17/12/14

Ανασκαφή και Μυθιστόρημα


Για την «Λίλιθ» της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη,
 
γράφει ο Βασίλης Βασιλικός

 Δημοσιεύθηκε στο literature

Το «βιβλιοφιλικό» όπως σωστά το χαρακτηρίζει το οπισθόφυλλο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να μας μεταφέρει ένα μήνυμα πολύ απλό: ότι αγαπάς έναν «άλλον» άνθρωπο για να μπορέσεις πραγματικά ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου. Ή για να το πούμε διαφορετικά: η δίοδος για ν’ αγαπηθείς από σένα είναι το πρόσωπο μιας άλλης αγάπης.
662 σελίδες και με τις τέσσερις σελίδες που περιέχουν τα προηγούμενα έργα της φτάνουμε στο 6-6-6. Αυτό όμως δεν παραπέμπει στο γνωστό νούμερο της Αποκάλυψης ή στους παλιοημερολογίτες, αλλά στο έτος 2666 που αναφέρεται, μελλοντολογικά, σε κάποια σελίδα του βιβλίου.
Αρχίσαμε με τη λέξη βιβλιοφιλικό, επειδή υπάρχει στο οπισθόφυλλο. Που όμως, δεν είναι καθόλου τέτοιο. Ναι, είναι αλήθεια ότι παρεμβάλλει ανάμεσα στις επιστολές βιβλία άλλων, ωστόσο αυτό γίνεται για απόλυτα δραματουργικούς λόγους, για να συντηρηθεί το σασπένς και για να φανεί η διαφορά της αθωότητας των νεανικών επιστολών από την ωρίμανση της ηρωίδας της Λιλίθ ή Μ. Με το χρόνο που έχει περάσει από τότε που τις έγραψε.
Γιατί δεν αναφέρεται στα βιβλία που μας παρουσιάζει σε μιάμισυ δυο το πολύ σελίδες ως κριτικός της λογοτεχνίας (που είναι άλλωστε στην επαγγελματική της ζωή), αλλά ως συμπληρωματική εμπειρία της ηρωίδας που τα διάβασε. Και εστιάζεται μόνο σε ένα γεγονός: στο αδυσώπητο άλγος της αγάπης. Της γυναικείας αγάπης, θα πρέπει να πω, που συνήθως καταλήγει στην συντριβή εκείνης που αγαπάει. (Πάντα μέσα από τα μυθιστορήματα των άλλων).
Έτσι η βιβλιοφιλία είναι όρος εμπορικός και σωστά μπήκε στο εξώφυλλο. Σκεφτείτε να έμπαινε αυτό που πραγματικά είναι και που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πεζογραφίας, παντού στο κόσμο: είναι «διακειμενικό» μυθιστόρημα. Που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί ιστορίες άλλων για να διηγηθώ τη δική μου καλύτερα.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε πάλι για το βιβλίο ότι είναι υπαρξιακό θρίλερ. Και πράγματι είναι τέτοιο. Διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί, ξέρετε γιατί; γιατί δεν υπάρχει φόνος. Αναζητούμε το έγκλημα και δεν το βρίσκουμε, ενώ η συγγραφέας, με τον τρόπο που γράφει, αφήνει καθαρά τον αναγνώστη να υποπτευθεί ότι το έγκλημα έγινε από τον βλοσυρό κύριο, τον άρχοντα της καρδιάς της, που η σκέψη της καταδυναστεύεται απ’ αυτόν. Κι ενώ δεν ξέρουμε τίποτα για τον χαρακτήρα του είμαστε πεπεισμένοι ως αναγνώστες ότι εγκλημάτησε. Και  δεν τον συναντούμε πουθενά στο βιβλίο, αλλά κι αν τον συναντούμε μια φορά, δεν θα σας πω πού και γιατί. Αυτό σημαίνει θρίλερ. Θα το ανακαλύψετε ή όχι ανάλογα με την ευαισθησία σας και με την τραυματική, όσες τη διαθέτουν, εμπειρία τους από τα μυστήρια της αγάπης.
