12/2/14

Το τέλος της αυταπάτης και η αθέατη, μυστηριακή πλευρά της ζωής


 
«Η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι» της Μαρίας Λαμπαδαρίδου- Πόθου. Εκδ. «Πατάκη», σελ. 300
«Οι λέξεις και οι έννοιες έχουν πολλές προσεγγίσεις. Και μπορούν να ενεργοποιήσουν έναν κόσμο ολόκληρο μέσα μας. Λες μια λέξη ή σχηματίζεις μια εικόνα, και ξυπνά μέσα σου ένα ολόκληρο τοπίο, αναδύεται από την ομίχλη της ψυχής σου και σε γεμίζει ευφροσύνη ή τρόμο».
Με τίτλο – δάνειο από ορφικούς στίχους «η δίψα με καίει εμένα και χάνομαι» η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου της Ποίησης και του Ιστορικού Μυθιστορήματος επιχειρεί ένα ταξίδι διπλό: «απ’ την ψυχή προς την ψυχή» όπως το αποκαλεί η ίδια [και είναι και ο τίτλος του βιβλίου του ήρωά της] και από το παρόν στο παρελθόν.
Η Αλέξια, δημοσιογράφος με ιδεαλιστικό τρόπο [επιθυμεί ακόμα να σώσει τον κόσμο] και ο Έκτωρ, ψυχίατρος με διεθνή απήχηση και ψυχαναλυτής της, συναντούνται κατ’ αρχάς για να σωθεί η Αλέξια από βαρύ ματαιωμένο έρωτα. Ο Στέφανος που τον είχε γνωρίσει στο «Γλυκό πουλί της νιότης» θα την εγκαταλείψει έντρομος στην εποχή της κρίσης, ακολουθώντας εκείνη που θα του εξασφαλίσει μια ζωή σταθερή. Αλλά σταθερές δεν υπάρχουν στη ζωή.
Στο μεταξύ, όλοι οι ήρωες θα επιστρέψουν: ο Έκτωρ, στους νεανικούς του στίχους, στην ποίηση, στο χωριό του, στο πατρικό του και στο παρελθόν. Θα ξαναθρηνήσει τη μάνα, θα ξαναβρεί την θεία Μάρθα, τον αδελφικό παιδικό του φίλο, τον νεανικό, ερωτευμένο του αδελφό. Στο μεταξύ θα επιστρέψει και σε κείνον η Λάουρα, πληγή παλιά από το παρελθόν.
Η Αλέξια, με αλλεπάλληλα πηγαινέλα, θα αναγκαστεί να βυθιστεί στο πιο αληθινό της εαυτό. Επιστρέφοντας, όμως, κι εκείνη. Στον Στέφανο που απόμεινε οίκτος, στο ρεπορτάζ της και στους αστέγους των Αθηνών, στο νησί της και στο στρατιώτη των Βάλτων, στα δικά της φαντάσματα που τη στοιχειώνουν, στο δικό της παρελθόν που λειτουργεί ως παραμορφωτικός καθρέφτης για το παρόν:
«Τίποτα μέσα στο παρελθόν δεν είναι από μόνο του απειλητικό ή δύσβατο.
Εξαρτάται από το πώς εμείς βιώσαμε τον χρόνο μέσα μας.
Απειλητικό είναι μόνο το σκοτάδι που το καλύπτει. Αυτό το κάνει δύσβατο ή και άβατο.
Γι’ αυτό πρέπει να το ανεβάσουμε στο φως. Να το εξευμενίσουμε…»
Κι αυτό ακριβώς θα κάνουν. Με τον Έκτορα στην αρχή ως ψυχαναλυόμενη και ψυχαναλυτής:
«Σύνθεση και αποσύνθεση των γεγονότων που ζήσαμε είναι ολόκληρη η ζωή μας, σκέφτηκε».
Με διαπιστώσεις πικρές στην πορεία:
«Δεν μπορείς να σταματάς, δεν μπορείς ν’ αργοπορείς τα βήματά σου, πρέπει ολοένα ν’ ανεβαίνεις, μια στιγμή να ξεστρατίσεις, η ζωή σ’ αφήνει και προχωρά χωρίς εσένα, και τότε ξόφλησες…»
Με διαδρομή επώδυνη σε μια Αθήνα που φλέγεται κι ερημώνει, με μετανάστες, αστέγους και κλειστά μαγαζιά. «Και τις πταίει η γλαυξ επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια, αυτοί οι ανίκανοι κυβερνήται της χώρας» μας θυμίζει η συγγραφέας [Παπαδιαμάντης, Ακρόπολις, Πρωτοχρονιά 1896].
Κι ανάμεσά τους η Ορφική Ποίηση, η Ποίηση. Και το Θέατρο, ο Ανούιγ, ο Στρίνμπεργκ και η σκοτεινιά της ψυχής. Οι ευάλωτες κι εύθραυστες ηρωίδες του Τένεσι  Ουίλιαμς, ο Μπέκετ κι ο Κάφκα, με την αιώνια, αρχετυπική, ακατανόητη ενοχή:
«Πώς την είπες εκείνη τη στιχομυθία του Κάφκα;
“Είμαι αθώος, κύριε…”
“Ναι, όμως η αθωότητά σου δεν θα σε σώσει…”»
Εξάλλου «είμαστε πλάσματα ελλιπή».
Ενδεχομένως και γι’ αυτό να γράφουμε ή να κάνουμε Τέχνη, να ερωτευόμαστε με πάθος, να ζούμε με διαρκείς παλινδρομήσεις, το μυθιστόρημα θέτει άπειρα ζητήματα, από την αιώνια δίψα για το απόλυτο ως την αιωνιότητα της ψυχής, το διαρκές αδιαχείριστο πένθος και την αιώνια επιστροφή. Με εγκιβωτισμένα τρία βιβλία, οι βασικοί ήρωες γράφουν για να επιστρέψουν, και τα φαντάσματα, ακόμα κι εκείνο του αδικοσκοτωμένου Άγγλου στους Βάλτους πάντοτε εκεί. Ενδεχομένως η μνήμη και να αποτελεί τη μόνη δικαίωση και ο τόπος, όπως πάντα στα μυθιστορήματα της Μαρίας, να διαθέτει και να υποβάλει τη δική του ζωή. «Πώς ένα τοπίο μπορεί να κρατήσει για πάντα μέσα του τη μουσική ή τα λόγια που ειπώθηκαν εκεί…» θα επισημάνει σε αρκετά σημεία σε αρχαίους τόπους.
«Αν πολλαπλασιάσεις το άπειρο με τα βάθη της αιωνιότητας και περπατήσεις μια -μια τις παλίρροιες του χρόνου, τότε θα έχεις μια μικρή ιδέα…» θ’ αρχίσει διπλά με κοινή έκφραση ο καθένας την αληθινή μυθιστορία της δικής του ζωής. Σ’ ένα σύγχρονο, υπαρξιακό, ψυχαναλυτικό, κατακερματισμένο μυθιστόρημα που αποτελεί και τον καθρέφτη της δικής μας εποχής. Εξάλλου «η πραγματικότητα γίνεται αμείλικτη όταν ζούμε την ψευδαίσθηση», αλλά το άλγος, επί τω προκειμένω, το ερωτικό άλγος, μπορεί να γίνει η φωτιά και το φως, το πάθος για τη ζωή που, τελικά, θα μας σώσει: «Γιατί η κάθε μέρα της ζωής μας, με όλη τη γαλήνη ή την ομορφιά που εμείς της δώσαμε, βρίσκεται πάντα στο έλεος μιας αιφνίδιας καταιγίδας. Ένα ελάχιστο ασήμαντο συμβάν είναι ικανό να ενεργοποιήσει τεράστια αποθέματα δυνάμεων που πρέπει να ισορροπήσουμε για να μπορέσει να συνεχιστεί η ζωή». Η ζωή διαθέτει την δική της αρχιτεκτονική, μεταφυσική.
 

