26/11/12

μουσική σύνθεση πάνω σε βιογεωγραφική θεματική (ίσως για να βρίσκει κάθε φορά έναν καινούργιο εαυτό)

της Ζωής Σαμαρά

Δημοσιεύθηκε στο diastixo.gr

Για τη “Γυναίκα της Βορινής Κουζίνας” (εκδ. Καλέντης)

Η Ελένη Γκίκα γράφει γιατί υπάρχει, γιατί υπάρχουμε. Κάθε φορά που γράφει, χτίζει ένα πολύπλευρο σύμπαν. Στο νέο της μυθιστόρημα μας εισάγει σε έναν κόσμο όπου τα σημεία του ορίζοντα προσδιορίζουν τη ζωή μας. Η δομή του έργου θυμίζει μουσική σύνθεση πάνω σε βιογεωγραφική θεματική, σαν να ήταν μια σπουδή για το πώς ο άνθρωπος επηρεάζεται από το χώρο στον οποίο ζει. Και ενώ το βιβλίο προχωρεί, η βιογεωγραφία αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις: κάποιες στιγμές αναρωτιόμαστε μήπως ο άνθρωπος επηρεάζεται ακόμη περισσότερο από έναν απειλητικό απόντα χώρο.
Με μαθηματική ακρίβεια, η αφήγηση χωρίζεται σε 3 μέρη, το κάθε μέρος σε 11 ενότητες, ενώ οι 33 ενότητες του βιβλίου δομούνται πάνω σε επαναλαμβανόμενα τρίπτυχα με επίκεντρο τρεις εναλλασσόμενες γυναικείες φιγούρες. Τα 99 μικρά κεφάλαια που προκύπτουν τιτλοφορούνται κάθε φορά με τις ίδιες λέξεις και ακολουθούν την ίδια σειρά – Η γυναίκα στο ανατολικό γραφείο, Η γυναίκα της βορινής κουζίνας, Η γυναίκα στον δυτικό καθρέφτη: τρεις ηρωίδες πάνω σε σκηνή κοσμικού δράματος. Εκτός από τον πιθανό συμβολισμό των αριθμών, δύο χαρακτηριστικά τραβούν την προσοχή του αναγνώστη ευθύς εξαρχής, και αναμφιβόλως γεννούν απορίες: – Η πρώτη γυναίκα είναι στο γραφείο, η τρίτη στον καθρέφτη, η δεύτερη της κουζίνας. Άρα, η κουζίνα δεν είναι ο χώρος στον οποίο η δεύτερη γυναίκα ζει και κινείται, αλλά ένας περιοριστικός χώρος στον οποίο ανήκει, και επιπλέον τόσο κτητικός, που καταλαμβάνει το εξώφυλλο του βιβλίου. – Τρεις γυναίκες, τρία σημεία του ορίζοντα. Εντάξει, υπάρχουν τρία και όχι τέσσερα γυναικεία πρόσωπα, αλλά η παράλειψη ενός σημείου του ορίζοντα πιθανότατα κρύβει κάποιο μυστικό. Αν η γυναίκα της κουζίνας συμβολίζει την παραδοσιακή γυναίκα, γιατί θα πρέπει να βλέπει το βορρά; Και καθώς ο αναγνώστης συλλογίζεται, δεν μπορεί παρά να εικάσει ότι στη σοφία πολλών λαών ο βορράς είναι σχεδόν συνώνυμο της ανατολής. Λόγου χάρη, στον μυητικό προσανατολισμό, που προσδιορίζει τη θέση μας στο χώρο, το φως ξεκινά από την ανατολή ή από το αστέρι του Βορρά. Επίσης, οι Ετρούσκοι πίστευαν ότι οι θεοί έμεναν στο Βορρά. Έχουμε λοιπόν στο μυθιστόρημα δύο μορφές της ανατολής και το αντίθετό της, τη δύση. Ο νότος ζει σε μια ανελέητη μοναξιά, χωρίς ταίρι, χωρίς αντίθετο.
Από τις πρώτες σελίδες αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουν δύο ηρωίδες που εργάζονται πυρετωδώς, σαν να βιάζονται να προλάβουν κάτι: η Αρσινόη γράφει, η Ράνια μαγειρεύει. Ή μήπως πρόκειται για ένα πρόσωπο με δύο προσωπεία; Όντως, όταν οι δύο γυναίκες συναντηθούν, η Αρσινόη θα αρχίσει να μαγειρεύει –αν και «μισεί την κουζίνα» (σ. 306)–, ενώ η Ράνια, ξεχνώντας ότι παλιά έκρυβε τα βιβλία που διάβαζε «σαν τα μπουκάλια του αλκοολικού» (σ. 73) –τόσο απαγορευμένη ήταν η ανάγνωση–, θα γράψει ένα μυθιστόρημα, πολύ πετυχημένο, με ηρωίδα μια γυναικεία οπτασία που την ακολουθεί όλη της τη ζωή. Όπως μας πληροφορεί η γυναίκα στον καθρέφτη: «Απ’ την κουζίνα ως το γραφείο, τι θαρρείς; Μια ανάσα χαλί» (σ. 49). Όταν ξεφύγει από την κουζίνα, από τη μοίρα της παλιάς γυναίκας, η Ράνια θα επιλέξει να γίνει χαρτί. Το χαρτί, η γραφή, αναπαριστά την αναζήτηση του αληθινού εαυτού της. Η Αρσινόη ζει ανάμεσα σε βιβλία, μια χάρτινη ζωή, και η λέξη «χάρτινη» επαναλαμβάνεται συχνά στο μυθιστόρημα. Το χαρτί είναι ένα πολύσημο σύμβολο. Όταν το διπλώνουμε για να το βάλουμε σε φάκελο, διπλώνουμε μαζί και τα μυστήρια της ζωής μας. Όταν δένουμε τις σελίδες σε βιβλίο, τετράδιο, ημερολόγιο, κάνουμε μια προσπάθεια να δέσουμε τα σκόρπια γεγονότα που οδηγούν σε διάσπαση του εγώ. Σχίζεται εύκολα, όπως διαμελίζεται η εύθραυστη ζωή μας. Η καθαρότητά του σαν φόντο της γραφής αντιστοιχεί στη νοσταλγία μιας χαμένης αγνότητας. Γράφουμε πάνω στο άσπρο χαρτί για να ζήσουμε μια νέα αρχή με τη γραφή μας. Δεν έχω πρόθεση να συνθέσω μια πραγματεία για το συμβολισμό του χαρτιού, λέω όσα με εμπνέει το ίδιο το μυθιστόρημα.
Υπάρχει μια τρίτη γυναίκα, που τοποθετείται στη δύση: μπροστά ή μέσα σε καθρέφτη, δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε η ίδια. Δεν φαίνεται να έχει δική της αυτόνομη ζωή, σαν να είναι αυτή η χάρτινη γυναίκα, ηρωίδα σε κάποιο μυθιστόρημα, ή ακόμη ένα είδωλο μέσα σε καθρέφτη. Δεν ονομάζεται τυχαία Αριάδνη – αυτή κρατά το μίτο της αφήγησης, περιγράφει και σχολιάζει τη ζωή των δύο γυναικών. Κοιτάζοντας στον δυτικό καθρέφτη, δεν βλέπει τον εαυτό της, αλλά τις άλλες, και δεν γνωρίζει ακριβώς ποια πλευρά του καθρέφτη είναι η πραγματικότητα και ποια η αντανάκλαση. Καθώς αφηγείται την ιστορία τους, δεν είναι βέβαιη αν εκείνη επινοεί την ύπαρξή τους ή μήπως και η ίδια είναι επινόηση των δύο γυναικών που επινοεί (σ. 373). Η αφήγηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια φεμινιστική θεώρηση της κοινωνίας. Η γυναίκα προσπαθεί να παραμείνει αυτό που όλοι αποκαλούν γυναίκα, όχι το βιολογικό ον αλλά ο κοινωνικός μύθος. «Δεν ύφαινε, δεν έπλεκε καμιά τους. Γυναίκες στο περβάζι της ζωής», θα σχολιάσει, με ποιητικό ρυθμό, η Αριάδνη (σ. 127).
Η συγγραφέας, ωστόσο, δεν περιορίζεται στη γυναίκα. Στο κέντρο του σύμπαντος που παρουσιάζει τοποθετεί τον άνθρωπο. Ο άνδρας ανάμεσα στις δύο γυναίκες ανάγεται τελικά σε τέταρτο σημείο του ορίζοντα, ταυτίζεται με το νότο και την απουσία που σηματοδοτεί στο μυθιστόρημα. Νιώθει τόσο άβολα ανάμεσα στους δύο χώρους, που τελικά δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτόν στη ζωή. Οι δύο γυναίκες αντιμετωπίζουν τη φθορά και την ανία που τις περιβάλλουν, με τη δουλειά. Σε επιστολή στον αγαπημένο της, η Αρσινόη γράφει με τρόπο αναιρετικό, σαν να αμφισβητεί τη δύναμη της αγάπης: «Απόψε το βράδυ, αγάπη μου, θα δουλέψω ως το πρωί. Δεν έχω βρει άλλον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή για ν’ αντέξω» (σ. 154). Και η Ράνια, σαν να συμπληρώνει αναδρομικά, έγραφε στη δική της εισαγωγή του πρώτου μέρους: «Έφυγαν όλοι. Κι εγώ στην κουζίνα να φτιάχνω γενέθλιες μαντλέν, για να με γιορτάσω μόνον εγώ» (σ. 14).
Με τα τρία σημεία του ορίζοντα, η συγγραφέας οργανώνει το χώρο. Το τέταρτο σημείο είναι δεδομένο, αναδύεται μέσα από την ίδια την ύπαρξη: ο νότος δεν μπορεί παρά να είναι ο θάνατος που καραδοκεί, η φυγή έξω από το χώρο και το χρόνο. Μαγειρεύουμε ή γράφουμε για να μη σκεφτόμαστε το τέλος. Γι’ αυτό πραγματικοί ήρωες του μυθιστορήματος είναι το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό που προκαλεί το θάνατο, ο Φώτης που τον προσκαλεί και ο Άγγελος που βρίσκεται συμπτωματικά αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του. Ξανά τρία πρόσωπα, που ίσως ερμηνεύουν το πρώτο τρίπτυχο: τρεις πτυχές της Μοίρας. Για τις δύο γυναίκες η μόνη οδός είναι η λογοτεχνία. «Το μόνο που μ’ απομένει», θα γράψει η Ράνια, «είναι να ξαναπιάσω της ζωής μου το νήμα και πάλι απ’ την αρχή, να τη ζήσω με τα σωστά και τα λάθη της πια μέσα από το χαρτί» (σ. 293). Και η Ελένη Γκίκα γράφει, ίσως για να βρίσκει κάθε φορά έναν καινούργιο εαυτό, ίσως για να μας οδηγήσει στην αναζήτηση των αιώνων που «χωρίζουν τον έναν εαυτό [μας] από τον άλλο» (σ. 66), ίσως ακόμη και για τα δύο.