Εκείνο που επίσης πολύ μου άρεσε σ’ αυτό το κορυφαίο μυθιστόρημα της Ελένης (αποφεύγω το Γκίκα γιατί δημιουργεί συνειρμούς με το νέο υπουργό οικονομικών που τα θαλάσσωσε) είναι οι τηλεγραφικές σχεδόν αναφορές στα νέα επιστημονικά δεδομένα, είναι: είναι της μοριακής βιολογίας είτε των μαθηματικών είτε της φιλοσοφικής αποδόμησης. Μαθαίνεις πολλά διαβάζοντάς το. Έμαθα κι εγώ πολλά που αγνοούσε. Έχοντας πρόσφατα διαβάσει τη βιογραφία του Τρότσκι του Βικτόρ Σέρζ, κλασικό του είδους εδώ και δεκαετίες, έμαθα για ένα άλλο βιβλίο, για τη μαρτυρία του εγγονού του Τρότσκι που αφορά την άγνωστη ζωή του Τρότσκι στο Μεξικό του Εστεμπάν Βολκόφ που είναι σήμερα 86 χρονών και ζει στο Μεξικό, κάι που το θεωρεί «μαθηματικά παράδοξο». Καθώς «στην οικογένειά μου, γράφει, όλοι πεθάναν νέοι εξολοθρεμένοι από τον Στάλιν. Εγώ είμαι ο μόνος που ισοπεδώνει το στατιστικό προσδόκιμο της ζωής». Κι ακόμα έμαθα ότι ο Τρότσκι δολοφονήθηκε στις 21 Αυγούστου, ημερομηνία σημαδιακή για όσους θυμούνται την εισβολή των σοβιετικών τάνκς στην Πράγα του 1968, που σήμανε και την αρχή της κατάρρευσης εκείνου που συνέβη μετά από εικοσιένα χρόνια, δηλαδή, η πτώση του Τείχους το 1989.
Και τώρα η γραφή: ακονισμένη, συνοπτική, εμπεριέχει μια τεράστια θητεία στη γλώσσα. Σπάνια πια διαβάζει κανείς, στην πλημμυρίδα των τούβλων που μας κατακλύζουν, κυρίως από γυναίκες που ανήκουν στην πρωτοβάθμια ψυχολογία πασπαλισμένη με ολίγη άχνα Φρόυντ και Γιούνγκ, τέτοια λαγαρά, ξελαμπικαρισμένα ελληνικά. Γιατί αν η γλώσσα είναι προνόμιο της ποίησης, όταν ένας πεζογράφος έχει το οξύ αισθητήριο της γλώσσας όπως η Ελένη, ανέρχεται δικαιωματικά στο επίπεδο της ποίησης ενώ γράφει πρόζα.
Το βιβλίο είναι διάχυτο από την τρυφερότητα της παιδικής κούκλας που μεγάλωσε όλες τις γυναίκες, όπως τα όπλα τους αρσενικούς. Η συγγραφέας δεν νοσταλγεί τον χαμένο παιδικό παράδεισο, αλλά όταν θέλει να αλώσει συναισθηματικά τον αναγνώστη μια φράση για μια κούκλα της αποτελεί πάρθειο βέλος στην καρδιά του.
Διαβάστε λοιπόν τη Λιλίθ. Είναι σα να διαβάσατε τελειώνοντας πενήντα βιβλία. Έχει το Θ του θηλυκού και η άγνωστη συνώνυμή της, ο σωσίας της ή το άλτερ έγκο της, ή η αντανάκλασή της στον καθρέφτη της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων, έχει το γράμμα Μ., δηλαδή την Παρθένο Μαρία.
10/12/2014