10/2/14

Ο άνθρωπος, πάντοτε, «μη μου άπτου»


 
«Ο πότης» του Χανς Φάλλαντα. Μετάφραση: Έμη Βαικούση. Εκδ. «Κίχλη», σελ. 423

«Έχω την αίσθηση ότι δεν αντλείτε πραγματικά ευχαρίστηση από τις αξιοζήλευτες πραγματικά, επιτεύξεις σας. Βασανίζεστε […] Πιστεύω πως με οργή επιβάλλετε στον εαυτό σας τη δουλειά του συγγραφέα (το λέω προβάλλοντας βέβαια επάνω σας ένα κομμάτι του εαυτού μου), ενώ σας τρώει μέσα σας, του τυπογραφείου δεν διώχνει την οσμή του θανάτου που μας πνίγει» [επιστολή του Χέρμαν Μπροχ στον Φάλλαντα, 22.11.1937]
Είτε μονολεκτικά και κατά πρόσωπο [«Ο αλκοολικός» του Τζακ Λόντον, «Ο Παίκτης» του Ντοστογιέφσκι] είτε περιφραστικά και ποιητικά [«Περί μέθης» του Παπαγιώργη, «Κάτω από το Ηφαίστειο» του Μάλκομ Λόουρι] τα πάθη είναι θανατολαγνικά. Ο έχων το πάθος κι ο θάνατος. Δεν θα ξαναγυρίσω πίσω, ο Παπαγιώργης το έχει πει θαρρώ, το αλκοόλ είναι ένας τρόπος ν’ αυτοκτονείς. Ηδονικά κι αργά. Ενώ δυναμώνεις, κατά τα φαινόμενα, στην αρχή. Όπως ο ήρωας στο μυθιστόρημα «Ο Πότης». Όπως ο Ρούντολφ Βίλχελμ Φρήντριχ ή Χανς Φάλλαντα [από τον τυχερό- άτυχο Χανς και το άλογο Φάλλαντα που μιλούσε ανθρώπινα και του έκοψαν το κεφάλι των αδελφών Γκριμ].

