25/2/11

Με τα σημάδια μας προχωράμε



ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΕΙΝΑΙ ΖΟΡΙΚΟ ΠΟΛΥ” της Μάρως Δούκα. Εκδ. “Πατάκη”, σελ.576, € 21.50


Πήγαινα με τη φράση: η ζωή είναι φάρσα. Υπήρχαν όμως και φορές που με συνέπαιρνε η διάθεσή μου να είμαι χρήσιμη. Σε ποιούς χρήσιμη και πώς; Αυτό δεν το ΄ξερα. Κι ούτε, βέβαια, τολμούσα τότε να πω ότι θα 'θελα να είμαι χρήσιμη στην κοινωνία. Και πώς μπορεί κανείς να είναι χρήσιμος; Με το να είναι ο εαυτούλης του; Αυτό; Στρατιές μαχητικών εαυτούληδων που πάνε κι έρχονται και συνωστίζονται με τη φιλοδοξία να είναι χρήσιμοι στην κοινωνία;”

Με αφηγήτρια την Βιργινία, κόρη της Ελεονόρας που γνωρίσαμε απ' τους “Αθώους και φταίχτες” και τον υπέργηρο και έχοντάς τα ελαφρώς χαμένα παππού, αλλά πανταχού παρόντα με τα ημερολόγιά του, η Μάρω Δούκα αναζητά αυτή τη φορά το “ιστορικό δίκιο” συνεχίζοντας αριστοτεχνικά το παιχνίδι της ενοχής και της αθωότητας όσον αφορά τα μελανά και ομιχλώδη σημεία της ιστορίας.

Φωτίζοντας την ζωή και την συλλογιστική της φοιτήτριας που εγκαταλείπει προσωρινά τις σπουδές της για να αναζητήσει τις ρίζες της και τον εαυτό της, η συγγραφέας συνθέτει ψιλοβελονιά την γερμανική κατοχή στα Χανιά και την αινιγματική καθυστέρηση των στρατευμάτων κατοχής, ένα ολόκληρο χρόνο μετά την ήττα.

Και παρέες είχα και φίλους και γνωστούς, είχα όμως και τη δική μου τη ζωή, τη μυστική, την απαραβίαστη. Τη μοναξιά μου δηλαδή την υπέρλαμπρη”, οροθετεί το παρόν της η νεαρή Βιργινία Παγώνη, γνωρίζοντας ήδη ότι τα πράγματα ποτέ δεν είναι άσπρο- μαύρο μονάχα:

Και ποτέ, το λέει η νονά μου, η φρίκη και η μαυρίλα δεν είναι μόνο φρίκη και μαυρίλα. Εκεί ανάμεσά τους, κότα που κακαρίζει, ακόμη και με την ανάμνησή της, η χαρά κρατάει το ίσο”...

Και χωρίς να γκρεμίζει εκεί όπου δεν έχει ακόμα χτίσει ψυχανεμίζεται: “Όρθια στο παράθυρο, μου φαινόταν ότι καθρεπτίζονταν αχνά στα τζάμια τα πόστερ που δεν μου έλεγαν τίποτα πια. Κι όμως μου ήταν δύσκολο να τ' αποχωριστώ, εφόσον, μιας και δεν είχα άλλα να κολλήσω, θα μ' ενοχλούσαν τα σημάδια τους στον τοίχο. Κι ήταν νωρίς για μένα τότε να γνωρίζω ότι έτσι ή αλλιώς με τα σημάδια μας προχωράμε. Ότι αυτά κυρίως μας δίνουν εκείνο το κάτι που χρειαζόμαστε για να λέμε ότι ζήσαμε ή ότι ζούμε. Εκείνο το κάτι που μπορεί να είναι κι ένα τίποτα. Και όμως σ' αυτό το τίποτα ίσως και να εναποθέτουμε τη ζωή μας. Βιβλία και βιβλία με λίστες αγωνιστών, με φωτογραφίες εκτελεσμένων. Τόσοι και τόσοι επονίτες, τόσο και τόσοι εφεδροελασίτες και ελασίτες και εαμίτες, ονομαστικά. Ύστερα η φράση: και άλλοι ή και πολλοί άλλοι. Οι άγνωστοι. Κι αυτοί για μένα, οι μη ελεηθέντες, είναι το άλας. Να είσαι εκεί και να είσαι ανώνυμα. Χωρίς υστεροφημία και χωρίς φωτογραφία”...

Με πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τριτοπρόσωπες τις ημερολογιακές σημειώσει, η Μάρω Δούκα επιτυγχάνει ένα συγγραφικό άθλο στις 576 σελίδες του πυκνογραμμένου βιβλίου: να διασώσει όσο πιο δίκαια και κρυστάλλινα γίνεται ανθρώπους και γεγονότα, βήμα το βήμα και ώρα με την ώρα εκείνα τα σκοτεινά αμφισβητούμενα χρόνια. Ελεώντας με το να τους κατονομάσει και εκείνους τους “ξεχασμένους” και τους “ανώνυμους”, τους ιστορικά “μη ελεηθέντες”.

Τα βασικά ερωτηματικά: “πώς και γιατί οι Γερμανοί “αποκλείστηκαν στα Χανιά ως τον Ιούνιο του 1945 και πώς και με ποιους όρους γράφεται η ιστορία, αντιμετωπίζονται με κρυστάλλινη ειλικρίνεια, δικαιοσύνη και σοβαρότητα, και ζητούν απαντήσεις μέσα από τα μάτια μιας φοιτήτριας που επείγεται για να ζήσει και να επιζήσει, επιτέλους, να καταλάβει.

Με αριστουργηματικό πρόλογο όπου μέσα από μια ταινία εντελώς “ολόισια” η Δούκα σκιαγραφεί όλο το δράμα του εμφυλίου και των Καζαντζακικών “αδελφοφάδων”. Την αναζήτηση της αλήθειας και το έλεος που είναι ό,τι μας απόμεινε, την αγωνία και τη μοναξιά και την ανασφάλεια των νέων και της εποχής μας. Η μισαλλοδοξία, η παραχάραξη, οι ιδεοληψίες και οι αποσιωπήσεις, όλα επί τάπητος. Με τον πιο ρεαλιστικά καθαρό αφηγηματικό τρόπο. Ο παππούς, ο πατέρας, η Ελεωνόρα και ο Πανάρης που γνωρίσαμε από τους “Αθώους και φταίχτες” συμπορεύονται με τον Βενιζέλο και με τον Γύπαρη, τον Μανιό, τον Βαγγέλη και τον Στέφανο, τους αφανείς ήρωες και νεκρούς μιας εποχής που θέλοντας και μη, κρίνουμε, βλέποντας εκ των υστέρων.

