«Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις».
«ΚΑΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΥΣ» του Κόρμακ ΚακΚάρθυ, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 273, τιμή: 16 ευρώ.
«Το πρόσωπο που κυμάτιζε κι άλλαζε σχήματα στο μαύρο υγρό του φλιτζανιού ήταν σαν οιωνός για τα μελλούμενα. Για τα πράγματα που χάνουν το σχήμα τους. Που σε παρασέρνουν. Ακούμπησε την κούπα στο τραπέζι και κοίταξε την κοπέλα».
Τη Κάρλα Τζιν, την γυναίκα του Λουέλιν Μος, ενός τριαντάρη που κυνηγώντας αντιλόπες βρήκε τυχαία έναν χαρτοφύλακα με δύο εκατομμύρια δολάρια. Αυτός. Ο σερίφης Μπελ, απ’ τα εικοσιπέντε του χρόνια σερίφης της κομητείας που ισχυρίζεται ότι «οι πολίτες του Τερέλ με πληρώνουν για να τους φυλάω. Δουλειά μου είναι. Με πληρώνουν για να φάω ‘γω την πρώτη σφαίρα. Και την τελευταία, μη σου πω». Δεν γίνεται να μη νοιάζεται. Που του είναι αδύνατον, όμως, παρ’ όλα αυτά, να κατανοήσει αυτόν τον παράλογο, παράφρονα, βίαιο και παντελώς τυχαίο, τυφλό κόσμο.
Και στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ έχει τη σύγκρουση Καλού και Κακού, σχεδόν κατά μέτωπον. Σε έναν κόσμο παντελώς αιματοβαμμένο που καταρρέει. Το αντίπαλον δέος, ένας δολοφόνος σχεδόν ρομπότ, αήττητος, ο Σίγκαρ. Περιδιαβαίνει και σπέρνει τον όλεθρο εξολοθρεύοντας με ένα ιδιότυπο φονικό όπλο- αεροπίστολο για την αναισθητοποίηση των βοοειδών πριν από τη σφαγή- τους πάντες.
Θύμα της απληστίας και της κακοδαιμονίας του- βρέθηκε την λάθος στιγμή στον λάθος τόπο- ο Λουέλιν Μος. Παράπλευρες απώλειες, δίχως καν δεύτερη σκέψη (ο συγγραφέας δεν μας επιτρέπει καν να φανταστούμε ενδεχόμενο συναίσθημα ή σκέψη) όσοι βρεθούν στον δρόμο του, οι πάντες. Μοναδική, εξίσου ιδιότυπη ηθική του, η τύχη, ένα νόμισμα. Διότι «Και το πιο μικρό πράγμα μπορεί να γίνει όργανο της μοίρας», συνηθίζει να επαναλαμβάνει ο Σίγκαρ. Κι εσύ, όταν έχεις να κάνεις με τον Σίγκαρ, παίζεις, θέλεις δε θέλεις: «Και βέβαια έπαιξες. Όλη σου τη ζωή το ‘χες το στοίχημα. Απλώς δεν το ‘ξερες. Ξέρεις τι χρονιά γράφει πάνω το κέρμα; Χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ. Είκοσι δύο χρόνια ταξίδευε για να φτάσει εδώ. Και τώρα έφτασε. Κι είμαι κι εγώ εδώ. Κι έχω το χέρι μου από πάνω. Κι είναι κορόνα ή γράμματα. Και πρέπει ν’ αποφασίσεις. Να στοιχηματίσεις».
«Δεν γίνεται άμα δεν ξέρω τι έχω να κερδίσω», ισχυρίζεται πρώτος ο βενζινοπώλης.
Κι ο Σίγκαρ, που δεν αστειεύεται, κυριολεκτεί: «Τα πάντα».
Δυο μονάχα σε ολόκληρη αυτή την αργόσυρτη, προδιαγεγραμμένη, αιματοβαμμένη, παράλογη καταδίωξη «θα κερδίσουν» με το νόμισμα του Σίγκαρ «τα πάντα». Δηλαδή τη ζωή τους. Ο βεζινοπώλης πρώτος που το ξέρει κι ο Σερίφης στο τέλος, χωρίς να το ξέρει.
Όλα αρχίζουν από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ καθαρμάτων στη μέση του πουθενά. Μεξικάνοι έμποροι ναρκωτικών ανταλλάσσουν πυροβολισμούς, πρέζα και χρήματα. Χαμένοι οι πάντες. Ακόμα και ο Μος, που προς στιγμή πίστεψε πως έκανε την τύχη της ζωής του, εφόσον είναι εκείνος που εν μέσω όλων αυτών των νεκρών, βρίσκει την βαλίτσα με τα χρήματα. Αλλά ο πομπός μέσα τους έσερνε πίσω και τον παρανοικό Σίγκαρ. Μπορεί και να μην τον συναντούσε, εάν η στοιχειώδης εναπομείνασα ανθρωπιά δεν τον έστελνε πίσω στον τόπο του μακελειού να δώσει νερό σε κάποιον που αργοπεθαίνει. Σ’ αυτή τη ζωή, μάλλον, δεν θα πρέπει να κάνουμε πράγματα μισά, ειδικά οι τυχοδιωκτικές φύσεις. Τα μισά πράγματα του Μος, θα του στερήσουν τη ζωή. Η τυφλή βία του Σίγκαρ, ακόμα και στους τραυματισμούς του (περιποιείται τα τραύματα με κτηνιατρικά είδη, σαν ζώο) θα τον κάνει άτρωτο. Η απόλυτη καλοσύνη του Σερίφη, θα διασώσει μέσα του ένα κομμάτι συνείδησης ζωντανό και καθαρό.
Διότι με τρόπο αριστουργηματικό ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ στον Σερίφη και μόνο χαρίζει χαρακτήρα με βάθος και σκέψη. Παραθέτοντας μια σειρά εξαιρετικών μονολόγων σχεδόν στην αρχή κάθε κεφαλαίου και στην προσπάθειά του να καταλάβει τη νέα τάξη πραγμάτων. Είναι ο μόνος που διαθέτει συνείδηση και ψυχή. Ο Μος, είναι μόνον ένα αγρίμι κυνηγημένο. Ο δε Σίγκαρ, ο απόλυτος κυνηγός. Μόνο το νόμισμα. Η τύχη. Μοναδική ηθική του. Καθόλου τυχαίο που και οι δυο, θύτης και θήραμα, Σίγκαρ και Μος, εξαγοράζουν αντί αιματοβαμμένων χαρτονομισμάτων ρούχα από πιτσιρικάδες πληγωμένοι όντες για να ξεφύγουν. Ακριβώς ίδια κίνηση! Απλώς ο Μος, στέκεται ακόμα κάπου στο μεταίχμιο, παγιδεύεται πρώτα από τον πληγωμένο (που επιστρέφει στον τόπο του μακελειού για να του δώσει νερό) και κατόπιν από την γυναίκα του την οποία ματαίως θα προσπαθήσει να σώσει. Ο Σίγκαρ, όλα κιόλα, κρατά τον λόγο του. Κι είχε πει στον νεκρό πια Μος, ότι κάποια στιγμή θα την βρει και θα την σκοτώσει. Βλέπετε, έχει συνέπεια και το… κακό. Σχεδόν μηχανική. Απόλυτη. Καλοκουρδισμένη.
Ακόμα μια εξαιρετικά ποιητική, απολύτως βίαιη, αργόσυρτη, καθαρή, σχεδόν αρχετυπική μάταιη μάχη. Το Καλό και το Κακό κι ανάμεσά τους το Χάος. Στην καινούργια τάξη πραγμάτων, ένα είναι το βέβαιο: η αήττητη απόλυτη βία. Μοναδική νίκη του Καλού τα ελεγειακά αποσπάσματα, η επίγνωση του Σερίφη. Το πικρό αίσθημα της ήττας, εντάξει, αλλά κι ο σεβασμός στους νεκρούς. Σε ό,τι υπήρξε. Στον πατέρα που θα τον περιμένει μ’ αναμμένη φωτιά απέναντι όποτε φτάσει.
Εξάλλου, κι ο Φρόυντ το είπε, σ’ αυτόν τον κόσμο έχουμε έρθει να χάσουμε τα πάντα: και τη συνείδησή μας. Και στα βιβλία του MακΚάρθυ οι περισσότεροι ήρωες ήδη την έχουν χάσει ευθύς εξ’ αρχής. Παρόλα αυτά και ο Σερίφης στους «μελλοθανάτους» κάπου θα φτάσει και ο πατέρας με τον μικρό γιο του «Στον Δρόμο».
Μια συγκλονιστική κατάδυση στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, ένας σπαρακτικός μονόλογος του ανθρώπου που όντας μόνος στο χάος και στην απόλυτη βία, προσπαθεί να καταλάβει.
Στην ταινία των Κοέν, που επίσης, υπήρξε αριστουργηματική, δυστυχώς δεν γινόταν να αποδοθεί η ψυχοσύνθεση του Σερίφη. Στο βιβλίο, η τελική ήττα κι η ανημπόρια του, όμως, φαντάζει μεγαλειώδης.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ γεννήθηκε το 1933 στο Τενεσί και σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς.
Ήδη το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Orchard Keeper» (1965), κέρδισε την ομόφωνη αποδοχή της κριτικής, καθώς και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φώκνερ.
Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Child of God» (1973), «Suttree» (1979) και «Blood Meridian» (1985).
Το 1992, εκδίδοντας το «Όλα τα όμορφα άλογα» (μετ. Αλέκος Μπενρουμπής, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2000), γνωρίζει μεγάλη εμπορική επιτυχία και βραβεύεται με δύο «δύσκολα» βραβεία, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου και το Βραβείο Κριτικών.
Την ίδια επιτυχία γνώρισαν και τα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας του, τα μυθιστορήματα «Το πέρασμα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003) και «Πεδινές πολιτείες».
Το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του, «Ο δρόμος» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007) βραβεύτηκε με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας.
ΥΓ. Το κείμενο δημοσιεύτηκε σε Κυριακάτικη εφημερίδα εχθές.
31/3/08
Εγώ, πάντως, δεν ανήκω πουθενά.Ο έρωτας και η μοναξιά ανήκουν στις παρενέργειες.
«μια άκρη εσύ στο δικό σου δωμάτιο, μια άκρη στο δικό μου δωμάτιο εγώ»
«ΡΑΓΔΑΙΑ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ» του Θανάση Χειμωνά, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 232, τιμή: 15.50 ευρώ.
«Μήπως όλη αυτή η ιστορία είναι στη φαντασία μου; Μήπως δε μ’ αγαπάει; Μήπως έχει άλλη; Ναι, άλλη, αυτό το απλό πράγμα, που όμως είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να υποψιάζονται όλοι οι ερωτευμένοι. Οι ερωτευμένοι… Τι είναι οι ερωτευμένοι; Μέλη κάποιας αίρεσης;»
«Εγώ, πάντως, δεν ανήκω πουθενά. Ούτε σε αίρεση, ούτε σε σύλλογο, ούτε καν σε κάποια παρέα. Δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Είμαι μόνη, χωρίς συγγενείς, χωρίς φίλους…»
Διότι στο καινούργιο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά όλοι οι ήρωες σ’ αυτό τον άξονα κινούνται τελικά: στην αστική τους μοναξιά, «μια άκρη εσύ στο δικό σου δωμάτιο, μια άκρη στο δικό μου δωμάτιο εγώ». Κι ας υποφέρουν από παράφορο έρωτα κάποιοι, ας στηρίζουν όλο το οικοδόμημα της ζωής τους σε έναν άνδρα άγνωστο, σαν φάντασμα, απόντα σχεδόν.
Το μυθιστόρημα ξεκινά από μια συνάντηση: ένας παλιός, ξεχασμένος συγγραφέας, συναντά στο δρόμο του, καλοκαίρι με καύσωνα, έναν καινούργιο. Ο Αλέξανδρος Γεωργίου σχεδόν το έχει κι ο ίδιος ξεχάσει, ότι κάποτε ξεκίνησε τόσο ελπιδοφόρα, σχεδόν εντυπωσιακά. Και μετά, σιωπή. Σα να μην υπήρχε. Ο νεαρός Βασίλης Οικονόμου, όμως, μοιάζει σα να μην τον έχει ξεχάσει ποτέ. Τον αναζητά επιμόνως, επειγόντως, και επιθυμεί στην καινούργια του ανθολογία να τον συμπεριλάβει οπωσδήποτε!
Δυστυχώς αυτή η συνεργασία δεν θα ευοδωθεί. Ο Αλέξανδρος Γεωργίου αιφνιδίως θα πεθάνει. Και η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, ερωτευμένη θαυμάστριά του εδώ και χρόνια, ανακαλύπτει το τελευταίο χειρόγραφό του με μυστικά που τον στιγμάτισαν για μια ζωή.
Γύρω από το θαμμένο και ξεχασμένο χειρόγραφο και μέσα σε ένα καυτό και καταλυτικό καλοκαίρι σαν παντομίμες φαντασμάτων κινούνται «η τόσο μόνη Έλια» παρότι αγαπά τον Βασίλη έως παροξυσμού, ο Βασίλης που επιμένει να εξαφανίζεται μυστηριωδώς και αγνοεί το πώς θα διαχειριστεί τελικά τα χαμένα χειρόγραφα, η όμορφη και πλούσια φίλη της Έλιας, Δήμητρα, με το βεβαρημένο παρελθόν, η Σβέτα, η αλλοδαπή βοηθός της Έλιας, στο πρόσωπο της οποίας βλέπουμε όλο τον γολγοθά των αλλοδαπών (και σ’ άλλα του μυθιστορήματα, λ.χ. «Σπασμένα ελληνικά» αλλά και «Ανεξιχνίαστη ψυχή» ο συγγραφέας αναφέρεται στην ταλαιπωρία και το βάσανο αυτών των ανθρώπων), η Βίκυ, θεία της Έλιας που επιχειρεί να την πάρει σχεδόν με το ζόρι πίσω στο νησί…
Ανάμεσά τους, η απέραντη ασυνεννοησία του έρωτα, το εύθραυστο τελικά της γυναικείας φιλίας, η διαδικασία αυτής καθ’ εαυτής της γραφής. Ο ανθρώπινος ψυχισμός που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην υγεία και την αρρώστια, στη λογική και την τρέλα, το ρευστό παρελθόν και τα καθοριστικά μυστικά που βρικολακιάζουν και απ’ εκείνα φαίνεται να μη μπορεί να ξεφύγει κανείς. Η μοναξιά της πόλης, οι λάθρα βιώσαντες αλλοδαποί, η Αθήνα της μεταολυμπιακής περιόδου, ανεξιχνίαστη κι αυτή σαν τους δυο συγγραφείς.
Εγκιβωτισμένο στο μυθιστόρημα ένα άκρως αλληγορικό κι ενδιαφέρον διήγημα της Δήμητρας που μπορεί να αποτελεί τελικά και το κλειδί, η δική της οπτική διότι ως πιραντελικό πείραμα, θα μπορούσε και να πει κανείς «είναι ό,τι νομίζετε».
Ένα άκρως ενδιαφέρον ψυχολογικό θρίλερ, πολυεπίπεδο, παρά την δηλωμένη σαφήνεια και τους θεατρικούς διαλόγους, άκρως υπαινικτικό, με σιωπές και πτυχές που διαρκώς απολαμβάνεις ν’ ανακαλύπτεις.
Κοινές συνισταμένες του μυθιστορήματος με την «Μπλε ώρα» η αναζήτηση, εδώ συγγραφέας αναζητεί άλλον συγγραφέα, στη «Μπλε ώρα» αδελφός αναζητούσε αδελφό, και η δημιουργία. Ταινία στην «Μπλε ώρα», «Ανθολογία» και χαμένα χειρόγραφα στη «Ραγδαία επιδείνωση».
Σοκαριστικές οι προφητικές διαστάσεις στο διήγημα της Δήμητρας με τη ζωή να ακολουθεί μιμούμενη σκανδαλωδώς την τέχνη. Ίσως να είναι τελικά και ζήτημα υποσυνειδήτου, τα κείμενά μας επιχειρούν στον χρόνο βήματα βιαστικότερα της καθημερινής μας ζωής.
Ο τίτλος του βιβλίου, δάνειο από την γνωμάτευση του γιατρού:
«Προσοχή, δε θα παραλείψετε καμιά δόση, δε θα αλλάξετε τίποτα. Για είκοσι μέρες. Όπως σας είπα, αύριο φεύγω για διακοπές. Εδώ σημειώνω το τηλέφωνό μου, έχω κάνει εκτροπή και μπορείτε να με πάρετε αν κάτι χρειαστείτε. Αν υπάρξει κάποια ραγδαία επιδείνωση…».
Η καλύτερη συγγραφική ώρα, ενδεχομένως, του Θανάση Χειμωνά. Αποκαλυπτικό ως παλίμψηστο βιβλίο: για την δημιουργία, την γραφή, την ανθρώπινη ψυχή. Ο έρωτας και η μοναξιά, ανήκουν στις… παρενέργειες.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα.
Σπούδασε Φιλολογία και Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και Δημοσιογραφία στο Λονδίνο.
Εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα «Τα Νέα» - το πρώτο από τα οποία εντάχθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο» (εκδ. «Κέδρος», 1997).
Το μυθιστόρημα «Ραγδαία επιδείνωση» (εκδ. «Πατάκη», Φεβρουάριος 2008), είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα.
Προηγήθηκαν τα μυθιστορήματα:
«Ραμόν», Κέδρος, 1998
«Σπασμένα ελληνικά», Κέδρος, 2000
«Ανεξιχνίαστη ψυχή», Πατάκη, 2003
«Η Μπλέ ώρα», Πατάκη, 2005
Τον Μάιο του 2002 το «Ραμόν» εκδόθηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις «AlterEdit», ενώ το Μάρτιο του 2003 ακολούθησαν τα «Σπασμένα ελληνικά».
ΥΓ. Ευχαριστώ όλους όσοι μου σταθήκατε με την αγάπη σας το Παρασκευοσαββατοκύριακο: Το Κυκλάμινο του βουνού και την Εαρινή Συμφωνία (δεν θα σας το ξανακάνω, θα προσέχω τον εαυτό μου, το υπόσχομαι), τον Γιάννη, την Ντανιέλα και την Μάρω που έσπευσαν κοντά μου, τη Νεφέλη για το «Φεγγαράκι» που μου τραγούδησε και με έκανε καλά, τον Vita Mi Barouak που ήταν πρόθυμος να σπεύσει, την Ρίτσα, Ριτσάκι μόνο να δεις τι βόλτες μας περιμένουν, την Εύα, τον Αντώνη, τον Μπάμπη, τον Γιάννη, την Κατερίνα και την Αναστασία που ανησύχησα αδίκως, τον ioeu, το άλλο Σάββατο κερνάω καφέ οπωσδήποτε, και σας υπόσχομαι, νά, φιλώ σταυρό, θα προσέχω, δεν θα το ξανακάνω! Ρήντερ, τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, μετά λέω να ξυπνήσω! Ευχαριστώ για την υποστηρικτική.
Μαμαλούκα, χρωστώ! Ήσουν πολύ συγκινητικός την Κυριακή το βράδυ!
