31/12/08

Ούτε ουράνιος,ούτε γήινος. Και ουράνιος και γήινος.Ούτε θνητός, ούτε αθάνατος. Και θνητός και αθάνατος.

"Δεν σου έδωσα ούτε πρόσωπο, ούτε τόπο που να είναι δικός σου, ούτε κανένα ιδιαίτερο χάρισμα, ω Αδάμ, έτσι ώστε το πρόσωπό σου, τον τόπο και τα χαρίσματά σου να τα θελήσεις να τα κερδίσεις και να τα κατακτήσεις ο ίδιος. Η Φύση κλείνει άλλα είδη μέσα σε νόμους που εγώ θέσπισα. Αλλά εσύ, που κανένα όριο δεν περιορίζει, με την διαιτησία σου, στα χέρια της οποίας σε εμπιστεύθηκα, ορίζεις μόνος τον εαυτό σου. Σε τοποθέτησα στο κέντρο του κόσμου, για να μπορείς καλύτερα να θωρείς όσα περιέχει ο κόσμος. Δεν σε έκανα ούτε ουράνιο ούτε γήινο ούτε θνητό ούτε αθάνατο, ώστε εσύ, μόνος, ελεύθερος, σαν ένας καλός ζωγράφος ή ένας άξιος γλύπτης, να τελειώσεις μόνος σου τη δική σου μορφή".

Πίκο ντε λα Μιραντόλα, μότο στην "Άβυσσο" της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.

Καλό κι Ευλογημένο, Δικό σας 2009, ναι;

22/12/08

Θα είμαι όλοι ή κανείς…

ΚΡΥΩΝΩ ΚΑΠΩΣ, ΦΟΒΑΜΑΙ ΛΙΓΟ…
αλλά παρ’ όλα αυτά, αφού σηκώθηκα από τον καναπέ, ελπίζω πολύ!
Παίκτης και πιόνι, στην ίδια σκακιέρα.
Θα είμαι όλοι ή κανένας’ θα είμαι ο άλλος.
Οι άνθρωποι μπορούν κι αυτοί να υποσχεθούν, γιατί μες στην υπόσχεση υπάρχει κάτι της αθανασίας.
Αυτά σκέφτομαι κι αυτή η φασαρία, αντί να με φοβίζει, τελικά, με παρηγορεί.
«Τα μόνα πράγματα που αντέχουνε στον χρόνο είναι εκείνα που δεν υπήρξαν ποτέ», ισχυρίζεται στις «Αιωνιότητες» ο μεγάλος μου αγαπημένος, αλλ’ όμως σκέφτομαι αντέχουν στον χρόνο, όσα δεν πουλήθηκαν και δεν αγοράστηκαν ποτέ: ο ουρανός, η θάλασσα, το φεγγάρι, ο ήλιος, το χώμα, το βουνό, η γη, ο έρωτας, η γέννηση, η παιδικότητα, το ποίημα, η επίγνωση, η ελπίδα, η μοναξιά, η ζωή.
«Δεν υπάρχουν παράδεισοι άλλοι από τους χαμένους παραδείσους», επιμένει στους «Κατόχους του χτες». Αλλά ελπίζω ότι η Εδέμ είναι κάπου κρυμμένη. Ό,τι υπήρξε δεν γίνεται παρά να υπάρχει (το λέει και η Φυσική, «Θεωρία των χορδών»).
Δεν είναι θαύμα μέσα στη μόλυνση ένα λουλούδι; Ο ήλιος που ανατέλλει και δύει, όμοια κι απαράλλαχτα σαν χθες;
Το χτες είναι τώρα κι αυτή η φορά μπορεί να είναι η τελευταία φορά. Η λέξη Πάντα, μπορεί να είναι απαγορευμένη στους ανθρώπους, αλλά έχει κάτι απ’ τους ημίθεους το δικό μας εφήμερο και διαθέτει έναν ηρωισμό… να χτίζεις στην άμμο σα να ‘ναι στην πέτρα. Να ζεις το θαύμα στα νέα παιδιά. Στο αεί μεταβαλλόμενο τώρα, διαρκές θαύμα, με κανόνες άγνωστους και όρους, για μας που παραμεγαλώσαμε πια.
«Το θαύμα έχει το δικαίωμα να επιβάλει τους όρους του».
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να είμαστε σε θέση να το δούμε επειδή, για να το δεις, πρέπει να το μπορείς.
Ευκαιρία τώρα που αλλάζει πλευρό ο χρόνος και ο καινούργιος έφτασε ολόφρεσκος, ανοιχτός στο ενδεχόμενο και αθώος σαν το μωρό, να γίνουμε ο παλιός, παιδικός, ανοιχτός εαυτός μας, να γίνουμε ο άλλος. Διαφορετικά, αντίλαλος, λήθη, τίποτα, κανείς.
Καλό 2009 για όλους, λοιπόν. Φέτος που έφτασα πια τα πενήντα και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος απ’ τους δυο μας υπογράφει αυτό εδώ.
ΥΓ: «Ποιος απ’ τους δυο μας γράφει αυτό το ποίημα, έχοντας έναν πολλαπλό εαυτό, μα ένα και μοναδικό σκοτάδι; Και, τελικά, τι σημασία έχει τ’ όνομά μου, όταν η μοίρα μας δεν ξεχωρίζει πουθενά;» (Μπόρχες «Το ποίημα των δώρων»).

18/12/08

Το νόημα της ζωής

«TRUE LOVE» του Άρη Μαραγκόπουλου, Εκδ. «Τόπος», σελ. 192, τιμή: 13 ευρώ.

