30/9/08

Ένα χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα

«Μια αφρικάνικη παροιμία λέει: «Δεν έχει σημασία πόσο καιρό ένα κούτσουρο παραμένει στο ποτάμι, ποτέ δε γίνεται κροκόδειλος. «Παρ’ όλα αυτά εγώ από καιρό σε καιρό κάνω το λάθος και φαντάζομαι ότι έγινα κροκόδειλος μέσα σε αυτό το μεγάλο ποτάμι που λέγεται Αλβιόνα».
Έτσι αρχίζει το πρώτο μέρος στο πρώτο κεφάλαιο στο πρώτο της μυθιστόρημα η Ντία Μέξη – Τζόουνς «Ο Τζόνι κι εγώ» (Εμπειρία Εκδοτική).
Η Ντία που γνώρισα ως Pelepole, στο μεγάλο ποτάμι που λέγεται διαδίκτυο και ως… κούτσουρο alef στεκόμουν στην ιστοσελίδα της ritsmas τα «Πρόσωπα» που γνώρισα ως επισκέπτη στο Golem δικό μου, μια νύχτα κατασκότεινη στη μέση του πουθενά.
Στη μέση του πουθενά μια νύχτα μια Ρίτσα που δήλωνε και ονοματεπώνυμο (ε ναι είναι η γνωστή Ρίτσα Μασούρα, η φίλη μου πια) έμπαινε να δηλώσει στο παγκοσμίως άγνωστο alef (αυτό που όλοι γνωρίζετε είναι το διήγημα του Μπόρχες) ότι εντάξει το πήρα το βιβλίο που μου προτείνεις και θα σου πω αμέσως μετά!
Αμέσως μετά- ε δεν γινόταν διαφορετικά- υποχρεώθηκα να της πω τελικά το… κούτσουρο alef ποια ήταν και μετά στο ίδιο ποτάμι γνωριστήκαμε «ψαράκια πολλά». Και πάνω που ισχυριζόμουνα πως δεν χωρά άλλα η… γυάλα, όσα έχω- έχω και μου είναι αρκετά!
Αλλά η Ρίτσα και η Penelope υπήρξαν για μένα κεραυνοβόλες φιλίες και η Penelope μάλιστα και από μακριά! Μονάχα τα νερά του ποταμού- διαδικτύου θα μπορούσαν να μας φέρουν τόσο κοντά!
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη όταν έμαθα ότι η δική μου Penelope είναι η συγγραφέας Ντία Μέξη- Τζόουνς που υπογράφει από την γηραιά Αλβιόνα το βιβλίο «Ο Τζόνι κι εγώ» (Johnny –and-me.blogspot.com η ιστοσελίδα της!)
Αλλ’ οι συμπτώσεις, στην περίπτωσή μας, φαίνεται ότι δεν είχαν τελειωμό! Το βιβλίο κυκλοφόρησε από την «Εμπειρία Εκδοτική» φίλων καλών! Γιώργος Κανελλόπουλος που τόσα μου θυμίζει και με πονά και τώρα Γιώργος Γιαννούσης, που αγαπώ!
Αλλ’ επειδή «τα-τυχαία-συναπαντήματα» έτσι- και- βρίσκεσαι- στην- ίδια- γυάλα,- στο- ίδιο- ποτάμι- ή- στην- ίδια… πίστα, δεν έχουν τελειωμό, ήγγικεν και το πλήρωμα του χρόνου και η Penelope-Ντία θα βρεθεί απέναντί μου και μαζί με όλα τα ψαράκια της γυάλας! (ε όχι κατά όλα!) Εφόσον σε κεντρικό βιβλιοπωλείο επιτέλους θα συναντηθούμε η συγγραφεύς Penelope- Ντία Μέξη – Τζόουνς και οι τρεις… σωματοφύλακες που είναι τέσσερις αυτή τη φορά: το alef που υπογράφει αυτό το κείμενο, η Ρίτσα Μασούρα και ο Μάνος Κοντολέων φίλος κι αυτός καρδιακός απ’ τα παλιά! Για να υποδεχθούμε την Penelope και τον Johnny της! Συντονιστής μας, ποιος άλλος; Ο Γιώργος Γιαννούσης που έκανε την ιστοσελίδα βιβλίο σωστό! Ως γνήσια βιβλιοφάγα δεν θα το έλεγα ποτέ μου «βιβλίο συμβατικό»!
Κι έτσι το… κούτσουρο alef με χαρά έγινε φίλη-ψαράκι σωστό! Στο μεγάλο ωκεανό του διαδικτύου που μας φέρνει τόσο κοντά αγαπημένες φιλίες από μακριά!
Καλωσόρισες, Penelope-Ντία! (Φιλιά Κατερινάκι και Ιουστίνη και Φωτεινή!)

Aκολουθεί πρόσκληση, καθότι αύριο η μεγάλη συνάντηση, ναι?

ΣΤΟ PUBLIC ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ,
ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΚΑΙ ΩΡΑ 19:00

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, τα Καταστήματα PUBLIC
και η συγγραφέας Ντία Μέξη-Τζόουνς
σας προσκαλούν στην παρουσίαση του μυθιστορήματος
«Ο Τζόνι κι εγώ»
στο Σαλονάκι Βιβλίου του PUBLIC Συντάγματος.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι:
Ελένη Γκίκα, δημοσιογράφος και συγγραφέας
Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας
Ρίτσα Μασούρα, δημοσιογράφος και blogger

Συντονιστής της εκδήλωσης θα είναι ο Υπεύθυνος Εκδόσεων
της ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, Γιώργος Γιαννούσης.

[Κατάστημα PUBLIC Συντάγματος, Καραγεώργη Σερβίας 1, Πλατεία Συντάγματος, τηλ. 210-3246210]

29/9/08

Δίχως «βαριά σκιά», μισή γραφή!

Όταν το «Κυκλάμινο του βουνού» συνάντησε την Άλεφ

Είθισται σε μια συνέντευξη τον πρόλογο να τον κάνει αυτός που ρωτά, λόγω ιδιότητας όμως (δημοσιογράφος είμαι και φαίνομαι και μ’ αρέσει και απ’ αυτό ζω), αναλαμβάνω τον ρόλο. Έκπληκτη.
Για την Κατερίνα Σταματίου- Παπαθεοδώρου μου πρωτομίλησε ο Ρήντερ, δυο μιση χρόνια πριν. Είχε βγάλει ένα βιβλίο, μου είπε, ήταν μια αυθόρμητη, καλόκαρδη, αυθεντική, χειμαρρώδης, γενναιόδωρη και ξεχωριστή διαδικτυακή και λογοτεχνική φωνή.
Το βιβλίο της το παρήγγειλα, την διάβασα το ίδιο βράδυ: «Γράμμα στη μάννα με δύο νν». Έκανα το ελάχιστο. Με γέμισε λουλούδια από οθόνης και αγάπη. Αγάπη άδολη, καθαρή.
Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε, ήταν που να γελά ο κάθε πικραμένος! Παρουσίαζα το βιβλίο της Πέρσας Κουμούτση και ξαφνικά βλέπω μια συμπαθητική κοπέλα από το κοινό να μου κραδαίνει μια γλάστρα μπρος τα μάτια μου! «Μπα, συγγενής της Πέρσας», σκέφτηκα. Αλλά μπα, εμένα κοιτούσε, τίποτε αυτή! Δεν θα ξεχάσω ποτέ το χαρωπό βλέμμα της και την ελαφρώς απορημένη και επικριτική της φωνή:
«Καλά, τόσην ώρα σου κουνώ το κυκλάμινο μπρος θα μάτια σου, δε με κατάλαβες? Εγώ είμαι! Η Κατερίνα? Το Κυκλάμινο του βουνού?»
Αγκαλιαστήκαμε σα να την γνώριζα χρόνια. Την γνώριζα χρόνια, όπως γνωρίζει κανείς τους καρδιακούς φίλους κάποια στιγμή όταν τους συναντά.
Η παρέα μου, συγγραφείς και κριτικοί οι περισσότεροι, μετά την εκδήλωση έπαθαν πλάκα με την Κατερίνα. Θυμάμαι σαν τώρα τον Ζήρα (που τότε τον ψιλοντρεπόμουν και τον φοβόμουν κιόλας) να γελά μέσα από την καρδιά του και να της λέει «Κυρά μου, εσύ είσαι περιβόλι!»
Οι πάντες την λάτρεψαν!
Εννοείται κι εγώ!
Τη συνέχεια, οι περισσότεροι ήδη θα την γνωρίζετε: η Κατερίνα «Κυκλάμινο του βουνού» άνοιξε την «Ανάμνηση» και το «Διότι» για μένα, αισθάνθηκα κάπως άβολα στην αρχή. Δεν με έχουν συνηθίσει σε τόση αγάπη, τρομάζω! Σιγά- σιγά, όμως, ζεστάθηκα σε όλη αυτή τη θαλπωρή. Ήταν σα να μου τη στέλνει από μακριά πλάσμα δικό μου, αγαπημένο! Εξάλλου ήταν κι ο Βόλος, τα Άνω Λεχώνια.. ήταν τόσα πολλά!
Η Κατερίνα συνέχισε να είναι δίπλα μου, στα δύσκολα και στα εύκολα.
Κι όταν μου ζήτησε να της… δώσω συνέντευξη, παρ’ ότι ντράπηκα, δεν θα μπορούσα βεβαίως να της αρνηθώ.
Το αποτέλεσμα, έκπληξη! Οι πιο τολμηρές και βαθιές και άμεσες ερωτήσεις που θα μπορούσε να μου κάνει κανείς! Οι απαντήσεις, αβίαστες, σαν σε φίλη καλή.
Το αποτέλεσμα, της το χρωστώ, κι εγώ εξεπλάγην, και το ανεβάζω. Ευχαριστώντας τον σίφουνα- Κατερίνα που εισέβαλε στη ζωή μου με τόση αγάπη και τόση ενέργεια, τόση γενναιοδωρία από το πουθενά.
Αποτελώντας σε χρόνο ντε τε, μέλος της ιδιότυπης οικογένειάς μου!
Ιδού η διαδικτυακή μας συνέντευξη, χωρίς εξωραισμούς. Με όλα τα αμήχανα και τις επαναλήψεις μας, πατώντας άτσαλα σε ενικό και πληθυντικό. Αλλά αυτές είμαστε και εκείνο που ακολουθεί, έτσι μας βγήκε! Κατερινάκι μου για τη φροντίδα και την αγάπη σου, σ’ ευχαριστώ και σ’ αγαπώ.

Kατερίνα: Κυρία Ελένη Γκίκα, ξέρετε πόσο σας θαυμάζω, πέρα απ’ το αγαπώ», και ως άνθρωπο, τώρα που σας γνώρισα. Δεν είμαι δημοσιογράφος, θα ήθελα όμως να σας ρωτήσω κάποια πράγματα, ως αναγνώστρια σχεδόν όλων των βιβλίων σας. Θα ξεκινήσω απ’ την πρώτη κλασσική ερώτηση, αφού σας ευχαριστήσω εκ των προτέρων!

Ελένη: Η ευχαρίστηση, όλη δική μου! Κατερίνα μου, ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ και σε εκτιμώ, πόσο δικό μου άνθρωπο σε αισθάνομαι!

Κατερίνα: Υποθέτω ότι γράφετε πρώτα για σας και μετά για τους άλλους. Άρα, ξεκινάτε με πρώτο όπλο εκτός των γνώσεών σας, την «ανάγκη». Έτσι είναι;

Ελένη: Κακά τα ψέματα, για μας τα κάνουμε όλα: γράφουμε, είμαστε καλοί, αγωνιζόμαστε, πιστεύουμε… Δίχως «βαριά σκιά», μισή γραφή! Τον δικό μας γρίφο επιζητάμε να λύσουμε γράφοντας! Την δική μας ανάσα να βρούμε, την αλήθεια μας, να σωθούμε ή έστω απλώς και να επιβιώσουμε! Κατόπιν έρχονται οι ελάχιστοι φίλοι μας και ύστερα ακολουθούν, αν ακολουθήσουν, και οι άλλοι.

Κατερίνα: Μετά την γραφή ενός πεζού ή ενός ποιήματος, πόσο εύκολα παρεμβαίνετε αργότερα;

Ελένη: Ελάχιστα! Κάποια πράγματα ή σε καταδέχονται ή δεν σε καταδέχονται! Ειδικά όσον αφορά το ποίημα. Στο πεζό, είσαι και λίγο χειρόναξ, χρειάζεται να κτίσεις πάλι και πάλι, χρειάζεται αρχιτεκτονική δομή, αρχικό σχέδιο. Αλλά και πάλι, το ύφος, το τέμπο, τον ρυθμό της ιστορίας, τη γλώσσα της, ή τη βρίσκεις απ’ την αρχή ή δεν την βρίσκεις!

