26/5/10

“Την Ένωση με τη ζωή σου την πληρώνεις / αλλιώς θα την κατάφερνε ο καθένας”...

“Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ” του Τζελαλαντίν Ρουμί. Απόδοση: Καδιώ Κολύμβα. Εκδ. “Αρμός”, σελ. 120, € 6.03
“'Ημουν τρελός κι αγριεμένος/ Μου είπε: “Σε θέλω ήρεμο”./ Ηρέμησα./ Μου είπε: “Σε θέλω τρελό κι αγριεμένο”.// Περιπλανιόμουνα εδώ κι εκεί/ Μου είπε: “Σε θέλω ακίνητο”./ Έμεινα ακίνητος./ Μου είπε: “Σε θέλω περιπλανώμενο”.
Με ζητούμενο πάντα τον Έρωτα, η ακριβή ποίηση του μυστικού Πέρση ποιητή Τζελαλαντίν Ρουμί που γεννήθηκε στο Μπάλκ του Χορασάν, τον Σεπτέμβριο του 1207 και έζησε στην χώρα των Ρουμ (το πέριξ της πόλεως του Ικονίου κράτος των Σελτζούκων το οποίο ευρίσκετο στα εδάφη του Ρουμ- Βυζαντίου), αποτελεί στους αιώνες το απαύγασμα της θεολογικής αναζήτησης.
Ιδρυτής του τάγματος των περιστρεφόμενων δερβίσηδων, ο Τζελαλαντίν (η δόξα της θρησκείας) όπως τον βάφτισε ο πατέρας του, Μπάχα Βαλάντ, ηγέτης των ορθοδόξων θεολόγων και άνθρωπος με μεγάλη παιδεία, συγκεντρώνει γύρω από το πρόσωπό του μια ολόκληρη μυθολογία.
Περιπλανήθηκε, δίδαξε, προφήτευσαν για κείνον ότι “αυτό το αγόρι θ' ανάψει στον κόσμο την φωτιά της θείας ανύψωσης”, πήγε στη Δαμασκό, και αναγνωρισμένος πια δάσκαλος θεολογίας διψούσε για τον “Αγαπημένο” όπως ονόμαζαν οι Σούφι, τον Θεό.
Ήταν 28 Νοεμβρίου του 1244 όταν ένας παράξενος άνθρωπος, δερβίσης ρακένδυτος, ο Σαμς “πρίγκιπας των Αγαπημένων” θα του υποδείξει ό,τι τόσα χρόνια δεν μπορούσε να δει. Μια στενή και γόνιμη φιλία δένει δια παντός τον φτωχό δερβίση με τον αριστοκράτη σοφό. Ο Σαμς γίνεται ο καθρέφτης που επάνω του ο Ρουμί βλέπει την εικόνα του Θεού. Κι όταν ο Σαμς θα εξαφανιστεί μυστηριωδώς, ο Ρουμί θα γυρίζει γύρω από τον εαυτό του, αλλά και γύρω από τον ήλιο της Ταυρίδας, όπως ακριβώς κινείται η γη, γύρω από τον άξονά της και γύρω από το ήλιο και θα συνθέτει ωδές που θα τον αναδείξουν σαν τον μέγιστο μυστικό ποιητή.
“Ο Αγαπημένος” που κυκλοφόρησε στη σειρά “Μούσες” που διευθύνει ο Στέλιος Ράμφος, το 1997 από τις εκδόσεις “Αρμός” είναι ένα μεγάλο αριστουργηματικό ερωτικό, θεολογικό ποίημα. Ο ανεκπλήρωτος ανθρώπινος πόθος γίνεται αίνος και θείος Έρως που ανυψώνει τον ποιητή ικέτη προς τον Αγαπημένο Δημιουργό.
Ξεκινώντας από την ανθρώπινη φλόγα,
“Λέω: Μάτια μου. Λες: Αυτόν ψάξε να βρείς
Λέω: Σπλάχνα μου. Λες: Ξεκοίλιασέ τα
Λέω: Καρδιά μου. Ρωτάς: Τι έχει μέσα;
Λέω: Καίγομαι για σένα. Λες: Αυτό σου πρέπει”,
καταλήγει στην Ένωση:
“Θέλεις την Ένωση;
Η Ένωση δεν είναι κάτι που βρίσκεται στη γη,
ούτε στην αγορά πουλιέται.
Την Ένωση με τη ζωή σου την πληρώνεις
αλλιώς θα την κατάφερνε ο καθένας”.
Παρ' όλη δε την παραφορά, και τον χρόνο που μεσολάβησε ως τις μέρες μας, “Ο Αγαπημένος” εξακολουθεί να σαγηνεύει και να υποδεικνύει τον δρόμο:
“Χτύπα/ κι Αυτός θα σου ανοίξει την πόρτα./ Κρύψου/ κι Αυτός θα σε κάνει να λάμψεις σαν τον ήλιο./ Σκύψε/ κι Αυτός θα σε ανυψώσει στους ουρανούς./ Γίνε ένα τίποτα/ κι Αυτός θα σε μεταμορφώσει στα πάντα”.
Σας θυμίζει κάτι;
Κι αν όχι, το επόμενο σίγουρα:
“Είπα: “Πες μου τι να κάνω”
Είπε: “Νεκρώσου”
Είπα: “Η ψυχή μου είναι πιο καθαρή
κι απ' τον χείμαρρο του βουνού”.
Είπε: “Νεκρώσου”
Είπα: “Να φέγγω σαν το κερί
κι είμαι ελεύθερη σαν πεταλούδα
Και συ... ω, το πρόσωπό σου φωτίζει όλο τον κόσμο”
Είπε: “Νεκρώσου”.


Yg: 29 Μαΐου 2010 - Παρουσίαση της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Ελένης Γκίκα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Το Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου
έχει την τιμή και τη χαρά να σας προσκαλέσει στην παρουσίαση
της τελευταίας ποιητικής συλλογής της Ελένης Γκίκα
«Το γράμμα που λείπει»
που θα γίνει το Σάββατο, 29 Μαΐου 2010 και ώρα 7.30μ.μ.,
στις εγκαταστάσεις του Κέντρου (Αντ. Λάσκου 10Α).
Για την κ. Γκίκα και το έργο της θα μιλήσουν οι:
Τίτσα Πιπίνου, συγγραφέας
Σπύρος Συρόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Είσοδος ελεύθερη για το κοινό

Yg2: Λέω να λείψω λίγο, για να ξεχάσω, να θυμηθώ, να στρώσω όσο γίνεται πάλι.
 