Ο παππούς γράφει γιατί αρχίζει να ξεχνά. Και η Βιργινία (ξανα)γράφει για να μπορέσει να πάει παραπέρα. Όσο για μας, αναγνωρίζοντας ότι “το δίκιο είναι ζόρικο πολύ” θα πρέπει να μάθουμε, να θυμηθούμε, για να μπορέσουμε σε μια επίσης “οριακή εποχή”, να πάμε παραπέρα. “Θολά νερά, λασπωμένα!” σύμφωνοι! Αλλά “υπάρχουν όμως και οι παραπόταμοι, υπογραμμίζει με ποιητική διάθεση, τα γάργαρα ρυάκια, τα ρέματα, οι χείμαρροι. Υπάρχει και η άλλη κοίτη, η υπόγεια. Η μνήμη που μας διδάσκει και η ανάμνηση που μας συντηρεί”. Και επειδή “τα φαντάσματα”, “προδότες και προδομένοι, εκτελεστές και εκτελεσμένοι” δεν γίνεται να χορεύουν “όλοι αγκαλιασμένοι πεντοζάλη”.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:


Η Μάρω Δούκα γεννήθηκε το 1847 στα Χανιά. Από το 1966 ζει στην Αθήνα. Έχει τελειώσει το Ιστορικό και Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Έχει τιμηθεί με το Βραβείο “Νίκος Καζαντζάκης” του Δήμου Ηρακλείου για το μυθιστόρημα “Η αρχαία σκουριά”, με το Β' Κρατικό Βραβείο για το μυθιστόρημα “Η πλωτή πόλη” και με το Βραβείο Πεζογραφίας Κώστα Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για το μυθιστόρημα “Αθώοι και φταίχτες”. Για το ίδιο μυθιστόρημα τιμήθηκε επίσης με το Βραβείο Balkanika.

Διηγήματα και μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαικές γλώσσες.

Έγραψε:

Η πηγάδα, κάτι άνθρωποι”,

Που 'ναι τα φτερά;”

Καρέ φιξ”,
“Η αρχαία σκουριά”,

Η πλωτή πόλη”,

Οι λεύκες ασάλευτες”,

Εις τον πάτο της εικόνας”,

Ο πεζογράφος και το πιθάρι του”,

Ένας σκούφος από πορφύρα”,

Ουράνια μηχανική”,

Αθώοι και φταίχτες”,

Τα μαύρα λουστρίνια”.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής



21/2/11

Τα ασαφή όρια

ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ από Βικτοριανές Συγγραφείς”. Ανθολόγηση ιστοριών- Εισαγωγή: Μαρία Γιακανίκη. Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης, Μαρία Γιακανίκη, Ράνια Ιωάννου, Μιχάλης Παπαντωνόπουλος, Ευαγγελία Κουλιζάκη. Εκδ. “Ars Nocturna”, σελ. 445, € 25



Η μελαγχολία του Λονδίνου- συχνά φαντάζομαι πως οι ψυχές των απολεσθέντων είναι αναγκασμένες να περιπλανούνται στους δρόμους αιώνια”.

Αυτό που χρειάζονται οι φεμινίστριες, είναι ένα καλό μαστίγωμα”. Ανάμεσα στον στίχο του Γέητς και την φράση της Βασίλισσας Βικτόρια μοιάζει να αιωρείται – πατώντας ωστόσο γερά και γοητευτικά- μια ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση, μια εποχή. Εκείνη που έχει συνενώσει το σκοτάδι με τη σαγήνη, την γυναικεία ευαισθησία με την απαρχή του φεμινισμού. Η βικτοριανή εποχή που γεννά τελικά, και την “αδελφή του Σαίξπηρ”, συννεφιασμένη και ομιχλώδης όπως ο αγγλοσαξονικός κόσμος που εκπροσωπεί.

Απ' την μια αυστηροί ηθικοί κώδικες και αποικιοκρατία (μη ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στην χρονική περίοδο του 19ου με τις απαρχές του εικοστού αιώνα), πουριτανισμός και σεμνοτυφία και από την άλλη, άνθηση της πορνογραφίας, άκρατη τεχνολογική εξέλιξη και πίστη στο υπερφυσικό, επιτρέπουν σε μια γενιά γυναικών που ανήκουν στα μεσαία ή ανώτερα στρώματα να αναπτύξουν ένα είδος λογοτεχνίας που γεννά τον ρομαντισμό. Πόε, αδελφές Μπροντέ, Στόουκερ, Λε Φανού, Στήβενσον, Κόλλινς, Χώθορν, Τζώρτζ Μακ Ντόναλντ, Όσκαρ Ουάιλντ, Ουίλκι Κόλλινς αλλά και Δάφνη ντυ Μωριέ, Άτζελα Κάρτερ, Τζόις Κάρολ Όουτς, επέδειξαν ότι η γοητεία της βικτοριανής περιόδου παραμένει, τελικά, διαχρονική.

Οι ιστορίες της ανθολογίας παρ' ότι είναι αρκετά διαφορετικές ωστόσο διαθέτουν και στοιχεία κοινά. Όπως η ατμόσφαιρα μυστηρίου, οι φιγούρες- φαντάσματα, τα ελαστικά όρια του επάνω και του κάτω κόσμου και η επικοινωνία των ζώντων με τους νεκρούς, οι χαρακτηριστικές γυναικείες φιγούρες, τα παιδιά και οι γκουβερνάντες, ο υπόγειος κι άδηλος φόβος, τα μελαγχολικά τοπία και ο κόσμος του υποσυνειδήτου ανά πάσα στιγμή παρών. Οι ενοχές και οι επιθυμίες, η αλήθεια και η ψευδαίσθηση, η πραγματικότητα και το όνειρο, τα ασαφή όρια θύτη και θύματος, η βία, ο θάνατος και η μοναξιά, συνθέτουν έναν κόσμο ζόφου και μαύρου παραμυθιού που εξακολουθεί αναγνωστικά να μαγεύει.

Το πρώτο διήγημα της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ “Ιστορία της Γριάς Παραμάνας” αποτελεί την χαρακτηριστική περίπτωση περιπλανώμενων οπτασιών (μητέρα, παιδί) που δεν μπορούν ν' αναπαυθούν.

Η Αμέλια Έντουαρντς στον “Άνθρωπο με τη μύτη” παίζει με την ιδέα του υπνωτισμού και τον φόβο της αποπλάνησης.

Ο Ίσκιος στη γωνία” της Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον , αναφέρεται στη θυσία ενός αθώου και ασκεί κοινωνική κριτική.

Στην “Απελευθέρωση” η Μαίρη Κολμόντλευ στοιχειώνει έναν βλάσφημο και ανήθικο αριστοκράτη.

Η Βέρνον Λη στη “Φωνή Διαβολική” χρησιμοποιεί ως κεντρική φιγούρα τον συνθέτη και τραγουδιστή Ζαφφιρίνο, ο οποίος δολοφονεί του θαυμαστές του με μια θεσπέσια φωνή.

Ο Στοιχειωμένος Οργανίστας του Χέρλυ Μπέρλυ” της Ρόζα Μαλχόλλαντ, με έμφαση στο γκροτέσκο, αναφέρεται στην περίπτωση ενός στοιχειωμένου μουσικού οργάνου.

Το “Εκ Νεκρών” της Ήντιθ Νέσμπιτ είναι μια ιστορία σκοτεινού ρομαντισμού με το κλασικό θέμα της επιστροφής μιας νεκρής νύφης. “Η Κουνιστή Πολυθρόνα” της Σάρλοτ Γκίλμαν, αποτελεί μια ιστορία κατάθλιψης και ψυχικής διαταραχής με κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα βαμπίρ.

Στο Φάντασμα του Προπονητή” της Λέτις Γκάλμπρειθ, έχουμε και πάλι το κλασικό μοτίβο επιστροφής εκ νεκρών.