Λοιπόν, σήμερα είναι Δευτέρα, σας αγαπώ πολύ, σηκώνουμε τα μανίκια, αναπνέουμε με όσο οξυγόνο μας έχει απομείνει διότι έχουμε και δουλειά!
Και την άλλη φορά, θα προσέξω! Με τόση αγάπη, δεν γίνεται παρά να προσέχω!
Καλή εβδομάδα και την αγάπη μου στους πάντες!
Κατερινάκι εντάξει? Καθησυχαστική, επαρκώς? (Διότι το Κυκλάμινο του βουνού, επέμενε «βγες και πες ότι είσαι καλά, μας έσκασες πια!» (καλά όχι ακριβώς έτσι, στο πολύ… τρυφερό του!)
«ΡΑΓΔΑΙΑ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΗ» του Θανάση Χειμωνά, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 232, τιμή: 15.50 ευρώ.
«Μήπως όλη αυτή η ιστορία είναι στη φαντασία μου; Μήπως δε μ’ αγαπάει; Μήπως έχει άλλη; Ναι, άλλη, αυτό το απλό πράγμα, που όμως είναι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να υποψιάζονται όλοι οι ερωτευμένοι. Οι ερωτευμένοι… Τι είναι οι ερωτευμένοι; Μέλη κάποιας αίρεσης;»
«Εγώ, πάντως, δεν ανήκω πουθενά. Ούτε σε αίρεση, ούτε σε σύλλογο, ούτε καν σε κάποια παρέα. Δεν έχω κανέναν στον κόσμο. Είμαι μόνη, χωρίς συγγενείς, χωρίς φίλους…»
Διότι στο καινούργιο μυθιστόρημα του Θανάση Χειμωνά όλοι οι ήρωες σ’ αυτό τον άξονα κινούνται τελικά: στην αστική τους μοναξιά, «μια άκρη εσύ στο δικό σου δωμάτιο, μια άκρη στο δικό μου δωμάτιο εγώ». Κι ας υποφέρουν από παράφορο έρωτα κάποιοι, ας στηρίζουν όλο το οικοδόμημα της ζωής τους σε έναν άνδρα άγνωστο, σαν φάντασμα, απόντα σχεδόν.
Το μυθιστόρημα ξεκινά από μια συνάντηση: ένας παλιός, ξεχασμένος συγγραφέας, συναντά στο δρόμο του, καλοκαίρι με καύσωνα, έναν καινούργιο. Ο Αλέξανδρος Γεωργίου σχεδόν το έχει κι ο ίδιος ξεχάσει, ότι κάποτε ξεκίνησε τόσο ελπιδοφόρα, σχεδόν εντυπωσιακά. Και μετά, σιωπή. Σα να μην υπήρχε. Ο νεαρός Βασίλης Οικονόμου, όμως, μοιάζει σα να μην τον έχει ξεχάσει ποτέ. Τον αναζητά επιμόνως, επειγόντως, και επιθυμεί στην καινούργια του ανθολογία να τον συμπεριλάβει οπωσδήποτε!
Δυστυχώς αυτή η συνεργασία δεν θα ευοδωθεί. Ο Αλέξανδρος Γεωργίου αιφνιδίως θα πεθάνει. Και η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, ερωτευμένη θαυμάστριά του εδώ και χρόνια, ανακαλύπτει το τελευταίο χειρόγραφό του με μυστικά που τον στιγμάτισαν για μια ζωή.
Γύρω από το θαμμένο και ξεχασμένο χειρόγραφο και μέσα σε ένα καυτό και καταλυτικό καλοκαίρι σαν παντομίμες φαντασμάτων κινούνται «η τόσο μόνη Έλια» παρότι αγαπά τον Βασίλη έως παροξυσμού, ο Βασίλης που επιμένει να εξαφανίζεται μυστηριωδώς και αγνοεί το πώς θα διαχειριστεί τελικά τα χαμένα χειρόγραφα, η όμορφη και πλούσια φίλη της Έλιας, Δήμητρα, με το βεβαρημένο παρελθόν, η Σβέτα, η αλλοδαπή βοηθός της Έλιας, στο πρόσωπο της οποίας βλέπουμε όλο τον γολγοθά των αλλοδαπών (και σ’ άλλα του μυθιστορήματα, λ.χ. «Σπασμένα ελληνικά» αλλά και «Ανεξιχνίαστη ψυχή» ο συγγραφέας αναφέρεται στην ταλαιπωρία και το βάσανο αυτών των ανθρώπων), η Βίκυ, θεία της Έλιας που επιχειρεί να την πάρει σχεδόν με το ζόρι πίσω στο νησί…
Ανάμεσά τους, η απέραντη ασυνεννοησία του έρωτα, το εύθραυστο τελικά της γυναικείας φιλίας, η διαδικασία αυτής καθ’ εαυτής της γραφής. Ο ανθρώπινος ψυχισμός που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην υγεία και την αρρώστια, στη λογική και την τρέλα, το ρευστό παρελθόν και τα καθοριστικά μυστικά που βρικολακιάζουν και απ’ εκείνα φαίνεται να μη μπορεί να ξεφύγει κανείς. Η μοναξιά της πόλης, οι λάθρα βιώσαντες αλλοδαποί, η Αθήνα της μεταολυμπιακής περιόδου, ανεξιχνίαστη κι αυτή σαν τους δυο συγγραφείς.
Εγκιβωτισμένο στο μυθιστόρημα ένα άκρως αλληγορικό κι ενδιαφέρον διήγημα της Δήμητρας που μπορεί να αποτελεί τελικά και το κλειδί, η δική της οπτική διότι ως πιραντελικό πείραμα, θα μπορούσε και να πει κανείς «είναι ό,τι νομίζετε».
Ένα άκρως ενδιαφέρον ψυχολογικό θρίλερ, πολυεπίπεδο, παρά την δηλωμένη σαφήνεια και τους θεατρικούς διαλόγους, άκρως υπαινικτικό, με σιωπές και πτυχές που διαρκώς απολαμβάνεις ν’ ανακαλύπτεις.
Κοινές συνισταμένες του μυθιστορήματος με την «Μπλε ώρα» η αναζήτηση, εδώ συγγραφέας αναζητεί άλλον συγγραφέα, στη «Μπλε ώρα» αδελφός αναζητούσε αδελφό, και η δημιουργία. Ταινία στην «Μπλε ώρα», «Ανθολογία» και χαμένα χειρόγραφα στη «Ραγδαία επιδείνωση».
Σοκαριστικές οι προφητικές διαστάσεις στο διήγημα της Δήμητρας με τη ζωή να ακολουθεί μιμούμενη σκανδαλωδώς την τέχνη. Ίσως να είναι τελικά και ζήτημα υποσυνειδήτου, τα κείμενά μας επιχειρούν στον χρόνο βήματα βιαστικότερα της καθημερινής μας ζωής.
Ο τίτλος του βιβλίου, δάνειο από την γνωμάτευση του γιατρού:
«Προσοχή, δε θα παραλείψετε καμιά δόση, δε θα αλλάξετε τίποτα. Για είκοσι μέρες. Όπως σας είπα, αύριο φεύγω για διακοπές. Εδώ σημειώνω το τηλέφωνό μου, έχω κάνει εκτροπή και μπορείτε να με πάρετε αν κάτι χρειαστείτε. Αν υπάρξει κάποια ραγδαία επιδείνωση…».
Η καλύτερη συγγραφική ώρα, ενδεχομένως, του Θανάση Χειμωνά. Αποκαλυπτικό ως παλίμψηστο βιβλίο: για την δημιουργία, την γραφή, την ανθρώπινη ψυχή. Ο έρωτας και η μοναξιά, ανήκουν στις… παρενέργειες.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε το 1971 στην Αθήνα.
Σπούδασε Φιλολογία και Κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και Δημοσιογραφία στο Λονδίνο.
Εργάζεται ως αθλητικός συντάκτης.
Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με δύο διηγήματα στην εφημερίδα «Τα Νέα» - το πρώτο από τα οποία εντάχθηκε στη συλλογή διηγημάτων «Έρωτας σε πρώτο πρόσωπο» (εκδ. «Κέδρος», 1997).
Το μυθιστόρημα «Ραγδαία επιδείνωση» (εκδ. «Πατάκη», Φεβρουάριος 2008), είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα.
Προηγήθηκαν τα μυθιστορήματα:
«Ραμόν», Κέδρος, 1998
«Σπασμένα ελληνικά», Κέδρος, 2000
«Ανεξιχνίαστη ψυχή», Πατάκη, 2003
«Η Μπλέ ώρα», Πατάκη, 2005
Τον Μάιο του 2002 το «Ραμόν» εκδόθηκε στη Γαλλία από τις εκδόσεις «AlterEdit», ενώ το Μάρτιο του 2003 ακολούθησαν τα «Σπασμένα ελληνικά».
ΥΓ. Ευχαριστώ όλους όσοι μου σταθήκατε με την αγάπη σας το Παρασκευοσαββατοκύριακο: Το Κυκλάμινο του βουνού και την Εαρινή Συμφωνία (δεν θα σας το ξανακάνω, θα προσέχω τον εαυτό μου, το υπόσχομαι), τον Γιάννη, την Ντανιέλα και την Μάρω που έσπευσαν κοντά μου, τη Νεφέλη για το «Φεγγαράκι» που μου τραγούδησε και με έκανε καλά, τον Vita Mi Barouak που ήταν πρόθυμος να σπεύσει, την Ρίτσα, Ριτσάκι μόνο να δεις τι βόλτες μας περιμένουν, την Εύα, τον Αντώνη, τον Μπάμπη, τον Γιάννη, την Κατερίνα και την Αναστασία που ανησύχησα αδίκως, τον ioeu, το άλλο Σάββατο κερνάω καφέ οπωσδήποτε, και σας υπόσχομαι, νά, φιλώ σταυρό, θα προσέχω, δεν θα το ξανακάνω! Ρήντερ, τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα, μετά λέω να ξυπνήσω! Ευχαριστώ για την υποστηρικτική.
Μαμαλούκα, χρωστώ! Ήσουν πολύ συγκινητικός την Κυριακή το βράδυ!
Λοιπόν, σήμερα είναι Δευτέρα, σας αγαπώ πολύ, σηκώνουμε τα μανίκια, αναπνέουμε με όσο οξυγόνο μας έχει απομείνει διότι έχουμε και δουλειά!
Και την άλλη φορά, θα προσέξω! Με τόση αγάπη, δεν γίνεται παρά να προσέχω!
Καλή εβδομάδα και την αγάπη μου στους πάντες!
Κατερινάκι εντάξει? Καθησυχαστική, επαρκώς? (Διότι το Κυκλάμινο του βουνού, επέμενε «βγες και πες ότι είσαι καλά, μας έσκασες πια!» (καλά όχι ακριβώς έτσι, στο πολύ… τρυφερό του!)
28/3/08
Παρίσι με ό,τι έχω γίνει!
Της Δανάης που ελπίζω να με κάνει παρέα ακόμα και όταν γεράσω πολύ!
Του Θηβαίου που μου χάρισε το Παρίσι των ονείρων μου.
Δύσκολα φεύγω! Αγκομαχώντας σαν ατμομηχανή στην αρχή, εξασφαλίζοντας πίσω τους πάντες: γονείς, φυτά, γατιά…
Αυτή τη φορά, παρ’ ότι είχα βγάλει τα εισιτήρια εδώ και καιρό, είχα στηλώσει τα πόδια: στο Παρίσι έχω πάει έτσι ή αλλιώς! Και η ζωή μου είν’ εδώ!
Την τελική ώθηση την έδωσαν, τελικά, τα… νεκροταφεία! Ό,τι αγαπούσα βρισκόταν εκεί: Μπαλζάκ, Όσκαρ Ουάιλντ, Κολέτ, Σοπέν, Μολιέρος, Μοντιλιάνι και Μόρισσον στο La Pere Lachaise. Μπωντλέρ, Σάμουελ Μπέκετ, Ιονέσκο, Εντίθ Πιάφ, Σάρτρ, Μπωβουάρ και Μαργκερίτ Ντυράς στο MonParnas. Καμίλ Κλωντέλ και Ροντέν, σταθερά με όλους τους πέτρινους και χάλκινους εραστές τους, στο μουσείο. Η όπερα της Βαστίλης φιλοξενούσε έναν «Πάρσιφαλ» Βάγκνερ που αλίμονό μου αν το ‘χανα (υπερπαραγωγή, πεντέμισι ώρες, ορχήστρα και τραγουδιστές απ’ όλο τον κόσμο εκπληκτικοί) ενώ στη βασιλική τους όπερα χόρευε ο καλύτερος χορευτής τους Nicolas Le Riche «Καλιγούλα». Υπό τον ήχο των «Τεσσάρων εποχών», μας έκανε κάτι παράξενο στην αρχή, αλλά υπήρξε μαγεία.
Μέχρι να μπω στο αεροπλάνο κρατούσαν, το ήξερα, οι αναστολές. Το ποτάμι σχεδόν δίπλα μας, μέναμε στο νησί, ανέλαβε να τις πνίξει! Hotel Jeu de Paume στην Ile St. Luis. Και για φαγάκια, Starcooker στο Marais και Place des Vosges στο La Place Royale. Έβγαλα κάλους ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες στo μετρό και στη Μονμάρτη. Τάφο – τάφο τους επισκέφθηκα τους νεκρούς. Δεν τους είχε ξεχάσει κανείς, νέα παιδιά άφηναν άλλος σημείωμα, κόσμημα, το εισιτήριο του μετρό, ένα λουλούδι.
Θα γκρεμοτσακιζόμουν στην όπερα με το να ατενίζω ταβάνια! Ο «Καλιγούλας» άγγιζε το θείο. Στον «Parsifal» οι Victor von Halem και Clristopher Ventris σ’ ανέβαζαν στον ουρανό, δεν είχα ξανακούσει χορωδία εκατό ατόμων!
Το Πάσχα, βέβαια, απουσίαζε σχεδόν σκανδαλωδώς. Μόνο κάτι άσπρα λουλούδια σε υπόγεια παρεκκλήσια. Ας είναι, το άναψα το ρεσό. Στην Παναγία των Παρισίων αναγνώρισα για ακόμα μια φορά το αρχιτεκτονικό θαύμα. Πιο κατανυκτικά, στον Άγιο Ιουλιανό τον Φτωχό, ακολουθούν ορθόδοξο τελετουργικό. Κι έκανα και την σκανδαλιά της δεκαετίας στη γειτονιά των Μουλέν Ρουζ. Μπήκα για πρώτη φορά σε sex Shop κι αγόρασα μοβ πάπια νομίζοντας ότι είναι… αιθέρια έλαια! Ο δε Θηβαίος νόμιζε πως κάνει στο αυχενικό… μασάζ!
Αγόρασα και μια τσάντα- κότα, θα την κρατήσω; δεν θα την κρατήσω;
Αυτή τη φορά το Παρίσι ήταν ό,τι είχα επιθυμήσει κι είχα διανύσει. Κοιτώ την χειρόγραφη διαθήκη τώρα που γύρισα και γελώ. Όχι, δεν θα την σκίσω, για το επόμενο ταξίδι, κι αν χρειασθεί, θα την τροποποιήσω.
Και επιστρέφοντας η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να συγκεντρωθώ!
ΥΓ1: Για να με διαβάσετε το ανέβασα! Και να σας πω εκεί που είστε το πόσο μου λείπετε! Το πόσο υπήρξα μαζί σας ελεύθερη και ευτυχής. Ποτέ δεν ήμουν τόσο ελεύθερη και τόσο ευτυχής!
Υ2: Δαναίτσα, φιλιά στον Νικόλα, στη Μυρτώ, στη Σοφία, ναι?
ΥΓ3: Γιάννη, πώς θα κατέβω αύριο μόνη μου τόσο δρόμο, μου λες?
Του Θηβαίου που μου χάρισε το Παρίσι των ονείρων μου.
Δύσκολα φεύγω! Αγκομαχώντας σαν ατμομηχανή στην αρχή, εξασφαλίζοντας πίσω τους πάντες: γονείς, φυτά, γατιά…
Αυτή τη φορά, παρ’ ότι είχα βγάλει τα εισιτήρια εδώ και καιρό, είχα στηλώσει τα πόδια: στο Παρίσι έχω πάει έτσι ή αλλιώς! Και η ζωή μου είν’ εδώ!
Την τελική ώθηση την έδωσαν, τελικά, τα… νεκροταφεία! Ό,τι αγαπούσα βρισκόταν εκεί: Μπαλζάκ, Όσκαρ Ουάιλντ, Κολέτ, Σοπέν, Μολιέρος, Μοντιλιάνι και Μόρισσον στο La Pere Lachaise. Μπωντλέρ, Σάμουελ Μπέκετ, Ιονέσκο, Εντίθ Πιάφ, Σάρτρ, Μπωβουάρ και Μαργκερίτ Ντυράς στο MonParnas. Καμίλ Κλωντέλ και Ροντέν, σταθερά με όλους τους πέτρινους και χάλκινους εραστές τους, στο μουσείο. Η όπερα της Βαστίλης φιλοξενούσε έναν «Πάρσιφαλ» Βάγκνερ που αλίμονό μου αν το ‘χανα (υπερπαραγωγή, πεντέμισι ώρες, ορχήστρα και τραγουδιστές απ’ όλο τον κόσμο εκπληκτικοί) ενώ στη βασιλική τους όπερα χόρευε ο καλύτερος χορευτής τους Nicolas Le Riche «Καλιγούλα». Υπό τον ήχο των «Τεσσάρων εποχών», μας έκανε κάτι παράξενο στην αρχή, αλλά υπήρξε μαγεία.
Μέχρι να μπω στο αεροπλάνο κρατούσαν, το ήξερα, οι αναστολές. Το ποτάμι σχεδόν δίπλα μας, μέναμε στο νησί, ανέλαβε να τις πνίξει! Hotel Jeu de Paume στην Ile St. Luis. Και για φαγάκια, Starcooker στο Marais και Place des Vosges στο La Place Royale. Έβγαλα κάλους ανεβοκατεβαίνοντας σκάλες στo μετρό και στη Μονμάρτη. Τάφο – τάφο τους επισκέφθηκα τους νεκρούς. Δεν τους είχε ξεχάσει κανείς, νέα παιδιά άφηναν άλλος σημείωμα, κόσμημα, το εισιτήριο του μετρό, ένα λουλούδι.
Θα γκρεμοτσακιζόμουν στην όπερα με το να ατενίζω ταβάνια! Ο «Καλιγούλας» άγγιζε το θείο. Στον «Parsifal» οι Victor von Halem και Clristopher Ventris σ’ ανέβαζαν στον ουρανό, δεν είχα ξανακούσει χορωδία εκατό ατόμων!
Το Πάσχα, βέβαια, απουσίαζε σχεδόν σκανδαλωδώς. Μόνο κάτι άσπρα λουλούδια σε υπόγεια παρεκκλήσια. Ας είναι, το άναψα το ρεσό. Στην Παναγία των Παρισίων αναγνώρισα για ακόμα μια φορά το αρχιτεκτονικό θαύμα. Πιο κατανυκτικά, στον Άγιο Ιουλιανό τον Φτωχό, ακολουθούν ορθόδοξο τελετουργικό. Κι έκανα και την σκανδαλιά της δεκαετίας στη γειτονιά των Μουλέν Ρουζ. Μπήκα για πρώτη φορά σε sex Shop κι αγόρασα μοβ πάπια νομίζοντας ότι είναι… αιθέρια έλαια! Ο δε Θηβαίος νόμιζε πως κάνει στο αυχενικό… μασάζ!