20/5/10

Τα ταξίδια είναι πρόσχημα, για τους μοναχικούς

“Βλέπεις όλοι έχουμε τα σημάδια μας. Είναι οι ιστορίες των προσωπικών μας πολέμων. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Δίχως πόνο. Η ζωή πονάει. Ο θάνατος, όχι”.

“Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΘΡΕΦΤΑΚΙ” της Μοσχούλας Κοντοσταύλου. Εκδ. “Αρμός”, σελ. 248, € 15

“Πόσα πράγματα που μας έχουν ενοχλήσει έρχεται η στιγμή που θέλουμε να τα προσκυνήσουμε!” Αυτό λέει, έτσι σαν ανάσα, αεράκι, απαλά- απαλά, κι αυτό κάνει. Σκύβει και προσκυνά τους νεομάρτυρες. Φωτίζοντας τις σκοτεινιές, τη μοναξιά, το πάθος και το λάθος, το μάθος και την χαρμολύπη μιας ζωής που είναι αυτό ακριβώς: φως και φωτιά, βάσανο και βάλσαμο, φαρμάκι και θεραπευτικό βοτάνι.
“Γιατί είσαι απαρηγόρητη, Θεοκτίστη;”
“Γιατί γεννήθηκα και γιατί θα πεθάνω”.
“Και το ενδιάμεσο που ζεις;”
“Ζωή τη λες;”
“Όμως υπάρχει κάτι παντοτινό, ε; Δεν υπάρχει;”
“Για την αγάπη λες; Τόσο παντοτινή, όσο και οι στιγμές που τη νιώθεις”.
“Την αγάπη δεν τη νιώθεις. Την έχεις”.
Η Μοσχούλα Κοντοσταύλου, στα διηγήματά της “Η γυναίκα με το καθρεφτάκι” (εκδόσεις “Αρμός”, με το εντυπωσιακά ενταγμένο στο θέμα εξώφυλλο, έργο του ζωγράφου Άλκη Γκίνη.
“Τα ταξίδια είναι πρόσχημα, για τους μοναχικούς”, είπε.
“Τριάντα πέντε χρόνια ψάχνω εμένα την ίδια” του απάντησα “αναζητώντας τις αναμνήσεις μου, στάλα στάλα”.
Την γνωρίσαμε με “Τα γιασεμιά του Αυγούστου”, διηγήματα επίσης, από τις εκδόσεις “Φιλιππότη”. Φωνή βαθιά και ουσιαστική, αλλιώτικη.
“Πιες” μου λέει “εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον. Σ' το υποσχέθηκα”.
Πίνω. Γλυκιά, ζεστή, μυρωμένη αίσθηση, σαν αγάπη. Το χέρι μου προσπαθεί ν' ανηφορίσει στο πρόσωπό του. Δεν τα καταφέρνω. Αφήνομαι στο στήθος του. Κι άλλη αχλύ σκεπάζει τα μάτια μου. Τα κλείνω. Το σώμα και η χλαίνη του μυρίζουνε σαν χλοισμένος κάμπος.
Η Ειρήνη απ' την αυλή του Πειραιά, η Αρμελίνα, η Αννέτα με το καθρεφτάκι, η Γρανέτα, ο Πιέρρος, η Τζανετίνα με το Μπατιστάκι της, ο Φραντζέσκος, ο Βιτόριο, όλοι και όλα ανάμεσα στις πρασινάδες.
Απλώνω τα χέρια να τους αγκαλιάσω”.
Πέντε νουβέλες που θα μπορούσαν να γίνουν – είναι- μυθιστορήματα ζωής, σπαράγματα ιστορίας, κοινωνιολογίας, ψυχολογίας, τα κομματάκια είναι όλων των γυναικών, που μέσα από έναν αυθεντικό κόσμο που χάνεται, πάει, πέφτει σε κώμα, τολμούν και κοιτούν στο καθρεφτάκι τους, άλλοτε το φεγγάρι στο πηγάδι, κι άλλοτε το πεπρωμένο που υπάκουα ακολούθησαν, ή τ' άλλο που διεκδίκησαν επαναστατώντας.
Πληρώνοντας το τίμημα στο ακέραιο, κάθε φορά.
Στην πρώτη ιστορία, “Η γυναίκα με το καθρεφτάκι” που δίνει και τίτλο στη συλλογή, δυο γυναίκες σε παράλληλους βίους. Να συναντούνται καθημερινά, να αλληλοστηρίζονται, κι από απόλυτο σεβασμό στην ζωή και στα μυστικά, και η μία στην άλλη, να σωπαίνουν. Στο μεταξύ, ερωτεύονται, απογοητεύονται, στοιχειώνουν μέσα στην αναμονή, στο ρόλο, στο νησί τους και στη μοναξιά. Τολμούν κι η μία επαναστατεί, η άλλη κάνει το άλμα και πέφτει στον καθρέφτη σαν την Αλίκη των θαυμάτων για να λυθούν τα αινίγματα. Ηλιοτρόπια, όπως κι οι άλλες...
Στα “Ηλιοτρόπια”, που ακολουθούν, η αυλή των θαυμάτων: Η προπολεμική Ελλάδα και η Ελλάδα του μεσοπολέμου. Η Ελλάδα της αντιπαροχής και της εσωτερικής μετανάστευσης. Σπαράγματα ζωής που είναι, εν τέλει, το Όλον. Μια αυλή που είναι η πινακοθήκη μιας Ελλάδας που ματώνει αλλά ζει, που γονατίζει αλλά ελπίζει. Η Αρμελίνα κι η Λαμπρινή, η Εργινούλα, η Αμαλία και η Αρετή, η Καλυψώ, αλλά κι ο Σταύρος, ο Μιχάλης... Άλλες με σκυμμένο κεφάλι, πιστές, υπάκουες και ταπεινές. Επαναστατημένες και ξεστρατημένες άλλες, όλες πιστές το ρόλο τους σε μια παράλογη παράσταση που η συγγραφέας σκύβει με αγάπη και δέος, αφουγκραζόμενη κάθε μυστική φωνή.