Από λέξη σε λέξη και από συμβολισμό σε συμβολισμό


 
Ελένη Γκίκα, Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης, ποιήματα, εκδόσεις Καλέντη,2014

Γράφει η Κατερίνα Καριζώνη

Δημοσιεύθηκε στο Literature   http://www.literature.gr/i-katerina-karizoni-grafi-gia-tin-piisi-tis-elenis-gkika-i-architektoniki-tis-iparxis-ekdosis-kalenti-2014/

Με αρχιτεκτονική διάθεση και  λόγο  ποιητικό ανιχνεύει η Ελένη Γκίκα  τον εσωτερικό  χώρο  της ύπαρξης στην  καινούργια ποιητική της συλλογή, η οποία ήδη απ’ τον τίτλο προδιαθέτει τον αναγνώστη  για την ιδιαίτερη αισθητική της. Ποίηση, αρχιτεκτονική, μουσική, μαθηματικά, αλλά και  παραμύθι  είναι τα στοιχεία που εμπλέκονται στην πρωτότυπη αυτή τεχνική και  της δίνουν  μια ξεχωριστή  ταυτότητα. Πρόκειται για ένα  ποιητικό ιδίωμα «δομημένο» με κοφτές φράσεις-υλικά  και εσωτερικό ρυθμό,  μια αυστηρή αριθμητική των λέξεων που αναπτύσσεται  πάνω σε κρυφούς μουσικούς και μαθηματικούς κανόνες. Αν και πεζογράφος η Ελένη Γκίκα  και μάλιστα με πλούσια –ενίοτε χειμαρρώδη- αφηγηματική γραφή, διακρίνεται για την  οικονομία του λόγου της, όταν γράφει ποίηση. Άλλωστε η ποίηση είναι ελλειπτικός λόγος και χάρη σ’ αυτή την ιδιότητά της, υπερβαίνει τα όρια της συμβατικής γλώσσας  και μετουσιώνεται σε τέχνη.
                                  Από  λέξη σε λέξη λοιπόν και από συμβολισμό  σε συμβολισμό,  μας ταξιδεύει η Ελένη Γκίκα  στην  ενδέκατη ποιητική  της συλλογή μέσα στα αχανή δωμάτια της ύπαρξης και  τα μυστικά τους: στο αυριοδωμάτιο, στο  σώμα-δωμάτιο, στο  άσπρο δωμάτιο, στο δωμάτιο-alef, στο  δωμάτιο-τέλος, στο  δωμάτιο-αρχή…. Μας ξεναγεί στην αρχιτεκτονική ενός δικού της  ποιητικού κόσμου, σε μια προσωπική χωροταξία των λέξεων- για να χρησιμοποιήσω ένα στίχο της-  όπου κυριαρχούν μυθικές μορφές  : ιππότες -ναίτες, μωρά σε κούνιες, άνθρωποι-δέντρα,
ο πατέρας-γερασμένη βελανιδιά, κούκλες που μιλούν, αλλά και  ονειρικά σκηνικά και  υλικά  όπως  το  δάσος του πουθενά,  οι εκατό χουρμαδιές όπου φτάνει η σιωπή,  το σεντονάκι –καθρέφτης- γυαλί, το σπαθάκι –μολύβι- φτερό, οι-Κυριακές-του-μπαμπά,  το αγριομυστήριο.

                 Ο  χρόνος  στα ποιήματα  είναι ρευστός, αξεδιάλυτος , το τώρα είναι αιώνιο, το αύριο επτά αιώνες πριν,- «ξύπνησα και ήταν χθες»  γράφει κάπου η ποιήτρια-, η αρχή αέναη, το  τέλος διαρκές. Τα πρόσωπα υπάρχουν μέσα στην απουσία , συνεπώς στη μνήμη.  Τα πράγματα  χάνονται  και επιστρέφουν μέσα από μια  συνεχή  περιδίνηση ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία, στο θάνατο και  τη ζωή. Οι  λέξεις μετατρέπονται σε κώδικες της  προσωπικής  μυθολογίας , η οποία συντίθεται από τραύματα και  θραύσματα  που  η ποιήτρια αποκαλύπτει  και  αποκρύπτει  συνεχώς, προκαλώντας έτσι  τον αναγνώστη. Το ποιητικό  σύμπαν που δημιουργεί η Ελένη  Γκίκα  είναι  αινιγματικό, αλλά  όχι  σκοτεινό. Οι  γρίφοι  της φωτίζονται απ’ το συναίσθημα, που όμως  χρησιμοποιείται με οικονομία και εκφράζεται  μέσα απ’ την ελλειπτική γραφή. Καμιά λέξη δεν περισσεύει.    
                   Πίσω απ’ την  ποιήτρια βέβαια  κινείται πάντα η αφηγήτρια, κάτι  που γίνεται αντιληπτό εξαρχής. Ίπταται  και πεζοπορεί  ταυτόχρονα. Με  λόγο αφαιρετικό, όπως αυτός  της  ποίησης,  επιχειρεί να ανασυνθέσει  κομμάτια από κατακερματισμένες  ιστορίες ή να επινοήσει καινούργιες. Έτσι κάθε λέξη είναι φορτωμένη και φορτισμένη από βιώματα. Ποίηση βιωματική, λοιπόν και  ταυτόχρονα ερωτική, προσανατολισμένη στη  μνήμη και στους μύθους της,  ποίηση –ξόρκι απέναντι  στην απώλεια και στην  απουσία  των  αγαπημένων προσώπων, στο κενό και στον θάνατο. Ποίηση  υπαρξιακή. Ξεχωρίζω ένα απόσπασμα απ’ το ποίημα: Δεμάτι για τη δική μου πυρά

