28/2/08

Μνήμη, μίλησε!

«ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ ΤΟ ΓΑΛΑ» του Γιάννη Ξανθούλη, Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», σελ. 452, τιμή: 16 ευρώ.

«Θρηνούσε προκαταβολικά για μια ζωή που δεν του είχε αποκαλυφθεί, έκλαιγε ενθουσιασμένος για τους καινούργιους του ρόλους, για τον έρωτα που διάβρωνε βασανιστικά τα νεύρα και τους ιστούς του, για τους ανθρώπους του που απομακρύνονταν ώρα με την ώρα από κοντά του με δική του υπαιτιότητα. Μα δεν γινόταν αλλιώς…»
Διότι στο καινούργιο του μυθιστόρημα ο Γιάννης Ξανθούλης καταλύει τον χρόνο, κάνοντας με τρόπο μοναδικό, ενεστώτα τον αόριστο. Με τίτλο «Του φιδιού το γάλα», δάνειο από ταινία που παίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία, υπογράφει ένα βιβλίο μνήμης, που προσποιείται πρωτοεπίπεδα το θρίλερ και διαβάζεται με κομμένη την ανάσα, τελικά.
Στις 452 σελίδες του, ο Ανέστης Κομνηνός, εκδότης της «Αρτηρίας» μαζεύει σαν τον φιλάργυρο ψηφίδα- ψηφίδα τις αναμνήσεις του και την χαμένη του μνήμη.
Από τις πρώτες σελίδες της ιστορίας πληροφορούμαστε πως αμέσως μετά τον θάνατο της κόρης του Σοφίας (καθόλου τυχαία τα ονόματα, και το Ανέστης και η Σοφία), συνειδητοποιώντας ότι χάνει μεγάλα τμήματα των αναμνήσεών του, αποφασίζει να γράψει «έναν υπολογίσιμο αριθμό σελίδων που αφορούσαν τη νεότητά του».
Στη συνέχεια παραδίδει το χειρόγραφο σε έναν δικηγόρο με την εντολή να του επιστραφεί δεκατρία χρόνια μετά. Και δεν μιλά σε κανένα για την κίνηση αυτή.
Όταν, όμως, δεκατρία χρόνια μετά, το χειρόγραφο θα φτάσει στον εκδοτικό του οίκο «Αρτηρία» ο Ανέστης Κομνηνός θα είναι ήδη παρών- απών. Θα αναζητά και πάλι τον εκλιπόντα αδελφό του στο νοσοκομείο, θα τον θρηνήσει και πάλι ως μόλις νεκρό, θα ξαναδεί την χαμένη νεότητά του σε χρόνο ενεστώτα, θα ψηλαφίσει – θέλοντας και μη- τα παλιά τραύματα και τις αρχαίες πληγές. Θα ξαναπερπατήσει τον στοιχειωμένο στη μνήμη του σπίτι των Μέντα, θα γίνει και πάλι φίλος με τον ασθενικό Άλκη, θα ερωτευθεί μέχρι τρέλας ξανά την Μικόλ, θα ξαναζήσει τα περίεργα δείπνα στο σπίτι, θα ξαναδεί το φάντασμα του γίγαντα, εφόσον θα έχει επιλεγεί από τον καθηγητή Φυσικής Γεράκη ως «ο ιδανικός».
Βιώνοντας μια σχέση με την οικογένεια Μέντα που θυμίζει το «Θεώρημα» του Παζολίνι, θ’ αποτελέσει το αντικείμενο πόθου των πάντων, με φράση κλειδί έναν γερμανό ηθοποιό: Τον Χόρστ Μπούχολτς και τα πειρατικά του μάτια.
Το χρονικό πλαίσιο της ιστορίας, η Μεγάλη Εβδομάδα, κυριολεκτικά για τον Ανέστη «η εβδομάς των παθών». Στη Μεγάλη Δευτέρα θα χωρέσει η διαπίστωση για τον ήδη νεκρό αδελφό. Στη Μεγάλη Τρίτη θα εισβάλλει αυτό το περίεργο χειρόγραφο όπου με τον τίτλο «Του φιδιού το γάλα» κάποιος άγνωστος που σφετερίζεται τ’ όνομά του φαίνεται να γνωρίζει τα πάντα γι’ αυτόν. Την Μεγάλη Τετάρτη η οικογένεια Μέντα θα έχει εισβάλει για τα καλά μέσα απ’ το παρελθόν. Την Μεγάλη Πέμπτη θα έχει για τα καλά εισχωρήσει στη «ζώνη της Μικόλ». Η Μεγάλη Παρασκευή θα δικαιώσει την παράδοση, θα πεθάνει ο Άλκης, και η Μικόλ θα τραυματιστεί, θα αναζητήσει την κόρη του Σοφία στο νεκροταφείο θα θρηνήσει την μισοξεχασμένη του ζωή. Το Μεγάλο Σάββατο θα κατακλυστεί από τα βιβλία, εκείνα που θα του στείλει ο Άλκης για να του αλλάξουν στο μέλλον ζωή. Και το Πάσχα θ’ αναληφθεί δικαιώνοντας κάπως και τ’ όνομά του. Μετά από χρόνια, και από την γραμματέα του Φωτεινή – μ’ εκείνον αγνοούμενο- «Του φιδιού το γάλα» θα εκδοθεί.
Στις σελίδες του, κατακερματισμένος ο χρόνος. Σπαράγματα μνήμης συνθέτουν το παζλ μιας ζωής: του Ανέστη, της εποχής. Στο παρελθόν, ένας προκαταβολικός θρήνος, στο παρόν, η μεγάλη σκιά από χθες. Στο ομιχλώδες μέλλον, τα πάντα: Ο χρόνος του Θεού ο άχρονος, όπου χάνοντάς τα όλα ο Ανέστης μπορεί ταυτοχρόνως και όλα να τα βρει. Παραμένοντας ταυτοχρόνως, όμως, και ο «ιδανικός» της λησμονιάς.
Εξαιρετικός παραμένει ο ολοζώντανος κήπος και ο δείπνος λίγο πριν απ’ το τέλος που παραπέμπει σ’ εκείνον της Μπαμπέτ (Κάρεν Μπλίξεν). Γοητευτικός όπως πάντα και ο- κατά- Ξανθούλη μαγικός ρεαλισμός: εκεί που ξυπνά μετά απ’ το όνειρο στο κήπο με φυλλαράκια δυόσμου και μερικά ξερά από λουίζα ανάμεσα στη μασχάλη και στο αριστερό βυζί. Καθώς κι εκείνο το σημείωμα εκ των υστέρων στο βιβλίο του νεκρού Άλκη «Δεν έπρεπε να πας…»
Ένα γοητευτικότατο βιβλίο μνήμης με ό,τι αυτή σηματοδοτεί και σημαίνει, που θίγει ζητήματα μέγιστα, άλυτα και υπαρξιακά: πού πάνε οι αναγνώσεις μας όταν σβήνουν, πώς διασώζει κανείς τον χαμένο χρόνο και τι είναι ο χρόνος κι η μνήμη, τελικά. Τι είναι ο καθένας μας δίχως τις αναμνήσεις του και πόσο θυμόμαστε ή επιλέγουμε τι θα θυμηθούμε απ’ όσα έχουν συμβεί. Πόσο μας εκδικούνται οι ξεχασμένες πληγές και τι είναι εκείνο που πονά τελικά: αυτό που θυμάται κανείς ή εκείνο που ξέχασε.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ: Για την μικρή Γιλού που κατασπάραξε τη… μαμά της και για το χιούμορ που είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη

Οι πρώτες εικόνες του, μια βυσσινιά κουβέρτα στο παράθυρο. Και τα σπίρτα. Προμηθεικό σύμπτωμα, «το πιο ελκυστικό παιχνίδι». «Το μενού των φαντασμάτων» του Γιάννη Ξανθούλη, εξάλλου, δεν είναι άλλο παρά κατακερματισμένες Εικόνες: Η Αλεξανδρούπολη Μεγαλοβδομαδιάτικα. Τα ζυμωμένα τσουρέκια και τα βαμμένα αυγά της λαμπρής με τα περίτεχνα σχέδια. Τα πρωινά του καλοκαιριού με την γιαγιά στα νεκροταφεία και τους μπαξέδες. Θείοι και θείες, στολισμένοι από τα χεράκια του δίσκοι μνημοσύνων (υπήρξε όπως γράφει στο βιβλίο, ο καλύτερος στολιστής), νεκροφάνειες και η μικρή Γιλού στο παραμύθι, που κατασπάραξε τη… μαμά της!
Η Αθήνα μπήκε στη ζωή του μυρίζοντας… σαλάμι. Ευτυχώς ακολούθησαν οι φρέζιες. Ο σταθμός Λαρίσης, η στάση των λεωφορείων στην οδό Μασσαλίας, το θέατρο Τέχνης με Τέννεσι Ουίλλιαμς, ο Χατζιδάκις στο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο «Αθηνών», το θέατρο «Βέμπο» της οδού Καρόλου, ένα πολύ ζεστό βράδυ καλοκαιριού.
Ολόκληρο το συγγραφικό έργο του Γιάννη Ξανθούλη είναι Εικόνες. Και Γεύσεις και Μυρωδιές που ποτέ δεν ξέχασε. Γεμάτο μ’ αυτές τις ανεπανάληπτες «μνήμες συναισθημάτων», που μόνο σε ιστορίες Ξανθούλη μπορεί να συναντήσει κανείς.
Για Εικόνες ζωής, λοιπόν, κι αυτή η καινούργια κουβέντα. Για τις Εικόνες της ζωής του που αποτελούν για τον συγγραφέα και την «τοξίνη της γραφής». Έμπλεες χιούμορ «συνυφασμένου με το αμυντικό οργανικό σύστημα», ηδονοβλεπτικές συμπεριφορές, μπουκέτα επινοήσεων, με ήρωες που τους μεταχειρίζεται με «αδεξιότητα Θεού». Που αποτελούν ίσως το… μοναδικό του μέσον επικοινωνίας. Διότι γράφοντας, βρίσκει και «αιτίες να ζει».

