Για την «Λίλιθ» της Ελένης Γκίκα, εκδ. Καλέντη,
γράφει ο Βασίλης Βασιλικός
Το «βιβλιοφιλικό» όπως σωστά το χαρακτηρίζει το
οπισθόφυλλο μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα θέλει να μας μεταφέρει ένα μήνυμα πολύ
απλό: ότι αγαπάς έναν «άλλον» άνθρωπο για να μπορέσεις πραγματικά ν’ αγαπήσεις
τον εαυτό σου. Ή για να το πούμε διαφορετικά: η δίοδος για ν’ αγαπηθείς από
σένα είναι το πρόσωπο μιας άλλης αγάπης.
662 σελίδες και με τις τέσσερις σελίδες που περιέχουν τα προηγούμενα
έργα της φτάνουμε στο 6-6-6. Αυτό όμως δεν παραπέμπει στο γνωστό νούμερο της
Αποκάλυψης ή στους παλιοημερολογίτες, αλλά στο έτος 2666 που αναφέρεται,
μελλοντολογικά, σε κάποια σελίδα του βιβλίου.Αρχίσαμε με τη λέξη βιβλιοφιλικό, επειδή υπάρχει στο οπισθόφυλλο. Που όμως, δεν είναι καθόλου τέτοιο. Ναι, είναι αλήθεια ότι παρεμβάλλει ανάμεσα στις επιστολές βιβλία άλλων, ωστόσο αυτό γίνεται για απόλυτα δραματουργικούς λόγους, για να συντηρηθεί το σασπένς και για να φανεί η διαφορά της αθωότητας των νεανικών επιστολών από την ωρίμανση της ηρωίδας της Λιλίθ ή Μ. Με το χρόνο που έχει περάσει από τότε που τις έγραψε.
Γιατί δεν αναφέρεται στα βιβλία που μας παρουσιάζει σε μιάμισυ δυο το πολύ σελίδες ως κριτικός της λογοτεχνίας (που είναι άλλωστε στην επαγγελματική της ζωή), αλλά ως συμπληρωματική εμπειρία της ηρωίδας που τα διάβασε. Και εστιάζεται μόνο σε ένα γεγονός: στο αδυσώπητο άλγος της αγάπης. Της γυναικείας αγάπης, θα πρέπει να πω, που συνήθως καταλήγει στην συντριβή εκείνης που αγαπάει. (Πάντα μέσα από τα μυθιστορήματα των άλλων).
Έτσι η βιβλιοφιλία είναι όρος εμπορικός και σωστά μπήκε στο εξώφυλλο. Σκεφτείτε να έμπαινε αυτό που πραγματικά είναι και που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σύγχρονης πεζογραφίας, παντού στο κόσμο: είναι «διακειμενικό» μυθιστόρημα. Που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί ιστορίες άλλων για να διηγηθώ τη δική μου καλύτερα.
Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε πάλι για το βιβλίο ότι είναι υπαρξιακό θρίλερ. Και πράγματι είναι τέτοιο. Διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, γιατί, ξέρετε γιατί; γιατί δεν υπάρχει φόνος. Αναζητούμε το έγκλημα και δεν το βρίσκουμε, ενώ η συγγραφέας, με τον τρόπο που γράφει, αφήνει καθαρά τον αναγνώστη να υποπτευθεί ότι το έγκλημα έγινε από τον βλοσυρό κύριο, τον άρχοντα της καρδιάς της, που η σκέψη της καταδυναστεύεται απ’ αυτόν. Κι ενώ δεν ξέρουμε τίποτα για τον χαρακτήρα του είμαστε πεπεισμένοι ως αναγνώστες ότι εγκλημάτησε. Και δεν τον συναντούμε πουθενά στο βιβλίο, αλλά κι αν τον συναντούμε μια φορά, δεν θα σας πω πού και γιατί. Αυτό σημαίνει θρίλερ. Θα το ανακαλύψετε ή όχι ανάλογα με την ευαισθησία σας και με την τραυματική, όσες τη διαθέτουν, εμπειρία τους από τα μυστήρια της αγάπης.