Έτσι κι αλλιώς, κουβαλά ο καθένας μας
Το δεμάτι για τη δική του πυρά
Όπως κι αν το βαφτίζει
Πέπλα πρώτα, κουνουπιέρα,
Η κούκλα μου Μάνια που μιλά,
Χωράφι μου, αμάξι μου, γοβάκι
Σταχτοπούτας, χρέος
Και η μεγαλύτερη δυναστεία
Δεν ζει όσο τρεις βελανιδιές
Ακόμα κι ο χρόνος γερνά
Στο ίδιο δωμάτιο…

Τα ποιήματα  κλείνουν στο τέλος με ημερομηνίες, ώρες και τόπους,  όπου γράφτηκαν που λειτουργούν ως υποσημειώσεις στο ποιητικό σώμα. Κάπου δεσπόζει η θρυλική Μάνη και οι ιστορίες της, αλλού η Ρόδος των Ιπποτών, η Βιέννη των κατόπτρων με το τυπογραφείο του Ρήγα και τα γκρίζα νερά του Δούναβη. Διηγήσεις σκόρπιες κρυμμένες μέσα στις ποιητικές εικόνες, που πάνε πίσω μπρος στο χρόνο, δημιουργώντας μια εξόχως μαγική ατμόσφαιρα.
         Εντύπωση μου έκανε η  προσεγμένη γραφή των ποιημάτων με σιωπές, διαστήματα,  ρυθμική  παράθεση λέξεων, ερωτηματικά, κενά και σχήματα που ενισχύουν  την εικαστική πλευρά  της γραφής. Πάντα  πίστευα ότι η ποίηση είναι χορός των λέξεων πάνω στο χαρτί . Μοιάζει με το χορό  των  περιστρεφόμενων δερβίσηδων, με το στροβίλισμα των ουράνιων σωμάτων  στο σύμπαν. Κάπως έτσι το συλλαμβάνει και η ποιήτρια και το καταγράφει σ’ ένα ποίημά της με τον τίτλο «μουσικό κουτί», με το οποίο κλείνει την συλλογή της:

Δερβίσης και
Χάθηκα
Στην τελευταία περιστροφή.

                     Μόνο που τίποτα δεν χάνεται στην ποίηση και ειδικά στην καλή ποίηση που αποτελεί κιβωτό μέσα στη γλώσσα, ύψιστη τέχνη και άνθος της γραφής. «Η αρχιτεκτονική της ύπαρξης»  λοιπόν, το νέο ποιητικό βιβλίο της Ελένης Γκίκα, μας συγκινεί με τον καίριο ποιητικό λόγο του, την πρωτότυπη αισθητική του και  το πηγαίο –αν και διακριτικό συναίσθημα  που φέρουν οι στίχοι του. Μας υπενθυμίζει  το αξεδιάλυτο της ζωής και του θανάτου, του χρόνου και του ονείρου, το μυστήριο της ύπαρξης αλλά και της ίδιας της  ποιητικής δημιουργίας. 

 Οι  Κυριακές του μπαμπά
Οι-Κυριακές-του-μπαμπά
Θα το πω
Και θα’ ναι η ζωή μας
Από κυριακάτικο σε
Κυριακάτικο ξύπνημα
Τώρα που το νήμα
Κόπηκε σε μένα
Κι εκείνος έγινε αστεράκι
Αστρική σκόνη και φως
Ασημένια κλωστή
Κι εγώ μαριονέτα
Που ν’ αρχίζω πάλι
Και να χορεύω
Που αγνοώ τον
Καινούργιο ρυθμό
Τώρα που δίχως
Εκείνον είμαι ξανά
Τίποτα.
Από τις Κυριακές θα πιαστώ
Να ξαναβρώ την αρχή
Θα μου δώσεις το βήμα;
Λοιπόν, μπαμπά, πάμε
Ξανά
Κυριακή…
Τρίτη 9 Αυγούστου 2011



10/12/14

δικές μας απόπειρες αιωνιότητας...