Η Σάρλοτ Ρίντελ στην “Προειδοποίηση της Μπάνση” αφυπνίζει την συνείδηση του κεντρικού ήρωα με το νεκροζώντανο παρελθόν. Και η Λουίζα Μπάλντουιν στην “Περίπτωση του κου Νάιτζελ” με τα φαντάσματα των προγόνων συμβολίζει την αναπόφευκτη μοίρα των πάντων.

Το Παράθυρο της Βιβλιοθήκης” της Μάργκαρετ Όλιφαντ λειτουργεί ως παραβολή για τις αναζητήσεις της ψυχής, τη μοναξιά και την ονειροπόληση. Ενώ η Μαίρη Λουίζα Μόλσγουορθ στον “Άνθρωπο που Έβηχε” χρησιμοποιεί την εξωτερική πραγματικότητα και ένα ταξίδι με τρένο για να αφηγηθεί τα πιο ανθρώπινα παράδοξα. Η Γερτρούδη Άθερτιον στον “Τόπο της Δραsκελιάς”, αφηγείται μιαν εξαφάνιση σε έναν τόπο που αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την αγγλοσαξονική εκδοχή της Πύλης του Άδη.

Το Κουδούνι της Καμαριέρας της Κυρίας” της Ήντιθ Ουόρτον είναι μια κλασική ιστορία φαντασμάτων.

Η Λουέλλα Μίλλερ” της Μαίρη Ελίζαμπεθ Ουίλκινς Φρήμαν εξιστορεί την ιδιόμορφη περίπτωση μιας γυναίκας, φαινομενικά αδύναμης που επιδρά βαμπιρικά και εξασθενίζει κι εξαφανίζει τους πάντες γύρω της. Ενώ η Σάρλοτ Μπροντέ με το διήγημα “Ο Ναπολέων και η Οπτασία” που κλείνει την ανθολογία, δεκαεπτάχρονη τότε, αποπειράται να σατιρίσει μέσω του Ναπολέοντα όλα τα γοτθικά κλισέ του ρομαντισμού.

Ατμόσφαιρα, υπερφυσικό, παραμυθία, υποσυνείδητο και η γυναικεία ψυχοσύνθεση στο μικροσκόπιο, συνθέτουν τελικά ένα είδος πάντα γοητευτικό και διαχρονικό. Το παρελθόν που στοιχειώνει, ο έρωτας που ξεπερνά τον θάνατο, το παράδοξο και τα μυστικά, εξάλλου, αποτελούν την σκοτεινή αποθήκη του καθενός.




ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ:

Ελίζαμπεθ Γκάσκελ (1810- 1865) “Η ιστορία της Γριάς παραμάνας”

Αμέλια Έντουαρντς (1831-1892) “Η Άμαξα Φάντασμα”

Ρόντα Μπράουτον (1840- 1920) “Ο άνδρας με τη Μύτη”

Μαίρη Ελίζαμπεθ Μπράντον (1837- 1915) “Ο ίσκιος στη Γωνία”

Μαίρη Κολμόντλευ (1859- 1925) “Απελευθέρωση”

Βέρνον Λη (1856- 1935) “Φωνή Διαβολική”

Ρόζα Μαλχόλλαντ (1841- 1921) “Ο στοιχειωμένος Οργανίστας του Χέρλυ Μπέρλυ”

Ήντιθ Νέσμπιτ (1858- 1924) “Εκ Νεκρών”

Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν (1860- 1935) “Η Κουνιστή Πολυθρόνα”

Λέτις Γκάλμπρειθ “Το Φάντασμα του Προπονητή”

Σάρλοτ Ρίντελ (1832- 1906) “Η Προειδοποίηση του Χέρτφορντ Ο' Ντόννελ”

Λουίζα Μπάλντουιν (1845- 1925) “Η περίπτωση του κου Νάιτζελ Όττερμπερν”

Μάργκαρετ Όλιφαντ (1828-1897) “Το Παράθυρο της Βιβλιοθήκης”

Μαίρη Λουίζα Μόλσγουορθ (1839- 1921) “Ο άνδρας με τον βήχα”

Γερτρούδη Άθερτον (1857- 1948) “Ο Τόπος της Δρασκελιάς”

Ήντιθ Ουόρντον (1862- 1937) “Το κουδούνι της καμαριέρας της κυρίας”

Μαίρη Ελίζαμπεθ Ουίλκινς Φρήμαν (1852- 1930) “Λουέλλα Μίλλερ”

Σάρλοτ Μπροντέ (1816- 1855) “Ο Ναπολέων κι η Οπτασία”


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

16/2/11

Κι όμως, η γη γυρίζει!


SOLAR” του Ίαν ΜακΓιούαν. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 424, € 19.71


Η εγκατάλειψη της ζωής του στο μακρινό Μπελσάιζ Παρκ και ο ερχομός του σ' αυτή την άψυχη ερημιά τον είχε φέρει αντιμέτωπο με την ηλιθιότητα της ύπαρξής του: με την Πατρίς, με τον Τάρπιν, με το Κέντρο, με όλες τις ψευτοδουλειές που έκανε για να κρύψει την ανεπάρκειά του. Τι ήταν η ζωή χωρίς τις υψηλότερες φιλοδοξίες; Η απάντηση βρισκόταν μπροστά του: άλλη μια νύχτα αναξιόλογης αυπνίας”.

Ο Ίαν ΜακΓιούαν, συγγραφέας που αναπτύσσει τις ιστορίες του κάθετα, αναγνωρίζοντας το παν στο ασήμαντο και αναζητώντας τους αρμούς της ύπαρξης στο ελάχιστο, στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Solar” αντιστρέφει τους όρους.

Ο ήρωάς του, ο πενηντάχρονος Μάικλ Μπίαρντ, φυσικός τιμημένος με Νόμπελ, ξεκινά από την υπερθέρμανση του πλανήτη και το μέγιστον, για να αποκαλύψει την αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, το γελοίο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

Ξεκινώντας από το κομβικό σημείο μιας μεσήλικης κρίσης, αισθάνεται πια στον πέμπτο γάμο του, να χάνει τα πάντα: η νεαρή σύζυγός του τον απατά αντί να την απατά (ως συνηθίζει), μέσα του έχει στερέψει κάθε έμπνευση και περιφέρεται πουλώντας το ένδοξο παρελθόν, χωρίς ιδιαίτερο κέφι, εξαργυρώνοντας φήμη, χρησιμοποιώντας το ελάχιστο εναπομείναν κουράγιο:

Ένα ήταν σίγουρο: είχαν περάσει δυο δεκαετίες από την τελευταία φορά που είχε καθίσει μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά επί ατέλειωτες ώρες, με χαρτί και μολύβι στο χέρι, για να σκεφτεί, να διατυπώσει μια πρωτότυπη υπόθεση, να παίξει μαζί της, να την κυνηγήσει, να τη βασανίσει ώσπου να ζωντανέψει... Του έλειπε η θέληση, το υλικό, ο σπινθήρας. Δεν είχε πια καινούριες ιδέες”.