Κατερίνα: Τι είναι για σας οι «Στιγμές»; Πόσο εύκολα μπορείτε να επέμβετε σε κείμενα δύσκολων και ιερών στιγμών για σας;

Ελένη: Τα σημαδάκια που με οδηγούν σαν τον Κοντορεβιθούλη στον Χρόνο! Εύχομαι μόνον να είμαι άξια να τις διακρίνω αυτές τις Στιγμές, γιατί είναι θέμα ματιάς, ξέρετε! Την Ποίηση και τον Θεό ή τα κουβαλάς μέσα σου και παντού τα βλέπεις ή όχι! Και μερικά πράγματα θα πρέπει απλώς να προσπαθείς να τα κατανοείς και να τα σέβεσαι!

Κατερίνα: Έχω διαπιστώσει ότι η γραφή σας ξεχωρίζει. Δεν θυμίζει κανέναν, παρά μόνο Ελένη Γκίκα. Πόσο εύκολα το δέχτηκε αυτό ο εκδοτικός χώρος; Ή πόσο δύσκολα ήταν αυτό για σας, ώστε να το δεχτούν οι άλλοι;

Ελένη: Κανένας δεν θυμίζει κανέναν, με ό,τι έχουμε γράφουμε! Οι άλλοι, δεν ξέρω, ας μην ακουστεί υπερφίαλο, δεν με πολυαπασχολούν. Αλλά ούτε και ο εκδοτικός χώρος, και ο Στρατής Φιλιππότης, ο πρώτος εκδότης μου, και η Αναστασία Παπαδημητρίου της «Άγκυρας» είναι επιστήθιοι φίλοι, πες οικογένειά μου! Δεν ταλαιπωρήθηκα, υπήρξα τυχερή.

Κ: Γράφετε όλων των ειδών τα είδη σε πεζά και όλων των ειδών σε ποίηση. Ποιο απ’ όλα σας βγαίνει πιο εύκολα και ποιο είδος σας δυσκολεύει πιο πολύ;

Ε: Η ποίηση με μια ανάσα, σαν επιγραφή από Νέον στο σύμπαν, αστεράκι που σου πέφτει κατακέφαλα από τον ουρανό. Όλα τ’ άλλα, εκτός από την αρχική ιδέα, θέλουν δουλειά, αφοσίωση, χρόνο. Τη ζωή σου όλη.

Κ: Εσείς, αν σας έλεγα να διαλέξετε έναν τίτλο, πέρα απ’ τους άλλους, τους πολλούς που έχετε, «δημοσιογράφος», «κριτικός βιβλίων», ανάμεσα στο «συγγραφέας» και «ποιήτρια», ποιον θα διαλέγατε ή με ποια σειρά θα τα βάζατε;

Ε: Θα κρατούσα αυτόν της αναγνώστριας. Από δίψα ανάγνωσης τα έκανα όλα. Όλα τ’ άλλα, ταμπελάκια χωρίς αντίκρισμα! Αλλά και το «δημοσιογράφος» καθόλου κακό, απ’ εκείνο ζω, βγάζω το ψωμί μου, όσο πιο έντιμα και φιλότιμα γίνεται. Αν και θα πλήρωνα γι’ αυτό που κάνω. Τα βιβλία από μικρό παιδάκι με αφορούσαν, ε πώς να τα δω ως… επάγγελμα, ως δουλειά;

Κ: Εκδίδετε βιβλία σας πολύ συχνά; Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι είστε «Πλήθος», όπως ονομάστηκε και η θεατρικοποιημένη, μουσική παράσταση που δόθηκε προς τιμήν σας στο Κορωπί, σημαίνει ότι είστε επαγγελματίας «γραφιάς», ή λίγο παραπάνω τυχερή από άλλους «γραφιάδες» που κι εκείνοι γράφουν πολύ;

Ε: Και τυχερή και… εργατική! Εκτός ιστορίας, αισθάνομαι αβοήθητη, απροστάτευτη, ευάλωτη, μόνη! Η ιστορία είναι η ασπίδα μου, ο τρόπος να αντιλαμβάνομαι τελικά τη ζωή. Μονάχα γράφοντάς την, τελικά, την κατανοώ τη ζωή. Βεβαίως είμαι και τυχερή, έχω… εκδότρια φίλη που μ’ αγαπά και με πιστεύει!

Κ: Είστε της άποψης ότι όποιος εκδίδει λέγεται ποιητής ή συγγραφέας και όχι όποιος γράφει;

Ε: Όποιος γράφει και ζει ποιητικά. Εκδίδει ή δεν εκδίδει! Δεν είναι τίτλος τιμής η ποίηση, είναι τρόπος ζωής.

Κ: Αν και το δείχνετε με την ιδιαίτερη γραφή σας, π.χ, στα κείμενά σας βάζετε ημερομηνίες ενώ δεν είναι ημερολόγιο, ή στον «Υγρό χρόνο» που το βιβλίο σας μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους, πιστεύετε ότι πρέπει να υπάρχουν «καλούπια» στην γραφή;

Ε: «Καλούπια» δεν μπαίνουν ούτε στη γραφή, ούτε και στη ζωή. Βεβαίως θα πρέπει πρώτα να τους γνωρίζουμε, για να τους καταλύσουμε μετά τους κανόνες. Αλλά έτσι ή αλλιώς, με ό,τι έχει γράφει, ζει, αντιλαμβάνεται, διαβάζει ο καθένας.

Κ: Πιστεύετε ότι για να γράψει κάποιος, πρέπει να έχει διαβάσει πολύ και αν ναι, τότε καταργούμε την «ανάγκη»;

Ε: Έχω γνωρίσει συγγραφείς σημαντικότατους οι οποίοι δεν έχουν διαβάσει… τίποτα και κανέναν! Αλλά και συγγραφείς μετρίους έως αδιάφορους που έχουν διαβάσει τα πάντα (λέμε τώρα!) Καλόν είναι όμως εκείνος που γράφει, να διαβάζει κιόλας! Θα γράψει ακόμα καλύτερα! Και θα ζήσει, βεβαίως, πολλές ζωές! Λίγο είναι αυτό, νομίζετε?

Κ: Εσείς που έχετε διαβάσει τόσο πολύ παλιούς και νέους, έλληνες και ξένους συγγραφείς, πιστεύετε ότι έμειναν στην ιστορία, μόνο εκείνοι που ήταν πολυδιαβασμένοι ή πολύ μορφωμένοι;

Ε: Στην ιστορία έμειναν όσοι πλησίασαν την αλήθεια, όσοι άγγιξαν με την αγωνία τους, με το ύφος τους, με τη ζωή τους, τον γρίφο. Όσοι κάηκαν προκειμένου να λύσουν το αίνιγμα, είτε διαβασμένοι ήταν είτε αδιάβαστοι! Θέλει αίμα για να γράψεις και να γίνεις ιστορία. Και όταν το προσφέρεις, να μη σε αφορά ή να το αγνοείς.

Κ: Και μια και είστε και κριτικός βιβλίων στην εφημερίδα Έθνος, ήθελα να σας ρωτήσω πρώτα απ’ όλα, τα διαβάζετε όλα αυτά τα βιβλία ή με το έμπειρο πια μάτι σας καταλαβαίνετε περί τίνος πρόκειται και το προβάλλετε;

Ε: Διαβάζω φιλότιμα όσο περισσότερα γίνεται. Σχεδόν ένα βιβλίο την… ημέρα. Βεβαίως μπορώ και να διακρίνω, να ξεχωρίσω, αλλά πάντοτε κάτι μας διαφεύγει, πάντοτε κάνουμε λάθη. Είμαι ανοιχτή σε οποιαδήποτε υπόδειξη, και έτοιμη ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσω, να επανορθώσω, να προλάβω, να καταλάβω. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι διαβάζουν και τους οποίους εμπιστεύομαι. Αλλά διαβάζω κι εγώ ανελλιπώς από μικρό παιδάκι. Πάντα όμως όσο και να το προσπαθείς κάτι θα σου διαφεύγει. Ας μη το ξεχνάμε, μέσα στη φασαρία το χάνεις το σημαντικό και η εποχή μας έχει πολλή φασαρία!

Κ: Έχει τύχει να προβάλλετε ένα βιβλίο που δεν σας άρεσε ή που δεν θα διαβάζατε ποτέ εσείς η ίδια;

Ε: Έχω υπάρξει κι εδώ αρκετά τυχερή (ή ίσως και πολύ επίμονη ή ισχυρογνώμων), γράφω για ό,τι αγαπώ, προτείνω ό,τι θα διάβαζα, βεβαίως και ό,τι αξίζει (με όση υποκειμενικότητα ενέχει αυτό μέσα του). Αλλά ούτε δώρο δεν κάνω στον άλλον κάτι που δεν αγαπώ, δεν θα διάβαζα! Υπάρχουν βεβαίως και βιβλία που είναι ξεχωριστά και ιδιαίτερα, προσπαθώ να γράφω για ό,τι αξίζει και όχι για ό,τι μου μοιάζει.

Κ: Δεν θα πω ότι η συγγραφή έγινε «μόδα», αλλά υπάρχουν πολλοί νέοι Έλληνες συγγραφείς. Πώς μπορούν αυτοί οι συγγραφείς να φτάσουν στην αντίληψή σας (των κριτικών) και πολύ περισσότερο να τους μάθει ο κόσμος κι εκείνος να του δώσει την ευκαιρία αν αξίζει ή όχι;

Ε: Δύσκολα μου βάζετε, αλλά ευτυχώς υπάρχει ο αναγνώστης κι ο χρόνος. Ο αναγνώστης για να τα ανακαλύψει σε πείσμα όλων των κριτικών του κόσμου και ο χρόνος για να ξεχωρίσει ό,τι αξίζει!

Κ: Τι έχετε να πείτε για την πολτοποίηση βιβλίων;

Ε: Με πονά και που το σκέπτομαι! Με πονά επίσης και η ημερομηνία λήξης των βιβλίων! Λες κι είναι εδώδιμα αποικιακά, ή γιαουρτάκια στον μπακάλη! Ένα τρίμηνο, κι έξω απ’ τα ράφια! Αυτό σκοτώνει τη λογοτεχνία!

Κ: Θέλοντας και μη, είστε διάσημο πρόσωπο και μέσα στα πράγματα. Αν μπορούσατε να μου πείτε ειλικρινά, πόσο «καθαρός» είναι ο χώρος των βιβλίων;

Ε: Δεν υπάρχει «καθαρός» ή «ακάθαρτος» χώρος, ο χώρος είμαστε εμείς, οι άνθρωποι! Εμείς που αποτελούμε «τον χώρο». Συνηθίζουν να λένε «κακό χωριό τα λίγα σπίτια», αλλ’ επειδή είμαι από… χωριό (κι ας είναι το Κορωπί δίπλα στην Αθήνα), είμαστε τόσο λίγοι που όλοι γνωριζόμαστε, «καθαροί» κι «ακάθαρτοι». Το αναγνωστικό κοινό όμως και το όντως έργο, μόνον από καθαρότητα καταλαβαίνει!

Κ: Έχω διαβάσει άπειρες κριτικές σας και έχω την αίσθηση ότι μερικές φορές, επιτρέψτε μου τον όρο, «χαιδεύετε αυτιά». Υπάρχει αλήθεια, έστω ένα βιβλίο που να γράψατε ότι δεν σας άρεσε;

Ε: Ήδη σας το είπα, έχω την πολυτέλεια να διαβάζω και να γράφω για ό,τι αξίζει! Είναι πολύ μικρή η ζωή για να την σπαταλώ διαβάζοντας βιβλία που έχω απορρίψει εκ των προτέρων και μετά να τρώγω τον χρόνο μου ξερνώντας χολή!

Κ: Η συγγραφή πιστεύετε ότι γίνετε απ’ τους περισσότερους για την δόξα ή για το χρήμα;

Ε: Για τη… ματαιοδοξία! Και για κάποιους, επειδή δεν μπορούν να ζήσουν αλλιώς! Χρήμα? Μα τι είναι αυτά που λέτε? Ούτε να επιβιώσεις δεν μπορείς γράφοντας! Όσο για την δόξα, στην άλλη ζωή… σ’ αυτήν εδώ, δημόσιες σχέσεις ή «αυτό καταλαβαίνει ο κόσμος»!

Κ: Αλήθεια, μπορεί να υπάρξει χρήμα απ’ την συγγραφή στην Ελλάδα και να ζει ένας συγγραφέας μόνο απ’ αυτό;

Ε: Ούτε γι’ αστείο! Τώρα τελευταία η συγγραφή στην Ελλάδα έγινε… μόδα! Πριν από λίγα χρόνια σε θεωρούσαν και… ψώνιο! Μεταξύ μας, νομίζω, ότι πολλοί ακόμα μας θεωρούν (και ίσως, κάποιες φορές, και να μη σφάλλουν!)

Κ: Τι νιώθετε όταν ένα κακό βιβλίο γίνεται μπεστ σέλλερ και πιστεύετε πως υπάρχουν και κακά βιβλία;

Ε: Και το χειρότερο βιβλίο, μόνο καλό κάνει! Δυστυχώς ή ευτυχώς αγαπάμε ό,τι μας μοιάζει (και διαβάζουμε), τα μπεστ σέλλερ είναι ο καθρέφτης μας. Όπως κι αυτοί που μας κυβερνάνε.

