30/8/07

Αγαπώντας, όπως μπορείς!


Μια ελπιδοφόρα «αγάπη» κατά Μόρισον αυτή τη φορά, όπου όλα, τελικά, είναι αγάπη! Το αντίθετο της αγάπης, η αδιαφορία! Μόνον! Διότι ο καθένας αγαπά όπως μπορεί!

«ΑΓΑΠΗ» της Τόνι Μόρισον


«Αγάπη» επέλεξε για τίτλο στο καινούργιο της βιβλίο η Τόνι Μόρισσον και σχεδόν μέχρι το τέλος, θυμίζει σχήμα οξύμωρο. Το σίγουρο είναι ότι η βραβευμένη με νόμπελ συγγραφέας πολύ αγαπά τους ήρωες της. Και όλους τους κατατρεγμένους: μαύρους, γυναίκες, παιδιά, φτωχούς… Την αφορά η μοίρα τους, για κείνην εξάλλου γράφει. Μοίρα της που υπερέβη.
Αλλά παρ’ ότι στο οπισθόφυλλο διαβάζεις και πάλι γι’ αγάπη, πέντε γυναίκες και έναν άντρα νεκρό, το μόνο που βιώνεις διαβάζοντας είναι νυχιές, πόλεμος μέχρι τελικής πτώσης. Διότι διαβάζεται σωματικά σχεδόν η Μόρισσον. Θυμηθείτε την σπαρακτική της «Αγαπημένη».
Κλειδί του βιβλίου, μια ασήμαντη φράση της αρχής: «Δύσκολο να γνωρίσεις τους ανθρώπους. Συνέχεια σου ξεφεύγουν». Φρασούλα ασήμαντη μέσα στο μυθιστόρημα μέσα απ’ τα χείλη ενός ασήμαντου άντρα. Ο σημαντικός άνδρας της ιστορίας είναι ήδη νεκρός, τον ίσκιο του μόνο βλέπουμε, η νεοφερμένη Τζούνιορ τον… μυρίζει (μυρίζει την κολόνια ενός νεκρού), τον αγαπά μέσα από ένα πορτρέτο.
Όμως όλες οι άλλες που τον διεκδικούν (την εύνοιά του παλιά και τώρα την ανάμνηση και την περιουσία) φαίνεται ότι τον ξέρουν καλά, αλλά μέχρι την τελευταία σελίδα επαληθεύουν την ασήμαντη εκείνη φρασούλα.
Διότι, παρότι ο καταλύτης, το επίκεντρο, είναι ένας γοητευτικός νεκρός άντρας, το μυθιστόρημα είναι το βιβλίο των γυναικών.
Της Μέι που υπήρξε νύφη του Μπιλ Κόζι, απολύτως αφοσιωμένη, η ψυχή του ξενοδοχείου του, ως και την κόρη της εξόρισε για να του είναι αρεστή. Και που διαλύθηκε μέσα απ’ το μίσος της και τους άκαρπους αγώνες. Της Κριστίν, εγγονής του, που εις μάτην αποζητά την αγάπη από ζώντες και τεθνεώτες, που έζησε μια ζωή σαν εξόριστη και γεμίζει τ’ άδεια της δάχτυλα με διαμαντένια δαχτυλίδια. Της Χηντ, που υπήρξε η δεύτερη σύζυγός του, μόλις έντεκα χρονών όταν την επέλεξε, παρ’ ότι παιδί, βλέποντάς την να παίζει με την εγγονή του. Της Βίντα, που τον γνώρισε όταν ήταν μόλις στα πέντε, κι ούτε πήρε τα μάτια της από πάνω του, εκεί πλύστρα, δούλα πιστή. Της Τζούνιορ που έρχεται από μακριά, με λιωμένα τα δάχτυλα, με κοντή φούστα που κοντύτερη δεν γίνεται, δανεικό δερμάτινο και τον αγάπησε με την μία, ήδη νεκρό, μόνο από τ’ άρωμα που πλανιέται στο ρημαγμένο του σπίτι, μόνο απ’ το βλέμμα στο πορτρέτο που κρέμεται στο δωμάτιο της Χηντ.
Αλλά κι εκείνης που ακόμα και στους φακέλους της εφορίας υπόγραφε Γ. κι ούτε θα μάθουμε ολόκληρο τ’ όνομά της, παρ’ ότι είναι εκείνη που θα αφηγηθεί, μαγείρισσα κυριολεκτικά που όλα τα μαγειρεύει: την υστεροφημία του, την αλήθεια και το φινάλε του. Και η Καλλίστω, πανταχού παρούσα στη ζωή του όσο κι αυτός ο νεκρός άντρας στη ζωή των άλλων.
Επειδή στη ζωή, παντρευόμαστε την γυναίκα που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε και πάντοτε αφήνουμε μια αγάπη ανεκπλήρωτη γιατί ο θρήνος της είναι και λυτρωτικός και ελπιδοφόρος. Όπως λυτρωτική είναι και η κατάληξη της ιστορίας, παρά τα ανομολόγητα μυστικά που εξομολογούνται οι δυο τέως επιστήθιες και νυν άσπονδες φίλες, η Χηντ που έγινε γυναίκα του για να ‘ναι με την Κριστίν σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι και η Κριστίν που την μίσησε τόσο γιατί δεν την πήραν μαζί τους στο… ταξίδι του μέλιτος. Εξάλλου τότε ήταν κι οι δύο μόλις δεκατριώ χρονών.
Και όλο αυτό το μίσος, τελικά, θα αποδειχθεί αγάπη και γνοιάξιμο βαθύ. Διότι είναι φυσικό μεν να αισθάνεσαι ότι σε αφορά η αγάπη. Μόνο που ποτέ δεν ξέρεις το πότε θα σε βρει και σε ποιο πρόσωπο θα ενσαρκωθεί. Αλλά ένα είναι βέβαιο, ότι θα πρέπει να είσαι σε επιφυλακή αν θέλεις να σε συναντήσει.
Ένα πολυεπίπεδο, ποιητικό και ατμοσφαιρικό βιβλίο που ανατέμνει τα πολλά πρόσωπα της αγάπης και ξεφλουδίζει το σκοτεινό της πρόσωπο με αποκαλυπτικό τρόπο για να μπορέσει ο αναγνώστης όλο αυτό με το είναι του και το έχει του να το νοιώσει.
Η αφήγηση τριτοπρόσωπη, όσον αφορά τα βασικά πρόσωπα του δράματος, γίνεται πρωτοπρόσωπη μόνον σε εκείνα τα σημεία που αφηγείται η Γ. Η οποία εμφανίζεται ως το μάτι του θεού, η ψυχή του ξενοδοχείου, ο χορός ος τα πανθ’ ορά στην τραγωδία, ως ερινύα.
Το τέλος απρόσμενο και τα μυστικά στην επινοημένη παιδική γλώσσα των παιχνιδιών «ίνταγκέι»: «Εί- ίνταγκει- σαι σκλα-ίνταγκει- βα! Αυ- ίνταγκέι- τος σ’ α-ίνταγκέι-γο-ίνταγκέι-σ-ίνταγκέι-ε μ’ ε-ίνταγκέι-νός χρό-ίνταγκέι-νου νοί-ίνταγκέι-κι και-ίνταγκει- μια σο-ίνταγκέι-κο-ίνταγκέι-λα-ίνταγκει-τα».
Και η αγάπη σε ινταγκέι θα ειπωθεί.
Αλλά και ολόκληρο το βιβλίο, ξεφλουφίζει τη ζωή στην πιο σκοτεινή και αμφίβολη εκδοχή της με το μαγικό τρόπο της Μόρισσον, σαν ίνταγκέι.

Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Εκδ. «Νεφέλη», σελ. 272, τιμή: 17.50 ευρώ.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Τόνι Μόρισον κατέχει την έδρα Ανθρωπιστικών Σπουδών Robert F. Goheen στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
Εχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών, καθώς και με το βραβείο Πούλιτζερ.
Το 1993 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα μυθιστορήματά της «Παράδεισος», «Τζαζ», «Αγαπημένη», «Σούλα», «Γαλάζια μάτια», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νεφέλη».
Έχει γράψει ακόμη τα μυθιστορήματα «Το τραγούδι του Σόλομον» και «Tar Baby», καθώς και τα δοκίμια «The Dancing Mind» και «Playing in the dark: Whiteness and the literary imagination».



Επειδή ο καθένας διαβάζει και κολλάει σε μία εικόνα ή όπου τον βολεύει εγώ μετά από τόση "Αγάπη", κόλλησα στην επινοημένη παιδική γλώσσα. Αν το είχα εδώ θα έμπαινε στο repeat "Το κοπερτί". Το κοπερτί, το κοπερτί, τάπι, τάπι, ρούσι. Αλλά φευ. Οπότε ένα άλλο παιδικό παιχνίδι θα παίξει τον ρόλο του soundtrack αγάπης... Αυτό εδώ:

Tajabone - Ismael lo



Moha

27/8/07

Για ένα νεύμα που δεν έγινε ποτέ, για μια λέξη που παρέμεινε ανείπωτη…


Αφιερωμένο σε όσους δίστασαν στη ζωή ή εξακολουθούν να είναι δολοφονικά διστακτικοί τύποι…
Και σε όσους και όσες είχαν δύσκολη… γαμήλια πρώτη! (ω ναι- και δεν θέλω ου!- υπάρχουν κι αυτοί και ιδού μία!)