Με εκτενές απόσπασμα από το βιβλίο του Ένγκελς «Η καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας, και του Κράτους, κεφ.ΙΙ, 1884» ως μότο, βεβαίως καθόλου τυχαία, ο Άρης Μαραγκόπουλος επιχειρεί και το κατορθώνει εξόχως να δώσει έναν καθρέφτη στο καινούργιο στάτους των σχέσεων. «True Love» ο ηθελημένα εξαπατητικός τίτλος σε μια εποχή που ούτε καν… true life υπάρχει!
Για να βγάλει άκρη, χρησιμοποιεί όλα τα μέσα. Και βεβαίως ο στόχος, παρ’ ότι σε πρώτο επίπεδο είναι το ζευγάρι και οι σχέσεις τους, τα δυο φύλλα και οι υφιστάμενες διαταραχές λόγω… κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, είναι και παραμένει το ίδιο το άτομο, το πλαίσιο, οι δομές που αλλάζουν και σε μια εποχή απόλυτης ρευστότητας, δεν… κατασταλάζουν!
Ακριβώς όπως και ο Μίμης, ο κεντρικός ήρωας.
Το ζητούμενο εξάλλου είναι να τεθεί το ερώτημα, η απάντηση είναι, μπορεί και να είναι διαφορετική για τον καθένα.
Βεβαίως όλα αρχίζουν και τελειώνουν με το «Νόημα», «το νόημα της ζωής» βασικό ζητούμενο με ποικίλες απαντήσεις ή μη για τον καθένα.
Στις σελίδες του βιβλίου, οι ήρωες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας: ο συγγραφέας Μίμης και η φίλη του Σοφία, η διαφημίστρια Κική και η γραφίστας Ντίνα, ο φίλος του Μίμη Στέλιος, η κομμώτρια «άγγελος» Ντέζη, ο αστυνόμος Πορφύρης, η καθημερινότητα, το διαδίκτυο, το μυθιστόρημα που επιχειρεί να γράψει ο Μίμης και οι ιστοσελίδες. Η υπαρξιακή μας μοναξιά και το ερωτικό αδιέξοδο παρ’ ότι παραμένει το ζητούμενο, ή μήπως όχι? Κι ενδεχομένως κι αυτό στην ως μαγική εικόνα, καλειδοσκοπική εποχή μας αλλάζει?
Η σημειολογία του έρωτα που ξεκινά από ένα κόκκινο λονδρέζικο παλτό και επεκτείνεται φυσικά στα βιβλία: Διότι, όπως είμαστε ό,τι γράφουμε, εννοείται ότι είμαστε και ό,τι διαβάζουμε!
Το παιχνίδι στο διαδίκτυο που για τον ένα είναι συντροφικότητα και για τον άλλον, παγίδα. Το ερωτικό παιχνίδι που δεν είναι άλλο παρά το αρχετυπικό παιχνίδι με τα κάτοπτρα, παρ’ όλες τις εγγενείς διαφορές τελικά και για τα δύο φύλλα: «Αυτό το άλλο που ζητάς μόνο εσύ η ίδια μπορείς να το δώσεις στον εαυτό σου: Κοιτάξου σ’ έναν καθρέφτη και θα το έχεις. Κατά κανόνα είναι κάτι δικό σου, κάτι που προφανώς ήδη έχεις κρυμμένο βαθιά στο θησαυροφυλάκιο της φιλάργυρης ψυχής σου και γι’ αυτό σου είναι αδύνατον να το αποχωριστείς στη συμβίωσή σου με τον άλλον».
Αλλά παρ’ ότι εκείνος ήδη το ξέρει γι’ αυτήν, δεν παύει ο ίδιος να το αναζητά, όπως κι εκείνη. Σε λάθος γυναίκες, με λάθος τρόπο, παγιδευμένος από την ίδια του την εικόνα. Συγκλονιστικό το εύρημα της παγίδευσης από τα ίδια του τα κείμενα στα οποία αρνείται ο ίδιος να αναγνωρίσει το copy paste! Ο Στέλιος το βλέπει, ο Μίμης, αρνείται!
Επίσης, έξοχο εύρημα και η εγκιβωτισμένη ιστορία στην ιστορία. Ο συγγραφέας που επιτέλους ξαναγράφει, «χρησιμοποιώντας» τον άγγελο- Νταίζη ως πρόσχημα και «σκοτώνοντας» στο χαρτί ό,τι πια είναι μόνον ανάγκη του, τον βαραίνει! Πόση παρανόηση και μοναξιά μπορείς να καταπιείς πια για μια «Καληνύχτα»?
Ως αποτέλεσμα και παρ’ ότι φαινομενικά επιδίωξε το αντίθετο, ο Άρης Μαραγκόπουλος υπογράφει ένα ακόμα πολιτικό, πολυπεπίπεδο και σύνθετο, «δύσκολο» βιβλίο. Ένα τολμηρό, δοκιμιακό μυθιστόρημα όπου το ζητούμενο, εκτός από τις σχέσεις των δύο φύλλων, είναι η εποχή και Νόημα που αλλάξει? ή δεν αλλάζει μορφή μέσα στις καινούργιες συνθήκες.
Χρησιμοποιώντας όλη την τεράστια θεωρητική σκευή του, από φιλοσοφία, ψυχολογία, πολιτική, οικονομία, λογοτεχνία έως τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Λακλό, ο Μαραγκόπουλος υπογράφει ευφυώς, με ό,τι τόσο πολύ μας πονά, μια μαύρη κωμωδία. Διότι τ’ αγκάθια μόνο γελώντας και αυτοσαρκαζόμενος τολμάς να τ’ αγγίζεις ή να τα βγάλεις!
Η ιστορία μέχρι τη μέση της φαντάζει ως και… σεξιστική («Ντίνα, Μίνα, Λίνα, Ζήνα, Χήνα», «Στατιστική της πουτανιάς»), επιχειρώντας να μας αποκαλύψει «όλα όσα λένε οι άντρες μεταξύ τους». Αλλά και όσα τους πονούν και «δεν τα λένε ούτε και μεταξύ τους», διότι στην συνέχεια ο ίδιος ο ήρωας αυτοαναιρείται, τολμά και μας αποκαλύπτεται σχεδόν δίχως δέρμα: παραπαίει, αμφιβάλει, ελπίζει, ονειρεύεται, παγιδεύεται, ερωτεύεται, την πατά, οργίζεται, φοβάται τη μοναξιά και γραπώνεται από μια γυναίκα, μια άσπρη σελίδα.
Το φινάλε, διπλά ανατρεπτικό και φυσικά ανοιχτό: υπάρχει κάτι σ’ αυτή τη ζωή που να κλείνει?
Το μαρτύριο των σχέσεων που είναι κοινό, θα μπορούσε να χωρέσει και σε μια παράγραφο: «… αλλά, ρε γαμώτο, πώς να του εξηγήσω τα σκοτάδια μου… λέγονται εύκολα τέτοια πράγματα; Ούτε στον εαυτό μου καλά- καλά δεν τολμώ να το πω. Και τι να πω. Ότι ζω μαζί με κάποιον απατεώνα μόνο και μόνο για να μπορώ τη νύχτα, όταν του γυρίζω την πλάτη στο κρεβάτι, ν’ ακούω την καθησυχαστική λέξη «καληνύχτα» (μου πήρε τρία χρόνια μέχρι να τη μάθω να το λέει…) Κι όμως, αυτή είναι η μόνη ανάγκη που με κρατάει ακόμα μαζί της…! Ο αταβιστικός φόβος της μοναξιάς.
Στον καθένα κάτι λείπει σ’ αυτή τη ζωή. Κι αυτό που του λείπει καταντάει το φρικτό του μαρτύριο, άμα το αναλύει ξανά και ξανά, άμα του παραδίνει σημασία».
Αλλά τον Άρη Μαραγκόπουλο, παρ’ ότι ασχολείται με το δέντρο, το δάσος είναι εκείνο που εξακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο να τον βασανίζει και να τον αφορά.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Ο Άρης Μαραγκόπουλος έχει εκδώσει περισσότερα από δέκα βιβλία πεζογραφίας και κριτικής, και ισάριθμες μεταφράσεις (από τα γαλλικά και τα αγγλικά).
Γράφει κριτική βιβλίου και ιδεών στον Τύπο και στα σχετικά με τη λογοτεχνία περιοδικά.
Πρώην διευθυντής στα «Ελληνικά Γράμματα», είναι από τα ιδρυτικά στελέχη των εκδόσεων «Τόπος», όπου διευθύνει το τμήμα λογοτεχνίας.
Μερικά από τα πιο γνωστά του βιβλία:
«Ulysses, Οδηγός Ανάγνωσης» (χρηστική ανάγνωση του Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις, εκδ. «Κέδρος», 2001),
«Οι Ωραίες Ημέρες του Βενιαμίν Σανιδόπουλου» (μυθιστορία, εκδ. «Κέδρος», 1998),
«Τα δεδομένα της Ζωής μας» (επιστολική νουβέλα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2002),
«Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία» (μυθιστορία, εκδ. «Κέδρος», 2002),
«Ρωσία, 100 Χρόνια» (Λεύκωμα, εκδ. Ριζάρειο Ίδρυμα, Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, 2002),
«Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες» (δοκίμια για τη νεοελληνική πεζογραφία», Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005),
Τελευταίο του βιβλίο «Η μανία με την Άνοιξη» (μυθιστόρημα, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Νοέμβριος 2006).
Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα σερβικά (το μυθιστόρημα «Αγάπη, Κήποι, Αχαριστία»), τουρκικά (το μυθιστόρημα «Μανία με την άνοιξη»), αγγλικά (η νουβέλα «Νοσταλγικό Κλωνάρι»), γαλλικά κλπ.

ΥΓ. Κάτι με γαργαλούσε να βάλω τίτλο «Ντίνα, Μίνα, Λίνα, Ζήνα, Χήνα», γέλασα απίστευτα όταν το διάβασα και όποτε το διαβάζω αυτό αλλά δεν… Το νόημα της ζωής, ήτο ο τίτλος.

15/12/08

Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο

Της Ιουστίνης που ξαναγύρισε στα χιόνια

«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΒΑΝΑΣ» της Ιουστίνης Φραγκούλη- Αργύρη, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ΄. 135, τιμή: 13 ευρώ.