Εκείνο που επίσης πολύ μου άρεσε σ’ αυτό το κορυφαίο μυθιστόρημα της Ελένης (αποφεύγω το Γκίκα γιατί δημιουργεί συνειρμούς με το νέο υπουργό οικονομικών που τα θαλάσσωσε) είναι οι τηλεγραφικές σχεδόν αναφορές στα νέα επιστημονικά δεδομένα, είναι: είναι της μοριακής βιολογίας είτε των μαθηματικών είτε της φιλοσοφικής αποδόμησης. Μαθαίνεις πολλά διαβάζοντάς το. Έμαθα κι εγώ πολλά που αγνοούσε. Έχοντας πρόσφατα διαβάσει τη βιογραφία του Τρότσκι του Βικτόρ Σέρζ, κλασικό του είδους εδώ και δεκαετίες, έμαθα για ένα άλλο βιβλίο, για τη μαρτυρία του εγγονού του Τρότσκι που αφορά την άγνωστη ζωή του Τρότσκι στο Μεξικό του Εστεμπάν Βολκόφ που είναι σήμερα 86 χρονών και ζει στο Μεξικό, κάι που το θεωρεί «μαθηματικά παράδοξο». Καθώς «στην οικογένειά μου, γράφει, όλοι πεθάναν νέοι εξολοθρεμένοι από τον Στάλιν. Εγώ είμαι ο μόνος που ισοπεδώνει το στατιστικό προσδόκιμο της ζωής». Κι ακόμα έμαθα ότι ο Τρότσκι δολοφονήθηκε στις 21 Αυγούστου, ημερομηνία σημαδιακή για όσους θυμούνται την εισβολή των σοβιετικών τάνκς στην Πράγα του 1968, που σήμανε και την αρχή της κατάρρευσης εκείνου που συνέβη μετά από εικοσιένα χρόνια, δηλαδή, η πτώση του Τείχους το 1989.
Και τώρα η γραφή: ακονισμένη, συνοπτική, εμπεριέχει μια τεράστια θητεία στη γλώσσα. Σπάνια πια διαβάζει κανείς, στην πλημμυρίδα των τούβλων που μας κατακλύζουν, κυρίως από γυναίκες που ανήκουν στην πρωτοβάθμια ψυχολογία πασπαλισμένη με ολίγη άχνα Φρόυντ και Γιούνγκ, τέτοια λαγαρά, ξελαμπικαρισμένα ελληνικά. Γιατί αν η γλώσσα είναι προνόμιο της ποίησης, όταν ένας πεζογράφος έχει το οξύ αισθητήριο της γλώσσας όπως η Ελένη, ανέρχεται δικαιωματικά στο επίπεδο της ποίησης ενώ γράφει πρόζα.
Το βιβλίο είναι διάχυτο από την τρυφερότητα της παιδικής κούκλας που μεγάλωσε όλες τις γυναίκες, όπως τα όπλα τους αρσενικούς. Η συγγραφέας δεν νοσταλγεί τον χαμένο παιδικό παράδεισο, αλλά όταν θέλει να αλώσει συναισθηματικά τον αναγνώστη μια φράση για μια κούκλα της αποτελεί πάρθειο βέλος στην καρδιά του.
Διαβάστε λοιπόν τη Λιλίθ. Είναι σα να διαβάσατε τελειώνοντας πενήντα βιβλία. Έχει το Θ του θηλυκού και η άγνωστη συνώνυμή της, ο σωσίας της ή το άλτερ έγκο της, ή η αντανάκλασή της στον καθρέφτη της Αλίκης στη χώρα των Θαυμάτων, έχει το γράμμα Μ., δηλαδή την Παρθένο Μαρία.
10/12/2014