«Φως πουθενά, όλοι είναι στα κρεβάτια τους, μόνο εγώ είμαι στο δρόμο, εγώ, ο Έρβιν Ζόμερ, χονδρέμπορος αγροτικών προιόντων. Όχι, όχι πια- κάποτε […] Ήταν κάποτε’ τώρα πάει… βουλιάζει, βουλιάζει ξεχασμένος απ’ όλους…»
Ο Έρβιν Ζόμερ, παρ’ ότι πίνει από την πρώτη σελίδα, από την πρώτη παράγραφο αυτής της, εν τέλει, αληθινής ιστορίας, το πρώτο σναπς, το σιχαινόταν, απ’ ό,τι δηλώνει το ποτό. Εξάλλου όσοι πίνουν, την κατάσταση μέθης επιθυμούν, όχι αυτό καθ’ εαυτό αρχικά το ποτό: «Το ποτό αποκοιμίζει τις σκέψεις, μαλακώνει τους πόνους, μ’ αυτό κεντρίζω τον εαυτό μου κάθε τόσο και προχωράει ένα μισάωρο πιο κάτω. Όμως η στάθμη του ποτού στο μπουκάλι κατεβαίνει, πρέπει να φυλάω τον θησαυρό μου και για μετά».
«Ο θησαυρός σου» σε κάνει αισιόδοξο, σε καθιστά ισχυρό, το λάθος αμβλύνεται όπως η πρώτη επιχειρηματική χασούρα του Έρβιν Ζόμερ, σε κάνει να αντιλαμβάνεσαι με άλλα μάτια ακόμα και αυτό το ασφυκτικά τακτοποιημένο παρόν, επί του βιβλίου, την απίστευτα ικανή σύζυγο –Μάγδα:
«Καλή», είπα εγώ πίνοντας, «είσαι πολύ καλή, Μάγδα! Μόνο τόσο δυνατή να μην ήσουνα, τόσο άψογη, που να πάρει!» Η «αψογίλα» της Μάγδας που είναι για σένα τον αδύναμο, όμως, διαρκής ψόγος, ακόμα κι αυτή μοιάζει να έχει αμβλυνθεί. Εκείνη η παράλληλη ζωή, το δικό σου πια μεθυσμένο σύμπαν, δεν είναι και δύσκολο, ξαφνικά γίνεται πιο ισχυρό και πραγματικό από το όντως παρόν. Η κατρακύλα εξάλλου είναι ανεπαίσθητη, σαν το μισό κιλό και το άλλο μισό βουλιμικό κιλό ακριβώς:  «Τις μέρες εκείνες άλλαξαν όλες οι συνήθειες της ζωής μου, έγινα αιχμάλωτος μυστικών δυνάμεων και κάτι μου ρούφαγε τη δύναμη ν’ αντισταθώ». Διότι αμέσως μετά το ποτό:
«Η ανοιξιάτικη μέρα με υποδέχτηκε με ήλιο και ζέστη, και μ’ ένα αεράκι απαλό σαν μετάξι’ ένιωθα άλλος άνθρωπος! […] Τώρα το ‘βλεπα το σμαραγδί της φύσης που πρασίνιζε, άκουγα τα φτερουγίσματα των κορυδαλλών στο γαλάζιο του ουρανού. Οι σκοτούρες έφυγαν από πάνω μου. «Όλα θα φτιάξουν», είπα εύθυμα…» Και για κάποιο διάστημα το οποίο σου φαίνεται κιόλας χρόνος κυριολεκτικά θεικός «η ζωή είναι απίθανη! Τι ωραίο πράγμα κι αυτή η μέθη! Ν’ αφήνεις να σε παίρνει το ρεύμα της λησμονιάς, να βυθίζεσαι στο λυκόφως, και πιο βαθιά ακόμα, σ’ ένα σκοτάδι βαθύ, χωρίς συναίσθημα- αποτυχίες, τύψεις, όλα ξεμακραίνουν»…
Στη συνέχεια, όλα είναι κατήφορος, κι ο κατήφορος είναι πάντοτε ηδονικός: «Ας βουτήξω κατευθείαν στην άβυσσο. Όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Τίποτα πια δεν με κρατάει!»
Στις εκατό πρώτες σελίδες, η σταδιακή πτώση του Έρβιν Ζόμερ και η απόλυτη ανατροπή μιας φαινομενικά ήσυχης και ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής. Η ατσαλάκωτη, ικανότατη κι επιδέξια Μάγδα, ο αδύναμος γεμάτο ρωγμές Έρβιν που με γκαφατζίδικο αυτοσαρκαστικό τρόπο κατρακυλά από σναπς σε τρια μπουκάλια σναπς. Γκρεμοτσακίζεται από υπόστεγα πανδοχείων, ερωτεύεται –λέμε τώρα- την βασίλισσα του αλκοόλ, τον κατακλέβουν και κλέβει την Μάγδα ή μάλλον τον εαυτό του, ξεγελά σαν κατεργάρικο παιδί σύζυγο, αστυνόμους και γιατρούς, συλλαμβάνεται και κατηγορείται ότι προσπάθησε να σκοτώσει την Μάγδα, φυλακίζεται και παθαίνει κάτι απείρως χειρότερο, «σωφρονίζεται» ακολουθώντας τους γνωστούς δρόμους  του ναζιστικού σωφρονισμού. Στη Γερμανία τη δεκαετία του τριάντα, εκτός των εβραίων, αδύναμοι και εξαρτημένοι, οι απόκληροι, δεν ανήκουν, δεν δικαιούνται να ανήκουν στην σπουδαία άρια φυλή. Ο ιδρυματισμός, από κάποια στιγμή και μετά παραμένει μονόδρομος, η οικεία ασφάλεια, η επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα μιας κόλασης εφόσον ο εχθρός παραμένει εκεί έξω, πάντοτε εκεί:
«Η πολύωρη απομόνωση στο κελί όπου με είχαν και δούλευα ενίσχυσε μέσα μου μια τάση μόνωσης απ’ τους ανθρώπους’ ήμουνα μια χαρά στο στενόχωρο δωματιάκι με τις βούρτσες μου, κι όταν σκεφτόμουνα το ανθρωπομάνι στους πολύβουους δρόμους της γενέτειράς μου, ένιωθα αποστροφή». «Ένιωθα, πράγματι, πως ποτέ δεν είχα ευχαριστηθεί τη ζωή μου τόσο βαθιά, όσο στη θαλπωρή αυτού του κελιού».
Ο Έρβιν Ζόμερ, φυσικά, θα παλέψει και θα ελπίσει, θα ονειρευτεί και θα αγωνιστεί, θα οργιστεί στην αρχή. Με οξυδέρκεια, απ’ την πρώτη στιγμή, παρ’ όλη την αρχική μέθη, με παρατηρητικότητα, ειρωνεία προτού να επικρατήσει η απελπισία και αυτοσαρκασμό στην αρχή. Με μια παιδικότητα μέχρι το τέλος, με αφηγηματική δεινότητα και σπαρακτική ειλικρίνεια, εξάλλου κι από ποιον να κρυφτεί;
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο που είναι μια ζωή και μια ολόκληρη εποχή. Η ζωή ενός αστού που υπέπεσε σε απίστευτα  - για την εποχή- αυτοκαταστροφικά παραπτώματα, αλλά κατόρθωσε πάντοτε να είναι το πείραμα αλλά και ο παρατηρητής. Και μιας εποχής που συνήθιζε όχι απλώς να κρύβει τους αδύναμους ή τους διαφορετικούς κάτω από το χαλάκι, αλλά να τους θάβει, ζωντανούς- νεκρούς. Για τον Έρβιν Ζόμερ, όμως, το αλκοόλ και ο παράδεισός του θα είναι θανατολαγνικά πάντοτε εκεί.  Ευτυχώς, όμως, ήταν- όταν ήταν παιδί- και τα βιβλία εκεί, οι Φλωμπέρ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Δουμάς κι Όσκαρ Ουάιλντ. Και ευτυχώς και για μας, ακόμα και στον επταετή εγκλεισμό του, υπήρχε χαρτί. Για να γράφει τον «Πότη» και τη ζωή του, για να σκιαγραφεί τα πορτραίτα των συνεγκλείστων του μ’ αυτό τον αλλόκοτα αποστασιοποιημένο εξαιρετικό αφηγηματικό τρόπο που μόνο απ’ εκείνον θα μπορούσε να εφευρεθεί: στη μια σελίδα και πίσω στην άλλη, ανάμεσα στις γραμμές της πρώτης και άντε ξανά απ’ την αρχή. «Όπως εκείνος [ο Ντοστογιέφσκι], είχα πάντα μια ακατασίγαστη έλξη για τις σκοτεινές όψεις της ζωής, για χαρακτήρες ασταθείς, νοσηρούς, απελπισμένους» ο ίδιος ο Φάλλαντα θ’ αποδεχτεί. «Δεν έχουν άδικο όσοι τοποθέτησαν αυτό το αριστούργημα δίπλα στον “Παίκτη” του Ντοστογιέφσκι’ όχι μόνο λόγω της μονολεκτικής αναφοράς σε έναν ήρωα- υποχείριο ενός ολέθριου πάθους, αλλά και χάρη στην ψυχολογική και λογοτεχνική δεινότητα του Φάλλαντα» θα πουν [περ.  Untergrund Blattle]. Όπως και να ‘χει «ο Πότης» ήρθε για να προστεθεί μια για πάντα στο Εικονοστάσι των Ταπεινών και Καταφρονεμένων λογοτεχνικών αγίων της αναγνωστικής μας ζωής, αλλά σίγουρα κάποιος έπρεπε να καεί σαν λαμπάδα για να λάμψει με την αλήθεια του όταν γίνει γραφή. «Ένας άνθρωπος “μη μου άπτου”», Χανς Φάλλαντα έστω και ως Έρβιν Ζόμερ’ θ’ αποδεχθεί.
Στο μυθιστόρημα δίνει άλλη πνοή το επίμετρο της Έμης Βαικούση που αναφέρεται στη ζωή του συγγραφέα καθώς και το φωτογραφικό υλικό με αποσπάσματα απ’ όσα κατά καιρούς έχει πει.    