22/11/12

«Αρκεί ο Ντάρελ και η Τζαστίν για να πάει να πλαγιάσει κανείς;»

Η Βασιλική Φαρμάκη γράφει για το βιβλίο
«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΒΟΡΙΝΗΣ ΚΟΥΖΙΝΑΣ»
Της Ελένης Γκίκα, Εκδ. Καλέντης

Δημοσιεύθηκε στο σάιτ Salonica news και στη στήλη “Οδός Βιβλίου” που επιμελείται ο ποιήτης και δημοσιογράφος Στέλιος Λουκάς

Με ένα εξώφυλλο καλλιτεχνικό , ένα τίτλο καθαρά γυναικείο, με έντονη λυρική διάθεση
έρχεται συγγραφέας Ελένη Γκίκα να αναδιπλώσει με ευκρίνεια και στοχασμό το γυναικείο ψυχισμό,
πρόσφορο ανάγνωσμα και των δύο φύλων.
Η ανδρική παρουσία στις σελίδες του βιβλίου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την γυναικεία πορεία.
Άλλωστε ποιάς γυναίκας η ζωή δεν καθορίζεται αργά ή γρήγορα από την παρουσία ενός άνδρα, πατέρα ή γιού, αδελφού ή συζύγου, φίλου για πάντα αγαπημένου.
Κάποια γεγονότα προδίδουν το σήμερα της ιστορίας και κάποια άλλα θέτουν και πάλι τα διαχρονικά ερωτήματα.
Σκεπτόμενη γυναίκα, μάνα, σύζυγος, ερωμένη, αγαπημένη πετυχημένη ή αδικημένη, παρεξηγημένη, προβληματισμένη, καταξιωμένη ή περιθωριοποιημένη.
Όλα μαζί σε μια κλιμακούμενη ένταση σκέψεων, απόψεων, καταγραφών , δηλώσεων και πικρών διαπιστώσεων….
Βιβλίο ωριμότητας, όχι απαραίτητα ηλικιακής, αλλά συγγραφικής και γλωσσικής.
Βιβλίο ύφους πυκνού, όχι αδιαπέραστου αντίθετα βασανιστικά διαπερατού.
Βιβλίο πλοκής όχι πολλών προσώπων, αλλά αισθημάτων και συναισθημάτων.
Βιβλίο μεγάλων εναλλαγών σχέσεων και τοποθετήσεων του ίδιου του εαυτού μας, απέναντι στους δικούς μας και στους γύρω.
Βιβλίο έντονων απογραφών και απολογισμών, καθόλου εξωστρεφές αλλά «εκ βαθέων».
Ράνια ή Γερτρούδη και Αρσινόη ή Ουλρίκα, οι ηρωίδες, απέναντι αλλά δίπλα, μακριά αλλά και κοντά, η μία με τα παιδιά και η άλλη με τα βιβλία, παλεύουν το χρόνο, την μοναξιά, τη ζωή, κάνουν τα δικά τους όνειρα, ζουν την δική τους καθημερινότητα, η μία στη κουζίνα και η άλλη στο γραφείο, αναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα, στη ροή των πραγμάτων, αλλά στο βάθος παλεύοντας να κερδίσουν το χαμένο χρόνο, -αν υπάρχει- και εν τέλει την εσωτερική γαλήνη, πολυπόθητο αλλά και πολύπονο δώρημα, όχι τυχαία αποκτημένο , αλλά με ωριμότητα αναζητημένο και με δια βίου αγώνες κατακτημένο .
H πορεία για εκεί δύσβατη, ανηφορική γεμάτη εκπλήξεις και ερωτήματα, διλήμματα και ενοχές, σκέψεις και απογοητεύσεις, υποχωρήσεις και ηθελημένες σιωπές.
Άβουλες οι σκεπτόμενες , παραιτημένες, κρυμμένες, παθητικές;
Ή εκούσια παγιδευμένες σε ένα πρέπει που άλλοι επέβαλλαν, σένα δικό τους «θέλω», που έπαψε προ πολλού να υπάρχει;
Ανήσυχα ησυχασμένες σε ένα πλαστό κόσμο που οι ίδιες δημιούργησαν για να υπάρξουν, σ’ ένα κέλυφος που κινδυνεύει να κομματιαστεί στην πορεία του χρόνου από τα ερωτήματα ,που θα δημιουργηθούν.
Θα αναζητήσουν βοήθεια στον Κάφκα και τον Μπόρχες, στον Τζόυς και τον Γέιτς, θα καταφύγουν στην ποίηση στην Τζαστίν και την ΄Αν Σέξτον, θα αναζητήσουν διεξόδους στη Σαρλότ Μπροντέ, ακόμα και στα παραμύθια θα καταφύγουν,
στον Σεβάχ τον Θαλασσινό με το Ζαραντάν και τον Λούις Κάρολ με την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων».
Η πραγματικότητα όμως χτυπά σειρήνες, το σήμερα αιμορραγεί.
«Η εποχή μας έχει πέσει χαμηλά», διαπιστώνει η συγγραφέας Ελένη Γκίκα «και η φιλοσοφία ζει το τέλος της».
Θα αναγκαστούν κάποτε να βγουν από την προστατευμένη θέση τους, να δουν το αδυσώπητο σήμερα, θα πρέπει να προσαρμοστούν, μέχρι να βρουν τη γαλήνη.
Η ίδια η συγγραφέας «παρατηρητής» στον δυτικό καθρέπτη τις βλέπει και τις αναλύει, τις μελετά και μονολογεί:
«Αρκεί ο Ντάρελ και η Τζαστίν για να πάει να πλαγιάσει κανείς;»
Αλλά και για να ζήσει άραγε πόσο λυτρωτικά στηρίγματα προσφέρουν ο Ντίκενς, ο Πρεβέρ, ο Ελυάρ, ο Χιούζ ακόμα και ο Τόμας Μάν;
Λουτήρες της σκέψης οι γνώσεις, αλλά η ψυχή κάτι ακόμα αναζητά και ψάχνει και ερευνά.
Κάποια στιγμή η Ράνια θα σκεφτεί να φωνάξει «δεν την μπορώ άλλο αυτή την άδεια ζωή-χάρτινη ζωή», δεν θα το κάνει, μη τυχόν και ενοχλήσει, μη τυχόν και διαταράξει την φαινομενική ηρεμία των άλλων.
Θα θυσιάσει την κραυγή, αλλά και πάλι εκείνη δεν θα ησυχάσει.
Αργότερα θα κάνει την εφήμερη δική της επανάσταση, έτσι σαν δοκιμασία για τον εαυτό της, αλλά και πάλι δεν θα λυτρωθεί.
Η Αρσινόη θα βγει κάποια στιγμή στον κόσμο, στη διαδήλωση , θα αψηφήσει τον κίνδυνο, θα πάρει το ρίσκο.
Γιατί η γυναίκα του γραφείου και η γυναίκα της κουζίνας, όπως κι’ αν πορευτούν, στο ίδιο σημείο θα σταθούν και θα αναρωτηθούν:
Τι έκανα λάθος, ποιο μονοπάτι διάβηκα αδιέξοδο, που παγιδεύτηκα και τι να περιμένω;
Κι’ οι δύο τους κάτι κυνηγάνε, κάτι περιμένουν, διαφορετικό ή ολόιδιο, πιστευτό ή απίστευτο, συγκεκριμένο ή αφηρημένο, ορατό ή αόρατο, δεδομένο ή ανύπαρκτο, υλικό ή άυλο.
Το ίδιο και η γυναίκα του δυτικού καθρέπτη, με αντικατοπτρισμό των δύο γυναικών ή δικός αντικατοπτρισμός οι δύο γυναίκες. Κι’ αυτή κάτι περιμένει κι’ ας λέει πως «οι λέξεις είναι για να αμύνεσαι στην απόγνωση, για να βρίσκεις τη λύτρωση». Δεν τη βρήκε μέσα από αυτές, ομολογεί
«Υφαίνω λέξεις, σβήνω, σχίζω, πληρώνω, πληγώνω», δίνει με σαρκασμό τον ορισμό της, η συγγραφέας και συνεχίζει:
«απουσίες ζωής και κλάματα των άλλων, που ξεδιαλύνω μες στο χαρτί».
Η γραφή είναι μια διέξοδος, αλλά είναι η μόνη άραγε;
Κάτι παραπάνω ζητάνε και οι τρεις όταν κονταροχτυπιούνται με τον χρόνο και την μοναξιά, στις στιγμές της διαπίστωσης ρυτίδων και ρωγμών στο πρόσωπο, κραδασμών ανελέητων στην ψυχή και σιωπών εκκωφαντικών στη ζωή.
Κάτι παραπάνω ζητάνε, ψάχνουν, αναζητούν και βασανίζονται να κρατηθούνε στη ζωή, που ολοένα και μικραίνει και κυλά και τις ξεχνά και προσπερνά.
Ένα βαθύτερο νόημα, ένα βήμα πιο πέρα.
Οι ηρωίδες της ποίησης και της λογοτεχνίας έχουν τη δική τους ζωή, δεν τις συμμερίζονται και οι γυναίκες των παραμυθιών έχουν τη ζωή τους, δεν αλλάζουν και έρχεται η ώρα που ούτε και οι φιλόσοφοι δεν βοηθούν και στέκουν παράπλευρα -ασυγκίνητοι, στο δικό τους μαρτύριο.
Ερωτήματα ακατάπαυστα και σκέψεις και ενοχές και δίνες και λαχτάρες και ενδοσκοπήσεις και ερμηνείες αυστηρές και επίπονες και αναζητήσεις και παιδέματα και απογνώσεις και αποφάσεις και κρίματα που τελειωμό δεν έχουν.
Πού να αναζητήσεις βοήθεια, πώς να βάλεις την ζωή σε τάξη, πώς να βρεις τις σταθερές;
«Ζόρικος δρόμος ο χρόνος», διαπιστώνει με πίκρα η συγγραφέας.
Γυναικεία φύση ανεξερεύνητη και μονίμως προβληματισμένη, και κάποιες φορές ερεβώδης και καχύποπτη, συνεχώς σκεπτόμενη και αβυσσαλέα εσωτερικά κρινόμενη, αέναα ανήσυχη και μόνιμα αυτοτιμωρούμενη.
Σε ναρκοπέδιο βαδίζεις , σε καθαρτήριο δρασκελίζεις, αλλά δεν βρίσκεις γιατρειά.
Σε ναρκοπέδιο θα πορεύεσαι, σε πεδίο βολής θ’
αργοπατάς, αφού η φύση εσένα έταξε για του κόσμου τ’ άδικο εσύ να ξαγρυπνάς.
Κάποια στιγμή θα κάνει την εμφάνισή της η γυναίκα της νότιας αποβάθρας,- η αναγνώστρια- προβληματισμένη κι’ αυτή με το δικό της ταξίδι,-με το εάν και πότε και γιατί-. Η αναγνώστρια της νότιας αποβάθρας θα βρει τις προηγούμενες, θα τις δεχτεί, θα τις αγκαλιάσει και θα τις συμπονέσει ,ανακουφίζοντας την ίδια.
Παρόμοια βιώματα και ενοχές, παρόμοιοι προβληματισμοί και απογνώσεις.
Όμως αφού δεν υπάρχουν ασφαλείς κανόνες πλεύσης και πλοήγησης, ούτε θα τις συμβουλευτεί, ούτε και θα τις συμβουλεύσει.
Εκείνες θα τις ευχηθούν ,όσο τρικυμιώδες και νάναι το ταξίδι, νάβρει τελικά, το απάνεμο λιμάνι της εσωτερικής της γαλήνης.
Δύσκολος αλλά μοναδικός επίγειος προορισμός.
Άραγε θα τα καταφέρουμε;