Αναζητώντας καινούργιες μορφές ενέργειας, για να δικαιολογεί περισσότερο παρουσία, θα έρθει αντιμέτωπος με τον εφιάλτη της υπερθέρμανσης, τον εραστή της γυναίκας του και τον φλεγόμενο μεταπτυχιακό φοιτητή υφιστάμενό του. Συντονιζόμενος ταυτόχρονα στην κινδυνολογία του τέλους των πάντων. Για κείνον στα περιττά κιλά του, την επιστημονική του απάθεια και το συζυγικό κέρατο, μάνα εξ ουρανού έρχονται, παγετώνες και ξηρασίες, πλημμύρες, μείωση φυσικών πόρων, η καταστροφή του πλανήτη και φυσικά οι... τυφώνες.

Υπήρχε ένας βιβλικός τόνος σ' αυτές τις προειδοποιήσεις, που θύμιζε πανούκλα, έλκη, αναζέουσες φλυκτίδες και κατακλυσμούς από βατράχια' ένας τόνος που ανακαλούσε τη βαθιά και επίμονη τάση του ανθρώπου, επικυρωμένη μέσα στους αιώνες, να πιστεύει ότι ζει τις τελευταίες μέρες της γης, ότι ο δικός του θάνατος είναι αναπόφευκτα συνδεδεμένος με το τέλος του κόσμου- γιατί μόνο έτσι ο θάνατός του αποκτούσε κάποιο νόημα, ή τουλάχιστον φαινόταν λιγότερο παράλογος”.

Αντιδρώντας σαν κάθε εγωιστής μωροφιλόδοξος, αρπάζεται από κάθε τυχούσα ευκαιρία: φορτώνει ελαφρά την καρδία έναν φόνο στον εραστή της γυναίκας του, κλέβει τα σχέδια του φιλόδοξου φοιτητή του, προσπαθεί να αρχίσει καινούργια ζωή πατώντας πάνω και εκμεταλλευόμενος συγκυρίες.

Χωρίς τύψεις συνείδησης, λέγοντας – σαν κάθε καλός ψεύτης- τα μεγαλύτερα ψέματα στον εαυτό του τον ίδιο. Οι ελπίδες, εν μέσω γενικότερου χαλασμού, αρκετές:

Όχι μόνο επρόκειτο να χάσει βάρος και να γίνει λεπτός και δυνατός, αλλά ήταν αποφασισμένος να ξεκινήσει μια ζωή απαλλαγμένη από καθετί περιττό στο απλό διαμέρισμα που δεν είχε βρει ακόμα. Ένας παράγοντας που απλούστευε τα πράγματα ήταν το αναπόφευκτο ξεθώριασμα του έρωτα ή έστω της ιδεοληψίας για τη γυναίκα του”.

Το αποτέλεσμα, μια απίστευτα κωμικοτραγική μαύρη κωμωδία. Με το φάντασμα της υπερθέρμανσης να συμπαρασύρει εκτός του πλανήτη και την φύση, ηθική, καθημερινότητα και αξίες.

Άνθρωποι που αδυνατούν να οργανώσουν την προσωπική τους ζωή, ξαφνικά πασχίζουν να σώσουν τον κόσμο!

Ο Ιαν ΜακΓιούαν, παρά το σαρκαστικό, ειρωνικά χιουμοριστικό ύφος του, μπήγει ως συνήθως το μαχαιράκι ως εκεί που δεν παίρνει. Στη μανία για εξουσία και λάμψη, στον χρεωκοπημένο θεσμό του γάμου, στην ελαστική ανθρώπινη συνείδηση, στην απίστευτη γελοιότητα του επιστήμονος- σωτήρα. Κομβικό σημείο, το περίφημο ταξίδι των ειδημόνων στο Βόρειο Πόλο. Όπου μπερδεύουν το σύμπαν, τα πόδια τους, το πουλί τους και τα ρούχα τους, αλλά ο στόχος παραμένει υψηλός, η γη δεν γυρίζει δίχως εκείνους!

Οι διαπιστώσεις και οι εξελίξεις κωμικοτραγικές και ραγδαίες:

Η γη μπορούσε να ζήσει και χωρίς την Πατρίς και τον Μάικλ Μπίαρντ. Κι αν ξεφορτωνόταν όλο το ανθρώπινο είδος, η βιόσφαιρα θα συνέχιζε απτόητη και σε δέκα εκατομμύρια χρόνια θα έβριθε από παράξενες νέες μορφές ζωής, καμία από τις οποίες δεν θα διέθετε την ευφυία των πιθηκοειδών. Και τότε ποιος θα βρισκόταν να λυπηθεί που κανένας δεν θα θυμόταν πια τον Σαίξπηρ, τον Μπαχ, τον Αινστάιν ή τον Συγκερασμό Μπίαρντ- Αινστάιν;”

Μυθιστόρημα που συνδυάζει την ψυχικά απύθμενη ανθρώπινη άβυσσο με το ψευδαισθησιακό του έρωτα και την επιστήμη. Το θερμόμετρο πλανήτη και ηρώων στο κόκκινο, κατά συνέπεια στα όρια και η μέγιστη μικρότητα, η ανασφάλεια, η αναλγησία και το υπαρξιακό χάος. Μια μαύρη κωμωδία με τον Ιαν ΜακΓιούαν στα μεγάλα του κέφια και σε μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά που διασώζει σιωπές και ημιτόνια. Το φινάλε δε, ιδιοφυές! Μετά την χρηματιστηριακή φούσκα του εκπεσσόντος Φυσικού, ο λόγος που εκφωνήθηκε προς τιμήν του όταν μεσουρανώντας η επιστημονική κοινότητα τον τιμούσε με Νόμπελ. Ε ναι, η γη γυρίζει και δίχως εμάς!



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Ίαν Μακ Γιούαν γεννήθηκε το 1948, σπούδασε στα πανεπιστήμια Sussex και East Anglia και δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο "Fist Love, Last Rites", το 1975, αποσπώντας μάλιστα το βραβείο Somerset Maughman, και τη δεύτερη με τίτλο "Between the Sheets", το 1977. Το 1987 κέρδισε το Whitbread Award (και το Prix Femina Etranger, έξι χρόνια μετά), για το μυθιστόρημά του "Child in Time".

Έχει γράψει τα μυθιστορήματα:

Ο τσιμεντόκηπος” (Γράμματα, 1982),

Ξένοι στη Βενετία” (Σέλας, 1991),

The Child in Time”,

The Innocent”,

Μαύρα σκυλιά” (Σέλας, 1994),

The Daydreamer”,

Έμμονη Αγάπη” (Νεφέλη, 1999),

Άμστερνταμ” (Νεφέλη, 1999),

Εξιλέωση” (Νεφέλη, 2006),

Στην ακτή” (Πατάκη, 2007).

Το 1998 κέρδισε το Βραβείο Μπούκερ για το “Άμστερνταμ”.

Το “Solar” κυκλοφόρησε στα αγγλικά τον Μάρτιο του 2010 και προσφάτως από τις εκδόσεις “Πατάκη”.

14/2/11

“Η ζωή φέρνει τόσες ανατροπές, που ακόμα και οι πιο αθώες επιθυμίες σου μπορεί να σου φανούν έγκλημα”.