Αγόρασα και μια τσάντα- κότα, θα την κρατήσω; δεν θα την κρατήσω;
Αυτή τη φορά το Παρίσι ήταν ό,τι είχα επιθυμήσει κι είχα διανύσει. Κοιτώ την χειρόγραφη διαθήκη τώρα που γύρισα και γελώ. Όχι, δεν θα την σκίσω, για το επόμενο ταξίδι, κι αν χρειασθεί, θα την τροποποιήσω.
Και επιστρέφοντας η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να συγκεντρωθώ!
ΥΓ1: Για να με διαβάσετε το ανέβασα! Και να σας πω εκεί που είστε το πόσο μου λείπετε! Το πόσο υπήρξα μαζί σας ελεύθερη και ευτυχής. Ποτέ δεν ήμουν τόσο ελεύθερη και τόσο ευτυχής!
Υ2: Δαναίτσα, φιλιά στον Νικόλα, στη Μυρτώ, στη Σοφία, ναι?
ΥΓ3: Γιάννη, πώς θα κατέβω αύριο μόνη μου τόσο δρόμο, μου λες?
26/3/08
Αλλά η μοναξιά, μοναξιά, κάτσε καλά!
ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ:
Η χασούρα για τον ποιητή, είναι το κέρδος του!
«Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.// Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,/ να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος'/ να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,/ να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω//. Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,/ για να μάθεις πια να μην κλοτσάς» (Με κατάνυξη).
Ερωτικός, άμεσος, ειλικρινής, βαθύς, δεν χαρίζει κάστανα σε κανένα.
Ήρθε στην Παιανία για μια διάλεξη με θέμα «Σολωμός- Καβάφης: διαφορές και ομοιότητες». Καθώς και για τα είκοσι χρόνια των εκδόσεων Μπιλιέτο, των αδελφών Δημητράκη.
Πρώτο βιβλίο των εκδόσεων «Ο «ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου» του Βασίλη Δημητράκου που επανεκδίδεται. Μαζί με την «Επί του όρους ομιλία του Κυρίου» σε μετάφραση Ντίνου Χριστιανόπουλου και το καινούργιο τεύχος του περιοδικού «Μπιλιέτο» που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην θεσσαλονικιό ποιητή. Και μια ανθολογία του έργου του «Βολέματα καταστροφής», επίσης επιμέλεια Βασίλη Δημητράκου.
Κι αυτήν εδώ τη φορά το τόλμησα. Μια συζήτηση μαζί του γενικώς για «Προσκυνήματα»: «Από μικρός συνήθισα να προσκυνώ/ χέρια παπάδων, ιερές εικόνες'/ μετά το γύρισα σε πόδια αγαπημένα.// Τώρα μπερδεύω τί θα πει προσκυνημένος».
Μέρος αυτής της κουβέντας, το κείμενο που ακολουθεί.
- «Εμείς που γνωρίσαμε μικροί τον Χριστό ζούμε τώρα τη θλίψη».
Στους περισσότερους έρχεται αργά ο Χριστός, φαντάζομαι όμως το βάσανο να ξεκινά τη ζωή του κανείς μέσα σ’ αυτό το απόλυτο φως. Αλλά υπάρχει παράδεισος δίχως την ταπείνωση της κόλασης, κύριε Χριστιανόπουλε?
- Ο στίχος είναι σωστή επισήμανση. Σαν απάντηση θα είχα να σας πω ότι κάνατε μεγάλο σφάλμα που τον γνωρίσατε αργά. Εγώ αντίθετα έκανα πολύ καλά που τον γνώρισα εγκαίρως. Εάν το πράγμα έγινε αντίστροφα προς ό,τι ήθελα και τώρα ζω τη θλίψη, δεν φταίει βέβαια ο Ιησούς Χριστός.
- Παρ’ ότι δεν είναι μεσ’ τις ερωτήσεις μου, με κάνετε να θέλω να ρωτήσω αν τον επιλέγουμε ή μας επιλέγει, τελικά, ο Ιησούς Χριστός.
- Πολύ ωραία ερώτηση αλλά δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να απαντήσει. Γιατί είναι ένα πράγμα τόσο αινιγματικό και τόσο άγνωστο που απλώς εμείς το χειριζόμαστε σαν το παιχνίδι με τα τόμπολα. Γι’ αυτό φαίνεται άλλοτε να μας επιλέγει, και άλλοτε να τον επιλέγουμε. Ρωτήσατε τους θεολόγους πόσοι μαλώνουν για ένα απλό ερώτημα; Αν την «ξηρανθείσα συκή» την επέλεξε ο Θεός να παίξει ρόλο στη ζωή του Χριστού ή το αντίθετο; Δηλαδή η φουκαρού η συκή τι το φοβερό είχε και την ξέρανε ο Χριστός; Το θέμα είναι όταν τελικά φτάνουμε σε πλήρες αδιέξοδο σ’ αυτές τις ερωτήσεις υπάρχουν πάντοτε διπλές απαντήσεις. Είναι και αυτό, θα μπορούσε να είναι και το άλλο.
- Ποίηση δίχως «μάτια τυραννισμένα» γίνεται? Δίχως ταπείνωση προσεγγίζεται η Τέχνη?
- Αυτό το «γίνεται» σηκώνει νερό. Αν ρωτήσετε μερικούς ψευτομοντέρνους ποιητές, γίνεται και παραγίνεται, διότι δεν τους καίει να πουν και μερικά φούμαρα. Εμένα που με καίει, και που βαδίζω στ’ αχνάρια του Ρίλκε, πιστεύω πως πρέπει να δει κανείς πολλούς θανάτους και πολλές γέννες για να μπορέσει να γράψει έστω και έναν στίχο. Δηλαδή, ο καλός και σοβαρός στίχος προυποθέτει μια τρομακτική εμπειρία ζωής.
- «Ανοιχτή πληγή ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου», 1988, το πρώτο βιβλίο των Εκδόσεων Μπιλιέτο που ξεκινούσε κιόλας από τη Θεσσαλονίκη. Είκοσι χρόνια μετά, «Ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου» και ένα τεύχος του περιοδικού «Μπιλιέτο» αφιερωμένο σε σας. Η Ανθολόγια του Βασίλη Δημητράκου «Βολέματα καταστροφής». Ένας ολόκληρός κύκλος που ξεκινά από σας και καταλήγει σε σας, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη και φτάνει μέχρι την Παιανία, πώς σας φαίνεται όλο αυτό?
- Ότι δεθήκαμε εξαιτίας του «Ανυπεράσπιστου καημού» εγώ και η Παιανία, είναι γεγονός, ήρθα τόσες φορές, την αγάπησα, μίλησα γι’ αυτήν. Ειδικά για τον «Ανυπεράσπιστο καημό», το βιβλιαράκι του Βασίλη που τώρα το ‘βγαλε και σε δεύτερη έκδοση, και αντιστρέφει κάπως τα πράγματα. Δείχνει ότι η Παιανία προσεγγίζει εμένα μέσω του «ανυπεράσπιστου καημού». Αλλά είτε συμβαίνει αυτό, είτε δεν συμβαίνει, το θέμα είναι ένα: η αγάπη του Βασίλη για τα ποιήματά μου τον οδήγησε στο να διαλέξει ίσως το βασικότερο κομμάτι της ποίησής μου που είναι ο «Ανυπεράσπιστος καημός» και αυτή η αγάπη τον έκανε να μεταδώσει στην Παιανία – για να μην πω στους φίλους όλους- την αγάπη του για την ποιητική μου αυτή συλλογή η οποία έχει σε κάθε σοβαρό άνθρωπο να πει μερικά πράγματα πολύ αξιόλογα.
- Ταυτοχρόνως επανεκδίδεται και η μετάφρασή σας στην «Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου» (από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Ε-Ζ) που πρωτοεκδόθηκε από το Μπιλιέτο το 1995). Γιατί ειδικά η Επί του Ομιλία και τι σημαίνει για σας αυτή η μετάφραση?
- Η απασχόλησή μου με το Ευαγγέλιο, που όπως θα ξέρετε κράτησε σαράντα ολόκληρα χρόνια, με κούρασε, με τυράννησε αλλά και με αποζημίωσε και με το παραπάνω, αφορά όλο το Ευαγγέλιο το κατά Ματθαίον! Η επί του Όρους ομιλία, σύμφωνα με γνώμες διαφόρων θεολόγων όλου του κόσμου, είναι το ωραιότερο κομμάτι του Ματθαίου, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι το ωραιότερο κομμάτι του Ματθαίου είναι η περιγραφή των παθών.
Η επί του Όρους ομιλία η οποία βγήκε δυο φορές από τις εκδόσεις Μπιλιέτο δείχνει, όπως και η αγάπη για τον «ανυπεράσπιστο καημό», μια ιδιαίτερη προτίμηση του Δημητράκου προς την επί του Όρους Ομιλία. Δηλαδή αυτομάτως διάλεξε το καλύτερο κατά τη γνώμη μου κομμάτι. πράγμα που με ικανοποιεί κι εμένα πάρα πολύ.
- «Ζητάτε και θα σας δοθεί’ ψάχνετε και θα βρείτε’ χτυπάτε την πόρτα και θ’ ανοίξει για σας. Γιατί όποιος ζητάει, παίρνει, και όποιος ψάχνει, βρίσκει, και σ’ όποιον χτυπάει την πόρτα, η πόρτα θα ανοίξει». Η ποίηση είναι ένας τρόπος να χτυπάτε την πόρτα?
- Βεβαίως είναι, αλλά ποια ποίηση, όχι η οποιαδήποτε. Μια ποίηση τόσο ειλικρινής και τόσο σωστή- αυτή που λέμε ότι βγαίνει εκ βαθέων.
Μια ποίηση τόσο ειλικρινής και εκ βαθέων είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσουμε τον Χριστό. Χωρίς βέβαια προεκτάσεις θεολογικές. Θέλω να μην είμαι μέσα στο χώρο της θεολογίας, να μιλώ απλά σαν ένα άτομο που ενδεχομένως έχει κι αυτό τα θρησκευτικά του και τις τάσεις του. Και μη νομίζετε ότι πρωτοτυπούμε γι’ αυτό το θέμα. Όλοι οι λεγόμενοι «μυστικοί ποιητές», μυστικοί ποιητές είναι διάφοροι θρησκευόμενοι οι οποίοι ουσιαστικά μιλούν για τον Χριστό ενώ φαινομενικά μιλούν για τον έρωτα, υποστηρίζουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Το κλασικό παράδειγμα του «Άσματος Ασμάτων». Αλλά υπάρχουν πολλοί, η Σάντα Μαρία Τερέζια, ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, έχουν θέσει ωμά αυτό το θέμα, ότι ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσεις τον Χριστό είναι ακριβώς η ποίηση.
- «Μπείτε από τη στενή πύλη… Πόσο στενή είναι η πύλη και πόσο στενόχωρος ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, και πόσο λίγοι είναι εκείνοι που τον βρίσκουν!» Η ποίηση, η ζωή σας, υπήρξαν «στενή πύλη»?
Κι αυτό το θέμα το έχει αναπτύξει διεξοδικά μέσα σε ένα βιβλιαράκι του ο Αντρέ Ζιντ. Ένας γάλλος πεζογράφος, δυο γενιές πριν, στο βιβλιαράκι του «Η στενή πύλη». Εμένα δεν με απασχόλησε και πάρα πολύ. Τώρα για πρώτη φορά που μου το θέτετε ήθελα να σας πω ότι βεβαίως συμβαίνει αυτό το πράγμα, διότι ενώ για πολλούς εμφανίζομαι σαν ένας πετυχημένος ποιητής, στην πραγματικότητα πρέπει να ομολογήσουμε ότι είμαι ένας τυραννισμένος ποιητής και αυτό το επίθετο τυραννισμένος πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη «στενή πύλη». Γιατί όπως δύσκολα τα καταφέρνει αυτός που μπαίνει από τη στενή πύλη, άλλο τόσο τα καταφέρνει αυτός που μπαίνει απ’ τη φαρδιά πύλη, γι’ αυτό λοιπόν να είστε σίγουρη ότι κρύβεται μια μεγάλη και οδυνηρή δοκιμασία γύρω από το θέμα της στενής πύλης για την οποία, όμως, καυχιέμαι ότι την διάλεξα και την προτίμησα, δεν την βρήκα, ούτε μου επιβλήθηκε.
- Το 1950 στην «Εποχή των ισχνών αγελάδων» ο κόσμος, ο εαυτός, «υπό την σκιά άλλων προσώπων». Από τα «Ξένα γόνατα» (1954) και μετά, το βάσανο της γης και τ’ ουρανού «στο πρώτο ενικό πρόσωπο». Έναν- έναν μας καλεί η Ποίηση, ο Θεός, η Ζωή, κύριε Χριστιανόπουλε? «Τα μεγάλα» θα πρέπει να τα περάσουμε μόνοι?
Τώρα με ρωτάτε τόσο πολλά που στο τέλος ζαλίζομαι και τα ξεχνώ.
- Αν στον έρωτα, στον Θάνατο, στον Θεό, βαδίζουμε μόνοι ρωτώ!
- Στον θάνατο πάντα βαδίζουμε μόνοι. Αλλά και το περιθώριο να φιλολογούμε περί ζωής και θανάτου είναι πολύ μεγάλο. Ουσιαστικά να ξέρετε ένα πράγμα, ότι σε μένα ειδικά έγινε μια αλλαγή, παράτησα δηλαδή τις μυθολογίες και τις παραθρησκειολογίες και μίλησα πιο ωμά και πιο γυμνά για την περίπτωσή μου. Το γεγονός ότι αντιπαραβάλω την ατομική περίπτωση σ’ αυτό το συνοθύλλευμα που ο πολύς ο κόσμος το λέει ποίηση, αυτό ίσως ήταν μια πρωτοτυπία και δεν μετάνιωσα ποτέ.
-Αλλά μετά, το 1960, στον «Ανυπεράσπιστο καημό» ο ενικός θα γίνει και πάλι πληθυντικός «ο εαυτός από τη μοναξιά κατακερματισμένος». Τσαλακωμένος μόνον φτάνεις στο Θεό, στην Αγάπη ή στο Ποίημα?
Το αν είμαστε κατακερματισμένοι ή όχι και με αυτά τα χάλια φτάνουμε στο Θεό, είναι μεγάλος λόγος, δεν μπορώ να πω. Πάντως αν φτάνουμε κατακερματισμένοι, μπράβο μας! Αλλά φτάνουμε? Ή οι πιο πολλοί πριν προλάβουμε να φτάσουμε, το ρίχνουμε στη φιλολογία;
- «Η σιγουριά της καταστροφής του είναι και η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία του. Ο σπόρος πρέπει να μπει στο χώμα, να καταστραφεί, για να φυτρώσει», γράφει ο Βασίλης Δημητράκος για την ποίησή σας στον «Ανυπεράσπιστο καημό».Τα βρίσκουμε όλα όταν τα έχουμε χάσει όλα? Κι εσείς τι χάσατε, τι δώσατε και τι βρήκατε, κύριε Χριστανόπουλε?
- Είναι κι αυτό ένα πολύπλοκο θέμα, αυτός που κερδίζει από την απώλεια, είναι ίσως ο πιο κερδισμένος. Και δεν είναι μόνο για μένα. Λόγου χάρη το 1453 χάσαμε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό που κάναμε – που χάσαμε δηλαδή μια αυτοκρατορία και νικηθήκαμε από έναν Τούρκο- τι είναι απώλεια ή κέρδος; Ποιος νίκησε ο Μωάμεθ ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος; Βλέπεις αυτή η αντιστροφή των πραγμάτων γίνεται μόνο μέσα από ειλικρινή ποίηση, όχι μέσα από την ιστορία Η ιστορία είναι τόσο κρύα, που λέει «αυτό το γεγονός έγινε, αυτό θα παραδεχθώ». Ναι, αυτό έγινε, αλλά όλα τα επόμενα, παρεπόμενα και συνακόλουθα αυτού του γεγονότος θα παρέλθουν στην άκρη; Γι’ αυτό, λοιπόν, να το ξέρετε, η χασούρα για τον ποιητή είναι το κέρδος του.
- «Η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε», θείο δώρο, ή εγγενής ελάττωμα ή προτέρημα του ποιητή? Προσωπικά σας έβαλε δύσκολα ή σας δυσκόλεψε η ποίηση?
- Είναι πάντοτε όπως το βλέπεις. Εγώ ήθελα τα δύσκολα και γι’ αυτό τα υπέστην, βέβαια. Και υπέστην όπως ξέρετε ή δεν ξέρετε και πολλές δοκιμασίες, και πολλές περιπέτειες, και πολλούς εξευτελισμούς. Λοιπόν σας βεβαιώνω ότι, τελικά, κέρδισα. Διότι ό,τι χάνει κανείς, είναι στο ενεργητικό του.
- Ποίηση δίχως ποιητική ζωή, γίνεται?
Η λέξη «ποιητική ζωή» δεν μ’ αρέσει. Δεν καταλαβαίνω καλά- καλά τι θα πει ποιητική ζωή. Πάντως μια ποιητική γενναιότητα το καταλαβαίνω αλλά κι αυτό βέβαια ως ερώτηση για μερικούς μόνο ποιητές, γιατί τα ενιάμιση δέκατα της ελληνικής ποίησης, ανεξαρτήτως αν είναι ή αν δεν είναι σαβούρα, δεν έχουν να μας αποδώσουν τίποτε οι νεοέλληνες ποιητές.
- «Δεν πόνεσα αρκετά/ για να μ’ αγγίξει ο πόνος του διπλανού», πότε πρωτοπονέσατε και πότε σας άγγιξε ο πόνος του διπλανού? Πότε και πώς σας πρωτακούμπησε η ποίηση?
Ο Καβάφης λέει κάτι αρκετά σοβαρό, ότι το ποίημα εκφράζει τον ποιητή του μόνο την στιγμή που γράφεται. Επομένως αν βασιστούμε ότι έχει δίκιο, πρέπει να μιλήσουμε για τη στιγμή εκείνη κατά την οποία ομολόγησα ότι δεν πόνεσα ακόμα αρκετά για να μ’ αγγίξει ο πόνος του διπλανού μου. Εκείνη τη στιγμή που το έγραφα, το πίστευα. Και μπορώ να πω ότι και μετέπειτα με έχει απασχολήσει αυτό το πράγμα και σαν ομολογία και σαν επανάληψη ή και σαν ανατροπή καμιά φορά.
- «Τον ποιητή, όσο τον απασχολεί το τι θα γράψει, άλλο τόσο τον απασχολεί και τι δεν θα γράψει», «Ό,τι δεν γράφει αυτός, το «γράφει» εκείνος που διαβάζει τα ποιήματά του», η Ποίησή σας απαιτεί αναγνώστη- συνδημιουργό? Είναι ανοιχτή ποίηση, μια ποίηση που αναπνέει?