υγ. Από την εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο Πλους στην Κέρκυρα, 6/6/2012



“η κοπέλα που γράφει” και η κοπέλα που ζει- Μια σκιά κρυμμένη πίσω από μιαν άλλη σκιά


Για το βιβλίο της Μαρίας Ξυλούρη “Πώς τελειώνει ο κόσμος” (εκδ. Καλέντης”

Τετάρτη 21 Νοε 2012, στον Ιανό

Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να ξεχνάς τα τραύματα, να κρατάς τα θαύματα, να εκτιμάς τα θραύσματα σαν να μπορούν, πράγματι, να συγκροτήσουν ένα σύνολο που να βγάζει νόημα”.
Έτσι γράφει, ακριβώς έτσι το γράφει, και η συγγραφέας Μαρία Ξυλούρη με άφθαρτο τρόπο, με τον δικό της μυθιστορηματικό τρόπο το επιτυγχάνει αυτό, το μπορεί.

O κόσμος είναι οι λεπτομέρειες” διαβάζουμε στις σημειώσεις ενός ηρώα της, του Δημήτρη.

Και η Μαρία, ως η Μαρία που ξεπροβάλει φευγαλέα μέσα από την ιστορία και μας κλείνει το μάτι είναι “η κοπέλα που γράφει”.

Η κοπέλα που γράφει για την ζωή της γενικά και για την δική της γενιά ειδικά.
Υπογράφοντας ένα μυθιστόρημα σαν ψηφιδωτό και σαν σπείρα.
Η ζωή και το αίνιγμα της, η αλήθεια και ο αντικατοπτρισμός.
Η καθημερινότητα και το εφήμερο αλλά κι αθάνατό της.
Η καθημερινότητα και η λογοτεχνία.
Ο κόσμος των νεκρών κι ο κόσμος των ζωντανών.
Η τεράστια παρουσία της απουσίας.
Σε όλες της τις εκφάνσεις. Χωρισμός, θάνατος, μοναξιά.

Στις 342 πυκνογραμμένες σελίδες του, με έναν τρόπο μεταμοντέρνο και κατακερματισμένο (μεγάλες περιόδους, παραγράφους και παρενθέσεις), η Μαρία Ξυλούρη ξαναγράφει ή μάλλον ξαναδιαβάζει τη ζωή.

Στις σελίδες της, μια παρέα που είναι σχεδόν όλος ο κόσμος.
Η Φανή που διαβάζει το ένα βιβλίο πίσω απ' το άλλο προσπαθώντας να καταλάβει εκείνο που ζει. Ο Ορέστης που φεύγει ακολουθώντας την “Κατσαρίδα”, εκείνη με τα κόκκινα μαλλιά, Και ο Φώτης που έρχεται, Ο Δημήτρης που ξεκινά ως παύλα, ξεγραμμένος και αντίστροφα επιστρέφει στο βιβλίο όπου κατορθώνεται ό,τι δεν γίνεται ποτέ στη ζωή, Και ο Άκος, το αγόρι που θα μπορούσε να έχει την λύση, Συνθέτουν στα πλέον λεπτά και λεπτομερή συστατικά τους αυτό που θα μπορούσε να είναι το Νόημα, αυτό που μας δίδεται χωρίς να το επιδιώξουμε, εκείνο το δώρο όπως επιμένουν πολύ, τη ζωή.

Κεντρικός άξονας, η Άννα. Το κορίτσι με τα πράσινα μάτια, κι η αδελφή του Δημήτρη. Εκείνη που ξεκινά σαν υπόθεση “Αν” και τελειώνει χωρίς ποτέ της να καταλήξει (ποιος είπε ότι έχει Κεντρική Ιδέα και Δίδαγμα η ζωή αυτή καθ' αυτή?) σαν υπόδειξη “Να”.
Θα μπορούσε να...

Στο μεταξύ, χρονικά όλα γίνονται ανάκατα. Αποδεικνύοντας ότι στο παρελθόν που δεν είναι εποχή τετελεσμένη, ποιος τόπε;- Υπάρχει Τελικά, Εκεί κρύβεται, Το Μεγάλο Σασπένς.

Η αφήγηση σαν σκυταλοδρομία.
Αρχικά η πλευρά του Ορέστη, ο Δημήτρης είναι ήδη μια παύλα ανάμεσα σε δυο ημερομηνίες και η Άννα έχει ήδη χαθεί.
Και μετά, η πλευρά του Φώτη. Για ν' αρχίσει σαν δίνη ένα παραγωγικότατο παρελθόν.
Η Φανή που προσπαθεί να το διαβάσει στις λεπτομέρειες με συνεχείς λογοτεχνικές αναφορές. Δεν αντέχει χωρίς τα βιβλία ούτε ζωή, ούτε και πένθος.
Ο Άκος όσο επιστρέφουν προς τον πυρήνα, εξάλλου είναι κι ο τελευταίος που είδε την χαμένη Άννα, “το θανατάκι”, ο εγγονός του Σκευοφύλακα γερο- Θάνατου που προφητεύει θάνατο αντί για ζωή.
Στο κουκούτσι, η Άννα, κατακερματισμένη, κομμάτια και θρύψαλα, με έναν τρόπο και συγγραφικά και εκδοτικά αριστουργηματικό, ναι η Άννα είναι κάπου στο κέντρο τα- μη -αριθμισμένα -κομμάτια- της, σαν παράλληλο σύμπαν, το αινιγματικό σύμπαν της Άννας, εκείνο που σκορπά τον θάνατο και γεννά την δημιουργία,
Για να την ερμηνεύσουν γράφουν οι πάντες, γεννά δλδ μέσα από τον υποτιθέμενο θάνατο, τη Ζωή.

Και η ανάδυση τελικά. Από το τέλος του κόσμου, στην αναπαράστασή του, από την Φανή και τον Φώτη, ως τον Ορέστη αντίστροφα,
στην επιφάνεια πάλι, με λεπτομέρειες που κατέχουν το σύμπαν και σελίδες αγαπημένων που είναι ωσεί συγγενείς.
Ο Μουρακάμι κι οι γάτες του, ο κύριος Κουρδιστό- πουλί και τα πηγάδια του, ο Φραγκιάς και το χάος που μας γέννησε, η Ζατέλη και η μυθολογία της καθημερινότητας, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας με όλα του, τα βιβλία του και την αυτοκτονία του. Η Μαρία που γράφει και η Μαρία που τα ζει.

Τα βιβλία, στο βιβλίο, ζώντες οργανισμοί:

Η Φανή διαβάζει το βιβλίο ψάχνοντας τον Δημήτρη, έχει άραγε νόημα να το διαβάσει ξοπίσω της ο Φώτης ψάχνοντας τη Φανή;”

Οι ιστορίες, μια αλυσίδα, είτε αυτό είναι βιβλίο είτε η ίδια μας η ζωή:

Πώς θ' αποφασίσεις ότι η ιστορία ξεκινάει εδώ κι όχι εκεί, ότι περιλαμβάνει αυτό αλλά όχι εκείνο; Αν δεις τον άνθρωπο σαν τις ιστορίες του, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν και τις ιστορίες άλλων ανθρώπων, ανθρώπων που έζησαν κάποτε, που ζουν τώρα, που θα ζήσουν αύριο, η μία ιστορία μετά την άλλη, από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Και να σκέφτομαι ότι γι' αυτό γράφει κανείς, για να φτιάξει μια αρχή κι ένα τέλος σε κάτι που δεν έχει αρχή και τέλος, για να ελέγξει το ανεξέλεγκτο. Για να πιστέψει ότι βρήκε μια απάντηση, ότι υπάρχει ένα νήμα που τα ενώνει όλα αυτά, για να διαλέξει ένα νόημα ανάμεσα σε πολλά. Το χαρτί δεν είναι ζωή, είναι μια απλοποίησή της”.

Η ζωή μας, στο μικροσκόπιο:

η ιστορία τους ήταν μια συνεχής γραμμή, κι όχι επεισόδια και λεπτομέρειες σκόρπια θρύψαλα στο πάτωμα”.

Και η αλήθεια, από παντού ανοιχτή:

όλα αυτά είναι πράγματα που υπάρχουν κι έχουν νόημα στη δική μας εκδοχή του κόσμου”.

Η λήθη, επιβίωση:

υπάρχει λόγος που ξεχνάνε οι άνθρωποι' ξεχνάνε για να ζήσουν”.

Η μάσκα, ανάγκη:

Να προσέχεις το περιτύλιγμά σου γιατί το περιτύλιγμά σου είναι το μόνο που έχεις. Μην αφήσεις να δουν τα κομμάτια μέσα”.
Τα κομμάτια/ Αυτά είναι το μόνο που είναι”
Ονειρεύεται ένα χάπι που θα σε κάνει να ξεχνάς ότι αυτό που είσαι είναι μια συρραφή από κομμάτια”.
Πού να μαζέψεις τα κομματάκια του κάθε ανθρώπου” έτσι δεν λέει κι ο ποιητής?

