Αν αγαπάμε την ιδέα, ε μα ναι, μια ιδέα είναι όλα
«Η ΕΒΡΑΙΑ ΝΥΦΗ» του Νίκου Δαββέτα. Εκδ. «Κέδρος», σελ. 231
«Κι όμως, έλεγα ψέματα. Ακόμη και σε μένα. Προπάντων σε μένα. Σήμερα πια το ξέρω, ήμουν ερωτευμένος με την αδυναμία της, την ευθραυστότητά της, μ’ εκείνο το τρομαγμένο παιδί που έκρυβε μέσα της και προκαλούσε τους ενήλικες φορώντας τα μεταξωτά εσώρουχα της μαμάς του. Εξάλλου, ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Συνήθως αγαπάμε την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον. Και η ιδέα που είχα σχηματίσει μες στο μυαλό μου για την «άπτερη» Νίκη ήταν περισσότερο ελκυστική από την οποιαδήποτε αρτιμελή εικόνα της». Την ιδέα που σχηματίζουμε για τον άλλον αγαπάμε και με τον πληγωμένο, παιδικό εαυτό μας, μάλιστα. Έτσι αγαπήθηκε η ηρωίδα από τον ήρωα, δυο παρομοίως τραυματισμένα παιδιά από γονείς, όμως τόσο διαφορετικούς εκ πρώτης όψεως. Κι έτσι καθ’ όλη την διάρκεια του βιβλίου, η συνεχής και πυρετώδης μεγάλη αναμέτρηση: εκείνης με τον πατέρα, εκείνου με τον δικό του πατέρα, του εβραίου ψυχαναλυτή με τον πατέρα της και τον πατέρα του. Και με το παρελθόν και την πιο σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας διαρκώς παρούσα. Αινιγματική και βουβή σα σφίγγα, σαν την «Εβραία νύφη» στον πίνακα του Ρέμπραντ. Όπως και η χαμένη μητέρα σ’ ένα κατεστραμμένο τάφο. Μικρές ζωές που φέρουν το μεγάλο ιστορικό βάρος. Αβάσταχτο για τους πλέον ευαίσθητους κι ευάλωττους τελικά. Αμαρτίες γονέων που στερούν από τη Νίκη, τα φτερά της.
Υγ. Τα υπόλοιπα, προσεχώς, σαν βγω απ΄τον... τάφο, εντελώς! (να προσέχετε, ναι? Και ποτέ αρκουδίσιον - που λέει κι η Βάλια- όταν είστε ιδρωμένοι, διότι θα πάθετε ό,τι κι εγώ, ήτοι: 40 πυρετό! (δεν σας κολλάω καλέ!)
30/11/09
23/11/09
Μπορεί να χάσω, αλλά δεν θέλω να το βάλω στα πόδια
“Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.
“ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση από τα αγγλικά: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 234, € 16
“Ειλικρινά, κύριε Καταγκίρι, η ιδέα να πολεμήσω το Σκουλήκι στο σκοτάδι με τρομάζει κι εμένα. Εδώ και χρόνια ζω ειρηνικά, αγαπώντας την τέχνη και τη φύση. Δεν μ' αρέσει ο πόλεμος. Θα το κάνω επειδή πρέπει. Κι αυτή ειδικά η μάχη θα είναι λυσσαλέα, είναι βέβαιο. Μπορεί να μη βγω ζωντανός. Μπορεί να χάσω ένα ή δύο μέλη στον αγώνα. Αλλά δεν μπορώ- δεν θέλω- να το βάλω στα πόδια. Όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι. Αυτό που ζητάω από σένα, κύριε Καταγκίρι, είναι να μοιραστείς μαζί μου το κουράγιο σου, να με υποστηρίξεις μ' όλη σου την καρδιά σαν αληθινός φίλος. Καταλαβαίνεις τί σου λέω;”
Και σ' αυτό το βιβλίο με τα διηγήματα του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα οι ήρωες είναι “φιλήσυχοι άνθρωποι”. Και σ' αυτές τις ιστορίες η μπόρα τους βρίσκει “εν ύπνω”. Όπως τον Τόρου Οκάντα στην κουζίνα του (“Κουρδιστό πουλί”), τον Τόρου Βατανάμπε σε ένα αεροδρόμιο (“Νορβηγικό δάσος”), τη Σουμίρε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι ρουτίνας (“Σπούτνικ αγαπημένη”), έτσι θα βρει τους πάντες “το απροσδόκητο” στις ιστορίες του καινούργιου βιβλίου του “Μετά τον σεισμό”: Την γυναίκα του Κομούρα ξαπλωμένη στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση (“Ούφο στο Κουσίρο”), τον Μιγιάκε ζωγραφίζοντας και τη Τζούνκο σιδερώνοντας (“Τοπίο με σίδερο ρούχων”), τον Γιοσίγια ταξιδεύοντας τυχαία με το τρένο της γραμμής (“Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν”), την Σατσούγκι σε εμμηνόπαυση και ιατρικό συνέδριο (“Ταιλάνδη”), τον Καταγκίρι στο διαμέρισμά του επιστρέφοντας από τη δουλειά (“Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”) και τον Τζουνπέι και τη Σαγιόκο λέγοντας ιστορίες για αρκούδους στη μικρή Σάλα (“Μελόπιτα”). Σαν αεράκι, σαν εκείνο το σχεδόν μαγικό σημείο μετατροπής του νερού σε πάγο ή υδρατμό, ξαφνικά στη ζωή τους όλα θα γίνουν άλλα:
Η γυναίκα του Κομούρα αναίτια θα φύγει από το σπίτι και τον άνδρα της και θα εξαφανιστεί. Ο Μιγιάκε θ' αρχίσει να ανάβει φωτιές στις παραλίες με την Τζούνκο ν' ανταποκρίνεται κάθε φορά και να τον ακολουθεί. Ο Γιοσίγια μετά από ένα δυνατό χανγκόβερ θ' αναζητά χορεύοντας τον πατέρα. Η Σατσούκι θ' αφήσει στην Ταυλάνδη την πέτρα που της βαραίνει μια ζωή τη Ζωή και την καρδιά. Ο Καταγκίρι σε κωματώδη κατάσταση θα βοηθήσει έναν τεράστιο βάτραχο για να διασωθεί το Τόκιο από το Σεισμοσκουλήκι. Και η Σαγιόκο θα συνειδητοποιήσει ότι τον Τζουνπέι αγαπούσε πάντα, αλλά πρόλαβε ο Τακατσούκι πρώτος να εξομολογηθεί τον έρωτα του!
Κι όμως, λίγα λεπτά πριν από τον “μεγάλο Σεισμό”, η οικονομία άνθιζε, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' ό,τι μπορούσε να ξοδέψει και οι ήρωες των ιστοριών είχαν την ψευδαισθησιακή εντύπωση ότι ζούσαν τη δική τους ζωή, ως τη στιγμή που ο κίνδυνος, εκείνη η έμπλεη Συνειδητότητας Σημαντική Στιγμή, θα τους αναγκάσει να διαπιστώσουν πως ζούσαν τη ζωή ενός άλλου. Και έτσι ξαφνικά, θ' αλλάξουν ζωή.
Έξι αλλόκοτες, αλληγορικές ιστορίες που όμως απολύτως πατούν αρχικά στο καθημερινό, πραγματικό και ρεαλιστικό και οι οποίες κατορθώνουν να διαστείλουν Επιθυμία, Συνείδηση, Χρόνο. Και σε χρόνο dt εντελώς υπερβατικά θα επιτρέψουν και να συμβούν τα πάντα.
'Ενα βιβλίο με την γνωστή μαγεία του συγγραφέα, να συνενώνει ζωή και όνειρο, αλήθεια και φαντασία, αίνιγμα και καθημερινότητα ταπεινή. Με ήρωες της διπλανής πόρτας αρχικά, που εξελίσσονται σε αρχετυπικούς και μοιραίους. Αναζητώντας σαν υπνοβάτες ένα άγνωστο πεπρωμένο, νόημα, δρόμο που δεν ονομάζεται τελικά, όπως δεν έχει όνομα το άγνωστο, ο γρίφος, το αίνιγμα.
Άλλωστε, όπως θα πει ο Βάτραχος “όλη η φοβερή μάχη έγινε στο χώρο της φαντασίας”. Διότι “Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πεδίο των μαχών μας. Εκεί βιώνουμε τις νίκες και τις ήττες μας”. Γνωρίζοντας βεβαίως, βεβαίως πως “Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.
Απολαυστικό βιβλίο, με επίπεδα τόσα πολλά που μπορεί να σ' αλλάξει ως κι οπτική. Διότι το “Μετά το Σεισμό” θα μπορούσε κάλλιστα και να λέγεται “Μετά τη Κρίση”.
Φράση κλειδί, του βιβλίου: “ο ίδιος κρατούσε μόνιμα παθητική στάση... τι είχε απομείνει στον ίδιο ν' αποφασίσει; Κι έτσι συνέχισε ν' αμφιβάλλει. Και να μην αποφασίζει. Και τότε χτύπησε ο σεισμός”. Νικώντας εκείνον τον ακηδέστατο νόμο της Εντροπίας.
Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.
Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζ-μπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.
Το 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ “Peter Cat”, το οποίο πούλησε το 1981 για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο.
Το 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.
Έργα του: “Hear the wind sing”, “Pinball 1973” και “A wild sheep- chase”, τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου' “Hard-boiled wonder-land and the end of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, west of the sun”, “The elefant vanishes”, διηγήματα, “Το κουρδιστό πουλί”, “Underground”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “Μετά τον σεισμό”, “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleepeng woman”, διηγήματα, “After dark”.
Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ και Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις “Ωκεανίδα” κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος” και “Σπούτνικ αγαπημένη”.
Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.
“ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ” του Χαρούκι Μουρακάμι. Μετάφραση από τα αγγλικά: Βασίλης Κιμούλης. Εκδ. “Ωκεανίδα”, σελ. 234, € 16
“Ειλικρινά, κύριε Καταγκίρι, η ιδέα να πολεμήσω το Σκουλήκι στο σκοτάδι με τρομάζει κι εμένα. Εδώ και χρόνια ζω ειρηνικά, αγαπώντας την τέχνη και τη φύση. Δεν μ' αρέσει ο πόλεμος. Θα το κάνω επειδή πρέπει. Κι αυτή ειδικά η μάχη θα είναι λυσσαλέα, είναι βέβαιο. Μπορεί να μη βγω ζωντανός. Μπορεί να χάσω ένα ή δύο μέλη στον αγώνα. Αλλά δεν μπορώ- δεν θέλω- να το βάλω στα πόδια. Όπως είπε ο Νίτσε, η ύψιστη σοφία είναι να μη φοβάσαι. Αυτό που ζητάω από σένα, κύριε Καταγκίρι, είναι να μοιραστείς μαζί μου το κουράγιο σου, να με υποστηρίξεις μ' όλη σου την καρδιά σαν αληθινός φίλος. Καταλαβαίνεις τί σου λέω;”
Και σ' αυτό το βιβλίο με τα διηγήματα του μεγάλου Ιάπωνα συγγραφέα οι ήρωες είναι “φιλήσυχοι άνθρωποι”. Και σ' αυτές τις ιστορίες η μπόρα τους βρίσκει “εν ύπνω”. Όπως τον Τόρου Οκάντα στην κουζίνα του (“Κουρδιστό πουλί”), τον Τόρου Βατανάμπε σε ένα αεροδρόμιο (“Νορβηγικό δάσος”), τη Σουμίρε σε ένα επαγγελματικό ταξίδι ρουτίνας (“Σπούτνικ αγαπημένη”), έτσι θα βρει τους πάντες “το απροσδόκητο” στις ιστορίες του καινούργιου βιβλίου του “Μετά τον σεισμό”: Την γυναίκα του Κομούρα ξαπλωμένη στον καναπέ, βλέποντας τηλεόραση (“Ούφο στο Κουσίρο”), τον Μιγιάκε ζωγραφίζοντας και τη Τζούνκο σιδερώνοντας (“Τοπίο με σίδερο ρούχων”), τον Γιοσίγια ταξιδεύοντας τυχαία με το τρένο της γραμμής (“Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν”), την Σατσούγκι σε εμμηνόπαυση και ιατρικό συνέδριο (“Ταιλάνδη”), τον Καταγκίρι στο διαμέρισμά του επιστρέφοντας από τη δουλειά (“Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο”) και τον Τζουνπέι και τη Σαγιόκο λέγοντας ιστορίες για αρκούδους στη μικρή Σάλα (“Μελόπιτα”). Σαν αεράκι, σαν εκείνο το σχεδόν μαγικό σημείο μετατροπής του νερού σε πάγο ή υδρατμό, ξαφνικά στη ζωή τους όλα θα γίνουν άλλα:
Η γυναίκα του Κομούρα αναίτια θα φύγει από το σπίτι και τον άνδρα της και θα εξαφανιστεί. Ο Μιγιάκε θ' αρχίσει να ανάβει φωτιές στις παραλίες με την Τζούνκο ν' ανταποκρίνεται κάθε φορά και να τον ακολουθεί. Ο Γιοσίγια μετά από ένα δυνατό χανγκόβερ θ' αναζητά χορεύοντας τον πατέρα. Η Σατσούκι θ' αφήσει στην Ταυλάνδη την πέτρα που της βαραίνει μια ζωή τη Ζωή και την καρδιά. Ο Καταγκίρι σε κωματώδη κατάσταση θα βοηθήσει έναν τεράστιο βάτραχο για να διασωθεί το Τόκιο από το Σεισμοσκουλήκι. Και η Σαγιόκο θα συνειδητοποιήσει ότι τον Τζουνπέι αγαπούσε πάντα, αλλά πρόλαβε ο Τακατσούκι πρώτος να εξομολογηθεί τον έρωτα του!