- Το τι δεν γράφει ο ποιητής είναι πράγματι πολύ μεγάλο ερώτημα. Αυτά τα υποτιθέμενα κενά τα έχει μελετήσει ο Δημητράκος τα οποία τα χαρακτηρίζει, μου φαίνεται, «άγραφο ποίημα». Και μπορείς να ανιχνεύσεις την σκιά του ποιητή μέσα από το άγραφο υποτιθέμενο ποίημα. Είναι πολύ ωραία παρατήρηση αυτή, εμένα δεν με πολυενδιαφέρει από την άποψη ότι τελεσίδικα ή έστω και μερικές φορές άδικα, κάτι παραλείπω. Είτε για λόγους οικονομίας, είτε για λόγους τεχνικής, είτε για λόγους σκοπιμότητας, κάτι παραλείπεται. Αλλωστε μη ξεχνάτε ότι όταν γράφουμε ένα ποίημα ουσιαστικά μουτζουρώνουμε ένα χαρτί, όπου πολλοί στίχοι, τελικά, πετιούνται.
- Απόψε θα μιλήσετε για τον Καβάφη και για τον Σολωμό, θ’ αναφερθείτε στις διαφορές και στις ομοιότητές τους. Να υποθέσουμε ότι και η δική τους ποίηση είναι μια ποίηση που αναπνέει?
- Πρώτα- πρώτα ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν έκανα καλά που διάλεξα αυτό το θέμα, γιατί είναι λίγο πιο πέρα από τις δυνάμεις μου. Και μπορεί μεν να μην γελοιοποιηθώ αλλά δεν είμαι σίγουρος και αν θα κερδίσω το κοινό μου. Είναι δυο διαφορετικοί ποιητές τόσο σπουδαίοι αλλά και με τόσο διαφορετικές μεθόδους που δεν ξέρω με τι στοιχεία θα μπορέσω να τους συγκρίνω.
- «Η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή», η ποίηση? Ο Θεός? Η ζωή?
- Κατ’ αρχή το καθένα με κάτι κερδίζεται βρε αδελφέ, δεν χάλασε ο κόσμος! Θα σας αφηγηθώ μόνον ως ανέκδοτο μια περιπέτεια που είχα με τον ηθοποιό Μινωτή. Σε μια συνέντευξη που του πήρε μια δημοσιογράφος, δεν θυμούμαι ποια ήταν η ερώτηση, του είπε «όπως λέει και ο ποιητής Χριστιανόπουλος, η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή» και ξαφνικά ο Μινωτής έγινε τούρκος. «Μη μου αναφέρετε αυτό τον χυδαίο άνθρωπο, ο οποίος δεν ξέρει τι λέει κι αν ξέρει τι λέει, είναι πρόστυχα και σιχαμερά αυτά τα πράγματα, αγανακτώ και μόνο που ακούω τέτοιες ανηθικότητες. Ο στίχος αυτός ήταν ανήθικος!» Και θα σας πω την συνέχεια του ανεκδότου αυτού. Σταμάτησε η συζήτηση, η δημοσιογράφος μπράβο της εξοργίστηκε και έφυγε. Τον εκδικήθηκε δημοσιεύοντας όλη την στιχομυθία. Και άρχισαν επιστολές εναντίον του Μινωτή, ποιος είναι αυτός που με χαρακτήρισε αχρείο ή κάτι τέτοιο. Βγήκα πολύ ωφελημένος απ’ αυτή τη συνέντευξη παρόλο που έγινε εντελώς εν αγνοία μου. Έτσι αντί να απαντήσω με μια θεωρία, απάντησα με ένα ανέκδοτο.
- Τι θα θέλατε αλήθεια να ξέρουν οι νέοι για τη ζωή σας ή για το έργο σας, κύριε Χριστιανόπουλε?
Εντελώς τελευταία έχω μια διαφορετική αντίληψη απ’ αυτή που είχα παλαιότερα, ότι όσα πράγματα και να ξέρεις από τη ζωή μου, δεν ξέρεις βασικά τίποτα περισσότερο απ’ όσα σου αποκαλύπτει η έμπνευση μέσα από τους στίχους μου. Αντιστρέφω το ερώτημα και λέω μήπως τον γνωρίζουμε χειρότερα. Διότι η ποίηση είναι συνυφασμένη με κουτσομπολιά, τα κουτσομπολιά πολλές φορές είναι ανεξέλεγκτα, ο ποιητής βέβαια έχει κάθε δικαίωμα να αποκαταστήσει την αλήθεια, αλλά πολλές φορές δεν έχει συμφέρον να αποκαταστήσει την αλήθεια, γίνεται δηλαδή ένας φαύλος κύκλος, πολύ επικίνδυνος. Αυτό το εφάρμοσα στην πρόσφατη εργασία μου για τον Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης έγραψε πολλά τραγούδια κάπου 700. 187 απ’ αυτά τα διάλεξα ύστερα από εξοντωτική προεργασία και μελέτη και θα κυκλοφορήσει τώρα μια ανθολογία των καλυτέρων τραγουδιών του Τσιτσάνη. Το ωραίο είναι ότι εκτός από την ανθολογία στο βιβλίο, για κάθε ένα από τα 187 τραγούδια θα έχω ένα μικρό δοκίμιο. Και το δοκίμιο αυτό θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις σε βασικά θέματα. Ένα θέμα είναι πότε γράφτηκε το τραγούδι και υπό ποιες συνθήκες. Είναι τόσο σοβαρό ώστε κανείς απολύτως ρεμπετολόγος, ούτε σοβαρός ούτε αστείος, δεν καταπιάστηκε με αυτό το θέμα. Αντίθετα όλοι ασχολούνται με το πότε κυκλοφόρησε σε δίσκο. Ξέρετε πόσο επισφαλές είναι αυτό το πράγμα; Θα σας πω ένα παράδειγμα, η «Συννεφιασμένη Κυριακή», το υποτιθέμενο αριστούργημα του Τσιτσάνη, γράφτηκε το 1943 επί Γερμανικής Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Ξέρετε πότε βγήκε σε δίσκο; Τέλη του 1948! Δηλαδή τελείωσε όλη η Γερμανική κατοχή, μπήκαμε στον Εμφύλιο Πόλεμο, διανύσαμε όλο τον εμφύλιο Πόλεμο και στο τέλος όταν έγινε η μάχη του Γράμμου, τότε βγήκε και το τραγούδι. Έρχεται τώρα ο ίδιος ο εκδότης της «Συννεφιασμένης Κυριακής» και αποφασίζει να βγάλει μια ανθολογία τραγουδιών του εμφυλίου πολέμου και πρώτη- πρώτη η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Απ’ όλη αυτή την εμπειρία αποκόμησα αυτό που σας είπα τώρα, δηλαδή να μη βασίζομαι τόσο στη ζωή όσο το να κρίνω πιο αυτοτελώς το έργο.
- Αφήνει η Ποίηση περιθώρια για μοναξιά? Εσείς, κύριε Χριστανόπουλε, σήμερα, αισθάνεστε μόνος?
- Πρέπει να ξέρετε ότι η μοναξιά είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Για όλους «κάνει καλό», για άλλους «κάνει κακό». Εμένα προσωπικά μου κάνει πάρα πολύ καλό. Αντιθέτως η ζωή των επαφών με τον κόσμο, γίνεται από μέρα σε μέρα όλο και πιο πληθωρική μέχρι που περίπου με κουράζει. Και είμαι πια σε δύσκολη θέση, να τους πω «παρατήστε με»; «Αφήστε με ήσυχο»; Καταπίνω το σάλιο μου και περίπου τους δέχομαι. Πού θα πάει αυτό, δεν ξέρω! Είναι πρόβλημα. Το θέμα λοιπόν δεν είναι η μοναξιά, το θέμα είναι οι δημόσιες σχέσεις. Που αυτές κι αν δεν μας έχουν καταταράξει, κατάλαβες; Αλλά η μοναξιά, μοναξιά, κάτσε καλά!
- «Κάθε φορά που νομίζω πως σ’ έχω στο χέρι
βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος». Τι άλλο είναι «αχειροποίητο» αλήθεια? Όλα τα μεγάλα, τα σημαντικά, είναι αχειροποίητα?
- Η λέξη «αχειροποίητος» είναι με διπλή σημασία και κάπως ειρωνική, δηλαδή ότι είναι αχειροποίητο, είναι ταυτόχρονα και μεγάλο κι απρόσιτο. Από την άποψη αυτή βγήκα ωφελημένος εγώ που κατάγομαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατί υπάρχει μια εκκλησία στην Θεσσαλονίκη, «η αχειροποίητος». Το θέμα είναι ότι έτσι όπως συνδυάζω τη λέξη «αχειροποίητος» με τον έρωτα, της δίδω ένα νέο βάθος και με τις δύο σημασίες που παίζω, βγαίνει ωφελημένος ο αναγνώστης: ο έρωτας είναι αχειροποίητος. Δεν είναι το συγκεκριμένο βίωμα, δεν είναι η μύξα με την οποία επικοινωνούν δυο άνθρωποι. Είναι ένα αίσθημα φευγαλέο, δεν το είδες, δεν το άκουσες, αλλά υπάρχει! Βέβαια υπάρχει, αλλιώς κοροιδευόμαστε.
- Κύριε Χριστανόπουλε, πιστεύετε πάντα στο Θεό? Ποτέ δεν γονατίσατε, αμφιβάλατε, αμφισβητήσατε?
- Η πίστη είναι κάτι πάρα πολύ βασικό τουλάχιστον για τον χριστιανισμό. Κάθε ένας που αρχίζει και χώνει αμφιβολίες, τα σκατώνει. Η πίστη δεν θέλει αμφιβολίες, ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις. Τώρα άπαξ και πιστεύεις έχεις τα ανεβοκατεβάσματά σου. Τα οποία είναι πολλά, είναι ολόκληρη ιστορία. Εγώ δεν είμαι κανένας βαθύς χριστιανός, ίσα- ίσα, όπως έχω πει και κάποτε άλλοτε λίγο προκλητικά, είμαι ένας αλήτης στα περίχωρα του χριστιανισμού. Αυτή είναι μια βαρύγδουπη δήλωση η οποία έκανε κάποτε μεγάλη εντύπωση. Είμαι ένας ποιητής με χριστιανικές εμπειρίες και χριστιανικές ευαισθησίες. Γι’ αυτό και παλαντζάρει το θέμα της πίστης αγρίως. Επομένως εκείνο που με σώζει είναι την κάθε μεταπτωτική στιγμή περί το θέμα πίστη αν είμαι σωστός απέναντι στον εαυτό μου και σ’ αυτό που εκφράζω. Και πράγματι τις πιο πολλές φορές, είμαι. Επομένως δεν μπορώ ούτε και τώρα να γενικεύσω ότι είμαι ή δεν είμαι, έχω ή δεν έχω μεταπτώσεις, κάθε στιγμή έχω μεταπτώσεις. Εδώ αγαπάς μια γυναίκα και πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις, διαπίστωσες ότι δεν την αγαπάς. Η πίστη είναι ακόμα πιο ρευστό πράγμα.
- Όμως ακόμα και το επίθετό σας απ’ εκεί είναι.
- Όπως έχω πει ήμουν μωρό, τότε δεν ήξερα καλά- καλά τον εαυτό μου. 14άρων χρονών, πάμπτωχος και διάβαζα ένα παιδικό περιοδικό το «Ελληνόπουλο». Το περιοδικό είχε μια στήλη συνεργατών, στην οποία για να δημοσιεύσεις έπρεπε να είχες καταθέσει ψευδώνυμο, η επιτροπή του περιοδικού να εγκρίνει το ψευδώνυμο και μετά ν’ αρχίσει να σου δημοσιεύει μόνο με το ψευδώνυμο. Οι φίλοι μου, λοιπόν, είχαν βάλει άλλος «ελληνόπουλο», άλλος «ιππότης των ορέων» λέω κι εγώ, ας βάλω Χριστιανόπουλος, βρε αδελφέ! Και ενεκρίθη βέβαια, ο συντάκτης μου έγραψε ότι «είμαι πεπεισμένος παιδί μου ότι είσαι μεγάλο ταλέντο» και μου δημοσίευσε αρκετά ποιήματα. Από τότε κατά την παροιμία, γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ’ αναζήτα! Μου άρεσε αυτό και περίπου το μονιμοποίησα και ξεφορτώθηκα το παλιό επίθετο. Και το παλιό επίθετο λες κι ήταν έτοιμο να παραπέσει και τώρα όλοι με ξέρουν έτσι και δεν με ξέρουν αλλιώς.
Θα πεις αυτό είναι φυσικό, αλλά να πας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο και ο καθηγητής να λέει «ο Χριστιανόπουλος να σηκωθεί να πει μάθημα» κι αυτή η ιστορία να γίνεται μέσα σε πέντε χρόνια… Οι δάσκαλοι με ήξεραν ως Χριστιανόπουλο, ήταν φαίνεται ανάγκη των καιρών, κόλλησε σαν ψώρα. Και το κράτησα, το σεβάστηκα, και δικαίως ή αδίκως, κάτι λέει. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, η μεγάλη απήχηση που είχε το ψευδώνυμο ως όνομα. Κι εκείνο που καταλαβαίνω είναι η αίσθηση του ερωτικού που ανέπτυξα διαδοχικά σε όλη μου τη ζωή, δεν ανέτρεψε την αίσθηση του χριστιανικού, ενώ θα περίμενες αυτό το πράγμα να συμβεί.
Άντε, αρκετά είπαμε, να κλείσουμε. Τώρα εσείς μη τα γράψετε όλα, για όνομα Θεού, είπαμε σαβούρες και πατσαβούρες, γράψτε τα σοβαρότερα.
Η χασούρα για τον ποιητή, είναι το κέρδος του!
«Έλα να ανταλλάξουμε κορμί και μοναξιά.// Να σου δώσω απόγνωση, να μην είσαι ζώο,/ να μου δώσεις δύναμη, να μην είμαι ράκος'/ να σου δώσω συντριβή, να μην είσαι μούτρο,/ να μου δώσεις χόβολη, να μην ξεπαγιάσω//. Κι ύστερα να πέσω με κατάνυξη στα πόδια σου,/ για να μάθεις πια να μην κλοτσάς» (Με κατάνυξη).
Ερωτικός, άμεσος, ειλικρινής, βαθύς, δεν χαρίζει κάστανα σε κανένα.
Ήρθε στην Παιανία για μια διάλεξη με θέμα «Σολωμός- Καβάφης: διαφορές και ομοιότητες». Καθώς και για τα είκοσι χρόνια των εκδόσεων Μπιλιέτο, των αδελφών Δημητράκη.
Πρώτο βιβλίο των εκδόσεων «Ο «ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου» του Βασίλη Δημητράκου που επανεκδίδεται. Μαζί με την «Επί του όρους ομιλία του Κυρίου» σε μετάφραση Ντίνου Χριστιανόπουλου και το καινούργιο τεύχος του περιοδικού «Μπιλιέτο» που είναι εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην θεσσαλονικιό ποιητή. Και μια ανθολογία του έργου του «Βολέματα καταστροφής», επίσης επιμέλεια Βασίλη Δημητράκου.
Κι αυτήν εδώ τη φορά το τόλμησα. Μια συζήτηση μαζί του γενικώς για «Προσκυνήματα»: «Από μικρός συνήθισα να προσκυνώ/ χέρια παπάδων, ιερές εικόνες'/ μετά το γύρισα σε πόδια αγαπημένα.// Τώρα μπερδεύω τί θα πει προσκυνημένος».
Μέρος αυτής της κουβέντας, το κείμενο που ακολουθεί.
- «Εμείς που γνωρίσαμε μικροί τον Χριστό ζούμε τώρα τη θλίψη».
Στους περισσότερους έρχεται αργά ο Χριστός, φαντάζομαι όμως το βάσανο να ξεκινά τη ζωή του κανείς μέσα σ’ αυτό το απόλυτο φως. Αλλά υπάρχει παράδεισος δίχως την ταπείνωση της κόλασης, κύριε Χριστιανόπουλε?
- Ο στίχος είναι σωστή επισήμανση. Σαν απάντηση θα είχα να σας πω ότι κάνατε μεγάλο σφάλμα που τον γνωρίσατε αργά. Εγώ αντίθετα έκανα πολύ καλά που τον γνώρισα εγκαίρως. Εάν το πράγμα έγινε αντίστροφα προς ό,τι ήθελα και τώρα ζω τη θλίψη, δεν φταίει βέβαια ο Ιησούς Χριστός.
- Παρ’ ότι δεν είναι μεσ’ τις ερωτήσεις μου, με κάνετε να θέλω να ρωτήσω αν τον επιλέγουμε ή μας επιλέγει, τελικά, ο Ιησούς Χριστός.
- Πολύ ωραία ερώτηση αλλά δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να απαντήσει. Γιατί είναι ένα πράγμα τόσο αινιγματικό και τόσο άγνωστο που απλώς εμείς το χειριζόμαστε σαν το παιχνίδι με τα τόμπολα. Γι’ αυτό φαίνεται άλλοτε να μας επιλέγει, και άλλοτε να τον επιλέγουμε. Ρωτήσατε τους θεολόγους πόσοι μαλώνουν για ένα απλό ερώτημα; Αν την «ξηρανθείσα συκή» την επέλεξε ο Θεός να παίξει ρόλο στη ζωή του Χριστού ή το αντίθετο; Δηλαδή η φουκαρού η συκή τι το φοβερό είχε και την ξέρανε ο Χριστός; Το θέμα είναι όταν τελικά φτάνουμε σε πλήρες αδιέξοδο σ’ αυτές τις ερωτήσεις υπάρχουν πάντοτε διπλές απαντήσεις. Είναι και αυτό, θα μπορούσε να είναι και το άλλο.
- Ποίηση δίχως «μάτια τυραννισμένα» γίνεται? Δίχως ταπείνωση προσεγγίζεται η Τέχνη?
- Αυτό το «γίνεται» σηκώνει νερό. Αν ρωτήσετε μερικούς ψευτομοντέρνους ποιητές, γίνεται και παραγίνεται, διότι δεν τους καίει να πουν και μερικά φούμαρα. Εμένα που με καίει, και που βαδίζω στ’ αχνάρια του Ρίλκε, πιστεύω πως πρέπει να δει κανείς πολλούς θανάτους και πολλές γέννες για να μπορέσει να γράψει έστω και έναν στίχο. Δηλαδή, ο καλός και σοβαρός στίχος προυποθέτει μια τρομακτική εμπειρία ζωής.
- «Ανοιχτή πληγή ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου», 1988, το πρώτο βιβλίο των Εκδόσεων Μπιλιέτο που ξεκινούσε κιόλας από τη Θεσσαλονίκη. Είκοσι χρόνια μετά, «Ο «Ανυπεράσπιστος καημός» του Ντίνου Χριστιανόπουλου» και ένα τεύχος του περιοδικού «Μπιλιέτο» αφιερωμένο σε σας. Η Ανθολόγια του Βασίλη Δημητράκου «Βολέματα καταστροφής». Ένας ολόκληρός κύκλος που ξεκινά από σας και καταλήγει σε σας, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη και φτάνει μέχρι την Παιανία, πώς σας φαίνεται όλο αυτό?