Κ: Έχετε εκδώσει τόσα βιβλία! Υπάρχει κάποιο που δεν άρεσε και στεναχωρηθήκατε γι’ αυτό;

Ε: Για να γράφτηκε, θα είχε τον λόγο του. Η αλήθεια είναι ότι κάποια απ’ αυτά τ’ αγάπησα περισσότερο με τον χρόνο. Άλλα, όταν κυκλοφόρησαν, με πονούσαν τόσο ή ήμουν τόσο αλλού, που δεν ήθελα καν να τα αντικρίσω ή να τα διορθώσω. Αλλά σ’ όλα ήμουν εγώ, ο πιο βαθύς, ο πιο ευάλωτος, ο πιο αληθινός εαυτός μου. Με όλα τα πάθη και τα λάθη μου. Είναι σα να κάνω τα στραβά μάτια σε μένα!

Κ: Πιστεύετε πως η έκθεση της ψυχής του συγγραφέα, πουλιέται; Δηλαδή θα μπορούσατε να δείτε τα βιβλία σας σαν προιόντα;

Ε: Ούτε τα… προιόντα δεν μπορώ να δω σαν προιόντα! Είμαι υπέρ «της ψυχής των πραγμάτων» που έλεγε και ο Παλαμάς. Πόσο μάλλον τα βιβλία που αποτελούν για μένα ένα παράλληλο σωτήριο σύμπαν, την ίδια τη ζωή, τ’ ανθρώπινα, την ιστορία.

Κ: Είναι αγαπημένο σας το πιο ευπώλητο βιβλίο σας ή ας πούμε το πρώτο ή κάποιο άλλο;

Ε: Περισσότερο κινήθηκαν τα μυθιστορήματα «Να τα μετράω τα χρόνια ή να μην τα μετράω;» και «Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς». Καλύτερες και περισσότερες κριτικές γράφτηκαν για το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω» και τον «Υγρό χρόνο». Θυμάμαι, είχαν εντυπωσιάσει τα «Αναζητώντας τη Μαρία» και «Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;» Όλα τους είναι κομμάτια μου, δεν μπορώ να ξεχωρίσω «αγαπημένο».

Κ: Ήμουνα κι εγώ στην εκδήλωση που έγινε προς τιμήν σας στο Κορωπί. Δεν σας κρύβω πως άκουγα τα λόγια των ηθοποιών και τα τραγούδια, αλλά η σκέψη μου και το βλέμμα μου δεν έφευγε από σας. Για να μην πω εγώ τι φανταζόμουνα ότι σκεφτόσασταν, θα θέλατε να μου πείτε εσείς;

Ε: Ήταν 800 άνθρωποι που μ’ αγαπούσαν τριγύρω μου, ζώντες και τεθνεώτες παντού, είχε φεγγάρι, η παράσταση λεγόταν «Πλήθος είμαι» κι εγώ αισθανόμουνα μόνη μου! Δεν ξέρω τι σημαίνει μοναξιά παρά μονάχα όταν βρίσκομαι μαζί με τόσους άλλους! Με τους άλλους μού βγαίνει η μοναξιά μου, αλλιώς έχω τις μουσικές, τα βιβλία μου, τα λουλούδια μου, το βουνό και τους φίλους μου, τις αναμνήσεις και τα χαρτιά μου.

Κ: Ξέρετε την Σαβίνα από πρώτο χέρι…, πόσο κοντά σ’ εκείνη πιστεύετε ότι κατάφερε να φτάσει η ταλαντούχα ηθοποιός η Βικτωρία Ταγκούλη;
Ο Κωνσταντίνος Πέτρου στον ρόλο του Άγγελου του αλκοολικού άνδρα;

Ε: Και οι δυο ήταν έξοχοι! Η Βικτωρία που τραγουδούσε κιόλας θεικά είναι ένα από τα παιδιά του Κραουνάκη στη «Σπείρα- Σπείρα». Ο Κωνσταντίνος πάλι τόσο ονειρικός! Εξαιρετικοί υπήρξαν και οι δύο! Όλοι είχαν κάνει σπουδαία και συγγενική δουλειά, η Αναστασία Παπαδημητρίου είχε γράψει μεθυστικά τραγούδια σα να ‘ταν για τη συγκεκριμένη παράσταση, έτσι νόμιζαν όλοι! Η Μελίνα Παπανέστορος από τρία βιβλία κράτησε και σκηνοθέτησε την πεμπτουσία. Και η ιδέα της Αννούλας της Παπαδημητρίου για την θεατρικοποίηση, φοβερή! Ο Γιώργος Κωνσταντινίδης ο πιο καλός μαέστρος του κόσμου. Η Χαρά Μπιρμπίλη- Παπαδημητρίου που είχε αναλάβει το βίντεο γουόλ, είχε τόσο ατμοσφαιρικές φωτογραφίες, δικό της εξάλλου είναι και το εξώφυλλο στο βιβλίο. Κι ο Γιώργος Γεωγλερής, παλιός φίλος, καλός, με συγκίνησε.

Κ: Πώς νιώθετε όταν ακούτε να τραγουδούν λόγια που εσείς γράψατε;
Συγκίνηση, υπερηφάνεια, πρωτόγνωρα;

Ε: Ο,τι εν τέλει, ίσως δεν είμαι μόνη.

Κ: Πιστεύετε πως τα λόγια που τραγουδιούνται «μένουν» και δεν ξεχνιούνται, ενώ απ’ την ανάγνωση των βιβλίων, μένει μόνο το στόρι κι αυτό σύντομα μπορεί να ξεχαστεί;

Ε: Ε τα τραγούδια, όπως και να το κάνουμε, γνωρίζουν τον τρόπο να φτάνουν γρηγορότερα στην καρδιά!

Κ: Το αλκοόλ ήταν και είναι μια μάστιγα για τους άνδρες. Στην εποχή μας έγινε και για τις γυναίκες. Στην ιστορία σας… το τέλος ήταν δυσάρεστο. Πιστεύετε ότι αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό;

Ε: Όλοι οι δρόμοι έχουν γυρισμό, φτάνει να το προσπαθούμε! Δεν υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές ούτε στην ευτυχία ούτε στην δυστυχία, ούτε στο πάθος, ούτε στο λάθος! Αλλά τη σωτηρία θα πρέπει να την αναζητήσουμε εντός μας! Το αλκοόλ όπως και οι ουσίες γενικά, είναι η άμυνά μας, το δεκανίκι μας για ν’ αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα με την οποία αντιδικούμε! Αλλά υπάρχει κι άλλος τρόπος αντιδικίας μ’ αυτήν, το διάβασμα και το γράψιμο, ένας απ’ εκείνους.

Κ: Ο Άγγελος δεν είχε την δύναμη να σωθεί ή κάποιο άλλο «μυστικό» ή αδιέξοδο τον οδήγησε στην αυτοκτονία;

Ε: Ο Άγγελος «έφυγε» διότι δεν άντεχε την άβυσσο που άνοιγε μέσα του! Σ’ αυτήν χάθηκε. Βέβαια τού έβαλε και η ζωή δύσκολα, αλλά συνήθως «φεύγει» εκείνος που επιθυμεί να φύγει. Ο άλλος, ή «το άλλο», μυστικό ή οτιδήποτε, συνήθως είναι το πρόσχημα. Ακούγεται σκληρό αλλά για μάς «φεύγουμε», ποτέ για τον άλλον! Και σας το λέω εγώ που αισθάνομαι μονίμως και λιγάκι… φεύγουσα.

Κ: Έχετε μεθύσει ποτέ; Πόσο πολύ μπορείτε να κατανοήσετε έναν αλκοολικό; Λένε ότι είναι άνθρωποι υπερευαίσθητοι. Συμφωνείτε;

Ε: Ναι, και πολύ! Και κινδύνεψα διότι μ’ αρέσει ο μεθυσμένος εαυτός μου! Είμαι πολύ… καθωσπρέπει κόρη, με απελευθερώνει το ποτό!
Πάρα πολύ μπορώ να τους κατανοήσω! Να μπω στη θέση τους, να γοητευτώ απ’ αυτούς, να τους προστατεύσω, να τους αγαπήσω! Πολλοί αγαπημένοι μου άντρες έπιναν, και πρώτος και καλύτερος ο αγαπημένος μου θείος και ο μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς μου όταν έπινε μοίραζε δώρα και σοκολάτες στα παιδιά, μου τραγουδούσε, δεν μου χαλούσε χατίρι! Ο θείος μου με έπαιρνε αγκαλιά και με ανέβαζε μέχρι τον ουρανό. Και ένας αγαπημένος άντρας με έκανε να πιστεύω ότι ήμουν «η ωραιότερη, η σημαντικότερη του κόσμου»!

Κ: Αναρωτιέμαι διαβάζοντας τα βιβλία σας που μιλούν γι’ αυτόν τον άνδρα, αν ήταν ακριβώς έτσι, ή πολύ μακριά απ’ την πραγματικότητα. Τυχαίνει να έχω γνωρίσει πολλούς αλκοολικούς και συνήθως είναι νευρικοί, οξύθυμοι κ.λ.π. Μήπως τον ήρωά σας τον έχετε εξυψώσει πολύ χάριν της λογοτεχνίας ή της απουσίας του δικού σας ανθρώπου;

Ε: Υπήρξα μάλλον τυχερή και στους… μεθυσμένους ή τους αλκοολικούς άνδρες! Ακόμα και… οξύθυμοι, ήμουν «η λατρεμένη»!

Κ: Διαβάζοντας το βιβλίο σας «Να τα μετράω ή να μην τα μετράω τα χρόνια», μπήκατε στο πετσί του αντρικού ρόλου. Υπάρχει άραγε τέτοιος άνδρας στην πραγματικότητα, ή μόνο στην φαντασία μιας συγγραφέως και στα όνειρα όλων των γυναικών;

Ε: Όταν το έγραφα, νόμιζα ότι υπήρχε! Γι’ αυτόν το έγραψα εξάλλου το βιβλίο! Για να τον καταλάβω, και να με καμαρώσει μετά! Κατόπιν ανακάλυψα ότι αυτός ο… άντρας, ήμουν η ίδια! Ελπίζω να μην έχω κάνει τον ήρωά μου τραβεστί!

Κ: Τα βιβλία λένε ότι είναι τα παιδιά των συγγραφέων. Άρα
εσείς είστε πολύτεκνη. Λένε ότι ακόμα και η πιο καλή μάνα, ξεχωρίζει ένα παιδί περισσότερο. Εσείς, ξεχωρίζετε κάποιο;

Ε: Μάλλον θα πρέπει να είμαι πάρα πολύ καλή μάνα! Ή άσπλαχνη! Δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω κανένα.

Κ: Εσείς είστε μοναχοπαίδι, άρα και η σταθερά χαιδεμένη της οικογένειας.
Ποια η σχέση σας με την δική σας μάνα;

Ε: Μη το πιστεύετε και πολύ αυτό το… χαιδεμένη! «Η αναρχική της μαμάς μου» ήμουνα πάντοτε, ίσως επειδή της έμοιαζα στα βασικά. Και «η μικρή πριγκίπισσα» του μπαμπά μου! Όσο περνούν τα χρόνια, όλα αυτά συγκλίνουν, οι διαφορές αμβλύνονται, τώρα είναι πια εκείνοι «τα λατρεμένα παιδιά μου»! Αλλά και η μαμά μου και ο μπαμπάκας μου, πάντοτε! Υπήρξα τυχερή, όλα τα βρήκα κοντά τους. Βρισκόμουν σε πόλεμο και ειρήνη διαρκώς! Μιλάμε για πολύ… ζωντανή σχέση, πάντα!

Κ: Στις κούκλες και σε άλλα βιβλία βγαίνει ένα παράπονο γι’ αυτήν. Θυμίζετε ένα παιδί που δεν λέει να μεγαλώσει. Πιστεύετε στον ανταγωνισμό μάνας κόρης ή στο χάσμα γενεών, ασυμφωνία χαρακτήρων κ.λ.π.

Ε: Ναι, ίσως και να είμαι τελικά… παιδικής ιδιοσυγκρασίας! Μπορεί και να είμαι αχόρταγη, ανικανοποίητη στην αγάπη, ένα «παιδί- αγάπα με» διαρκώς! Αλλά ομοίως δυνατά αγαπάω! Ό,τι δίνω, θέλω! Πολύ! Με πάθος! Πάντα στον υπερθετικό βαθμό, αυτή είμαι, τι να κάνω?