Κι όμως, λίγα λεπτά πριν από τον “μεγάλο Σεισμό”, η οικονομία άνθιζε, ο κόσμος είχε περισσότερα χρήματα απ' ό,τι μπορούσε να ξοδέψει και οι ήρωες των ιστοριών είχαν την ψευδαισθησιακή εντύπωση ότι ζούσαν τη δική τους ζωή, ως τη στιγμή που ο κίνδυνος, εκείνη η έμπλεη Συνειδητότητας Σημαντική Στιγμή, θα τους αναγκάσει να διαπιστώσουν πως ζούσαν τη ζωή ενός άλλου. Και έτσι ξαφνικά, θ' αλλάξουν ζωή.
Έξι αλλόκοτες, αλληγορικές ιστορίες που όμως απολύτως πατούν αρχικά στο καθημερινό, πραγματικό και ρεαλιστικό και οι οποίες κατορθώνουν να διαστείλουν Επιθυμία, Συνείδηση, Χρόνο. Και σε χρόνο dt εντελώς υπερβατικά θα επιτρέψουν και να συμβούν τα πάντα.
'Ενα βιβλίο με την γνωστή μαγεία του συγγραφέα, να συνενώνει ζωή και όνειρο, αλήθεια και φαντασία, αίνιγμα και καθημερινότητα ταπεινή. Με ήρωες της διπλανής πόρτας αρχικά, που εξελίσσονται σε αρχετυπικούς και μοιραίους. Αναζητώντας σαν υπνοβάτες ένα άγνωστο πεπρωμένο, νόημα, δρόμο που δεν ονομάζεται τελικά, όπως δεν έχει όνομα το άγνωστο, ο γρίφος, το αίνιγμα.
Άλλωστε, όπως θα πει ο Βάτραχος “όλη η φοβερή μάχη έγινε στο χώρο της φαντασίας”. Διότι “Εκεί ακριβώς βρίσκεται το πεδίο των μαχών μας. Εκεί βιώνουμε τις νίκες και τις ήττες μας”. Γνωρίζοντας βεβαίως, βεβαίως πως “Όλοι ανεξαιρέτως είμαστε πλάσματα περιορισμένης διάρκειας: τελικά όλοι θα νικηθούμε. Αλλά όπως είπε τόσο εύστοχα ο Έρνεστ Χέμινγουέι, το αληθινό μεγαλείο της ζωής μας δεν βρίσκεται στον τρόπο που κερδίζουμε, αλλά στον τρόπο που χάνουμε”.
Απολαυστικό βιβλίο, με επίπεδα τόσα πολλά που μπορεί να σ' αλλάξει ως κι οπτική. Διότι το “Μετά το Σεισμό” θα μπορούσε κάλλιστα και να λέγεται “Μετά τη Κρίση”.
Φράση κλειδί, του βιβλίου: “ο ίδιος κρατούσε μόνιμα παθητική στάση... τι είχε απομείνει στον ίδιο ν' αποφασίσει; Κι έτσι συνέχισε ν' αμφιβάλλει. Και να μην αποφασίζει. Και τότε χτύπησε ο σεισμός”. Νικώντας εκείνον τον ακηδέστατο νόμο της Εντροπίας.
Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Ο Χαρούκι Μουρακάμι, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας, γεννήθηκε στο Κιότο το 1949. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Waseda.
Τον Απρίλιο του 1974, παρακολουθώντας έναν αγώνα μπέιζ-μπολ, του ήρθε ξαφνικά η έμπνευση να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.
Το 1974, επίσης, άνοιξε στο Τόκιο μαζί με τη γυναίκα του τη Γιόκο το τζαζ μπαρ “Peter Cat”, το οποίο πούλησε το 1981 για ν' αφοσιωθεί στο γράψιμο.
Το 1986 ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ, όπου έμεινε τέσσερα χρόνια, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Princeton και στο William Howard Taft στην Καλιφόρνια κι έγραψε το μυθιστόρημα “Το κουρδιστό πουλί”.
Έργα του: “Hear the wind sing”, “Pinball 1973” και “A wild sheep- chase”, τρία μυθιστορήματα που συνθέτουν την Τριλογία του Αρουραίου' “Hard-boiled wonder-land and the end of the world”, “Νορβηγικό δάσος”, “Dance dance dance”, “South of the border”, west of the sun”, “The elefant vanishes”, διηγήματα, “Το κουρδιστό πουλί”, “Underground”, “Σπούτνικ αγαπημένη”, “Μετά τον σεισμό”, “Kafka on the shore”, “Blind willow, sleepeng woman”, διηγήματα, “After dark”.
Για το έργο του έχει τιμηθεί επανειλημμένα με βραβεία και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 40 γλώσσες.
Έχει μεταφράσει στα γιαπωνέζικα έργα των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ και Ρέιμοντ Κάρβερ.
Από τις εκδόσεις “Ωκεανίδα” κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά του “Το κουρδιστό πουλί”, “Νορβηγικό δάσος” και “Σπούτνικ αγαπημένη”.
Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής.
17/11/09
Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου?
“ΠΙΚΝΙΚ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ” (Στάλκερ) των Αρκάντι & Μπόρις Στρουγκάτσκι. Μετάφραση: Μανώλης Ασημιάδης. Εκδ. “Αω”, σελ. 233, € 15
“Ένα πικνίκ... Φανταστείτε ένα δάσος, έναν επαρχιακό δρόμο, ένα λιβάδι. Ένα αυτοκίνητο βγαίνει από το δρόμο και μπαίνει στο λιβάδι, μια ομάδα νέων ανθρώπων βγαίνει από το αυτοκίνητο κουβαλώντας μπουκάλια, καλάθια με φαγητό, ραδιοφωνάκια και φωτογραφικές μηχανές. Ανάβουν φωτιές, στήνουν σκηνές, βάζουν μουσική. Το πρωί φεύγουν. Τα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που αγρυπνούσαν με τρόμο τη νύχτα, βγαίνουν από τις φωλιές τους. Και τι βλέπουν; Βενζίνη και λάδια πάνω στη χλόη. Παλιά μπουζί και παλιά φίλτρα διασκορπισμένα κάτω. Κουρέλια, καμένα φλας κι ένα γαλλικό κλειδί, παρατημένα. Κηλίδες λαδιού στη λίμνη. Και φυσικά, το γνωστό χάλι' κουκούτσια μήλων, περιτυλίγματα από καραμέλες, καμένα υπολείμματα από τη φωτιά, τενεκεδάκια, μπουκάλια, το μαντίλι κάποιου, το σουγιαδάκι κάποιου άλλου, σχισμένες εφημερίδες, κέρματα, μαραμένα λουλούδια που είχαν μαζευτεί από ένα άλλο λιβάδι”.
“Κατάλαβα. Ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο”.
“Ακριβώς. 'Ενα πικνίκ δίπλα στο δρόμο, σε κάποια οδό του σύμπαντος....”
Η οδός του Σύμπαντος είναι “το μικρό Χάρμοντ”. “Το πικνίκ” έχει αφήσει υπόλοιπα πίσω του και πάνω απ' όλα την επικίνδυνη άλλα και άκρως κερδοφόρα “Επισκεπτήρια ζώνη”. Το Διεθνές Ινστιτούτο Εξωγήινων Πολιτισμών για να βγάλει μιαν άκρη, κάνει τα πάντα. Αλλά τα πάντα κάνουν, με κίνδυνο και συχνά με κόστος την ίδια τους τη ζωή και οι “κυνηγοί”, οι στάλκερ, οδηγοί μαζί και τελικά χρυσοθήρες.
Στάλκερ και ο ήρωας του βιβλίου, ο Ρέντρικ Σούχαρτ, σε διαφορετικές ηλικίες με άλλες προθέσεις στη κάθε μια και σε διαφορετικές εποχές. Οι συγγραφείς τον παρακολουθούν άγαμο και ετών 23, βοηθό εργαστηρίου στο τμήμα Χάρμοντ του Διεθνούς Ινστιτούτου Εξωγήινων Πολιτισμών, έγγαμο, ετών 28 και δίχως μόνιμη απασχόληση και αποφυλακισθέντα, ετών τριάντα ενός. Παρεμβάλλεται η φωνή του νομπελίστα φυσικού δρ Βαλεντάιν Πίλμαν και η καθημερινότητα του Ρίτσαρντ Χ. Ντούναν, προισταμένου εφοδιασμού ηλεκτρονικού εξοπλισμού για το τμήμα Χάρμοντ.
Στο μεταξύ, δεκάδες, εκατοντάδες “κυνηγοί”, δοκιμάζουν την τύχη τους σ' αυτή τη μαγικά σατανική “Ζώνη των Επιθυμιών”, πλουτίζουν πρόσκαιρα, φυλακίζονται, ακρωτηριάζονται ή γίνονται νεκρές σημαδούρες προς αποφυγή στην ίδια την επικίνδυνη Ζώνη.
Τα πανάκριβα λάφυρά τους, ασήκωτα “κενά”, “δαχτυλίδια”, “μπαταρίες”, “φαγούρια”, “μαύρες σταγόνες”, “αλοιφή των μαγισσών”, “φονικοί λαμπτήρες” και “άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια”. Σκουπίδια ενός άλλου, εξωγήινου πολιτισμού, που ήρθε και χτύπησε σ' αυτήν την άκρη της γης, προξενώντας φονικές τρύπες και κινούμενο χώμα, εσκεμμένα ή και τυχαία. Οι επιστήμονες, διακινδυνεύουν φιλοδοξώντας να βγάλουν άκρη και να δοξαστούν. Και οι “κυνηγοί”, να πλουτίσουν ή απλώς και μόνο να επιζήσουν.
Το μήλο της έριδος, “η χρυσή σφαίρα”, για την οποία ο θρύλος επιμένει ότι υλοποιεί την κάθε τους, όσο τρελή και αλλόκοτη να είναι, επιθυμία.