Το «Ημερολόγιο Αβάνας» με τον υπότιτλο «Η Κούβα στο λυκόφως του Κάστρο» της συγγραφέως και δημοσιογράφου Ιουστίνης Φραγκούλη – Αργύρη, ξεκινά ως αυστηρά προσωπική υπόθεση. Εξάλλου κάθε ταξίδι, κάθε βιβλίο, κάθε επαφή μας με μια χώρα, με ένα έργο τέχνης κατά βάση είναι ή γίνεται «υπόθεση καθαρά προσωπική». Με ό,τι έχουμε ή είμαστε ταξιδεύουμε, γράφουμε, αντιλαμβανόμαστε, διαβάζουμε. Και η Αβάνα για την Ιουστίνη μοιάζει να είναι, τουλάχιστον στην επιστροφή της, χρέος και στοίχημα ζωής. Στην Αβάνα κατέφευγαν τα καλοκαίρια με την αδελφή της Κωνσταντίνα, τόπος αναψυχής εύκολος εφόσον η συγγραφέας μένει μονίμως στο Κεμπέκ.
Πρωτογνώρισε την δική της πόλη και το νησί ως τουρίστρια το 1997 και μέχρι το 2004 δεν την εγκατέλειψε ποτέ. Εκεί την βρήκε και η πικρή είδηση. Με το θαυματουργό μπλε σκορπιό ως πανάκεια να υπόσχεται την ώρα που το αμετάκλητο τηλεφωνικά έφτανε ήδη: η Κωνσταντίνα την ώρα που έκανε τα πάντα γι’ αυτή, έφυγε για τους ουρανούς.
Κατά συνέπεια το αγαπημένο νησί, η πόλη της ξεγνοιασιάς, έγινε για την Ιουστίνη ο γόρδιος δεσμός της, η πληγή που έπρεπε κάποια στιγμή να επουλωθεί. Και η αφορμή της δόθηκε. Το 2007 με τη μορφή ενός Κινηματογραφικού Φεστιβάλ. Κι επέστρεψε: σε ό,τι έζησε, στα καλοκαίρια που τώρα μπορούν να γίνουν μονάχα κείμενο ή ανάμνηση, στα κτίρια που καταρρέουν, στην αγαπημένη αρχιτεκτονική που αντιστέκεται, στην Επανάσταση που έχει μείνει η σκιά της, στον Κάστρο που αργοπεθαίνει, στον Τσε που απομακρύνεται μαζί με τα νιάτα μας, στους οικείους κι αγνώστους κατοίκους εκεί.
Η επιστροφή της Ιουστίνης στην Κούβα είναι ταυτόχρονα και η υπέρβαση. Κατά συνέπεια, κρατώντας ημερολόγιο όλα τα ξαναζεί. Όσα υπήρξαν και γι’ αυτό και εις το διηνεκές θα υπάρξουν, όσα αργοσβήνουν και όσα θα στέκουν αιώνια εκεί.
Αναζητώντας, λοιπόν, τον χαμένο της χρόνο και τον χαμένο παράδεισο, «φυλακίζει» διασώζοντας τα πάντα μέσ’ στο χαρτί: τα καλοκαίρια με την Κωνσταντίνα, την πόλη που λικνίζεται και αργοπεθαίνει χορεύοντας σάλσα, την γοητευτική αρχιτεκτονική, τον λαό που υπομένει ρυθμικά κι ερωτικά τη φτώχεια του, την Επανάσταση που απόμεινε κτήρια, τους επικίνδυνους μαγευτικούς δρόμους, τα ρυθμικά μπαρ… Αλλά και τους έλληνες της Κούβας, τον πρέσβη μας, τον κάπταιν Τάκη, τη Χριστίνα που λατρεύει αυτή την άναρχη ζωή, τον γερμανό πρέσβη που αγαπά τους αρχαίους και τη χώρα μας, την οικογένεια Παναγιωτίδη, τους καλλιτέχνες του δρόμου, τους εραστές και τις αγαπημένες που περιμένουν τον ταξιδιώτη – εραστή της μιας βραδιάς.
Το αποτέλεσμα, ένα πολυεπίπεδο ταξιδιωτικό βιβλίο. Προσωπική μαρτυρία και ταξίδι αυτογνωσίας συγχρόνως, ένας ιδιόρρυθμος και πρωτότυπος τουριστικός οδηγός: η Αβάνα τη μέρα, η Αβάνα τη νύχτα, η Αβάνα της Επανάστασης, η Αβάνα της φτώχειας και της πορνείας, η Αβάνα του μοχίτο και του ρυθμού, η Αβάνα της μεγαλοπρεπούς αρχιτεκτονικής που αργοσβήνει, η Αβάνα της ξεγνοιασιάς, η Αβάνα της Κωνσταντίνας και της μελαγχολίας, η Αβάνα που ως Ιθάκη σημαίνει για την Ιουστίνη, τελικά, τόσα πολλά.
Ένα ταξίδι εσωτερικό κι εξωτερικό, ευαίσθητο και οξυδερκές στα πολλαπλά πρόσωπα της αυτής πόλης που αλλάζει μέσα στον χρόνο, όπως κι εμείς. Με ατμόσφαιρα και χιούμορ, με νοσταλγία και κριτικό μάτι, με αποκρυπτογραφικές και αφηγηματικές δυνατότητες, με ανοιχτή, εν τέλει, ψυχή. Και με τις πεταλούδες πανταχού παρούσες να της υπενθυμίζουν ότι οι αγαπημένοι μας δεν γίνεται να χάνονται. Γι’ αυτό και απεγνωσμένα τους αναζητά: στα μυστικά, στα σοκάκια και στ’ άδηλα μιας πόλης που υπήρξε και είναι γι’ αυτήν, σημείο αναφοράς.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Ιουστίνη Φραγκούλη- Αργύρη γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου τελείωσε τη δημοτική και μέση εκπαίδευση. Απόφοιτος του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Αθηνών, δημοσιογραφεί από το 1983 σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας.
Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και έχει εργαστεί κατά διαστήματα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και στην Ελληνική Τηλεόραση.
Από το 1989 ζει και εργάζεται στο Μόντρεαλ του Καναδά ως ανταποκρίτρια του Αθηναικού Πρακτορείου Ειδήσεων και της κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (για το περιοδικό Έψιλον).
Είναι συνεργάτρια των λογοτεχνικών περιοδικών «Διαβάζω» και «Δέκατα». Απασχολείται ταυτόχρονα στο τοπικό ραδιόφωνο και στα διάφορα ομογενειακά μέσα του Καναδά και της Αμερικής.
Παράλληλα με τη δημοσιογραφική και συγγραφική της δραστηριότητα, είναι γραμματέας του διοικητικού συμβουλίου του «Ιδρύματος Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων για την Ελληνική Παιδεία και τον Πολιτισμό» με έδρα τη Νέα Υόρκη. Πρόσφατα έγινε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων του Κεμπέκ. Είναι παντρεμένη με τον επιχειρηματία Θεόδωρο Αργύρη κι έχει ένα γιο, τον Αλέξανδρο.
Συγγραφικό της έργο: Το πρώτο της βιβλίο «Η Μοναξιά ενός Ασυμβίβαστου» (εκδ. «Εξάντας», 2000), αποτελεί την επίσημη βιογραφία του πρώην Αρχιεπίσκοπου Αμερικής Σπυρίδωνος (The Lonely Path of Integrity, Exandas Publishers, 2002).
Ακολουθούν: το μυθιστόρημα με τίτλο «Πετάει, πετάει το σύννεφο» (εκδ. «Ψυχογιός», 2003),
«Στις αγορές του κόσμου: Επώνυμες ευκαιρίες και μικρές αναλώσιμες ιστορίες» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2004),
«Παρακαταθήκη- The Legacy» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2005), μια δίγλωσση έκδοση με επιλεγμένους λόγους του πρώην Αρχιεπίσκοπου Αμερικής Σπυρίδωνος,
και το μυθιστόρημα «Ψηλά Τακούνια για Πάντα» (εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2006).

10/12/08

Γράμματα- Μαντλέν

ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ!

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ: Η ζωή είναι αγρίως απίθανη!

«Μαμά σού γράφω κι εγώ ένα γράμμα. 7 χρόνια μετά το θάνατό σου. Ο θάνατός σου με λύπησε αφάνταστα. Με άφησε ορφανή αλλά κι με απελευθέρωσε. Έκανα τόσα πράγματα από τότε που πέθανες. Έγραψα το «Μαμά» και μετά το «Μήπως» με τη Φωτεινή. Δεν σου κρατάω κακία αλλά μια απέραντη αγάπη και τα γράμματα φανερώνουν μια απέραντη αγάπη. Έφυγε με το θάνατό σου όλο το διφορούμενο που είχαμε στη σχέση μας. Έμεινε μόνο η αγάπη. Τώρα νιώθω ότι ήρθε η ώρα να δημοσιοποιηθούν τα γράμματά σου. Χρειάστηκαν 7 χρόνια»…
Επτά χρόνια μετά τον θάνατο της «Μαμάς» της, η Μαργαρίτα αφού άφησε πίσω της όλα της τα υπάρχοντα, ημερολόγια, γράμματα, της έγραψε ένα γράμμα και πήγε να την βρει.
Για να το παραδώσει μόνη της.
Μη μείνει «ανεπίδοτον» αυτό!

Διότι «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη». Ακριβώς γι’ αυτό.

Έτσι, την ίδια ώρα που οι προθήκες γέμιζαν από… Μαργαρίτα και Μαργαρίτα, η αληθινή Μαργαρίτα, αναλήφθηκε στους ουρανούς.

Πίσω της άφησε, τα ολόφρεσκα ημερολόγια της «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανίδα» σε επιμέλεια Βασίλη Κιμούλη και «τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου» σε ένα βιβλίο που υπογράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου, προσφέροντάς μας πια την ανάγνωση μιας συγγραφέως, καρδιακής φίλης και ειδικού με τον λυτρωτικό τίτλο (για… Μαργαρίτες άλλωστε πρόκειται) «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς». Απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη» αυτό.
«Η Φωτεινή το έκανε. Της έχω δώσει τα γράμματά σου όπως κάποιος που δίνει την ψυχή του. Σε κανέναν άλλον δεν θα εμπιστευόμουνα κάτι τέτοιο. Η Φωτεινή γνωρίζει πολύ βαθιά τη σχέση μας. Τα γράμματά της είναι οικεία όσο είναι και για μένα. Λες και είναι κόρη σου κι εκείνη. Η αδελφή που δεν είχα ποτέ. Αυτά τα 7 χρόνια που λείπεις πήρε λίγο τη θέση σου στην καρδιά μου».