Η ΤΥΦΛΗ ΑΚΤΗ” του Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες. Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 234, € 12.32


Από τη μια πλευρά ο δρόμος οδηγούσε στον ουρανό, από την άλλη βυθιζόταν στη γη και δεν υπήρχε σπίτι σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων... Ρουφούσε τον αέρα σαν ψάρι πεσμένο στο δρόμο. Βρισκόταν μακριά από τον Θεό και υπερβολικά μακριά από το σπίτι της για να κλάψει, κι έτσι άνοιγε το στόμα και κοιτούσε το κομμάτι του ουρανού που της αναλογούσε χωρίς να έχει το κουράγιο να κουνήσει το κεφάλι”.

Σε μιαν έρημη ακτή, στο παντέρημο Ντάλλας, και σε μια καλύβα στη μέση του πουθενά και μας θυμίζει “Το Χάρτινο Σπίτι” του, ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, τοποθετεί στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Η τυφλή ακτή” σχεδόν όλη την αργεντίνικη ιστορία.

Μια γυναίκα που την λένε Σεσίλια αλλά την φωνάζουν Καμπότζη από μια τυχαία περιφορά της σφαίρας της γης και ένας άντρας που τον λένε Αρτούρο και περιπλανιέται για χρόνια σερνάμενος και έρποντας κρατώντας σαν ακριβό φυλακτό μια γυναικεία μπιζουτιέρα, συναντούνται μακριά από την πατρίδα τους την Αργεντινή, σε μιαν ερημιά κάπου στο Μοντεβιδέο της Ουραγουάης.

Εκείνη, κουβαλά την βαριά κληρονομιά της πολιτικοποιημένης και πολύπαθης οικογένειάς της. Με μιαν επώδυνη, όμως, ανεμελιά την οποία ο συγγραφέας σκιαγραφεί ατμοσφαιρικά και ποιητικά, ανάλαφρα σχεδόν ίσως γιατί μονάχα έτσι αντέχεται το τόσο βάρος:

Αλλά τι να κάνουμε. Η Καμπότζη έλεγε τι να κάνουμε κάθε φορά που δεν έβρισκε παρηγοριά. Οι φίλες της τη φώναζαν Τι-να-κάνουμε”.

Κατάφερε να κάνει μεταβολή, να πάψει να τρέμει και να ανοίξει την εξώπορτα. Ό,τι κι αν είχε αγαπήσει εκείνη τη στιγμή το έχανε για πάντα' μπροστά της απλωνόταν η νύχτα... Ήταν διεφθαρμένη αυτή; Και δεν ήταν εκείνος όταν υπάκουε στο Κομουνιστικό Κόμμα; Είχαν άραγε πάψει να θαυμάζουν, είχαν πάψει να αγαπούν ο ένας τον άλλο; Τι να κάνουμε. Απομακρύνθηκε με αυτή την κουβέντα στα χείλη”.

Εκείνος, μέσα από σπαράγματα, αναζητά στο πλήθος και παντού, τη ζωή του και μιαν άλλη, την δική του Σεσίλια:

Γιατί το πλήθος είναι, εκτός των άλλων, ένα κινούμενο μυστικό”. Και επειδή “Η ευτυχία είναι απάνθρωπη” Και “Η ζωή φέρνει τόσες ανατροπές, που ακόμα και οι πιο αθώες επιθυμίες σου μπορεί να σου φανούν έγκλημα”.

Ο Ντομίνγκες σε ένα ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα, κατορθώνει τα ακατόρθωτα: “Κάθε κομμάτι πραγματικότητας ήταν ολόκληρη η πραγματικότητα”, γράφει κι αυτό επιτυγχάνει και στην δική του αλλόκοτη, κατακερματισμένη και σπαρακτική ιστορία.

Μέσα από την φτωχή, σχεδόν έρημη καθημερινότητα του Αρτούρο, ιστορία μέσα στην ιστορία και μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα, εκτυλίσσεται και το δράμα μιας άλλης οικογένειας. Ένας άντρας, εγκαταλείποντας τα πάντα στην Αργεντινή φυλακίζει την γυναίκα του και τις δυο κόρες τους, σε ένα αγροτόσπιτο και πίσω απ' τον φράκτη. Αφορμή, η ερωτική περιπέτεια της γυναίκας του με ένα νέο αγόρι. Αιτία, ενδεχομένως η δική του δράση και η ζωή και η ανάγκη του να κρυφτεί ο ίδιος κρύβοντας, εν τέλει κι εκείνες.

Αναμνήσεις, παλινδρομήσεις, παρελθόν που τέμνεται έτσι ώστε να γίνεται, τελικά, κατά κάποιον τρόπο και το-κοινό-παρελθόν, η Καμπότζη – Σεσίλια βαδίζει στ' αχνάρια της επαναστάτριας συνονόματης θείας. Και ο Αρτούρο προσπαθώντας να σώσει την Ρόζι πίσω απ' τον φράκτη, την αφήνει με τα ίδια ερωτηματικά και χάνεται στην ακτή με τους αμμόλοφους, σε ένα χειροποίητο μυθιστόρημα που επαναλαμβάνει και την προσωπική του ιστορία. “Δεν ήξερε από τι ήθελε να σωθεί, από την θάλασσα ή από τον εαυτό της ή από τον πανικό που προκαλούν τα απλά και ανεξήγητα συμβάντα”. Ένα απόσπασμα – που αποτελεί το κλειδί και το κοινό αίσθημα έστω και με τον ασυνείδητο τρόπο του καθενός ξεχωριστά των ηρώων.

Μια ιστορία αυτογνωσίας και μοναξιάς, επανάστασης και έρωτας, εξορίας και αυτοεξορίας. Με μια αφήγηση γεμάτη σπαράγματα μνήμης, χρόνου, ζωής, ιστορίας. Ο αγώνας των θυμάτων της δικτατορίας στην Αργεντινή μέσα από την απόλυτη μυθιστορηματική σαγήνη. Ένα μωσαικό ζωών που αποτελούν την Ζωή. Πικρή κι αλλόκοτη. Η ιστορική μνήμη μέσα από την προσωπική και οικογενειακή μνήμη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

Ο Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1955. Από το 1989 ζει στο Μοντεβιδέο της Ουραγουάης.

Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος στο περιοδικό Crisis.

Είναι ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους πεζογράφους και τα βιβλία του έχουν κερδίσει βραβεία και εντυπωσιακή παγκόσμια αναγνώριση.

Με ποιητική γλώσσα περιγράφει χαρακτήρες σε επισφαλείς καταστάσεις όπως είναι τα δικτατορικά καθεστώτα και οι συνέπειές τους στις ζωές των ανθρώπων.

Το μυθιστόρημά του “Το χάρτινο σπίτι” (Εκδ. “Πατάκη”, 2006) έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 20 γλώσσες και αποτελεί φαινόμενο λογοτεχνικού μπεστ σέλλερ.

Από τον “Πατάκη” κυκλοφόρησε πρόσφατα και το μυθιστόρημά του “Η τυφλή ακτή”.


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.

Οδηγώντας σήμερα στον αγροτικό δρόμο είχαν ανθίσει όλα τα δέντρα... Περίεργα ανακουφιστική πρώιμη άνοιξη...

11/2/11

Ο άλλος εαυτός


O Μάκης Πανώριος στην Book Press για την “Αιώνια Επιστροφή”



Στο εξωτερικό κέλυφος αυτού του τελευταίου μυθιστορήματος της Ελένης Γκίκα, «διαβάζεται» μία ακόμη ιστορία ερωτικού πάθους. Της αιώνιας Γυναίκας, που εδώ ενέχει τη θέση συμβόλου, με τον αιώνιο Άντρα, σύμβολο και αυτός του «Άλλου Μισού», σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία.