- Πρώτη εικόνα της ζωής σας που θυμάστε, κύριε Ξανθούλη;

- Νομίζω ότι έχω αποθηκεύσει κάπου εφτά ή οχτώ τέτοιες εικόνες. Γεννήθηκα το καλοκαίρι του 1947 αλλά οι αναμνήσεις μου ξεκινούν προτού αρχίσω να περπατώ. Θυμάμαι πυροβολισμούς και μια βυσσινιά κουβέρτα στο παράθυρο, για συσκότιση προφανώς. Όταν αγρίευε η κατάσταση με προστάτευε η μητέρα μου με το σώμα της κι εκείνη ο παππούς μου. Σε μια άλλη εικόνα εγώ μ’ ένα κουτί σπίρτα να βάζω φωτιά και να ορμούν να τα σβήσουν. Τα σπίρτα θα πρέπει να αποτελούσαν για μένα το πιο ελκυστικό παιχνίδι. Ισως πρόκειται για λανθάνον Προμηθεικό σύμπτωμα.

- Είχατε αδέλφια; Οι γονείς σας; Αυτές οι απίθανες θείες και θείοι;

- Υπήρχε ένα αγόρι, πριν από μένα, που πέθανε σε νηπιακή ηλικία από πνευμονία. Ήμουν ο μόνος απ’ την οικογένεια που διαιώνιζα με περίεργους τρόπους αυτό το πένθος. Οι γονείς μου είχαν το ήθος των επιζώντων από προσφυγιές και πολέμους. Ήθελαν να χαρούν τη ζωή τους με τον απλοικό τρόπο της δεκαετίας του ’50. Τους ζήλευα φριχτά που έζησαν περιπετειωδώς. Όλα τα παιδιά τότε λατρεύαμε τους πολέμους και σιχαινόμασταν την ηθική της ειρήνης. Οι θείες και οι θείοι αποτελούσαν τον σταθερό χορό στην προσωπική μου φαρσοτραγωδία. Είχαν χιούμορ και κάποιοι έρεπαν σαφώς προς τον σουρεαλισμό. Ετσι φέτος έβγαλα το απωθημένο μου βαφτίζοντας έναν ήρωά μου «Θείο Τάκη» κι ας είναι πολλαπλά βεβαρημένος με πάθη.

- Βρίσκατε αφόρητα πληκτικά τα παραμύθια, (διαβάζουμε στο «Μενού των φαντασμάτων») γι’ αυτό και αυτοχρηστήκατε παραμυθάς. Πώς πρωτογράψατε; Τι πρωτογράψατε;
Πώς αντιδρούσε το πρώτο αναγνωστικό κοινό σας; Το οποίο και ήταν;

- Ως υπερφλύαρο άτομο προτιμούσα να διηγούμαι. Τα παραμύθια τα ήθελα απαραιτήτως τρομακτικά με πολλά ερωτηματικά και πιθανή εμπλοκή γνωστών προσώπων. Οπότε μάλλον γινόμουν απαιτητικός ακροατής. Άκρως γοητευτικά έβρισκα τα υπονοούμενα των μεγάλων. Δεν ήξερα ακριβώς τι εννοούσαν, πάντως, ως κινηματογραφόφιλο ζώον, καταλάβαινα ότι τα «ακαταλαβίστικά» τους είχαν να κάνουν με το «αυστηρώς ακατάλληλο» των ταινιών. Το πιο διασκεδαστικό μου προφορικό σήριαλ ήταν η «Ασπασία και Αμαλία», δυο γιγαντιαίες κυρίες που αναλάμβαναν να τιμωρήσουν τους κακούς.
Αυτοσχεδίαζα με ιντερμέδια τραγουδιών και χορού. Αποδέκτες οι παιδικοί μου φίλοι και τα μικρότερα ξαδέλφια μου, που, απ’ τον τρόμο, πάθαιναν σπασμούς στον ύπνο τους. Πρωτόγραψα θεατρικά σκετς όταν πήγαιναν στην πέμπτη τάξη του Γ’ Δημοτικού Αλεξανδρουπόλεως. Ένα χριστουγεννιάτικο διάλογο μεταξύ δυο βοσκών, που παραπλανούνται από ένα άστρο και πηγαίνουν σε λάθος Φάτνη…

- Τα βιβλία που διαβάζατε;

- Τα «καλά» βιβλία ήταν πάντα με σκληρό εξώφυλλο. Τα άλλα τα θεωρούσαμε του πεταματού εκτός των «κλασσικών εικονογραφημένων», που μάλλον ζημιά έκαναν απλοποιώντας αφόρητα τόσα σημαντικά έργα. Μου άρεσαν οι Αδερφοί Γκριμ και ο Άντερσεν, που διαισθανόμουν ότι ήταν αντιπαιδαγωγικοί συγγραφείς. Απ’ τον Άντερσεν με συγκινούσε η «βασίλισσα του χιονιού», που κρατούσε τον μικρό ήρωα στο παγωμένο μπλε της βασίλειο, αντάξιο του δωματίου «υποδοχής» του σπιτιού μας, που ήταν βορινό και σπάνια θερμαινόταν. Απ’ τον Ιούλιο Βερν διασκέδαζα με το «Καίσαρ Κασκαμπέλ» Πάνω απ’ όλα ταυτιζόμουν με τους «Άθλιους» του Ουγκώ. Υπήρχε όμως κι ένα «αστραπιαίο» βαλκανικό παραμύθι που με προβλημάτιζε με τη φρίκη του. «Η Γιλού». Έτσι ονομαζόταν. Η Γιλού, λοιπόν, υπήρξε τόσο κακιά κι ελεεινή, που μόλις γεννήθηκε κατασπάραξε τη μάνα της και την έφαγε… Σκέψου!

- Τι παίζατε; Είσαστε μοναχικό ή κοινωνικό παιδί;

- Παιχνίδια του δρόμου. Αυτά προτιμούσαμε και, βέβαια, είχαμε αυτήν την ευχέρεια όσοι ζούσαμε σε επαρχία. Ποδόσφαιρο, πετροπόλεμο, κατσακλίκια τα βράδια (δυο μεγάλες ομάδες παιδιών η μία έψαχνε την άλλη). Ήμουν διοργανωτής θεάτρων στη γειτονιά μου, κάτι που εξόργιζε τους δικούς μου. Έτρεμαν την ιδέα του θεάτρου. Τελικώς μάλλον υπερίσχυε η μοναχική μου πλευρά και προτιμούσα την ονειροπόληση. Ταξίδευα πάνω στο χαλί της τραπεζαρίας με προορισμό την Γαλλία, υποθέτω λόγω «Αθλίων».

- Πότε φύγατε από την Αλεξανδρούπολη; Και γιατί Δημοσιογραφία; Θέατρο; Υπάρχει ακόμη η τόσο μεγάλη αγάπη του θεάτρου;

- Ουσιαστικά έφυγα το 1962. Στα δεκαπέντε μου, που, λόγω ασθένειας, άλλαξε παντελώς η ζωή μου. Βρισκόμουν εκεί αλλά με απασχολούσαν άλλα πράγματα. Διάβαζα με πάθος βιβλία και μισούσα το σχολείο. Ποτέ δηλαδή δεν μου πήγαινε το σχολείο. Ίσως για ένα μικρό διάστημα, που, μαζί με μια μικρή αιρετική παρέα, καννιβαλίζαμε το σύμπαν. Οριστικά έφυγα το 1966.
Έκανα δημοσιογραφία και σκηνογραφία – ενδυματολογία που την εφάρμοσα πολύ αργότερα σε έργα μου. Το θέατρο για μένα ήταν το παν και ο Κουν ο Θεός. Απ’ το 1962 που παρακολούθησα στο «Υπόγειο» τον «Ρινόκερο» του Ιονέσκο. Έγραψα καμιά σαρανταριά έργα παραπλανημένος ευχάριστα απ’ τον Μπέκετ, τον Μπρεχτ, τις ανοησίες του Ανούιγ και το υπέροχο αμερικάνικο θέατρο. Εκείνη την εποχή το ευαγγέλιό μου ήταν το περιοδικό «Θέατρο» του Νίτσου. Η Δημοσιογραφία υπήρξε για μένα… ένα σημαντικό παράθυρο, ένα αληθινά σοβαρό σχολείο.

- Η πρώτη εικόνα των… Αθηνών;

- Η πρώτη εικόνα της Αθήνας μύριζε σαλάμι, γιατί έμενα σ’ ένα ξενοδοχείο- υπάρχει ακόμη σαν κτίριο – ακριβώς απέναντι απ’ τη Βαρβάκειο αγορά. Θλιβερή εικόνα με γκρίζο μαρτιάτικο ουρανό. Εκεί μύρισα για πρώτη φορά και φρέζιες. Ευτυχώς η φρέζια υπερίσχυσε γρήγορα του σαλαμιού και η παρεξήγηση διαλύθηκε.

