιά της. Βλέποντας μέσα από τα μάτια της γιαγιάς η μικρή Σοφία έμαθε να αγαπάει τα μαλλιά της. Όλα αυτά μέχρι που πήγε στον παιδικό σταθμό. Καρότο τη φώναζαν τα παιδιά κι εκείνη έκλαιγε κρυφά. Πάσχιζε να κρύψει τα μαλλιά της μέσα σε σκουφάκια και θα τα είχε κόψει κιόλας αν δεν υπήρχε ο Ορφέας. Ο Ορφέας ήταν ο μοναδικός φίλος της Σοφίας στον παιδικό και λάτρευε τα κόκκινα, μακριά, μαγικά μαλλιά της. Η μικρή Σοφία όμως υποφέρει σιωπηρά μην μπορώντας να διαχειριστεί την κοροϊδία αλλά και τη διαφορετικότητά της. Μια έκθεση ζωγραφικής όμως θα γίνει αφορμή τα παιδιά να δουν με διαφορετικά μάτια τη συμμαθήτριά τους. Αλλά και η Σοφία θα βρει μέσα από τη ζωγραφική έναν τρόπο να εκφραστεί και να νιώσει ενδυναμωμένη.
Τρυφερή και ευαίσθητη η ιστορία της Ελένης Γκίκα. Μας άρεσε η συμπερίληψη στο κείμενο της οπτικής των σημαντικών άλλων που αγαπούν και νοιάζονται και της οπτικής των συμμαθητών που κοροϊδεύουν.Έτσι δεν γίνεται άλλωστε και στη ζωή; “Μαγικά” και “φλόγα στον άνεμο” για τον Ορφέα και τη γιαγιά, “καρότο” για τους συμμαθητές της Σοφίας είναι τα μαλλιά της. Το θέμα είναι η ίδια η ηρωίδα πως θα επιλέξει να βλέπει τον εαυτό της και πως θα διεκδικήσει το σεβασμό στη διαφορετικότητά της.
Η Έφη Λαδά εικονογραφώντας το βιβλίο άλλοτε ακολουθεί το κείμενο κι άλλοτε διακριτικά και με ευαισθησία αφήνει τις εικόνες της να πουν τη δική τους ιστορία. Τα πρόσωπα έχουν αποδοθεί με τη χαρακτηριστική ομορφιά και τα μεγάλα μάτια. Η ηρωίδα της είναι ταυτόχρονα το “κοριτσάκι της διπλανής πόρτας” αλλά και μια αέρινη, παραμυθένια ύπαρξη ενώ οι αποχρώσεις του μπλε και του πράσινου στο φόντο των σελίδων αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο τα κατακόκκινα μαλλιά της ηρωίδας.

Η ζωγραφιά που ταξιδεύει… μέσα από δραστηριότητες που μας ταξιδεύουν:
o    Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι από μόνο του μια δραστηριότητα. Το πλέγμα στα μαλλιά της ηρωίδας είναι ένα στοιχείο για να συζητήσουμε με τα παιδιά. Γιατί υπάρχει, τι συμβολίζει…
o    Το κατακόκκινο εσώφυλλο θα μπορούσε να “γεμίσει” με σκίτσα από τα παιδιά
o    Το δισέλιδο που αφιερώνεται στα στοιχεία του βιβλίου έχει μια πανέμορφη εικόνα σε κατοπτρισμό που μας δίνει μια θαυμάσια ευκαιρία να πειραματιστούμε με τη διπλοτυπία
o    Μια upside-down εικόνα με καραβάκια μπορεί να αποτελέσει την αφορμή να δουλέψουμε σε δυο ομάδες, σε χαρτί μέτρου με ένα κοινό στοιχείο π.χ. ένα καραβάκι όπως στην εικόνα του βιβλίου ή κάτι  που θα επιλέξουν τα παιδιά. Κάθε ομάδα θα βάλει το δικό της περιβάλλον. Έπειτα μπορούμε να μιλήσουμε για τη διαφορετική οπτική.

o    Με αφορμή τις δημιουργίες των παιδιών του βιβλίου, μπορούμε να οργανώσουμε τη δική μας έκθεση ζωγραφικής με θέμα “Ο κόσμος αύριο”