Η εκδοχή εκείνου- που- ποτέ- δεν- συνέβη, απόλυτα υπαρκτή:
Είναι περίεργο να σου λείπει κάτι που δεν είχες ποτέ, σκεφτόταν η Φανή, γιατί δεν σου λείπει μια πραγματικότητα με τα χαμόγελα και τις δυστυχίες της, αλλά μια φαντασίωση που την είχες χτίσει με τα πιο ακριβά σου υλικά”.

Η μνήμη, πανούργα, και πάντοτε εκ των υστέρων:

Ποτέ δεν τα κατάφερνα να θυμηθώ τα γενέθλια της Ουρανίας. Απ' όταν πέθανε, τα θυμάμαι πάντα”.

Και στο μεταξύ, σε ένα μικρόσκοσμο και στο μικροσκόπιο, όλη η γη:

Στο κέντρο ενός μικρού δωματίου που θα μπορούσε να είναι το κέντρο του κόσμου”

Με φθαρμένα υλικά, νεκρές από την από την κατάχρηση λέξεις:

Η Δώρα εμφανίζεται στην πόρτα. Έχουν μεταμορφωθεί σε πρωταγωνιστές σαπουνόπερας. Κακός φωτισμός, κακόγουστα σκηνικά, ρουτινιάρικα κάδρα, αλλαγή πλάνου απ' το ένα πρόσωπο στο άλλο, βαρύ μακιγιάζ, υπερβολικές εκφράσεις που πάνε να μιμηθούν τις εκφράσεις των ανθρώπων, λόγια χιλιοειπωμένα. (Η φωνή του Δημήτρη στο κεφάλι του: “Μα τι νομίζεις, όλα όσα ζούμε τα έχουνε ζήσει χιλιάδες άνθρωποι πριν από εμάς, έτσι που έχουμε βιώματα- κουρέλια, λέξεις- κουρέλια απ' την πολλή χρήση. Είμαστε οπλισμένοι με κουρέλια, έτσι πολεμάμε”. Ξέρει ότι ο Δημήτρης δεν τα είχε πει ποτέ όλα αυτά).

Με οικογενειακά ξόρκια:

τα ύστερα του κόσμου”-
έτσι τελειώνει ο κόσμος, θεία;”

Και, για να μη χάσουμε τον έλεγχο ή για να βγάλουμε άκρη, με χάρτινους ήρωες, και δανεικά:

Μα εγώ σ' έφτιαξα, έξω από μένα δεν είσαι”.
Στη σελίδα 144 θα σταματήσω να υπάρχω”.

Ιστορίες αλλόκοτες κι όνειρα, Με τα όνειρα, όπως Και τα βιβλία, όμως, πιο αληθινά από τα αληθινά:

Μερικές φορές σκέφτεται ότι αυτή η γυναίκα υπάρχει πραγματικά κι αυτός που δεν υπάρχει έξω από το δικό της όνειρο είναι ο ίδιος” Ίσως ο Φώτης να μην είναι παρά επινόησή της. Αν τη δει ποτέ ξύπνιος, θα προσπαθήσει να τη σκοτώσει, αλλά πάλι μπορεί κι εκείνη να προσπαθήσει να τον σκοτώσει”.
Αν η ζωή είναι μυθιστόρημα μπορώ να σκοτώσω τον συγγραφέα;”
του είχε πει κάποτε η Ουρανία: ότι ίσως να μην είμαστε παρά το όνειρο που βλέπει ένας άλλος”

Ένα όνειρο, όπου ο κάθε θάνατος, η κάθε απουσία είναι και το τέλος του. Εάν κι εφόσον εκείνο το όνειρο Είναι η όντως ζωή:

όταν πέθανε η μικρή θεία, η Φανή σκέφτηκε ότι με κάθε θάνατο τελειώνει ο κόσμος- ένας κόσμος ολόκληρος, μεγάλος ή μικρός' οι περισσότεροι δεν είναι ούτε μια υποσημείωση...”

Και για να υπάρξουν, ακριβώς, απ' “Το κορίτσι που γράφει” Όλ' αυτά ξαναγράφονται.
Με σημασία στην αποκαλυπτική λεπτομέρεια, Κάθε παράγραφος κι αίνιγμα, Πού να ξέρεις πόσα ζει και κρύβει κανείς:

Καθένας νομίζει ότι όλα γύρω του υπάρχουν επειδή υπάρχει ο ίδιος, ότι όλα πρέπει να είναι ένα σχέδιο οργανωμένο για να φτάσει αυτός εδώ και να επιτελέσει το σκοπό του, ας μην ξέρει ποιος είναι ο σκοπός του, αλλά ο κόσμος συνεχίζει χωρίς αυτόν, δεν τον έχει ανάγκη να υπάρξει. Η ζωή είναι ένα μεγαλοπρεπές τίποτα χωρίς σκοπό, μια μαύρη τρύπα που τη σκεπάζουν με κουρελόχαρτα, με επινοήσεις, με θεούς και δαίμονες, με αφηγήσεις- εντέλει: με λέξεις που μας απαιτούν για να υπάρξουν ως τέτοιες, αλλά και που δεν είναι τίποτα πέρα από αυτό: λέξεις. Ίσως όχι τόσο θνητές όσο εμείς, θνητές όμως κι αυτές”.
Ο καθένας τους “μια σκιά κρυμμένη πίσω από μια άλλη σκιά”.

Γι' αυτό τον λόγο, ακόμα κι εκείνη που γράφει, μια Αλίκη που αλλάζει πρόσωπα αναλόγως την εποχή:

Κάθε τετράδιο είναι μια εκδοχή του εαυτού του που πέρασε, αλλά χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε”.

Το μυθιστόρημα, μια προέκταση της ζωής:

Ο άντρα της την κράτησε στο σπίτι βέβαιος
ότι έτσι η γυναίκα θ' ανασταινόταν”.

Αλλ' όμως Ταυτοχρόνως κι ο Θάνατος αυτής καθ' αυτής της ζώσας ζωής:

Οι λέξεις σκοτώνουν αυτό που προσπαθούν να πουν, τα “σ' αγαπώ” υπάρχουν όσο δεν λέγονται, σκεφτόταν”.

Η αγάπη, Η Μεγάλη Παγίδα:

αγαπούσε απλώς την ιδέα του ν' αγαπάει κάποιον, έναν άνθρωπο υπαρκτό”
ο θάνατός του ήταν που είχε κάνει την αγάπη της αθάνατη”.

Και κάπου Εκεί και η συγγραφική ειλικρίνεια, η αποκάλυψη. Του μυθιστορήματος που όμως είναι και μια πρωτότυπη θέαση της ζωής:

Το σκέφτομαι γραμμένο σε σπείρα, σαν το δίσκο της Φαιστού, με κέντρο του την Άννα. Από αυτή θα αναπτύσσονται όλα σπειροειδώς. Γύρω απ' αυτήν. Όταν θ' αρχίζει το βιβλίο, κι οι δυο τους θα είναι ήδη νεκροί, κι εμείς θα προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε την απουσία σε ιστορία για να ζήσουμε”.

Και η Μαρία που, Αυτό το ανέφικτο κατορθώνει - τελικά- να το γράψει, να το υποτάξει:
Τους σκοτώνει και τους κάνει αφήγηση.
Τους πενθεί με τον μόνο τρόπο που ξέρει, διαβάζοντας.
Σαν τον Κασάρες τους διασώζει στην δική της Εφεύρεση, δημιουργώντας για να τους κάνει αθάνατους, τον δικό της Μορέλ.
Υπογράφοντας κατ' αυτό τον τρόπο, όπως υποστηρίζει και “το βιβλίο του εαυτού της”, Υπογράφοντας το βιβλίο της γενιάς της και της εποχής, δλδ το βιβλίο της ζωής.
Ένα μυθιστόρημα που είναι, τελικά, πρόταση, είναι θέαση κι ανάγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης, αυτής καθ' εαυτής της ζωής.
Από μια σημαντική συγγραφέα που αρκεί να αφηγείται εκείνο που βλέπει. Απ' Εκεί που τα βλέπει, Αρκεί.

17/11/12

“Συμμετείχα κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής”

Ιστορίες από την Κολιμά” του Βαρλάμ Σαλάμοφ. Μετάφραση από τα Ρωσικά- Πρόλογος: Ελένη Μπακοπούλου, Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 1968, 43 ευρώ.
 
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Η Ιστορία Σήμερα" (έθνος, 10 Νοε 2012)
 
Χαρακτηρίστηκε ως εκδοτικό γεγονός που έφτασε στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με σαράντα χρόνια, σχεδόν, καθυστέρηση. Οι 145 “Ιστορίες από την Κολιμά” αποτελεί ταυτοχρόνως ντοκουμέντο, μαρτυρία και ακριβή λογοτεχνία που καθιέρωσε τον συγγραφέα σαν ένα από τους σημαντικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Οι ήρωές του, πρόσωπα υπαρκτά, θύτες και θύματα ενός αλλόκοτου κόσμου. Ο συγγραφέας τους υπήρξε “τρόφιμος” των στρατοπέδων στην Κολιμά, αρχικά με πενταετή ποινή καταναγκαστικών έργων για να περάσει τελικά εκεί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Όμως, η ποίησή του και τα πεζά δεν έφυγαν ποτέ από την Κολιμά, κι απέμειναν ωμά ρεαλιστικά και απίστευτα ζοφερά, σα μαχαιράκι να ανατέμνουν το σκοτάδι μιας εποχής, την ανθρώπινη ψυχική άβυσσο σε ένα τυφλό σχεδόν κόσμο. Η πρόζα του σύντομη, σαν χαστούκι- αυτή την παρομοίωση έδωσε ο ίδιος- χωρίς κανένα καλολογικό στοιχείο, αναγνωστικά σχεδόν γδέρνει.
Συμμετείχα κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής” αναγνωρίζει ο Σαλάμοφ που γεννήθηκε το 1907 στη Βολογκντά, μια μικρή πόλη που κατά τον 19ο αιώνα υπήρξε τόπος εξορίας των πολιτικών αντιπάλων του τσαρικού καθεστώτος, σπούδασε Νομικά για να συλληφθεί την πρώτη φορά με την κατηγορία ότι διακινούσε το “Γράμμα προς το Συνέδριο”, γνωστότερο ως “Διαθήκη του Λένιν”. Αποφυλακίζεται, παντρεύεται, δουλεύει σαν δημοσιογράφος και γίνεται σπουδαίος ποιητής και αποκτά μια κόρη για να ξανασυλληφθεί με την κατηγορία της αντεπαναστατικής τροτσκιστικής δράσης, χαρακτηρίζεται ως “εχθρός του λαού” για να έρθει μετά στη ζωή του ο εγκλεισμός και τα χρυσωρυχεία της Κολιμά, οι ιστορίες που έζησε κι έγραψε για να μη συνέλθει ποτέ του. Έτσι το 1982 μεταφέρεται σε ψυχιατρείο δίχως τη θέλησή του για να πεθάνει λίγες μέρες μετά, “έχοντας κληροδοτήσει στην ανθρωπότητα μια από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες της παγκόσμιας Ιστορίας”. Με τον ίδιο μέχρι την τελευταία στιγμή ν' αναρωτιέται και να αμφιβάλει: “θα χρειαστεί άραγε σε κανένα αυτή η θλιβερή αφήγηση; Μια αφήγηση που δεν είναι για το νικηφόρο πνεύμα αλλά για το πνεύμα που ποδοπατήθηκε. Πού δεν είναι ο θρίαμβος της ζωής και της πίστης μέσα στη δυστυχία, όπως οι “Σημειώσεις από το σπίτι των πεθαμένων” αλλά η έλλειψη ελπίδας και η κατάπτωση; Ποιον θα παραδειγματίσει, ποιον θα αποτρέψει, από το κακό; Όχι, όχι, παρ' όλ' αυτά, θα είναι επιβεβαίωση του καλού, του καλού- αφού στην ηθική αξία βλέπω εγώ το μοναδικό αυθεντικό κριτήριο της τέχνης”.
Και παρ' όλα αυτά, να επιμένει: “Τα γραπτά μου αφορούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όσο αυτά του Εξυπερύ στον ουρανό ή του Μέλβιλ στη θάλασσα. Βασικά, οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ' τ' αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός από αληθινός από την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές κι
ανώνυμο”. Το έργο του σήμερα είναι πλέον αντικείμενο διεθνών μελετών, διατριβών, συνεδρίων, ντοκιμαντέρ, αλλά και πηγή έμπνευσης κινηματογραφικών φιλμ.