«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν

Τον Ίαν ΜακΓιούαν τον έχουμε συνδυάσει με «μεγάλα θέματα», «μεγάλα ζητήματα». Τρομοκρατία, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ιστορίες με πολύχρονες έρευνες πίσω τους… Ποιος είπε όμως ότι χρειάζεται λιγότερη παρατήρηση και έρευνα η ανθρώπινη ψυχή; Χωρίς να παραγνωρίζουμε, εξάλλου, ότι το «μεγάλο» ή «μικρό» έργο κρίνεται στα σημεία, το καινούργιο βιβλίο του βρετανού συγγραφέα διαθέτει στο έπακρον όλες τις μεγάλες του συγγραφικές αρετές.
Την γνωστή «ήρεμη χάρη» του που «μοιάζει σχεδόν αβάσταχτη».
Την «αργή πρόζα» η οποία κινείται «αργά κι αριστοτεχνικά, με ακρίβεια και βάθος και ξαφνικά, απροειδοποίητα, γίνεται αιχμηρή και ανατρεπτική». Το μαλακό και σίγουρο χέρι (σχεδόν εντομολόγου) του ανθρώπου που τολμά να υπαινιχθεί για το «πώς μπορούν ολόκληρες ζωές να μεταμορφωθούν από μια χειρονομία που δεν έγινε ή μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ». Διότι δεν υπάρχει συγγραφέας που να τα καταφέρνει καλύτερα στους υπαινιγμούς.
Η ιστορία του απλή και αδρή, σχεδόν… εξωπραγματική για το αφάνταστα σεξουαλικά ελεύθερο τώρα.
Τον Ιούλιο του 1962, ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, δυο αθώοι νεαροί νιόπαντροι, φτάνουν στο ξενοδοχείο τους στην ακτή του Ντόρσετ. Καθώς δειπνούν στα δωμάτιά τους, παλεύουν να καταπνίξουν τους κρυφούς φόβους για τη γαμήλια νύχτα που έρχεται…
Τι φόβους και εφιάλτες μπορεί να κρύβει μια γαμήλια νύχτα; Και πώς γίνεται μια νύχτα τόσο πολυαναμενόμενη ν’ αλλάξει – τι λέω- να μεταμορφώσει σε δυο ανθρώπους τη ζωή;
Εξάλλου φαίνεται να έχουν τακτοποιήσει (και συμφωνήσει) τα πάντα: «πού και πώς θα ζούσαν, ποιοι θα ήταν οι καλύτεροί τους φίλοι, η δουλειά του στην εταιρεία του πατέρα της, η μουσική της καριέρα και τι να κάνουν με τα χρήματα που της είχε δώσει ο πατέρας της και πώς δεν θα έμοιαζαν με τους άλλους ανθρώπους, τουλάχιστον όχι μέσα τους».
Όλα τα είχαν τακτοποιήσει, εκτός από το τι θα έκαναν, τελικά, τη γαμήλια νύχτα.
Διότι «αυτό που την απασχολούσε (την Φλόρενς) ήταν ανείπωτο, δεν μπορούσε ούτε μέσα της σχεδόν να το διατυπώσει. Ενώ εκείνος υπέφερε απλώς από τον τυπικό εκνευρισμό της πρώτης νύχτας, εκείνη βίωνε έναν τρόμο βαθιά στα σπλάχνα της, μια ανεξέλεγκτη αηδία τόσο χειροπιαστή όσο η θαλασσινή ναυτία».
Το ζήτημα σοβαρό, καθόλου «παίξε- γέλασε»: «ολόκληρο το είναι της επαναστατούσε ενάντια στην προοπτική της σωματικής συμπλοκής και της σαρκικής λαγνείας. Η γαλήνη της και η ουσία της ευτυχίας της επρόκειτο να παραβιαστούν. Απλώς δεν ήθελε να υποστεί ούτε «εισχώρηση» ούτε «διείσδυση». Το σεξ με τον Εντουαρντ δεν μπορούσε να είναι η ολοκλήρωση της ευτυχίας της αλλά το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει γι’ αυτήν».
Το παρελθόν τους, εξάλλου, ευνοεί κατά πολύ τις παρανοήσεις. Μιλάμε για «άλλη χώρα», ούτε καν για «άλλη ζωή». Χωρικός εκείνος (παρά τις σπουδές που θ’ ακολουθήσουν) μεγαλωμένος από μια μαμά με απολύτως διαταραγμένη υγεία. Εκείνη, αστή, μια ζωή στα πούπουλα. Με απούσα, καθ’ ολοκληρία, μητέρα. Διανοούμενη καθόλου διαθέσιμη για την κόρη της. Και ο πατέρας, όπως κάθε «καθωσπρέπει πατέρας», απασχολημένος με τις επιχειρήσεις.
Οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν πριν από την τελική τυχαία αλλά και «μοιραία» στην έκβασή της συνάντηση, αρκετές φορές. Στην ίδια πόλη, σε διπλανά πανεπιστήμια, έτσι ώστε «αργότερα, αυτό ακριβώς τους συνάρπαζε περισσότερο, το πόσο εύκολα θα μπορούσε αυτή η συνάντηση να μην έχει γίνει».
Άλλωστε και όλο το μυθιστόρημα σ’ αυτόν ακριβώς τον άξονα φαίνεται να κινείται: στο ότι όλα θα μπορούσαν να συμβούν ή και να μη συμβούν σ’ αυτή τη ζωή, αρκούσε μια λέξη, ένα νεύμα, ένα βλέμμα.
Κι αυτό στην τελευταία πράξη απολύτως θα διαφανεί.
Θα χωρίσουν «δι’ ασήμαντον αφορμή», θα χαθούν «κατά λάθος».
Η ζωή έτσι όπως θα εξελιχθεί («ποιος μπορούσε να έχει προβλέψει τέτοιες μεταλλαγές, την ξαφνική αποενοχοποιημένη ανύψωση της αισθησιακής απόλαυσης, τη χωρίς περιπλοκές προθυμία τόσων πολλών όμορφων γυναικών;) θα κάνει ακόμα πιο ασήμαντο και… φαιδρό εκείνο το λάθος. Θα χρειαστεί να περάσουνε χρόνια για να μπορέσει ν’ αποδεχτεί «ότι ποτέ δεν γνώρισε άλλον που να την είχε αγαπήσει τόσο». Αλλά κι εκείνος, παρότι αρνιόταν να μάθει το πώς συνέχισε χωρίς εκείνον στον χρόνο «όταν τη σκεφτόταν, τον κατέπλησσε, το γεγονός ότι είχε αφήσει αυτό το κορίτσι με το βιολί να του φύγει. Τώρα φυσικά έβλεπε ότι η αυτοκαταστροφική της πρόταση ήταν άσχετη. Το μόνο που ζητούσε ήταν η βεβαιότητα της αγάπης του και να την καθησυχάσει λέγοντάς της πως δεν υπήρχε βιασύνη, όταν είχαν μπροστά τους όλη τη ζωή. Η αγάπη και η υπομονή- αν μπορούσε να τα διαθέτει και τα δυο μαζί- σίγουρα θα τους είχαν βοηθήσει να τα καταφέρουν». Αλλ’ έτσι είναι ο έρωτας, προχωρά μέσα από παρανοήσεις, γεμάτος παρανοήσεις.
Το αποτέλεσμα, ένα σημαντικό, αποκαλυπτικό μυθιστόρημα όπου χωρά σε μια νύχτα, δυο ιδιοσυγκρασίες, δυο κόσμους. Φλερτάρουν, γοητεύονται και συντρίβονται εν τέλει κι οι δυο.
Κι ό,τι απομένει, η μεγάλη επιστροφή στο γνωστό, διότι το «ανείπωτο ελάχιστο» απαιτεί και υπέρβαση και ρίσκο.
Η γοητεία του εγχειρήματος: ο σεισμός στο ανεπαίσθητο, η ανατροπή που έρχεται ή δεν έρχεται από ένα νεύμα ή από μια φράση.
Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι το μεγάλο έργο δεν χρειάζεται καθόλου την οργιαστική πλοκή διότι η ανθρώπινη φύση κι όλο το μεγαλείο της αποκαλύπτεται στα σημεία. Κι ο ΜακΓιούαν είναι μάστορας του μέγιστου στο ελάχιστο. Εξάλλου δυο οι τρόποι να δεις το σύμπαν, σφαιρικά ή βυθιζόμενος στη λεπτομέρεια.
Εν τέλει σ’ αυτή την ιστορία που είναι σαν τη ζωή – ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο- όλα θα μπορούσαν να είχαν ή να μην είχαν συμβεί. Κι όμως πρόκειται μόνον για μια… νύχτα γάμου. Που σε πολλούς μπορεί και να φανεί υπερβολική, ενώ κάποιους άλλους ίσως και να τους κάνει να αναθεωρήσουν.
Αλλ’ ούτε λόγος, το μεγαλείο κρύβεται και κρίνεται στα σημεία. Και ο Ίαν ΜακΓιούαν το αποδεικνύει περίτρανα για ακόμα μια φορά.

«ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ» του Ίαν ΜακΓιούαν, Μετάφραση: Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 224, τιμή: 13.20 ευρώ.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Πολυβραβευμένος από το κοινό και την κριτική ο βρετανός Ίαν ΜακΓιούαν (γεννήθηκε το 1948 και σπούδασε στα πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους συγγραφείς), είναι ήδη γνωστός τα καθ’ ημάς από τα έργα:
«Ο τσιμεντόκηπος», εκδ. «Γράμματα», 1982
«Πρώτος έρωτας», εκδ. «Οδυσσέας», 1985
«Ξένοι στη Βενετία», εκδ. «Σέλλας», 1991
«Ο αθώος», εκδ. «Σέλλας», 1993
«Μαύρα σκυλιά», εκδ. «Σέλλας», 1994
«Άμστερνταμ», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Έμμονη αγάπη», εκδ. «Νεφέλη», 1999
«Εξιλέωση», εκδ. «Νεφέλη», 2002
«Σάββατο», εκδ. «Νεφέλη», 2006.
Κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ το 1998 για το «Άμστερνταμ».
Το «Στην ακτή» κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Απρίλιο του 2007 και είναι το πρώτο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις «Πατάκη».

ΥΓ. Όσον αφορά το βιβλίο του Ιαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή» προηγήθηκε με εξαιρετικό τρόπο η Anagnostria, και χάρηκα αφάνταστα την συγκυρία να το διαβάζουμε ταυτόχρονα.



Ήθελα να παίζει η μουσική του Nyman για "Το τέλος μιας σχέσης". Θα παίξει. Αλλά από αύριο.

Moha

21/8/07

Αν δεν έγραφα, θα ήμουν ένα σκουπίδι….

Για τον «σκληρό μήνα Αύγουστο» (κι ας είναι ο μήνας της Παναγιάς) έχουνε γράψει πολλοί, σημειώνω ενδεικτικά την Εντνα Ο’ Μπράιαν που είναι και αγαπημένη. Ας λένε για τον Ιούλη, ο Αύγουστος είναι που κάνει τον ξεσκαρτάρισμα: δεν σου αφήνει τίποτα όρθιο! Ψευδαίσθηση, καμιά! Όσο κι αν του φωνάζεις, «άσ’ τη μου λίγο ακόμα, την έχω ανάγκη!» Τίποτε, εκεί, Θεός τιμωρός, μέσα σε εκείνο το γοητευτικότατο άδειο! Στο άδειο που λατρεύω και που με γονατίζει κιόλας! Στο άδειο που τα κατάπιε όλα! Πάει, πάπαλα! Ενας ολόκληρος χρόνος, εκείνος της αποκατάστασης ξέρετε «με λένε άλεφ και είμαι καλά», εξαφανιζόλ! Σαν την «Εφεύρεση του Μορέλ», οφθαλμαπάτη ένα πράγμα! Δεν άφησε τίποτα λέμε παρά μονάχα εκείνο το «πάλι τα κατασκεύασες, στο κεφάλι σου γίνονται όλα, πάρε το πια απόφαση, δεν είναι τίποτε αληθινό, είσαι μυθιστοριογράφος» της Μάρως.
Αλλά επειδή εκτός από μεγάλη παραμυθούλα είμαι κι έξυπνη, ε όσο και να τα κάνω τα στραβά μάτια, τα βλέπω μετά! Τίποτα, τίποτα, τίποτα, ένα άσπλαχνο μονάχα καλοκαίρι! Ένας Αύγουστος αμείλικτος και διαρκώς σε αναμονή, το τέλος που ΘΑ έρθει, το σπίτι που ΘΑ αλλάξει, το τεύχος που ΘΑ βγει ή δεν θα βγει ποτέ. Κι εμείς που συν τω χρόνω γίναμε άλλοι. Μιλάμε για άλλη χώρα, ελπίδα καμιά!
Καλώς γυρίσαμε, όμως, καλώς σας βρήκαμε κι εσάς, έτσι γενναία θα βαδίζουμε στην αυριανή άγραφη κάτασπρη χώρα, διότι στο φινάλε πάντοτε τα βιβλία θα βρίσκονται εκεί! Η βασική, μοναδική σταθερά μας στο χρόνο. Ο βράχος μας για να γραπωθούμε όταν πια τίποτα δεν θα βρίσκεται εκεί! Και ας προσποιηθούμε ότι όλο αυτό είναι η κανονική ζωή. Η δική μας κανονική ζωή μέσα από ένα παράλληλο σύμπαν.
Και επειδή υπήρξε ο αγαπημένος μου, λέω να ξαναβρεθούμε με Κάφκα και με επιστολογραφία που επίσης λατρεύω.
Να τον αφιερώσω στο Moha και να μας ευχηθώ Καλό Σεπτέμβρη. Με τον τρόπο της άσπρης σελίδας, αλλά αυτή είναι η ζωή. Δίχως αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα (εκείνος λέει) «θα ήμουν ένα σκουπίδι».
Καλό Φθινόπωρο, να είστε σίγουροι ότι θα είναι καλό, υπάρχουν τόσα αδιάβαστα και τόσα άγραφα βιβλία! Έτσι ν’ απλώσεις το χέρι, μια ιστορία σου γνέφει να κρατηθείς! Ε λέω να το κάνω! Δεν έχω να χάσω απολύτως τίποτα, παρά μονάχα τις… αλυσίδες, όπως υποστηρίζει ο απόηχος απ’ το νεανικό, μαρξιστικό παρελθόν. Αλλά τον Κάφκα, όχι, ποτέ δεν θα τον χάσω!
Καλώς σας βρήκαμε λέμε!