Κ: Θα θέλατε να μου πείτε κάτι περισσότερο για το πρώτο σας βιβλίο;

Ε: Το πρώτο ποιητικό ήταν οι «Σηματοδότες». Σε πολύ νεαρή ηλικία, 17, 18, 20 χρονών! Το περίεργο είναι ότι ακόμα τ’ αντέχω! Ποίηση με σχέδια, πολύ πρωτοποριακή γι’ αυτή την εποχή, ούτε ήξερα τελικά τι έκανα!
Το πρώτο πεζό μου, «Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;», δοκιμιακό μυθιστόρημα. Ακόμα και σήμερα απορώ πως τόλμησα! Συμπαθητικά το υποδέχθηκαν. Επανήλθα σ’ αυτή την φόρμα πέρυσι με το «Αύριο να θυμηθώ να σε φιλήσω», αλλά σαν φόρμα, ήταν το πρώτο που δοκίμασα, αυτό που με αντιπροσωπεύει, το πιο δικό μου, αυτό που μου πάει.

Κ: Πως νιώθετε όταν βλέπετε κάποιον να διαβάζει το βιβλίο σας; Αγωνία για την γνώμη του, άσχημα κ.λ.π.

Ε: Δύσκολα! Ντρέπομαι! Ευκολότερα το ‘χω να βγω γυμνή στην Ομόνοια!

Κ: Θα θέλατε να μου πείτε κάποιο ανεκπλήρωτο όνειρό σας;
Τα επόμενα σχέδιά σας;
Τι καινούργιο μας ετοιμάζετε;

Ε: Ανεκπλήρωτο όνειρο… να κοιμάμαι καλά τα βράδια!
Επόμενο σχέδιο… δεν συνηθίζω πια να κάνω σχέδια! Αφήνω την ζωή να κάνει παιχνίδι, είναι καλύτερος σκηνοθέτης από μένα!
Καινούργιο… συνεντεύξεις, δυο τόμοι με τον τίτλο «Άρον άρον εγέννετο αύριο» και για του χρόνου πια μια ποιητική συλλογή: «Το γράμμα που λείπει», για να κλείσει κι ο κύκλος με τα γράμματα.

Κ: Έχω πολλά ακόμα να σας ρωτήσω, μα φοβάμαι πως σας κούρασα.
Είστε η γυναίκα που έζησε έναν μεγάλο έρωτα. Άρα «κλείσατε» ως γυναίκα; Νομίζετε πως ο έρωτας χτυπάει μόνο μια φορά;

Ε: Την τύφλα μου, ξέρω! Το μόνο που ξέρω είναι πως μόνο δυνατά μπορώ ν’ αγαπώ! Να πεθαίνω θέλω για μιαν αγάπη! Αυτό.

Κ: Οι ευχές μου για σας είναι κάθε όνειρό σας να γίνει αλήθεια, με την ζυγαριά να γέρνει πιο πολύ στη ευχή:
Τα λόγια που γράφετε να τραγουδιούνται απ’ όλα τα πλήθη!
Σας ευχαριστώ για την τιμή!

Ε: Μάλλον εγώ είμαι εκείνη που θα πρέπει να σας ευχαριστήσει! Υπήρξατε όντως ρεπόρτερ… εξοντωτική! Κι οι ερωτήσεις σας από τις οξυδερκέστερες και τολμηρότερες ερωτήσεις που μου έχουν ποτέ γίνει!

Κ: Λενάκι, αλλά έχω κι άλλες απορίες!
Ε, ρε και να ήμουνα δημοσιογράφος! Είχα να σε ρωτήσω!
Αλήθεια, εκείνη η γυναίκα που «Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου» πόσο κοντά ήταν ή είναι στην Ελένη; Στο παράθυρο της κουζίνας, κ.λ.π.

Ε: Κατερινάκι μου γλυκό ΚΑΙ αυτή η γυναίκα ήμουν εγώ! Είμαι όλοι οι ήρωές μου και κανένας!

Κ: Πόσο μόνη κορίτσι μου ένιωσες προχθές μέσα στο πλήθος;

Ε: Πιο μόνη δεν γίνεται και μη με ξαναρωτάς και βάλ’ το αν θέλεις! Φοβερή μοναξιά, η χειρότερη του κόσμου!

Κ: Αναρωτιέμαι αν η συγγραφή ανεβάζει έναν συγγραφέα στον ψυχολογικό τομέα ή αν τον ρίχνει στα τάρταρα της μοναξιάς του.
(συγγραφή εννοώ τις εκδόσεις, το κοινό κ.λ.π όχι την ανάγκη της γραφής)
Τελικά αξίζει; Εγώ γιατί νιώθω πως πονάει πολύ;
Μήπως η διαφορά βρίσκετε στα αυτοβιογραφικά; Μήπως μόνο εκεί πονάει;

Ε: Μα ό,τι πονάει, αξίζει μόνον! Και σώζει! Εμείς και ο τρόμος του άσπρου χαρτιού είμαστε, εμείς και η ιστορία, το παράλληλο σύμπαν. Όλα τ’ άλλα… ούτε σημασία έχουν κι ούτε μας αφορά κάτι απ’ αυτά!
Κι όσο για τα «αυτοβιογραφικά», από τη δική μας ψυχική αποθήκη ξεθάβονται όλα!

Φιλιά, Κατερίνα!


ΥΓ. Και τώρα υστερόγραφο, επειδή είθισται, στα πιο δικά μας, στα πιο βαθιά: Με ελάχιστους μεγαλώνουμε και γερνάμε, και κάτι μου λέει ότι η Κατερίνα θα βρίσκεται πάντα μέσα σ’ αυτούς! Όλοι οι υπόλοιποι, τρενάκια που διασταυρωθήκαμε οι περισσότεροι. Ο Χρόνος, μεγάλος φίλος, μεγάλος γιατρός, μεγάλος σοφός.
Σας ασπάζομαι απαξάπαντες, άλεφ

24/9/08

Η «Λάουρα» των παιδικών μου χρόνων…

«Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ» του Γουίλιαμ Γουίλκι Κόλλινς, Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, Εκδ. «Ηλέκτρα», σελ. 828, τιμή: 25 ευρώ.
Σαν τον παλιό, καλό καιρό, ακριβώς. Εξάλλου καθόλου τυχαίο, κάτι μου θύμιζε! «Η γυναίκα με τα άσπρα» του Γουίλιαμ Γουίλκι Κόλλινς που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ηλέκτρα» στους «Κλασσικούς». Ένα ογκώδες βιβλίο, γραμμένο το 1860, που εμπεριέχει τα πάντα: έρωτα, μυστήριο, την ελισαβετιανή εποχή, ηθογραφία, αριστοτεχνική πλοκή, ενδιαφέρουσα γλώσσα που την καθιστά απολύτως σύγχρονη και σπαρταριστή η εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου και που, πάνω απ’ όλα, εκφράζει μια ολόκληρη εποχή. Μιαν εποχή που ήξερε και τι είναι και πώς γράφεται ένα αληθινό μυθιστόρημα. Εξάλλου η εβδομαδιαία δοκιμασία (δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό του Καρόλου Ντίκενς) το έθετε υπό διαρκή αναγνωστική κρίση. Τώρα, που άλλα ήθη, άλλοι ρυθμοί, ποιος τολμά να βυθιστεί σε 828 σελίδων οικογενειακή υπόθεση, μυστήριο, εποχή.
Η γυναίκα με τα άσπρα που καθορίζει τον τίτλο και την υπόθεση, κινείται ως φάντασμα, σαν σκιά στην ιστορία, με την εμφάνισή της όμως το άπαν ξεκινά. Ο δάσκαλος ζωγραφικής Γουόλτερ Χαρτράιτ πέφτει κυριολεκτικά πάνω της, και την βοηθά να ξεφύγει. Από τους διώκτες της θα πληροφορηθεί ότι είναι η Ανν Κάθερικ και έχει δραπετεύσει απ’ το άσυλο όπου την έχει κλείσει «από ευσπλαχνία» ο λόρδος Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Η ζωή θα τα φέρει έτσι, ή μάλλον ο δεξιοτέχνης συγγραφεύς, ώστε να βρεθεί δάσκαλος ζωγραφικής της Λώρα Φέρλι και της ετεροθαλούς αδελφής της Μάριαν Χάλκομπ, να ερωτευθεί την Λώρα κι έκπληκτος να βλέπει ότι είναι υποχρεωμένη να παντρευτεί τον λόρδο Πέρσιβαλ Γκλάιντ, διαπιστώνοντας ταυτοχρόνως και την απίστευτη ομοιότητά της με την έγκλειστη Ανν Κάθερικ!
Η καταιγιστική πλοκή που ακολουθεί, θα φέρει τον αναγνώστη από έκπληξη σε έκπληξη, εφόσον ο κάθε ήρωας θα ακολουθήσει την δική του επαρκώς μοιραία διαδρομή: Η Λώρα Φέρλι θα γίνει τραγική λαίδη Γκλάιντ, η Ανν Κάθερικ που φορά διαρκώς άσπρα και είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια μαζί με την Λώρα, θα ισχυριστεί ότι είναι κάτοχος ενός φοβερού Μυστικού που θα τρομοκρατήσει τον λόρδο Κλάιντ ωθώντας τον σε ακραίες εγκληματικές πράξεις, με συνένοχο την θεία της Λώρα και τον άνδρα της, ένα μυστηριώδη, αντιφατικό τύπο, τον κόμη Φόσκο. Περιπλανήσεις, μυστήριο, φαντάσματα, αρρώστιες, η εγκληματικά αυστηρή και γεμάτη οικογενειακά εγκλήματα και μυστικά αγγλική κοινωνία, μυστικές αδελφότητες, προδοσίες, θα εκτυλίσσονται μπρος τα έκπληκτα μάτια μας με τρόπο απολύτως νατουραλιστικό, ατμοσφαιρικό και με ευφυέστατη αφηγηματική δομή: η αφήγηση κυλά με την μέθοδο της σκυταλοδρομίας, από τον Γουόλτερ Χαρτράιτ και την Μάριον Χάλκομπ, στον δικηγόρο της οικογένειας, στην οικονόμο του σπιτιού, στη νοσοκόμα, ακόμα και στον Φρέντερικ Φέρλι, τον παρόντα- απόντα θείο που υποχρεώνεται κάποια στιγμή να φανερωθεί αλλά και από τον κόμη Φόσκο υπό την μορφή μιας υποδειγματικού ύφους και απαράμιλλου στυλ, επιστολής. Αυτή η επιστολή, θα ξετυλίξει με τρόπο αναίσχυντο και όλο το εγκληματικό κουβάρι, η ιστορία έχει προς τέρψη των αναγνωστών χάππυ έντ και η διαδρομή σου προσφέρει αγωνία, απόλαυση, μιαν εποχή και ένα απαράμιλλο στυλ γραφής, στο πιάτο.
Οι αρετές, όλες αυτές του παλιού καλού χορταστικού κλασσικού μυθιστορήματος: Μαλλιά κουβάρια η πλοκή, μυστήριο και ατμόσφαιρα, ολοζώντανοι χαρακτήρες, σπαρταριστή εποχή, να αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία συχνά διασώζει το παρελθόν, την κοινωνία και την Ιστορία. Προσφέροντάς μας την πιο ανάγλυφή της μορφή.
Δεξιοτέχνης της αφήγησης ο Κόλλινς, δεν αφήνει ούτε σειρούλα να πέσει κάτω και με εξαιρετική οικονομία χρησιμοποιεί τους πάντες και τα πάντα, δένοντας την πρώτη με την τελευταία σκηνή.
Τελειώνοντας θυμήθηκα και τι μου… θυμίζει! Την «Λάουρα» που κάποτε άκουγα τα πρωινά μαγεμένη στο ραδιόφωνο και την μανούλα μου να με φωνάζει γέρο Φέρλι, απ’ εκείνον τον γερο- παράξενο που ήθελε μόνο την ησυχία του (όπως την ήθελα νυχθημερόν για να διαβάζω κι εγώ). Και την υπέροχη «Φεγγαρόπετρα» που έχω ακόμα στη βιβλιοθήκη από την «Μέδουσα».
Από τις σημαντικότερες στιγμές του βιβλίου, η ομοιότητα των δυο ηρωίδων που οδηγεί και στην ανταλλαγή ταυτοτήτων, η αινιγματική φιγούρα της ασπροφορεμένης Ανν Κάθερικ, ο δαιμονικός γοητευτικός κόμης Φόσκο και η τεχνική της αφήγησης, από ήρωα σε ήρωα, και ενίοτε υποστηρίζοντας άλλα, διαφορετική.
Βέβαια, οφείλω να αναγνωρίσω ότι άνευ Librofilo, δεν θα το άγγιζα πάλι αυτό το βιβλίο! Λειτουργεί πια στα ογκώδη αριστουργήματα (και όχι μόνο) κάπως σαν… ναρκαλιευτής! Δοκιμάζει πρώτος και ακολουθώ, αναγνωστικά, προθύμως!

ΥΓ. Αυτό το «γέρο Φέρλι» της μαμάς μου ακόμα με συγχύζει! Αλλά και η Λώρα, εδώ πού τα λέμε, εκτός από… ωραία, τι ήτο? Ενώ αυτός! Μη μου τους κύκλους τάραττε! Ένας μονόχνοτος, φιλότεχνος που αγαπούσε την ησυχία του! Πού το κακό?