Για την Λίλιθ

γράφει η Γεωργία Στεφανάκη
Με τη Χάρτινη Λίλιθ πρωτοσυναντηθήκαμε μόλις, προχθές... Η Κούριερ με κάλεσε να παραλάβω μιαν επιστολή που είχε αρχικώς σταλεί σε λάθος διεύθυνση και που εναγωνίως έπρεπε να μου παραδοθεί. Η ευγενική υπάλληλος στο κατάστημα αφού έψαχνε αρκετή ώρα το παρ ολίγον ανεπίδοτο γράμμα... με μιαν αστάθεια ζυγίσματος βάρους μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα ίσως συνηθισμένη στους άνευ βάρους φακέλους λε...ς κι έχασε στιγμιαία την ισορροπία της επίδοσης και έτσι ο κίτρινος φάκελος αντί να μου παραδοθεί στα χέρια ,της έπεσε στο πάτωμα.. Σχεδόν ταυτόχρονα υποκλίθηκα και ‘γω και σχεδόν βουλιμικά συνέλαβα τον εαυτό μου να αναδύει απ΄ το σχισμένο χαρτί το βιβλίο.. Το εξώφυλλο, η γραμματοσειρά μιας καθαρής γραφής μα και η υφή ,το διαφορετικό άρωμα βιβλιοδεσίας λες και ικανοποίησαν όλες τις αισθητήριες απολήξεις μου και αδιαφορώντας για την εικόνα του να συνεχίζω να ευρίσκομαι στο πάτωμα(!) ,ξεκίνησα κλεφτά σε τυχαία σελίδα να διαβάζω.. «Ψάχνουμε το σκοπό του εκθέματος και προσπαθούμε να καταλάβουμε όλα τ άλλα την υφή, το βάρος του ,τη σκιά του στο φως ή υπο το φως της σελήνης’’.. έκλεισα απότομα το βιβλίο. Ήξερα πως μόλις καλωσόρισα στη ζωή μου έναν σίφουνα …..με τ όνομα ΛΙΛΙΘ.. Λίλιθ που στη γραμμική Β, η συλλαβική της γραφή μοιάζει ισοδύναμη του ΛΙ ΛΙ ΘΙ και μάλλον απεικονίζεται με δύο ίδια ανθρώπινα σύμβολα ανθρωπάκια δίπλα-δίπλα σε ένα τρίτο σύμβολο που ομοιάζει με σπήλαιο ή κατακόμβη, τούτη ήταν η πρώτη σκέψη μου.. Ξανάνοιξα το βιβλίο με την εικόνα μου σαν στήλη άλατος να στέκει στη 62 Μαρτύρων ίσα δυο μέτρα απ την έξοδο της γενικής ταχυδρομικής «Ερωμένη των μετάλλων βασίλισσα των βοτανιών

με τη κουκουβάγια στη παλάμη σου εξορκίζεις τους δαίμονες.

Κι όμως πονάς όταν σε κοιτάζουν οι Μητέρες

καθιστές γύρω-γύρω μες στο αμφιθέατρο των αιώνων

μάντισσες βέβαιες για την επιτυχία τους

που παρακολουθούν τα ηλιοτρόπια

να στριφογυρνούν ώσπου να σκοτεινιάσει η μέρα.

Κι εγώ? γιατί δεν έτυχε ποτέ να γεννήσω? Τυχαίνει αυτό?

Ή είναι επειδή το επιθυμώ, ή δεν το επιθυμώ?

και εγώ γιατί δεν το επιθυμώ… λες και με χτύπησε άξαφνα ηλεκτρικό ρεύμα .. έκλεισα απότομα το βιβλίο .Αποτελεί άραγε αυταπάτη ή ζωτικό ψεύδος ..το κυνηγητό της λυτρωτικής μας αλήθειας? Απολαμβάνοντας το περισπούδαστο ύφος μου που μόνο γέλωτα μου προκαλεί..καταφέρνω μόλις σήμερα να γράψω δυο λέξεις για το εγχείρημά σου Ελένη για την ατραπό που μου χάρισες για τούτο το τυφώνα που με συγκλόνισε συθέμελα..