14/11/12

“διαπίστωσα απλώς, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο”.



Η Ισμήνη Καπάνταη στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα” (έθνος, 10 Νοε 2012)

Η σχέση μου με την Ιστορία είναι η σχέση του ανθρώπου που αποπειράται ν' αντιληφθεί τον κόσμο του σήμερα με εργαλείο τον παρελθόντα χρόνο”, εξηγεί στον πρόλογό της στο καινούργιο μυθιστόρημα η Ισμήνη Καπάνταη “Σικελικός Εσπερινός” αναζητώντας σ' αυτό εκείνα τα αιώνια πάθη και λάθη μας: εμφύλια διαμάχη, κυνήγι εξουσίας, προδοσία, αργυρώνυτο συνειδήσεων, φονταμενταλισμό... επειδή πιστεύει ότι “ο σκοτεινός και ανεξερεύνητος ανθρώπινος πυρήνας παραμένει ανά τους αιώνες αναλλοίωτος”. Αντλώντας υλικό από το ύστερο Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία, αποτελεί- καθόλου τυχαία- μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς όσον αφορά το Ιστορικό Μυθιστόρημα.
Επικεντρώνοντας στα χρόνια του Μιχαήλ Η Παλαιολόγου και στα χρόνια της τόσο βραχύβιας Ένωσης των Εκκλησιών (1274) προσπαθεί να ξαναδιαβάσει την εποχή μας, στο καινούργιο της μυθιστόρημα (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Καστανιώτη” προσεχώς). Διαπιστώνοντας για μια ακόμα φορά όσον αφορά την Ιστορία, δυστυχώς ή ευτυχώς, “το συνεχώς επαναλαμβανόμενο”.

- “Επτά φορές το Δαχτυλίδι”, “Απειρωτάν και Τούρκων”, “Η Φλώρια των Νερών”, “Πού πια καιρός”, “Το Άλας της Γης”, “Εμείς Έχουμε Εμάς”, αλλά και τώρα το καινούργιο σας μυθιστόρημα, ιστορικό μυθιστόρημα. Το ιστορικό πλαίσιο συντελεί στο να δει ο συγγραφέας και ο αναγνώστης τα πράγματα πιο καθαρά;

Εξαρτάται από τι το ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι το ιστορικό πλαίσιο μας βοηθά να δούμε τα πράγματα πιο καθαρά και, βεβαίως, από το πώς ο καθένας από εμάς, συγγραφείς ή αναγνωστικό κοινό- αδιάφορο- αντιλαμβανόμαστε την έννοια του χρόνου, παρόντος, παρελθόντος ή μέλλοντος. Προσωπικά, μια και μόνον για τον εαυτό μου θα μπορούσα να έχω άποψη, το ιστορικό πλαίσιο με βοηθά όχι μόνο στο να δω πιο καθαρά αλλά και στο να χειριστώ τα πράγματα με μεγαλύτερη ελευθερία, γιατί με απαλλάσσει από δεσμεύσεις και αναστολές που προκύπτουν όταν κινείται κανείς στον “παρόντα χρόνο”, δεσμεύσεις που υπαγορεύει ο σεβασμός σ' εκείνους από εμάς που έζησαν τα γεγονότα και που είναι ακόμα εν ζωή.

- Με ποια κριτήρια, κυρία Καπάνταη, συνήθως επιλέγετε την εποχή των ηρώων σας”;

Οι ιστορικές περίοδοι με τι οποίες έχω ασχοληθεί περισσότερο διαβάζοντας και αποδελτιώνοντας υλικό είναι το ύστερο Βυζάντιο και η Τουρκοκρατία, κατά συνέπειαν εκεί καταφεύγω όταν, όπως τώρα, προσπαθώ να αντιληφθώ τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μου, στην κοινωνία μας και γενικότερα στις κοινωνίες των ανθρώπων σ' όλο τον κόσμο. Όπως γράφω άλλωστε στο εισαγωγικό σημείωμα του καινούργιου μου μυθιστορήματος, που φέρει τον τίτλο “Σικελικός Εσπερινός”, “η σχέση μου με την Ιστορία είναι η σχέση του ανθρώπου που αποπειράται ν' αντιληφθεί τον κόσμο του σήμερα με εργαλείο τον παρελθόντα χρόνο”.

- Στο καινούργιο βιβλίο σας ποιοι είναι οι ήρωες, πού, και γιατί;

Είναι άνθρωποι που έζησαν στα χρόνια του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, στα χρόνια της τόσο βραχύβιας Ένωσης των Εκκλησιών (1274), και κινητοποιούνται αρχικά στην ενετοκρατούμενη Κρήτη και ύστερα, άλλοτε στην Σικελία και άλλοτε στην Κωνσταντινούπολη.

- Τι πρέπει να διαθέτει μια εποχή για να γίνει “η εποχή σας”, και ένας ήρωας, για να γίνει “ο ήρωάς σας”;

Δεν νομίζω ότι υπάρχουν περιορισμοί, και δεν είμαι εγώ που διαλέγω, είναι το “σήμερα” που μου δημιουργεί την ανάγκη, γιατί περί ανάγκης πρόκειται, ανάγκης ν' αντιληφθώ το πώς και το γιατί.

- Σας έχω ξαναρωτήσει στο παρελθόν, η ιστορία επαναλαμβάνεται και αν ναι, γιατί δεν μαθαίνουμε τίποτα από τα λάθη μας;

Νομίζω πως το ερώτημα παραμένει και μάλλον θα παραμείνει αναπάντητο εσαεί, αλλιώς θα υπήρχαν, φαντάζομαι, σχολές ειδικές και εγχειρίδια αποφυγής επανάληψης λαθών.

- Ποια θέματα που επαναλαμβάνονται λόγω ακριβώς της ανθρώπινης φύσης μας, δεν επιδέχονται βελτίωσης; Ή επιδέχονται;

Αν δεχτούμε, όπως τουλάχιστον πιστεύω εγώ, ότι ο σκοτεινός και ανεξερεύνητος ανθρώπινος πυρήνας παραμένει ανά τους αιώνες αναλλοίωτος, τότε η απάντηση θα είναι πως δεν επιδέχεται. Όλοι μας, ανά πάσα στιγμή είμαστε “όλα”, καλά, κακά και χείριστα, και τα πάντα εξαρτώνται κάθε φορά από τον χειρισμό τους και από το αν, πάλι κάθε φορά, αυτό που εννοούμε όταν μιλούμε για “ανθρωπιά”, θα κυριαρχήσει.

- Και επί του προκειμένου, ποια από τα σημαντικά τραύματα αναζήτησαν επούλωση ή εξήγηση μέσα απ' το καινούργιο βιβλίο σας και μ' αυτούς του καινούργιους σας ήρωες, σ' εκείνη την εποχή;

Είναι η εμφύλια διαμάχη, είναι το κυνήγι της εξουσία, είναι η προδοσία, είναι το αργυρώνυτο των συνειδήσεων, κι ακόμα είναι ορισμένα φαινόμενα όπως ο φονταμενταλισμός του σήμερα και το πρόβλημα του πού είναι τελικά ανήκουμε όσοι κατοικούμε σ' αυτή την όμορφη χώρα, στην Δύση ή στην Ανατολή;

- Τι μάθατε για την εποχή μας γράφοντάς τα;

Δεν έμαθα τίποτα, διαπίστωσα απλώς, το συνεχώς επαναλαμβανόμενο.