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Γουίλιαμ Γουίλκι Κόλλινς, συγγραφέας των πρώτων αστυνομικών ιστοριών στα αγγλικά, γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1824. Ήταν γιός γνωστού τοπιογράφου και πήρε το όνομά του από τον ζωγράφο-νονό του, Ντέιβιντ Γουίλκι.
Σπούδασε νομικά στο Λονδίνο, αν και δεν επρόκειτο να ασκήσει ποτέ τη δικηγορία, και δοκίμασε για λίγο την τύχη του στη ζωγραφική.
Από το 1848 άρχισε να γράφει άρθρα και ιστορίες, που πολλά δημοσιεύθηκαν ανώνυμα, και το μυθιστόρημα περιπέτειας «Ιολάνι», που ανακαλύφθηκε και δημοσιεύθηκε, για πρώτη φορά, το 1999. Η βιογραφία του πατέρα του ήταν το πρώτο σημαντικό έργο του που εκδόθηκε και τού έδωσε το κουράγιο να αφοσιωθεί στη γραφή.
Ακολούθησε το ιστορικό μυθιστόρημα «Αντονίνα ή η πτώση της Ρώμης», 1850, που σημείωσε εκδοτική επιτυχία.
Το 1851 γνωρίστηκε με τον Κάρολο Ντίκενς, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά και άρχισε να γράφει στα περιοδικά του «Household Words» και «All the Year Round», όπου δημοσίευσε πολλά έργα του σε συνέχειες.
Ο Κόλλινς υπήρξε πρωτοπόρος συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου και αγωνίας. Από τα μυθιστορήματά του αυτά ξεχωρίζουν: «The Woman in White» ("Η γυναίκα με τα άσπρα», 1860), «No Name» («Χωρίς όνομα», 1863) και «The Moonstone» («Η φεγγαρόπετρα», 1868).
Το τελευταίο το υπαγόρευσε, στο μεγαλύτερο μέρος του, από το κρεβάτι, υποφέροντας από αρθρίτιδα. Σε μεγαλύτερη ηλικία εθίστηκε στο όπιο και τα μυθιστορήματα που έγραψε μεταξύ 1870 και 1889, θεωρούνται υποδεέστερα των προηγούμενων. Πέθανε το 1889.

22/9/08

Και οι Χάρτες? Πού είχαμε αφήσει τους Χάρτες?

Η «έσω» και «έξω» πόλη στους «Χάρτες» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη

«ΧΑΡΤΕΣ» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 267, τιμή: 16 ευρώ.
«Εσείς λοιπόν από πού έρχεστε;» ρωτά ένας ψηλόλιγνος τύπος σε ένα από τα εβδομήντα διηγήματα του βιβλίου. «Η πόλη θα σ’ ακολουθεί», χαρακτηριστικός τίτλος.
«Εμείς κοιταχτήκαμε αμήχανα. Αλήθεια, από πού ερχόμασταν; Μπαίνοντας στη Μέρτυρα, είχαμε απολέσει κάθε πρότερη μνήμη, Κοιταχτήκαμε πάλι. Κανείς μας δεν θυμόταν. Και οι χάρτες; Πού τους είχαμε αφήσει;» Διερωτάται ένας εκ των αφηγητών και ο συγγραφέας έψαξε και βρήκε τους «Χάρτες». Κατακερματίζοντας σε εβδομήντα ιστορίες «Επαρχίες και χωριά» (Χάρτης πρώτος), «Πόλεις και συνοικίες» (Χάρτης δεύτερος), «Ξενιτιές και ερημιές» (Χάρτης τρίτος), «Ουτοπίες- δυστοπίες» (χάρτης τέταρτος) ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιχειρεί κι επιτυγχάνει τον γύρο του κόσμου. Σε ένα ταξίδι τριπλό: στη ζωή και στην ψυχή μας, στους εφιάλτες και στα όνειρά μας. Στην όντως ζωή, στην έσω ζωή, στον αθέατο και άδηλο κόσμο. Στην γεωγραφία της γης και στην γεωγραφία της ζωής μας.
Ο «Χάρτης πρώτος» διανύει όλη την ελληνική περιφέρεια. Άλλοτε περπατώντας στα κάρβουνα («Αναστενάρισσα»), άλλοτε επιτυγχάνοντας το ακατόρθωτο («Μουγγό αγόρι), κάποιες φορές μπερδεύοντας τον ρόλο με το πρόσωπο («Μαργαρίτα Άλμπα»), είτε Σταυρούλα ράφτρα σ’ ένα χωριό του Παγγαίου («Νυφικό σώμα») είναι αυτή, είτε Αννούλα απ’ τη Ξάνθη ή απ’ το Νευροκόπι («Καλή σοδειά»).
Μέγιστος μάστορας, απ’ ότι αποδεικνύεται, και της μικρής φόρμας ο συγγραφέας, κατορθώνει να δώσει μονοκοντυλιά (συνήθως μέσα σε δυο ή τρεις σελίδες), χαρακτήρα και χωροχρόνο, την τραγωδία και την μαγεία της ανθρώπινης μοίρας, κρατώντας για τον αναγνώστη του και ένα κομματάκι ζάχαρη στην άκρη (την ανατροπή που όλα τα βάζει στη θέση τους, το τελευταίο κομμάτι που αλλάζει ή ολοκληρώνει στο παζλ την εικόνα. Μεγάλο ξάφνιασμα «Η σπηλιά», «Το κεντρί», «Η θέα από το μπαλκόνι», «Η γριά στην άκρη του δρόμου.
Στο δεύτερο μέρος «Χάρτης δεύτερος», η περιφέρεια γίνεται πόλη και το χωριό ή η γειτονιά, συνοικία. Με όμοια εσωτερικότητα («Ίδιο γάλα»), πανομοιότυπη ανατροπή και συγκίνηση («Μισή γυναίκα»), την ίδια θαυμαστή ατμόσφαιρα και κοινωνική οξυδέρκεια («Θλιμμένη πόλη»).
Εξαιρετικές στιγμές, μεταξύ ίσων άλλων, και τα: «Ζωή χωρίς ποίηση», «Ατλαντικός», «Παρατηρητής νυχτερινών τρένων».
Στην επόμενη ενότητα «Χάρτης τρίτος», η εσωτερική μοναξιά κι ερημιά στις ξενιτιές και στις ερημιές του κόσμου. Από το Βερολίνο («Βερολίνο, Βερολίνο») ως τον «Αραβικό επιτάφιο» κι απ’ τους «Αέρηδες» μέχρι «Το τελευταίο καλοκαίρι», «Η πόλη θα σ’ ακολουθεί» από ενότητα σε ενότητα, ολότελα εσωτερική: άλλοτε ονειρική και εφιαλτική κι άλλοτε μελλοντολογικά υποθετική, εφόσον χρόνος και χαρακτήρας πανταχού παρόντα, ωσεί Θεός και πεπρωμένο.
Οι «Ουτοπίες- Δυστοπίες» στον «Χάρτη τέταρτο», μυθιστορήματα εν δυνάμει, ιστορίες μπονσάι. Με μπορχεσική ατμόσφαιρα και προεκτάσεις, συγκεντρώνουν, πέρα από την αφηγηματική συγγραφική δεινότητα, και τα διλήμματα και τους φόβους, την φιλοσοφία και την συγγραφική ιδεολογία. Ένα μικρό αριστούργημα η «Σκορπισμένη βιβλιοθήκη». Στο «Νησί του αείποτε», η θνητότητα και η αθανασία. Στην «Αναπνοή», η ολοζώντανη αν και εικονική πραγματικότητα του διαδίκτυου. Στην «Κοσμική μεμβράνη», ο γρίφος του χωροχρόνου. Στο «Τοσωματηςτοσωματου», η άμωμος σύλληψη. Στο «Hotel digital», ο «Παράδεισος» του καθένα.
Εβδομήντα μπουκίτσες ζωής, ασκήσεις ύφους μέγιστες. Με ατμόσφαιρα και χαρακτήρες σαν γυαλάκια που σε πονούν και σε κόβουν. Με περίληψη ζωής που αγγίζει το μεγάλο αίνιγμα και το θαύμα. Με ανατροπές και αλληγορίες, με ποιητικό χρώμα και υποδόρια μουσική, με αξιολάτρευτα πάθη και λάθη, με φωτεινά αδιέξοδα και σκοτεινές λεωφόρους. Η ανθρωπογεωγραφία μας, εφόσον τα βασικά πάντα τα ίδια κι απαράλλαχτα παραμένουν. Διότι «Ο παράδεισος είναι μια παραλία γεμάτη ανθρώπους και ιστορίες» τελικά. Όπου «άλλοι πνίγονται στα ρηχά, άλλοι κολυμπάνε στα βαθιά κι άλλοι λιάζονται κρυφακούγοντας», όπως μας κλείνει το μάτι με την «ενδιάμεση στάση» τού Λόρενς Γκάσλοου, εξ’ αρχής ο συγγραφέας. Αλλά εμείς για να το κατανοήσουμε, θα πρέπει πρώτα να βυθιστούμε στη μαγεία αυτής της πρωτότυπης ανθρωπογεωγραφίας του ως το τέλος!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε το 1956 στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας.
Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση.
Έχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων.
«Το παρτάλι» (Εκδ. «Πατάκη», 2001) μεταφράστηκε στα γαλλικά.
Συνεργάζεται με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια.
Ζει στη Νέα Σμύρνη.
Έργα του:
«Κρυμμένοι άνθρωποι» (μυθιστόρημα, 1990, Νέα Σύνορα, Πατάκη)
«Ο αρχαίος φαλλός» (διηγήματα, 1991, Νέα Σύνορα, Κέδρος)
«Ο Ναύτης» (μυθιστόρημα, 1993, Κέδρος)
«Ο χορευτής στον ελαιώνα» (μυθιστόρημα, 1996, Κέδρος)
«Τα νερά της Χερσονήσου» (μυθιστόρημα, 1998, Κέδρος)
«Το παρτάλι» (μυθιστόρημα, 2001, Πατάκη)
«Έξω απ’ το σώμα» (μυθιστόρημα, 2003, Πατάκη)
«Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές» (μυθιστόρημα, 2004, Πατάκη)
«Χάρτες» (διηγήματα, Πατάκη).
Ιστοσελίδες του συγγραφέα: www.serrelib.gr (Δημόσια Βιβλιοθήκη Σερρών) και
Blog «Χάρτες»: http://teogrigoriadis.blogspot.com
e-mail: grigori@otenet.gr

18/9/08

Γιατί ήρθες απόψε εδώ? Αντί να κάθεσαι να αποκρυπτογραφείς το ταβάνι.

«Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ» του Άμος Όζ, Μετάφραση από τα Εβραικά: Λουίζα Μιζάν, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 183, τιμή: 16 ευρώ.