Στο “Ταξίδι στο Κάπρι” η Γρανέτα κι ο Λούκας αξιώνονται τον επί της γης παράδεισο. Καταλύοντας σύνορα, χώρο και χρόνο. Διορθώνοντας σαν καλλιτέχνες το όποιο λάθος ζωής. Αλλά και πάλι ανθρώπινο λάθος, από ανθρώπινο χέρι.
Στη “Φαρμακολύτρια” ξανά συναντούνται οι άτολμοι εραστές. Έστω, όταν “πού πια καιρός”, αλλά ωστόσο φτάνουν. Στην αλήθεια του ο καθένας και στα μύχια βάθη της δικής του ψυχής. Μια γυναίκα συναντά τον πρώτο της έρωτας σχεδόν στο πουθενά, μετά από χρόνια.
Στην “Θεοκτίστη”, η συγγραφέας κάνει κύκλο και επιχειρώντας την υπέρβαση με σουρεαλιστική αυτή τη φορά αφήγηση σαν ζωή, μήπως αυτό δεν είναι η ζωή; Όνειρο μέσα σε όνειρο; Ενώνει τα ασύνδετα, κι απλώνει το χέρι σε ζώντες και σε νεκρούς. Σε ήρωες διότι υπάρχει και η έκτη ήπειρος των ηρώων και των ιστοριών, και πηγαίνοντας εκεί, όλους τους βρίσκει και τα δικά της χαμένα κομμάτια, αναζητώντας τον τελικά ξανακερδισμένο χρόνο. Διότι όλα είναι κύκλος. Κι όλα αρχίζουν ξανά και ξανά και ξανά...
“Όσο σκαρφάλωνα γύριζα το κεφάλι κι αντίκριζα την καταστροφή. Νούλα κι ανώφελα όσα μάταια και χρήσιμα πασχίζανε οι άνθρωποι στη ζωή τους...
Το νησί, βράχος στρογγυλός στη θάλασσα, μ' έμαθε από νωρίς, πως η ζωή δεν είναι ευθεία στεριά να τη διασχίσεις και να φτάσεις κάπου στα σίγουρα, αλλά όσο κι αν βαδίζεις, όπου κι αν πας, πάντα θα καταλήγεις στην αρχή, για να την ψάξεις. Κι άκρη δεν υπάρχει. Ανέβαινα λοιπόν να κρυφτώ στα σπλάχνα της γης. Για μια καινούργια αρχή ή τέλος, ποιος ξέρει”.
Στο ενδιάμεσο, αλήθειες που αιμορραγούν:
“Δεν ήθελα να γίνω μάνα. Αβάσταχτο. Το μόνο που ήθελα ήταν να μ' αφήσουν αθέατη κι αθόρυβη ν' ανοίγω ορύγματα εντός μου”.
Και ανομολόγητοι φόβοι:
“Μη φοβηθείς” μου λένε. “Βλέπεις όλοι έχουμε τα σημάδια μας. Είναι οι ιστορίες των προσωπικών μας πολέμων. Όλα θα τελειώσουν σε λίγο. Δίχως πόνο. Η ζωή πονάει. Ο θάνατος, όχι”.
Όλα τα λέει. Σε ένα κείμενο σαν ακριβό υφαντό, τόσο πυκνό, που αντέχει σαν μπάμπουσκα σε πάμπολλες αναγνώσεις. Με έναν αφηγηματικό τρόπο σαν ύμνο βυζαντινό, μουσικό, με λέξεις σαν τα λουλούδια του κάμπου, αχειροποίητα εντελώς κι ας παίζει η ίδια με τόση δεξιοτεχνία: “Μυρτίς, μύρτον, μύρτα...”
Τόσο σνομπ και τόσο αθώα...
“Λες και φοβόμουν πως θα περιορίσω το απέραντο αν μάθω πως το λένε. Πού να 'ναι τώρα όλοι τους; Πόσοι ζουν και σε ποιες γωνιές του κόσμου; Μερικές φορές ξυπνάω με την αίσθηση της παρουσίας τους. Τους ψάχνω τότε ανάμεσα στις αρχαίες κολόνες. Δεν είναι οι ίδιοι. Είναι τα ίχνη τους από τις κυριακάτικες Λειτουργίες. Τα βήματά τους ανεξίτηλα στα μάρμαρα, τα χείλη τους στα εικονίσματα, τα πρόσωπά τους τα βρίσκω στις αρχετυπικές μορφές των αγίων”.
Διότι το αποτέλεσμα, αυτό είναι: Γυναίκες αλλά και άνθρωποι γενικά στην αρχετυπική τους μορφή. Με μια γλώσσα σχεδόν σωματική, αυθεντική, απροσποίητη, αχειροποίητη, σαν αεράκι θαλασσινό, σαν την ανάσα ενός παιδιού. Ιστορίες σαν θεία μετάληψη έτσι που να λες, δόξα τω Θεώ, ακόμα τίποτε δεν έχει χαθεί. Και ναι “οίνος γλυκός και η ζωή μου στην αγκάλη των ανθρώπων” ακριβώς όπως το λέει! Με τα φτεράκια του αγγέλου ν' ακούγονται διαρκώς. Για να πηγαινοφέρνει ζωή και τ' ανθρώπινα, από το φως στο σκοτάδι. Πάλι και πάλι και πάλι...