- Οι ιστορικές περίοδοι και τα επί μέρους ζητήματα των βιβλίων σας;
Το “Επτά φορές το Δαχτυλίδι” 1989, αφορά ισάριθμους ξεσηκωμούς των σκλαβωμένων Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κυκλοφόρησε αργότερα και με την ιστορία της Κύπρου ως “Οκτώ Φορές το Δαχτυλίδι”, 2007.
Το “Απειρωτάν και Τούρκων”, 1990, αφορά τους εξιλασμούς, πολλές φορές ομαδικούς και πώς η ομαδική συνείδηση διαμορφώνει τα γεγονότα που μεταδίδονται στους μεταγενέστερους σύμφωνα με τις επιτακτικές ανάγκες της ώρας εκείνης, όχι “οία ην” αλλά “οία είναι δει”.
Η Φλώρια των Νερών”, 1999, είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά κυρίως είναι η ιστορία του “άλλου”. Εκεί θίγω πρώτη φορά και κάτι που με απασχολεί ιδιαίτερα, το πρόβλημα του ανήκειν.
Στο “Πού πια Καιρός”, 1995, οι ήρωές μου κινούνται στη χρονική περίοδο λίγο πριν από την πτώση της Πόλης. Είναι η εποχή που λόγω του “αλληλέγγυου” οι μεγαλοκτήμονες αγοράζουν κοψοχρονιάς από τους ακρίτες, που αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους, τα κτήματά τους και τα σύνορα ερημώνονται. Οι άνθρωποι, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στην ανθρώπινη ιστορία, δεν αντιλαμβάνονται ότι βαδίζουν στον γκρεμό. Δεν παίρνουν τα μηνύματα ή όπως λέει ο ποιητής:
... ψεύτικα ήσαν τα μηνύματα
(ή δεν τ' ακούσαμε, ή δεν τα νοιώσαμε καλά),
άλλη καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν
εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας,
κι ανέτοιμους – πού πια καιρός- μας συνεπαίρνει.
Στο “Άλας της Γης”, 2002, χρόνος είναι το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, χώρο η Θεσσαλονίκη. Θέμα του η εμφύλια διαμάχη των εκπροσώπων της άρχουσας τάξη για την εξουσία, που παίρνει ωστόσο τη μορφή ταξικού αγών, ειδικά στις πόλεις, εξαιτίας του ότι οι δυο αντίπαλες ομάδες αντλούν τη δύναμή τους από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους. Εκδηλώνεται τότε το βαθύ μίσος που έτρεφαν, όχι άδικα, οι κάτοικοι των πόλεων και της υπαίθρου εναντίον μιας αριστοκρατίας, η οποία, ευνοημένη εκτός των άλλων από μια κατάφωρα άδικη φορολογική νομοθεσία, συσσώρευε πλούτο εις βάρος των φτωχότερων λαικών στρωμάτων.
Στο “Εμείς Έχουμε Εμάς” ο χρόνος είναι πάλι Τουρκοκρατία, χώρος η Ήπειρος, τα Επτάνησα και η Ιταλία και θίγεται κι εδώ το πρόβλημα του “άλλου” και το πρόβλημα του “ανήκειν”,

13/11/12

“η Ιστορία δεν είναι τα ψέματα των νικητών αλλά μάλλον οι αναμνήσεις των επιζώντων”

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Η Ιστορία Σήμερα” (έθνος 10 Νοε 2012)

Ένα κάποιο τέλος” του Τζούλιαν Μπαρνς. Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 210, 13.30 ευρώ

Ένα τέλειο μυθιστόρημα ευρωπαικής οικονομίας και δύναμης (απόηχοι Σνίτζλερ, απόηχοι Καμύ)”, “Ένα ακριβές, διεισδυτικό, αριστοτεχνικά γραμμένο μυθιστόρημα για τις ατέλειες και τις σκοτεινές κόγχες της μνήμης”.
Στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Τζούλιαν Μπαρνς, μέσα από την ιστορία τεσσάρων φίλων και με ιστορικό φόντο την δεκαετία του '60, αποδεικνύει με τρόπο μαθηματικό, σαν θεώρημα, την ιστορική δεδομένη από γεγονότα αλυσίδα. Ο Κόλιν, ο Άλεξ, ο Τόνι και ο Έντριαν, βιώνουν αντίστροφα (όσοι τουλάχιστον έχουν απομείνει) αυτό που συνέβη. Οι αυταπάτες και τα άλλοθι του καθενός, οι επιλογές και η οπτική του που μπορεί αναλόγως την εποχή και να αλλάζει, παραμερίζουν μπροστά στην απαράβατη και απαραβίαστη ιστορική αλήθεια τελικά.
Την αποκαλύπτει ο αυτόχειρας Έντριαν χρόνια μετά, την υφίσταται εκών άκων ο Τζόνι εξηντάρης.
Το ζήτημα της συσσώρευσης, των ορίων της ευθύνης και του επιμερισμού της ευθύνης θα τεθούν ως το τέλος ξανά και ξανά. Το παρελθόν θα γραφτεί με διαφορετικούς τρόπους πολλές φορές, μέχρι να αποδειχθεί τελικά ότι όλα – συνέβησαν- μόνον – έτσι.
Στις μόλις 210 σελίδες του βιβλίου που σε αναγκάζει τελειώνοντας να το ξαναπιάσεις από την αρχή (δεν συμβαίνει αυτό συχνά με βιβλία) η ιστορική αλυσίδα ξεπροβάλει ξεκάθαρη στο τέλος και σταθερή, όταν όλα έχουν ήδη συμβεί και “πού πια καιρός” και όλα- ήταν- αυτά κι ας θεωρούσαν οι ήρωες πως ήταν -τελικά- άλλα.
Κι όσο κι αν επέμεναν νέοι πως “η Ιστορία δεν είναι τα ψέματα των νικητών αλλά μάλλον οι αναμνήσεις των επιζώντων”, η Ιστορία είναι Ιστορία και έχει ήδη συμβεί, δλδ η Ιστορία είναι αυτή, πέρα από νικητές και ηττημένους. H ιστορία τους, εξάλλου, σε πρώτο επίπεδο, φαινομενικά καθαρά προσωπική. Είναι μόνον η ιστορία μιας παρέας, είναι τέσσερις φίλοι. Ένας αγάπησε μια. Η μία αγάπησε τον άλλον. Ο άλλος, αν και υπήρξε ο πολλά υποσχόμενος, αυτοκτόνησε κάποια στιγμή. Τριγύρω τους μια δεκαετία σαν άγονη επαρχία. Η ζωή τους, μερικά μικρογεγονότα ικανά να δημιουργήσουν φράκταλ. Σαν εκείνο το γνωστό πέταγμα της πεταλούδας στη Νέα Υόρκη και την θύελλα στο Πεκίνο.
Ένα μυθιστόρημα για τον χαμένο χρόνο που είναι πάντοτε πανταχού- παρών και εκτυλίσσεται κυκλικά:
Ζούμε εντός του χρόνου- αυτός μας κρατάει και μας πλάθει-, εγώ όμως δεν ένιωσα ποτέ να τον κατανοώ πλήρως, δεν αναφέρομαι στις θεωρίες για το πώς κάμπτεται και αναδιπλώνεται ή πώς μπορεί να υπάρχουν κι αλλού παράλληλες εκδοχές του... αφού δεν μπορώ πια να είμαι βέβαιος για τα πραγματικά γεγονότα, ας μείνω πιστός στην εντύπωση που άφησαν τα συμβάντα αυτά”, ξεκινά. “Πλησιάζεις στο τέλος της ζωής- όχι, όχι στο τέλος της ίδιας της ζωής, αλλά κάποιου άλλου πράγματος: στο τέλος της όποιας πιθανότητας να υπάρξει αλλαγή σε αυτή τη ζωή...Υπάρχει συσσώρευση. Υπάρχει ευθύνη. Και πέρα από αυτά υπάρχει αναβρασμός. Μεγάλος αναβρασμός”, για να καταλήξει.

ελένη γκίκα

8/11/12

Πώς γίνεται να φτάσει κανείς απ’ τον σωστό δρόμο στον λάθος σταθμό; μπορεί και να βρούμε την απάντηση τη Δευτέρα... ή να ρωτήσουμε σωστά.


Οι εκδόσεις “Καλέντη”
σας προσκαλούν στην παρουσίαση
του βιβλίου της συγγραφέως
και κριτικού λογοτεχνίας
Ελένης Γκίκα

Η γυναίκα της βορινής κουζίνας”.

Η εκδήλωση
θα πραγματοποιηθεί
τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου και ώρα 19:00
στο χώρο εκδηλώσεων των εκδόσεων “Καλέντη”
(Λ.Βουλιαγμένης 70, Ελληνικό, 1ος όροφος)

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Φωτεινή Τσαλίκογλου, Καθηγήτρια Ψυχολογίας και συγγραφέας
Μαρία Ξυλούρη, συγγραφέας
Στέφανος Δάνδολος, συγγραφέας
Γιάννης Ξανθούλης, συγγραφέας
Η ηθοποιός Δανάη Παπουτσή θα διαβάσει αποσπάσματα από το βιβλίο
και ο Χρήστος Παπαμιχάλης θα ντύσει μουσικά τη βραδιά

Χορηγός επικοινωνίας diastixo.gr

υγ1. ε ναι, στο χαμό συναντιούνται οι φίλοι. Ο χαμός δεν αντέχεται αλλιώς.

Υγ2. αποσπάσματα από το μυθιστόρημα που επέλεξε η επιμελήτρια Αρετή Κολλάτου:

Συνήθως το ημίφως τής πάει. Σ’ ένα σπίτι τόσο πολύ φωτεινό, εκείνη επιλέγει ημίφως!
Επιστρατεύει πράσινες τέντες, βελουδένιες ή ταφταδένιες κουρτίνες, κατεβάζει όποτε έχει άσπλαχνο ήλιο τα στόρια... Δημιουργεί τον δικό της σπλαχνικό, σκοτεινό χειμώνα μέσα στων άλλων το ανελέητο καλοκαίρι, πατώντας στο γραφείο της το βυσσινί περσικό δέντρο της ζωής. Βυθίζεται στην παιδική λαδοπράσινη αγκαλιά-πολυθρόνα, μετρά δερβίσηδες τα βράδια στην μπάντα για να κοιμηθεί. Θροΐζουν στα άσπρα σάβανα-ρούχα οι περιστροφές. Κύκλος και ζωή, κύκλος και θάνατος, κύκλος και Ιστορία.
Κύκλος κι η μέρα που περνά και την απομακρύνει, ή τη φέρνει όλο και πιο κοντά. Σ’ έναν προορισμό που, παρ’ ότι υπάρχει, κατά βάση αγνοεί. Σε μιαν αφετηρία που μοιάζει με τέλος, αλλά κάτι της λέει ότι −πού ξέρεις;− μπορεί και να ’ναι μόνον η αρχή....
... Στο μεγάλο τραπέζι, όλα είναι κραυγή. Κι όμως, κατά νου τη σιωπή είχε όταν το έφτιαχνε το σπίτι.
«Όλα είναι εδώ», επαναλαμβάνει. Την κούρασαν τα ταξίδια και οι άλλοι. «Μες στα βιβλία, όλα είναι εκεί». Κι αν αυτή τα ξεχνά, υπάρχει και ο υπολογιστής. Με απεριόριστη μνήμη. Να περισώσει ό,τι έφτιαξε, ό,τι επιθυμεί διακαώς να διασώσει.
Να μην την αφήνει με τίποτε να ξεχάσει, να ησυχάσει, να ξεχαστεί.
Άπνοια. Η πόλη κοιμάται.
Μπορεί από δω τους πάντες να δει. Κι ό,τι είναι αδύνατον για το μάτι, σίγουρα εκείνη μπορεί να το φανταστεί.
Σκοτεινά και φρόνιμα σπίτια. Κρεβάτια φιλόστοργα, ερωτικά, συντροφικά, συζυγικά. Αγκαλιασμένοι δυο-δυο − ή, έστω, με αγκαλιά μια πλάτη. Πόσο αξίζει, αλήθεια, μια πλάτη στην αυγουστιάτικη παγωνιά!
Κομοδίνα με τα γυαλιά τους, το τελευταίο ρομάντζο, χαμηλωμένο το φως. Σεντόνια λευκά, ριγέ και με άνθη. Ντουλάπες που κρύβουν τα νυφικά τους κοστούμια, το αγαπημένο πουλόβερ που μοιραστήκαμε, με αρώματα δυο.
Δωμάτια παιδικά όλο χρώματα, κουνουπιέρες λευκές. Τα αρκουδάκια, οι κούκλες, η στράτα... Και το κρεβάτι-αμάξι −καράβι, κουκέτα−, ένα μικρό πόδι που κρέμμεται τρυφερά. Τα μαλλιά όλο μπούκλες που πέφτουν στα μάτια. Και η μαμά-αρκούδα στην αγκαλιά.
Έχει κι εκείνη μαμά-αρκούδα στο προσκεφάλι. Αλλά δε θα το πει πουθενά.
Και κρεβάτι με ουρανό. Και μπλε κουνουπιέρα. Όμοια με νυχτερινό ουρανό.
Το ρολόι στην πόρτα, σταθμού.
Της θυμίζει Λονδίνο. Διπλής όψης. Χτυπά ρυθμικά, σαν καρδιά. Τέσσερις. Τέσσερις και ένα, και δυο... Πέντε παρά...
Είναι νύχτες που ματώνουν τα πλήκτρα και οι λεπτοδείκτες τής τρυπούν την καρδιά. Πώς έφτασε αλήθεια ως εδώ, ένα τόσο βασανιστικά αργό ρολόι...
«Σκέτη ιδιοφυΐα στην πράξη. Λατρεία μου, ο συνθέτης έχει βηματίσει στη φωτιά!»
Πώς γίνεται να φτάσει κανείς απ’ τον σωστό δρόμο στον λάθος σταθμό;
Όλα ήταν λάθος, κι όμως, όλα καμωμένα σωστά.
Εξάλλου, αυτός είναι ο τρόπος της. Η Αρσινόη άλλον τρόπο σ’ αυτή τη ζωή δε γνωρίζει....