Κι είναι το «Μήπως» βιβλίο που συνυπέγραψαν πριν από τρία χρόνια που συνηγορεί. Είναι κι αυτή η εξαιρετική ανάγνωση εκείνων των γραμμάτων. Διότι η επιστολογραφία όπως και τα ημερολόγια, είναι λογοτεχνία. Και μάλιστα της ζωής της ζώσας. Και σε περίπτωση που αφορούν συγγραφείς, είναι και το κλειδί του έργου. Εκείνο που μαγικά ξεκλειδώνει τη ζωή που έγινε τοξικά γραμματάκια στο άσπρο- κενό.

Ενδεχομένως, βέβαια, κανείς να μην πρόσεξε εκείνο το τέλος του γράμματος: «Πώς θα ‘θελα πάλι να ακούσω τη φωνή σου. Να σε δω. Να σε αγγίξω. Μου λείπεις τρομερά, κι όσο πάει και περισσότερο.
Στην αρχή δεν είχα καταλάβει πόσο μου έλειπες, τώρα καθώς τα χρόνια περνούν η απουσία σου είναι πιο έντονη. Μαμά σε αγαπώ. Είσαι το μόνο πρόσωπο που έτσι αγάπησα στη ζωή μου. Και αυτά τα γράμματα είναι το μοναδικό κειμήλιο που έχω από σένα. Δεν μπορείς να ξαναγυρίσεις μαμά; Μου λείπεις.
Αυτά έχω να πω.
Η κόρη σου Μαργαρίτα.
Υστερόγραφο:
Οι νεκροί δεν σώζουν τους ζωντανούς. Η σιωπή τους, η απουσία τους, μοιάζουν με συνενοχή».

Έγραψε. Κι έφυγε.
Μας άφησε, όμως, πίσω τη συγκλονιστική γραφή της. Με τον Κάφκα και με τον Προυστ έξω την συνέκριναν. Ο Τζων Απντάικ, έγραφε ύμνους.
Στη χώρα μας, σιωπή. Ύπνος! Βαθύς ύπνος!
Μας άφησε, επίσης, κι αυτά τα δυο βιβλία της, το φρόντισε τόσο καλά η Φωτεινή και ο Βασίλης.
Ειδικά η Φωτεινή (Τσαλίκογλου) ξαναδιαβάζοντας τα γράμματα. Έρριξε γέφυρα να καταλάβει η Μαργαρίτα πόσο την αγαπούσε η Μαργαρίτα (για να της ξεχωρίζουμε, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη, θα την λέμε – όπως κι η Φωτεινή- Ρίτα).
Μπουκίτσες ζωής φωτεινής- σκοτεινής και αχτίδες τέχνης ακριβής, τα όσα αποσπάσματα που θα ακολουθήσουν. Για τη δική μας μίζερη ζωή.

Μαργαρίτα Καραπάνου: «Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΓΡΙΩΣ ΑΠΙΘΑΝΗ», Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 424.
Κείμενα που ξεκινούν το 1959, απ’ το Παρίσι, με την Μαργαρίτα 13χρονη και τελειώνουν το 1979, στην Αθήνα. «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» έχει ήδη εκδοθεί, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν γραφτεί διθύραμβοι και «Εκείνη» (η αρρώστια), τής έχει επιτεθεί. Τα ημερολογιακά κείμενα τελειώνουν με την πρώτη φράση του «Υπνοβάτη»: «Ο Θεός ήτανε κουρασμένος»…
Και παντού η ίδια κραυγή: «αγάπα με».

«Σιγά- σιγά συνειδητοποιώ την απίστευτη ανάγκη να με αγαπούν. Μονάχα όταν με αγαπούν μπορώ να καταπιαστώ με κάτι, ακόμη και να ζήσω». «Διψάω για έρωτα, αλλά για έναν έρωτα διαρκώς νέο, ιδανικό. Γι’ αυτό εντέλει πιστεύω πως θα είμαι αιωνίως απογοητευμένη. Να μάθω να διοχετεύω αυτή την αγάπη, αυτή τη δίψα για έρωτα σε κάποιο άλλο πράγμα, ανεξάρτητο από τους άλλους- να τι πρέπει να κάνω». «Εξιδανικεύω πολύ τους άλλους. Όταν με αγαπάνε, ψηλώνω στα ίδια μου τα μάτια’ όταν παύουν να με αγαπούν ή όταν χάνω το αντικείμενο του έρωτά μου, συγχέω το αντικείμενο και το υποκείμενο (το Εγώ)».

Παντού η ίδια μεγάλη αντιδικία με την πραγματικότητα:
«Αυτή είναι η αιώνια καταδίκη μου; Να συγκρούομαι με την πραγματικότητα πάντα διαφορετική απ’ τα όνειρά μου; Πιστεύω όμως πως η ψυχανάλυση θα με κάνει να περάσω από το «φαντασιακό» πεδίο στ’ άλλο, το «πραγματικό», χωρίς πολλές απώλειες. Τι φοβάμαι να χάσω μ’ αυτή την «υποκατάσταση»; Ίσως το βαθύτερο εγώ μου, την ίδια την πηγή της ζωής μου. Δεν λένε μερικοί ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή για να τα βάλεις μαζί της, και ότι τ’ αδύναμα πνεύματα καταφεύγουν στ’ όνειρο; Τι ξέρουν αυτοί; Τ’ όνειρο έχει κι αυτό τις απαιτήσεις του, την ηθική του. Κι αν όλοι οι ποιητές είναι αδύναμοι, τότε ζήτω η Αδυναμία!
Εγώ πιστεύω πως οι λέξεις «πραγματικό» και «φαντασιακό» είναι πολύ πιο σύνθετες και διφορούμενες και απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Γιατί το φαντασιακό έχει κι αυτό την πραγματικότητά του, τους νόμους του, που συχνά είναι πιο δύσκολο να τους τηρήσεις και απ’ το αληθινά πραγματικό. Νομίζω, είμαι σίγουρη, ότι αυτό που έχει σημασία είναι η πραγματοποίηση. Καθετί που καταλήγει σε πράξη, στην πραγματοποίηση, βρίσκεται στο πεδίο της πραγματικότητας, παύει να είναι στο φαντασιακό. Κι εκεί, πιστεύω, πρέπει να γίνει ο διαχωρισμός. Γιατί οτιδήποτε οδηγεί στην πράξη (με τη σαρτρική έννοια) συγκρούεται αυτομάτως με την πραγματικότητα. Επομένως είτε πρόκειται για ποίημα, για μυθιστόρημα, για ταινία ή για το νέο μοντέλο ενός σπορ αυτοκινήτου είναι το ίδιο πράγμα. Μη με πρήζουν λοιπόν ότι οι ονειροπόλοι είναι εκτός πραγματικότητας. Πόσα «πρακτικά πνεύματα» δεν κάνουν τίποτα, δεν έχουν καμιά επαφή με τη ζωή… Αν το να είσαι εντός πραγματικότητας συνίσταται στο να γνωρίζεις πρόσθεση και να μη σε κλέβει ο χασάπης σου, πολύ που με νοιάζει να είμαι σαν αυτούς τους βλάκες.
Τελικά, όμως, δεν μπορώ να μιλάω, αφού εγώ δεν ανήκω πουθενά. Ήδη όμως προαισθάνομαι σε ποιο χώρο θα κινηθώ. (Εάν η μικρή μου ματαιοδοξία, μια τάση να ξεχωρίζω με τον εύκολο τρόπο, δεν με κάνει να θυσιάσω ό,τι θεωρώ πολυτιμότερο στον κόσμο: Την ελευθερία μου να εκφράζομαι).
Ας ξαναγυρίσω στο Si le grain ne meurt.
(Θαυμάσια ιδέα να κρατάω Ημερολόγιο, είναι καλύτερο κι από έναν φίλο- είμαι εγώ η ίδια)».