- Ότι δεθήκαμε εξαιτίας του «Ανυπεράσπιστου καημού» εγώ και η Παιανία, είναι γεγονός, ήρθα τόσες φορές, την αγάπησα, μίλησα γι’ αυτήν. Ειδικά για τον «Ανυπεράσπιστο καημό», το βιβλιαράκι του Βασίλη που τώρα το ‘βγαλε και σε δεύτερη έκδοση, και αντιστρέφει κάπως τα πράγματα. Δείχνει ότι η Παιανία προσεγγίζει εμένα μέσω του «ανυπεράσπιστου καημού». Αλλά είτε συμβαίνει αυτό, είτε δεν συμβαίνει, το θέμα είναι ένα: η αγάπη του Βασίλη για τα ποιήματά μου τον οδήγησε στο να διαλέξει ίσως το βασικότερο κομμάτι της ποίησής μου που είναι ο «Ανυπεράσπιστος καημός» και αυτή η αγάπη τον έκανε να μεταδώσει στην Παιανία – για να μην πω στους φίλους όλους- την αγάπη του για την ποιητική μου αυτή συλλογή η οποία έχει σε κάθε σοβαρό άνθρωπο να πει μερικά πράγματα πολύ αξιόλογα.
- Ταυτοχρόνως επανεκδίδεται και η μετάφρασή σας στην «Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου» (από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, κεφ. Ε-Ζ) που πρωτοεκδόθηκε από το Μπιλιέτο το 1995). Γιατί ειδικά η Επί του Ομιλία και τι σημαίνει για σας αυτή η μετάφραση?
- Η απασχόλησή μου με το Ευαγγέλιο, που όπως θα ξέρετε κράτησε σαράντα ολόκληρα χρόνια, με κούρασε, με τυράννησε αλλά και με αποζημίωσε και με το παραπάνω, αφορά όλο το Ευαγγέλιο το κατά Ματθαίον! Η επί του Όρους ομιλία, σύμφωνα με γνώμες διαφόρων θεολόγων όλου του κόσμου, είναι το ωραιότερο κομμάτι του Ματθαίου, ενώ κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται ότι το ωραιότερο κομμάτι του Ματθαίου είναι η περιγραφή των παθών.
Η επί του Όρους ομιλία η οποία βγήκε δυο φορές από τις εκδόσεις Μπιλιέτο δείχνει, όπως και η αγάπη για τον «ανυπεράσπιστο καημό», μια ιδιαίτερη προτίμηση του Δημητράκου προς την επί του Όρους Ομιλία. Δηλαδή αυτομάτως διάλεξε το καλύτερο κατά τη γνώμη μου κομμάτι. πράγμα που με ικανοποιεί κι εμένα πάρα πολύ.
- «Ζητάτε και θα σας δοθεί’ ψάχνετε και θα βρείτε’ χτυπάτε την πόρτα και θ’ ανοίξει για σας. Γιατί όποιος ζητάει, παίρνει, και όποιος ψάχνει, βρίσκει, και σ’ όποιον χτυπάει την πόρτα, η πόρτα θα ανοίξει». Η ποίηση είναι ένας τρόπος να χτυπάτε την πόρτα?
- Βεβαίως είναι, αλλά ποια ποίηση, όχι η οποιαδήποτε. Μια ποίηση τόσο ειλικρινής και τόσο σωστή- αυτή που λέμε ότι βγαίνει εκ βαθέων.
Μια ποίηση τόσο ειλικρινής και εκ βαθέων είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσουμε τον Χριστό. Χωρίς βέβαια προεκτάσεις θεολογικές. Θέλω να μην είμαι μέσα στο χώρο της θεολογίας, να μιλώ απλά σαν ένα άτομο που ενδεχομένως έχει κι αυτό τα θρησκευτικά του και τις τάσεις του. Και μη νομίζετε ότι πρωτοτυπούμε γι’ αυτό το θέμα. Όλοι οι λεγόμενοι «μυστικοί ποιητές», μυστικοί ποιητές είναι διάφοροι θρησκευόμενοι οι οποίοι ουσιαστικά μιλούν για τον Χριστό ενώ φαινομενικά μιλούν για τον έρωτα, υποστηρίζουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Το κλασικό παράδειγμα του «Άσματος Ασμάτων». Αλλά υπάρχουν πολλοί, η Σάντα Μαρία Τερέζια, ο άγιος Ιωάννης του Σταυρού, έχουν θέσει ωμά αυτό το θέμα, ότι ο καλύτερος τρόπος να πλησιάσεις τον Χριστό είναι ακριβώς η ποίηση.
- «Μπείτε από τη στενή πύλη… Πόσο στενή είναι η πύλη και πόσο στενόχωρος ο δρόμος που οδηγεί στη ζωή, και πόσο λίγοι είναι εκείνοι που τον βρίσκουν!» Η ποίηση, η ζωή σας, υπήρξαν «στενή πύλη»?
Κι αυτό το θέμα το έχει αναπτύξει διεξοδικά μέσα σε ένα βιβλιαράκι του ο Αντρέ Ζιντ. Ένας γάλλος πεζογράφος, δυο γενιές πριν, στο βιβλιαράκι του «Η στενή πύλη». Εμένα δεν με απασχόλησε και πάρα πολύ. Τώρα για πρώτη φορά που μου το θέτετε ήθελα να σας πω ότι βεβαίως συμβαίνει αυτό το πράγμα, διότι ενώ για πολλούς εμφανίζομαι σαν ένας πετυχημένος ποιητής, στην πραγματικότητα πρέπει να ομολογήσουμε ότι είμαι ένας τυραννισμένος ποιητής και αυτό το επίθετο τυραννισμένος πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη «στενή πύλη». Γιατί όπως δύσκολα τα καταφέρνει αυτός που μπαίνει από τη στενή πύλη, άλλο τόσο τα καταφέρνει αυτός που μπαίνει απ’ τη φαρδιά πύλη, γι’ αυτό λοιπόν να είστε σίγουρη ότι κρύβεται μια μεγάλη και οδυνηρή δοκιμασία γύρω από το θέμα της στενής πύλης για την οποία, όμως, καυχιέμαι ότι την διάλεξα και την προτίμησα, δεν την βρήκα, ούτε μου επιβλήθηκε.
- Το 1950 στην «Εποχή των ισχνών αγελάδων» ο κόσμος, ο εαυτός, «υπό την σκιά άλλων προσώπων». Από τα «Ξένα γόνατα» (1954) και μετά, το βάσανο της γης και τ’ ουρανού «στο πρώτο ενικό πρόσωπο». Έναν- έναν μας καλεί η Ποίηση, ο Θεός, η Ζωή, κύριε Χριστιανόπουλε? «Τα μεγάλα» θα πρέπει να τα περάσουμε μόνοι?
Τώρα με ρωτάτε τόσο πολλά που στο τέλος ζαλίζομαι και τα ξεχνώ.
- Αν στον έρωτα, στον Θάνατο, στον Θεό, βαδίζουμε μόνοι ρωτώ!
- Στον θάνατο πάντα βαδίζουμε μόνοι. Αλλά και το περιθώριο να φιλολογούμε περί ζωής και θανάτου είναι πολύ μεγάλο. Ουσιαστικά να ξέρετε ένα πράγμα, ότι σε μένα ειδικά έγινε μια αλλαγή, παράτησα δηλαδή τις μυθολογίες και τις παραθρησκειολογίες και μίλησα πιο ωμά και πιο γυμνά για την περίπτωσή μου. Το γεγονός ότι αντιπαραβάλω την ατομική περίπτωση σ’ αυτό το συνοθύλλευμα που ο πολύς ο κόσμος το λέει ποίηση, αυτό ίσως ήταν μια πρωτοτυπία και δεν μετάνιωσα ποτέ.
-Αλλά μετά, το 1960, στον «Ανυπεράσπιστο καημό» ο ενικός θα γίνει και πάλι πληθυντικός «ο εαυτός από τη μοναξιά κατακερματισμένος». Τσαλακωμένος μόνον φτάνεις στο Θεό, στην Αγάπη ή στο Ποίημα?
Το αν είμαστε κατακερματισμένοι ή όχι και με αυτά τα χάλια φτάνουμε στο Θεό, είναι μεγάλος λόγος, δεν μπορώ να πω. Πάντως αν φτάνουμε κατακερματισμένοι, μπράβο μας! Αλλά φτάνουμε? Ή οι πιο πολλοί πριν προλάβουμε να φτάσουμε, το ρίχνουμε στη φιλολογία;
- «Η σιγουριά της καταστροφής του είναι και η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία του. Ο σπόρος πρέπει να μπει στο χώμα, να καταστραφεί, για να φυτρώσει», γράφει ο Βασίλης Δημητράκος για την ποίησή σας στον «Ανυπεράσπιστο καημό».Τα βρίσκουμε όλα όταν τα έχουμε χάσει όλα? Κι εσείς τι χάσατε, τι δώσατε και τι βρήκατε, κύριε Χριστανόπουλε?
- Είναι κι αυτό ένα πολύπλοκο θέμα, αυτός που κερδίζει από την απώλεια, είναι ίσως ο πιο κερδισμένος. Και δεν είναι μόνο για μένα. Λόγου χάρη το 1453 χάσαμε την Κωνσταντινούπολη. Αυτό που κάναμε – που χάσαμε δηλαδή μια αυτοκρατορία και νικηθήκαμε από έναν Τούρκο- τι είναι απώλεια ή κέρδος; Ποιος νίκησε ο Μωάμεθ ή ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος; Βλέπεις αυτή η αντιστροφή των πραγμάτων γίνεται μόνο μέσα από ειλικρινή ποίηση, όχι μέσα από την ιστορία Η ιστορία είναι τόσο κρύα, που λέει «αυτό το γεγονός έγινε, αυτό θα παραδεχθώ». Ναι, αυτό έγινε, αλλά όλα τα επόμενα, παρεπόμενα και συνακόλουθα αυτού του γεγονότος θα παρέλθουν στην άκρη; Γι’ αυτό, λοιπόν, να το ξέρετε, η χασούρα για τον ποιητή είναι το κέρδος του.
- «Η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε», θείο δώρο, ή εγγενής ελάττωμα ή προτέρημα του ποιητή? Προσωπικά σας έβαλε δύσκολα ή σας δυσκόλεψε η ποίηση?
- Είναι πάντοτε όπως το βλέπεις. Εγώ ήθελα τα δύσκολα και γι’ αυτό τα υπέστην, βέβαια. Και υπέστην όπως ξέρετε ή δεν ξέρετε και πολλές δοκιμασίες, και πολλές περιπέτειες, και πολλούς εξευτελισμούς. Λοιπόν σας βεβαιώνω ότι, τελικά, κέρδισα. Διότι ό,τι χάνει κανείς, είναι στο ενεργητικό του.
- Ποίηση δίχως ποιητική ζωή, γίνεται?
Η λέξη «ποιητική ζωή» δεν μ’ αρέσει. Δεν καταλαβαίνω καλά- καλά τι θα πει ποιητική ζωή. Πάντως μια ποιητική γενναιότητα το καταλαβαίνω αλλά κι αυτό βέβαια ως ερώτηση για μερικούς μόνο ποιητές, γιατί τα ενιάμιση δέκατα της ελληνικής ποίησης, ανεξαρτήτως αν είναι ή αν δεν είναι σαβούρα, δεν έχουν να μας αποδώσουν τίποτε οι νεοέλληνες ποιητές.
- «Δεν πόνεσα αρκετά/ για να μ’ αγγίξει ο πόνος του διπλανού», πότε πρωτοπονέσατε και πότε σας άγγιξε ο πόνος του διπλανού? Πότε και πώς σας πρωτακούμπησε η ποίηση?
Ο Καβάφης λέει κάτι αρκετά σοβαρό, ότι το ποίημα εκφράζει τον ποιητή του μόνο την στιγμή που γράφεται. Επομένως αν βασιστούμε ότι έχει δίκιο, πρέπει να μιλήσουμε για τη στιγμή εκείνη κατά την οποία ομολόγησα ότι δεν πόνεσα ακόμα αρκετά για να μ’ αγγίξει ο πόνος του διπλανού μου. Εκείνη τη στιγμή που το έγραφα, το πίστευα. Και μπορώ να πω ότι και μετέπειτα με έχει απασχολήσει αυτό το πράγμα και σαν ομολογία και σαν επανάληψη ή και σαν ανατροπή καμιά φορά.
- «Τον ποιητή, όσο τον απασχολεί το τι θα γράψει, άλλο τόσο τον απασχολεί και τι δεν θα γράψει», «Ό,τι δεν γράφει αυτός, το «γράφει» εκείνος που διαβάζει τα ποιήματά του», η Ποίησή σας απαιτεί αναγνώστη- συνδημιουργό? Είναι ανοιχτή ποίηση, μια ποίηση που αναπνέει?
- Το τι δεν γράφει ο ποιητής είναι πράγματι πολύ μεγάλο ερώτημα. Αυτά τα υποτιθέμενα κενά τα έχει μελετήσει ο Δημητράκος τα οποία τα χαρακτηρίζει, μου φαίνεται, «άγραφο ποίημα». Και μπορείς να ανιχνεύσεις την σκιά του ποιητή μέσα από το άγραφο υποτιθέμενο ποίημα. Είναι πολύ ωραία παρατήρηση αυτή, εμένα δεν με πολυενδιαφέρει από την άποψη ότι τελεσίδικα ή έστω και μερικές φορές άδικα, κάτι παραλείπω. Είτε για λόγους οικονομίας, είτε για λόγους τεχνικής, είτε για λόγους σκοπιμότητας, κάτι παραλείπεται. Αλλωστε μη ξεχνάτε ότι όταν γράφουμε ένα ποίημα ουσιαστικά μουτζουρώνουμε ένα χαρτί, όπου πολλοί στίχοι, τελικά, πετιούνται.
- Απόψε θα μιλήσετε για τον Καβάφη και για τον Σολωμό, θ’ αναφερθείτε στις διαφορές και στις ομοιότητές τους. Να υποθέσουμε ότι και η δική τους ποίηση είναι μια ποίηση που αναπνέει?
- Πρώτα- πρώτα ακόμα δεν είμαι σίγουρος αν έκανα καλά που διάλεξα αυτό το θέμα, γιατί είναι λίγο πιο πέρα από τις δυνάμεις μου. Και μπορεί μεν να μην γελοιοποιηθώ αλλά δεν είμαι σίγουρος και αν θα κερδίσω το κοινό μου. Είναι δυο διαφορετικοί ποιητές τόσο σπουδαίοι αλλά και με τόσο διαφορετικές μεθόδους που δεν ξέρω με τι στοιχεία θα μπορέσω να τους συγκρίνω.
- «Η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή», η ποίηση? Ο Θεός? Η ζωή?
- Κατ’ αρχή το καθένα με κάτι κερδίζεται βρε αδελφέ, δεν χάλασε ο κόσμος! Θα σας αφηγηθώ μόνον ως ανέκδοτο μια περιπέτεια που είχα με τον ηθοποιό Μινωτή. Σε μια συνέντευξη που του πήρε μια δημοσιογράφος, δεν θυμούμαι ποια ήταν η ερώτηση, του είπε «όπως λέει και ο ποιητής Χριστιανόπουλος, η αγάπη κερδίζεται με την υποταγή» και ξαφνικά ο Μινωτής έγινε τούρκος. «Μη μου αναφέρετε αυτό τον χυδαίο άνθρωπο, ο οποίος δεν ξέρει τι λέει κι αν ξέρει τι λέει, είναι πρόστυχα και σιχαμερά αυτά τα πράγματα, αγανακτώ και μόνο που ακούω τέτοιες ανηθικότητες. Ο στίχος αυτός ήταν ανήθικος!» Και θα σας πω την συνέχεια του ανεκδότου αυτού. Σταμάτησε η συζήτηση, η δημοσιογράφος μπράβο της εξοργίστηκε και έφυγε. Τον εκδικήθηκε δημοσιεύοντας όλη την στιχομυθία. Και άρχισαν επιστολές εναντίον του Μινωτή, ποιος είναι αυτός που με χαρακτήρισε αχρείο ή κάτι τέτοιο. Βγήκα πολύ ωφελημένος απ’ αυτή τη συνέντευξη παρόλο που έγινε εντελώς εν αγνοία μου. Έτσι αντί να απαντήσω με μια θεωρία, απάντησα με ένα ανέκδοτο.
- Τι θα θέλατε αλήθεια να ξέρουν οι νέοι για τη ζωή σας ή για το έργο σας, κύριε Χριστιανόπουλε?
Εντελώς τελευταία έχω μια διαφορετική αντίληψη απ’ αυτή που είχα παλαιότερα, ότι όσα πράγματα και να ξέρεις από τη ζωή μου, δεν ξέρεις βασικά τίποτα περισσότερο απ’ όσα σου αποκαλύπτει η έμπνευση μέσα από τους στίχους μου. Αντιστρέφω το ερώτημα και λέω μήπως τον γνωρίζουμε χειρότερα. Διότι η ποίηση είναι συνυφασμένη με κουτσομπολιά, τα κουτσομπολιά πολλές φορές είναι ανεξέλεγκτα, ο ποιητής βέβαια έχει κάθε δικαίωμα να αποκαταστήσει την αλήθεια, αλλά πολλές φορές δεν έχει συμφέρον να αποκαταστήσει την αλήθεια, γίνεται δηλαδή ένας φαύλος κύκλος, πολύ επικίνδυνος. Αυτό το εφάρμοσα στην πρόσφατη εργασία μου για τον Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης έγραψε πολλά τραγούδια κάπου 700. 187 απ’ αυτά τα διάλεξα ύστερα από εξοντωτική προεργασία και μελέτη και θα κυκλοφορήσει τώρα μια ανθολογία των καλυτέρων τραγουδιών του Τσιτσάνη. Το ωραίο είναι ότι εκτός από την ανθολογία στο βιβλίο, για κάθε ένα από τα 187 τραγούδια θα έχω ένα μικρό δοκίμιο. Και το δοκίμιο αυτό θα προσπαθήσει να δώσει απαντήσεις σε βασικά θέματα. Ένα θέμα είναι πότε γράφτηκε το τραγούδι και υπό ποιες συνθήκες. Είναι τόσο σοβαρό ώστε κανείς απολύτως ρεμπετολόγος, ούτε σοβαρός ούτε αστείος, δεν καταπιάστηκε με αυτό το θέμα. Αντίθετα όλοι ασχολούνται με το πότε κυκλοφόρησε σε δίσκο. Ξέρετε πόσο επισφαλές είναι αυτό το πράγμα; Θα σας πω ένα παράδειγμα, η «Συννεφιασμένη Κυριακή», το υποτιθέμενο αριστούργημα του Τσιτσάνη, γράφτηκε το 1943 επί Γερμανικής Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Ξέρετε πότε βγήκε σε δίσκο; Τέλη του 1948! Δηλαδή τελείωσε όλη η Γερμανική κατοχή, μπήκαμε στον Εμφύλιο Πόλεμο, διανύσαμε όλο τον εμφύλιο Πόλεμο και στο τέλος όταν έγινε η μάχη του Γράμμου, τότε βγήκε και το τραγούδι. Έρχεται τώρα ο ίδιος ο εκδότης της «Συννεφιασμένης Κυριακής» και αποφασίζει να βγάλει μια ανθολογία τραγουδιών του εμφυλίου πολέμου και πρώτη- πρώτη η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Απ’ όλη αυτή την εμπειρία αποκόμησα αυτό που σας είπα τώρα, δηλαδή να μη βασίζομαι τόσο στη ζωή όσο το να κρίνω πιο αυτοτελώς το έργο.