Ντύνεται. Παντελόνι λευκό, λινό. Δεν αντέχει μ’ αυτή την αφύσικη ζέστη το σκληρό τζιν πάνω στο δέρμα. Πουκαμίσα στο χρώμα του πάγου. Μαζεύει μαλλιά, φορά ρολόι −δε θέλει να της ξεφεύγει ο χρόνος− μαύρα κοράλλια, μαργαριταράκια στ’ αυτιά. Παπούτσι σόπατο, να μη σκοντάφτει.
Από παιδί περπατά χωρίς να κοιτά. «Άνοιξε επιτέλους τα μάτια, παιδί μου!» την ακούει· κι είναι και σαν να τη βλέπει. Η πανταχού παρούσα μαμά. Και τώρα! Ακόμη! Σήμερα που είναι στ’ αστέρια, τόσο πολύ μακριά! Μάλλον σήμερα ακόμη πιο πολύ από παλιά. Ως «οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά»!
Βηματίζει αργά, μηχανικά. Κοιτάζοντας αφηρημένα με εκείνη τη διαρκή έσωθεν όραση, στραμμένη λες στα σπλάχνα, σ’ εκείνο που είναι, που υπάρχει, σ’ εκείνο που ξέρει κι ας προσποιείται ότι το αγνοεί.
Βαδίζει αργά, σταθερά, πριγκιπικά − όπως εκείνη της έχει μάθει να περπατά. Έστω και κάπως πυρετικά. Σαν υπνοβάτης, δηλαδή, χωρίς να κοιτά. Δε θα πάρει αμάξι. Της φαίνεται σαν ένα μικρό θαύμα τελευταία το μετρό. Ένα μικρό, βαθύ ταξίδι σε ανθρώπους. Κατεβαίνουν μαζί της νεαροί και ηλικιωμένοι, κουρασμένες νοικοκυρές, χαμένοι αλλοδαποί.
Μπαίνει και κάθεται. Απέναντί της ένα νεαρό κορίτσι γράφει. Όλο γράφει. Όσο κρατά η διαδρομή. Όπως ποτέ της δεν έγραφε αυτή − ποτέ στο δρόμο! σαν το τσιγάρο.
Οι κυρίες δεν τρέχουν, δεν καπνίζουν στο δρόμο κι όταν γράφουν, σκέφτεται, συνήθως το κάνουν κρυφά.
.... Πόσες φορές μπορεί να αγαπήσει έτσι με πάθος κάποιος στη ζωή;
Πιέζει το μολύβι και σπάει την εύθραυστη μύτη στο χαρτί. Πόσες φορές μπορείς να διακινδυνεύσεις τα όριά σου; Πόσες φορές να γίνεις ο άλλος, να εξατμιστείς, να υποταχτείς; Να αντέξεις όλη αυτή τη μαγεία, και, σαν υπνοβάτης, να ζήσεις σ’ αυτή μιαν άλλη ζωή;
Ήθελε μία. Διότι η Καρένινα αυτό υπαγόρευε.
Προσπάθησε μία. Σ’ αυτή διαλύθηκε, και για τούτο τη διέλυσε.
Όλα τ’ άλλα υπήρξαν δική της κατασκευή.
Κι εκείνος ο άντρας στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας;
Υπήρξες; Θα ήθελε −αν το μπορούσε− να του πει. Κατεβαίνει στις αναμνήσεις της και ψιθυρίζει σαν μάντρα το «εσύ».
Στο προσκεφάλι της ο Μπόρχες που τη γιάτρεψε, την κράτησε − μια νύχτα, έναν αιώνα, μια στιγμή.
«Μονάχα ένας άνθρωπος κοίταξε την απέραντη αυγή».
Ανοίγει την πόρτα της εισόδου, πατά σαν υπνοβάτης τη σκακιέρα απ’ τα πλακάκια στην πρασιά. Πύργος, βασίλισσα, στρατιώτης, όλα σε οπισθοχώρηση. Ο δρόμος άδειος. Φτάνει ως την εξώπορτα. Ανοίγει. Υπνοβάτης στην ίδια σκηνή που έχει ξαναδεί. Οι πικροδάφνες, οι νεραντζιές της μικρής πλατείας, ο περιπτεράς με τους κραυγαλέους τίτλους των εφημερίδων, τις αστρολογικές προβλέψεις και τα πορνό, ο ανθοπώλης με τα χρυσάνθεμα και τα νούφαρα… ο δρόμος άδειος· κι ούτε ένα παιδί, μια ζητιάνα ή μια νοικοκυρά. Ένας δρομέας, μόνος, κάνει υγιεινή διαδρομή. Ένας γεράκος μόνος στο πάρκο.
Ακούει για φωτιές και φασαρίες στο κέντρο. Ακούει για νεκρούς!
Βαδίζει με σταθερό βήμα και ψιθυρίζει σε μάντρα: «Μονάχα ένας άνθρωπος γεννήθηκε, μονάχα ένας άνθρωπος πέθανε σ’ ολόκληρη τη γη»....

Αλλά θα υπάρχει πάντοτε αυτή η μαχαιριά στην κοιλιά της. Κι αυτό το αγέννητο εις το διηνεκές παιδί.
Μας επιλέγουν, ή επιλέγουμε τους γονείς μας; αναλογιζόταν όσο ήταν η ίδια παιδί. Και κατέληγε πάντα στο ότι όχι, εκείνη την απόλυτα αυστηρή μητέρα δε γίνεται, δεν μπορεί να την έχει επιλέξει αυτή!
Και αμέσως μετά, εκείνη η σαλάτα από την ανατολίτικη φιλοσοφία −κανείς ποτέ δεν ξέρει αρκετά− να επιμένει ότι η μήτρα έλκει το έμβρυο που της αναλογεί. Κι αυτό, τελικά, που επιμένει, είναι το ίδιο το παιδί.
Γιατί, λοιπόν, αυτό το κοριτσάκι αρνήθηκε την κοιλιά της; Δεν ήταν εκείνη που αρνήθηκε σ’ εκείνο το παιδί να γεννηθεί;

υγ3. παρ' ότι ως χώρος δηλώνεται “γραφείο”, “κουζίνα”, “καθρέφτης”, στην ιστορία όλα είναι δρόμος. Η διαδήλωση της ζωής μας όπου η καθεμιά (κι ο καθένας) αναζητά τον αγαπημένο του και τον χαμένο εαυτό του.

7/11/12

"με λεπτότητα και καλοσύνη" η μοναξιά κι ο θάνατος, η απουσία και οι ματαιωμένες ζωές

 
"Καλοκαιρινό ειδύλλιο" του Ουίλιαμ Τρέβορ, Μετάφραση: Αργυρώ Μαντόγλου, Εκδ. "Μεταίχμιο", σελ. 279
 