- Πώς φτάσατε να γράφετε το πρώτο βιβλίο σας;

- Από ένα στοίχημα κι απ’ το σύνδρομο διασκεδαστή που με κατείχε, όταν είχαμε – δηλαδή πάντα- μεταμεσονύκτιους επισκέπτες. Ήθελα να γράψω κάτι σαν την Χαλιμά που να τους κρατά ξύπνιους… Έτσι έγραψα τον «Μεγάλο Θανατικό» που, όσο προχωρούσα, αποφάσιζα ότι η διαδικασία του βιβλίου χρειάζεται σιωπή και εχεμύθεια, ασχέτως αν χρησιμοποιούσα την τεχνική του κόμικς. Στο μυθιστόρημα οδηγήθηκα ενστικτωδώς, κατάπληκτος πόσο αποκαλυπτικές μπορούσαν να είναι οι λέξεις με προορισμό την ανάγνωση.

- Και τι σημαίνουν, σήμερα, για σας οι ιστορίες και η γραφή;

- Για μένα τα βιβλία, οι ιστορίες μου και η ήρωές μου αποτελούν… ίσως το μοναδικό μέσον επικοινωνίας. Είναι το… κινητό μου, ο υπολογιστής μου, το αυτοκίνητο, όλα όσα πεισματικά αρνούμαι να υιοθετήσω από μια έμφυτη περιφρόνηση στα τεχνολογικά θαύματα. Χωρίς να σημαίνει ότι φλέγομαι για επικοινωνία, βρήκα μέσω γραφής μια δικαιολογία να ψευτοσυντηρώ την κοινωνικότητά μου. Ακούγεται ψεύτικο αλλά είναι… αληθινό.

- Τα παιδικά σας χρόνια κατά πόσο περνούν στο έργο σας;

- Όσο… τα αντέχει και νομίζω ότι τα αντέχει, αφού εκεί μέσα συνωστίζεται τρισδιάστατα ο χαρακτήρας μου και η αντίληψή μου για τον κόσμο. Ήταν η πιο δημιουργική περίοδος της φαντασίας μου, η πιο αντικειμενικά αμείλικτη. Παρακολουθούσα ψύχραιμα τη ζωή και το θάνατο, δυσπιστούσα στα καμώματα των μεγάλων, αγανακτούσα που δεν ανήκα στην ταχυδακτυλουργικού ήθους οικογένεια του Χριστού, αξιολογούσα λεπτομερειακά τις ώρες, τις εποχές… Πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά και κυρίως πώς να ξεχάσω την αγάπη που εισέπραττα από τους δικούς μου, που σήμερα δεν υπάρχουν πια; Φυσικά ήμουν το μόνο παιδί που δεν έκανε όνειρα για το μέλλον του ως μεγάλος. Δεν είχα κανένα σοβαρό όνειρο, τώρα που το σκέφτομαι, γιατί δεν γούσταρα την ενηλικίωση. Όταν ήρθε η εφηβεία δεινοπάθησα με τον καινούργιο μου ρόλο. Φοβάμαι πως δεν τον ερμήνευσα σωστά ποτέ και αντίστοιχα ουδείς χειροκρότησε την μετριότατη ερμηνεία μου ως εφήβου.

- Και κατά πόσο τα βιβλία σας είναι ή δεν είναι αυτοβιογραφικά;

- Αυτοβιογραφικό είναι το συναίσθημα, που διοχετεύω στα πρόσωπα κάποιες φορές, και η ηδονοβλεπτική μου συμπεριφορά σε σχέση με τα πάθη τους. Αυτοβιογραφική είναι η χρονογραφική περιγραφή και η αρωματική της γεωγραφία. Έχοντας ακόμη την αίσθηση – ψευδαίσθηση πως οι συγγραφείς είναι μεσίτες για την αθανασία, περιγράφω άτομα που γνώρισα και δεν θέλω να ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου, εγκλωβίζοντάς τα σε μια ιστορία. Πρόκειται για ανόητη παρηγοριά αλλά το κάνω απολύτως συνειδητά. Το έκανα όσο μ’ έπαιρνε και στον «Θείο Τάκη».

- «Σχετικά με την παιδική ηλικία μου, θα μπορούσα να μιλώ ατέλειωτα αφού χαρτογραφήθηκε σχεδόν ακέραια. Δεν είναι διόλου πρωτότυπο αλλά, ναι, αυτή είναι η μοναδική μου πατρίδα και δηλώνω φανατικός πατριώτης». Πέντε εικόνες που σας σημάδεψαν;

- Αλησμόνητες εικόνες θεωρώ εκείνες της Μεγάλης Εβδομάδας. Αξέχαστες Μεγάλες Τετάρτες και Μεγάλες Πέμπτες, με τις ετοιμασίες του Πάσχα, τα ψώνια στους μπακάληδες, που ήταν δική μου δουλειά, το ζύμωμα των τσουρεκιών το βράδυ και η αγωνία να φουσκώσουν, καθώς και το βάψιμο των αυγών με τα περίτεχνα σχέδια που τους έκανα. Αξέχαστα τα πρωινά των καλοκαιριών, που με την γιαγιά μου πηγαίναμε στους πλούσιους μπαξέδες για μελιτζάνες, που ήταν το βασικό καλοκαιρινό μας έδεσμα. Μετά απ’ τους μπαξέδες θα σταματούσαμε οπωσδήποτε στο νεκροταφείο. Από τότε τα νεκροταφεία μου είναι οικεία. Αξέχαστο θα μου μείνει και το πέσιμο ενός δάσκαλου, τον οποίο είχα καταραστεί για τα χαστούκια που μου έδινε. Τσακίστηκε κυριολεκτικά απ’ τις σκάλες αλλά δυστυχώς επέζησε. Αλλά η πιο εντυπωσιακή εικόνα που κράτησα είναι που κάποιο Νοέμβρη, με φοβερό νοτιά, κοπάδια με παλαμίδες γέμισαν τις ακτές της Αλεξανδρούπολης και πλήθη με κουβάδες και σκάφες τις μάζευαν ζωντανές.

- Η Αθήνα σε πέντε εικόνες;

- Ο Σταθμός Λαρίσης, σε όλες του τις φάσεις. Το Θέατρο Τέχνης κάτω απ’ τον «Ορφέα» σε απογευματινή παράσταση με Τέννεση Ουίλλιαμς. Η στάση των λεωφορείων στην οδό Μασσαλίας απέναντι απ’ το νεκροτομείο, που δεν υπάρχει πλέον. Η άνοιξη του 1962 με το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» στο θέατρο «Αθηνών» λόγω Μάνου Χατζιδάκι. Ένα πολύ ζεστό βράδυ στο θέατρο «Βέμπο» της οδού Καρόλου.

- Οι «συλλέκτες ενοχών», εν τέλει, γράφουν; Εσείς γιατί γράφετε, κύριε Ξανθούλη;

- Γράφω για να βρίσκω αιτίες να ζω. Οι αιτίες στην προφορική τους μορφή δεν με καλύπτουν. Στο χαρτί δεσμεύομαι κατά κάποιο τρόπο και βαυκαλίζομαι ότι κάνω κάτι χρήσιμο, συνθέτοντας μπουκέτα επινοήσεων.

- Και το χιούμορ, τι είναι; Άμυνα; Γενναιότητα; Καλή διάθεση ή επαναστατικός τρόπος;

- Το χιούμορ είναι η ηχώ του δράματος μεταλλαγμένη. Στη ζωή μου υπάρχει αφθονία τέτοιας παρήχησης. Μου αρέσει να τσαλακώνω την σοβαροφάνεια της πραγματικότητας έχοντας κανόνα ότι ο κόσμος είναι αντίφαση και παραλογισμός. Τελικά, νομίζω, ότι το χιούμορ είναι συνυφασμένο με το αμυντικό σύστημα του οργανισμού. Δυστυχώς μπορεί να έχω χιούμορ αλλά έχω και χοληστερίνη. Άλλοι πάλι ακριβώς το αντίθετο…

- Υπάρχει, τελικά, έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, εκείνο που ισχυρίζονται ότι μια ζωή το ίδιο βιβλίο γράφουμε, την ίδια μουσική σύνθεση τελειοποιούμε, τον ίδιο πίνακα επιδιώκουμε… Και οι δικές σας εμμονές, ποιες είναι;

- Άθελά μας γράφουμε για τις εμμονές μας, ακόμη κι όταν ορκιζόμαστε ότι αλλάξαμε πλώρη. Τριγυρνώ πολλά χρόνια στα ίδια τοπία, φωτισμένα διαφορετικά, οι ήρωές μου βυθίζονται σε ωκεανούς με γλυκό νερό που μυρίζει αλάτι. Παίζω μαζί τους, τους μεταχειρίζομαι με αδεξιότητα Θεού, τους αγαπώ σαδιστικά και συμπάσχω με τις αγωνίες τους. Στήνω δηλαδή κανονικά παγίδες στον εαυτό μου. Αυτό είναι όλο. Για άλλοθι έχω την πεποίθηση πως το πειραματόζωο είμαι εγώ. Είναι αρκετά κομπλικέ υπόθεση.