Στις σελίδες του εξάλλου, οι εκλεκτές αναγνώσεις της, η ιερότητα της φιλίας, η οξυδέρκεια και ευαισθησία, το πάθος της να αγαπήσει και να αγαπηθεί και μια συγκλονιστική περιγραφή ταυρομαχίας, σε ηλικία μόλις 13 χρονών! Στα 13 της ήδη, ολοκληρωμένη συγγραφέας! Με μια γραφή σπαρταριστή, ελλειπτική, βαθιά, υπαινικτική, τολμηρή:
«Αυτόματη γραφή, φοβερά συγκροτημένη όμως, οργανωμένο παραλήρημα. Faulkner. Σαράντα πυρετός κι απόλυτο cool. Την ζωή την ίδια, αλλά όχι στη φυσικότητά της. Φιλτράρισμα, όχι για να τη μειώσω, αλλά για να την πολλαπλασιάσω».
Το αποτέλεσμα όλων, αυτό ακριβώς που ήθελε κι αυτή: «αυτό που πάω να κάνω είναι υπερ-εγκεφαλικό, αλλά που θα βγαίνει από την κοιλιά».
Με μια γραφή, σχεδόν, σωματική.

Φωτεινή Τσαλίκογλου: «ΔΕ Μ’ ΑΓΑΠΑΣ. Μ’ ΑΓΑΠΑΣ: Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου», Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 241.
«Για μια σχέση που δεν τελειώνει» κάνει λόγο στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της «μαρτυρίας», η Φωτεινή:
«Δυο πράγματα έχω σταθερά στη ζωή: τη θάλασσα και την κόρη μου», έλεγε η Ρίτα Λυμπεράκη. Λίγες μέρες μετά το θάνατό της, η κόρη της έγραψε:
«Η μητέρα μου κι εγώ γνωριζόμαστε από παλιά. Όταν ήμουν παιδί, μου έδειχνε τα άστρα. «Είναι δικά μου», μου έλεγε. Όταν ήμουν δώδεκα χρόνων, περπατούσαμε μ’ έναν άντρα στο δρόμο. «Είναι δικός μου», μου έλεγε».
Πόσο παράξενη μπορεί να είναι η σχέση μάνας- κόρης; Και τι γίνεται όταν φεύγει από τα όρια και μεταμορφώνεται σε μια σχέση πάθους, όπου ο έρωτας εναλλάσσεται με την εγκατάλειψη, η τρυφερότητα με την απόγνωση και το φόβο, η λατρεία με την απόρριψη και το θυμό, η επιθυμία συγχώνευσης με την ανάγκη διαφοροποίησης;
«Γλυκιά μου, σε κρατώ στην αγκαλιά μου. Τα χεράκια σου είναι τυλιγμένα γύρω απ’ το λαιμό μου. Είσαι τόσο ελαφριά και μοιάζεις με κούκλα. Τρέχουμε στο δάσος. Είναι νύχτα.
«Θα πεθάνω;» με ρωτάς.
«Ναι, μανούλα, ναι», απαντώ.
Κλαις».
Ένας μεγεθυντικός καθρέφτης η ακραία φορτισμένη σχέση μάνας- κόρης, ένας καθρέφτης που απροσδόκητα, δίχως να το ζητήσουμε, δίχως να το θελήσουμε, φέρνει στο προσκήνιο καταχωνιασμένα μέσα μας μυστικά. Τα μυστικά μιας ανεπανάληπτης σχέσης. Της σχέσης με τη μητέρα, που συνεχίζεται, ακόμα κι όταν αυτή δε ζει πια…
Για μια τέτοια «δια βίου» σχέσης μας ομιλούν τα γράμματα της συγγραφέως Ρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της, συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου. Από τα βάθη των αιώνων «απαγορευμένες», ανομολόγητες φράσεις διατρέχουν τις συνομιλίες μάνας- κόρης. Λόγια που δεν τολμούν να ειπωθούν και ακόμα λιγότερο να γραφούν:
«Πες μου σ’ αγαπώ, για να με αγαπώ», είναι σαν να λέει η μια στην άλλη.
«Μίλα μου για να φύγω απ’ τη σιωπή».
«Αγκάλιασέ με για να σε αγκαλιάσω».
«Φύγε από μπροστά μου για να δω το πρόσωπό μου στον καθρέφτη».
«Μην αφανίσεις τη νεότητά μου. Μην υποκλέψεις το νεαρό κορίτσι που ήμουν. Μην κρατήσεις για σένα μόνο τον έρωτα, τη ζωή. Είμαι κι εγώ εδώ».
«Άσε με να ζήσω».
«Μη με καταβροχθίζεις με την υπερπαρουσία σου».
«Κοίταξέ με. Μη με κάνεις αόρατη με την αδιαφορία σου».
«Είμαι σαν κι εσένα. Μπορείς λοιπόν να μ’ αγαπάς».
«Είμαι σαν κι εσένα. Μπορώ λοιπόν να με αγαπώ».
«Δεν είμαι σαν κι εσένα. Μπορείς λοιπόν να με μισείς και να μ’ εγκαταλείπεις».
Με χιούμορ, ευαισθησία, αναπάντητες σκέψεις, αγωνίες, τύψεις, σκοτάδια, φως και έντονους κραδασμούς οι επιστολές που ακολουθούν μας αφηγούνται μια συγκλονιστική και ανελέητη ιστορία αγάπης μιας μάνας με την κόρη της. Παράξενη και παράδοξη, όπως παράξενες και παράδοξες είναι οι θεμελιώδεις ιστορίες αγάπης της ζωής μας».
Γράφει ξαναδιαβάζοντας και αφουγκραζόμενη τις επιστολές η Φωτεινή, προτρέποντάς μας:
«Τα γράμματα αυτά αξίζει να διαβαστούν σαν ένα μυθιστόρημα…
Όσο για μένα- επεξηγεί- διευκρινίζω το αυτονόητο: Ο σχολιασμός των γραμμάτων αυτών από εμένα δεν συνιστά παρά μια μόνο εκδοχή ανάγνωσης, και μάλιστα, ακραία υποκειμενική ανάγνωση… Η Μαργαρίτα Καραπάνου είναι η ξεχωριστή και μοναδική φίλη μου. Από την εποχή της «Κασσάνδρας», με αυτό που είναι έχει σημαδέψει αυτό που είμαι. Πώς λοιπόν να είμαι αντικειμενικός αναγνώστης; Άλλωστε, ο κάθε αναγνώστης θα κάνει τη δική του ανάγνωση. Αυτή δεν είναι, εξάλλου, η μαγική λειτουργία της συνδημιουργίας αναγνώστη και συγγραφέα;»
Προτού να σας αφήσουμε, όμως, στη δική σας ανάγνωση, επιτρέψατέ μας, να κλείσουμε με δυο καθοριστικά αποσπάσματα.
Μια ανάμνηση – όνειρο από την ίδια την Μαργαρίτα:
«Λατρεύαμε και οι δυο τη θάλασσα. Μου έμαθες να κολυμπάω. Είδα ένα όνειρο τη νύχτα που πέθανες: Ήσουν πολύ νέα και χαιρετιόμαστε από δυο όχθες, η θάλασσα στη μέση, και τότε η θάλασσα σηκώθηκε πολύ ψηλά και χωρίστηκε στα δυο σαν την ιερή θάλασσα του Μωυσή. Τρέξαμε η μια στην αγκαλιά της άλλης και μου είπες: «Είμαι η θεά της θάλασσα κι εσύ η κόρη της θάλασσας. Τίποτα πια δεν μπορεί να μας χωρίσει, ούτε η θάλασσα η ίδια». Μια μέρα με πήρες από το χέρι με το δάχτυλό σου τεντωμένο και μου έδειξες τη γη και τον ουρανό. Όλα αυτά είναι δικά μου μού ψιθύρισες συνωμοτικά, αλλά μην το πεις όμως σε κανέναν. Γι’ αυτό με φοβούνται, γιατί το ξέρουν. Όταν πεθάνω, θα είναι όλα δικά σου. Θα τρέμει η γη με το πέρασμά σου και θα μουγκρίζει ο ουρανός. Τα άστρα θα τρεμοσβήνουν μόνο για σένα και ο Θεός ακόμα θα σε φοβάται. Γράψε! Γράψε! Μόνο έτσι θα τα κατακτήσεις όλα αυτά. Εν αρχή ην ο λόγος νυν και αεί».
Και τα κατέκτησε.
Μονάχα την δική της αγάπη αναζητούσε παντού και ίσως δεν κατέκτησε ποτέ:
«Ενήλικη πια, όταν χωρίζοντας από τον ερωτικό της σύντροφο εκείνη θα πει: «Ποτέ του δεν με κατάλαβε», στην πραγματικότητα για τη μητέρα της θα μιλάει. Όπως επίσης στη μητέρα της θα αναφέρεται όταν θα ικετεύει με κάθε τρόπο τον ερωτικό της σύντροφο: «Μη με αφήσεις». Ή όταν αντίθετα θα σπεύδει εκείνη να τον εγκαταλείψει πρώτη, μην αντέχοντας μιαν ακόμα εγκατάλειψη, στη μητέρα θα αναφέρεται.
Αγαπάμε σημαίνει ψάχνουμε συνειδητά αυτό που μας έχει λείψει και ξαναβρίσκουμε- ασυνείδητα τις περισσότερες φορές- αυτό που έχουμε ήδη γνωρίσει.
Τα γράμματα αυτά, σαν συμπυκνωμένες μαντλέν, βγάζουν από το σκοτάδι και φέρνουν στο φως μια μάνα που πάσχιζε, όπως και όσο μπορούσε, να αγαπήσει την κόρη της και μια κόρη που λαχταρούσε να αγαπηθεί, όσο και όπως μπορούσε. Τα παράδοξα της μητρικής αγάπης είναι τα παράδοξα μιας νύχτας που ονειρεύτηκε πως ήταν φως. Η νύχτα αυτή είναι η δική μας».