Έτσι ο Ρέντρικ θα ξεκινήσει μαζί με τον Άρθουρ, τον νεαρό γιο ενός παλιού και πανούργου κυνηγού, το τελευταίο του, εν τέλει, μοιραίο ταξίδι. Χρησιμοποιώντας τον Άρθουρ ως αναλώσιμο υλικό όπως είχε κάνει ήδη χρόνια και χρόνια με άλλους ανθρώπους ο ίδιος του ο πατέρας.
Αλλά ο Άρθουρ, ως άλλος αμνός, με χαρά προχωρά και θα θυσιαστεί, προσδοκώντας “ευτυχία για όλους, δίχως αντίτιμο, και κανείς να μη μείνει ανικανοποίητος”, καθαγιάζοντας και τον στάλκερ που τον ακολουθεί.
Μια αριστουργηματική, αλληγορική, θεολογική κατά βάση ιστορία, που έγινε ταινία από τον Ταρκόφσκι (“Στάλκερ”) με σεναριογράφους τους μυθιστοριογράφους του βιβλίου.
Πανανθρώπινα διλήμματα και το αίνιγμα του κόσμου τίθενται επί.. ζώνης ξανά και ξανά, χαρακτήρες που τα παίζουν όλα για όλα για να βγουν στο φως ή στο σκοτάδι. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής η οποία μπροστά στα μεγάλα της “επιθυμώ”, γίνεται άλλη. Ο εαυτός και ο άλλος, το σημαντικό και το μάταιο, το γνωστό και το άγνωστο, στο συγγραφικό μικροσκόπιο σχηματίζουν ανείπωτες ερωτήσεις με απάντηση διαφορετική ή και καμία, για τον καθένα.
Μοναδική κραυγή απόγνωσης του Ρέντρικ η τελευταία κραυγή “Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου; Σε όλη μου τη ζωή δεν έχω κάνει μια σκέψη!” να επαληθεύει ότι “εν αρχή ην ο Λόγος”.
Μια βαθύτατα ποιητική, φιλοσοφική, θεολογική, παραβολική, πολυπεπίπεδη ιστορία που όταν γράφτηκε είχε χαρακτηριστεί ως επιστημονική φαντασία, αλλά με τις ραδιενεργές συνέπειες του Τσερνομπίλ και τη “Ζώνη αποκλεισμού”, αποδείχθηκε, τελικά, απλώς προφητεία.
Συγκλονιστική η αναμέτρηση του Στάλκερ με την ίδια του την ψυχή, ήτοι με την... μαγική σφαίρα: “Είμαι ένα κτήνος, το καταλαβαίνεις αυτό. Δεν βρίσκω τις λέξεις, δεν μου έμαθαν τις λέξεις. Δεν ξέρω πώς να σκεφτώ, οι μπάσταρδοι δεν με δίδαξαν πώς να σκέφτομαι. Όμως, αν είσαι πραγματικά... παντοδύναμη... παντογνώστρια... ανακάλυψέ το εσύ! Κοίτα στην καρδιά μου. Ξέρω πως ό,τι χρειάζεσαι βρίσκεται εκεί. Έτσι πρέπει να είναι. Ποτέ δεν πούλησα την ψυχή μου σε κανέναν! Είναι δική μου, είναι ανθρώπινη! Βγάλε από μέσα μου αυτό που θέλω- δεν θα μπορούσα να επιθυμώ κάτι κακό!...”
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:
Οι αδελφοί Στρουγκάτσκι είναι οι πλέον γόνιμοι και αγαπητοί Σοβιετικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας των δεκαετιών '60 και '70. Είναι μάλιστα οι μοναδικοί συγγραφείς αυτού του τύπου από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που, μαζί με τον μεγάλο Πολωνό Στάνισλαβ Λεμ, είδαν διψήφιο αριθμό βιβλίων τους να μεταφράζεται στις δυτικές χώρες.
Ο Αρκάντι Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1925- 1991) γεννήθηκε στο Μπατούμι της Γεωργίας και μεγάλωσε στο Λένινγκραντ. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου προσχώρησε στον κόκκινο στρατό από όπου και απέκτησε το πτυχίο διερμηνέα Αγγλικών και Ιαπωνικών (1949). Από τότε μετέφρασε αρκετά βιβλία από τις γλώσσες αυτές. Εργάστηκε ως διερμηνέας και μεταφραστής στη μακρινή Ανατολή μέχρι το 1995, που εγκαταστάθηκε στη Μόσχα όπου και εργάστηκε ως εκδότης.
Από το 1959 άρχισε, σε συνεργασία με τον αδελφό του να γράφει βιβλία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εργασίες άλλων Ρώσων συγγραφέων, έχει προεδρεύσει σε διάφορες λογοτεχνικές επιτροπές, και έχει γράψει διάφορα σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Μπόρις Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1931-) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, όπου και σπούδασε αστρονομία. Μετά την αποφοίτησή του το 1956 εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Πούλκοβο, κοντά στο Λένινγκραντ, μέχρι το 1964.
Τα δύο αδέλφια κατάφεραν να συν-συγγράψουν, ένα μεγάλο αριθμό έργων, τα περισσότερα των οποίων πραγματεύονται σημαντικότατα θέματα, τόσο στον τομέα της ε.φ. όσο και και στους τομείς της ανθρώπινης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.
ΥΓ: Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής και δεν έβρισκα κάτι πιο εύστοχο σήμερα, μέρα που 'ναι!
“Ένα πικνίκ... Φανταστείτε ένα δάσος, έναν επαρχιακό δρόμο, ένα λιβάδι. Ένα αυτοκίνητο βγαίνει από το δρόμο και μπαίνει στο λιβάδι, μια ομάδα νέων ανθρώπων βγαίνει από το αυτοκίνητο κουβαλώντας μπουκάλια, καλάθια με φαγητό, ραδιοφωνάκια και φωτογραφικές μηχανές. Ανάβουν φωτιές, στήνουν σκηνές, βάζουν μουσική. Το πρωί φεύγουν. Τα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που αγρυπνούσαν με τρόμο τη νύχτα, βγαίνουν από τις φωλιές τους. Και τι βλέπουν; Βενζίνη και λάδια πάνω στη χλόη. Παλιά μπουζί και παλιά φίλτρα διασκορπισμένα κάτω. Κουρέλια, καμένα φλας κι ένα γαλλικό κλειδί, παρατημένα. Κηλίδες λαδιού στη λίμνη. Και φυσικά, το γνωστό χάλι' κουκούτσια μήλων, περιτυλίγματα από καραμέλες, καμένα υπολείμματα από τη φωτιά, τενεκεδάκια, μπουκάλια, το μαντίλι κάποιου, το σουγιαδάκι κάποιου άλλου, σχισμένες εφημερίδες, κέρματα, μαραμένα λουλούδια που είχαν μαζευτεί από ένα άλλο λιβάδι”.
“Κατάλαβα. Ένα πικνίκ δίπλα στο δρόμο”.
“Ακριβώς. 'Ενα πικνίκ δίπλα στο δρόμο, σε κάποια οδό του σύμπαντος....”
Η οδός του Σύμπαντος είναι “το μικρό Χάρμοντ”. “Το πικνίκ” έχει αφήσει υπόλοιπα πίσω του και πάνω απ' όλα την επικίνδυνη άλλα και άκρως κερδοφόρα “Επισκεπτήρια ζώνη”. Το Διεθνές Ινστιτούτο Εξωγήινων Πολιτισμών για να βγάλει μιαν άκρη, κάνει τα πάντα. Αλλά τα πάντα κάνουν, με κίνδυνο και συχνά με κόστος την ίδια τους τη ζωή και οι “κυνηγοί”, οι στάλκερ, οδηγοί μαζί και τελικά χρυσοθήρες.
Στάλκερ και ο ήρωας του βιβλίου, ο Ρέντρικ Σούχαρτ, σε διαφορετικές ηλικίες με άλλες προθέσεις στη κάθε μια και σε διαφορετικές εποχές. Οι συγγραφείς τον παρακολουθούν άγαμο και ετών 23, βοηθό εργαστηρίου στο τμήμα Χάρμοντ του Διεθνούς Ινστιτούτου Εξωγήινων Πολιτισμών, έγγαμο, ετών 28 και δίχως μόνιμη απασχόληση και αποφυλακισθέντα, ετών τριάντα ενός. Παρεμβάλλεται η φωνή του νομπελίστα φυσικού δρ Βαλεντάιν Πίλμαν και η καθημερινότητα του Ρίτσαρντ Χ. Ντούναν, προισταμένου εφοδιασμού ηλεκτρονικού εξοπλισμού για το τμήμα Χάρμοντ.
Στο μεταξύ, δεκάδες, εκατοντάδες “κυνηγοί”, δοκιμάζουν την τύχη τους σ' αυτή τη μαγικά σατανική “Ζώνη των Επιθυμιών”, πλουτίζουν πρόσκαιρα, φυλακίζονται, ακρωτηριάζονται ή γίνονται νεκρές σημαδούρες προς αποφυγή στην ίδια την επικίνδυνη Ζώνη.
Τα πανάκριβα λάφυρά τους, ασήκωτα “κενά”, “δαχτυλίδια”, “μπαταρίες”, “φαγούρια”, “μαύρες σταγόνες”, “αλοιφή των μαγισσών”, “φονικοί λαμπτήρες” και “άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια”. Σκουπίδια ενός άλλου, εξωγήινου πολιτισμού, που ήρθε και χτύπησε σ' αυτήν την άκρη της γης, προξενώντας φονικές τρύπες και κινούμενο χώμα, εσκεμμένα ή και τυχαία. Οι επιστήμονες, διακινδυνεύουν φιλοδοξώντας να βγάλουν άκρη και να δοξαστούν. Και οι “κυνηγοί”, να πλουτίσουν ή απλώς και μόνο να επιζήσουν.
Το μήλο της έριδος, “η χρυσή σφαίρα”, για την οποία ο θρύλος επιμένει ότι υλοποιεί την κάθε τους, όσο τρελή και αλλόκοτη να είναι, επιθυμία.
Έτσι ο Ρέντρικ θα ξεκινήσει μαζί με τον Άρθουρ, τον νεαρό γιο ενός παλιού και πανούργου κυνηγού, το τελευταίο του, εν τέλει, μοιραίο ταξίδι. Χρησιμοποιώντας τον Άρθουρ ως αναλώσιμο υλικό όπως είχε κάνει ήδη χρόνια και χρόνια με άλλους ανθρώπους ο ίδιος του ο πατέρας.
Αλλά ο Άρθουρ, ως άλλος αμνός, με χαρά προχωρά και θα θυσιαστεί, προσδοκώντας “ευτυχία για όλους, δίχως αντίτιμο, και κανείς να μη μείνει ανικανοποίητος”, καθαγιάζοντας και τον στάλκερ που τον ακολουθεί.
Μια αριστουργηματική, αλληγορική, θεολογική κατά βάση ιστορία, που έγινε ταινία από τον Ταρκόφσκι (“Στάλκερ”) με σεναριογράφους τους μυθιστοριογράφους του βιβλίου.
Πανανθρώπινα διλήμματα και το αίνιγμα του κόσμου τίθενται επί.. ζώνης ξανά και ξανά, χαρακτήρες που τα παίζουν όλα για όλα για να βγουν στο φως ή στο σκοτάδι. Η άβυσσος της ανθρώπινης ψυχής η οποία μπροστά στα μεγάλα της “επιθυμώ”, γίνεται άλλη. Ο εαυτός και ο άλλος, το σημαντικό και το μάταιο, το γνωστό και το άγνωστο, στο συγγραφικό μικροσκόπιο σχηματίζουν ανείπωτες ερωτήσεις με απάντηση διαφορετική ή και καμία, για τον καθένα.
Μοναδική κραυγή απόγνωσης του Ρέντρικ η τελευταία κραυγή “Θεέ μου, πού είναι οι λέξεις, πού είναι οι σκέψεις μου; Σε όλη μου τη ζωή δεν έχω κάνει μια σκέψη!” να επαληθεύει ότι “εν αρχή ην ο Λόγος”.