«Να λοιπόν οι κυριότερες ερωτήσεις: Γιατί γράφεις; Γιατί γράφεις ειδικά μ’ αυτό τον τρόπο; Σ’ ενδιαφέρει να επηρεάζεις τους αναγνώστες σου, και αν ναι, προς ποια κατεύθυνση επιδιώκεις να τους κατευθύνεις;…
Είσαι στρατευμένος συγγραφέας και αν ναι, υπέρ τίνος; Οι ιστορίες σου είναι αυτοβιογραφικές ή δημιουργήματα της φαντασίας σου;…
Και θα μπορούσες, σε παρακαλούμε, να μας εξηγήσεις εν συντομία και με δικά σου λόγια τι ακριβώς θέλεις να πεις στο τελευταίο σου βιβλίο;»
Παρότι ο συγγραφέας γνωρίζει τις ερωτήσεις του αναγνωστικού του κοινού και τις προτάσσει μάλιστα στις δυο πρώτες σελίδες, εν τούτοις, πρόθεσή του δεν είναι να απαντήσει σ’ αυτές. Αλλά απλώς γενναία και γενναιόδωρα να μας τραβήξει την κουρτίνα.
Αντί να μας απαντά, μπουκίτσα- μπουκίτσα σε ό,τι ο καθένας ρωτά, αποφασίζει εντελώς θαρραλέα να μας τα κάνει γνωστά, όλα.
Επιλέγοντας ως ήρωα στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Η νύχτα του συγγραφέα» τον εαυτό του ή έναν συγγραφέα. Κι ακολουθώντας τα εσωτερικά βήματά του- για ένα οκτάωρο- με ακρίβεια εντομολόγου ή ανατόμου.
Χωροταξικά η ιστορία διαδραματίζεται στο Τελ- Αβίβ, κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής νύχτας, στην αρχή της δεκαετίας του ’80. Ο συγγραφέας είναι καλεσμένος σε λογοτεχνική βραδιά και αποφασίζει να μας πάρει μαζί του: στις σκέψεις του, στις κινήσεις του, στα διλήμματα και στις αντιρρήσεις του, στις ερωτικές επιθυμίες και τις αναστολές του, στην έμπνευσή του, στις φαντασιακές εικόνες του που θα μπορούσαν και να αποτελέσουν τη μαγιά για μια καινούργια ιστορία. Στην ζωή και στην έμπνευσή του.
«Υπάρχουν οι πλάγιες απαντήσεις και υπάρχουν οι απαντήσεις υπεκφυγής. Απαντήσεις απλές και ευθείες δεν υπάρχουν», σκέφτεται παρατηρώντας τα πόδια της σερβιτόρας. Σταμάτησε στο μικρό καφενείο για να σκοτώσει την ώρα του πιο πολύ αλλά στο μεταξύ στήνει στο νου του μια ολόκληρη ιστορία. Σκιαγραφώντας με διάφανο, αόρατο μελάνι εκεί, την πρώτη της αγάπη, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών με τον αναπληρωματικό τερματοφύλακα της ομάδας Μπνέι Γεούντα, τον Τσάρλι. Την λένε Ρίκι, έτσι αποφασίζει να την πει, κι ο Τσάρλι την προδίδει με τη Λούσι που είχε βγει Μις Νερό, διότι έτσι το θέλει. Ακολουθεί τη σκέψη της, τις ιδέες της, την προδομένη καρδιά, τις παράτολμες επιθυμίες: «Φιλία μεταξύ γυναίκας και άντρα δεν υφίσταται σε καμία περίπτωση: αν υπάρχει μεταξύ τους χημεία, δεν μπορεί να υπάρξει φιλία. Κι αν δεν υπάρχει χημεία, τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεταξύ τους τίποτα. Ανάμεσα όμως σε δύο κοπέλες, και ειδικά ανάμεσα σε δύο κοπέλες που έχουν υποφέρει και απογοητευτεί αρκετά από τους άντρες, και μάλιστα ανάμεσα σε δύο κοπέλες που έχουν υποφέρει από τον ίδιο άντρα… μήπως τελικά άξιζε τον κόπο να βρω κάποτε αυτή τη Λούσι;»
Όμως, παρότι «στην πραγματικότητα δεν είναι έτοιμος για τη συνάντηση και δεν ξέρει τι θα απαντήσει στις ερωτήσεις», πηγαίνει και γίνεται ένας απ’ αυτούς. Παρατηρώντας με οξυδέρκεια τους παρουσιαστές του, το αναγνωστικό κοινό, τον χώρο, τα όσα συμβαίνουν και όσα υπαινίσσονται. Τους αφήνει να μιλούν σα να τον ξέρουν χρόνια, λες και γνωρίζουν τα πάντα γι’ αυτόν, τους επιτρέπει να κάνουν υποθέσεις. Κοιτάζοντας τους εξάλλου επιχειρεί κι εκείνος τα δικά του συγγραφικά σενάρια, «ο συγγραφέας μοιάζει να τους κλέβει τα πορτοκάλια από τις τσέπες, ενώ εκείνοι είναι βυθισμένοι στα άδυτα του έργου του με την καθοδήγηση του ειδικού στη λογοτεχνία».
Υπάρχουν στιγμές που ασφυκτιά: «Γιατί ήρθες απόψε εδώ; Ρωτάει ο συγγραφέας τον εαυτό του, τι ψάχνεις;, η θέση σου είναι στο σπίτι, μπροστά στο γραφείο σου, ή ξαπλωμένος πάνω στο χαλί να αποκρυπτογραφείς τα σχήματα στο ταβάνι. Ποιος σκοτεινός δαίμονας σε σπρώχνει ξανά και ξανά να στριμώγνεσαι σε παρόμοιες συγκεντρώσεις; Αντί να βρίσκεσαι τώρα εδώ, θα μπορούσες, για παράδειγμα, να κάθεσαι και να απολαμβάνεις μέσα στην ησυχία του δωματίου σου την εκατοστή έκτη καντάτα, με την επονομασία «Actus Tragicus». Ή θα μπορούσες να έχεις γίνει μηχανικός και να σχεδιάζεις σιδηροδρομικές γραμμές που θα διασχίζουν εδάφη ορεινά και σκληρά, όπως ονειρευόσουν όταν ήσουν μικρός να γίνεις όταν μεγαλώσεις».
Αλλά βρίσκεται εκεί και είναι πια συγγραφέας, υποχρεωμένος να υποστεί έως τον πάτο αυτή τη βραδιά, να περπατήσει στο δρόμο και να φλερτάρει την όμορφη Ρούχαλε Ράζνικ που τόσο ωραία διαβάζει, συνεχίζοντας τα σενάρια επάνω στις άγνωστες ζωές των άλλων. Και θα γυρίσει σπίτι ενώ ακόμα είναι σκοτάδι πυκνό. Αναλογιζόμενος ότι ίσως τελικά και ν’ «αξίζει ν’ ανάβει κανείς το φως πού και πού και να κοιτάζει τι συμβαίνει τριγύρω». Κι ότι «το αύριο έγινε ήδη σήμερα, ξαφνικά».
Ένα μαγευτικό, εσωτερικό, συγγραφικό ταξίδι σχεδόν… εργαστηρίου. Το παράλληλο σύμπαν που ακολουθεί τον συγγραφέα ακόμα κι όταν βρεθεί εκτός ιστορίας. Η καθημερινότητα και η όντως ζωή που επιτρέπει να γεννιέται αυτή καθ’ εαυτή η ιστορία.
Με εξομολογητική διάθεση, εσωτερική ατμόσφαιρα, υπαινικτικές σιωπές και κουβέντες που μετεωρούνται ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία. Μια ιστορία που αποδεικνύει ότι μπορεί κάλλιστα η τέχνη να τροφοδοτεί τη ζωή και η ζωή την τέχνη. Διότι στεγανά δεν υπάρχουν τελικά, ούτε και για τον αναγνώστη. Πόσο μάλλον για τον συγγραφέα.
Ενδεχομένως το πιο εσωτερικό, αυτοβιογραφικό και αποκαλυπτικό βιβλίο του Άμος Όζ, συγγραφέα. Διότι οι ιστορίες του βρίσκονται παντού, κυκλοφορούν ελεύθερα, αδέσποτες και ανεξέλεγκτες στο κεφάλι μας αλλά κι ανάμεσα στους άλλους.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Ο Άμος Όζ γεννήθηκε το 1939 στην Ιερουσαλήμ.
Έγινε διάσημος σ’ όλο τον κόσμο με το μυθιστόρημά του «Ο Μιχαέλ μου» (μτφρ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου, Εκδ. «Καστανιώτη», 1997)
και σήμερα θεωρείται ο σημαντικότερος Ισραηλινός συγγραφέας.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα: «Νύχτα στο Τελ Κένταρ» (μτφρ. Χρυσούλα Παπαδοπούλου), 1998),
«Η ίδια θάλασσα» (μτφρ. Λουίζα Μιζάν, 2007),
Καθώς και τα δοκίμια:
«Το Ισραήλ, η Παλαιστίνη και η ειρήνη» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, 1997),
«Η αρχή της ιστορίας» (μτφρ. Θοδωρής Τσαπακίδης, 2001)
και «Κατά του φανατισμού» (μτφρ. Ελένη Τζερεζόλε, 2005).
Γνωστός για τους αγώνες του για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, ο Όζ έχει τιμηθεί με τα σημαντικότερα βραβεία λογοτεχνίας και ειρήνης της Ευρώπης.

15/9/08

Το μέλλον μας βασανίζει, το παρελθόν μας αλυσοδένει

«Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΧΟΡΔΩΝ» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα, Μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 560, τιμή: 22.50 ευρώ.

«Τα νερά στα οποία θ’ αρμενίσω
κανείς πρωτύτερα δεν τα έχει σκίσει».
Με μότο, φράση από τον «Παράδεισο» του Δάντη και μικρό πρόλογο με παρελθοντολογικό γεγονός στην Οροσειρά Ογέρο- κλειδί για την απρόσμενη εξέλιξη, ο ψυχίατρος – συγγραφέας Χοσέ Κάρλος Σομόθα, ο οποίος συνδυάζει με τρόπο απαράμιλλο, επιστήμη, μέλλον, και τις αναμφισβήτητες γνώσεις του όσον αφορά την ανθρώπινη ψυχή, υπογράφει ένα αριστουργηματικό θρίλερ για τον Χρόνο.
Με κεντρικό άξονα «την θεωρία των Χορδών» της Φυσικής που αποτελεί και τον τίτλο του, επιχειρεί μια κατάδυση: στην ιστορία, στο παρελθόν, στα μυστικά των επιστημονικών ερευνών, στο ανθρώπινο υποσυνείδητο.
Με δομή που περιλαμβάνει διαρκή φλας μπακ και αρχή τον παρόντα χρόνο (μοναδική εξαίρεση το συμβάν στην Οροσειρά Ογέρο), ηρωίδα την Ελίσα Ρομπλέδο, νεαρή καθηγήτρια φυσικής σε πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, ξετυλίγει το κουβάρι μιας ιστορίας η οποία παρ’ ότι φαντάζει απίστευτη, πατά γερά επάνω σε ασφαλή επιστημονικά δεδομένα.
Πριν από μια δεκαετία, η νεαρή Φυσικός, υπήρξε η εκλεκτή μιας ομάδας φοιτητών που παρακολουθούσαν το σεμινάριο του Νταβίντ Μπλάνες επάνω στην «θεωρία των χορδών» (γνωστό και ως «θεωρία της σεκόιας» από το ομώνυμο φυτό) να συμμετάσχει σε ένα απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα που έλαβε χώρα με άκρα μυστικότητα και άγνωστα αποτελέσματα στο νησί Νέα Νέλσον. Σε μια σύγχρονη Εδέμ που αποδείχτηκε, εν τέλει, η Κόλαση του Δάντη.
«Σύμφωνα με τη θεωρία των χορδών, τα σωματίδια που απαρτίζουν όλο το σύμπαν, ηλεκτρόνια, πρωτόνια, δεν είναι σφαιρίδια, όπως μας έμαθαν στο σχολείο, αλλά μακρόστενα σαν χορδές», οι διαστάσεις πολύ περισσότερες απ’ όσες γνωρίζουμε και η πιθανότητα επιστροφής, τελικά, εφικτή εάν χρησιμοποιήσουμε ως τέλος και αρχή της χορδής, χωροχρόνο προεπιλεγμένο.
Η Ομάδα που απαρτίζεται από δέκα επιστήμονες και φοιτητές σχετικούς (Φυσικοί, Ιστορικός, Παλαιοντολόγος) και ανθρώπους της Eagle Group που χρηματοδοτεί αυτό το πρόγραμμα, το επωνομαζόμενο Ζιγκ- Ζαγκ, απομονώνεται σε ένα νησί στην άκρη της γης και επιχειρεί κι επιτυγχάνει το ακατόρθωτο: ταξιδεύει πίσω στον χρόνο! Αντικρίζει τη γυναίκα της Ιερουσαλήμ το 33 μ.Χ. χρονιά σταύρωσης του Ιησού και φτάνει ακόμα πιο μακριά, στην εποχή των δεινοσαύρων. Τα αποτελέσματα, ολέθρια: ο αντίκτυπος (ψυχολογικές συμπεριφορές και ψευδαισθήσεις σε όσους αντικρίζουν το παρελθόν), διεμπλοκή (επιρροή από και προς το εγγύς παρελθόν), και το χειρότερο όλων οι εκδιπλώσεις! Ο «κύριος άσπρα μάτια» ή το φαινόμενο «Ζιγκ- Ζαγκ», αυτονομούμενη εικόνα του βαθύτερού μας ασυνείδητου!
Βαθύτατος γνώστης της αλήθειας «πολλοί θα σκότωναν προκειμένου να δουν το μέλλον, μερικοί θα πεθάνουν επειδή είδαν το παρελθόν» ο Σομόθα ως ψυχίατρος, αλλά και της μεγάλης αντίφασης της ανθρώπινης ψυχής και της μέγιστης δύναμης του ασυνείδητου, στήνει ένα πολυεπίπεδο επιστημονικό και υπαρξιακό θρίλερ για γερά νεύρα, τελικά.
Σε πρώτο επίπεδο το σασπένς από το Κακό που δεν ξέρεις από πού εκπορεύεται, ποιος το εμπεριέχει και ως πού μπορεί να φτάσει.
Σε δεύτερο, τα μεγάλα ηθικά διλήμματα της επιστήμης όσον αφορά τις εφαρμογές σε επιτεύγματα που είχαν εν τη γεννέσει τους εντελώς άλλο στόχο.
Σε τρίτο, οι μεταμορφώσεις της ύλης και της ανθρώπινης ψυχής, το παιχνίδι κι ο γρίφος του χωροχρόνου. Το παρελθόν που ως γνωστόν από την ψυχανάλυση «μολύνει» αλλά και «σώζει». Το κακό που τελικά εκπορεύεται και απομονώνεται από μια οργισμένη ψυχή και το καλό που απαιτεί σε σχέση με το κακό, πολύ περισσότερο χρόνο.
Στο μεταξύ, και λίγο πριν το τέλος, μας έχουν εξηγηθεί πολλά. Και πρώτ’ απ’ όλα το Συλλογικό Ασυνείδητο του Γιουγκ και η νοσταλγία της χαμένης ομορφιάς και του χαμένου παραδείσου. Ο εκπεσών άγγελος που από μια χορδή χρόνου και σε χρόνο Πλανκ, μεταμορφώνεται σε διάολο- Ζίγκ- Ζαγκ, σε ένα «ανολοκλήρωτο λάθος»! Η προβολή του Καλού και του Κακού εις το διηνεκές και η επανάληψη της Σκηνής κατά Μπόρχες. Εφόσον εκείνη η περίφημη κατά Κασάρες «Εφεύρεση του Μορέλ» είναι φυσικά εφικτή με αφετηρία, τελικά, την «Χορδή του Χρόνου».
Ένα μέγιστο μυθιστόρημα που συνδυάζει πολλά: Επιστημονικές αλήθειες και ισχυρούς, αντιφατικούς χαρακτήρες. Δυνατή και πρωτότυπη πλοκή, γοτθική, ζοφερή ατμόσφαιρα και ηθικά διλήμματα που βασανίζουν κάθε εποχή εφ’ όσον τα σημαντικά παραμένουν ίδια.
Εννοείται ότι διαβάζεται απνευστί, ότι γίνεται άλλο αναλόγως τον αναγνώστη και ότι τοποθετεί το Καλό και το Κακό σε λιγότερο σαφή και αφοριστική βάση. Μετά απ’ αυτό το βιβλίο, Επιστήμη και Χρόνο, Καλό και Κακό, Παράδεισο και Κόλαση τα αντιμετωπίζεις, θέλεις δεν θέλεις διαφορετικά. Η μεγάλη παρηγοριά είναι η πρόγευση αιωνιότητας που σου παρέχει! Διότι ό,τι υπήρξε δεν γίνεται παρά να υπάρχει αρκεί να βρούμε τον τρόπο και να ξεδιπλώσουμε τη συγκεκριμένη χορδή. Αναλαμβάνοντας, φυσικά, το όντως μέγιστο ρίσκο!
Η διαπίστωση που επισημαίνεται του Φλομπέρ «Το μέλλον μας βασανίζει, το παρελθόν μας αλυσοδένει». Αλήθεια που ένας ψυχίατρος, γνωρίζει καλά, καθώς και το ότι «το παρελθόν είναι κάτι που συμβαίνει διαρκώς» και η Επιστροφή, ενίοτε, ίσως και να είναι η μόνη λύση!