- Αφήνει η Ποίηση περιθώρια για μοναξιά? Εσείς, κύριε Χριστανόπουλε, σήμερα, αισθάνεστε μόνος?
- Πρέπει να ξέρετε ότι η μοναξιά είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Για όλους «κάνει καλό», για άλλους «κάνει κακό». Εμένα προσωπικά μου κάνει πάρα πολύ καλό. Αντιθέτως η ζωή των επαφών με τον κόσμο, γίνεται από μέρα σε μέρα όλο και πιο πληθωρική μέχρι που περίπου με κουράζει. Και είμαι πια σε δύσκολη θέση, να τους πω «παρατήστε με»; «Αφήστε με ήσυχο»; Καταπίνω το σάλιο μου και περίπου τους δέχομαι. Πού θα πάει αυτό, δεν ξέρω! Είναι πρόβλημα. Το θέμα λοιπόν δεν είναι η μοναξιά, το θέμα είναι οι δημόσιες σχέσεις. Που αυτές κι αν δεν μας έχουν καταταράξει, κατάλαβες; Αλλά η μοναξιά, μοναξιά, κάτσε καλά!
- «Κάθε φορά που νομίζω πως σ’ έχω στο χέρι
βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος». Τι άλλο είναι «αχειροποίητο» αλήθεια? Όλα τα μεγάλα, τα σημαντικά, είναι αχειροποίητα?
- Η λέξη «αχειροποίητος» είναι με διπλή σημασία και κάπως ειρωνική, δηλαδή ότι είναι αχειροποίητο, είναι ταυτόχρονα και μεγάλο κι απρόσιτο. Από την άποψη αυτή βγήκα ωφελημένος εγώ που κατάγομαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατί υπάρχει μια εκκλησία στην Θεσσαλονίκη, «η αχειροποίητος». Το θέμα είναι ότι έτσι όπως συνδυάζω τη λέξη «αχειροποίητος» με τον έρωτα, της δίδω ένα νέο βάθος και με τις δύο σημασίες που παίζω, βγαίνει ωφελημένος ο αναγνώστης: ο έρωτας είναι αχειροποίητος. Δεν είναι το συγκεκριμένο βίωμα, δεν είναι η μύξα με την οποία επικοινωνούν δυο άνθρωποι. Είναι ένα αίσθημα φευγαλέο, δεν το είδες, δεν το άκουσες, αλλά υπάρχει! Βέβαια υπάρχει, αλλιώς κοροιδευόμαστε.
- Κύριε Χριστανόπουλε, πιστεύετε πάντα στο Θεό? Ποτέ δεν γονατίσατε, αμφιβάλατε, αμφισβητήσατε?
- Η πίστη είναι κάτι πάρα πολύ βασικό τουλάχιστον για τον χριστιανισμό. Κάθε ένας που αρχίζει και χώνει αμφιβολίες, τα σκατώνει. Η πίστη δεν θέλει αμφιβολίες, ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις. Τώρα άπαξ και πιστεύεις έχεις τα ανεβοκατεβάσματά σου. Τα οποία είναι πολλά, είναι ολόκληρη ιστορία. Εγώ δεν είμαι κανένας βαθύς χριστιανός, ίσα- ίσα, όπως έχω πει και κάποτε άλλοτε λίγο προκλητικά, είμαι ένας αλήτης στα περίχωρα του χριστιανισμού. Αυτή είναι μια βαρύγδουπη δήλωση η οποία έκανε κάποτε μεγάλη εντύπωση. Είμαι ένας ποιητής με χριστιανικές εμπειρίες και χριστιανικές ευαισθησίες. Γι’ αυτό και παλαντζάρει το θέμα της πίστης αγρίως. Επομένως εκείνο που με σώζει είναι την κάθε μεταπτωτική στιγμή περί το θέμα πίστη αν είμαι σωστός απέναντι στον εαυτό μου και σ’ αυτό που εκφράζω. Και πράγματι τις πιο πολλές φορές, είμαι. Επομένως δεν μπορώ ούτε και τώρα να γενικεύσω ότι είμαι ή δεν είμαι, έχω ή δεν έχω μεταπτώσεις, κάθε στιγμή έχω μεταπτώσεις. Εδώ αγαπάς μια γυναίκα και πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις, διαπίστωσες ότι δεν την αγαπάς. Η πίστη είναι ακόμα πιο ρευστό πράγμα.
- Όμως ακόμα και το επίθετό σας απ’ εκεί είναι.
- Όπως έχω πει ήμουν μωρό, τότε δεν ήξερα καλά- καλά τον εαυτό μου. 14άρων χρονών, πάμπτωχος και διάβαζα ένα παιδικό περιοδικό το «Ελληνόπουλο». Το περιοδικό είχε μια στήλη συνεργατών, στην οποία για να δημοσιεύσεις έπρεπε να είχες καταθέσει ψευδώνυμο, η επιτροπή του περιοδικού να εγκρίνει το ψευδώνυμο και μετά ν’ αρχίσει να σου δημοσιεύει μόνο με το ψευδώνυμο. Οι φίλοι μου, λοιπόν, είχαν βάλει άλλος «ελληνόπουλο», άλλος «ιππότης των ορέων» λέω κι εγώ, ας βάλω Χριστιανόπουλος, βρε αδελφέ! Και ενεκρίθη βέβαια, ο συντάκτης μου έγραψε ότι «είμαι πεπεισμένος παιδί μου ότι είσαι μεγάλο ταλέντο» και μου δημοσίευσε αρκετά ποιήματα. Από τότε κατά την παροιμία, γλυκάθηκε η γριά στα σύκα κι όλη μέρα τ’ αναζήτα! Μου άρεσε αυτό και περίπου το μονιμοποίησα και ξεφορτώθηκα το παλιό επίθετο. Και το παλιό επίθετο λες κι ήταν έτοιμο να παραπέσει και τώρα όλοι με ξέρουν έτσι και δεν με ξέρουν αλλιώς.
Θα πεις αυτό είναι φυσικό, αλλά να πας φοιτητής στο Πανεπιστήμιο και ο καθηγητής να λέει «ο Χριστιανόπουλος να σηκωθεί να πει μάθημα» κι αυτή η ιστορία να γίνεται μέσα σε πέντε χρόνια… Οι δάσκαλοι με ήξεραν ως Χριστιανόπουλο, ήταν φαίνεται ανάγκη των καιρών, κόλλησε σαν ψώρα. Και το κράτησα, το σεβάστηκα, και δικαίως ή αδίκως, κάτι λέει. Δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, η μεγάλη απήχηση που είχε το ψευδώνυμο ως όνομα. Κι εκείνο που καταλαβαίνω είναι η αίσθηση του ερωτικού που ανέπτυξα διαδοχικά σε όλη μου τη ζωή, δεν ανέτρεψε την αίσθηση του χριστιανικού, ενώ θα περίμενες αυτό το πράγμα να συμβεί.
Άντε, αρκετά είπαμε, να κλείσουμε. Τώρα εσείς μη τα γράψετε όλα, για όνομα Θεού, είπαμε σαβούρες και πατσαβούρες, γράψτε τα σοβαρότερα.
13/3/08
Έρχεται όποτε θέλει
Αφιερωμένο στη Μάρω (το χρωστώ), στην Αναστασία, στην Ντανιέλα, στη Ρίτσα, στο Librofilo, στον Nuwanda, στον Μαμαλούκα, στο Σκαλιδάκι, στον Moha, στη Ρίτα, στη Νανά, στη Βάλια, στη Μαργαρίτα, στον Γιάννη, στην Εαρινή…
Σε όλους εσάς τους φίλους μου, να έρχεστε όποτε θέλετε!
«Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή.
Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. "Και πώς τη φωνάζεις;" την ρωτούν. "Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει". Έτσι είναι οι φίλοι».
Από το φόβο μου να μη ξεμείνω από Γιουρσενάρ, έχω βρεθεί με τέσσερις «Φωτιές», δυο «Αδριανούς» και πέντε… «Αβύσσους».
Έχω και τα είκοσι δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Χατζηνικολή». Την Ιωάννα Χατζηνικολή μάλλον γι’ αυτό την αγαπώ και θέλησα κάποτε να την γνωρίσω.
Αλλ’ όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν την διαβάζω τελικά, πάντοτε θα έρχεται κάτι δικό της να με ξαφνιάζει, να με δυναμώνει. Όπως αυτό το απόσπασμα περί φιλίας στο καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε απ’ τα Ελληνικά Γράμματα «Μια ευλαβική ανάμνηση». Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογείται στην Εύα Νικολαίδου. Και στις 124 σελίδες του να παραδίδει μαθήματα Ζωής κι Ελευθερίας. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στον έρωτα:
« Όταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δε χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αντάρες. Έρωτας σημαίνει να τα δίνεις όλα στον άλλον, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση. Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα».
Όσο για την αγάπη: «Η Αγάπη είναι δράση, είναι προσπάθεια να βοηθήσεις τον άλλον να αναπτυχθεί. Ακούμε τακτικά να λένε ότι μας αγαπούν. Τα κριτήρια όμως είναι υποκειμενικά, όπως και το κίνητρο. Οτιδήποτε κάνουμε για τον άλλο γίνεται γιατί το θέλουμε εμείς, γιατί καλύπτει μια δική μας εσωτερική ανάγκη, είναι επιλογή μας. Η αγάπη αλλάζει τον εαυτό μας, τον μεγαλώνει».
Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το μεγαλείο της: «Δεν θέλω να μου δίνουν διαστάσεις ή να μου προσδίδουν ιδιότητες που δεν έχω. Είμαι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ζυμώνει το ψωμί του για να φάει, που λατρεύει τα ζώα, τα φυτά, τους φίλους και νιώθει ευτυχισμένος όταν τ’ αγαπάει όλα αυτά, χωρίς να περιμένει να τον αγαπήσουν».
Κι έτσι έζησε μια ζωή. Έτσι έγραψε. Αριστουργήματα.
Σε όλους εσάς τους φίλους μου, να έρχεστε όποτε θέλετε!
«Κάθε αληθινή φιλία είναι ένα απόκτημα διαρκές. Η φιλία, όπως και ο έρωτας, απαιτεί τόση τέχνη όσο μια πετυχημένη φιγούρα χορού. Χρειάζεται πολλή άνεση και μεγάλος συγκρατημός. Ανταλλαγές λόγων. Μεγάλη σιωπή. Και προπαντός σεβασμός. Το συναίσθημα της ελευθερίας του άλλου. Της αξιοπρέπειάς του. Την παραδοχή.
Θυμάμαι πάντα το κοριτσάκι στο βιβλίο του Μοντερλάν που δεν έχει δώσει όνομα στη γάτα του. "Και πώς τη φωνάζεις;" την ρωτούν. "Δεν τη φωνάζω, έρχεται όποτε θέλει". Έτσι είναι οι φίλοι».
Από το φόβο μου να μη ξεμείνω από Γιουρσενάρ, έχω βρεθεί με τέσσερις «Φωτιές», δυο «Αδριανούς» και πέντε… «Αβύσσους».
Έχω και τα είκοσι δύο βιβλία της που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Χατζηνικολή». Την Ιωάννα Χατζηνικολή μάλλον γι’ αυτό την αγαπώ και θέλησα κάποτε να την γνωρίσω.
Αλλ’ όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσο κι αν την διαβάζω τελικά, πάντοτε θα έρχεται κάτι δικό της να με ξαφνιάζει, να με δυναμώνει. Όπως αυτό το απόσπασμα περί φιλίας στο καινούργιο βιβλίο που κυκλοφόρησε απ’ τα Ελληνικά Γράμματα «Μια ευλαβική ανάμνηση». Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ εξομολογείται στην Εύα Νικολαίδου. Και στις 124 σελίδες του να παραδίδει μαθήματα Ζωής κι Ελευθερίας. Ακόμα κι όταν αναφέρεται στον έρωτα:
« Όταν αγαπάς, όταν είσαι ερωτευμένος, όλα γίνονται από μόνα τους. Δε χρειάζονται θυμοί, φόβοι, αντάρες. Έρωτας σημαίνει να τα δίνεις όλα στον άλλον, αλλά να σέβεσαι την ατομικότητά του. Σημαίνει να μη χάνεται ο κόσμος γύρω σου όταν απομακρύνεσαι, γιατί τότε γίνεται εξάρτηση. Η ερωτική πράξη είναι μυσταγωγία, είναι ιερή και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε. Ο έρωτας είναι έρωτας όταν δεν προσθέτει, ούτε αφαιρεί. Είναι η βάση για όλα».
Όσο για την αγάπη: «Η Αγάπη είναι δράση, είναι προσπάθεια να βοηθήσεις τον άλλον να αναπτυχθεί. Ακούμε τακτικά να λένε ότι μας αγαπούν. Τα κριτήρια όμως είναι υποκειμενικά, όπως και το κίνητρο. Οτιδήποτε κάνουμε για τον άλλο γίνεται γιατί το θέλουμε εμείς, γιατί καλύπτει μια δική μας εσωτερική ανάγκη, είναι επιλογή μας. Η αγάπη αλλάζει τον εαυτό μας, τον μεγαλώνει».
Δεν είναι, λοιπόν, να απορεί κανείς για το μεγαλείο της: «Δεν θέλω να μου δίνουν διαστάσεις ή να μου προσδίδουν ιδιότητες που δεν έχω. Είμαι ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος, που ζυμώνει το ψωμί του για να φάει, που λατρεύει τα ζώα, τα φυτά, τους φίλους και νιώθει ευτυχισμένος όταν τ’ αγαπάει όλα αυτά, χωρίς να περιμένει να τον αγαπήσουν».
Κι έτσι έζησε μια ζωή. Έτσι έγραψε. Αριστουργήματα.
Στην κυρία Λωτ
Από τον Δημοσθένη (Dimosthenis S- Questioni di feeling) εδώ και αρκετό καιρό είχα δεχθεί μια πρόσκληση ν’ ανεβάσω ένα τραγούδι αγάπης. Το καθυστέρησα, όσο γινόταν. Με πονούν τόσο τα τραγούδια αγάπης.
Εχθές όμως όλη τη νύχτα είχα θυμηθεί την Χαρούλα. Για λόγους πολλούς. Εξάλλου ένα συγκεκριμένο τραγούδι της ποτέ δεν έφυγε απ’ τ’ αυτιά μου. «Δώσ’ μου μια μέρα», απ’ «Το παιχνίδι της αγάπης» το ασπρόμαυρο. «Αχ πουλάκι μου, για σένα καταστράφηκα…»
«Πάρ’ το Λενούλι μου και δεν το ξαναθέλω! Με πονά», μου είχε πει η Μάρω και μου το χάρισε.
Αυτό, το ίδιο cd κρατούσα όταν πήγα στη συνάντηση. Κλάμα, κακό, συνέντευξη εκ βαθέων, αξέχαστη. Και μια αξέχαστη αφιέρωση: «Στην Ελένη με την αγάπη μου που κλαίει με το παιχνίδι της αγάπης», Χάρις.
Τώρα το πόσα χρόνια πέρασαν, ούτε που τα θυμάμαι (δεν τα μετρώ).
Το ξαναβρήκα, όμως, το τόλμησα. Κι ας ξανάκλαψα.
Το ανεβάζω και το αφιερώνω:
στη Μάρω που μου το χάρισε,
στη Χαρούλα που το έγραψε,
στην Αναστασία που θέλει να γράψει τραγούδια για κείνη και αγαπά και τις δυο.
Δημοσθένη, μπορεί να άργησα, αλλά ιδού:
ΔΩΣ’ ΜΟΥ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
«Δώσ’ μου μια μέρα
να κατοικήσω στα μάτια σου
Δώσ’ μου μια νύχτα
Να παραδώσω ψυχή
Σαν τον αγέρα
σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Τη μοναξιά μου
δεν την ξεπλένει η βροχή.
Αχ πουλάκι μου στο λέω
καταστράφηκα
δίχως τη δική σου αγάπη
Μα στη δίνη του μυαλού μου αντιστάθηκα
μη σε χάσω και χαθώ
Δώσ’ μου ένα δρόμο
Να περπατήσουν τα πάθη μου
Να βρουν τη χώρα
που τα όνειρά σου κρατάς
Γίνε ποτάμι
να παρασύρεις τα λάθη μου
Κι αν θες να φύγεις
θα γίνω δρόμος να πας
Αχ πουλάκι μου…
ΥΓ1: Η Μάρω μού έστειλε- και με την άδειά της το ανεβάζω- ετούτο το μέιλ (είχε για τίτλο του «Στην κυρία Λωτ» και ναι, η γυναίκα- αλάτι μάλλον είμαι εγώ).
«Πολύ σ΄ευχαριστώ Ελενούλι μου για όσα κάνεις για μένα! Όμως βρε ψυχούλα μου, Αλεξίου και πουλάκι της;;...Αρχή άνοιξης επώδυνης όπως πάντα, μια κι η άνοιξη θυμίζει κήπο της Εδέμ κι εμάς απέξω;;...Όσο καλά και να είμαστε, εκείνο που νοσταλγικά θυμόμαστε δεν φτάνεται-το έχουμε φορτώσει και με τόση φαντασία-, πονάει. Όμως να μη σκαλίζουμε την πληγή του ξεριζωμού να πνιγούμε στο αίμα. Αντιθέτως,να φτιάχνουμε όπως-όπως, ρεφενέ και από ''τα ευρισκούμενα'' το δικό μας παραδείσιο κηπάκο για να ανοίγουμε πέρασμα. Το μέλλον μονάχα είναι ζωή, κυρία Λωτ. Έτσι; Μόνο οι χαζοί δεν περνούν καλά, εσύ μου το έμαθες.
(Αν θες, αυτό στείλε το και στο μπλογκ σου, γιατί πολλοί μπερδευόμαστε τούτη την ωραία εποχή)».
Ως ανταπόδοση, της συμπληρώνω τραγούδι (από τον ίδιο δίσκο, να μη ξεχνιόμαστε, σταθερά):
ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αχ! και να γύριζαν, να ‘ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ’ αγαπήσω
Χρόνια αμνημόνευτα σαν να ‘ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα
ζωές αμέτρητες ήθελα να ‘χα
Έτσι όπως πρέπει σου να σ’ αγαπήσω
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω
Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να ‘σαι η πρώτη μου εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου κι ως τη θανή μου
Ποίηση: Ιωάννης Πολέμης
ΥΓ2: Κι ένα τραγούδι που αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ, κι ας με σφάζει, κι ας ψάχνομαι εκεί σταθερά μια ζωή:
ΜΗΤΕΡΑ, ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΠΑΛΙΑ
Ένα χτενάκι στα μαλλιά
Μια πινελιά πάνω στο γκρίζο
Μητέρα, φίλη μου παλιά
το παρελθόν σου ψηλαφίζω
Στο πιο κρυφό σου μυστικό
ψάχνω να βρω τι έχει φταίξει
ποιο χρέος σου απλήρωτο
τη μοίρα μου έχει παγιδέψει
Τι δεν μου ‘χεις πει
τι μου έχεις κρύψει
Ποιον αγάπησες, μητέρα
Ποιος σου έχει λείψει
Πως θα λυτρωθείς
Πως θα με λυτρώσεις
Στη δική σου μοίρα, μάνα
Μη με παραδώσεις
Σε ποια ρωγμή του φεγγαριού
Είχες το πάθος σου κρυμμένο
Με την ντροπή του κοριτσιού
που ‘ναι απ’ αγάπη ξεχασμένο
Πες μου ποιο θάνατο θρηνεί
αυτή η ρυτίδα πλάι στο στόμα
ποιάν ενοχή σου μακρινή
πληρώνει το δικό μου σώμα
Τι δεν μου ‘χεις πει…
ΥΓ3: «Στ’ άρματα, στ’ άρματα», άλλη φορά Δημοσθένη, τραγούδι ηρωικό κι επαναστατικό. Και δεν υποβάλω άλλον κανένα σε τούτο το μαρτύριο!