Μια βαθύτατα ποιητική, φιλοσοφική, θεολογική, παραβολική, πολυπεπίπεδη ιστορία που όταν γράφτηκε είχε χαρακτηριστεί ως επιστημονική φαντασία, αλλά με τις ραδιενεργές συνέπειες του Τσερνομπίλ και τη “Ζώνη αποκλεισμού”, αποδείχθηκε, τελικά, απλώς προφητεία.
Συγκλονιστική η αναμέτρηση του Στάλκερ με την ίδια του την ψυχή, ήτοι με την... μαγική σφαίρα: “Είμαι ένα κτήνος, το καταλαβαίνεις αυτό. Δεν βρίσκω τις λέξεις, δεν μου έμαθαν τις λέξεις. Δεν ξέρω πώς να σκεφτώ, οι μπάσταρδοι δεν με δίδαξαν πώς να σκέφτομαι. Όμως, αν είσαι πραγματικά... παντοδύναμη... παντογνώστρια... ανακάλυψέ το εσύ! Κοίτα στην καρδιά μου. Ξέρω πως ό,τι χρειάζεσαι βρίσκεται εκεί. Έτσι πρέπει να είναι. Ποτέ δεν πούλησα την ψυχή μου σε κανέναν! Είναι δική μου, είναι ανθρώπινη! Βγάλε από μέσα μου αυτό που θέλω- δεν θα μπορούσα να επιθυμώ κάτι κακό!...”
ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:
Οι αδελφοί Στρουγκάτσκι είναι οι πλέον γόνιμοι και αγαπητοί Σοβιετικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας των δεκαετιών '60 και '70. Είναι μάλιστα οι μοναδικοί συγγραφείς αυτού του τύπου από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες που, μαζί με τον μεγάλο Πολωνό Στάνισλαβ Λεμ, είδαν διψήφιο αριθμό βιβλίων τους να μεταφράζεται στις δυτικές χώρες.
Ο Αρκάντι Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1925- 1991) γεννήθηκε στο Μπατούμι της Γεωργίας και μεγάλωσε στο Λένινγκραντ. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου προσχώρησε στον κόκκινο στρατό από όπου και απέκτησε το πτυχίο διερμηνέα Αγγλικών και Ιαπωνικών (1949). Από τότε μετέφρασε αρκετά βιβλία από τις γλώσσες αυτές. Εργάστηκε ως διερμηνέας και μεταφραστής στη μακρινή Ανατολή μέχρι το 1995, που εγκαταστάθηκε στη Μόσχα όπου και εργάστηκε ως εκδότης.
Από το 1959 άρχισε, σε συνεργασία με τον αδελφό του να γράφει βιβλία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές εργασίες άλλων Ρώσων συγγραφέων, έχει προεδρεύσει σε διάφορες λογοτεχνικές επιτροπές, και έχει γράψει διάφορα σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Μπόρις Νατάνοβιτς Στρουγκάτσκι (1931-) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ, όπου και σπούδασε αστρονομία. Μετά την αποφοίτησή του το 1956 εργάστηκε στο αστεροσκοπείο του Πούλκοβο, κοντά στο Λένινγκραντ, μέχρι το 1964.
Τα δύο αδέλφια κατάφεραν να συν-συγγράψουν, ένα μεγάλο αριθμό έργων, τα περισσότερα των οποίων πραγματεύονται σημαντικότατα θέματα, τόσο στον τομέα της ε.φ. όσο και και στους τομείς της ανθρώπινης ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.
ΥΓ: Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής και δεν έβρισκα κάτι πιο εύστοχο σήμερα, μέρα που 'ναι!
11/11/09
Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις.
“ΟΛΑ ΣΤΟ ΜΗΔΕΝ” της Αργυρώς Μαντόγλου, Εκδ. “Ελληνικά Γράμματα, σελ. 384, e 16
“Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Καθένας μας είναι ο στόχος! Στη ζωή. Και το αποδεικνύει στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Αργυρώ Μαντόγλου “Όλα στο μηδέν”. Όπου όλα είναι περιστροφή, σημαδάκια αυτοσχέδια στην άβυσσο, τύχη, τζόγος, παιχνίδι, ρουλέτα.
Η Αυγή (όχι τυχαία Αυγή, η ζωή της μια σχεδόν αξημέρωτη μέρα) συναντά τον Σταύρο (όχι τυχαία Σταύρος, για την Αυγή, σαν σταυρός) στο καζίνο. Μια νύχτα των 36 γενεθλίων της για τα οποία οι οιωνοί ενός ινδού στο παρελθόν ήταν ολέθριοι! Παρ' όλα αυτά, εκείνη πόνταρε και κέρδισε! Εμμονικά, στα τυφλά! Και όσον αφορά τους αριθμούς και όσον αφορά τον γκρουπιέρη! Εξάλλου ρουλέτα και Σταύρος εκείνη την γενέθλια νύχτα ήταν εκεί για να την επιβεβαιώσουν ότι ακόμα την ευνοούσε η Τύχη. Και ό,τι “υπήρχε ζωή, υπήρχε χρόνος” Η ακύρωση της πρόβλεψης την κάνει παράτολμη, την εξάπτει. Διότι με τα χρόνια ο χρησμός του ινδού σταθμάρχη “σαν θάνατος” έγινε “θάνατος”, αψηφώντας την οδύνη που εμπερικλύει το “σαν”.
Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο θα την γονατίσει ένα “σαν” παρασύροντας της σε έναν τοξικό ανεξέλεγκτο έρωτα, απολύτως εξαρτημένη από έναν απολύτως παρόμοια εξαρτημένο, υποταγμένοι ο καθένας στον στον δικό του Θεό και ο Σταύρος στην απόλυτη Θεά Τύχη. Αν και εκείνος επιμένει ότι τα πάντα στη ζωή αυτό είναι, “αρπαγή”: “Κι εσύ, Αυγή μου, χωμένη στις επιφάσεις είσαι, κι εσύ αρπάζεις, αλλά αρνείσαι να το δεις. Όλοι αρπάζουν ό,τι μπορούν. Λεφτά, ανθρώπους, ηδονή, ιδέες, επιβεβαίωση' όλοι”, αυτό θα ήθελε να της πει, αν μπορούσε. Διότι κανείς απ' τους δυο δεν θα πει “αυτά που μπορούσε”. Βυθισμένοι ο καθένας στην δική του εξάρτηση και εξαρτημένοι ανεπανόρθωτα από τα δικά τους μυστικά, θα κάνουν αυτό που λίγο έως πολύ, κάνουμε όλοι, τρέχοντας “απερίσκεπτα προς την άβυσσο έχοντας φροντίσει να βάλουμε κάτι μπροστά μας για να σταματήσουμε να τη βλέπουμε” (Μπλαιζ Πασκάλ- Στοχασμοί, “Αφορισμοί”)
Παρ' ότι: “Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Στον έρωτα, όπως και στο παιχνίδι, δύσκολα φεύγεις. Περιμένεις. Περιμένεις την εύνοια της τύχης, την ευφορία που κάποτε απρόσμενα δοκίμασες. Περιμένεις την επανεμφάνισή της- μέχρι να εξαντληθείς και να υποχρεωθείς να φύγεις από εξάντληση”.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ για γερά νεύρα, παραβολικό, αλληγορικό και υπαρξιακό, εφόσον όλα στη ζωή, τελικά, είναι ρουλέτα, παιχνίδι.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο κόσμους (του Σταύρου και της Αυγής) με οξυδέρκεια και ατμοσφαιρικότητα, ξεναγώντας μας ταυτοχρόνως στον φαντασμαγορικό κόσμο του καζίνου αλλά και στην αρχέγονη σχέση μας με την Τύχη.
Με δάνεια από Ντοστογιέφκσι (Παίκτης) και Βιρτζίνια Γουλφ που δεδηλωμένα της έχει αδυναμία, επιτυγχάνει το διπλό πορτρέτο του μέγιστου παίχτη' η εξάρτηση του Σταύρου με τον τζόγο δεν φρενάρει πουθενά αλλά και η Αυγή δεν κάνει άλλο από το να τζογάρει με τη ζωή της. Την ίδια της τη ζωή.
Η δομή του μυθιστορήματος αριστοτεχνική και σε επίπεδο αφήγησης και αρίθμησης των κεφαλαίων. Η Αυγή ταυτοχρόνως γράφει και ζει. Κι έτσι διαβάζουμε τη ζωή της σε τρίτο πρόσωπο και το μυθιστόρημά της στο δεύτερο. Ο,τι δεν αντιλαμβάνεται στη ζωή, αναλαμβάνει να συμπληρώσει το υποσυνείδητο στην γραφή, διότι ακόμα κι αν αγνοούμε, κάτι μέσα μας ξέρει. Τα δε κεφάλαια, ενίοτε με μονάδα μέτρησης το μηδέν (0, 00, 000, 0000...)
Και έτσι από ένα σημείο και μετά, το τραυματισμένο χειρόγραφο θα γίνει η τραυματισμένη ζωή της.
Κατ' αυτό τον τρόπο η διαδικασία (το παιχνίδι και η διαδρομή) θα γίνει τριπλή: η διαδικασία του παιχνιδιού και της γραφής, η διαδικασία αυτής καθ' εαυτής της ζωής. Εξάλλου, είπαμε: “Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Η μπίλια πάντα και στα πάντα, είμαστε εμείς!
Ένα απολαυστικό ερωτικό και μυστηριώδες παιχνίδι με ζευγάρι που εναλλάσσεται: η Αυγή και ο Σταύρος, ο Σταύρος και η ρουλέτα, η Αυγή και η γραφή, η Αυγή και η ζωή. Ένα σημαντικό μυθιστόρημα για το παιχνίδι και την τύχη, με ήρωες, αν και τόσο αναγνωρίσιμους, σχεδόν αρχετυπικούς. Οι διάλογοι του βιβλίου, καλοδουλεμένη δαντέλα. Και οι σκέψεις τους, εφάμιλλοι μ' εκείνους που κάνει κανείς στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων, μιας νουβέλας και δυο ποιητικών συλλογών.
Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Κριτική Θεωρία και Φιλοσοφία.
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια για θέματα φύλου και λογοτεχνίας, καθώς και βιβλιοκριτικές.
Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζάνετ Γουίντερσον, ΤζόιςΚάρολ Όουτς, Κέιτ Άτκινσον, Πίτερ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Τρέβορ κ.α.
Βιβλία της:
“Κατήχηση της Άνοιξης” (ποίηση, 1992, Γκοβόστης)
“Γενέθλια βροχή” (ποίηση, 1995, Δελφίνι)
“Βιρτζίνια Γουλφ cafe” (μυθιστόρημα, 1999, Απόπειρα)
“Βλέφαρα με τατουάζ” (μυθιστόρημα, 2001, Πατάκης)
“Νύφη από πολυεστέρα” (νουβέλα, 2003, Μεταίχμιο)
“Bodyland- Χωρασωμάτων” (ιστορίες δρόμου+τρόμου), 2005, Κέδρος)
“Όλα στο μηδέν” (μυθιστόρημα, 2009, Ελληνικά Γράμματα).
ΥΓ. Σταυρόλεξο για... δυνατούς λύτες. Το ερωτικόν είναι πρόσχημα (όπως ο έρωτας στη ζωή μας). Το μέσον για την μεγάλη αναμέτρηση. Χάνονται όσοι ποντάρουν εκ του... ασφαλούς. Αλλά ο καθένας μας, ό,τι μπορεί κάνει.
Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
E ναι, στο μπλογκ, για δικούς μου λόγους, πάλι!
“Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Καθένας μας είναι ο στόχος! Στη ζωή. Και το αποδεικνύει στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Αργυρώ Μαντόγλου “Όλα στο μηδέν”. Όπου όλα είναι περιστροφή, σημαδάκια αυτοσχέδια στην άβυσσο, τύχη, τζόγος, παιχνίδι, ρουλέτα.