- Τι σημαίνει για σας η φράση «μνήμη μίλησε»;

- Να που φτάσαμε στον αγαπητό Ναμπόκοβ και στο «Μνήμη μίλησε». Το θέμα μας είναι αν θα ‘πρεπε να μιλά ή όχι. Αν θα ‘πρεπε να είμαστε φειδωλοί στο δημόσιο γύμνωμα προς χάριν τίνος; Αν θα ‘πρεπε να αποσπούμε τη μνήμη απ’ την ιδιωτική της σιωπή. Για τον περισσότερο κόσμο ευτυχώς δεν υφίσταται λόγος. Οι συγγραφείς όμως είθισται να εκβιάζουν πρόθυμα τη μνήμη τους μεγεθύνοντας τις εντυπώσεις κάποιων στιγμών με επιχειρηματολογία ειλικρίνειας. Λες και η ειλικρίνεια ποιεί συγγραφικό ήθος. Τέλος πάντων, ας πούμε ότι είναι έτσι.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Γ.Ξ. γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, το 1947, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης.
Σπούδασε Δημοσιογραφία και Ενδυματολογία Θεάτρου.
Έγραψε θέατρο, πεζογραφία, εικονογράφησε βιβλία για παιδιά, ενώ το 1982 ξεκίνησε να γράφει τα «Σαββατιάτικα» στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Από το 1989 κρατά συνεχώς στο ραδιόφωνο του DKY δυο σατιρικές εκπομπές.
Τα βιβλία του είναι:
«Ο μεγάλος Θανατικός» (1981),
«Οικογένεια Μπες- Βγες» (1982),
«Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα» (1984),
«Ο Σόουμαν δεν θα ‘ρθει απόψε» (1985),
«Το πεθαμένο λικέρ» (1987),
«Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας» (1989),
«Το ροζ που δεν ξέχασα» (1991),
«Η εποχή των καφέδων» (1992),
«Η Δευτέρα των αθώων» (1994),
«Το τρένο με τις φράουλες» (1996),
«Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες» (1998),
«Ο Τούρκος στον κήπο» (2001),
«Το τανγκό των Χριστουγέννων» (2003), όλα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».
«Κωνσταντινούπολη» (2004), από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο»,
«Το μενού των φαντασμάτων» (2004), από τις εκδόσεις «Πατάκη»,
«Ο Θείος Τάκης» (2005) και
«Του φιδιού το γάλα» από τα «Ελληνικά Γράμματα».
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

26/2/08

Ο λιγότερο μόνος στη Γη

«Είναι ο λιγότερο μόνος άνθρωπος που γνωρίζω. Πρόκειται για έναν άντρα που από νέος έχασε τους γονείς του- από σχεδόν παιδί είχε γίνει γονιός των άρρωστων γονιών του μέχρι που έφυγαν από τη ζωή. Δεν έχει παντρευτεί, δεν έχει κάνει δική του οικογένεια, δεν έχει αδέλφια, δεν έχει ουσιαστικά συγγενείς. Ζει πάντα μοναχός. Και όμως… δεν είναι ποτέ μόνος. Δεν τον αφήνουμε δηλαδή ήσυχο, γιατί μας είναι απαραίτητος.
Του ταιριάζει απόλυτα εκείνο που λένε στην Αφρική στη γλώσσα των Ζουλού: «Δε θα είσαι ποτέ μόνος αφού είμαστε μόνοι χωρίς εσένα».
Την έχω ξαναγράψει αυτή την ωραία φράση, αλλά αόριστα. Τώρα τη συνδέω με το πρόσωπό του που με έκανε να την καταλάβω καλύτερα. Για χάρη του το ξαναγράφω και όπως προφέρεται στην αφρικανική γλώσσα, διότι ανάμεσα στα τόσα πολλά που σπούδασε, που γνωρίζει, που μαθαίνει συνεχώς, είναι και γλώσσες της Μαύρης ηπείρου, ίσως γιατί παλαιότερα προβληματίστηκε να φύγει για ιεραποστολή:
Ungeke udliwe umzwangedwa sisekhona.
Σπάνια, πλάσμα αγαπά τόσο τη ζωή και τους ανθρώπους- αυτά πάνε μαζί, δε γίνεται αλλιώς-, που συνέχεια σπουδάζει, μελετά, αναζητάει τα πιο απίθανα, όχι μόνο από προσωπική δίψα να ανιχνεύει το μυστήριο της ύπαρξης αλλά, πιο πολύ, για να είναι περισσότερο αποτελεσματικός προσφέροντας. Χαρίζοντας γνώση, παρηγοριά, θεραπείες, κέφι, συμβουλές όλων των ειδών- από ιατρικές συμβουλές μέχρι πώς γίνεται νοστιμότερος ο χαλβάς.
Επιμένει πως: «Αγάπη χωρίς ευθύνη δεν είναι αγάπη».
«Και ευθύνη χωρίς αγάπη;» ρωτώ.
«Α! Αυτό είναι ένα πολύ παγωμένο πράγμα…» απαντάει.

«Η αγάπη είναι ένα διαρκές άθλημα», μας θυμίζει.


ΥΓ1: Μικρό απόσπασμα από το ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου της Μάρως Βαμβουνάκη «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» (μόλις κυκλοφόρησε, μαγικό σχεδόν, με ιαματικές ιδιότητες, υπέροχο, εκδόσεις «Ψυχογιός»).
Επειδή ό,τι δίνεις, έχεις, ό,τι κρατάς το χάνεις.
Διότι κι εγώ ευλογήθηκα απ’ τη φιλία και την αγάπη κάποιων ανθρώπων. Η ιερότητα της φιλίας τους με προστατεύει πάντα, κι η ευλογία συνεχίζεται ακόμα και τώρα, με φίλους καινούργιους, καλούς.
Και επειδή αυτό τον υπέροχο άνθρωπο που αναδύεται μέσα απ’ εκείνο το σχεδόν θαυματουργικό βιβλίο, επιθυμώ να σας τον γνωρίσω, να σας τον χαρίσω, ως χρέος παλιό.

ΥΓ2: Και ως μικρό αντίδωρο, δεχθείτε κι αυτό:
Αντιγράφουμε από τον εξαιρετικό του οπισθόφυλλο που υπογράφει η συγγραφέας:
«Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μην σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. Ο άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα, τις απανωτές απογοητεύσεις- όχι αυτά που δεν έχεις αλλά απ’ αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις. Από παντού ακούς χείλη πικρά να συμπεραίνουν πως δεν υπάρχει συναίσθημα, δεν υπάρχει φιλία, δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αξίες, φιλότιμο. Οι άνθρωποι παραπονιούνται πως δεν τους αγαπούν. Είναι εξάρτηση να περιμένεις από τους άλλους να σου χαρίσουν την αγάπη. Η αγάπη όντως είναι η μεγάλη πλήρωση της ύπαρξης, αλλά μόνο όταν πρόκειται για αγάπη που δίνεις. Όσο κι αν αγαπιέσαι, το ανικανοποίητο θα επιμένει ζοφώδες στην καρδιά, αν αυτή η καρδιά δεν μπορεί να αγαπήσει.
Γεμίζουμε μονάχα απ’ την αγάπη που εμείς δίνουμε, από την πίστη που ασκούμε, από όσα δικά μας χαρίζουμε. Ακόμη κι η ψυχή δια της απωλείας της κερδίζεται.
Είναι μοίρα ή ελεύθερη επιλογή η ικανότητά μας στο συναίσθημα; Πρέπει να είναι ελεύθερη επιλογή, γι’ αυτό και η καρδιά είναι διαρκώς θυμωμένη με τον μίζερο εαυτό μας που τη στενεύει. Κι αν είναι δύσκολο να βρίσκουμε αγάπες, είναι πιο δύσκολο να αγαπάμε, προυποθέτει μεταστροφή της εγωιστικά εκπαιδευμένης προσωπικότητάς μας κάτι τέτοιο. Όσο την αρνούμαστε τη μεταμόρφωση, η επιδημία της ανίας και της κατάθλιψης εξαπλώνεται, σαν φάντασμα στοιχειώνει τη ζωή μας.

Λέγεται πως: «Μελαγχολία είναι η αξόδευτη αγάπη…».

ΥΓ3: Αλλά σε μας, αρέσει να ξοδευόμαστε, ναι?

22/2/08

Το Χθες, δεν υπάρχει. Το Αύριο, είναι του Θεού. Και κάθομαι ήσυχα. Στο Αιώνιο Παρόν του!