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Γεννήθηκε στην Πάρο και μεγάλωσε στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος και συμβολαιογράφος στον Πόρο και στον Πειραιά.
Έγραψε διηγήματα με τίτλο “Τα γιασεμιά του Αυγούστου”, που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις “Φιλιππότη” και μελέτη για τον ποιητή Αρχίλοχο, με τίτλο “Μουσική και Ποίηση” που εκδόθηκε από το Δήμο Πάρου.

17/5/10

Η γυναίκα με το καθρεφτάκι

Οι Εκδόσεις Αρμός
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου
της Μοσχούλας Κοντοσταύλου


Η γυναίκα με το καθρεφτάκι


την Δευτέρα, 17 Μαΐου 2010, στις 19.30
στο βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Αρμός
(Μαυροκορδάτου 11, Αθήνα)

Για το βιβλίο θα μιλήσει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Ελένη Γκίκα.

Αποσπάσματα θα διαβάσουν
Γιώργος Μπάρτης, ηθοποιός
Ελένη Σταυράκη, φοιτήτρια Δραματικής Σχολής

13/5/10

Κρυφό, μύχιο συναίσθημα, ερμητικά απροσπέλαστο.

“Το γράμμα που λείπει, κατά την προσωπική μου αντίληψη, δεν είναι παρά η διαρκής αναζήτηση του προσώπου ή των προσώπων που γεννά η ίδια η ποιητική γλώσσα. Μια γλώσσα που δεν ερμηνεύεται. Βιώνεται μόνο, ανυπεράσπιστη, σκοτεινή, μυστική και απολύτως σιωπηλή. Για τον λόγο αυτό το γράμμα που λείπει δεν θα το βρούμε ποτέ όσο κι αν είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε καλά αυτή τη γλώσσα”.