Η Αυγή (όχι τυχαία Αυγή, η ζωή της μια σχεδόν αξημέρωτη μέρα) συναντά τον Σταύρο (όχι τυχαία Σταύρος, για την Αυγή, σαν σταυρός) στο καζίνο. Μια νύχτα των 36 γενεθλίων της για τα οποία οι οιωνοί ενός ινδού στο παρελθόν ήταν ολέθριοι! Παρ' όλα αυτά, εκείνη πόνταρε και κέρδισε! Εμμονικά, στα τυφλά! Και όσον αφορά τους αριθμούς και όσον αφορά τον γκρουπιέρη! Εξάλλου ρουλέτα και Σταύρος εκείνη την γενέθλια νύχτα ήταν εκεί για να την επιβεβαιώσουν ότι ακόμα την ευνοούσε η Τύχη. Και ό,τι “υπήρχε ζωή, υπήρχε χρόνος” Η ακύρωση της πρόβλεψης την κάνει παράτολμη, την εξάπτει. Διότι με τα χρόνια ο χρησμός του ινδού σταθμάρχη “σαν θάνατος” έγινε “θάνατος”, αψηφώντας την οδύνη που εμπερικλύει το “σαν”.
Ολότελα ανοιχτή στο ενδεχόμενο θα την γονατίσει ένα “σαν” παρασύροντας της σε έναν τοξικό ανεξέλεγκτο έρωτα, απολύτως εξαρτημένη από έναν απολύτως παρόμοια εξαρτημένο, υποταγμένοι ο καθένας στον στον δικό του Θεό και ο Σταύρος στην απόλυτη Θεά Τύχη. Αν και εκείνος επιμένει ότι τα πάντα στη ζωή αυτό είναι, “αρπαγή”: “Κι εσύ, Αυγή μου, χωμένη στις επιφάσεις είσαι, κι εσύ αρπάζεις, αλλά αρνείσαι να το δεις. Όλοι αρπάζουν ό,τι μπορούν. Λεφτά, ανθρώπους, ηδονή, ιδέες, επιβεβαίωση' όλοι”, αυτό θα ήθελε να της πει, αν μπορούσε. Διότι κανείς απ' τους δυο δεν θα πει “αυτά που μπορούσε”. Βυθισμένοι ο καθένας στην δική του εξάρτηση και εξαρτημένοι ανεπανόρθωτα από τα δικά τους μυστικά, θα κάνουν αυτό που λίγο έως πολύ, κάνουμε όλοι, τρέχοντας “απερίσκεπτα προς την άβυσσο έχοντας φροντίσει να βάλουμε κάτι μπροστά μας για να σταματήσουμε να τη βλέπουμε” (Μπλαιζ Πασκάλ- Στοχασμοί, “Αφορισμοί”)
Παρ' ότι: “Στο παιχνίδι, όπως και στον έρωτα, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Στον έρωτα, όπως και στο παιχνίδι, δύσκολα φεύγεις. Περιμένεις. Περιμένεις την εύνοια της τύχης, την ευφορία που κάποτε απρόσμενα δοκίμασες. Περιμένεις την επανεμφάνισή της- μέχρι να εξαντληθείς και να υποχρεωθείς να φύγεις από εξάντληση”.
Ένα ψυχολογικό θρίλερ για γερά νεύρα, παραβολικό, αλληγορικό και υπαρξιακό, εφόσον όλα στη ζωή, τελικά, είναι ρουλέτα, παιχνίδι.
Η συγγραφέας σκιαγραφεί τους δυο κόσμους (του Σταύρου και της Αυγής) με οξυδέρκεια και ατμοσφαιρικότητα, ξεναγώντας μας ταυτοχρόνως στον φαντασμαγορικό κόσμο του καζίνου αλλά και στην αρχέγονη σχέση μας με την Τύχη.
Με δάνεια από Ντοστογιέφκσι (Παίκτης) και Βιρτζίνια Γουλφ που δεδηλωμένα της έχει αδυναμία, επιτυγχάνει το διπλό πορτρέτο του μέγιστου παίχτη' η εξάρτηση του Σταύρου με τον τζόγο δεν φρενάρει πουθενά αλλά και η Αυγή δεν κάνει άλλο από το να τζογάρει με τη ζωή της. Την ίδια της τη ζωή.
Η δομή του μυθιστορήματος αριστοτεχνική και σε επίπεδο αφήγησης και αρίθμησης των κεφαλαίων. Η Αυγή ταυτοχρόνως γράφει και ζει. Κι έτσι διαβάζουμε τη ζωή της σε τρίτο πρόσωπο και το μυθιστόρημά της στο δεύτερο. Ο,τι δεν αντιλαμβάνεται στη ζωή, αναλαμβάνει να συμπληρώσει το υποσυνείδητο στην γραφή, διότι ακόμα κι αν αγνοούμε, κάτι μέσα μας ξέρει. Τα δε κεφάλαια, ενίοτε με μονάδα μέτρησης το μηδέν (0, 00, 000, 0000...)
Και έτσι από ένα σημείο και μετά, το τραυματισμένο χειρόγραφο θα γίνει η τραυματισμένη ζωή της.
Κατ' αυτό τον τρόπο η διαδικασία (το παιχνίδι και η διαδρομή) θα γίνει τριπλή: η διαδικασία του παιχνιδιού και της γραφής, η διαδικασία αυτής καθ' εαυτής της ζωής. Εξάλλου, είπαμε: “Ο στόχος του, τα συστήματά του, η συνεχής περιφορά του, λες και ήταν ο ίδιος η μπίλια που εκτοξευόταν, από διάθεση σε διάθεση, από όνειρο σε όνειρο, από γυναίκα σε γυναίκα, από εαυτό σε εαυτό, ένας καταδικασμένος που τρέχει ξοπίσω από τις φαντασιώσεις του”.
Η μπίλια πάντα και στα πάντα, είμαστε εμείς!
Ένα απολαυστικό ερωτικό και μυστηριώδες παιχνίδι με ζευγάρι που εναλλάσσεται: η Αυγή και ο Σταύρος, ο Σταύρος και η ρουλέτα, η Αυγή και η γραφή, η Αυγή και η ζωή. Ένα σημαντικό μυθιστόρημα για το παιχνίδι και την τύχη, με ήρωες, αν και τόσο αναγνωρίσιμους, σχεδόν αρχετυπικούς. Οι διάλογοι του βιβλίου, καλοδουλεμένη δαντέλα. Και οι σκέψεις τους, εφάμιλλοι μ' εκείνους που κάνει κανείς στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αργυρώ Μαντόγλου είναι συγγραφέας τριών μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων, μιας νουβέλας και δυο ποιητικών συλλογών.
Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Κριτική Θεωρία και Φιλοσοφία.
Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, κριτικά δοκίμια για θέματα φύλου και λογοτεχνίας, καθώς και βιβλιοκριτικές.
Έχει επίσης μεταφράσει έργα των Τζορτζ Έλιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Άντζελα Κάρτερ, Τζιν Ρις, Τζάνετ Γουίντερσον, ΤζόιςΚάρολ Όουτς, Κέιτ Άτκινσον, Πίτερ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Κάρει, Άλι Σμιθ, Ουίλιαμ Τρέβορ κ.α.
Βιβλία της:
“Κατήχηση της Άνοιξης” (ποίηση, 1992, Γκοβόστης)
“Γενέθλια βροχή” (ποίηση, 1995, Δελφίνι)
“Βιρτζίνια Γουλφ cafe” (μυθιστόρημα, 1999, Απόπειρα)
“Βλέφαρα με τατουάζ” (μυθιστόρημα, 2001, Πατάκης)
“Νύφη από πολυεστέρα” (νουβέλα, 2003, Μεταίχμιο)
“Bodyland- Χωρασωμάτων” (ιστορίες δρόμου+τρόμου), 2005, Κέδρος)
“Όλα στο μηδέν” (μυθιστόρημα, 2009, Ελληνικά Γράμματα).
ΥΓ. Σταυρόλεξο για... δυνατούς λύτες. Το ερωτικόν είναι πρόσχημα (όπως ο έρωτας στη ζωή μας). Το μέσον για την μεγάλη αναμέτρηση. Χάνονται όσοι ποντάρουν εκ του... ασφαλούς. Αλλά ο καθένας μας, ό,τι μπορεί κάνει.
Δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.
E ναι, στο μπλογκ, για δικούς μου λόγους, πάλι!
9/11/09
Η Απαγορευμένη Ζώνη
Καλοκαίρι στο Ζέφυρο, το θυμάμαι σαν τώρα.
Μόνη μου. Ούτε ήξερα κατά πού πέφτει ο Ζέφυρος, Κάτω; 'Ανω; Πετράλωνα διάβασα. Τα κατάφερα, όμως. Κι ενώ δεν θυμάμαι σήμερα ούτε πώς έφτασα, ούτε πού πάρκαρα, θυμάμαι τόσο καλά εκείνο το τοξικό έργο.
“Στάλκερ” του Αντρέι Ταρκόφσκι, λέει. Θυμάμαι την μεταδοτική σαν ασθένεια ή θεία Χάρη, όπως το πάρει κανείς, εκείνη τη θαυματουργική “Ζώνη των επιθυμιών”, εκείνους τους τρεις ήταν; στο βιβλίο είναι δυο, που διακινδύνευσαν για να φτάσουν, την ίδια τους τη ζωή. Και έφτασαν, τελικά. Εκεί σε εκείνη την περίεργη “άκρη του κόσμου”. Που είχε τη δύναμη σαν της καλής μάγισσας το ραβδί, να τους υλοποιήσει την κάθε τους, ακόμα και την πιο τρελή, πιο μύχια επιθυμία.
Αλλά ποια είναι η πιο μύχια επιθυμία;
Και τελικά ποιος... φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;
Κι όταν βγήκα από το σινεμά, ήμουν “άλλη”! Αμήχανη και αθώα, θεότυφλη μπροστά τον πραγματικό άγνωστό μου εαυτό, τόσο που να μη ξέρω κατά πού να κάνω. Πού είναι το σπίτι μου, ποιοι οι οικείοι ξένοι και σ' εκείνους να επιστρέψω, τελικά, αν το επιθυμώ. Αν επιθυμώ να επιστρέψω σ' αυτούς ζωντανή ή αν είναι καλύτερα για μένα να χαθώ ή να πεθάνω.
“Πικνίκ δίπλα στο δρόμο” (Στάλκερ) έγραφε το βιβλίο που μου τα θύμισε όλα αυτά (η ζωή που τόλμησα κι έζησα έχει φροντίσει να μην τα ξεχάσω). Το υπογράφουν οι αδελφοί Αρκάντι & Μπόρις Στρουγκάτσκι, επιστημονική φαντασία δηλώνει και είναι οι ίδιοι που υπέγραψαν και το σενάριο της ταινίας.
Στο βιβλίο, κάποιοι που αφήνουν τα απόβλητα, λάφυρα για τους χρυσοθήρες, ενδεχομένως δειπνώντας δίπλα στο χορτάρι. Ο στάλκερ κατά τη διάρκεια του χρόνου, να αναζητά θησαυρό, σωτηρία, την ψυχή και την χαμένη του σκέψη στην αποκλεισμένη επισκέψιμη Ζώνη. Οι κυνηγοί που γίνονται σημαδούρες προς αποφυγή και πληρώνουν με την ίδια τους τη ζωή μιαν επιπόλαιη απληστία. Ο αθώος Άρθουρ, θυσιαζόμενος αμνός, που ανακαλύπτει τις λέξεις, σώζει και σώζεται.
Οι χαμένες μας λέξεις και “εν αρχή ην ο Λόγος”. Ο χαμένος μας Λόγος. Ύπαρξης.