Η πρόσκληση μού ήρθε από την αγαπημένη μου Renata και αφορούσε δυο… πάθη μου: βιβλία και παιχνίδι. Εάν προσθέσουμε σ’ αυτό και μια έφεση προς… ομαδικότητα (παρά το εσωστρεφές και το φύσει και θέσει μοναχικό μου) όπως σωστά επισήμανε και ο Κυρ- Μανούλ, κατανοείτε όλοι ότι πολύ χάρηκα, γι’ αυτό και φρόντισα να ανταποκριθώ εγκαίρως.
Οι κανόνες σαφείς και οι εξής:
1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123 (αν το βιβλίο διαθέτει λιγότερες από 123 σελίδες, άφησέ το και πήγαινε στο επόμενο κοντινότερο).
3. Βρες την πέμπτη περίοδο (=από τελεία σε τελεία, αν θυμάσαι) της σελίδας.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις περιόδους (δηλ. την έκτη, την έβδομη και την όγδοη*).
5. Ζήτα από πέντε ανθρώπους να κάνουν το ίδιο.
Γυρνώντας, λοιπόν, στο σπίτι μου (δεν αποτολμώ καν αυτό να το κάνω στο γραφείο, τι να πιάσεις και τι ν’ αφήσεις εκεί) απλώνω αργά το βράδυ το χέρι στο κομοδίνο.
Απ’ όταν εκδόθηκε βρίσκεται εκεί: Χιλιοτσακισμένο, χιλιοσημειωμένο, χιλιοχρησιμοποιημένο, με λεκέδες από δάκρυα, γάλα, τσαγάκια του βουνού… κι ένα σελιδοδείκτη κεντητό από την «Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Άνδρου».
Το πρωτοπήρα επειδή η γερόντισσα ήταν φτυστή η γιαγιά μου (σε φωτό ασπρόμαυρη, και θέλω να πιστεύω ότι τα γκριζωπά ματάκια της ήταν και γαλανά): σοβαρή, τρυφερή, ελεύθερη, περιπαικτική, φροντιστική, σκανδαλιάρα. Πάντα εκεί, πάντα δίπλα μου, τριάντα έξι χρόνια μετά την κοίμησή της. Παιδάκι ήμουν αλλά η γαλάζια γιαγιά μου δεν μ’ εγκατέλειψε ποτέ, μου έστειλε λοιπόν ως άλλον αντικατοπτρισμό μιαν άλλη.
Γερόντισσα Γαβριηλία
Και «Η Ασκητική της Αγάπης» ο τίτλος του αγαπημένου, του πάντα πλησιέστερου βιβλίου.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε, σελίς 123.
Τίτλος κεφαλαίου: «Το Σπίτι των Αγγέλων».
Πέμπτη περίοδος και τρεις επόμενες, μετά…

«Και τότε, ήρθε με σκυφτά βηματάκια το πιο φωτεινό πλάσμα που είχα δει ποτέ μου. Σταμάτησε στο άδειο θυρωρείο, πάτησε το κουμπί για ν’ ανοίξει η εξώπορτα της πολυκατοικίας… «Μάλιστα»; «Καλησπέρα σας… είμαι η Δ που σας τηλεφώνησα από τον Σταμάτη την Κυριακή»… Πού να με καταλάβει έτσι που ήμουν ντυμένη και κόντρα στο φως με τα αδύνατα ματάκια της… Άνοιγε την πόρτα… κι εσύ έμπαινες δίχως να το συνειδητοποιείς καλά- καλά, «δωρεάν», στο Σπίτι των Αγγέλων και στην καρδιά της. Άμεσα, χωρίς διαδικασίες, όρους, τύπους ή προυποθέσεις.
Άνοιγε διάπλατα τα δυο της χέρια και σαν να είχατε χωρίσει πριν πάρα πολλές μέρες, σε καλωσόριζε μ’ ένα «Ούου… Καλώς την! Καλώς την!»
Αυτό ήταν το πρώτο ξάφνιασμα της αγάπης της.
Σ’ έκανε να νοιώθεις φοβερά οικεία από την πρώτη στιγμή. Λες και σε περίμενε μυστικά ή ότι σε ήξερε από παλιά. Άλλωστε για κείνην όπως μας έλεγε, δεν υπήρχαν άγνωστοι. Όλοι ήταν γνωστοί και φίλοι.
Έμπαινες λοιπόν κι αμέσως ανέπνεες έναν αέρα ανάλαφρο, που λες και δεν ήταν της Αθήνας. Με μιας, κάτι σε απογείωνε και σε πήγαινε σε κάποιον ονειρεμένο κόσμο. Γαλήνη, ηρεμία. Πρωτόγνωρα πράγματα δηλαδή. Μοσχοβόλαγε διάχυτα μια ειρηνευτική ευωδία κι εσύ αναρωτιόσουν πού να ήρθες τάχα…
Είχες έρθει στο Σπίτι των Αγγέλων και της Ειρήνης. Κάποιος την είχε βρει τούτη την Ειρήνη και την σκορπούσε πλουσιοπάροχα. «Βρες εσύ την ειρήνη, και χιλιάδες γύρω σου σώζονται» λέει ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ»…

Καλώ, λοιπόν, με τη σειρά μου κι εγώ άλλους πέντε:
1) Librofilo, σταθερά (αν όχι εσείς, ποιος?)
2) Nuwanda και Daniela (πηγαίνουν μαζί)
3) Κυρ- Μανουήλ (σας ταιριάζει το θέμα)
4) Κ.Κ.Μοίρη (από… σωσίβια, ε?)
5) Εαρινή Συμφωνία (Εαρινούλα…)

Και υστερόγραφα, τώρα (κλασικά…. εικονογραφημένα):

ΥΓ1: Το επόμενο πλησιέστερο (δίπλα- δίπλα ακριβώς) είναι η πλέον πρόσφατη ηλεκτρονική μου πια αλληλογραφία (τα συρτάρια δίπλα στο κρεβάτι αντί για καλσόν ή εσώρουχα, περιέχουνε… κάρτες, γράμματα, κασέτες από παλιές ένδοξες μέρες):
Αντιγράφω: «Σεξουαλικό είναι το βιβλίο βρε! Δεν το καταλάβατε?
Μπορεί να διαβαστεί ως εξής..
Νεαρός πηγμένος στη μαλακία με σπυράκια σε όλο το πρόσωπο και με βλέμμα χαζό από τις τσόντες και τα πορνοπεριοδικά, παντρεύεται μικρή ασεξουαλικιά με λεσβιακές τάσεις, η οποία ήτο πρώτη μαθήτρια και σημαιοφόρος στο σχολείο με γυαλομπούκαλα.
Τη πρώτη νύχτα του γάμου, μόλις πάει να μπει μέσα της χύνει, το σπέρμα φεύγει δεξιά κι αριστερά κατά κύματα. Χάλια η μικρή, αηδιάζει σηκώνεται και τρέχει στη παραλία. Κρύβεται πίσω από ένα δέντρο. Μετά από ώρα, πλησιάζει ο νεαρός ακόμα θολωμένος. Αλληλοβρίζονται, εκείνη φεύγει τον παρατάει σύξυλο. Ο μικρός γυρίζει στο δωμάτιο, ανοίγει τη βαλίτσα, βγάζει το dvd με τη Πάμελα Αντερσον, τραβάει το πουλί του μέχρι να ματώσει, τον παίρνει ο ύπνος..
Το επόμενο πρωί ξυπνάει ,φεύγει. Αχ ο γάμος είναι ένα υπέροχο πράγμα μονολογεί.
Αυτά...» (από LIBROFILO τώρα αυτό και επί της διαφωνίας μας όσον αφορά την «ΑΚΤΗ» του Ιαν Μακ Γιούαν! Την δική μου… εκδοχή, σε προσεχές ποστ, με όοοολες τις επί μέρους διαφωνίες! Λόγος και αντίλογος, εμπεριστατωμένα πράγματα δηλαδή!)

Βεβαίως το σκέφτηκα καλά «να το βάλω, να μην το βάλω?»
Μετά θυμήθηκα ένα παλιό παρόμοιο, αντιφατικότατον κωμικοτραγικό περιστατικό το οποίο, εάν τολμήσω, επίσης θα βάλω:
Ερχόμουν από Αθήνα προς Χαλάνδρι, οδηγώντας με νεύρα και φρένα χάλια. Κάποια στιγμή, παρ’ ολίγον ατύχημα (παρά τρίχα, δηλαδή). Συνειδητοποιώ, βεβαίως, ότι κάλλιστα μπορεί να συμβεί κι εγώ μια χαρά χαρούλα να βρεθώ στο νοσοκομείο. Και ν’ ανοίξουν την τεράστια τσάντα μου που ειδικά αυτή την ημέρα, εμπεριείχε:
α) Μια εικόνα και τρία λιβανάκια από το Άγιον Όρος, που μου είχε φέρει ο φίλος μου μοναχός Ματθαίος (παλιός συμμαθητής μου Σωτήρης).
β) Κομποσκοινάκι με χάντρα μπλε.
γ) Δυο βιβλία του γέροντος Παισίου.
δ) Εσώρουχα, γαλλική δαντέλα άρτι αγορασθέντα.
ε) Δυο τόμους από του Εμπειρίκου τον «Μεγάλο Ανατολικό»
στ) Τρεις Μαρκήσιους Ντε Σαντ και «Έναν εραστή Λαίδη Τσάτερλυ» για προσεχές αφιέρωμά μου στο… ερωτικό βιβλίο!
Αναλογίστηκα τα… μούτρα του κυρ- αστυνόμου ή τροχονόμου όταν θα τα ΄βρει όλα αυτά και σιγουρεύτηκα: το… τατί (έτσι λέει εκ του ήχου του το 166 η ξαδελφή μου η δρακουλίνα- γιατρός είναι, οικογενειακή) δεν θα με πήγαινε στο Γενικό Κρατικό ή σε παρεμφερή κλινική, αλλά στο… Δρομοκαίτειο, Αιγινίτειο, το Δαφνί, υπάρχει ακόμα, αλήθεια, η κλινική του Συνούρη? (θα το προτιμούσα).
Αυτά και αν τολμήσω, όλα θα τα παραθέσω και δεν θα με λογοκρίνω!

Καλό Σαββατοκύριακο, ναι? Με όλες τις αντιφάσεις μας, διότι ο εαυτός μας είναι οι πολλοί εαυτοί μας, και να τον αγαπάμε!

21/2/08

Όταν χαμογελάς, φεύγει το μαράζι

Αφιερωμένο στους φίλους μου,
στη Μάρω, στη Ρίτσα και κάπου αλλού,
με μιαν αγάπη μέχρι τον ουρανό, ναι?

«Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΗΣ ΓΗΣ» της Φωτεινής Τσαλίκογλου, Ζωγραφιές: Αλέξης Κυριτσόπουλος, Εκδ. «Κέδρος», τιμή: 14 ευρώ.

« - Όταν χαμογελάς, φεύγει το μαράζι, έλεγε η μαμά της.
- Τι είναι το μαράζι, μαμά;
- Μαράζι είναι η λύπη όταν χάνεις αυτό που αγαπάς.
- Αυτό που αγαπώ θέλω να μείνει για πάντα εδώ».
Κάπως έτσι, παρηγορητικά αλλά και προειδοποιητικά ξεκινά ένα αλληγορικό παραμύθι «για τη Χρυσάνθη» που ήταν κάποτε «ένα γελαστό κορίτσι» από την συγγραφέα και Καθηγήτρια Ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε εντυπωσιακή εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου.
Στις σελίδες του, κατ’ αρχάς, μια μεγάλη φιλία. Της Χρυσάνθης με την Κλειώ:
«- Μ’ αγαπάς, Κλειώ;
- Σ’ αγαπώ.
- Μέχρι πού;
- Μέχρι τον ουρανό.
- Δε μου φτάνει. Θέλω κάτι πιο πολύ.
- Τι είναι πιο πολύ από τον ουρανό;
- Η Γη. Θέλω να μ’ αγαπάς μέχρι τη Γη.
- Υπόσχομαι να σ’ αγαπώ μέχρι τη Γη, είπε η Κλειώ.
- Για πάντα;
- Για πάντα;»
Πόσο «για πάντα» όμως κρατά, τελικά, αυτό το «για πάντα»; Και πως ορίζεται, εν τέλει, «το πιο σημαντικό»;
«- Ποιος ξέρει να μου πει τι είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη Γη; Ρώτησε μια μέρα η δασκάλα στο σχολείο.
- Το πιο σημαντικό πράγμα στη Γη είναι η Κλειώ, είπε αμέσως η Χρυσάνθη.
- Όχι! Το πιο σημαντικό πράγμα στη Γη είναι η Γη, είπε η δασκάλα. Αν δεν υπήρχε Γη, δεν θα υπήρχε η Κλειώ, ούτε κι εσύ. Τίποτα και κανείς δε θα ήταν πάνω στη Γη αν δεν υπήρχε η Γη».
Και στην πορεία η Χρυσάνθη θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την απώλεια: της Κλειώς κατ’ αρχή, που θα ακολουθήσει τους γονείς της στην άλλη άκρη της γης. Της Νεφέλης, αμέσως μετά. Ενός μικρού τρυφερού άσπρου ζώου, που κι αυτό θα χαθεί μακριά.
Ακόμα και την πιθανή απώλεια της σημαντικότατης γης, θα χρειαστεί να αναλογιστεί και να αντιμετωπίσει. Διότι η Φωτεινή Τσαλίκογλου σοφά παρεμβάλει και σαν παραμύθι «την ιστορία της Γης». Θέτοντας με τρόπο μαγικό και μαγευτικό, παραμυθένιο και αλληγορικό, τεράστια ζητήματα:
Την καταστροφή του πλανήτη και το χρέος όλων μας απέναντί του, διότι: «ένα σύννεφο πυρακτωμένο είναι η Γη. Γύρω της κινείται ο ήλιος, την καίει σιγά σιγά με τις ακτίνες του. Η «ηλιακή σταθερά» δεν υπάρχει. Τίποτα μα τίποτα δε μένει σταθερό. Όλα αλλάζουν. Ο,τι μέχρι τώρα έχεις κι αγαπάς σε μια στιγμή μπορεί να μην υπάρχει πια. Πώς να ζήσεις σε μια τέτοια Γη;»
Την θλίψη απ’ την απώλεια, διότι: «Η λύπη,/ όπως η γρίπη,/ το κρυολόγημα,/ το συνάχι,/ ο πονοκέφαλος,/ το βαρύ στομάχι,/ η λύπη σε κάνει άρρωστο». Η λύπη σε κάνει αδιάφορο και φοβισμένο.
Και την υπέρβασή της μέσα από την ιαματική και θαυματουργική τέχνη, διότι: «Μια ιδέα φωτεινή της ήρθε τότε στο μυαλό: Θα πουλήσω την ανάμνηση που έχω από την Κλειώ/ κι έτσι θα μπορέσω να απαλλαγώ».
Τη σοφή νομοτέλεια που διέπει τα πάντα, κατά συνέπεια: «Αφού όμως όλα αλλάζουν/ αλλάζει και το κακό./ Κι αυτό είναι το μεγάλο/ μυστικό!!!/ Αν όλα πράγματι αλλάζουν,/ τότε και το κακό αλλάζει και/ φεύγει./ Ακόμα και τα όνειρα με κακό / τέλος κάπου τελειώνουν».
Για το φινάλε, ο πανδαμάτωρ Χρόνος και η ύψιστη υπέρβαση, στα όρια σχεδόν του μεταφυσικού: Της Χρυσάνθης το παιδί μεγάλωσε και γέννησε ένα μωρό. Κι έτσι στις 15 Οκτωβρίου του 2078 η μικρή Χ. στο σχολείο στο dream e-notebook ζωγράφισε τη Γη και τη θάλασσα, κι ένα μεγάλο καράβι με δυο κορίτσια στην ηλικία της κι ένα άσπρο ζώο και τη νεράιδα της γης με τα πυρρόξανθα σγουρά μαλλιά. Διασώζοντας για πάντα την φιλία και την ανάμνηση της Χρυσάνθης. Ζώντας ένα όνειρο μέσα σε όνειρο όπως το περιέγραψε αριστουργηματικά ο Σαίξπηρ και το αναπαρήγαγε ο Μπόρχες πάλι και πάλι σοφά. Επειδή μια φιλία μπορεί και σώζει τα πάντα, μετακινεί βουνά. Και ναι, δυο κορίτσια, μπορεί εν τέλει να σώσουν τον κόσμο!
Ένα παραβολικό παραμύθι για την ιερότητα της φιλίας, την υπέρβαση της τέχνης, την υποχρέωσή μας να σώσουμε την Γη που μας φιλοξενεί όλους, την λύπη που μας τρώει τα σωθικά. Με λεπτές ποιητικές αποχρώσεις, ατμόσφαιρα μαγικού ρεαλισμού και υποδόριο ψυχολογικό υπόβαθρο. Μια ιστορία που παρ’ ότι μας βάζει δύσκολα, μας χαιδεύει σαν γαζούλα την καρδιά: «Αρκεί να μην ξεχνάς/ και κάθε τόσο να θυμάσαι/ τη Νεφέλη, την Κλειώ./ Αυτό που κάποτε υπήρξε/ σώζεται μες στο μυαλό./ Τίποτα δε χάνεται,/ Η ανάμνηση / είναι κάτι μαγικό».
Μια ιστορία που διασώζει τη Μνήμη. Διότι η Μνήμη είναι κάτι πολύ βασικό. Και καθοριστικό. Για την ύπαρξη των πάντων.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της:
«Η κόρη της Ανθής Αλκαίου»,
«Έρως φαρμακοποιός»,
«Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ»,
«Ονειρεύτηκε πως είμαι καλά».
Επιστημονικά της έργα και δοκίμια:
«Σχιζοφρένεια και Φόνος. Αναζητώντας τον χαμένο Παράδεισο»,
«Μυθολογίες βίας και καταστολής»,
«Ο Μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή»,
«Ψυχο-λογικά. Οι παγίδες του αυτονόητου»,
«Η ψυχολογία της καθημερινής ζωής»,
«Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων» και το
«Μήπως» μαζί με την Μαργαρίτα Καραπάνου.

17/2/08

Μαμά, μήπως γερνά κάποιος στον ύπνο του?

"Εκείνη αγαπά τη γεύση του αλκοόλ πάνω στα χείλη μου, εγώ λατρεύω τις ψευδαισθήσεις της".
Ζέλντα Σέιερ και Σκοτ Φιτζέραλντ.
Πυρετός και διαρκείς ίλιγγοι για μια εβδομάδα. Αλλά κι ένας έρωτας παλιός που ξαναφούντωσε. Ολα ξανά μανά από την αρχή: "Ο υπέροχος Γκάτσμπυ" (εξάλλου δεν τον ξεπέρασα ποτέ), "Τρυφερή είναι η νύχτα" (με χιόνι, πάλι και πάλι), "Το σπάσιμο" (σχεδόν απέξω κι ανακατωτά), "Ομορφοι και καταραμένοι" Και "Το πλουσιόπαιδο και άλλες ιστορίες" μ' αυτό το αριστουργηματικό "Ενα διαμάντι μεγάλο όσο το Ριτς" (έξοχοι τόμοι από Ερατώ), "Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ", "Ερωτας μέσα στη νύχτα", ο μισοτελειωμένος "Τελευταίος μεγιστάνας", "Η χαμένη δεκαετία" (αν είναι δυνατόν να χάνεται κάτι τελικά) και το δικό της "Χαρίστε μου το βαλς" (εκδόσεις "Σιγαρέτα", Οδός Πανός, θυμάστε?)
Περισσότερο Φιτζέραλντ, προσεχώς! Μιλάμε για μέγα πάθος!
Για την ώρα, γιατρευόμαστε και χαζεύουμε το όμορφο χιόνι, ναι?