Η ζωγραφιά που ταξιδεύει, γράφει ο Βασίλης Μόσχης

Ο Βασίλης Μόσχης γράφει για το βιβλίο "Η ζωγραφιά που ταξιδεύει" της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντης
Στο Ολύμπιον Βήμα
Είναι δικαιολογία των μεγάλων ότι τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά είναι γιορτές για τα παιδιά; Τι είδους δικαιολογία; Ότι οι μεγάλοι δεν συμμετέχουν στο εορταστικό πνεύμα αυτής της περιόδου; Είναι ένα παραμύθι που το ζούνε μόνο τα παιδιά; Και οι μεγάλοι; Ανεξάρτητα από τη μιζέρια των χρόνων μας, δεν συμμετέχουν και δεν απολαμβάνουν τη γοητεία και την αγαλλίαση των στιγμών τους.
Η φαντασία των παιδιών προφανώς είναι πιο δημιουργική και ζουν το παραμύθι πιο έντονα και πορεύονται με αυτό! Ένα τέτοιο παραμύθι θα απολαύσουν οι μικροί αναγνώστες της Ελένης Γκίκα. “Η ζωγραφιά που ταξιδεύει” από τις εκδόσεις Καλέντη. Και γιατί όχι και οι μεγάλοι, διαβάζοντάς το παρέα με τους μικρούς αναγνώστες των παραμυθιών. 
Η μικρή Σοφία με τα κόκκινα της μαλλιά φαντάζει διαφορετική στα μάτια των συμμαθητών της στον παιδικό σταθμό. Οι μόνοι που την συμπαραστέκονται, η συνονόματη γιαγιά της και ο συμμαθητής της ο Ορφέας. Οι ώρες που περνάει στο σχολείο είναι εφιαλτικές για την Σοφία, αφού δέχεται συνεχώς τα κοροϊδευτικά σχόλια των συμμαθητών της. Η μητέρα της αμέτοχη στο όλο θέμα, δουλεύοντας συνεχώς για την επιβίωση. Ένα άλλο μεγάλο θέμα της εποχής μας. Πόσο κοντά είναι στα παιδιά οι γονείς τους; 
Μέχρι τη στιγμή που η μικρή Σοφία θα αποδείξει ότι δεν διαφέρει από τα άλλα παιδιά και ίσως είναι καλύτερη. Η ζωγραφιά που κάνει είναι η καλύτερη και όλοι μαγεύονται από αυτήν. Είναι μια ζωγραφιά που πετάει, μια ζωγραφιά που ταξιδεύει, μια ζωγραφιά που φτάνει στο αύριο, σε ένα καλύτερο αύριο. 
Ένα παραμύθι  για την ενδοσχολική βία, για το σχολικό εκφοβισμό, για το μπούλινγκ (bullying). Όπως και να το πείτε είναι ένα φαινόμενο που ακόμη καλά κρατεί και επηρεάζει μαθητές με σοβαρές παρενέργειες. Ένα παραμύθι, γενικότερα, για την διαφορετικότητα γιατί όλοι οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι όλοι ίδιοι! Θα ήταν ανιαρό, εξ άλλου! 

Η εικονογράφηση της Έφης Λαδά, εκπληκτική και παραμυθένια, προκαλεί τη φαντασία να ταξιδέψει ακόμη περισσότερο και κάνει το παραμύθι ακόμη περισσότερο παραμύθι. 


1/3/15

«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».


Ο Νίκος Καζαντζάκης συνεχίζοντας τον Οδυσσέα του Ομήρου

Γράφει η Ελένη Γκίκα

Για τα «Θεατρικά» τραγωδίες με αρχαία θέματα, «Οδυσσέας» και «Μέλισσα»