ΥΓ1: «Σε κάθε περίπτωση, τα γράμματα αυτά μας πάνε πίσω. Φέρνουν στο προσκήνιο εποχές που ποτέ δε σβήνουν οριστικά, αφήνοντας στον ψυχισμό ανεξίτηλα μνημονικά ίχνη που κάθε τόσο αναζωπυρώνονται. Μια μαντλέν αρκούσε για τον Προυστ να τον βυθίσει στο παρελθόν’ μια μυρωδιά, μια μουσική, μια φωτογραφία, ένας ελεύθερος συνειρμός στη διάρκεια μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας, ένα μικρό τίποτα αρκεί για να εισβάλλει ορμητικά το άλλοτε και το αλλού στο σήμερα και το εδώ. Τα γράμματα αυτά λειτουργούν σαν συμπυκνωμένες μαντλέν. Κεντρικό πρόσωπο σε αυτό το άλλοτε και το αλλού είναι και παραμένει η μητέρα. Το πρώτο αντικείμενο της αγάπης» («Δεν μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, σελ. 46).

ΥΓ2: Διότι η Μαργαρίτα κι αν είναι Επανάσταση: Στα Ελληνικά Γράμματα. Από την «Κασσάνδρα» και για πάντα. Και με αιτία, μάλιστα. Σημαντική. Ε δεν ήρθε ο καιρός να το δούμε κι εμείς;

8/12/08

Οικογενειακό

Η μητέρα πλέκει
Ο γιος κάνει πόλεμο
Αυτό η μητέρα το βρίσκει φυσικό πολύ
Κι ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει επιχειρήσεις
Η γυναίκα-του-πλέκει
Ο γιός-του-κάνει πόλεμο
Αυτός επιχειρήσεις
Αυτό ο πατέρας το βρίσκει φυσικό πολύ
Κι ο γιος κι ο γιος
Τι βρίσκει ο γιος
Δε βρίσκει τίποτε ο γιος απολύτως
Ο γιος η μητέρα-του πλέκει ο πατέρας-του επιχειρήσεις
αυτός πολεμάει
Μόλις τελειώσει ο πόλεμος
Θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα-του
Ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
Ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
Ο γιος σκοτώθηκε δε συνεχίζει πια
Ο πατέρας κι η μητέρα πάνε στο κοιμητήρι
Αυτό ο πατέρας κι η μητέρα το βρίσκουν φυσικό
Η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλέξιμο
Τις επιχειρήσεις τον πόλεμο το πλέξιμο τον πόλεμο
Τις επιχειρήσεις τις επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις
Η ζωή με το κοιμητήρι.

Ζακ Πρεβέρ (μετ. Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, "Ποιήματα", Εκδ. Θεωρία, 1982)

ΥΓ1. «Αλεξάκο Γειά Εκδίκηση
Ποτέ ξανά άδικο αίμα! Αλέξη, ήσουν το θύμα μιας
εξουσίας που δεν καταλαβαίνει τίποτα!» (οι φίλοι του).
ΥΓ2. Ντρέπομαι (η άλεφ)

5/12/08

Το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι

«ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ: Ιδιοφυής και μόνη» του Βέρνερ Βάλντμαν, Μετάφραση: Μαρίνα Μπαλάφα, Επιμέλεια: Πελαγία Τσινάρη, Εκδ. «Μελάνι», σελ. 208, τιμή: 16.72 ευρώ.

«Για τους κριτικούς συγκαταλέγεται στις τέσσερις καλύτερες συγγραφείς της Αγγλίας. Οι φίλοι της εξυμνούν την ομορφιά της, τη μοναδικότητά της και τη γοητεία της. Ποιο ρόλο έπαιζε; Το ρόλο μιας μαγεμένης πριγκίπισσας ή το ρόλο ενός θυμωμένου μικρού κοριτσιού σε μια συγκέντρωση για τσάι; Ή δεν έπαιζε απολύτως κανένα ρόλο; Οπωσδήποτε ήταν διαφορετική από όλους τους άλλους, κι αυτός ο κόσμος δεν της ταίριαζε. Με χαροποιεί το γεγονός ότι μπόρεσε να απελευθερωθεί από αυτόν, προτού γίνουν θρύψαλα όλα όσα αγαπούσε. Αν έπρεπε να διαλέξω απ’ όλο το έργο της μια επιγραφή για τον τάφο της, θα μου ερχόταν στο μυαλό αυτά τα λόγια: Έγινε και ήρθε σε πέρας. Ναι, σκέφτηκε και πολύ κουρασμένη άφησε το μολύβι της, αυτό ήταν το όνειρό μου» (Christopher Isherwood)
«Η Βιρτζίνια Γουλφ, μια από τις λίγες θηλυκές ιδιοφυίες που διέθετε αυτός ο κόσμος, και η ιστορία της λογοτεχνίας την τοποθετεί στο ίδιο επίπεδο με τον Τζόις και τον Προυστ» (Barbara Bondy).
Όταν το 1882 γεννιόταν στο Λονδίνο η Άντελαιν Βιρτζίνια Στίβεν, τρίτο από τα τέσσερα παιδιά του συγγραφέα Λέσλι Στίβεν, δεν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί την τρομακτικά ενδιαφέρουσα μεγάλη συγγραφική τροχιά της. Από νωρίς, ορφανή από μητέρα, στον κολοφώνα της αυστηρής εδουαρδινής εποχής η γυναικεία μοίρα της θεωρείτο προδιαγεγραμμένη. Αλλά εκτός από τη μοναξιά όπου η διαφορετικότητα την βύθισε, το μεγάλο ταλέντο σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί παρά να είναι αυτό που θα νικήσει.
Ζώντας μια άκρως ενδιαφέρουσα ζωή (εσωτερική περισσότερο), η Βιρτζίνια Στίβεν, Βριτζίνια Γουλφ, κατόρθωσε να ζήσει πέρα και πάνω από την εποχή της, το φύλο της, τη χώρα της, τα συγγραφικά σύνορα της εποχής. Σπάζοντας καθεστηκυίες νόρμες και φόρμες, κατόρθωσε τελικά να ζήσει μια παντελώς μυθιστορηματική ζωή. Με φιλολογικά σαλόνια και νευρικούς κλονισμούς, με προκλητική διάθεση και αναγνωστικό ένστικτο τεράστιο, με εσωτερικές αντιφάσεις και τολμηρές συγγραφικές επιλογές, με έναν γάμο με τον Λέοναρντ Γουλφ τόσο πολύ διαφορετικό απ’ οποιοδήποτε άλλον. Ο μικρός- χειροποίητος- κατ’ αρχάς εκδοτικός οίκος σηματοδότησε μια εποχή, έδωσε βήμα στους πρωτοποριακούς, καθιέρωσε τεράστια συγγραφικά μεγέθη, έκανε γνωστή τη ρώσικη λογοτεχνία στην Αγγλία.
Ο Βέρνερ Βάλντμαν χειρίζεται την περίπτωση Γουλφ, κυριολεκτικά με βελούδινο γάντι. Δίνοντας περιθώρια στα δικά της λόγια, στις αναμνήσεις της, σε αυτοβιογραφικές αναφορές, κάνοντας οξυδερκέστατες παρατηρήσεις όσον αφορά την εποχή, την τρέχουσα λογοτεχνική ηθική και αισθητική, τον δικό της πειραματισμό σε μια ιδιαίτερα διαφοροποιούμενη για την εποχή λογοτεχνία.
Ρίχνοντας άπλετο φως στις αντιφάσεις της, στα ψυχικά της σκαμπανεβάσματα, στις εποχές της νοσηλείας της, στη σχέση της με τον πατέρα, τους άλλους και τον Γουλφ, δεν παραλείπει να «φωτογραφίσει» ένα- ένα τα μυθιστορήματα και τα δοκίμια της μεγάλης μέσα στο απόλυτο ψυχικό σκότος, φωτεινής της συγγραφικής πορείας: Voyage Out, The Mark on the Wall, Μέρα και Νύχτα, Το δωμάτιο του Τζάκομπ, Η κυρία Ντάλογουέι, Ορλάντο, Ένα δικό σου δωμάτιο, Τα κύματα, Στο Φάρο, Γράμμα σε έναν Νέο Ποιητή, Φλας, Τα Χρόνια, Τρεις γκινέες, Roger Fry:Α Biografhy, Ανάμεσα στις Πράξεις… η Βιρτζίνια Γουλφ τολμά και αποδομεί φόρμες, δοκιμάζει καινούργια ύφη και στυλ. Με το «Ένα δικό σου δωμάτιο» και τις «Τρεις γκινέες» γίνεται σήμα κατατεθέν για τις φεμινίστριες, με «Το δωμάτιο του Τζάκομπ» καθιερώνει ένα νέο, το δικό της, μυθιστορηματικό είδος. Και με τον τρόπο της να αντιλαμβάνεται και να προσεγγίζει την πραγματικότητα και τα πράγματα, υπερβαίνει την «στέρεα ουσία του κόσμου» και προσπαθεί να δει κάτω από την επιφάνεια, αποκαλύπτει σε όλους μας «το σχέδιο πίσω από το βαμβάκι». Δοκιμάζοντας ταυτοχρόνως τα πάντα: μοναξιά, κοσμικότητα, πολιτικούς αγώνες, τρέλα, ανεξαρτησία, ομοφυλοφιλικές σχέσεις, γάμο… Τολμά όσο λίγες ακόμα και να… τρελαίνεται, και όταν αισθάνεται πια εκείνο το «δίχως επιστροφή» γεμίζει τις τσέπες του παλτού της με πέτρες και βαδίζει περήφανα στα κρύα νερά και στις λάσπες του ποταμού Ουζ.
Η 28η Μαρτίου του 1941 ξεκίνησε με κρύο, αλλά ήταν ένα καθαρό πρωινό, όλα προιώνιζαν μια θαυμάσια μέρα. Μια μέρα σαν εκείνης της Ντάλογουει όπου μέσα της χώρεσε τελικά μια ζωή και ένα πια μυθικό αποχαιρετιστήριο γράμμα: «Πολυαγαπημένε, νιώθω στα σίγουρα ότι τρελαίνομαι ξανά. Νομίζω ότι δεν αντέχουμε να περάσουμε μια τέτοια φρικτή περίοδο για μια ακόμη φορά. Και αυτή τη φορά δεν θα ξαναγίνω καλά. Ακούω φωνές και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Γι’ αυτό κάνω ό,τι μου φαίνεται καλύτερο σε αυτές τις συνθήκες. Μου χάρισες τη μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία…»
Και σ’ όλους μας χάρισε μια διαρκή συγγραφική απόλαυση και μια ξεχωριστή λογοτεχνική εμπειρία.
Μια βιογραφία που σέβεται απολύτως την φωνή και τη ζωή της, την ιδιοφυία και την διαρκή μοναξιά, τη τρέλα και την γραφή της. Ατμοσφαιρική, με την ανάσα της ελεύθερη και τις συγκρούσεις της σε εξέλιξη, σε κάθε γραμμή, κάθε σιωπή, κάθε σελίδα: Για εκείνη που τόλμησε να κοιτάξει την πραγματικότητα πέρα και πίσω από τα φαινόμενα, που έζησε μια ζωή τεράστιας αυπνίας- αγρυπνίας.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Βέρνερ Βάλντμαν γεννήθηκε το 1944 στη Νότια Γερμανία, σπούδασε γερμανική και αγγλική φιλοσοφία και ιστορία στο Τύμπινγκεν, το Μόναχο και το Μπάνγκορ της Ουαλίας.
Το 1972 ολοκλήρωσε τις σπουδές του, με μια εργασία πάνω στο θέατρο-ντοκιμαντέρ στον Βάλτερ Γιενς.
Εργάστηκε ως σεναριογράφος στη Βαυαρική Ραδιοφωνία, ως επιμελητής εκδόσεων, και σήμερα έχει διευθυντική θέση σε έναν διεθνή όμιλο μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία, ανάμεσα στα οποία και μια μονογραφία των αδελφών Μπροντέ με τον τίτλο Die Schwetern Bronte (εκδ. Rowohlt, 1990). Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα και κριτικές στον Τύπο καθώς και πέντε ραδιοφωνικά έργα.