7/2/08

Παντού μπορεί να ευτυχήσει κανείς

Το γράμμα που λείπει

Πρώτα ζωντάνεψε το Golem. Αργά- αργά ο ήρωας στο εξώφυλλο αυτού του τσέχικου παραμυθιού, άρχισε να κινείται: στο ράφι, στην καρέκλα, στο τραπέζι...
Λίγη ώρα μετά, απ' τις σελίδες του βιβλίου ξεχείλισαν δρόμοι και κτήρια. Το πάθαινε αυτό με τον Μπόρχες παντού όπου άφηνε τα σημάδια του, σκέφτηκε, δεν έδωσε σημασία.
Το δεύτερο βράδυ ο κλόουν στην δίφυλλη πόρτα, της χαμογέλασε.
«Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος?»
«Το έχουν αυτό όσοι φροντίζουν τους άλλους ή τους κάνουν να γελούν», της είπε, τον άκουσε χωρίς καν να κινήσει τα χείλη. Μονάχα τα χέρια του άρχισαν να χτυπούν το ταμπούρλο γλυκά.
«Ο τυμπανιστής των Χριστουγέννων» ίσα που χάραξε στη σκέψη της κι ύστερα «το θαύμα έχει δικαίωμα να επιβάλει τους όρους του».
Το ζούσε, εξάλλου, πια κάθε βράδυ μόλις έσβηναν τα φώτα, η βεράντα της πλημμύριζε φεγγάρι και κυριαρχούσε η βασιλεύουσα σιωπή.
Το αλογάκι στο φωτιστικό και πάλι τέντωνε τα πόδια του. Η προβοσκίδα του ελέφαντα ανεβοκατέβαινε αργά και καθησυχαστικά. Η μπαλαρίνα στο μουσικό κουτί ίσα που ακροπατούσε στ' ακροδάχτυλα, «θα ζαλιστείς, είναι γρήγορο για σένα το bolero».
Η γιαγιά της στην παλιά φωτογραφία τής έκλεινε για πέμπτη νύχτα το μάτι. Οι μάσκες άλλαζαν έκφραση και τις φοβόταν γι' αυτό. Εκείνον τον φοβόταν που ήταν ανέκφραστος σα μάσκα. Κι εκείνες για το ακριβώς αντίθετο, που είναι τόσο εκφραστικές.
Η κούκλα της κλαίει. Το καπέλο στο τζάκι, πετά. Το αγγελάκι στο αριστερό ράφι εκτοξεύει τριαντάφυλλο. Το ρολόι γυρίζει ανάποδα τους δείκτες. Η αφίσα λειτουργεί σαν κινούμενο σκίτσο. Το ποδήλατο στο τζάκι παίρνει ζωή.
Η πένα κάνει μακροβούτι στο μοβ μελανοδοχείο και ζωγραφίζει ένα πρόσωπο γελαστό στο άσπρο χαρτί. Το κουτί ξεκλειδώνει και ανοιγοκλείνει. Το μπισκότο γελά. Η σοκολάτα λειώνει, ένα ρυάκι γίνεται, πνίγεται. Η σκουπίτσα της μάγισσας διασχίζει το διάδρομο. Ο άνθρωπος με το καπέλο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία σηκώνεται απ' το παγκάκι και βαδίζει στη θάλασσα, πάντα τους εμπιστευόταν όσους περπατούν στο νερό. Το ροζ γυαλί της λάμπας τα έβαψε όλα. Ο Κάφκα στο χαρτί αλληλογραφίας όλο έρχεται προς το μέρος της. Τα τριαντάφυλλα στο ημερολόγιο ανοιγοκλείνουν κάθε πρωί.
Κι αυτή που κατοικεί σ' ένα σπίτι που ταξιδεύει, δεν της αρκεί. Γράφει για ένα νησί που αλλάζει θέση σαν το φεγγάρι βράδυ- πρωί. Οι κάτοικοι που κοιμούνται ατενίζοντας τα χιόνια του βορρά, ξυπνούν με θέα την μεσογειακή θάλασσα. Όλ' αυτά βέβαια, τώρα που έχουν γίνει πια εφικτά.

Αναζητούσε για χρόνια το γράμμα που λείπει.

Την ύπαρξή του είχε διαπιστώσει από μικρή. Στην κούνια ήταν. Κι ήταν το πρώτο. Τότε που όλα τριγύρω ήταν ζωντανά: η κουδουνίστρα, το τρενάκι, η μοβ κούκλα. Το σπίτι στο παζλ. Το ποτάμι στο πόστερ που την τρομάζει. Η γάτα η Ρόζα στο ροζ χαλί. Ο Μπίλλυ το αρκουδάκι στο φωτιστικό, δίπλα στο κομοδίνο.
Τραπέζι, καρεκλάκι, όλα φίλοι της.
Ακόμα και ο Πινόκιο που το ‘σκαγε απ' το παραμύθι «έτσι ζωντάνεψα», της εκμυστηρεύτηκε, «μ' αυτό το μαγικό»:
α ι χ υ τ υ ε

Μετά, σταμάτησαν όλα!
Κουδουνίστρα, τρενάκι, μοβ κούκλα, παζλ, Πινόκιο, Μπίλυ και Ρόζα στο χαλί. Όταν άρχισε να μιλά. Αλλ’ ευτυχώς, άργησε κάπως! Τον πρώτο καιρό σε κάθε λέξη πρόσθετε κι αυτό, το μαγικό γράμμα. Όταν πια ξεκαθάρισε η ομιλία της αρκετά, χάθηκε και το γράμμα. Ούτε στο ξόρκι δεν το θυμόταν, πρόσθετε στην αρχή κάτι σαν «νι» ή σαν «σίγμα» τελικό. Αλλά τίποτα!
Για να το ξαναβρεί, έγινε πρώτη μαθήτρια στο σχολείο.
«Σπασίκλα» την έλεγαν, κι ούτε την ένοιαζε. Στο νου της πάντα αυτή η μικρή μαγική συλλαβή: να ζωντανέψει ο Πινόκιο, η Ρόζα, η καρέκλα, και το τραπέζι, ο Μπίλι, το ποτάμι, δεν το φοβάται πια!
Χρόνια μοχθούσε: σπουδές, διατριβές, δουλειές, προκοπές, δέκα ποιητικές συλλογές και έντεκα παραμύθια. Αλλά τίποτα! Επέμενε, όμως! Με…
Μι όπου μέλισσα, μέλι αλλά και μάγισσα, μαχαίρι, μαμά.
Έψιλον, έρωτας κι ερημιά, έως και ερήμωσα, ταυτοχρόνως.
Σίγμα, όπου σώμα, σταυρός, σάρκα και σταύρωσον- σταύρωσον αυτή.
Θήτα, θάνατος αλλά και Θεός, θόλωσα, θύελλα αλλά και θαύμα.
Κι ύστερα, πάλι…
άλφα και άβυσσος και άλμα, ξανά απ' την αρχή!

Τίποτα! Το γράμμα που λείπει, την σκοτώνει!

Αν το ‘χε δεν θα ’ταν σαν το φίδι που δαγκώνει την ουρά!
Κι αυτό το αίνιγμα του άλλου, την πληγώνει.
Το σύμπτωμα ήταν σαφές: Σκιές που επιστρέφουν μ' ανείπωτα λόγια. Φωνήεντα που διαθέτουν αφή, σύμφωνα, κάψουλες μνήμης. Ιστορίες ασήμαντες, δίχως συμπέρασμα τελικά. Μαχαιράκια που κόβουν κι αιμορραγείς με διάφανο αίμα. Κανείς δεν αντιλαμβάνεται. Για όλους τριγύρω «όλα καλά!»
Μονάχα η ανάσα λειψή. Το μόνο σύμπτωμα! Και πώς να συνειδητοποιήσεις πως φταίει η γραφή, το διάφανο αίμα.

Αλλά το σύμπτωμα το έχεις: το γράμμα που λείπει, σε πεθαίνει.

Για να λύσει το γρίφο το έψαχνε, και όχι για την αιώνια ζωή. Η αιωνιότητα είναι του Θεού και του Χρόνου εξάλλου.

Έτσι, φέτος αποφάσισε να το γυρέψει μεσ' στην απόλυτη σιωπή.
Είπε στον ένα ότι ρεβεγιόν θα κάνει με τον άλλον. Στη μάνα της πως θα ήταν σε συνέδριο. Στους συναδέλφους ότι θα κάνει στην επαρχία γιορτές. Στην εκδότριά της, γι' άγνωστους λόγους, είπε την αλήθεια «θέλω ν' ακούσω τον ήχο της σιωπής» αλλά ποιος την πιστεύει πια? Στο μπλογκ της άφησε αντί για «Χρόνια Πολλά» μια φρασούλα του Πασκάλ:
«Όλες οι δυστυχίες του ανθρώπου απορρέουν απ' την ανικανότητά του να καθίσει σ' ένα δωμάτιο σιωπηλός και μόνος».

Έχουν περάσει επτά μέρες φλύαρης και μαγικής σιωπής. Κι εκείνη ακόμα στέκει εκεί σα μαγεμένη: να βλέπει τον ήρωα του τσέχικου παραμυθιού, Golem να γίνεται με emet την ξεχασμένη σελίδα. Τον κλόουν στην δίφυλλη πόρτα να της κρατά χαμογελαστός συντροφιά. Τον άντρα στον πίνακα να βαδίζει πια σαν σε γυαλί στα νερά. Τον Κάφκα να έρχεται όλο να έρχεται μέσα από το μπλογκ αλληλογραφίας. Τη γιαγιά της να της κλείνει το μάτι. Το καπέλο σαν πεταλούδα διαρκώς να πετά. Την πένα να συνεχίζει τα μακροβούτια στο μοβ μελανοδοχείο.
Κι εκείνη να ζωγραφίζει ξανά και ξανά το γράμμα που λείπει. Επιτέλους πια καθαρό, το πρόσωπο αυτής της παλιάς...
ε υ τ υ χ ί α.