Υπαρξιακή μυθιστορία, διύλιση προτύπων μέσα απ το φίλτρο μιας αέναης θωριάς συνθετική των τραυματικών ρωγμών ,ολοκληρωμένη αφήγηση σ ένα εικαστικολογοτεχνικό κολάζ άχρονης γραφής , Ζω γραφικής ανεξίτηλης συνθετικής πολυρευματικής εικόνας... Εικόνες λόγου και φωνής.. χρώματα και απόηχοι μιας σουρεαλιστικής διάθεσης μιας πένας κεραυνού που καίει….. πεφταστέρια, μήνας Αύγουστος, σκάλες, πορσελάνινες κούκλες γκόλεμ και πολλές απόκοσμες φωνές- κραυγές του ασυνείδητου, των βιωμάτων των δικών σου κι όλων όσων επέλεξες ενοίκους στο κόσμο της Λίλιθ ,όσοι όλοι συνέδραμαν σαν υψηλοί προσκεκλημένοι της αφηγητές μα και αιώνιοι συνοδοιπόροι ..Μαργαριτάρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, της επιστήμης, της ψυχιατρικής , της ζωγραφικής, της ποιητικής των Μαθηματικών επιλεγμένα , εξαιρετικά διυλισμένα σε οσμώσεις οργανικές συνθέτουν ένα επίπεδο υπαρξιακών -καλλιτεχνικών προβληματισμών και κατακτήσεων που στη συμβατική υπαναχωρητική ζωή του Αναγνώστη ( κρίνω εξ ίδίων τα αλλότρια) προκαλούν σεισμό. Μορφές σε παίρνουν απ το χέρι και αισθάνεσαι να βαδίζεις έναν υπερβατικό δρόμο σε απόλυτη παραλληλία, προχωράς προς τα πίσω μέχρι να φτάσεις στην αρχή..στη μοναδική αποκάλυψη μιας μοναδικής α-λήθειας της αλήθειας που ανακαλύπτουμε μόνοι μας. Α λήθειας κοινής, μα και μόνης. Η χάρτινη Λίλιθ σε προειδοποιεί ‘’διαβάζεις αυτό που είσαι” και πας όπου μπορείς η ίδια να πας μέσα σου.. συμπληρώνω .. Ανεπίδοτες επιστολές που αναζητούν μόνιμα παραλήπτη ..μηνύματα σε ερμητικά κλεισμένα μπουκάλια γράμματα που ταξιδεύουν σε χωροχρόνο προεπιλεγμένο, Καφκικά γράμματα ,τετράγωνα κομμάτια σκοταδιού πίσω απ τα σίδερα.. ,η μορφή της αγαπημένης Ειρήνης ..ένα οικείο μου πρόσωπο. Δικά μας μηνύματα δικές μας απόπειρες αιωνιότητας.. ψυχές κλεισμένες αυτόβουλα σε καταπακτές , ανείπωτα λόγια ..ανίδωτα ..σε πλεούμενο μπουκάλι ταξιδεύουν μύχιες σκέψεις , για να επιζούν χωρίς εμάς , στίγμα μας .. οι δικές μας ψυχές ερμητικά σφραγισμένες. Άπειρο και αιωνιότητα πεπερασμένο θάνατος έρωτας απώλεια μα φοβικοί ανέραστοι εμείς σε μια αιώνια σκηνή οιονεί κομπάρσοι κι ας ενστερνιζόμαστε ενίοτε ρόλους αναδεικνύοντας τα δικά μας υποκριτικά τάλαντα τάχα γιατί αναζητούμε την Α-λήθεια την ανύπαρκτη ευτυχία ..αγχωμένοι ασφυκτικά και κυνηγημένοι από έναν ανύπαρκτο εχθρό -χρόνο δημιουργούμε μόνο αν εξιδανικεύσουμε και σφιχταγκαλιαστούμε με ψευδαισθήσεις .. Λίλιθ συλλαβική Λι- λι-θι ενσαρκωμένη Α λήθεια σ ευχαριστώ Ελένη για το Δώρο!