6/2/14

Τι θεωρείται “επιτυχία” στο πένθος; Η επιτυχία έγκειται στο να θυμάσαι ή στο να ξεχνάς;


Τζούλιαν Μπαρνς «Τα τρία επίπεδα της ζωής». Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης. Εκδ. «Μεταίχμιο», σελ. 161  

«Όσοι δεν έχουν διασχίσει τον τροπικό της θλίψης δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως το γεγονός ότι κάποιος είναι νεκρός μπορεί μεν να σημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, δεν σημαίνει όμως και ότι έπαψε να υπάρχει».
«Τα τρία επίπεδα της ζωής» τα υπογράφει ο συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς [«England, England», «Άρθουρ και Τζορτζ», «Ένα κάποιο τέλος», «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια», «Ο διανοούμενος στην κουζίνα», «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ», «Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια», «Πριν εκείνη με γνωρίσει»] αλλά τα βιογραφικά είναι διπλά: το δικό του, είθισται να υπάρχει το βιογραφικό του συγγραφέα, και το δικό της, η Πατ Κάβανα, τον παντρεύτηκε το 1979 και έζησε μαζί του μέχρι που πέθανε, το 2008. Αλλά και όλα τα χρόνια μετά. Εκείνο το χρονικό διάστημα που ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα, δηλαδή πια ο χρόνος επτά. Θα πρέπει κανείς να έχει βιώσει κάτι ανάλογο, ειδ’ άλλως, θα πρέπει να αρκεστεί στα μυθιστορηματικά.

«Βάζεις μαζί δυο ανθρώπους που δεν είχαν ξαναβρεθεί ποτέ, και άλλοτε ο κόσμος αλλάζει, άλλοτε όχι. Μπορεί να συντριβούν και να καούν ή να καούν και να συντριβούν. Μερικές φορές όμως συμβαίνει κάτι πρωτόφαντο και τότε ο κόσμος αλλάζει. Μαζί, μες στην πρώτη εκείνη έξαρση, την πρώτη εκείνη φλογερή αίσθηση ανάτασης, είναι καλύτεροι απ’ ό,τι είναι ο καθένας μόνος του. Βλέπουν μακρύτερα και βλέπουν καθαρότερα»
Στο βιβλίο που αρχίζει παράδοξα με τις πρώτες πτήσεις του ανθρώπου, με αερόστατο και με πρόσωπα αναγνωρίσιμα και πραγματικά, συνεχείς με «μοιραίες» συναντήσεις εδάφους για να καταλήξει «κάτω απ’ τη γη» και με άφατο πόνο, εντελώς πια ανοιχτά, εξομολογητικά και σπαρακτικά.