“Το γράμμα που λείπει” της Ελένης Γκίκα (Εκδ. “Αγκυρα)
5-5-2010, Ηράκλειο Κρήτης

Από τον Ζαχαρια Κατσακό

Kυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω το διεθνές βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης καθώς και όλους τους συντελεστές που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συνέβαλαν ώστε να πραγματοποιηθεί αυτή η εκδήλωση. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την ποιήτρια κα Ελένη Γκίκα για τη μεγάλη τιμή και την εμπιστοσύνη της. Οφείλω επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ιδιοκτήτες του υπέροχου αυτού χώρου που μας φιλοξενεί. Αλλά πάνω από όλα να ευχαριστήσω εσάς που αγαπάτε και στηρίζετε τον πολιτισμό και το βιβλίο.
Στις αναμνήσεις ενός χώρου, ίσως της πιο κρυφής αλλά ιδιαίτατα αιχμηρής φωνής μας, στις ευωδιές της νύχτας που μπαίνουν απ’ έξω εδώ μέσα, στους ανθρώπους που αναζητούν μιαν άλλη ‘δι-έξοδο’, θα έλεγα ένα άλλο ‘ποιητικό πέρασμα’, φαίνεται πως ακουμπά αυτό το βιβλίο. Κι είμαι σίγουρος πως σε λίγο, αν σηκώσουμε το κεφάλι μας θα δούμε ψηλά στο σκοτεινό ουρανό τ’ αστέρια ν’ ακουμπούν επάνω μας και να γίνονται «αντίδωρα μικρά για της διαδρομής το τέρμα» όπως η ποιήτρια εξομολογείται.
Δεν θα μπορούσα να περιγράψω διαφορετικά την αισθήσεις που ένιωσα μελετώντας το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Το γράμμα που λείπει» από τις εκδόσεις Άγκυρα.
Αναρωτιέται όμως κανείς πως μπορεί να μιλήσει για μια γυναίκα με πολύ ιδιαίτερη γραφή, με εντονότατη παρουσία στα ελληνικά γράμματα, μια γυναίκα που έχει στο ενεργητικό της δεκάδες βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές βιβλίων, ποίηση και τόσα άλλα. Η Ελένη Γκίκα είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα, η γραφή της είναι ενίοτε αποκαλυπτική, άλλες φορές σπαρακτική, με έντονη γλωσσική ροή, πάθος και ειλικρίνεια. Θα προσπαθήσω λοιπόν να προσεγγίσω την ποιητική της φωνή αποφεύγοντας κατά το δυνατόν τις προσωπικές αναγνώσεις.
Το βιβλίο «Το γράμμα που λείπει» φαίνεται να καλύπτει ένα προσωπικό οδοιπορικό δύο χρόνων. Τα ποιήματά της άλλες φορές είναι σκοτεινά, δίνουν όμως διέξοδο στη σιωπή και στην πραγματικότητα, η ποιήτρια ανοίγει δρόμους και αποκαλύπτει τα κλειδιά της. Σε άλλα ποιήματα το ποιητικό υποκείμενο παρατηρεί τον κόσμο και την προσωπική του διαδρομή. Άλλες φορές τα ποιήματα έχουν ένα σκληρό κέλυφος από έντονη αγωνία ενώ άλλα συντηρούν με επιμονή και τεχνική αρτιότητα τις υπόγειες εκείνες διαχύσεις για να μας βγάλουν στις εκβολές μιας πολύ ιδιαίτερης ποιητικής συγκίνησης. Τέλος, μερικά ποιήματα με φωτεινές και ονειρικές πυκνώσεις μας οδηγούν στο τέρμα της περιπέτειας και της αναζήτησης. Το ποιητικό σώμα οικοδομεί λοιπόν το περίγραμμα μιας ποιητικής συλλογής που έχει κεντρικό θεματικό άξονα και σαφή προσανατολισμό. Έχει κανείς την αίσθηση ότι η γλώσσα γίνεται ένα κρυφό ή μυστικό σύμβολο και αποτυπώνεται σαν εκδοχή ή εκδοχές ενός ποιητικού χρονικού. Κατατείνει σ’ αυτό και η σχεδόν ημερολογιακή υπογραφή στο τέλος κάθε ποιήματος.
Ως προς τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του βιβλίου θα έλεγα ότι οι στίχοι των ποιημάτων της είναι πολύ κοντά σε έναν «ιδιότυπο πεζολογικό λυρισμό». Το υπόστρωμά τους έχει έναν ενδογενή ερωτισμό που αναφύεται μέσα από μια γλώσσα καθαρή και άμεση, σχεδόν επικοινωνιακή. Όταν αναφέρομαι στο λυρισμό δεν εννοώ φυσικά ούτε αυτόν της προκλασικής ποίησης ούτε βέβαια σ’ εκείνον που ανοίγει το αίσθημα χωρίς όρια. Υπαινίσσομαι δηλαδή έναν γήινο, πεζολογικό λυρισμό που ντύνει το αίσθημα με μια δραματικότητα εσωτερική, σχεδόν εξομολογητική. H συγκινησιακή εκφορά της ποιητικής γλώσσας έχει έντονες ποιητικές κορυφώσεις όταν γίνεται πιο προσωπική, ενώ είναι πιο δραματική όταν μιλά το ίδιο το αίσθημα και όχι ο μύθος. Στο ποίημα «Ρωγμές σε σώμα που χάθηκε», που είναι ένα από τα πιο βιωματικά ποιήματα της συλλογής και ένα από τα κορυφαία σημεία του βιβλίου, διακρίνονται η προσωπική και δραματική χρήση της συγκίνησης. Ακούστε το: σελ. 59
Στο επίσης κορυφαίο ποίημα της συλλογής «Να σε ξανακερδίσω θέλω γι’ αυτό γράφω», κορυφαίο επίσης για την αφηγηματική του στόφα, ο στίχος ξετυλίγεται σαν μονόλογος, συναιρείται το αίσθημα με το προσωπικό βίωμα και δημιουργεί ένα έντονο σε δραματική πυκνότητα ποιητικό γεγονός. Τέλος, στο «Μια σοκολάτα στο σκοτάδι», ένα από τα πιο ετερόκλητα και πολυσυλλεκτικά σε αίσθημα ποιήματα του βιβλίου, αναδύεται ένας σκοτεινός ειρωνικός τόνος και μια οξεία κριτική διάθεση. Ακούστε το: σελ.51
Το βιβλίο προτείνει μια ρωμαλέα και διαυγή δημοτική γλώσσα με ώριμη ποιητική συγκίνηση και αρχιτεκτονική αίσθηση του στίχου. Ο ρυθμός και η έκτασή του λειτουργούν με μέτρο, χωρίς παρατονισμούς και εκζητήσεις. Λόγος με μελαγχολικές και σιωπηλές κορυφώσεις, συναισθηματικές έλξεις και απώσεις, μικρές ενότητες με ειρωνικές και αυτοσαρκαστικές νύξεις, συναίρεση διαγλωσσικών ψηφίδων που οδηγούν σε ένα ήπια πολυροϊκό, αυτόνομο corpus.
Το ποιητικό υποκείμενο εστιάζει στο κρυφό, στο μύχιο συναίσθημα που είναι ερμητικά απροσπέλαστο. Όταν όμως αυτό σπάσει, όταν ο ποιητικός κώδικας δηλαδή συναντήσει τη δική σου ματιά, μπαίνεις μέσα στο έργο σαν κωπηλάτης. Ειρεσία ψυχής. Κωπηλατείς μπροστά ή πίσω, ανοίγεις και κλείνεις πόρτες, βυθίζεσαι και νοσταλγείς. Ένα συναίσθημα που είναι το κλειδί για να διαπιστώσεις τις, γύρω από σένα, φωτεινές και σκοτεινές εξαιρέσεις. Τις πιο απίθανες μορφές της γλώσσας και της προσωπικής κατάθεσης.
Θα έλεγα ότι σε ένα άλλο επίπεδο η ποιητική συλλογή δεν είναι παρά μια κραυγή. Ή ίσως ένας δραματικός μονόλογος. Έντονη η βιωματικότητα των στίχων. Το φεγγάρι, η θάλασσα, το σκοτάδι, το φως, ο ουρανός, η ενοχή, η απώλεια είναι μερικοί από τους βασικούς πυρηνικούς άξονες γύρω από τους οποίους χτίζεται το ιστορικό παρόν. Ο κωπηλάτης συλλαμβάνει ρεαλιστικές απεικονίσεις και όψεις μιας καθημερινής ζωής καθόλου οξειδωμένης από υπόγεια ρεύματα ή αυταπάτες. Οι μνήμες, αν και προσωπικές, βιώνονται σαν σιωπηλές στιγμές αναπόλησης, περνούν μέσα από το φίλτρο της προσωπικής ιστορίας και τελικώς απελευθερώνονται.
Το γράμμα που λείπει, κατά την προσωπική μου αντίληψη, δεν είναι παρά η διαρκής αναζήτηση του προσώπου ή των προσώπων που γεννά η ίδια η ποιητική γλώσσα. Μια γλώσσα που δεν ερμηνεύεται. Βιώνεται μόνο, ανυπεράσπιστη, σκοτεινή, μυστική και απολύτως σιωπηλή. Για τον λόγο αυτό το γράμμα που λείπει δεν θα το βρούμε ποτέ όσο κι αν είμαστε σίγουροι ότι ξέρουμε καλά αυτή τη γλώσσα. Στο ποίημα «η εμπιστοσύνη των λέξεων» σ. 25 ανατρέπεται, ενδεχομένως, αυτή τη λογική.
Έχω έντονη την αίσθηση, μελετώντας προσεκτικά τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, ότι αν όχι σε όλα τα ποιήματα της συλλογής, στα περισσότερα όμως, η αίσθηση της απώλειας και της νοσταλγίας παίρνουν μορφή. Συμβολοποιούνται και καθαίρονται. Αυτή η ποιητική μορφή που παίρνουν οι έννοιες απώλεια και νοσταλγία δεν είναι τίποτε άλλο από το ίδιο το ανθρώπινο σώμα μέσα στο οποίο η ψυχή καίγεται και ανεβαίνει στους ουρανούς καθαρμένη. Ένα σπήλαιο σώμα που ελέγχει «από μέσα» τον κόσμο, τον καθαίρει, τον αναδημιουργεί. Η απόλυτη γαλήνη και η χρονική ακινησία με φέρνει σε δρόμους απάτητους, παρθένους. Βλέπω το corpus του βιβλίου σαν δύναμη που ενεργοποιεί τις ξεχασμένες μας αλήθειες. Η ποίηση της Ελένης Γκίκα δεν είναι οι ψευδαισθήσεις μας, ούτε βέβαια οι εμμονές μας. Είναι η πιο μυστική μας μνήμη, που έρχεται κωπηλατώντας και ιχνηλατώντας. Σας ευχαριστώ πολύ.