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Χοσέ Κάρλος Σομόθα είναι ψυχίατρος.
Γεννήθηκε στην Αβάνα της Κούβας το 1959 και ζει στη Μαδρίτη από το 1960.
Εμφανίστηκε στα ισπανικά γράμματα το 1994 και τα έργα του γνώρισαν επιτυχία πολύ σύντομα. Έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα, εκ των οποίων τα περισσότερα έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, καθώς και διηγήματα, θεατρικά έργα και ένα ραδιοφωνικό σενάριο:
«La ventana pintada» (Το βαμμένο παράθυρο) (βραβείο Café Gijon 1998),
«Cartas de un asesino insignificate» (Επιστολές ενός ασήμαντου δολοφόνου, 1999),
«Dafne desvanecida» (Η μεταμόρφωση της Δάφνης) (υποψήφιο βραβείου Nadal 2000),
«Miguel Will» (Μιγέλ Ουίλ), Βραβείο Θεάτρου Miguel de Cervantes, 1997,
«Langostas» (Αστακοί), σενάριο ραδιοφωνικής εκπομπής, βραβείο Margarita Xirgu 1994.
Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές του ισπανόφωνου μυθιστορήματος ίντριγκας και τα έργα του αποσκοπούν να ξεπεράσουν τους φραγμούς ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη.
Κυκλοφορούν στα ελληνικά:
«Το Σπήλαιο των Ιδεών» και «Γράμματα ενός ασήμαντου δολοφόνου» από τις εκδόσεις «Κέδρος».
Και από τις εκδόσεις «Πατάκη» τα μυθιστορήματα «Η Κλάρα στο μισοσκόταδο» και «Η θεωρία των χορδών».

ΥΓ1. Αφιερωμένο εξαιρετικά στις φίλες μου Ρίτσα Μασούρα και Κατερίνα «Κυκλάμινο του βουνού».
Σε όλους τους φίλους μου που ήταν εχθές, σε όσους με σκέφτηκαν και ήταν «ωσεί παρόντες». Διότι η αγάπη μετράει και είναι περισσότερη κι από παρουσία. Ευχαριστώ!
Ας γυρίσουμε στην υπέροχη, μαγική μας καθημερινότητα, στο ταπεινό και μεγαλειώδες «θεικό παρόν» που λέει και η γερόντισσα Γαβριηλία.

ΥΓ2. Ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου και τη Μαρία Λαμπαδαρίδου- Πόθου που μ’ έκανε ν’ αγαπήσω ό,τι έγραψα. Λιγάκι κι εμένα/

ΥΓ3. Ε όχι, έπαιζα με τα γυφτάκια, δεν είμαι… υιοθετημένη! Για όσους, απορούν και αναρωτιούνται με όσα είπα, είμαι παιδάκι του μπαμπά μου και της μαμάς μου (ε ναι, θα ήθελα σίγουρα να με είχα πάρει από τους γύφτους, πάντα το έβρισκα πιο… απελευθερωτικό, πιο… άνετο!)

ΥΓ4: Ευχαριστώ και τους Κοντολέων που χάθηκαν στο βουνό για χάρη μου! Κώστια, Μάνο, τι να πω…

ΥΓ5: Τον Ανδρέα Μήτσου, την Ρούλα Κακλαμανάκη, τον Γιάννη Ευθυμιάδη, τον Δημήτρη Βαρβαρήγο, τον Γρηγόρη Χαλιακόπουλο, την Μαρία Γαβαλά, την Εύα Στάμου, τον Μπάμπη Δερμιτζάκη, την Πέρσα Κουμούτση, τον Άγγελο Χαρτιάτη, τον Δημήτρη Καρύδα, τη Λίτσα Ψαραύτη, την Ματίνα Καρρά, τον Δημήτρη Αθηνάκη, την Ελένη Στασινού, τον Γιάννη Φιλιππίδη, το Νατασσάκι, τη Θαλασσινή, τον ρήντερ, την «Καφείνη»… που έκαναν τόσο κόπο!
Τους φίλους μου Θηβαίους (Μαργαρίτα- Γιάννης) που λατρεύω!
Όλους εσάς που υπάρχετε και η ζωή μου γίνεται όμορφη, ουσιαστική, με αγάπη και φίλους.
Ας γράψω τώρα, ναι?

12/9/08

Πλήθος είΝαι



Υ.γ. Μόνο υστερόγραφο έχει. Μουσικό. Αλλά όχι για να κλαις πάλι. Αφιέρωση είναι. Όπως παλιά. Που εγώ έβαζα τραγούδια κι εσύ καθόσουνα στον καναπέ απέναντι. Και φιλί μεγάλο ε; Πλήθος θα είναι.

Get this widget Track details eSnips Social DNA

8/9/08

Πλήθος είμαι...

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ

Οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ και η Ελένη Γκίκα σας προσκαλούν:

Πολιτιστικές εκδηλώσεις «Σφήττεια» 2008 Κορωπί

Θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση με αφορμή
το βιβλίο της Ελένης Γκίκα (δημοσιογράφου, βιβλιοκριτικού και συγγραφέως)
με τίτλο «Υγρός Χρόνος».

Με αφορμή την έκδοση του καινούργιου βιβλίου της Ελένης Γκίκα με τίτλο «Υγρός Χρόνος» και στα πλαίσια του Φεστιβάλ που διοργανώνει ο Δήμος Κορωπίου, οι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ, σε συνεργασία με το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Κορωπίου, οργανώνουν θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση που βασίζεται σε μονολόγους των τελευταίων της βιβλίων.
Τη μουσική και τα τραγούδια της παράστασης έχει γράψει, πάνω σε ποιήματα και στίχους των ποιητών: Νάνου Βαλαωρίτη, Φώτη Αγγουλέ, Πρεβέρ (μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος), Ελένης Γκίκα, Μάρως Βαμβουνάκη και Άννας Παπά, η εκδότρια και μουσικός Αναστασία Παπαδημητρίου.
Συντελεστές της παράστασης
Σκηνοθεσία και επιμέλεια σκηνικών: Μελίνα Παπανέστορος.
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Κωνσταντινίδης
Παίζουν οι μουσικοί: Γιώργος Κωνσταντινίδης (πιάνο-βιολί-μαντολίνο), Γιάννης Γεράνης (κιθάρα)
Παίζουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Γεωγλερής, Βικτωρία Ταγκούλη και Κωνσταντίνος Πέτρου
Τραγουδούν: Πένυ Ξενάκη, Βικτωρία Ταγκούλη
Φωτογραφίες παράστασης σε video wall: Χαρά Μπιρμπίλη
Για το έργο της συγγραφέως θα μιλήσει η ποίητρια και συγγραφέας Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου.
Τον συντονισμό της παράστασης θα κάνει η εκδότρια Αννα Παπαδημητρίου.
Η θεατρικοποιημένη μουσική παράσταση «Πλήθος είμαι» θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου, στις 9 μ.μ., στο θέατρο της Δεξαμενής, στο Κορωπί.