3/12/08

'Ολες τις λένε μαμά, εσύ ποια είσαι;

«Αγάπη και μίσος – ναι- είναι παιδιά της ίδιας μάνας».
Όπως και η απόλυτη κατάφαση στο μαγικό γεγονός της ζωής, το πάθος μας γι’ αυτήν και η καταστροφή μας.
Κι η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου, φαίνεται όλα αυτά να τα γνωρίζει καλά. Εξάλλου ολόκληρο το συγγραφικό έργο της, τα ίδια φαντάσματα διατρέχουνε. Τον ίδιο γόρδιο δεσμό πασχίζει τόσα χρόνια να λύσει και το πλησιάζει, το φλερτάρει, πέφτει με τα μούτρα στα απύθμενα βάθη του, το περιγράφει επικίνδυνα, σπαρακτικά και ποιητικά.
Αυτό το μέγιστο ανθρώπινο γρίφο μάνας- κόρης. Με όλη την αγάπη που φτάνει ως το μίσος, το μίσος που είναι η άλλη πλευρά της απόλυτης και αναγκεμένης αγάπης που το χαρακτηρίζουν. Καθώς και το τι σημαίνει «βαδίζω στα όρια». Με απόλυτη επίγνωση του τι σημαίνει «προκαλώ τα όριά μου».
Στο βιβλίο της με την πρωταρχική κραυγή ως τίτλο «Μαμά», η συγγραφέας δίνει τα ρέστα της.
Και ξεκινώντας έναν διάλογο με την σχεδόν νεκρή της μητέρα στο θάλαμο ενός νοσοκομείου φτάνει μέχρι την άκρη του ουρανού. Την ακολουθεί ακόμα πιο πέρα, νικώντας το θάνατο. Και της ζητά εξηγήσεις. Από τον ίδιο τον εαυτό της ζητά εξηγήσεις. Και μέσα από ένα διάλογο που δεν γνωρίζει χρονικά σύνορα, φτάνει ως την αποδοχή. Αγγίζει την λύτρωση.
Διότι έτσι ή αλλιώς μια ζωή όλες τις κούκλες της τις έλεγαν μαμά. Μονάχα την ίδια τη μάνα της που με τόση λαχτάρα αναζητούσε, σε εκείνη την άγνωστη δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Αλλά για όλα τα πράγματα, κάποια στιγμή, έρχεται η ώρα τους.