Ζαχαρίας Κατσακός

ΥΓ. Γιορτάζει η Νεφέλη “της Αναλήψεως” σήμερα, όμως, κι αυτό είναι ένα τρισευτυχισμένο συναίσθημα, καθ' όλα ορθάνοιχτο και προσπελάσιμο.

11/5/10

“Πάντα ήθελα να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα από τον τόπο όπου γεννήθηκα”

Ο ταξιδιώτης που απόμεινε στην Ταγγέρη

Του Μάκη (Αρμένη) που είχε γενέθλια Δευτέρα στις 10 Μάη (ε ναι, με τρως έντεκα μέρες, το θυμάμαι καλά) και το ξέχασα αλλά μόλις συνειδητοποίησα το τί με... περιμένει, αμέσως μας θυμήθηκα, 32 χρόνια μετά, αμέ! (πού είσαι εσύ καλέ?)

“ΤΣΑΙ ΣΤΗ ΣΑΧΑΡΑ” του Πωλ Μπόουλς. Μετάφραση: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Εκδ. “Απόπειρα”, σελ. 335, € 14.70

“Δεν είχε κανένα μυστικό, κανένα μπλέξιμο, κανένα σχέδιο για το μέλλον, καμιά υποχρέωση. Απλώς ζούσε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί σοβαρά την προειδοποίηση, γιατί δεν την καταλάβαινε. Και όμως δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτή ήταν εκεί στο δωμάτιό του, και έγινε περισσότερο αισθητή όταν ξάπλωσε”...
Θα μπορούσε να να θεωρηθεί “πλάνο ζωής” για τον αμερικανό συγγραφέα αυτό το μικρό απόσπασμα από τις “Χίλιες μέρες για τον Μοχτάρ” που περιλαμβάνεται στον “Σκορπιό και άλλα διηγήματα” (εκδ. Απόπειρα).
Εξάλλου αυτό ακριβώς έκανε μια ζωή, επιδιώκοντας θέα στο αθέατο. Να βρεθεί στην άκρη του κόσμου: “Η άκρη του κόσμου. Πώς νιώθεις, αλήθεια, όταν έχεις συνηθίσει να βρίσκεσαι στο κέντρο, να είσαι τώρα εδώ στην άκρη; Πρέπει να είναι άλλο αίσθημα”, υπέθετε στο “Απόγευμα με τον Ανταίο” και ο Πωλ Μπόουλς, μουσικός ήδη γνωστός, φόρτωσε τα μπαγκάζια του και μαζί με την σύντροφό του Τζέην, μετά από ταξίδια πολλά (Μεξικό, Νότια Αμερική, Κευλάνη, Ταιλάνδη, Βόρεια Αφρική), εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Ταγγέρη. Όπου και πέθαναν. Εκείνη, νωρίτερα, εκείνος το 1999.
“Το Τσάι στη Σαχάρα” απ' όπου και τους γνωρίσαμε, θα μπορούσε να θεωρηθεί και εν μέρει αυτοβιογραφικό. Εκείνοι ήταν οι δυο που ξεκίνησαν με την νοοτροπία του ταξιδιώτη και όχι του τουρίστα, για το ταξίδι στην άλλη πλευρά του κόσμου, για μια διαφορετική θέαση της ζωής.
“Πάντα ήθελα να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα από τον τόπο όπου γεννήθηκα” είπε ο Μπόουλς κάποτε σε συνέντευξη και τελικά πήγε. Κι έγινε “Ο ταξιδιώτης που απόμεινε στην Ταγγέρη” για όλη την υπόλοιπη ζωή.
Στο “Τσάι στη Σαχάρα” που κυκλοφόρησε το 1949, ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα και τον έκανε αμέσως γνωστό, ο Πορτ και η Κιτ Μόρσμπυ μαζί με τον φίλο τους Τάννερ, εγκαταλείπουν την Νέα Υόρκη, την γενέθλια πόλη τους, κι αναζητούν το περιπετειώδες πεπρωμένο τους στην Βόρειο Αφρική. Αποβιβάζονται στο Οράν, διασχίζουν την έρημο, απομακρύνονται απ' ό,τι γνωστό και προσπαθούν να κατανοήσουν έναν ολότελα διαφορετικό και για τούτο, ακατανόητο κόσμο. Αναζητώντας τον εαυτό τους μέσα στην μοναξιά και την σιωπή. Παράξενο κι αλλόκοτο μυθιστόρημα, εσωστρεφές παρά το εξωτικό φόντο θα αποτελέσει το σύμβολο του παραλογισμού του έρωτα, την ερήμωση της ψυχής, την βία, την τρέλα και το ασυνείδητο που αποκαλύπτεται όταν παύει να είναι το κέντρο του κόσμου ο μικροσκοπικός μας εγωιστής εαυτός. “Στην πραγματικότητα είναι μια περιπετειώδης ιστορία, στην οποία η περιπέτεια συμβαίνει σε δυο επίπεδα ταυτοχρόνως: στην πραγματική έρημο και στην εσωτερική έρημο της ψυχής. Οι ερωτικές περιπέτειες είναι σαν τις οάσεις, η σκιά είναι ανεπαρκής, η λάμψη του ήλιου γίνεται ολοένα και πιο εκτυφλωτική καθώς το ταξίδι συνεχίζεται. Και το ταξίδι πρέπει να συνεχιστεί- δεν υπάρχει όαση στην οποία να μπορεί κανείς να παραμείνει”, υποστήριζε για το βιβλίο ο συγγραφέας του. Κάνοντας τη ζωή του ό,τι και το “Τσάι στη Σαχάρα” που υπέγραψε: Έργο Τέχνης και Ταξίδι Αέναο στο διαφορετικό. Οι Μπόουλς (και η Τζέην γράφει εξαιρετικά) κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Απόπειρα” και ειδικά το “Τσάι στη Σαχάρα” από το 1991 που πρωτοκυκλοφόρησε, κάνει επανεκδόσεις συνεχώς.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής, αφού προηγουμένως χάθηκα και μαγεύτηκα και φοβήθηκα και ξαναβρήκα ό,τι έλαμπε μέσα μου κι ας το αγνοούσα σε εκείνα τα λασπόσπιτα στο χωριό που γυρίστηκε η ταινία. Μαρόκο και Μεγάλος Άτλας, εκεί να έμενα κι ας πάθαινα ό,τι πάθανε, ας μην επέστρεφα ποτέ αλλά... διάβαζε τώρα Τζαίην Μπόουλς και “Δυο σοβαρές κυρίες”, αμέ!

10/5/10

Το αυτονόητο της ζωής (και της γραφής)