"Μυαλό, γερό μυαλό μου, Εφτάψυχο χταπόδι που αρμενίζεις μες στ’ αρμυρά νερά μ’ αιώνιες ρίζες". Ο Ν.Καζαντζάκης συνεχίζοντας την παράδοση του Ομήρου και των αρχαίων τραγικών επιστρέφει με τον Οδυσσέα στην Ιθάκη του και φωτίζει την ανθρώπινη συνθήκη με τις αρχετυπικές συγκρούσεις της: πάθος για εξουσία και δικαιοσύνη, πατροκτονία και αυτοθυσία, επιστροφή στην πατρίδα και στο μεγαλείο της ψυχής. Ο "Οδυσσέας" του στις "τραγωδίες με αρχαία θέματα", γέροντας πια κι αγνώριστος επιστρέφει στην Ιθάκη του.
«Να δώσουν οι Θεοί να δουν τα μάτια σου
ό,τι βαθιά ποθεί η καρδιά σου», ελπίζει.
Αλλά εκεί τον περιμένουν απρόσμενες εκπλήξεις.
Διότι μπορεί σε γενικές γραμμές να ακολουθεί τις τελευταίες ραψωδίες της ομηρικής Οδύσσειας, αλλά έχει επισημανθεί και η οφειλή του στο έργο του Χάουπτμαν "Το τόξο του Οδυσσέα". Κατά συνέπεια, ο Καζαντζακικός Οδυσσέας επιστρέφει στην Ιθάκη ακριβώς την ημέρα που η Πηνελόπη αποφασίζει να παντρευτεί όποιον τεντώσει το τόξο του συζύγου της. Εύκολο, λοιπόν, η επιστροφή να τον γεμίσει απογοήτευση και θλίψη: η Ιθάκη είναι φτωχική και ταπεινή, η Πηνελόπη θέλει κάποιον άλλον, ο γιος του ο Τηλέμαχος ανυπομονεί να λυτρωθεί από την πατρική σκιά.
Παρ' όλα αυτά, ο Οδυσσέας αποφασίζει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Εμφανίζεται γέρος και αγνώριστος στο παλάτι, μαζί με τον Εύμαιο και τον Τηλέμαχο, που αγνοούν την πραγματική του ταυτότητα και οι μνηστήρες γλεντούν ανυπόμονοι για τον αγώνα, χωρίς να δίνουν σημασία στα ζοφερά προαισθήματα του Φήμιου, φέρονται περιφρονητικά στον ξένο, ο οποίος τους αφηγείται φανταστικές περιπέτειες και μιλά αινιγματικά. Όταν, ένας μετά τον άλλον, αποτυγχάνουν στη δοκιμασία του τόξου, ο ξένος πετά τα κουρέλια του και τεντώνει το τόξο, φανερώνοντας ότι είναι ο Οδυσσέας. Στο μεταξύ ήδη έχει αποδεχθεί: «Ποιάς Ιθάκης; Πατρίδα, μάθε, γέροντα,/ ο ναυαγός την πάσα γης λογιάζει», ναυαγός πια κι ο ίδιος στην ίδια του πατρίδα.
Ο «Οδυσσέας» γράφτηκε το 1927 και πρωτοδημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο Λ. Γερανός στο αλεξανδρινό περιοδικό "Νέα Ζωή", στο διάστημα Ιούνη- Νοέμβρη 1927. Κυκλοφόρησε το 1928 από τις εκδόσεις "Στοχαστής" με αφιέρωση στη Lenotschka Dybouk (Ελένη Σαμίου).
Η "Μέλισσα", με κοινό συλλογιστικό μοτίβο και άξονα την σχέση πατέρα- γιου και την πατροκτονία, γράφτηκε το 1937 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" το 1939' πρωτοπαίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο στο Ωδείο Ηρώδη Αττικού το καλοκαίρι 1962. Παρουσιάζει την έντονη πάλη ανάμεσα στον πατέρα και το γιο και γενικά την προσπάθεια αποδέσμευσης του ατόμου απ' την πρωτόγονη έννοια του δεσμού με το προγονικό παρελθόν που το καταπιέζει.
«Ψυχή, ω φοβερή πυρκαγιά του ανθρώπου!»
«Είμαι λεύτερος. Όποιο δρόμο θέλω, διαλέγω’ διαλέγω τον ανήφορο. Αυτός μου αρέσει».
Η υπόθεση, εν πολλοίς άγνωστη:
Ο Κύψελος, ο αλαφροϊσκιωτος γιος του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, φέρνει τον αδελφό του Λυκόφρονα να δουν το φάντασμα της Μέλισσας, της νεκρής μητέρας τους. Ο Λυκόφρων δεν βλέπει τίποτε, αλλά ο Περίανδρος συναντά τη νεκρή, συνομιλεί μαζί της και καταλαμβάνεται από κρίση οργής. Ο Κύψελος φεύγει και ο Λυκόφρων ανακοινώνει στον πατέρα τους ότι αναχωρούν για την Επίδαυρο, για ν' αποχαιρετήσουν τον ετοιμοθάνατο παππού τους. Ο Περίανδρος προσπαθεί να τον εμποδίσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. 
Στην Επίδαυρο, ο Προκλής πατέρας της Μέλισσας, αποκαλύπτει στον Λυκόφρονα ότι ο Περίανδρος δολοφόνησε τη μητέρα του και του δίνει το χρυσό μαχαίρι του φόνου. Επιστρέφοντας στην Κόρινθο, ο Λυκόφρων συγκρούεται με τον πατέρα του και του δίνει τελετουργικά το μαχαίρι. Ο Περίανδρος καταλαβαίνει ποιος αποκάλυψε το μυστικό και διατάζει να κάψουν τον Προκλή ζωντανό μέσα στο παλάτι του.
Στη συνέχεια, καλεί τους άρχοντες και το λαό, αναγγέλλει τη διεξαγωγή αγώνων για την αποδοχή της διονυσιακής λατρείας και ονομάζει το Λυκόφρονα συμβασιλέα' ο νέος όμως πετά το στέμμα καταγής, βγάζει τα βασιλικά του ρούχα και προκαλεί τον πατέρα του να τον σκοτώσει. Ο τύραννος τον διώχνει απαγορεύοντας στους υπηκόους του ακόμη και να του μιλήσουν.
Ο Λυκόφρων περιφέρεται στην πόλη ρακένδυτος, διψώντας για εκδίκηση. Τον συναντά ο Κύψελος και του λέει ότι ονειρεύτηκε τη Μέλισσα, που του ανέθεσε να πει στον Περίανδρο ότι κρυώνει. Ο Λυκόφρων τον συμβουλεύει να το κάνει μεταμφιεσμένος σε φάντασμα της νεκρής. Πράγματι, έτσι γίνεται, ο Περίανδρος αντιλαμβάνεται τη μεταμφίεση και σκοτώνει το μικρό γιο του. Μετά από μια ακόμη σύγκρουση με τον Λυκόφρονα, σχεδόν παραφρονεί και αποφασίζει να θυσιάσει τις αρχόντισσες της πόλης στο μνήμα της γυναίκας του.
Ενώ οι αρχόντισσες θρηνούν, εμφανίζεται ο Λυκόφρων. Ο Περίανδρος τον πληροφορεί ότι έχει πάρει δηλητήριο και του ζητά συγχώρεση, αλλά ο νέος είναι ανυποχώρητος και του λέει σκληρά ότι η Μέλισσα τον μισούσε σε όλη της τη ζωή. Έξαλλος ο Περίανδρος τον σκοτώνει με το χρυσό μαχαίρι' ύστερα ξεψυχά στο παλάτι, που κατά την τελευταία του διαταγή, πυρπολείται από τους φρουρούς.
Ο αγώνας του ανθρώπου τιτάνιος, μέχρι την ύστατη στιγμή: «Καρδιά μου, ετούτη είναι η φοβερή τελευταία σου στιγμή’ μη ντροπιαστούμε». Όπως ο αγώνας του λαού, εν πλήρη επιγνώσει: «Εγώ να φοβηθώ; Μα εγώ ‘μαι λαός, θεριό παντοδύναμο! Ένα κεφάλι μου κόβεις, δέκα φυτρώνουν! Σαν τα γαϊδουράγκαθα, σαν τις τσουκνίδες, σαν το χαμομήλι…»
Η ελεύθερη επιλογή μέχρι την τελική πτώση: «Βάστα, καρδιά! Κι ως την τελευταία ετούτη στιγμή είμαι λεύτερος να διαλέξω…» Το δίλημμα, αυτό που συνιστά την τραγωδία στα ανθρώπινα: «Κακόμοιροι άνθρωποι… Έχουν παιδιά, έχουν γυναίκα, μια βάρκα, ένα χωράφι, δυο τρία σύνεργά… Πώς να μην είναι δειλοί… πώς να σηκώσουν κεφάλι; Κακόμοιροι άνθρωποι…» Και η αυτοθυσία μητρική ή του ήρωα: «Πέφτω για να σου κάμω τόπο. Πεθαίνω για να ζήσεις».

Δυο από τις σπουδαιότερες Καζαντζακικές τραγωδίες με επίκεντρο την ύψιστη αναμέτρηση: αυτή του Κρόνου που τρώει ή τον τρώνε τα παιδιά του. Και της εξουσίας που δεν σκοντάφτει πουθενά παρά στην ύβρη και στην οίηση. Τ’ ανθρώπινα δεν αλλάζουν δυστυχώς μέσα στον χρόνο.