«ΜΑΜΑ» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδ. «Ωκεανίδα», σελ. 140, τιμή: 10 ευρώ.
«Η γιαγιά παίρνει το χέρι μιας άγνωστης.
- Αυτή είναι η μητέρα σου, μου λέει.
Δεν την έχω ξαναδεί. Έχει ένα περίεργο βλέμμα. Καυτό και φευγάτο. «Αλληθωρίζει ψυχικά», σκέφτομαι.
- Ποια είσαι; Τη ρωτάω. Ποια είσαι;
Εχω ιδρώσει, έχω πυρετό, τρέμω ολόκληρη, θα πεθάνω.
- Πάμε να παίξουμε με τις κούκλες σου;
Την παίρνω απ’ το χέρι.
- Πάμε.
Της δείχνω τις κούκλες μου.
- Όλες τις λένε μαμά. Εσύ ποια είσαι;»
Με ένα σοφό, ποιητικό, σπαρακτικότατο απόσπασμα- οπισθόφυλλο, η συγγραφέας Μαργαρίτα Καραπάνου στο ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό μυθιστορηματικό της κείμενο, έρχεται για να ανοίξει σε όλους μας πολύ μεγάλες πληγές.
Αρχίζοντας από το κορυφαίο, σχεδόν, γεγονός όλων μας. Την αναχώρηση της μάνας. Από εκείνη ουσιαστικά τη στιγμή που ο κάθε άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με την ύψιστη απώλεια. Του ανθρώπου που τον έφερε στη ζωή, και της παιδικής του και εφηβικής του ηλικίας. Μετά από αυτό το γεγονός, σίγουρα θα είναι άλλος. Η μάνα του εαυτού του, πια, σίγουρα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Ξεκινώντας, λοιπόν, το ποιητικό, παραληρηματικό της κείμενο από το νοσοκομείο, η συγγραφέας, καταλύει συγγραφικά τον χρόνο, κάτω από το βάρος των αναμνήσεων. Αλλά εκείνο το οποίο θυμάται, δεν είναι μονάχα εικόνες. Ατόφιο κομμάτι συναίσθημα είναι, που βρυκολάκιασε άλυτο κι επαναλήφθηκε σε όλες τις σχέσεις.
Η μαμά μακριά, η μαμά κοντά, η μαμά όμορφη, η μαμά νέα, η μαμά αδιάφορη, η μαμά μια ξένη, η μαμά άρρωστη, η μαμά αντίζηλος, η μαμά άλτερ έργκο, η μαμά το απόλυτο, η μαμά η κόλαση, η μαμά ο παράδεισος, η μαμά νεκρή…
Η μαμά πανταχού παρούσα, τεράστια κι ακατάβλητη. Η μαμά που για το χατίρι της τα κάναμε όλα. Γράψαμε, ερωτευθήκαμε, ελπίσαμε, θρηνήσαμε, αγαπήσαμε, μισήσαμε, παχύναμε, αρρωστήσαμε και ξαναγεννηθήκαμε πάλι μέσα απ’ τις στάχτες.
Όλα αυτά σε έναν ατέλειωτο θρηνητικό μοιρολόι, που είναι και θεραπευτικό, καθησυχαστικό νανούρισμα, σε ένα παιδί που μέσα μας δεν εννοεί να μεγαλώσει. Σε ένα παιδί που ποτέ δεν σταματά να απαιτεί και να αναζητά. Να το προσέξουν λίγο, να αγαπηθεί. Προκαλώντας, έστω. Και σπάζοντας τα παιχνίδια του.
«Μητέρα, σας μισώ. Είμαι πια σπιλωμένη…»
Κι αμέσως μετά: «Αφήσου, μητέρα, αφήσου στην αγάπη μου. Έτσι, θα στριφογυρίζουμε η μία γύρω από την άλλη. Αιώνια…» Κι έτσι στριφογυρίζουν η μία γύρω από την άλλη, αιώνια. Δίνοντας την ίδια ευκαιρία πια και σε μας. Που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό το έχουμε βιώσει το πρόβλημα.
Εξάλλου, ποιος αγαπήθηκε στη ζωή όσο θα ήθελε;
Ένα μαγευτικό σκληρό και τρυφερό κείμενο, άκρως ψυχαναλυτικό, αιρετικό και λυτρωτικό, το πιο αυθεντικό και σπαρακτικό κείμενο της συγγραφέως του.
Άλλοτε θρίλερ, κάποιες άλλες στιγμές παραμύθι, ώρες- ώρες μέσα στο παραλογισμό και στην παραφορά, πιασμένο μονίμως απ’ την ουρά της μαγείας, μια ατελείωτη κραυγή που μόλις φτάνει στ’ αυτιά μας ο ψίθυρος, ικανός όμως να σπάσει τις φωνητικές χορδές εκείνου που τολμά και την βγάζει.
Αλλ’ όταν τελειώσει, πια το βιβλίο, συγγραφέας και αναγνώστης έχουν πια κι οι δυο, γιατρευτεί.
Μικρό αντίδωρο για το τέλος:
«Δεν ξέρω πως έγινα συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχιζα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…»
Διότι καμία φορά γίνεται μάνα σου το γράψιμο. Η όποια τέχνη. Και τότε είσαι σωσμένος από χέρι.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στην Αθήνα.
Μεγάλωσε στην Ελλάδα και στη Γαλλία και σπούδασε κινηματογράφο στο Παρίσι.
Εργάστηκε ως νηπιαγωγός στην Αθήνα.
Τα Βιβλία της: «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»,
«Ο υπνοβάτης»,
«Rien ne va plus »,
«Ναι» (Ωκεανίδα, 1999),
«Lee και Lou» (Ωκεανίδα, 2003),
«Μαμά», «Μήπως» με την Φωτεινή Τσαλίκογλου
«Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» (2008)
εκδόθηκαν στην Ελλάδα, στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στη Σουηδία και σε πολλές άλλες χώρες.
«Ο υπνοβάτης» τιμήθηκε το 1988, στο Παρίσι, με το «Βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος».

ΥΓ: Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησαν τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη προς την Μαργαρίτα Καραπάνου «Δεν μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς» σε ένα αποκαλυπτικότατο βιβλίο με εξαιρετικά κείμενα της Φωτεινής Τσαλίκογλου και φωτογραφικό υλικό όπου μαμά και κόρη ήταν όμορφες, γελαστές, υγιείς. Και τα ημερολόγια της Μαργαρίτας «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη» σε επιμέλεια Βασίλη Κιμούλη. Εχθές η Μαργαρίτα κουράστηκε κι είπε να φύγει.
Γράμματα και ημερολόγια, προσεχώς. Για την ώρα η αέναη κραυγή «αγάπα με», στο πιο αντιπροσωπευτικό ενδεχομένως βιβλίο.

1/12/08

Ο λαβύρινθος του διαδικτύου

«Ίσως γιατί μερικές φορές ο γύρος του κόσμου είναι μικρότερη απόσταση και τη διασχίζεις πιο εύκολα απ’ αυτή που σε χωρίζει από την κλειδωμένη πόρτα ενός ξενοδοχείου και την ελευθερία». Μ’ αυτή τη φράση έκλεινε την «Πτήση» του λίγα χρόνια πριν ο συγγραφέας Δημήτρης Καρύδας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος, διπλοί: το πρόσωπο και ο ρόλος. Το προσωπείο και η αστυνομική ταυτότητα. Και πάνω απ’ όλα η απεγνωσμένη και άπελπις πτήση του ανθρώπου που επιθύμησε να γίνει πουλί αλλά έγινε δέντρο.
Και σ’ αυτή την καμένη από χέρι «πτήση» ο συγγραφέας επανήλθε. Πριν από ένα χρόνο σχεδόν, να τέτοιες μέρες θυμάμαι. Με μια συλλογή από νουβέλες, προφητική: «Παγιδευμένοι στο δίκτυο» είχαν για τίτλο και στην πρώτη ο θανάσιμος λαβύρινθος του διαδικτύου. Διότι στον μυθικό, υπήρξε και Αριάδνη και μίτος. Ενώ τώρα η αβάσταχτη ελαφρότητα της εικονικής πραγματικότητας, η ζωή που γίνεται ταινία.
Το δίκτυο, όπως και η τιβούλα, το μέσον, το σύρμα που θα επιτρέψει την πτήση: στον άλλον, στο ανέφικτο, στο ψευδαισθησιακό, στο ρόλο, ενίοτε και στον θάνατο.
«Συνάντηση με το θάνατο» («Συνάντηση στο www.suicide.com») ακριβώς. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι στη μέση του πουθενά, συναντιούνται. Εκείνος (ο εκπρόσωπος της ζωής), στην Ελλάδα. Εκείνη, με λαγνική σχέση όσον αφορά την αυτοκτονία, στην Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα, άκρως σοκαριστικό: μια on line αυτοκτονία. Κι ολόγυρα «χαρούμενοι» θεατές στην διαδυκτιακή αρένα απ’ όλο τον κόσμο. Σ’ ένα λαβύρινθο που ο Μινώταυρος πάντα κερδίζει ή αυτοκτονεί (ακριβώς όπως στο «Σπίτι του Αστερίωνα»).
Λογοτεχνία, θα έλεγε κανείς. Εάν την εβδομάδα που μας πέρασε δεν συζητούσαν όλοι για «σοκ στο διαδίκτυο». «Αυτοκτόνησε ον λάιν», ο τίτλος στις εφημερίδες. Ο 19χρονος Αβραάμ Μπινγκ για 12 ώρες κατάπινε βάλιουμ και ναρκωτικά, ακριβώς σαν την μυθιστορηματική γιαπωνεζούλα. Με ένα τεράστιο πλήθος χρηστών, να παρακολουθούν, και πολλοί να τον ενθαρρύνουν. Με αντιδράσεις του στυλ: «OMG» (ω, Θεέ μου) και «lol» (γελάω δυνατά), τώρα το έμαθα, ή μάλλον το κατάλαβα κι εγώ, όσο κι αν το ‘βλεπα δεξιά – αριστερά γραμμένο.
Ο 19χρονος Αβραάμ Μπινγκ, Θησέας και Μινώταυρος μαζί, «χάθηκε» σα να μην υπήρξε ποτέ, στον λαβύρινθο του διαδικτύου. Διότι δεν είναι το προσωπείο που πεθαίνει αλλά το πρόσωπο, αλλά μονάχα όσοι τον αγαπούν είναι σε θέση να το καταλάβουν. Για μας, ακόμα και η φρίκη, εικονική. Άλλος ένας παράξενος θάνατος μέσ’ τους παράξενους θανάτους.

ΥΓ1. Το υστερόγραφο, μια άλλη υπόθεση για τον καθένα.

ΥΓ2. Δημοσιεύθηκε στο Εθνος της Κυριακής με την... αστυνομική μου ταυτότητα.