«Τα τρία επίπεδα της ζωής» κατά Μπάρνς: «Το αμάρτημα του ύψους», «Στην επιφάνεια», «Η απώλεια του βάθους». Όλα συγκλίνουν σε εκείνη τη μια και μοναδική ευλογημένη συνάντηση που έρχεται για να επαληθεύσει την κατά Κ.Σ.Λιούις «απαρηγόρητη λαχτάρα της ανθρώπινης καρδιάς για κάτι που δεν ξέρουμε». Κι επειδή κάποιοι είναι τυχεροί από μας. Για να γίνουν, βέβαια, στη συνέχεια οι μεγάλοι άτυχοι, οι μεγάλοι τραγικοί της ζωής, γιατί μετά απ’ αυτή τη συνάντηση τίποτε δεν θα είναι το ίδιο πια. Όπως δεν ήταν το ίδιο μετά από την πτήση με αερόστατο για τον Φρεντ Μπάρναμπι, τον Φελίξ Τουρνασόν και την Σάρα Μπερνάρ! «Όλοι ήξεραν ότι ήταν επικίνδυνο». Αλλά «η πτήση με αερόστατο αντιπροσώπευε την ελευθερία», όσο κι αν «το να μπλέξεις με το πέταγμα σήμαινε να τα βάζεις με το Θεό». Θα πείτε εύλογα ποια η σχέση της πτήσης με την απώλεια και την ανθρώπινη φύση. Όμως, εκείνοι οι ελάχιστοι της ευλογημένης συνάντησης έτσι ακριβώς την έζησαν’ σα να πετούν. Για χρόνια, ο έρωτας υπήρξε για εκείνους η- πτήση, εκεί «όπου ο άνθρωπος είναι απρόσβλητος από κάθε ανθρώπινη εξουσία ή από τις δυνάμεις του κακού, ενώ ο ίδιος αισθάνεται πως ζει σαν να ήταν η πρώτη φορά». Ακόμα και «στην επιφάνεια» οι βλέψεις τους είναι υψιπετείς. Μέχρι την πτώση. Ακόμα και στην περίπτωση που αναγνωρίζεις ότι «όλα αυτά είναι απλώς το σύμπαν που κάνει τη δουλειά του κι εμείς είμαστε το υλικό πάνω στο οποίο γίνεται αυτή η δουλειά», τίποτε, ούτε κι εσύ ο ίδιος δεν πρόκειται να γίνεις όπως και πριν. Αναφερόμενος ο Μπαρνς στον «Ορφέα και την Ευρυδίκη" αποδέχεται ότι ακόμα κι αυτό, την ελπίδα του Κάτω κόσμου, το βάθος, ο πενθών σύγχρονος άνθρωπος την έχει στερηθεί. Οι αναμνήσεις που αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, ύπαρξη μπορεί να επανέλθουν αλλά ο πάσχων αγαπημένος ακόμα και απέναντι σ’ αυτές δυσπιστεί. Ακόμα κι η μνήμη μοιάζει να έχει καεί. Ωστόσο «Όσοι δεν έχουν διασχίσει τον τροπικό της θλίψης δεν είναι σε θέση να καταλάβουν πως το γεγονός ότι κάποιος είναι νεκρός μπορεί μεν να σημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή, δεν σημαίνει όμως και ότι έπαψε να υπάρχει», ισχυρίζεται ο Μπαρνς και το γνωρίζει καλά ο κάθε πενθών.
Αφιερώνοντας το τρίτο μέρος του αλλόκοτου και ιδιαίτερου αυτού βιβλίου που αποτελεί κι ένα δοκίμιο για την ύβρη όσον αφορά την ανθρώπινη ελευθερία ή την απίστευτα σπάνια σχέση με το άλλο μισό, στην διαχείριση του πένθους με έναν τρόπο οικουμενικό ακριβώς επειδή επιλέγει με όλη του την ειλικρίνεια το προσωπικό:
«“Σε πονάει όσο αξίζει’ έτσι, νομίζω, απολαμβάνουμε κατά κάποιον τρόπο τον πόνο”. Στο δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης είναι που σκόνταψα’ μου φάνηκε ως αχρείαστα μαζοχιστική. Τώρα ξέρω ότι εμπεριέχει αλήθεια. Κι αν δεν απολαμβάνει κανείς επακριβώς τον πόνο, αυτός δεν μοιάζει πια μάταιος. Ο πόνος σου δείχνει ότι δεν έχεις ξεχάσει’ ο πόνος εντείνει τη γεύση της ανάμνησης’ ο πόνος είναι απόδειξη αγάπης. “Αν δεν είχε σημασία, δεν θα μας ένοιαζε”». Αποδέχεται αποκαλύπτοντας τις χρησμικές διαστάσεις της γραφής ή της ψυχής. Πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια προσπάθησε σε ένα μυθιστόρημα να φανταστεί πως θα ένιωθε ένας εξηντάρης που έμεινε χήρος. Η συγγραφική αμφιβολία θα ενσκήψει αργότερα, όταν το μυθιστόρημά του θα επαληθευτεί στη δική του ζωή: «Ίσως, αντί να έχω επινοήσει τη σωστή θλίψη για τον μυθιστορηματικό ήρωά μου, είχα απλώς προβλέψει τα δικά μου πιθανά συναισθήματα- ευκολότερη δουλειά», θα αποδεχθεί.
Ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα για την πτήση και για την πτώση, για τον έρωτα και την αιώνια συνάντηση, για την απώλεια, για τον χρόνο, τη μνήμη, την τέχνη και τη ζωή. Για το έσχατο καταφύγιο επειδή «σύμφωνα με τον Τζόνσον, μόνο η εργασία και ο χρόνος αμβλύνουν τη θλίψη» και επειδή «η θλίψη είναι μια μορφή σκουριάς της ψυχής, στην εξάλειψη της οποίας συμβάλει δια της τριβής κάθε νέα ιδέα στο διάβα της». Το μεγάλο ερώτημα ωστόσο θα παραμείνει αναπάντητο: «τι θεωρείται “επιτυχία” στο πένθος; Ή επιτυχία έγκειται στο να θυμάσαι ή στο να ξεχνάς; Στο να μένεις ακίνητος ή να προχωράς;» Η απάντηση είναι του καθενός, μπορεί κι αναπάντητη, το βιβλίο παραμένει όπως ξεκίνησε: ανοιχτό, σα ζωή.