Η Συνάντησή τους, ωστόσο, δεν είναι καθόλου εύκολη. Μέχρι να βιώσουν την Ταύτιση θα πρέπει να υπερβούν αφ’ ενός τον περιστασιακό εαυτό τους, αφ’ ετέρου τα στεγανά μιας αφόρητης καθημερινότητας. Και γι’ αυτό, ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι της θλιβερής ζωής τους, η κραυγή τους, που ηχεί οπωσδήποτε ως ο λυγμός του πάσχοντος ανθρώπου, αποκτά μια τραγική απόχρωση. Συναισθάνονται την ερημιά τους, έχουν απόλυτη επίγνωση της επικείμενης αναχώρησής του προς το Έρεβος, γεγονός που θα τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τη φρίκη του ολοκληρωτικού χωρισμού, και γι’ αυτό προσπαθούν να παραμείνουν με κάθε τρόπο σ’ αυτό το μαγικό τοπίο που είναι η Γη των Ανθρώπων, η οποία τους αποκάλυψε τον εσωτερικό μυθικό εαυτό τους. Έναν «Άλλο Εαυτό» που μόνο σ’ αυτήν μπορούν να βιώσουν – και που, όμως, είναι καταδικασμένοι να χάσουν. Η απεγνωσμένη προσπάθειά τους να ενωθούν «εις σάρκαν μία», δεν είναι παρά ο υπαρξιακός αγώνας τους, να νικήσουν την αναπόφευκτη φθορά σωμάτων και αισθημάτων.

Υπό αυτή την έννοια ο Έρωτας, με όλες τις επί μέρους συνιστώσες και συμπαραδηλώσεις του, ως ύψιστο ανθρώπινο συμβάν, αποκτά, υπερβαίνοντας την επιδερμική μόνο επαφή των σωμάτων, υπαρξιακή διάσταση. Μετουσιώνεται σε ύψιστο συναίσθημα που λειτουργεί ως αποκρυπτογραφικός κώδικας∙ αποκαλύπτει την τραγωδία της μοναξιάς του ανθρώπινου όντος. Παράλληλα μεταστοιχειώνεται σε «όπλο» αντιμετώπισής της. Αποκαλύπτει επίσης, κι αυτό ίσως είναι το σπουδαιότερο, τη σημασία και το νόημα της «πνευματοποιημένης» ύλης. Ξαφνικά το σώμα αρχίζει να εκπέμπει τον Άλλο Ήχο που βρίσκεται εν υπνώσει στα ενδότερά του, και τώρα, με την επανεργοποίηση του μυστικού άσματος της σάρκας, μετουσιώνεται σε Λόγο, βαθύτατα αληθινό, ο οποίος αντιγράφει το μυθικό εσωτερικό ανθρώπινο τοπίο, που αποκαλύπτεται κατάφυτο όχι μόνο από τερατώδη φυτά αλλά και από υπερκόσμια άνθη. Είναι το ‘φανταστικό’ τοπίο-ναός, κατοικία του Άλλου Εαυτού, που κληρώθηκε τη μέθεξη του ερωτικού φωτός.

Η Ελένη Γκίκα θα καταθέσει αυτή τη «φωτεινή» αποκάλυψη με εκρήξεις φράσεων, λέξεων, κραυγών, κινήσεων, βλεμμάτων, σκηνών, που επιλέγονται με την υπαρξιακή σημασία τους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η σιωπή του χάους που καραδοκεί να τον καταβροχθίσει. Υπό αυτή την έννοια, μια κοινή φράση, όπως, επί παραδείγματι, «Σε θέλω τώρα», υπερβαίνει την περιστασιακή συναισθηματική της φόρτιση και γίνεται κραυγή ελέους – και έκκληση βοήθειας. Σηματοδοτεί δηλαδή την μεγάλη αγωνία, που δεν είναι παρά η «επίθεση» του εφιαλτικού «τώρα»∙ αντιμετωπίζεται μόνο μέσω της πληρότητας που μπορεί να εξασφαλίσει ο Θείος Έρως. Η εν λόγω ταύτιση των δύο πλασμάτων που ευλογήθηκαν με την Συνάντησή τους στο γήινο άνυδρο τοπίο, μπορεί πιθανώς να εμφανίζεται ως έκφραση απελπισίας, ως απεγνωσμένη προσπάθεια να ακυρωθεί το Αναπόφευκτο Μοιραίο. Στην πραγματικότητα όμως, λειτουργεί ως αντίσταση στη Φθορά. Το ανθρώπινο σώμα μπορεί να έχει συνειδητοποιήσει την επιστροφή του στο Χώμα, αλλά πριν απ’ αυτήν την επιβεβαίωση του Πεπρωμένου, έχει κατακτήσει την αυτοκρατορία του Πνεύματος πάντα μέσω του αποπνευματοποιημένου Έρωτα. Είναι και το θεϊκό όπλο με το οποίο μπορεί να αντιμετωπίσει την καταστροφή του, απ’ τα έγκατα της οποίας ως εκ τούτου θα αναδύεται πάντα και πάντα νικηφόρο από την τέφρα του.

Υπό αυτή την έννοια η «Αιώνια Επιστροφή», της Ελένης Γκίκα, λειτουργεί ως προβολή – μυθολογική αντανάκλαση του Αιώνιου Οδοιπόρου, ο οποίος μετά το τέλος του δρόμου του, και την επιστροφή του στο χώμα, επανέρχεται συμβολικά ως ο αναστημένος αρχαίος Φοίνικας, όχι για να θριαμβολογήσει τη νίκη της ζωής επί του θανάτου, αλλά για να συνεχίσει την ανοδική του πορεία προς την ολοκλήρωση του Έρωτα, την ως εκ τούτου μεταστοιχείωση του Εαυτού, και την μετάβασή του προς ένα άλλο ανώτερο υπαρξιακό επίπεδο.

Αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο ‘συναντά’ η Ελένη Γκίκα στο προσκήνιο της γήινης περιπέτειάς του. Με γραμμές άλλοτε τρυφερές άλλοτε σκληρές, ωμές ή ποιητικές, λυρικές ή νατουραλιστικές, με χρώματα αυγινά ή χειμερινά, ανθούς ή άκανθες, με κραυγές, θρήνους, λυγμούς, οιμωγές, χαμόγελα, άσματα και σπαραχτικά ποιήματα, συνθέτει μια τοιχογραφία στα πρόσωπα της οποίας ο αναγνώστης αναγνωρίζει τον πάσχοντα εαυτό του. Το επιβεβαιώνουν εξάλλου και οι αναφορές σε ένα πλήθος ερεθιστικών μυθιστορημάτων, των οποίων οι ήρωες μεταδίνουν ‘κάτι’ από τη δική τους Συνομιλία με τη μυθολογία της Ύπαρξης. Η «Αιώνια Επιστροφή» της Ελένης Γκίκα, δεν υποδεικνύει μόνο την μυστική οδό προς θαυμαστή ήπειρό της, αλλά καλεί τον αναγνώστη της να ρίξουν μαζί ένα στοχαστικό βλέμμα στη Μυστική Κρύπτη. Εκεί που εμφωλεύει το ανθρώπινο σκοτεινό θαύμα. Και αυτό είναι το σπουδαίο –το κέδρος– αυτού του σπουδαίου μυθιστορήματος.