ΥΓ. Το κείμενο που προηγείται το είχα γράψει πριν από τις τελευταίες ολιγοήμερες διακοπές. Μέσα σε τέσσερις μόλις μέρες όλα έγιναν άλλα. Ναι, άλλαξαν όλα και σίγουρα γυρίζω – θέλω δεν θέλω- σελίδα. Όμως το αίσθημα είναι, εν τέλει, εκείνο που κάνει κάτι «καλό» ή «κακό», τον θρήνο, θρίαμβο και τη μελαγχολία, ελπίδα.
Το σίγουρο, ένα: Ποτέ δεν ξεμπερδεύει κανείς με την αγάπη.
Κι αυτό όλα τα κάνει υπέροχα αλλιώς!

«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΦΕΛΙΤΣΕ» του Φραντς Κάφκα

«Η ζωή μου σε γενικές γραμμές αποτελείται και αποτελούνταν ανέκαθεν από προσπάθειες να γράψω, ως επί τω πλείστον αποτυχημένες. Αν όμως δεν έγραφα, θα είχα καταρρεύσει, θα ήμουν ένα σκουπίδι».
«Ο τρόπος ζωής μου συνδέεται αποκλειστικά με το γράψιμο, και οι όποιες αλλαγές γίνονται μόνο και μόνο για να ανταποκριθεί κατά το δυνατόν καλύτερα στο γράψιμο, διότι ο χρόνος είναι λίγος, οι δυνάμεις ελάχιστες, το γραφείο φρίκη, το σπίτι θορυβώδες και πρέπει κανείς να ξεγλιστράει με διάφορα τεχνάσματα, εφόσον δεν μπορεί να ζήσει μια ωραία, κανονική ζωή».
Τίποτα ενδεχομένως δεν θα γνωρίζαμε απ’ όλα αυτά, εάν έλειπαν αυτά τα γράμματα! Το «Γράμματα στη Φελίτσε» που κυκλοφόρησαν μόλις από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη».
«Αξιότιμη δεσποινίς!
Για την αμυδρώς πιθανή περίπτωση που δεν μπορείτε επ’ ουδενί να με θυμηθείτε, συστήνομαι εκ νέου: ονομάζομαι Φραντς Κάφκα και είμαι ο άνθρωπος που σας χαιρέτησε πρώτη φορά εκείνο το βράδυ στο σπίτι του διευθυντή κυρίου Μπροντ στην Πράγα’ αυτός που σας έδειξε στο τραπέζι φωτογραφίες από ένα μορφωτικό ταξίδι, και που, τελικά, μέσα σ’ αυτό το χέρι, με το οποίο τώρα χτυπάει τούτα τα πλήκτρα, κράτησε το χέρι σας, με το οποίο εσείς επιβεβαιώσατε την υπόσχεση να πραγματοποιήσετε μαζί του τον επόμενο χρόνο ένα ταξίδι στην Παλαιστίνη…»
Επάνω – επάνω: Πράγα, την 20η Σεπτεμβρίου 1912.
Κάτω- κάτω: Εγκάρδια αφοσιωμένος, δρ Φραντς Κάφκα/ Πόριτς 7, Πράγα.
Η πολυπόθητη απάντηση της Φελίτσε θα ρθεί, τελικά, στις 23 Οκτωβρίου και από κει και πέρα θα αρχίσει ουσιαστικά η αλληλογραφία τους η οποία διαρκεί έως το 1917 και αριθμεί 716 γράμματα και κάρτες.
Στην πορεία θα αλλάξει ως και αυτή η συγκρατημένη προσφώνηση «Αξιότιμη δεσποινίς Φελίτσε». Θα γίνει σε λιγότερο από ένα μήνα «Πολυαγαπημένη». Θα της γράφει καθημερινά και θα την ρωτά για τα πάντα: τη ζωή στο γραφείο, στο σπίτι, τους φίλους και τις διατροφικές της συνήθειες, τη διαρρύθμιση του χώρου και την κατανομή του χρόνου της.
Θα της αποκαλύπτει το παν: την αυπνία του, την αναποφασιστικότητα και την κακή του μνήμη, την προβληματική υγεία του που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για γάμο ή για παιδί…
Σχεδόν θα την εκλιπαρεί κάθε μέρα για να του γράφει. Καθόλου τυχαία. Διότι όπως υποστηρίζει ο Ελίας Κανέττι τα συγκεκριμένα γράμματα δεν είχαν φιλάρεσκο χαρακτήρα, αλλά αποτελούν για τον Κάφκα το καθημερινό του οξυγόνο, απολύτως απαραίτητα για να γράψει, τελικά! Μια ματιά στην εργογραφία του Κάφκα αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι τον πρώτο χρόνο της αλληλογραφίας τους θα βρεθεί σε συγγραφικό οργασμό («Η κρίση» - γράφτηκε μέσα σε δέκα μέρες- ο «Θερμαστής», πέντε κεφάλαια της «Αμερικής» και η «Μεταμόρφωση»- σε δεκατέσσερις μέρες). Στην Φελίτσε είχε βρει αυτό που του ήταν απολύτως απαραίτητο στη ζωή: «Κάποιον που να του παρέχει ασφάλεια ενώ θα βρίσκεται μακριά, μια πηγή δύναμης που δεν θα αναστάτωνε την υπερευαισθησία του μέσω της σωματικής επαφής, μια γυναίκα που θα υπήρχε κάπου, χωρίς να περιμένει απ’ αυτόν τίποτε άλλο παρά μόνο λέξεις, ένα είδος μετασχηματιστή, του οποίου τα αλλόκοτα τεχνικά ελαττώματα κατείχε τόσο καλά, που μπορούσε να τα επιδιορθώνει επιτόπου, γράφοντας γράμματα».
Εξάλλου ο Κάφκα υπήρξε μανιώδης της επιστολογραφίας. Τα «Γράμματα στον πατέρα» του άκρως αποκαλυπτικά και ανυπέρβλητης συγγραφικής σημασίας και αξίας, τα «Γράμματα στην Μίλενα» εξίσου σημαντικά, φωτίζουν ακόμα και τα σκοτεινότερα συγγραφικά του σημεία, και πάνω απ’ όλα αποκαλύπτουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα, την απόλυτη αφοσίωσή του στην συγγραφή, μετασχηματίζοντας και την ίδια τη ζωή του σε γράμμα.
Τα «Γράμματα στη Φελίτσε», όμως, αποτελούν την ίδια του τη ζωή, ή τουλάχιστον το υποκατάστατό της. Κατά την διάρκεια αυτής της αλληλογραφίας θα την συναντήσει, θα την αρραβωνιαστεί, θα προσπαθήσει κοινωνικά να ενταχθεί, θα προσπαθήσει να κάνουν μαζί διακοπές, θα αρραβωνιαστούν επίσημα και για δεύτερη φορά, μέχρι να καταλήξει οριστικά ότι πρέπει, τελικά, να διάγει ζωή μοναχού για να μπορέσει να δημιουργήσει και σ’ ένα τέτοιο μοντέλο ζωής δεν ταιριάζει η Φελίτσε!
Διότι στα μάτια του Κάφκα η αγάπη προς τη Φελίτσε ήταν «ο μεγαλύτερος εχθρός της συγγραφικής του παραγωγής»
«Στη συγγραφική του ιδιότητα βρίσκεται η πραγματική αλήθεια- γράφει η μεταφράστρια του βιβλίου Στέλλα Κουντουράτου στον πρόλογό της.- Η λογοτεχνία του δίνει το δικαίωμα να ζει, και για να μπορεί να ζήσει πρέπει να διαμορφώσει τέτοιες συνθήκες που θα του επιτρέψουν να εργάζεται. Δεν είναι σε θέση να έχει την κοινωνική ζωή που ενδεχομένως επιθυμούσε η Φελίτσε, να αγοράσει «ένα ήσυχο, ευχάριστα διαμορφωμένο, οικογενειακό διαμέρισμα», όπως είχαν οι άλλες οικογένειες της δικής τους τάξης. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν συμβατό με τη συγγραφική του ιδιότητα».
Ο Κάφκα πέθανε στις 3 Ιουλίου 1925 από φυματίωση. Από τον Μάρτιο του 1917 η Φελίτσε Μπάουερ είχε παντρευτεί έναν βερολινέζο επιχειρηματία και είχε αποκτήσει δύο παιδιά. Ο Κάφκα πληροφορείται τη γέννηση των παιδιών της, όπως προκύπτει από την μετέπειτα αλληλογραφία του με τον Μπροντ και τη Μίλενα.
Το 1955, η Φελίτσε θα παραδώσει τα γράμματα του Κάφκα προς την ίδια και την φίλη της Γκρέτε Μπλοχ στον εκδοτικό οίκο Schocken. Τα γράμματα της Φελίτσε προς τον Κάφκα δεν διασώζονται. Τα δικά του προς την Φελίτσε δημοσιεύτηκαν το 1967 για πρώτη φορά. Και αποτελούν την σκοτεινή αποθήκη όλου του έργου του. Την επεξήγηση αυτού καθ’ εαυτού του όρου «καφκικός». Την δική του, προσωπική μεταμόρφωση μέσα από τις ιστορίες. Την δειλή αλλά απεγνωσμένη του προσπάθεια να ενταχθεί σε ό,τι σημαίνει κοινωνικό και κοσμικό. Αποκαλύπτοντας πως τελικά για κάποιους ανθρώπους, η λογοτεχνία είναι μοίρα, γράφουν διότι πολύ απλά δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς!

«ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΦΕΛΙΤΣΕ» του Φραντς Κάφκα, Μετάφραση: Στέλλα Κουνδουράκη, Εκδ. «Γαβριηλίδης», σελ. 397, τιμή: 16 ευρώ.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε το 1883 στην Πράγα από γερμανόφωνες εβραίους γονείς.
Σπούδασε νομικά στο Γερμανικό Πανεπιστήμιο της Πράγας και δούλεψε σε μια γερμανική ασφαλιστική εταιρεία.
Μπορούσε να γράφει μόνον βράδια.
Μερικές ιστορίες τους δημοσιεύτηκαν το 1909 όταν ήταν 26 χρονών. Το καλοκαίρι του 1912 έγραψε τα διηγήματα «Η Κρίση» και «Η μεταμόρφωση».
Πέθανε το 1924, καθιερώνοντας τον όρο «καφκικό» (ορολογία πια στην τέχνη που χαρακτηρίζει το ασυνήθιστο και το παράλογο).
Κυκλοφορούν στα ελληνικά, τα έργα του:
«Η Μεταμόρφωση»,
«Η Δίκη»,
«Ο Πύργος»,
«Αμερική»,
«Αφορισμοί»,
«Γράμματα στη Μίλενα»,
«Στο Υπερώο»,
«Η απόρριψη», «Ενας αγροτικός γιατρός», «Η αποικία τιμωρημένων» κ.α. διηγήματα.
Πολλά έργα του διασκευάστηκαν για το Θέατρο, ο Ρομάν Πολάνσκι ανέβασε στο Παρίσι την «Μεταμόρφωση». Το ίδιο και ο Δημήτρης Ποταμίτης στην Ελλάδα. Επίσης, ο Αλέξης Σολομός ανέβασε τη «Δίκη» και τον «Πύργο».
Σε ταινίες γυρίστηκαν κυρίως τα μυθιστορήματά του. Υπάρχουν παραγωγές τσέχικες, γερμανικές, νοτιοαμερικάνικες. Ξεχωρίζουν:
«Η δίκη» (1963) σε σκηνοθεσία Ορσον Ουέλες
και «Η δίκη» (1993) σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Χιου.





Γυρνάω φορτωμένος ουρανούς, αστέρια και κοχυλένιες παραλίες από την νότια Κρήτη και βρίσκω μπροστά την πόλη του παραμυθιού μου. Δεν το έκανες επίτηδες γιατί δεν το ήξερες, αλλά παίρνω την αφιέρωσή σου alef μου και μου την φοράω φαρδιά πλατιά να την καμαρώνω. Την παίρνω κι αρχίζω τις διαδρομές πάνω κάτω στην γέφυρα του Καρόλου, και στο στενό των αλχημιστών και στα στενά της παλιάς πόλης. Αν μπορεί μια πόλη να σε σημαδέψει αυτή είναι η Πράγα. Αν δεν το πετύχει αυτή, δεν μπορεί καμιά άλλη.

Ένα τραγούδια για το καλοκαίρι της κι ένα για την άνοιξή της.
Καλώς σας ξαναβρίσκουμε.
Moha