“ΝΥΧΤΕΣ ΜΕ ΟΥΡΑ” του Αντώνη Σουρούνη. Εκδ. “Καστανιώτη”.
Επειδή «όταν ήταν μικρός, όλα τα πράγματα και τα πλάσματα πάνω στη γη είχαν την ουρά τους», «παράδες με ουρά», «λίρες με ουρά» και διότι ή «την κουνάει η άλλη την ουρά της» ή ακόμα κι αν «φάγαμε τον γάιδαρο και μας έμεινε η ουρά», πάντοτε «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά», ο Αντώνης Σουρούνης συνεχίζοντας πάντα ζωή και γράψιμο απ' εκεί που το είχε αφήσει, «νύχτες με ουρά» παρέδωσε τα καινούργια, εντούτοις παλιά και διαχρονικά σπαράγματα που εμπεριέχουν το όλον προσποιούμενα -για άλλη μια φορά- το ελάχιστο.
Αυτοβιογραφικά κείμενα όσον αφορά το παρελθόν ή την καθημερινότητα, τη σκέψη, το όνειρο, ή τη φαντασία, παραπέμποντας στις «Κυριακάτικες ιστορίες» ή στα «Υπ' όψιν της Λίτσας», αποτελούν για άλλη μια φορά ένα ιδιότυπο κατακερματισμένο μυθιστόρημα ζωής.
Με γέλιο και δάκρυ, γνήσιο πόνο και αυτοσαρκασμό, χιούμορ και φιλοσοφική πάντα διάθεση, ευαισθησία και βαθιά ανθρωπιά, συγγραφική αλήθεια πάνω απ' όλα που σπανίζει στις μέρες μας, ο συγγραφέας με το ολοδικό του μοναδικό ύφος για ό,τι βλέπει και αισθάνεται, για όλους και για όλα μιλά.
Ταξιδεύοντας με το λεωφορείο Αλεξάνδρας-Ραφήνα ή με το πλοίο στην Aνδρο, επιστρέφοντας πάντα στη γενέθλια Οδό Μουσών, ανεβοκατεβαίνει της ζωής την ανηφόρα-κατηφόρα, χαρίζοντας μας το δικό του στωικό, ιδιοφυές, επικούρειο τρόπο ζωής. Ηδονή και ευγνωμοσύνη για το ελάχιστο που αποτελεί το μέγιστον, σε μια διαρκή γιορτή για τη ζωή και για τον θάνατο, φωτίζει την Αθήνα, τα ταξίδια του, τη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, τα έγκατά του και το πλησίον του, αποκαλύπτοντας το βαθύτερο και ανθρώπινο πρόσωπο της φαινομενικά αποξενωμένης και άσπλαχνης εποχής.
Όλα τον κόφτουν. Από τη συγγραφή ως την μαγειρική κι από τον Μπραμς μέχρι και την παρέλαση. Και όλους τους θυμάται. Από τον στρατιώτη Παπούλια, ως τη Μαρίνα στο Πάρκο, αγγίζοντας τα πάντα, από τη Σμύρνη που καίγεται και το λεωφορείον ο Πόθος ως τη Χιονάτη και τον. . . αστερισμό των Διδύμων, μιλά για τη δική του ζωή, τη δική μας ζωή, ξεδιπλώνοντας την άλλη κρυφή όψη της, την ανθρώπινη και την επί της ουσίας θεολογικά ουμανιστική, γελαστή, τρυφερή.
Επιτρέποντας στον εαυτό του να γίνεται όλο και πιο ανοιχτός και τρυφερός συν τω χρόνω, πιο απλός και συνάμα πολύπλοκος, ρεαλιστικός αλλά με ένα βιωμένο σουρεαλισμό ζωής που είναι η ζωή του γιατί ο Αντώνης Σουρούνης όπως γράφει έτσι και ζει.
Για όσα ζει, γράφει. Δίχως να προσποιείται ή να παριστάνει τίποτα, χωρίς να φοβάται τίποτα, επειδή ξέρει να ζει και να παρατηρεί. Να αναδεικνύει εκείνο που οι πάντες ξέχασαν: το αυτονόητο που μόνο δεδομένο δεν είναι όπως αυτή καθ' εαυτή η αξία της ελευθερίας, της αγάπης και της ζωής.
Φράσεις που μοιάζουν με αεράκι και με ανάσα ανθρώπινη, λογοτεχνία που εξακολουθεί μέσα σε όλο αυτό το εικονικό και το δήθεν, να είναι ιαματική.
Ιστορίες που θεραπεύουν σε ολόφωτες νύχτες, μετεωρίτες μιας όντως ζωής.
Ύφος στακάτο, προτάσεις καλοκαρφωμένες, μικρές, καθαρότητα αφήγησης και στυλ. Δίχως προσπάθεια παρά μόνο αθωότητα, διότι οι ιστορίες σαν τη ζωή, του έρχονται, κι εκείνος θα πρέπει να είναι άξιος, για να τις ζήσει, να τις δει, να τις αφηγηθεί. . .
«. . . Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ' αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα το γρίφο. «Νύχτες με ουρά λοιπόν», είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες» γράφει, διότι έτσι του βγήκε κι ο τίτλος. Κι οι ιστορίες. Σαν όνειρο. Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, με μια ανάσα, αρκεί να διακρίνει με την καθαρή συγγραφική του ματιά την ουρά. Και πιστέψτε με, διότι αυτά που σας λέω τα ξέρω καλά.

TAYTOTHTA
Ο Α. Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942.
Οταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς. Μετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας. Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Εγραψε: «Οι συμπαίχτες», μυθιστόρημα, 1977, «Το μπαστούνι», παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, 1979, 1996, Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», διηγήματα, 1982, «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου», διηγήματα, 1983, «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι», μυθιστόρημα, 1985, «Πάσχα στο χωριό», νουβέλα, 1991, «Υπ' όψιν της Λίτσας», 1992, «Ο Χορός των ρόδων», μυθιστόρημα, 1994 (Κρατικό βραβείο, 1995), «Μισόν αιώνα άνθρωπος», αφηγήματα, 1996, «Γκας ο γκάνγκστερ», μυθιστόρημα, 2000, «Κυριακάτικες ιστορίες», 2002, «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μυθιστόρημα, 2006.


ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ
elgika@pegasus. Gr
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Εθνος της Κυριακής.

ΥΓ: Σε εποχές που όλα προσποιούνται ό,τι δεν είναι, η καθαρότητα είναι επανάσταση, τελικά. Γι αυτό ας μη μας θλίβει εκείνο που μας συμβαίνει, από το ψεύδος που ζούσαμε για χρόνια αρκετά, καλύτερα η αλήθεια κι ας μείνουμε επάνω στα συντρίμμια να ξεθάβουμε ό,τι αντέχει και αν... Η ζωή έχει τη δική της δυναμική, παιδιά γεννιούνται, θα βρει την άκρη και θα 'χουν κι εκείνα τη δική τους διαδρομή. Εντάξει, τα κάναμε μαντάρα εμείς, αλλά έρχονται κι άλλοι...

ΥΓ2. Και το... τυχαίο της ημέρας. Μου τηλεφώνησε ζητώντας μου διευκρινήσεις για το "Αν". Ξέρετε ποιο, εκείνο του όλοι γνωρίζουμε αλλά το ξεχνάμε, του Κίπλινγκ. Ε αφού το είπαμε, σας το υπενθυμίζω, πάει ταμάμ με τις μέρες, το έχουμε ανάγκη:

"Αν μπορείς να κρατιέσαι νηφάλιος, σαν όλοι τριγύρο
τα 'χουν χαμένα και φταίχτη σε κράζουν για τούτο.
Αν μπορείς να πιστεύεις σε σένα, σαν όλοι για σένα αμφιβάλλουν,
μα και ν' ανέχεσαι εσύ ν' αμφιβάλλον για σένα.
Αν μπορείς να προσμένεις, χωρίς ν' αποκάνεις ποτέ καρτερώντας.
Κι αν, σα σε μπλέξουνε ψεύτες, εσύ σε ψευτιές δεν ξεπέσεις.
Κι αν μισημένος, κρατείς την ψυχή σου κλεισμένη στο μίσος,
μα χωρίς και να δείχνεις ποτέ περισσή καλωσύνη
κι ουδέ πάρα πολύ συνετός στις κουβέντες σου να 'σαι.