Τελειώνοντας συνειδητοποιούσα για ακόμα μια φορά την ταρκοφσκική εμμονή με τη “Θυσία”. Μια μικρή θυσία πριν τη μεγάλη κινηματογραφική του “Θυσία”, όπου και πάλι ο Λόγος θυσιάζεται για το καλό της ανθρωπότητας. Μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας που αποδείχθηκε, τελικά, προφητεία. Για την “Ζώνη αποκλεισμού” στη μετά Τσερνομπίλ εποχή και για τους ριψοκίνδυνους τυχοδιώκτες που χαιδευτικά “στάλκερ” τους βάφτισαν...
ΥΓ. Δημοσιεύθηκε ως “άποψη” στο 'Έθνος της Κυριακής. Και ναι, αλήθεια είναι, ο ταρκοφσκικός “Στάλκερ” μου άλλαξε τη ζωή.
Μόνη μου. Ούτε ήξερα κατά πού πέφτει ο Ζέφυρος, Κάτω; 'Ανω; Πετράλωνα διάβασα. Τα κατάφερα, όμως. Κι ενώ δεν θυμάμαι σήμερα ούτε πώς έφτασα, ούτε πού πάρκαρα, θυμάμαι τόσο καλά εκείνο το τοξικό έργο.
“Στάλκερ” του Αντρέι Ταρκόφσκι, λέει. Θυμάμαι την μεταδοτική σαν ασθένεια ή θεία Χάρη, όπως το πάρει κανείς, εκείνη τη θαυματουργική “Ζώνη των επιθυμιών”, εκείνους τους τρεις ήταν; στο βιβλίο είναι δυο, που διακινδύνευσαν για να φτάσουν, την ίδια τους τη ζωή. Και έφτασαν, τελικά. Εκεί σε εκείνη την περίεργη “άκρη του κόσμου”. Που είχε τη δύναμη σαν της καλής μάγισσας το ραβδί, να τους υλοποιήσει την κάθε τους, ακόμα και την πιο τρελή, πιο μύχια επιθυμία.
Αλλά ποια είναι η πιο μύχια επιθυμία;
Και τελικά ποιος... φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;
Κι όταν βγήκα από το σινεμά, ήμουν “άλλη”! Αμήχανη και αθώα, θεότυφλη μπροστά τον πραγματικό άγνωστό μου εαυτό, τόσο που να μη ξέρω κατά πού να κάνω. Πού είναι το σπίτι μου, ποιοι οι οικείοι ξένοι και σ' εκείνους να επιστρέψω, τελικά, αν το επιθυμώ. Αν επιθυμώ να επιστρέψω σ' αυτούς ζωντανή ή αν είναι καλύτερα για μένα να χαθώ ή να πεθάνω.
“Πικνίκ δίπλα στο δρόμο” (Στάλκερ) έγραφε το βιβλίο που μου τα θύμισε όλα αυτά (η ζωή που τόλμησα κι έζησα έχει φροντίσει να μην τα ξεχάσω). Το υπογράφουν οι αδελφοί Αρκάντι & Μπόρις Στρουγκάτσκι, επιστημονική φαντασία δηλώνει και είναι οι ίδιοι που υπέγραψαν και το σενάριο της ταινίας.
Στο βιβλίο, κάποιοι που αφήνουν τα απόβλητα, λάφυρα για τους χρυσοθήρες, ενδεχομένως δειπνώντας δίπλα στο χορτάρι. Ο στάλκερ κατά τη διάρκεια του χρόνου, να αναζητά θησαυρό, σωτηρία, την ψυχή και την χαμένη του σκέψη στην αποκλεισμένη επισκέψιμη Ζώνη. Οι κυνηγοί που γίνονται σημαδούρες προς αποφυγή και πληρώνουν με την ίδια τους τη ζωή μιαν επιπόλαιη απληστία. Ο αθώος Άρθουρ, θυσιαζόμενος αμνός, που ανακαλύπτει τις λέξεις, σώζει και σώζεται.
Οι χαμένες μας λέξεις και “εν αρχή ην ο Λόγος”. Ο χαμένος μας Λόγος. Ύπαρξης.
Τελειώνοντας συνειδητοποιούσα για ακόμα μια φορά την ταρκοφσκική εμμονή με τη “Θυσία”. Μια μικρή θυσία πριν τη μεγάλη κινηματογραφική του “Θυσία”, όπου και πάλι ο Λόγος θυσιάζεται για το καλό της ανθρωπότητας. Μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας που αποδείχθηκε, τελικά, προφητεία. Για την “Ζώνη αποκλεισμού” στη μετά Τσερνομπίλ εποχή και για τους ριψοκίνδυνους τυχοδιώκτες που χαιδευτικά “στάλκερ” τους βάφτισαν...
ΥΓ. Δημοσιεύθηκε ως “άποψη” στο 'Έθνος της Κυριακής. Και ναι, αλήθεια είναι, ο ταρκοφσκικός “Στάλκερ” μου άλλαξε τη ζωή.
3/11/09
Μυστικοί δεσμοί αίματος
“Ο ΖΟΦΕΡΟΣ ΟΙΚΟΣ” του Τσαρλς Ντίκενς, Μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ. Εκδ. “Gutenberg”, σελ. 729 και 676, € 60
Η εφημερίδα Saturday Reviews, το 1858, γράφει για τον Ντίκενς: “Δεν πιστεύουμε ότι η φήμη αυτού του συγγραφέα θα διαρκέσει ακόμα πολύ. Μετά από 50 χρόνια, θα είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τα κείμενά του και τα παιδιά μας θα αναρωτιούνται τί σκεφτήκαμε όταν τοποθετήσαμε αυτόν τον συγγραφέα μπροστά από τους άλλους συγγραφείς της εποχής του”.
Έχουν περάσει, πόσα χρόνια από τότε; Κοντά τρεις αιώνες! Kαι από τις εκδόσεις “Gutenberg” στην εξαιρετική κλασσική σειρά “Orbis Literae” κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα καθ' ημάς “Ο Ζοφερός Οίκος” του, και όχι απλώς τον δικαιώνει, αλλά αποδεικνύοντας τη συγγραφική μεγαλοφυία του, ακτινογραφεί εις το διηνεκές θεσμούς και ανθρωπογεωγραφία.
Στις 1400 σελίδες του (δίτομο και σε σπουδαία σύγχρονη μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ το έργο), εμπεριέχει σχεδόν τα πάντα: Οικογενειακή σάγκα και μυστικά που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, τα μεγάλα όχι και τόσο απρόσμενα γυρίσματα της Ιστορίας, την παρακμή των αριστοκρατικών οίκων και την υποκρισία της Βικτωριανής εποχής, την ανισότητα, την φτώχεια, την κακοποίηση των παιδιών και των ασθενεστέρων, και πάνω απ' όλα τον φονικό δικαστικό κυκεώνα τον μηχανισμό του οποίου ο συγγραφέας γνώριζε εκ των ένδον και καλά!
Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την υπόθεση Τζάρννταις και Τζαρνντάις. Παιδιά υιοθετούνται και αριστοκράτες ναυαγούν, άνθρωποι ερωτεύονται και μυστικοί δεσμοί αίματος βγαίνουν αλλόκοτα στην επιφάνεια, άνθρωποι αρρωσταίνουν, παραμορφώνονται, πεθαίνουν από φυσικό θάνατο ή αυτοκτονούν, και το μοναδικό στον κόσμο που μοιάζει σχεδόν αμετακίνητο είναι, τελικά εκείνη η υπόδικη περιουσία. Όταν ο χρόνος θέσει ένα τέρμα, στο μεταξύ όλα θα έχουν διπλά και τριπλά χαθεί στους δικηγόρους.
Το απολαυστικό μυθιστόρημα που εναλλάσσεται αφηγηματικά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της πεντάρφανης Έστερ και τριτοπρόσωπη του αφηγητή, ξεκινά με την απομάκρυνση της μικρής Έστερ από το σπίτι της πεθαμένης πια θείας.
Στη διαδρομή της, η ομοιότητά της με την λαίδη Ντέντλοκ θα περιπλέξει τα πράγματα, η συγκατοίκησή της με την Έιντα και τον Ρίτσαρντ στο Μπλικ Χάους του κηδεμόνα τους Τζων Τζάρννταις.
“Για όνομα του Θεού, μη βασίζεις τις ελπίδες ή τις προσδοκίες σου στην οικογενειακή κατάρα! Ό,τι κι αν κάνεις όσο ζεις, ποτέ μη ρίξεις ούτε μια ματιά στο φρικτό φάντασμα που τόσα χρόνια μας στοιχειώνει. Καλύτερα να δανειστείς, καλύτερα να ζητιανέψεις, καλύτερα να πεθάνεις!” συμβουλεύει ματαίως τον Ρίτσαρντ – έναν από τους ήρωες και κληρονόμους- ο κηδεμόνας του κύριος Τζάρνντάις.
Με δυο τεράστιες γοητευτικές ηρωίδες, την Έστερ, προσωποποίηση του καλού και την λαίδη Ντέντλοκ, μυστηριώδη και μοιραία, στους βασικούς κόμβους του μύθου, ξεδιπλώνεται απολαυστικά και σπαρταριστά η τοιχογραφία μιας εποχής με έντονες γωνίες και αντιθέσεις.
Ένα πολυεπίπεδο, πολυδαίδαλο, πολυπρόσωπο και άκρως απαιτητικό έργο που διαθέτει σχεδόν τα πάντα: κριτική οξυδέρκεια και ψυχαναλυτικό βάθος, μεγάλα και αιώνια ζητήματα και αφηγηματικό εύρος, ζωντάνια, σπαρταριστό και ευφυές χιούμορ, μυστήριο, δομή και εξαιρετικά καίριους διαλόγους. Χαρακτήρες διαχρονικούς και δομές και θεσμούς που δεν άλλαξαν επειδή παραμένουμε ίδιοι κι εμείς, μέσα στους αιώνες. Τολμώντας να ανοίξει ζητήματα σε μιαν εποχή που ακόμα και στην δική μας εποχή, ταμπού παραμένουν. Όπως αυτό της αυτοανάφλεξης του Κρουκ του παλαιοβιβλιοπώλη.
Συνδυάζοντας έρευνα με απόλαυση, ταλέντο με γνώση, την Ιστορία με Κοινωνική κριτική, κι όλα αυτά – ας μη το ξεχνάμε- τον 19ο αιώνα.
Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Από τους μεγαλύτερους και πιο αγαπημένους κλασσικούς λογοτέχνες της Αγγλίας, το 19ο αιώνα.
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο Portsmouth, Hampshire, στην Αγγλία, ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του John Huffan Dickens.
Η οικογένειά του δεν τα έβγαζε πέρα, καθώς ο πατέρας ήταν αντιμέτωπος με πάρα πολλά χρέη, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο πατέρας να φυλακιστεί στο Λονδίνο κι έτσι ολόκληρη η οικογένεια εγκαθίσταται μαζί του στην ειδική φυλακή Μάρσαλσι. Ο μικρός Τσαρλς βρίσκει δουλειά (σ΄ ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια) και ζει μόνος του σ΄ ένα νοικιασμένο δωμάτιο.
O John Huffan Dickens, αποφυλακίζεται, ο μικρός Τσαρλς αφήνει τη δουλειά και επιστρέφει στο σχολείο.
Δυστυχώς, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια για μια καινούρια αρχή, ο Τσαρλς, μετά από τρία χρόνια φοίτησης στο σχολείο, 15 χρονών, αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο και να ξαναπιάσει δουλειά.
Δούλεψε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο, ως πρακτικογράφος στη βουλή και ως ρεπόρτερ, όπου έγινε γνωστός για τα ρεπορτάζ του.
Τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, τα έκανε σε σχετικά μικρή ηλικία. “Τα Σκίτσα του Μποζ” (1833) τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό, ενώ το 1834, στα 22 του χρόνια, έγινε μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας Morning Chronicl. To “Pickwick Papers” (1837), ήταν το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το βιβλίο, όμως, που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν ο “Όλιβερ Τουίστ” (1838).