Μάκης Πανώριος – Ιανουάριος 2011

Ελένη Γκίκα
Αιώνια επιστροφή
ΨΥΧΟΓΙΟΣ 2010
Σελ. 456


Η απόγνωση, σκανδαλώδης για το διαρκές θαύμα

PROUST QUESTIONNAIRE

Ελένη Γκίκα

H συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Προυστ λίγο μετά την κυκλοφορία του δωδέκατου μυθιστορήματός της.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΡΚΕΛΛΑ ΑΝΔΡΙΚΑΚΗ (Lifo)

Ποιος είναι ο ιδανικός αναγνώστης;

Εκείνος που κάνει ένα βιβλίο να αναπνέει. Αναγνωρίζει τη δική του εκδοχή, αντικρίζει ολόκληρη Σαχάρα σε έναν κόκκο άμμου κι εκείνο που θέλεις να πεις σε κάθε σου γραμμή.

Τι κάνετε τα βιβλία που δεν σας αρέσουν;

Μπορεί να μ' αρέσουν αύριο. Τα σέβομαι τα βιβλία (και τον κόπο του άλλου).

Έχετε μια συγκεκριμένη ρουτίνα στη συγγραφή κειμένων;

Η ρουτίνα, προς Θεού, μακριά από τη δική μου ζωή! Θέλω να με εκπλήσσουν όλα τα κείμενα, και τα δικά μου ακόμα πιο πολύ.

Έχετε μια ιεροτελεστία όταν γράφετε;

Πρώτη γραφή, πάντοτε σε ωραία τετράδια με συγκεκριμένο μολύβι, και πάντοτε με το χέρι. Τα πάντα παίζονται στην πρώτη γραμμή, σαν να ακολουθείς τη μουσική ή να τραβάς την κλωστή του κειμένου. Κι ύστερα, η κάθε ιστορία θέλει τη θέση της. Συγκεκριμένη πολυθρόνα (παλιότερα, πάντα, δωμάτια ξενοδοχείου), το ίδιο παράθυρο με θέα εκείνο τον δρόμο στο βουνό.

Πίνετε ή τρώτε καθώς γράφετε;

Ούτε καν ακούω μουσική. Κάποιες φορές με πιάνω να... μιλώ μόνη μου.

Ποια είναι η αγαπημένη σας λέξη;

Ευλογία. Λυγμός. (Κάνει δύο;)

Υπάρχει κάτι που θα αλλάζατε στο τελευταίο σας βιβλίο;

Υπήρξε από κάθε άποψη μεγάλη έκπληξη για μένα και από εκδοτική άποψη, και πολύ τυχερό. Δεν μου ανήκει πια για να το αλλάξω. Αν αρχίσω κάτι τέτοιο, χάθηκα. Στο μεταξύ, έχω αλλάξει κι εγώ.

Πώς προκύπτουν τα ονόματα των ηρώων σας;

Τα διεκδικεί η ιστορία (και ο ήρωας).

Ποιες είναι οι λογοτεχνικές επιρροές σας;

Μπόρχες, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι και ξερό ψωμί.

Αν δεν ήσασταν συγγραφέας, τι θα ήσασταν;

Μουσικός ή ζωγράφος. Προδίδεται η αλήθεια λιγότερο, είναι πιο κοντά στον Θεό.

Τι θα αλλάζατε στον τρόπο γραφή σας;

Θα ήθελα να φτάσει εκείνη η στιγμή που να τα πω τόσο απλά και κρυστάλλινα, σαν παιδί.

Τι θα αλλάζατε στον εαυτό σας;

Την απόγνωση. Είμαι φύσει, αλλά όχι θέσει, μελαγχολική. Και το βρίσκω αυτό σκανδαλώδες για το διαρκές θαύμα της ζωής.

Πώς χαλαρώνετε;

Διαβάζοντας και γράφοντας. Κάνοντας περιπάτους στο βουνό που είναι δίπλα μου. Όπως αντιλαμβάνεστε, μάλλον είμαι διαρκώς... χαλαρή.

Με ποιον θα θέλατε να παγιδευτείτε σε ένα ασανσέρ;

Με τον φύλακα- αγγέλό μου, αλλά να μπορώ να τον δω.

Ποιο βιβλίο θα θέλατε να διαβάσετε;

Όσα αγάπησα (το κάνω συχνά) και όσα δεν διάβασα σωστά γιατί δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.

Ποιο βιβλίο έχετε πει ψέματα πως έχετε διαβάσει;

Της Γεωγραφίας στο σχολείο (γιατί η μαμά μου ήξερε απ' έξω πόλεις, ποτάμια και βουνά). Τώρα, βεβαίως, μετανιώνω οικτρά. Προσπαθώ να επανορθώσω στα ταξίδια.

Πώς προέκυψε η ιδέα του τελευταίου σας βιβλίου.

Από τη Θυσία του Ταρκόφσκι. Με τον βουβό καθηγητή που θέλει να σώσει τον κόσμο και τον Όττο, τον ταχυδρόμο, να μιλά τόσο παρηγορητικά για την Αιώνια Επιστροφή. Και από μια υπόνοια πως ό,τι αξίζει και αγαπήσαμε πολύ δεν γίνεται παρά να βρίσκει κάποιον τρόπο, κάποτε, και να επιστρέφει.

7/2/11

Η ζωή δεν είναι μια λάμπα που τη σβήνει ξαφνικά μέσα στη νύχτα ο θάνατος, αλλά σαν μια λάμπα που σβήνει γιατί πια ξημερώνει


ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ ΤΟΝ ΑΛΦΟΝΣ” του Κώστα Ακρίβου. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 307, € 17


Να απαντήσω στα Ερωτήματα:

'Ηταν ο Αλφόνς αρχαιοκάπηλος;

Ντύθηκε με τη στολή των ναζί και ποια ήταν η δράση του;

Η Χέλγκα Πολ κατασπαράχτηκε από καρχαρία ή έπεσε θύμα άλλων σχεδίων και βλέψεων;

Τι έκανε τον Αλφόνς να διαλέξει το Πήλιο για να περάσει τη ζωή του; Γιατί τέτοιος έρωτας μ' αυτό τον τόπο;

Κρατούσε ημερολόγιο ή έστω κάποιες σημειώσεις; Κι αν ναι, πού είναι; Σε τίνος τα χέρια βρίσκονται;

Και το κυριότερο: Τι ψάχνω να βρω; Τι θέλω να μάθω από τη ζωή του Αλφόνς και απ' τον τρόπο που διάλεξε να πεθάνει;”