Αν μπορείς να ονειρεύεσαι, δίχως ωστόσο να γίνεις
των ονείρων σου σκλάβος ποτέ. Κι αν στοχάζεσαι πάντα,
μα χωρίς και να κάνεις τη Σκέψη σκοπό σου.
Αν μπορείς ν' ανταμώνεις τον Θρίαμβο κ' είτε την Ήττα
και να φέρνεσαι πάντα στους δυο κατεργάρους αυτούς ολοΐδια
Αν μπορείς να υποστείς μίαν αλήθεια που λες, να τη βλέπεις,
διαστρεμμένη απ' αχρείους, να γίνει για βλάκες παγίδα.
Κι αν της ζωής σο το έργο, μπορείς να το βλέπεις συντρίμμια,
και να σκύβεις ξανά, να το χτίζεις ξανά, με φθαρμένα εργαλεία.

Αν μπορείς να σωριάζεις μια στίβα τα κέρδη, το βιός σου,
και σε μια ζαριά να ρισκάρεις τα πάντα, μια κ' έξω,
και να χάνεις, και πάλιν ν' αρχίζεις απ' τ' άλφα,
δίχως ποτέ μια κουβέντα να πεις για τα κέρδη που πάνε.
Αν μπορείς ν' αναγκάσεις τα νεύρα, τους μυς, την καρδιά σου,
να δουλεύουν ακόμα για σε κι αφού σπάσουν, κι αφού παραλύσουν,
κι έτσι μπορείς να κρατήσεις ακόμα, σα μέσα σου πια δεν υπάρχει
τίποτα �ξον απ' τη θέληση που τους προστάζει: «Βαστάτε!».

Αν με τα πλήθη μιλώντας, φιλάξεις την πάσα αρετή σου.
Κι αν με Ρηγάδες παρέα, δεν χάσεις το νου σου.
Κι αν ούτε εχτροί, μα ούτε φίλοι ακριβοί, να σε πλήξουν μπορούνε.
Κι αν λογαριάζεις τους πάντες, αλλά και κανέναν περίσσια.
Και αν μπορείς να διατρέχεις στο κάθε λεφτό, που αδυσόπητο φεύγει.
όλο τον δρόμο που πρέπει να γίνεται μες στους εξύντα τους χτύπους,
τότε δική σου θα' ναι όλη η Γη, κι ό,τι μέσα της κλείνει,
και - τρανότερο! - τότε πια γένηκες ’ντρας, παιδί μου!"

Είπατε τίποτα? Επέζησες, θάλεγα, ή ξανανθρώπεψες (αδόκιμο ε? Ξανάγινες άνθρωπος ήθελα να πω...)

3/5/10

Γράμμα για ένα... μήλο

Την Τετάρτη, 5 Μαΐου 19:30- απόγευμα, το νέο διεθνές βιβλιοπωλείο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ στο Ηράκλειο Κρήτης, σε συνεργασία με τις Εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ, παρουσιάζει την ποιητική συλλογή της ΕΛΕΝΗΣ ΓΚΙΚΑ:
«το γράμμα που λείπει»

Θα μιλήσουν:
Ζαχαρίας Κατσακός, Φιλόλογος, Κριτικός Λογοτεχνίας,
Γεωργία Στεφανάκη, Εικαστική Επιμελήτρια,
Ελένη Γκοντέ, Δημοσιογράφος.

ποιήματα της Ελένης Γκίκα θα μπορεί να απαγγείλει όποιος παρευρίσκεται στην εκδήλωση και το επιθυμεί.

Η ποιητική βραδιά θα πραγματοποιηθεί στο Καφέ: «Mήλον της Έριδος», Κοραή18.
 
Το γράμμα που λείπει... εάν το είχαμε εφεύρει, όλα θα είχαν νόημα. Εάν υπήρχε, θα υπήρχε ελπίδα. Εάν το είχαμε γυρέψει, όλα θα ήταν δρόμος. Και αν το βρίσκαμε, θα λύναμε το αίνιγμα. Θα είχε άρει τη θνητότητα, δεν θα βιώναμε την απώλεια στον έρωτα, το απόλυτο θα έβρισκε σχήμα και πρόσωπο και εμείς δεν θα ήμαστε μονάχα ένας σβόλος χώμα. “Τ’ απόκρυφο κλειδί των χρόνων που ‘ζησα”, “το γράμμα που λείπει” με το τέλειο σχήμα. “Το γράμμα που γνώριζε ο Θεός απ’ την αρχή”, το άγνωστο αλλά όντως υπάρχον προαιώνιο γράμμα. Αν το ’χα βρει, θα σ’ έσωζα. Θα είχα διασώσει έστω το Πρόσωπό σου. “Το γράμμα που λείπει” κι όλοι υποψιαζόμαστε· αλλά δεν το ψέλλισε κανείς ακόμα...

Η Ελένη Γκίκα γεννήθηκε και ζει στο Κορωπί. Είναι Δημοσιογράφος. Για δέκα χρόνια εργάστηκε στο ραδιόφωνο και στις Εικόνες, εδώ και 15 χρόνια- με αντικείμενο το βιβλίο πάντοτε- στο «Έθνος της Κυριακής» και στις εκδόσεις «Άγκυρα», όπου έχει την επιμέλεια της νεοελληνικής σειράς.
Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές, δυο συλλογές με διηγήματα,  έντεκα μυθιστορήματα, έναν τόμο με συνεντεύξεις και ένα παραμύθι.

Υγ. Κάτι συμβαίνει με την Κρήτη εδώ και χρόνια. Πηγαίνω τρέχοντας και φεύγω παρακαλώντας να χάσω το αεροπλάνο, το καράβι... Είναι - πάντα θα είναι- και με περιμένουν φίλοι καλοί. Η Μαρία Κατσαράκη από τα δεκαοχτώ μου. Πόσο κρατά, εντέλει, μια φιλία? Αν είναι αληθινή, μέχρι τον ουρανό. Της τηλεφώνησα κι ήταν σα να βρεθήκαμε χθες. Ευτυχώς, υπάρχουν στη ζωή και σταθερές.