Ακολουθούν, “Το Παλαιοπωλείο” (1838-1839), φτάνοντας τα 100.000 αντίτυπα.
“Τα Αμερικανικά σημειώματα” (1842), αποτέλεσμα ταξιδιού του στην Αμερική.
Το μυθιστόρημα “Μάρτιν Τσάσλουαιτ” (1843-44).
“Τα Χριστουγεννιάτικα βιβλία” (1843), τα οποία έγραψε σε πολύ δύσκολη οικονομική περίοδο με πιο διάσημη την “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” (με τον γνωστό μας τσιγκούνη Σκρουτζ).
Από το 1846 έως το 1857, δημοσίευσε πέντε μυθιστορήματα: “Ντόμπι και Υιός”, “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ”, “Έρημο Σπίτι”, “Σκληροί καιροί”, “Η μικρή Ντόριτ”. Σπουδαία έργα του, επίσης τα: “Νίκολας Νίκλεμπι” (1839), “Copperfield”(1850), “Ιστορία δύο πόλεων” (1859), “Οι μεγάλες προσδοκίες” (1861),”Ο Κοινός μας Φίλος” (1864).
Το καλοκαίρι του 1870, στο Λονδίνο, καθώς διάβαζε αποσπάσματα έργων του στο κοινό, έπαθε συμφόρηση και την επόμενη μέρα πέθανε, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα “Έντουιν Ντρουτ”.
Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής
ΥΓ. Το απέκτησα πρώτη (alef), όμως το διάβασε πρώτος (Librofilo). Του άρεσε η Έσθερ, ταυτίστηκα φυσικά με τη... λαίδη Ντέντλοκ. Απίστευτο χιούμορ και χαρακτήρες με τόσο φως και τόσο σκοτάδι... πανάρχαιες, σημαντικές ψυχές.
Η εφημερίδα Saturday Reviews, το 1858, γράφει για τον Ντίκενς: “Δεν πιστεύουμε ότι η φήμη αυτού του συγγραφέα θα διαρκέσει ακόμα πολύ. Μετά από 50 χρόνια, θα είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος τα κείμενά του και τα παιδιά μας θα αναρωτιούνται τί σκεφτήκαμε όταν τοποθετήσαμε αυτόν τον συγγραφέα μπροστά από τους άλλους συγγραφείς της εποχής του”.
Έχουν περάσει, πόσα χρόνια από τότε; Κοντά τρεις αιώνες! Kαι από τις εκδόσεις “Gutenberg” στην εξαιρετική κλασσική σειρά “Orbis Literae” κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα καθ' ημάς “Ο Ζοφερός Οίκος” του, και όχι απλώς τον δικαιώνει, αλλά αποδεικνύοντας τη συγγραφική μεγαλοφυία του, ακτινογραφεί εις το διηνεκές θεσμούς και ανθρωπογεωγραφία.
Στις 1400 σελίδες του (δίτομο και σε σπουδαία σύγχρονη μετάφραση Κλαίρης Παπαμιχαήλ το έργο), εμπεριέχει σχεδόν τα πάντα: Οικογενειακή σάγκα και μυστικά που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, τα μεγάλα όχι και τόσο απρόσμενα γυρίσματα της Ιστορίας, την παρακμή των αριστοκρατικών οίκων και την υποκρισία της Βικτωριανής εποχής, την ανισότητα, την φτώχεια, την κακοποίηση των παιδιών και των ασθενεστέρων, και πάνω απ' όλα τον φονικό δικαστικό κυκεώνα τον μηχανισμό του οποίου ο συγγραφέας γνώριζε εκ των ένδον και καλά!
Όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την υπόθεση Τζάρννταις και Τζαρνντάις. Παιδιά υιοθετούνται και αριστοκράτες ναυαγούν, άνθρωποι ερωτεύονται και μυστικοί δεσμοί αίματος βγαίνουν αλλόκοτα στην επιφάνεια, άνθρωποι αρρωσταίνουν, παραμορφώνονται, πεθαίνουν από φυσικό θάνατο ή αυτοκτονούν, και το μοναδικό στον κόσμο που μοιάζει σχεδόν αμετακίνητο είναι, τελικά εκείνη η υπόδικη περιουσία. Όταν ο χρόνος θέσει ένα τέρμα, στο μεταξύ όλα θα έχουν διπλά και τριπλά χαθεί στους δικηγόρους.
Το απολαυστικό μυθιστόρημα που εναλλάσσεται αφηγηματικά στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της πεντάρφανης Έστερ και τριτοπρόσωπη του αφηγητή, ξεκινά με την απομάκρυνση της μικρής Έστερ από το σπίτι της πεθαμένης πια θείας.
Στη διαδρομή της, η ομοιότητά της με την λαίδη Ντέντλοκ θα περιπλέξει τα πράγματα, η συγκατοίκησή της με την Έιντα και τον Ρίτσαρντ στο Μπλικ Χάους του κηδεμόνα τους Τζων Τζάρννταις.
“Για όνομα του Θεού, μη βασίζεις τις ελπίδες ή τις προσδοκίες σου στην οικογενειακή κατάρα! Ό,τι κι αν κάνεις όσο ζεις, ποτέ μη ρίξεις ούτε μια ματιά στο φρικτό φάντασμα που τόσα χρόνια μας στοιχειώνει. Καλύτερα να δανειστείς, καλύτερα να ζητιανέψεις, καλύτερα να πεθάνεις!” συμβουλεύει ματαίως τον Ρίτσαρντ – έναν από τους ήρωες και κληρονόμους- ο κηδεμόνας του κύριος Τζάρνντάις.
Με δυο τεράστιες γοητευτικές ηρωίδες, την Έστερ, προσωποποίηση του καλού και την λαίδη Ντέντλοκ, μυστηριώδη και μοιραία, στους βασικούς κόμβους του μύθου, ξεδιπλώνεται απολαυστικά και σπαρταριστά η τοιχογραφία μιας εποχής με έντονες γωνίες και αντιθέσεις.
Ένα πολυεπίπεδο, πολυδαίδαλο, πολυπρόσωπο και άκρως απαιτητικό έργο που διαθέτει σχεδόν τα πάντα: κριτική οξυδέρκεια και ψυχαναλυτικό βάθος, μεγάλα και αιώνια ζητήματα και αφηγηματικό εύρος, ζωντάνια, σπαρταριστό και ευφυές χιούμορ, μυστήριο, δομή και εξαιρετικά καίριους διαλόγους. Χαρακτήρες διαχρονικούς και δομές και θεσμούς που δεν άλλαξαν επειδή παραμένουμε ίδιοι κι εμείς, μέσα στους αιώνες. Τολμώντας να ανοίξει ζητήματα σε μιαν εποχή που ακόμα και στην δική μας εποχή, ταμπού παραμένουν. Όπως αυτό της αυτοανάφλεξης του Κρουκ του παλαιοβιβλιοπώλη.
Συνδυάζοντας έρευνα με απόλαυση, ταλέντο με γνώση, την Ιστορία με Κοινωνική κριτική, κι όλα αυτά – ας μη το ξεχνάμε- τον 19ο αιώνα.
Ταυτότητα-
Ποιος είναι:
Από τους μεγαλύτερους και πιο αγαπημένους κλασσικούς λογοτέχνες της Αγγλίας, το 19ο αιώνα.
Γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1812 στο Portsmouth, Hampshire, στην Αγγλία, ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας του John Huffan Dickens.
Η οικογένειά του δεν τα έβγαζε πέρα, καθώς ο πατέρας ήταν αντιμέτωπος με πάρα πολλά χρέη, αποτέλεσμα των οποίων ήταν ο πατέρας να φυλακιστεί στο Λονδίνο κι έτσι ολόκληρη η οικογένεια εγκαθίσταται μαζί του στην ειδική φυλακή Μάρσαλσι. Ο μικρός Τσαρλς βρίσκει δουλειά (σ΄ ένα εργοστάσιο βερνικιών για παπούτσια) και ζει μόνος του σ΄ ένα νοικιασμένο δωμάτιο.
O John Huffan Dickens, αποφυλακίζεται, ο μικρός Τσαρλς αφήνει τη δουλειά και επιστρέφει στο σχολείο.
Δυστυχώς, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια για μια καινούρια αρχή, ο Τσαρλς, μετά από τρία χρόνια φοίτησης στο σχολείο, 15 χρονών, αναγκάζεται να παρατήσει το σχολείο και να ξαναπιάσει δουλειά.
Δούλεψε ως υπάλληλος σε δικηγορικό γραφείο, ως πρακτικογράφος στη βουλή και ως ρεπόρτερ, όπου έγινε γνωστός για τα ρεπορτάζ του.
Τα πρώτα του βήματα στη λογοτεχνία, τα έκανε σε σχετικά μικρή ηλικία. “Τα Σκίτσα του Μποζ” (1833) τον έκαναν ιδιαίτερα γνωστό, ενώ το 1834, στα 22 του χρόνια, έγινε μόνιμος συνεργάτης της εφημερίδας Morning Chronicl. To “Pickwick Papers” (1837), ήταν το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε, το βιβλίο, όμως, που τον έκανε να ξεχωρίσει ήταν ο “Όλιβερ Τουίστ” (1838).
Ακολουθούν, “Το Παλαιοπωλείο” (1838-1839), φτάνοντας τα 100.000 αντίτυπα.
“Τα Αμερικανικά σημειώματα” (1842), αποτέλεσμα ταξιδιού του στην Αμερική.
Το μυθιστόρημα “Μάρτιν Τσάσλουαιτ” (1843-44).
“Τα Χριστουγεννιάτικα βιβλία” (1843), τα οποία έγραψε σε πολύ δύσκολη οικονομική περίοδο με πιο διάσημη την “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” (με τον γνωστό μας τσιγκούνη Σκρουτζ).
Από το 1846 έως το 1857, δημοσίευσε πέντε μυθιστορήματα: “Ντόμπι και Υιός”, “Ντέιβιντ Κόπερφιλντ”, “Έρημο Σπίτι”, “Σκληροί καιροί”, “Η μικρή Ντόριτ”. Σπουδαία έργα του, επίσης τα: “Νίκολας Νίκλεμπι” (1839), “Copperfield”(1850), “Ιστορία δύο πόλεων” (1859), “Οι μεγάλες προσδοκίες” (1861),”Ο Κοινός μας Φίλος” (1864).
Το καλοκαίρι του 1870, στο Λονδίνο, καθώς διάβαζε αποσπάσματα έργων του στο κοινό, έπαθε συμφόρηση και την επόμενη μέρα πέθανε, χωρίς να προλάβει να ολοκληρώσει το τελευταίο του μυθιστόρημα “Έντουιν Ντρουτ”.
Δημοσιεύτηκε στο Έθνος της Κυριακής
ΥΓ. Το απέκτησα πρώτη (alef), όμως το διάβασε πρώτος (Librofilo). Του άρεσε η Έσθερ, ταυτίστηκα φυσικά με τη... λαίδη Ντέντλοκ. Απίστευτο χιούμορ και χαρακτήρες με τόσο φως και τόσο σκοτάδι... πανάρχαιες, σημαντικές ψυχές.
2/11/09
Αγαπώ τον... τρόπο που μ' αγαπάς!
'Ερωτας για τον έρωτα
ή άλλως
“με ξετρελαίνει ο τρόπος που μ' αγαπάς”
Τον εαυτό μας στα μάτια του άλλου ερωτευόμαστε, αποκαλύπτει ο Όσκαρ Ουάιλντ με τον μύθο του Νάρκισσου. Εκείνος έβλεπε το όμορφο πρόσωπό του στα κρυστάλλινα νερά της κι εκείνη ούτε και που τον πρόσεχε, διότι η Λίμνη στα δικά του μάτια έβλεπε μοναχά μιαν... όμορφη λίμνη!
Τον έρωτα ερωτευόμαστε, όχι τον άλλον, επιμένει η Ντυράς.