ΥΓ1: Ελένη Γκίκα, «Υγρός χρόνος», Αθήνα, Άγκυρα, 2008, σελ. 240

«Υγρός χρόνος», μυθιστόρημα». Έτσι αποκαλεί το νέο της βιβλίο η Ελένη Γκίκα. Σαν να θέλει να μας θυμίσει ότι οποιαδήποτε απόκλιση από το λογοτεχνικό είδος «μυθιστόρημα» είναι φαινομενική. Ωστόσο, όπως μας έχει διδάξει ο πλατωνικός «Θεαίτητος», τα φαινόμενα δεν είναι εξ ορισμού απατηλά. Κάποιες φορές μάλιστα οδηγούν στο βάθος των πραγμάτων.
Στο μυθιστόρημα, το δεύτερο της τριλογίας «Τρεις εκδοχές του ενός προσώπου», η συγγραφέας αφηγείται την πιθανή αυτοκτονία ενός χαρισματικού γιατρού, χρησιμοποιώντας με μοναδική δεξιοτεχνία μια κινούμενη οπτική. Ο χρόνος, άλλοτε υγρός και άλλοτε φλεγόμενος, αναδύεται από την κρυφή όψη του ήρωα και καταγράφεται μέσα από το βλέμμα των γυναικών της ζωής του. Ερωμένες, σύζυγοι, θείες μιλούν για τη ζωή και το θάνατό του, δίνοντας «αινιγματικές απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έγιναν ποτέ». Η απάντηση στο ερώτημα αν ο ήρωας αυτοκτόνησε εξάγεται από «αγαπημένα» κείμενα που παρεμβάλλονται στην αφήγηση. Όμως τότε ακριβώς ενεργοποιείται το θαύμα της γραφής: όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την παραδοσιακή πεζογραφία των αμιγών λογοτεχνικών ειδών, ταξιδεύοντας μέσα σε άλλα βιβλία, τόσο πιο πολύ ανακαλύπτουμε το πραγματικό πρόσωπο της μυθοπλασίας. Ο αναγνώστης νιώθει πάθος ακόμη και για τις κριτικές βιβλίων, γιατί εντάσσονται μέσα σε μυθικό πλαίσιο. Και καθώς η συγγραφέας διαβάζει, διαβιβάζει τη σκέψη της μέσα από τη γραφή του άλλου, περιδιαβάζει στα κείμενα των άλλων και των ηρώων της. Κάποια από τα πρόσωπα έχουν ήδη ζήσει σε προηγούμενα μυθιστορήματά της. Χωρία και τίτλοι επαναλαμβάνονται. Η επανάληψη είναι όπως η ανάμνηση στην Αρχαιότητα, με τη διαφορά ότι είναι στραμμένη προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν, έγραφε ο Κίρκεγκορ. Με συνδυασμό επανάληψης και ανάμνησης, η Ελένη Γκίκα πετυχαίνει μια εξαίσια μεταμοντέρνα αισθητική: ο μύθος υπονομεύεται, διακόπτεται, κατακερματίζεται, χωρίς να χάνει ποτέ τη συνοχή του, με την αλήθεια να είναι μπροστά στα μάτια μας, στη γραφή του Άλλου, αλλά να μας διαφεύγει διαρκώς, σαν ευφυής εγκληματίας.
Η έννοια του δανείου συνυφαίνεται με την αποδοχή της ετερότητας. Η πεζογραφία αναγνωρίζει τον άλλο εαυτό της στην κριτική και το δοκίμιο, ενώ ο ήρωας καθρεφτίζεται μέσα στην ποίηση του Ρεμπό. Για να γράψεις πρέπει να αντιγράψεις, και αυτό γιατί πρέπει να γίνεις άλλος, γιατί, τη στιγμή που γράφεις, εγώ είναι ένα άλλος (je est un autre). Και τελικά, το βιβλίο μάς οδηγεί σε «αγραμμική ανάγνωση», σε υπονόμευση της ταυτότητάς του, για να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων. Μια θεωρία της διακειμενικότητας αναπτύσσεται στην καρδιά μιας μυθοπλασίας με αστυνομική υφή. Τα «δανεικά» κείμενα γίνονται ψηφίδες και χτίζουν το μωσαικό του αποσπασματικού λόγου, ένα μείγμα λογοτεχνικής και δοκιμιακής γραφής, χαρακτηριστικό εξάλλου και προηγούμενων βιβλίων της συγγραφέως. Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, δεν υπάρχει «μυστηριώδης οντολογική διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δυο τρόπους γραφής» (Ερμηνεία και Υπερερμηνεία). Και ο Γάλλος πεζογράφος Pascal Quingnard, στο βιβλίο του «Οι περιπλανώμενες σκιές» (2002), νιώθει ότι οφείλει να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί γράφουμε;» διαμορφώνοντας το δικό του «μυθιστόρημα- μελέτη».
Ο Άγγελος έγραφε με καφέ μελάνι. «Συνταγογραφούσε, ακόμη με καφέ στιλό», ενώ «χαρίζει στις γυναίκες του- λένε- από ένα μοβ στιλό». Το καφέ χρώμα κυμαίνεται ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο. Στην κηδεία, δύο από τις αγαπημένες του εμφανίζονται ντυμένες στα μαύρα και δύο στα κόκκινα, σαν να μάντευαν τη σύνθεση και το συμβολισμό του χρώματος και συνέχιζαν τη γραφή του ήρωα. Η Σαβίνα έγραψε με τη μοβ πένα «την πρώτη, εκείνη την αρχική ιστορία», σαν την αρχετυπική αφήγηση που ξαναγράφουμε σε κάθε νέο βιβλίο μας. Σε κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες κρεμούσαν στο λαιμό των παιδιών μοβ πετραδάκι να τα προφυλάξουν από την αρρώστια και την ανυπακοή: ένδειξη υπέρτατης αγάπης, να προστατεύεις και συνάμα να υποτάσσεις.
Και ενώ «όλη η λογοτεχνία είναι, εντέλει, αυτοβιογραφική», βασίζεται σε κείμενα άλλων. Η ζωή αντιγράφει την τέχνη, όπως στον αφορισμό του Όσκαρ Ουάιλντ. Είναι όμως τόσο διαφορετικές. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα αναδύθηκε μέσα από τη ζωή του Άντερσεν και, με τη σειρά τους, δημιουργός και μυθικό πρόσωπο έγιναν πηλός για να πλασθεί ο Άγγελος. Ο θάνατος που επέλεξε να σβήσει, με το αστείρευτο νερό της θάλασσας, τη φωτιά που έκαψε τον πατέρα του και άφησε ανεξίτηλο λεκέ, τα σπίρτα που δεν κατόρθωσαν να ζεστάνουν το κοριτσάκι, τη φωτιά της ύπαρξής του, ολόκληρη «Μια εποχή στην κόλαση». Και αν δεν πρόκειται για επιλογή; «Θυμάμαι να πνίγομαι στο αμνιακό υγρό», είχε πει ο ίδιος στο «Αν μ’ αγαπάς, μη μ’ αγαπάς». Το νερό είναι το πεπρωμένο του, όπως η φωτιά ήταν το πεπρωμένο του πατέρα του. Τα αντίθετα συναντώνται για να χτίσουν το σύμπαν και το μυθιστόρημα. Επιπλέον, ο άλλος παραμένει πάντα ένας γρίφος για το εγώ. «Κανένας δεν μπορεί να λύσει το αίνιγμα του άλλου, τελικά», λέει η συγγραφέας με ελεύθερο πλάγιο λόγο, μέσα από τη σκέψη της Μάνιας, μέσα από μια πολλαπλή αλλότητα (Λόλα, Πέτρα), που μας αποκαλύπτει τη σύνθετη αγονία (με όμικρον η λέξη). «Πάρε και στέγνωσε τις σελίδες», λέει λακωνικά ο αστυνόμος στη Μάνια, δίνοντάς της το ημερολόγιο του Άγγελου, χωρίς να εξηγήσει γιατί είναι υγρές, σαν να επικοινωνεί μαζί της πέρα από τις λέξεις.
Αντίθετα από το νερό, η φωτιά μπορεί να είναι εντελώς εσωτερική. Κάποιο μυστικό – φωτιά-γνώση – οδήγησε τον πατέρα του ήρωα στην αυτοπυρπόληση. Ο πατέρας-εωσφόρος, όπως τον βλέπει η μικρή κοινωνία της πόλης του, καίγεται. Η «διαβολική» γενιά του φαίνεται στο παιδί που τρέμει και στο παιδί που τρέχει.
Η Ελένη Γκίκα είναι ποιήτρια, όχι μονάχα γιατί γράφει εμπνευσμένη ποίηση, αλλά γιατί στο έργο της το γλωσσικό σημείο παύει να είναι αυθαίρετο, καθώς υποβαστάζεται από μύρια άλλα σημεία, γλωσσικά ή μη, καθώς συνδέει το χρόνο της ανάμνησης με το χρόνο της επανάληψης. Ο δοκιμιακός λόγος κρίνει, κρίνεται και γονιμοποιεί. Προκαλεί τη συγγραφέα να ζήσει μέσα στη γραφή της εποχής μας.
Και ενώ ο αστυνόμος με τη Μάνια ψάχνουν να βρουν τη λύση, μόνο σε συνδυασμό με άλλο κείμενα θα απαντήσουμε στο ερώτημα αν ο Άγγελος πέθανε ή τράπηκε ξανά σε φυγή. Και υποθέτω ότι το πιο βασικό κείμενο είναι αυτό που δεν κυκλοφόρησε ακόμη, το τρίτο μυθιστόρημα της τριλογίας.
Το περιμένουμε.

Ζωή Σαμαρά, Ομότιμη Καθηγήτρια του Α.Π.Θ.

ΥΓ2: Το αίνιγμα μιας υποθηκευμένης ζωής

Πέντε γυναίκες αναπλάθουν τη ζωή ενός 50χρονου γιατρού που τις σημάδεψε με αφορμή τον απρόοπτο κι ανεξιχνίαστο θάνατό του (βρέθηκε νεκρός στη θάλασσα). Η Ελένη Γκίκα
Αθόρυβος, εύθραυστος, γοητευτικός, γενναιόδωρος, μελαγχολικός, οινοβαρής, διατελών σ' εσωτερική εξορία, πυρετώδης, μονίμως διαφεύγων. Μια ζωή υποθηκευμένη που ανασυντίθεται σαν παζλ. Ενας αγαπημένος αντιήρωας της Ελένης Γκίκα, που αποτελεί αστείρευτη πηγή έμπνευσης, επανέρχεται στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Υγρός χρόνος» από την «Αγκυρα» (ήταν παρών στα προηγούμενά της «Χαίρε παραμύθι μου», «Αν μ' αγαπάς, μη μ'αγαπάς»).Δίψα πάθους, μαγνητική έλξη θανάτου, έρωτας λογοτεχνίας. Τρεις κυρίαρχοι πόλοι παράλληλοι και αναμειγνυόμενοι στην ελλειπτική και ποιητική γραφή της Γκίκα που θυμίζει «νουβό ρομάν» (έμπειρη δημοσιογράφος, γνωστή από την ενήμερη εβδομαδιαία στήλη της για βιβλία στο κυριακάτικο «Εθνος»).Καθεμία από τις γυναίκες του αντιήρωα, οι ερωμένες ή η σύζυγος, προσπαθούν να τον φέρουν στη μνήμη κουβαλώντας χαρές, πίκρες, εμμονές και τραύματα που τις κυνηγούν. Κι αυτός να γλιστράει σαν άμμος. «Ο άνθρωπος με τις μάσκες, ο άνθρωπος-σκιά». Αφήνοντας σκόρπιες σκέψεις του σε γράμματα.Παράλληλα, με τις περιπλανήσεις των προσώπων του μυθιστορήματος «συνταξιδεύουν» γνωστοί συγγραφείς και ποιητές με αποσπάσματα βιβλίων τους (η βιβλιοφαγία μερικών ηρώων είναι έκδηλη). Ητοι: Ρεμπό, Πρεβέρ, Σεμπρούν, Μπόρχες, Πλαθ, Πεσόα, Ταμπούκι κ.ά.Το βιβλίο φέρνει στον νου μια φράση του στοχαστή Χρήστου Μαλεβίτση: «Το πιο βαρύ πράγμα στον κόσμο είναι το ανθρώπινο δάκρυ. Είναι η μόνη περίπτωση όπου η ψυχή του ανθρώπου γίνεται ύλη και στάζει σε μια σταγόνα».

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΔΑΛΗΣΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/08/2008

ΥΓ3: Και... άλεφ είμαι, και θα 'μαι εκεί!
Σας ασπάζομαι, άπαντες, με ό,τι μου απομένει (και είναι πολύ).

7/9/08

Πλασμένος για την αγάπη

Ο ΤΙΓΡΗΣ

Πήγαινε κι ερχόταν πίσω από τα κάγκελα, αβρός και μοιραίος, φορτισμένος με ανεξάντλητη ενέργεια, κι όλοι τον κοιτάζαμε. Ήταν ο τίγρης εκείνου του πρωινού στο Παλέρμο και ο τίγρης της Ανατολής και ο τίγρης του Μπλέικ και εκείνος του Ουγκό και ο Σιρ Χαν, κι ήταν όλες οι τίγρεις που υπήρξαν και θα υπάρξουν, μα ήταν και ο αρχέτυπος τίγρης, αφού, στην περίπτωσή του, το άτομο είναι ταυτόχρονα και το είδος. Σκεφτόμασταν πως ήταν αιμοβόρος και ωραίος. Ένα κοριτσάκι, η Νόρα, είπε: "Είναι πλασμένος για την αγάπη".

Χ. Λ. Μπόρχες από την "Ιστορία της νύχτας" (1977)

ΥΓ. Επέστρεψα. Όλοι επιστρέφουν κάποτε, ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι θέλουν μόνο να φύγουν. Πολύ διάβασα, κολύμπησα κιόλας (όχι θα μ' άφηνε η Μαρία), περπάτησα μίλια στην παραλία τη νύχτα και με λαχτάρα ξεκίνησα καινούργια ιστορία.
Βεβαίως μου λείψατε. Και βεβαιότατα είχα και αγωνία. Την επόμενη Κυριακή η πόλη μου (Κορωπί, σταθερά) μού χαρίζει το τελευταίο βράδυ των Σφηττείων (Φεστιβάλ) και η οικογένειά μου της "Αγκυρας" ντύνει με θεατρικούς μονολόγους, τραγούδια, μουσική, ζωντανή ορχήστρα και βίντεο την τελευταία δουλειά μου. Χαιρόμουν, είχα χρόνια να πάρω καλοκαίρι, ανάσα. Όλοι φρόντιζαν να περνώ καλά κι ευτυχισμένα.
Αλλά γύρισα και δεν ήταν σχεδόν τίποτα στη θέση του.
Ο Στέλιος που με συντρόφευε τα πρωινά της Κυριακής στο ραδιόφωνο, είχε φύγει για πάντα.
Και όλη η πόλη είχε αφισσοκοληθεί με μένα και την άλλη: η ελενίτσα γκίκα της κυριακάτικης γιορτής και η ελενίτσα γκίκα της κηδείας.
Στη γειτονιά μου, ξέρετε, ειδικά στο δρόμο μου (οδός Κολοκοτρώνη) τα καλοκαιρινά βράδια καθόμαστε στα πεζούλια μέχρι αργά. Εκεί γυρνούσα μετά την βόλτα μου στο βουνό, καθόμουν λίγο και ξαπόσταινα και γέμιζα αγάπη και δύναμη. Την Τετάρτη που έλειπα, ένα τρελό φορτηγό παρέσυρε την αγαπημένη μου έτερη συνωνόματη θεία. Με είχε ξεπροβοδίσει το περασμένο Σάββατο πρωί (ερχόταν να δει τα γονικά μου σχεδόν κάθε πρωί, έμενε δίπλα μας) όταν ξεκίνησα για τον Μαραθώνα.
Και όταν γύρισα, δεν ήταν εκεί.
Ποτέ πια δεν θα είναι εκεί.
Αλλάζουν όλα και κάποιες φορές πονούν. Κάποιες άλλες, χάνονται και για πάντα: Φίλοι, αγάπες, θείες καλές, γειτονιές....
Κι εμείς, εκεί, σταθερά: αποχαιρετούμε.

Γύρισα, λέμε...