δημοσιεύθηκε στο diavasame.gr


“Ζήσαμε το καλοκαίρι, Έλι.”
“Χωρίς εσένα δεν υπάρχει τίποτα.”
Ο Ουίλιαμ Τρέβορ, που γεννήθηκε στο Μίτσελσταουν του Κορκ το 1928 και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην ιρλανδική επαρχία, γνωστός μας ήδη από τα βιβλία του “Οι εργένηδες των λόφων”, “Ο θάνατος το καλοκαίρι”, “Η ιστορία της Λούσι Γκολτ”, “Μάταιη αναζήτηση”, “Δυο ζωές” και “Οι απόφοιτοι”, αναδεικνύει για μια ακόμα φορά την ποίηση της καθημερινότητας κι αποδεικνύει τη δυνατότητα της στιγμής να εμπεριέχει ταυτόχρονα και όλο το σύμπαν.
Στην ιστορία του όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα καλοκαίρι. Ιρλανδία, δεκαετία του 1950, στην κωμόπολη Ραθμόι. Ένας έρωτας ξεκινά από μια κηδεία. Ένας άγνωστος εμφανίζεται από το πουθενά και φωτογραφίζει την τελετή, μια νεαρή γυναίκα με ένα γαλάζιο φόρεμα περνά εκείνη την ώρα με το ποδήλατο. Παντρεμένη με τον αγρότη Ντίλαχαν, που πενθεί ακόμη την απώλεια της συζύγου και του παιδιού του, για την οποία ευθύνεται ο ίδιος, η Έλι ζει ωσεί απούσα τη νέα ζωή. Μέχρι αυτή τη στιγμή που θα συναντήσει εκείνον τον άντρα.
Το καλοκαίρι μοιάζει να σέρνεται αιώνιο μέσα από τα σπαρτά, η Έλι που χωρίς δεύτερη σκέψη παραδίδεται στον Φλοριάν, ο Φλοριάν που πουλά το πατρικό του για να πληρώσει τα χρέη και ετοιμάζεται να φύγει, ο αγρότης Ντίλαχαν που πηγαινοέρχεται σπίτι – χωράφι, η μις Κόναλτι που παρακολουθεί τα πάντα και μοιάζει ήδη -επειδή την έχει ζήσει-, να τη γνωρίζει καλά και να τη βλέπει να έρχεται τη φθορά, ο ανοικτός κύριος Μπόιλ που επιμένει στο ρημαγμένο ανάκτορο ματαίως να περιμένει.
Με λεπτή ειρωνεία και υφέρπουσα συγκίνηση ο συγγραφέας αναπλάθει τα βασικά της ζωής. Οικογενειακά μυστικά, ανομολόγητοι πόθοι και τρόμοι και ματαιωμένες προσδοκίες αναδεικνύονται μέσα από την καλοκαιρινή νωχέλεια και μοναξιά. Τίποτε δεν κραυγάζει, ούτε καν το πένθος του Ντίλαχαν και η αιώνια ενοχή (σκότωσε τη γυναίκα και το παιδί του με το τρακτέρ χωρίς να το θέλει). Αλλά και η μις Κόναλτι δεν θα πενθήσει τη μητέρα της, εξαιτίας της εξάλλου έχει ήδη πενθήσει τη δική της ζωή. Το αποτέλεσμα είναι ένα μικρό, υπαινικτικό, χαμηλότονο αριστούργημα, με το δίπολο έρωτας – θάνατος, πάθος και πένθος να κυριαρχεί, όλα να είναι παντού, και στην πιο ανεπαίσθητη κίνηση, και η μοναδική ευτυχία να παραμένει τελικά η συμφιλίωση. Τα στοιχεία του ξένου και η τέχνη της φευγαλέας ματιάς είναι εκείνα που απομένουν κυρίαρχα στο μυθιστόρημα, εξάλλου όλοι αποδεικνύονται ξένοι. Κι αν όχι στην κωμόπολη, όπως ο Φλοριάν, στη ζωή τους την ίδια.
Η προοπτική της άλλης ζωής στην εξαιρετική περιγραφή μιας άλλης εποχής. Τα ανθρώπινα δράματα, τα οποία συνηθίζει να αντιμετωπίζει ο Τρέβορ “με λεπτότητα και καλοσύνη”. Σε απολαυστική μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου, που υπογράφει και το κατατοπιστικότατο εξαίρετο επίμετρο.
Μικρό δείγμα γραφής:
“Έμεινε καθισμένη στη σιωπή για μια ακόμα ώρα, ίσως και περισσότερο. Δεν έκλαψε, παρότι το ήθελε. Η συμπάθεια που γύρευε ήταν διαθέσιμη, το ήξερε, αλλά της αντιστάθηκε. Τράβηξε τον σύρτη της πίσω πόρτας και βγήκε έξω ξανά. Προχώρησε στον δρόμο, ο νυχτερινός αέρας αναζωογονητικός, μια ανακούφιση. Περπάτησε για να ξεκουραστεί, τα τσοπανόσκυλα τη συνόδευσαν. Στην κουζίνα, όταν επέστρεψε, άνοιξε τον φούρνο και έριξε τις σελίδες που είχε σχίσει από το τετράδιο μέσα στα μαύρα, σβησμένα κάρβουνα. Γύρισε τον διακόπτη και άκουσε τη φωτιά να ζωντανεύει”.
Email στο συντάκτη Ελένη Γκίκα
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ


6/11/12

Μια μικρή ιστορία με καλό τέλος

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΚΑΛΟ ΤΕΛΟΣ

του Γιάννη Κ. Γιαννούδη * 

δημοσιεύθηκε στο One:Story, ανθολόγιο ανοικτής βιβλιοθήκης στο Open Book
.
Γεννήθηκε στις 14 του Φλεβάρη, λίγο έξω απ’ το Μιλάνο. Πριν ακόμη βγει από το μαιευτήριο η υιοθεσία ήταν απόλυτα κανονισμένη.
Ο μπαμπάς θα ήταν Ελληνας αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Τον έλεγαν Αλέξανδρο και λίγες μέρες πριν την γέννα υπηρεσιακές ανάγκες τον έστειλαν στην Αμερική. Στο Νιούαρκ. Ήταν βλέπεις η περίοδος που το Ναυτικό ετοίμαζε το κίνημα ενάντια στην χούντα και οι ζυμώσεις ήταν έντονες.
Δεν υπήρξε πρόβλημα. Το ταξίδι με το μεγάλο καράβι και με την απαραίτητη συνοδεία ήταν ασφαλές και ευχάριστο για την νεογέννητη Ιουλία. Στις 28 του ίδιου μήνα, ο επίδοξος πατέρας συνάντησε για πρώτη φορά την θετή του κόρη και με υπερηφάνεια και αγάπη την χάιδεψε, τρυφερά. Η λευκή επιδερμίδα με τα μελαχρινά χαρακτηριστικά τον μάγεψε…
Συνεχείς υπηρεσιακές μεταβολές ανάγκασαν σχεδόν αμέσως τον Αλέξανδρο να επιστρέψει στην Ελλάδα. Έτσι, η Ιουλία, πριν ακόμη συμπληρώσει τρεις μήνες ζωής, είχε διασχίσει δύο φορές τον Ατλαντικό…
Τα πρώτα χρόνια ο Αλέξανδρος αποδείχθηκε πολύ καλός μπαμπάς. Μιας και του άρεσαν και του ίδιου τα ταξίδια, αποφάσισε να γνωρίσει στην κόρη του τον κόσμο. Ξεκίνησαν φυσικά από την πατρίδα της, την Ιταλία….
Μεγάλωνε σε ατμόσφαιρα κοσμοπολίτικη. Κάποια στιγμή όμως που ο πατέρας έπρεπε να λείψει για πολύ καιρό από την χώρα, επιλέχθηκε η λύση να πάει εσωτερική. Σίγουρα όχι η καλύτερη επιλογή – αλλά κρίθηκε ως αναγκαία. Και τότε, άρχισαν όλα…
Το ιταλικό ταμπεραμέντο και η ατίθαση ψυχή δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την απραξία και την πειθαρχία. Γρήγορα η Ιουλία άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα σοβαρά προβλήματα - υγείας και (κυρίως) χαρακτήρα…
Η συνεχής απουσία του πατέρα (άλλες προτεραιότητες?) και οι προστριβές με τους δασκάλους οδήγησαν στην ανάγκη διορισμού κηδεμόνα. Ένας αντιπαθητικός ξερακιανός καθηγητής ανέλαβε την επιτήρηση της νεαράς και την υποχρέωση να την κρατά στον «ίσιο» δρόμο. Μάταιο. Ο ατίθασος χαρακτήρας δεν επιδεχόταν κανενός είδους περιορισμό.
Ως έφηβη η Ιουλία ήτανε μία αισθητική απόλαυση. Φουριόζα και κομψή, καλλίγραμμη και φινετσάτη. Δίνοντας πάντοτε άπειρη προσοχή στις λεπτομέρειες. Και πάνω απ’ όλα τονίζοντας αυτό το κολασμένο λίκνισμα των οπισθίων….
Πλησιάζοντας στην ενηλικίωση ήταν εντελώς αδύνατο για οποιοδήποτε μέσο αρσενικό να την διαχειριστεί. Άρχισε να ζει έξω από κάθε σύμβαση και κάθε μέτρο.
Θετός πατέρας και δάσκαλοι έχασαν εντελώς τα ίχνη της. Οι περιστασιακές σχέσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζωή χωρίς αύριο. Φθηνό αλκοόλ και κακομεταχείριση. Το λευκό δέρμα γέμισε σημάδια και ρυτίδες…
Όταν την είδα για πρώτη φορά, συζούσε με τον Νίκο. Έναν μηχανικό αυτοκινήτων. Την αγαπούσε, αλλά τον είχαν κουράσει τα τερτίπια της. Σχεδόν χάρηκε όταν την ερωτεύτηκα…
Θυμάμαι φορούσε μια πρασινοκόκκινη κορδέλα στα μαλλιά και με κοίταξε υπερήφανα - μια ματιά γεμάτη σνομπισμό και αδιαφορία. Δέχτηκε να βγει μαζί μου, μόνο και μόνο για να μου αποδείξει την ανεπάρκεια μου να την κατακτήσω. Δεν το έβαλα κάτω. Επέμεινα. Αυτό την κολάκεψε. Με προσέγγισε διστακτικά, σχεδόν φοβισμένα. Από το πρώτο άγγιγμα, ήξερα ότι δεν μπορούσα να την χάσω…
Χρειαζόταν όμως επειγόντως φροντίδα ιατρική. Η εισαγωγή στην κλινική Μαριόλη ήταν επιβεβλημένη. Και επίπονη. Οι καταχρήσεις μιας ζωής αποδείχτηκαν καταστροφικές. Και ήταν μόλις σαράντα και κάτι….
Χωρίς την συναίνεση της αρχίσαμε τις επεμβάσεις. Πόσες φορές φοβηθήκαμε ότι την χάνουμε, ότι θα μείνει κλινικά νεκρή. Πόσα πρωινά τηλεφωνούσα στους γιατρούς γεμάτος αγωνία – «Την έβγαλε τη νύχτα;»
Και όμως.
Τα κατάφερε.
Και έτσι, σήμερα, λίγους μήνες πριν κλείσει τα σαραντατρία, η Alfa Romeo Giulia Super 1600 Biscione με αριθμό πλαισίου AR1895391, πλήρως πλέον ανακατασκευασμένη, αναπαύεται νωχελικά στο κλειστό γκαράζ και ονειρεύεται.
Ονειρεύεται το παρελθόν της, που σύντομα θα γίνει μέλλον…
.
Ο Γιάννης Κ. Γιαννούδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1969. Σπούδασε οικονομικά, ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με την διοίκηση επιχειρήσεων και το 2008 ίδρυσε μαζί με την σύντροφο του Ντανιέλα το κέντρο προσχολικής εκπαίδευσης Dorothy Snot. Πιο σπουδαίο βέβαια είναι το γεγονός ότι είναι μπαμπάς της επτάχρονης Νεφέλης!
[ ιστότοπος ] [ facebook ] [ twitter ]