ΥΓ. Θα το ξεχάσει και πάλι.
Θα το θυμάται, όμως, πως το ‘χει βρει με όλο της το κορμί: το ειλικρινέστερο όλων!
Και μια νοσταλγία θες από το μέλλον θα την οδηγήσει πάλι και πάλι-
ν' αναζητήσει με πάθος
κάτι που ούτε καλογνωρίζει
ούτε καλοθυμάται
αλλά σαν την τρελή
όμως επειδή ξέρει
ότι υπάρχει
μια ζωή και θ' αποζητά.

Χριστούγεννα 2007


ΥΓ1: Το κείμενο «παίχτηκε» στο Θέατρο «Φούρνος» στο Τριήμερο Φεστιβάλ Ευτυχίας (εξάλλου γι’ αυτό γράφτηκε). Όταν μου το πρωτόπαν (ένα μήνα πριν) γέλασα, «ευτυχία»?
Κατόπιν σκέφτηκα τον γέροντα Πορφύριο «Παντού μπορεί ν’ αγιάσει κανείς», άρα… Η ευτυχία είναι, μπορεί και να είναι, κατάσταση του νου μου (ή της καρδιάς μου) (εξαρτάται ποιο… σημείο σας κρίνετε εσείς ως το πιο… δυνατό). Και εν μέσω μαύρης… δυστυχίας (κάτι ανάμεσα στον Βασιλάκη Καiλα και το κοριτσάκι με τα σπίρτα το άλεφ αυτά τα Χριστούγεννα) κάθισα και σχεδίασα «το γελαστό πρόσωπο της δικής μου ευτυχίας».
Και σ’ αυτό (το ευτυχισμένο παιχνίδι – πρόσωπο) σκέφτηκα και να σας καλέσω. Ειδικά τους πρώτους- πρώτους φίλους που έκανα όταν τόλμησα να σκορπιστώ κομματάκια στο δίκτυο.
Καλώ λοιπόν να… ευτυχήσουν με όποιον τρόπο (με ένα ποίημα, τραγούδι, κείμενο, ζωγραφιά, συνταγή, ραβασάκι ή προσευχή, δικό τους ή ξένο) και οι:

Moha- Knight
Librofilo
Εαρινή Συμφωνία
Κυρ- Μανουήλ
Nuwanda
Ντανιέλα
Σταυρούλα Σκαλίδη
Δημήτρης Μαμαλούκας
Ρίτσα Μασούρα
5 pink flowers
Composition Doll
Renata
Κ.Κ.Μοίρης
Εύα Στάμου
Καφείνη
Δημήτρης Αθηνάκης
Reader
Ναυτίλος
abttha

Και μετά το ίδιο να πράξουν κι αυτοί!

ΥΓ2: Ε ναι, τι με κοιτάτε! Εν μέσω χάους, ΕΥΤΥΧΙΑ! Διότι υπάρχουν ελεύθεροι στη φυλακή και σκλάβοι στην Ομόνοια!

ΥΓ3: Όσο για την… δική μου ευτυχία, υπήρξε «φυσική συνέπεια» του προηγούμενου ποστ (που ήταν ας πούμε ό,τι μου απόμεινε! Φίλοι και λέξεις!)

4/2/08

Δεν έχω παρά λέξεις

«Βιβλία κι ανάμεσα μια γάτα,
Φίλοι για κάθε εποχή
Που αν λείψουν άδεια είν’ η ζωή».
Με στίχους Απολιναίρ ξεκινά το κεφάλαιο με το τελεσίδικο τίτλο «Το τέλος». Από τις πρώτες γραμμές, τόσο σαφές: «Τι σκληρό που είναι. Να πηγαίνεις για πολτοποίηση. Το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε ένα βιβλίο».
Ένα βιβλίο αφηγείται την ιστορία του: πρωτοπρόσωπα, με παιγνιώδη διάθεση, κωμικά, τραγικά, αλληγορικά, ανατρεπτικά, συγκινητικά, υπερβατικά… Ελπίζει, αγαπά, διψά γι’ αγάπη, συζητά, νοσταλγεί το παρελθόν και παθαίνει κρίσεις πανικού για το μέλλον. Αντικρίζει κατάματα τον θάνατο, θέτει ερωτήματα για την χαοτική πορεία του κόσμου, επιθυμεί διακαώς να διασώσει ό,τι αξίζει. Εκφράζεται με δάκρυα και φιλιά δανεικά, μοιράζεται σοφία με ξένες φράσεις, βγάζει τη γλώσσα στο εκδοτικό στάτους, ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασία και την αλήθεια, ανακαλύπτει την καθημερινή ευτυχία, την κάνει κτήμα του, μας την χαρίζει: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κανείς να περνά δίπλα από ένα δέντρο χωρίς να χαίρεται που υπάρχει» (Ντοστογιέφσκι).
Γεμάτο φράσεις: μαγικές, στοργικές, λυτρωτικές, σοφές, ανατρεπτικές, διαβρωτικές, αλληγορικές, μας χαρίζει την έμπλεη νοημοσύνης «χάρτινη σάρκα» του. «Στο Ράβενσμπρυκ ανακαλύψαμε ότι ένα βιβλίο ήταν πολυτιμότερο απ’ το ψωμί» (Genevieve de Gaulle Anthonioz). Κάτι που οι αναγνώστες γνωρίζουν καλά!
«Δεν έχω παρά λέξεις
όλα τα άλλα τα ξεφορτώθηκα.
Οι λέξεις μού χρησιμεύουν σαν απόθεμα, πολεμοφόδια,
κατάρτι βάρδιας, αστέρι πολικό, φως στην ομίχλη
Μου φτάνουν για να προχωρώ
Και με ζεσταίνουν», ισχυρίζεται.
«Που τις ανακατεύω και ξανά τις ανακατεύω
Με την κρυφή ελπίδα μια μέρα να ζεστάνουν
άλλων ανθρώπων την καρδιά
Ανάλαφρος, άδειος
Με τις λέξεις για μοναδικούς συντρόφους μου.
Ο θάνατος ας έρθει
Δεν υπάρχει τίποτα πια να πάρει», καθαρίζει για μας.
Και παραθέτει με μότο φράση του Έμερσον «ένα ονειρεμένο βιβλιοπωλείο»:
«Όταν ένας άνθρωπος ξέρει να κάνει το καλύτερο κήρυγμα, να γράφει την καλύτερη ιστορία ή να κατασκευάζει την καλύτερη ποντικοπαγίδα, ακόμα κι αν πάει να κατοικήσει στη μέση του δάσους, το πλήθος των επισκεπτών θα βρει ένα μονοπάτι για να φτάσει στην πόρτα του».
Όλα αυτά σε ένα βιβλίο απρόσμενο, πρωτότυπο, «Ένα βιβλίο για πέταμα» που υπογράφει ο Paul Desalmand, μεταφράζει η συγγραφέας Μαρία Γαβαλά και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις». Κάνοντας πράξη τη φράση του Nicole Vedres:
«Μου φαινόταν πως, εάν το βιβλίο έμενε εκεί, χωρίς καν να το ανοίξω, θα άρχιζε να μιλά, με μια φωνή που τη θυμάμαι πάντα, πως ίσως τη νύχτα θα σηκωνόταν, θα έπαιρνε σχήμα, ανθρώπινη μορφή…»

ΥΓ. «Δεν έχω παρά λέξεις», Δευτέρα πρωί με μια λιακάδα ανελέητη (ναι, μου αρέσει η συννεφιά), μετά από μια εβδομάδα διαρκών αποχαιρετισμών. Την Παρασκευή το βράδυ «έφυγε» και η μοναδική γυναίκα που με καμάρωνε σημαιοφόρο στην παρέλαση. Άννα την έλεγαν και ήταν αδελφή της μαμάς μου. Υπερήφανος άνθρωπος και πολύ όμορφη, πριν αποχωρήσει τα είχε ήδη χάσει όλα. Αλλά εγώ έχω τους φίλους μου για τους οποίους προσεύχομαι να είναι καλά. Να είναι χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και προστατευμένοι, για τους οποίους φροντίζω κι εγώ να είμαι όρθια, γενναία και καλά. Κι όμορφη κι έξυπνη και καλή, καμία φορά – αν το μπορώ και όσο το μπορώ – φροντίζω. Μόνον γι’ αυτούς. Γιατί το μόνο που έχουμε σ’ αυτή τη ζωή είναι οι φίλοι μας, οι σχέσεις μας. Και οι λέξεις. Που είτε τις γράφουμε, είτε τις διαβάζουμε, δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ.
Είναι Δευτέρα με μια ανελέητη λιακάδα που ενίοτε και σε πονά, και «δεν έχω παρά λέξεις/ όλα τ’ άλλα τα ξεφορτώθηκα».
Ανάλαφρη, άδεια, «που τις ανακατεύω και ξανά τις ανακατεύω/ με την κρυφή ελπίδα μια μέρα να ζεστάνουν άλλων ανθρώπων την καρδιά».
Την καρδιά όσων αγαπώ να ζεστάνουν.
Και τη δική σας καρδιά.
Καλημέρα.