Εχθές όμως όλη τη νύχτα είχα θυμηθεί την Χαρούλα. Για λόγους πολλούς. Εξάλλου ένα συγκεκριμένο τραγούδι της ποτέ δεν έφυγε απ’ τ’ αυτιά μου. «Δώσ’ μου μια μέρα», απ’ «Το παιχνίδι της αγάπης» το ασπρόμαυρο. «Αχ πουλάκι μου, για σένα καταστράφηκα…»
«Πάρ’ το Λενούλι μου και δεν το ξαναθέλω! Με πονά», μου είχε πει η Μάρω και μου το χάρισε.
Αυτό, το ίδιο cd κρατούσα όταν πήγα στη συνάντηση. Κλάμα, κακό, συνέντευξη εκ βαθέων, αξέχαστη. Και μια αξέχαστη αφιέρωση: «Στην Ελένη με την αγάπη μου που κλαίει με το παιχνίδι της αγάπης», Χάρις.
Τώρα το πόσα χρόνια πέρασαν, ούτε που τα θυμάμαι (δεν τα μετρώ).
Το ξαναβρήκα, όμως, το τόλμησα. Κι ας ξανάκλαψα.
Το ανεβάζω και το αφιερώνω:
στη Μάρω που μου το χάρισε,
στη Χαρούλα που το έγραψε,
στην Αναστασία που θέλει να γράψει τραγούδια για κείνη και αγαπά και τις δυο.
Δημοσθένη, μπορεί να άργησα, αλλά ιδού:
ΔΩΣ’ ΜΟΥ ΜΙΑ ΜΕΡΑ
«Δώσ’ μου μια μέρα
να κατοικήσω στα μάτια σου
Δώσ’ μου μια νύχτα
Να παραδώσω ψυχή
Σαν τον αγέρα
σφυρίζω στα μονοπάτια σου
Τη μοναξιά μου
δεν την ξεπλένει η βροχή.
Αχ πουλάκι μου στο λέω
καταστράφηκα
δίχως τη δική σου αγάπη
Μα στη δίνη του μυαλού μου αντιστάθηκα
μη σε χάσω και χαθώ
Δώσ’ μου ένα δρόμο
Να περπατήσουν τα πάθη μου
Να βρουν τη χώρα
που τα όνειρά σου κρατάς
Γίνε ποτάμι
να παρασύρεις τα λάθη μου
Κι αν θες να φύγεις
θα γίνω δρόμος να πας
Αχ πουλάκι μου…
ΥΓ1: Η Μάρω μού έστειλε- και με την άδειά της το ανεβάζω- ετούτο το μέιλ (είχε για τίτλο του «Στην κυρία Λωτ» και ναι, η γυναίκα- αλάτι μάλλον είμαι εγώ).
«Πολύ σ΄ευχαριστώ Ελενούλι μου για όσα κάνεις για μένα! Όμως βρε ψυχούλα μου, Αλεξίου και πουλάκι της;;...Αρχή άνοιξης επώδυνης όπως πάντα, μια κι η άνοιξη θυμίζει κήπο της Εδέμ κι εμάς απέξω;;...Όσο καλά και να είμαστε, εκείνο που νοσταλγικά θυμόμαστε δεν φτάνεται-το έχουμε φορτώσει και με τόση φαντασία-, πονάει. Όμως να μη σκαλίζουμε την πληγή του ξεριζωμού να πνιγούμε στο αίμα. Αντιθέτως,να φτιάχνουμε όπως-όπως, ρεφενέ και από ''τα ευρισκούμενα'' το δικό μας παραδείσιο κηπάκο για να ανοίγουμε πέρασμα. Το μέλλον μονάχα είναι ζωή, κυρία Λωτ. Έτσι; Μόνο οι χαζοί δεν περνούν καλά, εσύ μου το έμαθες.
(Αν θες, αυτό στείλε το και στο μπλογκ σου, γιατί πολλοί μπερδευόμαστε τούτη την ωραία εποχή)».
Ως ανταπόδοση, της συμπληρώνω τραγούδι (από τον ίδιο δίσκο, να μη ξεχνιόμαστε, σταθερά):
ΧΑΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Αχ! και να γύριζαν, να ‘ρχονταν πίσω
τα χρόνια που έζησα πριν σ’ αγαπήσω
Χρόνια αμνημόνευτα σαν να ‘ταν ξένα
τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα
Μισή σου χάρισα ζωή μονάχα
ζωές αμέτρητες ήθελα να ‘χα
Έτσι όπως πρέπει σου να σ’ αγαπήσω
Αχ! και να γύριζαν τα χρόνια πίσω
Αχ! και να γύριζαν να διπλοζήσω
αγάπη αδιάκοπη να σου χαρίσω
Και να ‘σαι η πρώτη μου εσύ η στερνή μου
από τη γέννα μου κι ως τη θανή μου
Ποίηση: Ιωάννης Πολέμης
ΥΓ2: Κι ένα τραγούδι που αγαπώ τόσο μα τόσο πολύ, κι ας με σφάζει, κι ας ψάχνομαι εκεί σταθερά μια ζωή:
ΜΗΤΕΡΑ, ΦΙΛΗ ΜΟΥ ΠΑΛΙΑ
Ένα χτενάκι στα μαλλιά
Μια πινελιά πάνω στο γκρίζο
Μητέρα, φίλη μου παλιά
το παρελθόν σου ψηλαφίζω
Στο πιο κρυφό σου μυστικό
ψάχνω να βρω τι έχει φταίξει
ποιο χρέος σου απλήρωτο
τη μοίρα μου έχει παγιδέψει
Τι δεν μου ‘χεις πει
τι μου έχεις κρύψει
Ποιον αγάπησες, μητέρα
Ποιος σου έχει λείψει
Πως θα λυτρωθείς
Πως θα με λυτρώσεις
Στη δική σου μοίρα, μάνα
Μη με παραδώσεις
Σε ποια ρωγμή του φεγγαριού
Είχες το πάθος σου κρυμμένο
Με την ντροπή του κοριτσιού
που ‘ναι απ’ αγάπη ξεχασμένο
Πες μου ποιο θάνατο θρηνεί
αυτή η ρυτίδα πλάι στο στόμα
ποιάν ενοχή σου μακρινή
πληρώνει το δικό μου σώμα
Τι δεν μου ‘χεις πει…
ΥΓ3: «Στ’ άρματα, στ’ άρματα», άλλη φορά Δημοσθένη, τραγούδι ηρωικό κι επαναστατικό. Και δεν υποβάλω άλλον κανένα σε τούτο το μαρτύριο!
11/3/08
Στους ώμους ή στην αγκαλιά του πατέρα
Είναι μερικά βράδια που είναι πράγματι μαγικά, σ’ ανοίγουν ρωγμές: στον χρόνο, εντός σου. Διαπιστώνεις ότι ακόμα και το παρελθόν είναι χρόνος ρευστός, σου φανερώνει πτυχές που απαιτούσαν ρυτίδες.
Την βραδιά στο ΟΑΚΑ την χρωστώ στον Nuwanda: «Ρε συ, βγάζει η Άγκυρα βιβλίο με Νεστορίδη;» «Θα βγάζει, ε και;»
Κι αυτό το «ε και;» το έλεγα εγώ, που από πέντε χρονών παιδάκι ακολουθούσα «τον μπαμπά μου στη μπάλα». ΑΟΚ Κορωπίου, σταθερά! Εντός έδρας αλλά κι αργότερα, εκτός! «Καθόλου δεν την σκέφτεσαι, κορίτσι- πράγμα;» Αγρίευε η μαμά Ελευθερία (με τα… ευγενή επίθετα είναι αντιστρόφως ανάλογα τα χαρακτηριστικά). Έτσι έμαθα να είμαι δύο ομάδες, μια τοπική (σταθερά ΑΟΚ Κορωπί) και Ολυμπιακός, ως όφειλα, επειδή ήτο ο πατέρας!
Δευτέρα Γυμνασίου κόντεψα να… σκοτώσω την φιλόλογο. Γράφαμε εκθέσεις περιγραφικές, επέλεξα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα! «Ελενίτσα, παιδί μου, εσύ το έχεις γράψει αυτό;» Μιλάμε τώρα για σοκ και δέος!
Τα χρόνια πέρασαν, δεν άφησαν παρά μια αμυδρή εμμονή ότι παραμένω, ως όφειλα Ολυμπιακός και ΑΟΚ.
Δευτέρα βράδυ, όμως, ξαναζώντας κάτι ξεχασμένο, ξεπερασμένο ίσως αλλά απολύτως μαγικό, έγινα… ΑΕΚ. Με «τον μάγο της μπάλας» να κλαίει και να θυμάται κάτι γι’ αυτόν «απόλυτα φυσικό», «ο Νεστορίδης υπήρξε φαινόμενο» όπως η αστραπή και η πλημμύρα.
Ο Νίκος Κατσαρός που υπογράφει το βιβλίο, παραδέχεται ότι τα βρήκε δύσκολα, «ο άνθρωπος που γέννησε την μπάλα» ούτε κατάλαβε ότι όλο αυτό που έκανε ήταν κάτι το εξαιρετικό. Αλλ’ όλα συνηγορούσαν σε αυτό το «εκτός χρόνου» μαγικό βράδυ.
«Τα δάκρυα του κυρίου Κώστα» όπως διαβάζω στο μπλογκ του Nuwanda γύρισαν την ανέμη: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που αγαπούσε πολύ μια ποδοσφαιρική ομάδα, φορούσε κίτρινες φανέλες με τον δικέφαλο στο στήθος, μετρούσε τον χρόνο με βάση τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της»… Είδε τους ήρωες των παιδικών του χρόνων, λοιπόν, να διατηρούν αναλλοίωτο το υπερφυσικό τους μέγεθος και να του ξετυλίγουν το κουβάρι του παραμυθιού που τον μεγάλωσε, διαπιστώνοντας πως μόνο αυτό θέλει να είναι τελικά: ΑΕΚ των παιδικών του χρόνων! Με τον Librofilo τριών χρονών, να πρωτομπαίνει στο γήπεδο στους ώμους του πατέρα. Επειδή υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι κάποιες βραδιές που σου ανοίγουν βαθιές ρωγμές: εντός σου και στον χρόνο!
Μικρό κείμενο αφιερωμένο, λοιπόν, και στους τρεις: Nuwanda, Librofilo και Κυρ- Κώστα Νεστορίδη. Το βιβλίο «Κώστας Νεστορίδης Ο μάγος της μπάλας» κυκλοφορεί από την Άγκυρα.
ΥΓ1: Ε ναι, το τολμώ! Μετά το συγκλονιστικό ποστ Nuwanda για «Τα δάκρυα του Κυρίου Κώστα» και το σχόλιο Librofilo που μ’ έκανε κομματάκια, το τολμώ! Είναι η δική μου εκδοχή, ένας τρόπος να θυμηθώ και τη δική μου σχέση με τον πατέρα.
ΥΓ2: Το κείμενο δημοσιεύθηκε την Κυριακή σε Κυριακάτικη εφημερίδα, και ναι, είμαι άλεφ- ελένη.
ΥΓ3: Στην ιερή μνήμη του πατέρα σου, ναι? Κι ας μην τον γνώρισα, είναι σα να τον ξέρω! (αφού σε ξέρω).
ΥΓ4: Και στις δικές μας αντοχές Nuwanda μου, για όσα θα έρθουν! Διότι ο δικός μου, με κρατούσε αγκαλιά, και δεν μπορώ να διανοηθώ αυτόν τον κόσμο, δίχως την αγκαλιά του!
ΥΓ5: Καλή Σαρακοστή σε όλους!
Την βραδιά στο ΟΑΚΑ την χρωστώ στον Nuwanda: «Ρε συ, βγάζει η Άγκυρα βιβλίο με Νεστορίδη;» «Θα βγάζει, ε και;»
Κι αυτό το «ε και;» το έλεγα εγώ, που από πέντε χρονών παιδάκι ακολουθούσα «τον μπαμπά μου στη μπάλα». ΑΟΚ Κορωπίου, σταθερά! Εντός έδρας αλλά κι αργότερα, εκτός! «Καθόλου δεν την σκέφτεσαι, κορίτσι- πράγμα;» Αγρίευε η μαμά Ελευθερία (με τα… ευγενή επίθετα είναι αντιστρόφως ανάλογα τα χαρακτηριστικά). Έτσι έμαθα να είμαι δύο ομάδες, μια τοπική (σταθερά ΑΟΚ Κορωπί) και Ολυμπιακός, ως όφειλα, επειδή ήτο ο πατέρας!
Δευτέρα Γυμνασίου κόντεψα να… σκοτώσω την φιλόλογο. Γράφαμε εκθέσεις περιγραφικές, επέλεξα έναν ποδοσφαιρικό αγώνα! «Ελενίτσα, παιδί μου, εσύ το έχεις γράψει αυτό;» Μιλάμε τώρα για σοκ και δέος!
Τα χρόνια πέρασαν, δεν άφησαν παρά μια αμυδρή εμμονή ότι παραμένω, ως όφειλα Ολυμπιακός και ΑΟΚ.
Δευτέρα βράδυ, όμως, ξαναζώντας κάτι ξεχασμένο, ξεπερασμένο ίσως αλλά απολύτως μαγικό, έγινα… ΑΕΚ. Με «τον μάγο της μπάλας» να κλαίει και να θυμάται κάτι γι’ αυτόν «απόλυτα φυσικό», «ο Νεστορίδης υπήρξε φαινόμενο» όπως η αστραπή και η πλημμύρα.
Ο Νίκος Κατσαρός που υπογράφει το βιβλίο, παραδέχεται ότι τα βρήκε δύσκολα, «ο άνθρωπος που γέννησε την μπάλα» ούτε κατάλαβε ότι όλο αυτό που έκανε ήταν κάτι το εξαιρετικό. Αλλ’ όλα συνηγορούσαν σε αυτό το «εκτός χρόνου» μαγικό βράδυ.
«Τα δάκρυα του κυρίου Κώστα» όπως διαβάζω στο μπλογκ του Nuwanda γύρισαν την ανέμη: «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που αγαπούσε πολύ μια ποδοσφαιρική ομάδα, φορούσε κίτρινες φανέλες με τον δικέφαλο στο στήθος, μετρούσε τον χρόνο με βάση τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες της»… Είδε τους ήρωες των παιδικών του χρόνων, λοιπόν, να διατηρούν αναλλοίωτο το υπερφυσικό τους μέγεθος και να του ξετυλίγουν το κουβάρι του παραμυθιού που τον μεγάλωσε, διαπιστώνοντας πως μόνο αυτό θέλει να είναι τελικά: ΑΕΚ των παιδικών του χρόνων! Με τον Librofilo τριών χρονών, να πρωτομπαίνει στο γήπεδο στους ώμους του πατέρα. Επειδή υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι κάποιες βραδιές που σου ανοίγουν βαθιές ρωγμές: εντός σου και στον χρόνο!
Μικρό κείμενο αφιερωμένο, λοιπόν, και στους τρεις: Nuwanda, Librofilo και Κυρ- Κώστα Νεστορίδη. Το βιβλίο «Κώστας Νεστορίδης Ο μάγος της μπάλας» κυκλοφορεί από την Άγκυρα.
ΥΓ1: Ε ναι, το τολμώ! Μετά το συγκλονιστικό ποστ Nuwanda για «Τα δάκρυα του Κυρίου Κώστα» και το σχόλιο Librofilo που μ’ έκανε κομματάκια, το τολμώ! Είναι η δική μου εκδοχή, ένας τρόπος να θυμηθώ και τη δική μου σχέση με τον πατέρα.
ΥΓ2: Το κείμενο δημοσιεύθηκε την Κυριακή σε Κυριακάτικη εφημερίδα, και ναι, είμαι άλεφ- ελένη.
ΥΓ3: Στην ιερή μνήμη του πατέρα σου, ναι? Κι ας μην τον γνώρισα, είναι σα να τον ξέρω! (αφού σε ξέρω).
ΥΓ4: Και στις δικές μας αντοχές Nuwanda μου, για όσα θα έρθουν! Διότι ο δικός μου, με κρατούσε αγκαλιά, και δεν μπορώ να διανοηθώ αυτόν τον κόσμο, δίχως την αγκαλιά του!
ΥΓ5: Καλή Σαρακοστή σε όλους!
6/3/08
Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη…
Της Εαρινής Συμφωνίας που με κάλεσε να ξαναθυμηθώ τον Σεφέρη που ποτέ δεν ξέχασα και την ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό!
ΥΓ1:
«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι?
…Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατέβουμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα πού δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν»…
(από το «Μυθιστόρημα»)
ΥΓ2:
«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη».
(«Αστυάναξ» και πάλι από το «Μυθιστόρημα»)
ΥΓ3:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα…»
(από το «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο»).
ΥΓ4:
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»
(από την «Τελευταία μέρα»)
ΥΓ5:
«Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο’
Κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης’
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»….
(από την «Ελένη»)
Σπαράγματα όλα που ενίοτε βοηθούν να βγει η νύχτα. Και που όλα απαρτίζουν το δικό μου «Μυθιστόρημα». Ο καθείς, όπως τ’ αντέχει!
ΥΓ1:
«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι?
…Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατέβουμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα πού δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν»…
(από το «Μυθιστόρημα»)
ΥΓ2:
«Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.
Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε
αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει
ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,
ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:
Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη».
(«Αστυάναξ» και πάλι από το «Μυθιστόρημα»)
ΥΓ3:
«Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε.
Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.
Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.
Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας.
Εγκαταλείψαμε τη ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη.
Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα…»
(από το «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο»).
ΥΓ4:
«Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη» έλεγε η φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά «την άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή θάλασσα.
Τόσο απροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πώς θα πεθάνουμε;»
(από την «Τελευταία μέρα»)
ΥΓ5:
«Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο’
Κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης’
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη»….
(από την «Ελένη»)
Σπαράγματα όλα που ενίοτε βοηθούν να βγει η νύχτα. Και που όλα απαρτίζουν το δικό μου «Μυθιστόρημα». Ο καθείς, όπως τ’ αντέχει!
3/3/08
Eκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της
Του Librofilo που
και τον αγαπά πολύ και του μοιάζει (πολύ)
«ΖΕΛΝΤΑ - ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ: Μια σχέση πάθους» της Ανιές Μισό, Μετάφραση: Μάρω Φιλίππου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 438
«Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;»
Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ!
Αξιώθηκε όμως την Μεγάλη Συνάντηση. Με τον νεαρό αξιωματικό τότε από τη Μιννεζότα και μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό, αναφέρεται στη πολυτάραχη ζωή και στη παθιασμένη σχέση τους.
Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, «η Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ». Και δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο, πάλι, για να κάνει αυλαία. Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες, που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. Κυριολεκτικά «καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα.
«Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν». Με μότο ενδεικτικό της σχέσης από τον δικό του «Υπέροχο Γκάτσμπυ» και επί μέρους μότο στα κεφάλαια αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης (Χαρίστε μου αυτό το βαλς), το βιβλίο συνδυάζει μοναδικά την βιογραφία με την μυθιστορία, με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο…. αμελής (ο Σκοτ, τις κρατούσε, εκείνη πάλι όχι). Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι εκείνης στο Νότο. Στα ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη, τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτυ, οι μεγάλες παρέες, η φιλία του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουαίη, το Χόλυγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, ο εγκλεισμός, τα ιδρύματα, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή: Το πρώτο βιβλίο «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου» που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις 24άρων και εν μια νυκτί τον έκανε διάσημο, τα διηγήματα που έγραφε πολλές φορές για να επιζήσουν. «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» που τον καθιέρωσε, το μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες της να αφοσιωθεί στον χορό, στη ζωγραφική, στην γραφή ύστερα, η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα μέχρι την τελευταία στιγμή, τα ταξίδια, η Αμερική, το αμερικάνικο όνειρο και η «χαμένη γενιά της τζαζ» που αυτός επινόησε, η αναλαμπή ό,τι όλα είναι εφικτά, και η ευτυχία, εν τω μέσω δυο μεγάλων πολέμων, το εφήμερο της νιότης, της νίκης, της λάμψης, αυτής καθ’ εαυτής της ανθρώπινης ζωής. Ο αλκοολισμός του, η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του με τον «Τελευταίο μεγιστάνα» ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της σε ίδρυμα και το μυθιστορηματικό της τέλος, ξαφνικά από μια αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα, για αδιευκρίνιστους λόγους της είχε κλειδώσει το δωμάτιο.
Η αφήγηση είναι γραμμική, διαβάζεται και ως ντοκουμέντο εποχής. Με ολοζώντανες εικόνες, σπαράγματα σχεδόν αυτοβιογραφικού έργου τους, υπαρξιακά διλήμματα και συγκρούσεις, αρκετά πειστικούς διαλόγους. Με εμφανή την προτίμησή της στην Ζέλντα, η Μισό παρ’ όλα αυτά αποδίδει στο ακέραιο όλο τον γοητευτικό του χαρακτήρα.
Με αυθεντικές φράσεις τους όπως «το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας», «εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις», παρά την τραγικότητα της κατάληξης («κάηκαν» και οι δυο σαν πεταλούδες στην λάμπα), η τελική αίσθηση είναι το ότι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες. Διότι για την ζωή και των δυο «εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση». «Ήταν κάτι εξαιρετικό», μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία: «Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». «Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτός ήταν ο αγώνας, το τίμημα. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει».
Τελειώνοντας, τελικά, εκείνο το βιβλίο δεν γίνεται παρά να τους ξαναλατρέψει κανείς. Και να αναθεωρήσει, βεβαίως, όσον αφορά το συγγραφικό μέγεθος εκείνου. Και την γοητεία της. Μέχρι εξαντλήσεως. Κανένας τους, μόνος, τελικά. Μέχρι τελικής πτώσεως: Ζέλντα και Φράνσις Σκοτ, το ζεύγος Φιτζέραλντ!
Η ιστορία ενός παράφορου έρωτα. Το χρονικό μιας σημαντικής εποχής. Το «αμερικάνικο όνειρο» και η «χαμένη γενιά» που έγινε από κείνον, λογοτεχνικό ρεύμα, είδος. Ένα μαύρο παραμύθι, τελικά.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
ΑΝΙΕΣ ΜΙΣΟ:
Η γαλλίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ανιές Μισό (Τουρ, 1968) εργάστηκε αρκετά χρόνια ως δημοσιογράφος στο Canal+, το έγκυρο γαλλικό κανάλι για θέματα πολιτισμού.
Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα εξής έργα: το λεξικό Dictionnaire misogyne, την ταξιδιωτική ανθολογία Le roman de Venise, τη Βιογραφία Sissi-une vie retrouvee, καθώς και τα μυθιστορήματα Je les chasserai jusqu’au bout du monde jusqu’a ce qu’ils en crevent και Stayin’ Alive.
ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε στο Σαιντ Πολ της Μιννεζότα το 1896 και έγινε γνωστός από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Η άλλη πλευρά του παραδείσου», που εκδόθηκε το 1920.
Ταυτίστηκε με την ατμόσφαιρα της ανεμελιάς και της ευημερίας της λεγόμενης «εποχής της τζαζ», που τελείωσε απότομα με το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Έγραψε πλήθος διηγημάτων που εικονογραφούν τη ζωή της μεγαλούπολης («Ένα διαμάντι μεγάλο σαν το Ριτζ», «Η εποχή της τζαζ»). Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του είναι: «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» (1925) και το «Τρυφερή είναι η νύχτα» (1934).
Πέθανε στο Χόλλυγουντ το 1940, αφήνοντας ένα ημιτελές μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο μεγιστάνα».
Κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του:
«Δώθε του παραδείσου» και «Ο τελευταίος μεγιστάνας» (Ηριδανός),
«Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» και «Τρυφερή είναι η νύχτα» (Πατάκη),
«Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες» και «Όμορφοι και καταραμένοι» (Ερατώ), «Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας» (Κέδρος),
«Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ» (Οδός Πανός),
«Έρωτας μέσα στη νύχτα» και «Χαμένη δεκαετία» (Καστανιώτη).
ΖΕΛΝΤΑ ΣειΕΡ- ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε το 1990 στην Αλαμπάμα του Αμερικανικού Νότου.
Παντρεύτηκε τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Έγραψε το μυθιστόρημα «Χαρίστε μου το βαλς» (στα ελληνικά, από Εκδόσεις «Οδός Πανός»).
Πέθανε από πυρκαγιά σε ίδρυμα το 1948.
ΥΓ1: «Η ρωγμή είναι σε μένα», είπα ηρωικά…
…Έτσι δεν υπήρχε πλέον κανένα «εγώ»- καμμία βάση πάνω στην οποία θα μπορούσα να οργανώσω τον αυτοσεβασμό μου- εκτός από την ανεξάντλητη δύναμη για δουλειά που φαινόταν να μην κατέχω πλέον. Ήταν περίεργο το να μην έχεις εαυτό- να είσαι σαν ένα μικρό παιδί που απέμεινε μόνο σε ένα μεγάλο σπίτι, που ήξερε ότι τώρα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, αλλά ανεκάλυπτε ότι δεν υπήρχε τίποτε που να ήθελε να κάνει- »
«Δεν επρόκειτο να ξαναδώσω τίποτε από τον εαυτό μου- όλες αυτές οι παροχές θα καθίσταντο παράνομες στο εξής εν ονόματι ενός νέου παράγοντα, της Σπατάλης»…
«Το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο»…
«Και το χαμόγελο- α, θ’ αποκτούσα και χαμόγελο. Ακόμα δουλεύω αυτό το χαμόγελο»…
(αποσπάσματα από «Το σπάσιμο» F.Scott Fitzgerald (Εκδ. «Ιστός»)
ΥΓ2: Και προς αποφυγήν παρεξήγησης (ποια έκλεψε ποια) το κείμενο δημοσιεύθηκε χθες σε Κυριακάτικη εφημερίδα.
ΥΓ3: Η αφιέρωση βεβαίως στον Librofilo, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης διότι μου τον υπενθύμισε σε κάτι ανάλογο που αγωνιζόμουν να γράψω. Το αποτέλεσμα, εννοείται, ότι του το χρωστώ!
και τον αγαπά πολύ και του μοιάζει (πολύ)
«ΖΕΛΝΤΑ - ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ: Μια σχέση πάθους» της Ανιές Μισό, Μετάφραση: Μάρω Φιλίππου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 438
«Μαμά, μήπως γερνά κανείς στον ύπνο του;»
Από παιδάκι, στην Αλαμπάμα του Νότου, η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του δικαστή Σέιερ, ρωτούσε με αγωνία τη μαμά Μίνι και μόνο αυτό φοβόταν: μήπως γεράσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, και δεν γέρασε ποτέ. Σχεδόν δεν… κοιμήθηκε ποτέ!
Αξιώθηκε όμως την Μεγάλη Συνάντηση. Με τον νεαρό αξιωματικό τότε από τη Μιννεζότα και μετέπειτα διάσημο συγγραφέα Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Η μυθιστορηματική βιογραφία της Ανιές Μισό, αναφέρεται στη πολυτάραχη ζωή και στη παθιασμένη σχέση τους.
Αφηγήτρια είναι, όπως μας αυτοσυστήνεται στο πρώτο κεφάλαιο, «η Σκότι Φιτζέραλντ, μονάκριβη κόρη του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ και της Ζέλντα Σέιερ». Και δεν την ξανασυναντάμε παρά στο τελευταίο κεφάλαιο, πάλι, για να κάνει αυλαία. Στο μεταξύ, δυο οδοστρωτήρες, που γνώρισαν την ακμή και την παρακμή. Λαμπεροί και αυτοκαταστροφικοί μέχρι υπερβολής. Κυριολεκτικά «καμένοι» απ’ τα πολλά τους ταλέντα.
«Έτσι συνεχίζουμε ακάθεκτοι, σαν τα πλεούμενα ενάντια στο ρεύμα, ενδίδοντας αδιάκοπα στο παρελθόν». Με μότο ενδεικτικό της σχέσης από τον δικό του «Υπέροχο Γκάτσμπυ» και επί μέρους μότο στα κεφάλαια αποσπάσματα από το βιβλίο εκείνης (Χαρίστε μου αυτό το βαλς), το βιβλίο συνδυάζει μοναδικά την βιογραφία με την μυθιστορία, με εμβόλιμα αποσπάσματα έργων τους και δικές της επιστολές προς εκείνον. Η Ζέλντα, αποδεικνύεται πιο…. αμελής (ο Σκοτ, τις κρατούσε, εκείνη πάλι όχι). Φόντο της ιστορίας, το πατρικό σπίτι εκείνης στο Νότο. Στα ενδιάμεσα, όλοι οι δικοί τους σταθμοί: ο γάμος τους και η παραμονή τους στη Νέα Υόρκη, τα αλλεπάλληλα ταξίδια στην Ευρώπη, η διαμονή τους στην Κυανή Ακτή, στο ακρωτήριο της Αντίμπ, στη Βενετία, στη Ρώμη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, το χρηματιστηριακό κραχ και η επιστροφή στην Αμερική. Οι χοροί και τα πάρτυ, οι μεγάλες παρέες, η φιλία του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με τον Χέμινγουαίη, το Χόλυγουντ, τα σενάρια, η σχιζοφρένεια της Ζέλντα, ο εγκλεισμός, τα ιδρύματα, η θυελλώδης τους σχέση αλλά και η συγγραφή: Το πρώτο βιβλίο «Η άλλη πλευρά του Παραδείσου» που εκδόθηκε όταν ήταν μόλις 24άρων και εν μια νυκτί τον έκανε διάσημο, τα διηγήματα που έγραφε πολλές φορές για να επιζήσουν. «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» που τον καθιέρωσε, το μυθιστόρημα «Τρυφερή είναι η νύχτα» που της προκάλεσε τον μεγάλο νευρικό κλονισμό, οι προσπάθειες της να αφοσιωθεί στον χορό, στη ζωγραφική, στην γραφή ύστερα, η δική του εντιμότητα να πληρώνει τα ακριβότερα ιδρύματα μέχρι την τελευταία στιγμή, τα ταξίδια, η Αμερική, το αμερικάνικο όνειρο και η «χαμένη γενιά της τζαζ» που αυτός επινόησε, η αναλαμπή ό,τι όλα είναι εφικτά, και η ευτυχία, εν τω μέσω δυο μεγάλων πολέμων, το εφήμερο της νιότης, της νίκης, της λάμψης, αυτής καθ’ εαυτής της ανθρώπινης ζωής. Ο αλκοολισμός του, η δική της κατάρρευση μέχρι εσχάτων. Ο θάνατός του με τον «Τελευταίο μεγιστάνα» ημιτελή. Ο τελευταίος εγκλεισμός της σε ίδρυμα και το μυθιστορηματικό της τέλος, ξαφνικά από μια αψυχολόγητη, αδικαιολόγητη πυρκαγιά. Η νοσοκόμα, για αδιευκρίνιστους λόγους της είχε κλειδώσει το δωμάτιο.
Η αφήγηση είναι γραμμική, διαβάζεται και ως ντοκουμέντο εποχής. Με ολοζώντανες εικόνες, σπαράγματα σχεδόν αυτοβιογραφικού έργου τους, υπαρξιακά διλήμματα και συγκρούσεις, αρκετά πειστικούς διαλόγους. Με εμφανή την προτίμησή της στην Ζέλντα, η Μισό παρ’ όλα αυτά αποδίδει στο ακέραιο όλο τον γοητευτικό του χαρακτήρα.
Με αυθεντικές φράσεις τους όπως «το να γλεντά κανείς δεν είναι παρά μια μορφή αυτοκτονίας», «εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις», παρά την τραγικότητα της κατάληξης («κάηκαν» και οι δυο σαν πεταλούδες στην λάμπα), η τελική αίσθηση είναι το ότι, τελικά, τους συνέβη (έζησαν) κάτι υπέροχο, μεγαλειώδες. Διότι για την ζωή και των δυο «εκείνο που είχε σημασία ήταν αυτή η Συνάντηση». «Ήταν κάτι εξαιρετικό», μας πείθει γι’ αυτό η Μισό, αλλά και η ίδια τους η ιστορία: «Ήταν η πάλλουσα καρδιά αυτής της ύπαρξης, η έννοιά της, ο σκοπός της, ο χώρος όλων των επιτευγμάτων. Εκείνη αποτελούσε το σημάδι ενός ιδιαίτερου πεπρωμένου». «Ήταν η ιστορία δύο ατόμων, που η μοίρα τους ήταν το σμίξιμο. Είχαν πράγματα να κάνουν μαζί. Αυτός ήταν ο αγώνας, το τίμημα. Αυτό ήταν εκείνο που είχαν χάσει».
Τελειώνοντας, τελικά, εκείνο το βιβλίο δεν γίνεται παρά να τους ξαναλατρέψει κανείς. Και να αναθεωρήσει, βεβαίως, όσον αφορά το συγγραφικό μέγεθος εκείνου. Και την γοητεία της. Μέχρι εξαντλήσεως. Κανένας τους, μόνος, τελικά. Μέχρι τελικής πτώσεως: Ζέλντα και Φράνσις Σκοτ, το ζεύγος Φιτζέραλντ!
Η ιστορία ενός παράφορου έρωτα. Το χρονικό μιας σημαντικής εποχής. Το «αμερικάνικο όνειρο» και η «χαμένη γενιά» που έγινε από κείνον, λογοτεχνικό ρεύμα, είδος. Ένα μαύρο παραμύθι, τελικά.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
ΑΝΙΕΣ ΜΙΣΟ:
Η γαλλίδα συγγραφέας και δημοσιογράφος Ανιές Μισό (Τουρ, 1968) εργάστηκε αρκετά χρόνια ως δημοσιογράφος στο Canal+, το έγκυρο γαλλικό κανάλι για θέματα πολιτισμού.
Έχει γράψει, μεταξύ άλλων, τα εξής έργα: το λεξικό Dictionnaire misogyne, την ταξιδιωτική ανθολογία Le roman de Venise, τη Βιογραφία Sissi-une vie retrouvee, καθώς και τα μυθιστορήματα Je les chasserai jusqu’au bout du monde jusqu’a ce qu’ils en crevent και Stayin’ Alive.
ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε στο Σαιντ Πολ της Μιννεζότα το 1896 και έγινε γνωστός από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα «Η άλλη πλευρά του παραδείσου», που εκδόθηκε το 1920.
Ταυτίστηκε με την ατμόσφαιρα της ανεμελιάς και της ευημερίας της λεγόμενης «εποχής της τζαζ», που τελείωσε απότομα με το χρηματιστηριακό κραχ του 1929.
Έγραψε πλήθος διηγημάτων που εικονογραφούν τη ζωή της μεγαλούπολης («Ένα διαμάντι μεγάλο σαν το Ριτζ», «Η εποχή της τζαζ»). Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του είναι: «Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» (1925) και το «Τρυφερή είναι η νύχτα» (1934).
Πέθανε στο Χόλλυγουντ το 1940, αφήνοντας ένα ημιτελές μυθιστόρημα, τον «Τελευταίο μεγιστάνα».
Κυκλοφορούν στα ελληνικά τα βιβλία του:
«Δώθε του παραδείσου» και «Ο τελευταίος μεγιστάνας» (Ηριδανός),
«Ο υπέροχος Γκάτσμπυ» και «Τρυφερή είναι η νύχτα» (Πατάκη),
«Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες» και «Όμορφοι και καταραμένοι» (Ερατώ), «Τ’ απομεινάρια της ευτυχίας» (Κέδρος),
«Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ» (Οδός Πανός),
«Έρωτας μέσα στη νύχτα» και «Χαμένη δεκαετία» (Καστανιώτη).
ΖΕΛΝΤΑ ΣειΕΡ- ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ:
Γεννήθηκε το 1990 στην Αλαμπάμα του Αμερικανικού Νότου.
Παντρεύτηκε τον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ.
Έγραψε το μυθιστόρημα «Χαρίστε μου το βαλς» (στα ελληνικά, από Εκδόσεις «Οδός Πανός»).
Πέθανε από πυρκαγιά σε ίδρυμα το 1948.
ΥΓ1: «Η ρωγμή είναι σε μένα», είπα ηρωικά…
…Έτσι δεν υπήρχε πλέον κανένα «εγώ»- καμμία βάση πάνω στην οποία θα μπορούσα να οργανώσω τον αυτοσεβασμό μου- εκτός από την ανεξάντλητη δύναμη για δουλειά που φαινόταν να μην κατέχω πλέον. Ήταν περίεργο το να μην έχεις εαυτό- να είσαι σαν ένα μικρό παιδί που απέμεινε μόνο σε ένα μεγάλο σπίτι, που ήξερε ότι τώρα μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, αλλά ανεκάλυπτε ότι δεν υπήρχε τίποτε που να ήθελε να κάνει- »
«Δεν επρόκειτο να ξαναδώσω τίποτε από τον εαυτό μου- όλες αυτές οι παροχές θα καθίσταντο παράνομες στο εξής εν ονόματι ενός νέου παράγοντα, της Σπατάλης»…
«Το καπέλο του ταχυδακτυλουργού ήταν άδειο»…
«Και το χαμόγελο- α, θ’ αποκτούσα και χαμόγελο. Ακόμα δουλεύω αυτό το χαμόγελο»…
(αποσπάσματα από «Το σπάσιμο» F.Scott Fitzgerald (Εκδ. «Ιστός»)
ΥΓ2: Και προς αποφυγήν παρεξήγησης (ποια έκλεψε ποια) το κείμενο δημοσιεύθηκε χθες σε Κυριακάτικη εφημερίδα.
ΥΓ3: Η αφιέρωση βεβαίως στον Librofilo, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης διότι μου τον υπενθύμισε σε κάτι ανάλογο που αγωνιζόμουν να γράψω. Το αποτέλεσμα, εννοείται, ότι του το χρωστώ!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)