Και η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη
“ερωτευόμαστε μ' ό,τι δεν έχουμε, ό,τι δεν είμαστε”.
“Ιστορίες ερωτικής τρέλας” ή το χρονικό μιας διαχρονικής ψευδαίσθησης, σχεδόν υπαρξιακής, θα μπορούσε να ονομαστεί του Νίκου αυτό το βιβλίο.
Μετά την “Κρεμάλα”,
το “κρέμασμα” που οικειοθελώς επιχειρούμε στους εαυτούς.
Ο τίτλος σοφός, αλληγορικός και υπαινικτικός, από μια φίνα, γαλλική παροιμία.
“Με τον έρωτα περνάει ο καιρός
με τον καιρό περνάει ο έρωτας”.
Περιλαμβάνει, βεβαίως, τα πάντα:
τον έρωτα απλώς για να περάσουμε τον καιρό,
τον έρωτα του άλλου, που μας βοηθά ν' αντέξουμε το βάρος του χρόνου.
Γουρλίδικο βιβλίο. Ώσπου να τυπωθεί χάρισε και στον συγγραφέα το άλλο μισό του: με κεφαλαία τον Έρωτα.
Και μέχρι να παρουσιαστεί και έτερον έρωτα' ήτοι τις δυο γυναίκες της ζωής του.
Όμως, τέρμα με τα προσωπικά, έχει έρωτες κι έρωτες να σας αφηγηθεί αυτό το βιβλίο: μοιραίους, τυχαίους, καθοριστικούς, καιροσκοπικούς, λαγνικούς, υπολογιστικούς, χλιαρούς, παθιασμένους, ιψενικούς, φιλικούς, εχθρικούς, αντιφατικούς, γειτονικούς, εσπεράντο, καταναγκαστικούς, νοσταλγικούς, μυθιστορηματικούς, αποσπασματικούς, κατακερματισμένους. Καρπερούς, άκαρπους, με καλό και κακό τέλος, σαιξπηρικούς, αθεράπευτους, ηρωικούς, συγγραφικούς, αλλόκοτους, συνηθισμένους...
Για έναν Σάκη και μια Καίτη,
για έναν Πέτρο και μια μυστηριώδη φοιτήτρια στον Παρθενώνα,
για έναν Γιώργο και μια Μαργαρίτα,
για έναν Κώστα και μια Γιώτα,
για έναν Μπάμπη και μια Σβετλάνα,
για έναν Μάνο και έναν Θάνο για μια Νάντια και μια Κάτια,
για μιαν Αφροδίτη και έναν Αλέξη και έναν Σπύρο,
για μιαν Ελένη και έναν Δήμο,
για μια Μαρία, μια Μαργαρίτα και έναν Γιάννη,
για μια Σούζαν και έναν Θωμά,
για έναν Νίκο και μια Σοφία,
για μια Νίκη και έναν Τάκη.......
Ιστορίες μέσα στην ιστορία και εγκιβωτισμένοι έρωτες στην αφήγηση και την καλειδοσκοπική παρατήρηση του ενός.
Ατμοσφαιρικοί, σπαρταριστοί, με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, προοπτική, ψυχαναλυτική ροπή κι χιούμορ.
Έρωτες αδιέξοδοι ή διεξοδικοί.
Σ' ένα βιβλίο που ανοιγοκλείνει σαν νομοτελειακό περιστατικό ζωής, σαν μαγική βεντάλια.
Με ερωτικά κεφάλαια που
ανοίγουν τσιτάτα σοφά:
“αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, αλλά επέλεξε τη γειτονιά σου”,
“Η ανάγκη κάνει σοφό ακόμα και τον βλάκα”,
“Στις μέρες μας οι γυναίκες θεωρούν υποχρέωση των αντρών κάτι που για αιώνες ήταν αγγαρεία γι' αυτές”,
“Μερικές φορές οι καλύτερες επενδύσεις είναι εκείνες που δεν έκανες”,
“Εγωιστής είναι αυτός που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εγωισμό των άλλων”,
“Η μητέρα ξέρει καλύτερα αλλά κανείς δεν την ακούει ποτέ”,
“Όχι μόνο παίζει ζάρια ο Θεός, αλλά μερικές φορές τα ρίχνει σε μέρη που δεν μπορούμε να τα δούμε”,
ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ο έρωτας είναι βάσανο και αίνιγμα, γρίφος μας πρωταρχικός και αρχετυπικός, υπαρξιακός και διαχρονικός.
Και μελετώντας τον καλά έγραψε ένα “περί έρωτος” σπαρταριστό και απολαυστικό, σχεδόν δοκιμιακή σπουδή επ' αυτού, βιβλίο. Και κατέστη άξιος
να δει κατά πού τα ρίχνει
γι' αυτόν ο Θεός τα ζάρια.
Στο μυθιστόρημα του Νίκου “Με τον έρωτα περνάει ο καιρός/ με τον καιρό περνάει ο έρωτας”
δεν υπάρχει μορφή έρωτα
που να μην αναπτυχθεί, αναλυθεί, απλωθεί, εξελιχθεί,
αλλά τον όντως έρωτα,
τον λένε Δήμητρα
και θα τον βρείτε στη ζωή του!
Ευχαριστώ,
Νίκο μου καλέ,
πολλά όμορφα βιβλία σου εύχομαι και έναν Έρωτα, αυτόν που έχεις, αιώνιο και καθοριστικό.
Να είσαι καλά.
ΥΓ. Για το βιβλίο του Νίκου Παργινού το Σάββατο στη Στοά του Βιβλίου, μετά της Ρίτσας Μασούρα, η έτερη αδελφή Τατά (ήτοι alef).
Ριτσάκι, μας κλείσανε για... περιοδεία λέει?
ή άλλως
“με ξετρελαίνει ο τρόπος που μ' αγαπάς”
Τον εαυτό μας στα μάτια του άλλου ερωτευόμαστε, αποκαλύπτει ο Όσκαρ Ουάιλντ με τον μύθο του Νάρκισσου. Εκείνος έβλεπε το όμορφο πρόσωπό του στα κρυστάλλινα νερά της κι εκείνη ούτε και που τον πρόσεχε, διότι η Λίμνη στα δικά του μάτια έβλεπε μοναχά μιαν... όμορφη λίμνη!
Τον έρωτα ερωτευόμαστε, όχι τον άλλον, επιμένει η Ντυράς.
Και η Μαρία Μήτσορα σε συνέντευξη
“ερωτευόμαστε μ' ό,τι δεν έχουμε, ό,τι δεν είμαστε”.
“Ιστορίες ερωτικής τρέλας” ή το χρονικό μιας διαχρονικής ψευδαίσθησης, σχεδόν υπαρξιακής, θα μπορούσε να ονομαστεί του Νίκου αυτό το βιβλίο.
Μετά την “Κρεμάλα”,
το “κρέμασμα” που οικειοθελώς επιχειρούμε στους εαυτούς.
Ο τίτλος σοφός, αλληγορικός και υπαινικτικός, από μια φίνα, γαλλική παροιμία.
“Με τον έρωτα περνάει ο καιρός
με τον καιρό περνάει ο έρωτας”.
Περιλαμβάνει, βεβαίως, τα πάντα:
τον έρωτα απλώς για να περάσουμε τον καιρό,
τον έρωτα του άλλου, που μας βοηθά ν' αντέξουμε το βάρος του χρόνου.
Γουρλίδικο βιβλίο. Ώσπου να τυπωθεί χάρισε και στον συγγραφέα το άλλο μισό του: με κεφαλαία τον Έρωτα.
Και μέχρι να παρουσιαστεί και έτερον έρωτα' ήτοι τις δυο γυναίκες της ζωής του.
Όμως, τέρμα με τα προσωπικά, έχει έρωτες κι έρωτες να σας αφηγηθεί αυτό το βιβλίο: μοιραίους, τυχαίους, καθοριστικούς, καιροσκοπικούς, λαγνικούς, υπολογιστικούς, χλιαρούς, παθιασμένους, ιψενικούς, φιλικούς, εχθρικούς, αντιφατικούς, γειτονικούς, εσπεράντο, καταναγκαστικούς, νοσταλγικούς, μυθιστορηματικούς, αποσπασματικούς, κατακερματισμένους. Καρπερούς, άκαρπους, με καλό και κακό τέλος, σαιξπηρικούς, αθεράπευτους, ηρωικούς, συγγραφικούς, αλλόκοτους, συνηθισμένους...
Για έναν Σάκη και μια Καίτη,
για έναν Πέτρο και μια μυστηριώδη φοιτήτρια στον Παρθενώνα,
για έναν Γιώργο και μια Μαργαρίτα,
για έναν Κώστα και μια Γιώτα,
για έναν Μπάμπη και μια Σβετλάνα,
για έναν Μάνο και έναν Θάνο για μια Νάντια και μια Κάτια,
για μιαν Αφροδίτη και έναν Αλέξη και έναν Σπύρο,
για μιαν Ελένη και έναν Δήμο,
για μια Μαρία, μια Μαργαρίτα και έναν Γιάννη,
για μια Σούζαν και έναν Θωμά,
για έναν Νίκο και μια Σοφία,
για μια Νίκη και έναν Τάκη.......
Ιστορίες μέσα στην ιστορία και εγκιβωτισμένοι έρωτες στην αφήγηση και την καλειδοσκοπική παρατήρηση του ενός.
Ατμοσφαιρικοί, σπαρταριστοί, με αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, προοπτική, ψυχαναλυτική ροπή κι χιούμορ.
Έρωτες αδιέξοδοι ή διεξοδικοί.
Σ' ένα βιβλίο που ανοιγοκλείνει σαν νομοτελειακό περιστατικό ζωής, σαν μαγική βεντάλια.
Με ερωτικά κεφάλαια που
ανοίγουν τσιτάτα σοφά:
“αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, αλλά επέλεξε τη γειτονιά σου”,
“Η ανάγκη κάνει σοφό ακόμα και τον βλάκα”,
“Στις μέρες μας οι γυναίκες θεωρούν υποχρέωση των αντρών κάτι που για αιώνες ήταν αγγαρεία γι' αυτές”,
“Μερικές φορές οι καλύτερες επενδύσεις είναι εκείνες που δεν έκανες”,
“Εγωιστής είναι αυτός που δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εγωισμό των άλλων”,
“Η μητέρα ξέρει καλύτερα αλλά κανείς δεν την ακούει ποτέ”,
“Όχι μόνο παίζει ζάρια ο Θεός, αλλά μερικές φορές τα ρίχνει σε μέρη που δεν μπορούμε να τα δούμε”,
ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ο έρωτας είναι βάσανο και αίνιγμα, γρίφος μας πρωταρχικός και αρχετυπικός, υπαρξιακός και διαχρονικός.
Και μελετώντας τον καλά έγραψε ένα “περί έρωτος” σπαρταριστό και απολαυστικό, σχεδόν δοκιμιακή σπουδή επ' αυτού, βιβλίο. Και κατέστη άξιος
να δει κατά πού τα ρίχνει
γι' αυτόν ο Θεός τα ζάρια.
Στο μυθιστόρημα του Νίκου “Με τον έρωτα περνάει ο καιρός/ με τον καιρό περνάει ο έρωτας”
δεν υπάρχει μορφή έρωτα
που να μην αναπτυχθεί, αναλυθεί, απλωθεί, εξελιχθεί,
αλλά τον όντως έρωτα,
τον λένε Δήμητρα
και θα τον βρείτε στη ζωή του!
Ευχαριστώ,
Νίκο μου καλέ,
πολλά όμορφα βιβλία σου εύχομαι και έναν Έρωτα, αυτόν που έχεις, αιώνιο και καθοριστικό.
Να είσαι καλά.
ΥΓ. Για το βιβλίο του Νίκου Παργινού το Σάββατο στη Στοά του Βιβλίου, μετά της Ρίτσας Μασούρα, η έτερη αδελφή Τατά (ήτοι alef).
Ριτσάκι, μας κλείσανε για... περιοδεία λέει?
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)