Μέσα από σπαράγματα ζωής, ακολουθώντας τα γεωγραφικά χνάρια, με μυθοπλαστικές και αυτοβιογραφικές προεκτάσεις και εξομολογήσεις, με αφηγηματικό τρόπο λυτό και απέριττο που συνδυάζει ημερολογιακή και επιστολική γραφή, προσωπικές αφηγήσεις και εσωτερικούς μονολόγους, με ιδιαίτερα ενδιάφερον νοηματικά φωτογραφικό υλικό, ο συγγραφέας Κώστας Ακρίβος, συνθέτει ψηφίδα- ψηφίδα στο καινούργιο του σπονδυλωτό μυθιστόρημα “Ποιος θυμάται τον Αλφόνς” την αινιγματική βιογραφία ενός μεγάλου, τελικά, φιλέλληνα. Του Ξενοφώντα Κλέμενς Αλφόνς Ανδρέα Χοχάουζερ, που γεννήθηκε το 1906 στην αυστριακή περιφέρεια Στάιερμαρκ και απεβίωσε στις 15 Ιανουαρίου 1981 σε μια χιονοκατοίκητη βουνοκορφή του Πηλίου απ' όπου έζησε από τα δεκάξι του, χρηματίζοντας κατά καιρούς καρβουνιάρης, χοιροβοσκός, αιγοβοσκός, ψαράς, ναύτης, καραβοκύρης, στρατιώτης και διερμηνέας, συνοδός του Χανς Χανς σε υποβρύχιες εξερευνήσεις, συνανιχνευτής του μπρούτζινου μνημειώδους θεού που ανελκύθηκε από τη θάλασσα και βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο, ένας από τους πρωτοπόρους του εναλλακτικού τουρισμού.

Ο Κώστας Ακρίβος, με την επιμονή εντομολόγου και με φλεγόμενη ψυχή σα να αναζητά τα ίχνη προσφιλούς συγγενούς του, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα, αδιάβατο μονοπάτι ή αδιάβαστο έγγραφο, ανερώτητο άνθρωπο, καμία κρυφή πτυχή.

Υπάρχουν στιγμές που ταυτίζεται ή που βρίσκεται σε αντιδικία με τον ήρωά του, αισθάνεται σα να τον ακυρώνει η δική του ταξιδιάρικη, αλήτικη ζωή, επιτρέπει στα μυστικά να ξεμυτίζουν φυσικά κι αβίαστα, τις εκπλήξεις να τον συναντούν όπως σοφά φροντίζει πάντα η ζωή.

Αποκαλύπτοντας στο τέλος και την εκλεκτική τους περί φιλοσοφία ζωής συγγένεια, μας προσφέρει μέσω ενός ανθρώπου την προοπτική μιας άλλου είδους ζωής:

Έμαθα ένα! Ζωή δεν είναι μονάχα οι εποχές γαλήνης, αλλά κι αυτές όπου ταράσσονται όλα, γνώμες και αξίες. Είμαι γεμάτος χαρά και θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας. Εδώ στη Μιτζέλα βρίσκω πολλά δυσάρεστα. Αλλά ψάχνω και βρίσκω και πολλές χαρές...” “Είναι φτωχοί όσοι άνθρωποι δεν έχουν υποφέρει”, από τα ημερολόγια του Αλφόνς. Και από τον βίο και την πολιτεία του, εκείνο που όλοι υποπτευόμαστε αλλά δύσκολα πολύ το λέει κανείς: “ωραίος άνθρωπος, ωραίος θάνατος”. Και μια συμμετοχική εκδοχή της Ειμαρμένης σε ένα μυθιστόρημα που είναι μια άλλη πρόταση, εξάλλου μας έχει συνηθίσει σ' αυτό ο συγγραφέας, μέσα από σπαράγματα ν' αγγίζει το Όλον, με τρόπο μυστηριώδες, ρεαλιστικά μαγικό.

Μικρό άγγιγμα – Αλφόνς: “Ο άνθρωπος πρέπει να ζει σύμφωνα με τη φύση. Η φύση κανονίζεται από μια σοφία που λέγεται θεός ή Ειμαρμένη (έτσι την αναφέρουν οι αρχαίοι Έλληνες). Αυτή η δύναμη διατηρεί την τάξη και το ρυθμό του κόσμου. Άρα εκείνο που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος είναι να ζει με αρετή”. Επίσης: “Η ζωή δεν είναι μια λάμπα που τη σβήνει ξαφνικά μέσα στη νύχτα ο θάνατος, αλλά σαν μια λάμπα που σβήνει γιατί πια ξημερώνει. Έρχεται δηλαδή ένα πολύ μεγαλύτερο φως”... Ένα μυθιστόρημα που πατά σε ένα πρόσωπο υπαρκτό και με εξόχως σμιλεμένα συγγραφικά βήματα, ξαναδιαβάζει τον τρόπο να ζει και να γράφει κανείς.

Κάτι που συνηθίζει, εξάλλου, να κάνει ο συγγραφέας, όπως σχηματιζόταν ο βίος και η πολιτεία του κεντρικού ήρωα μέσα από επιστολές δικές του και των άλλων στο “Κίτρινο ρώσικο κερί”. Αξιοσημείωτο είναι και το αφηγηματικό μέρος του κάθε του βιβλίου. Στο συγκεκριμένο, αρχίζει ως σημειώσεις συγγραφέα, κάπου θυμίζει δημοσιογραφική έρευνα, ενίοτε γίνεται ντοκουμέντο, και απογειώνεται στο τέλος με την παράλληλη αγωνία- ζωή.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:

Ο Κώστας Ακρίβος γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές Βόλου.

Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και ανθολογίες, ενώ πήρε μέρος στη συγγραφή δυο σχολικών εγχειριδίων.

Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές ευρωπαικές γλώσσες.

Από το 1983 εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια μέση εκπαίδευση.

Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και συνεργάτης σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα για θέματα που αφορούν τα βιβλία. Διευθύνει τη σειρά των εκδόσεων “Μεταίχμιο: Μια πόλη στη λογοτεχνία”.

Βιβλία του:

Η Δοτική του Χάους” (νουβέλα, Νέα Σύνορα, Λιβάνης, 1993)

Αλλοδαπή” (διηγήματα, Νέα Σύνορα- Λιβάνης, 1995)

Στο κάτω κάτω της γραφής είναι ένα ψέμα” (μυθιστόρημα, Κέδρος, 1997)

Το γέλιο της έκτης μέρας” (μυθιστόρημα, Κέδρος, 1999)

Κίτρινο ρώσικο κερί” (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2001)

Φωνές στην έρημο” (διηγήματα, Ελληνικά Γράμματα, 2002)

Σφαίρα στο βυζί” (διηγήματα, Κέδρος, 2003)

Καιρός για θαύματα” (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2005)

Ιστορία ενός οδοιπόρου- Στρατής Δούκας” (μυθιστορηματική βιογραφία, Ηλέκτρα, 2006)

Πανδαιμόνιο” (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2007)

Τελετές ενηλικίωσης” (διηγήματα, Μεταίχμιο, 2009)

Ποιος θυμάται τον Αλφόνς” (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2010)

Ανθολογίες:

Βόλος: Μια πόλη στη λογοτεχνία” (Μεταίχμιο, 2001)

Να μαθαίνω γράμματα... Το σχολείο στη νεοελληνική λογοτεχνία” (Μεταίχμιο, 2004)


Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

4/2/11

Ψάρια που επιστρέφουν στα οικεία νερά...

Η νύχτα πέφτει

κι οι άνθρωποι πάνε να κοιμηθούν

σαν τα ψάρια που επιστρέφουν στο νερό.

Όταν ξυπνήσουν

άλλοι ασχολούνται με τις δουλειές τους

άλλοι ασχολούνται με τον εαυτό τους”.