"Ένας άνθρωπος", γράφει ο Μπόρχες στον Επίλογο του "Ποιητή", "βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του".
ΥΓ. Καμιά φορά σκέπτομαι το πόσα του χρωστώ. Στον Μπόρχες και στον Αχιλλέα Κυριακίδη.
Αλλά το αφιερώνω στον συμφοιτητή και αείποτε φίλο μου Μάκη Αρμένη που επιμένει να μου υπενθυμίζει τον "χάρτινο Σεπτέμβρη της καρδιάς μου".
Μάκη μου καλέ, μόνο χάρτινη ίσως και να μπορώ, μονάχα χάρτινη μπορώ να αντέχω ή να καταλάβω, ξέρω κι εγώ? Εξάλλου κάτι γίνεται και με την... πυκτικότητα του αίματός μου (έτσι κι αρχίζει να τρέχει, δεν το σταματώ).
Όπως μπορεί ο καθένας, ναι? Και με ό,τι του λέει η καρδιά του.
Αντε να βγαίνει αυτός ο Αύγουστος ο αποκαλυπτικός και σκληρός. Κι ας μπει ένας Σεπτέμβρης χάρτινος, τί να κάνουμε? Αυτό ξέρω!
Οχι, δεν συμμαζεύτηκα ακόμα, σκπόρπια είμαι και υποτίθεται σε "διακοπές". Αλήθεια, εσείς ξέρετε κανένα που να διακόπτει ποτέ από τη ζωή του?
28/8/09
10/8/09
Εγκατέλειψε τον κόσμο του, δεν κατάφερε να μπει στο δικό της. Βρέθηκε στο κενό
“η ζωή είναι θλιβερή εκτός από τη σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη αγάπη”
“ΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ” του Ιβάν Κλίμα, Μετάφραση από τα τσέχικα: Σόνια Στάμου- Ντορνιάκοβα. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 240, € 18
“Έκανε μια εξαίρεση και αισθάνθηκε την ηδονή της χαλάρωσης, μισόκλεισε τα μάτια του, με αποτέλεσμα όλα να λιώσουν στα χρώματα του ουράνιου τόξου, μπορούσε να υποκύψει στη φαντασίωση πως τα πράγματα γύρω του, όλη η ζωή έχει μια τάξη, μια κατεύθυνση που ίσως και αυτός να καταλάβαινε, και συνειδητοποιούσε με σιγουριά πως το μοναδικό νόημα των πάντων είναι η ζωή και η διάρκειά της. Ξανά- όπως κάποτε όταν ήταν παιδί- του φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι ο ίδιος κάποτε δεν θα υπάρχει, πως το σώμα του, οι για την ώρα τέλειες λειτουργικές αισθήσεις του και το ακριβές και λογικά σκεπτόμενο μυαλό του, πρόκειται να χαθούν. Τότε τί νόημα θα είχε η θάλασσα, ο ουρανός και ο αέρας από πάνω του, τί νόημα θα είχε η διάρκεια του αέρα αν ο ίδιος δεν θα τον ανέπνεε;”
Το νόημα είναι για τον Ιβάν Κλίμα το άλφα και το ωμέγα στις ιστορίες του. Κι ας επικαλείται ως πρόσχημα, τον έρωτα άλλοτε και κάποιες άλλες φορές στην εποχή.
Στην “Απόκρυφη οικειότητα” ήταν ο εφημέριος Ντανιέλ Βέντρα που έχανε την πίστη του μέσα από έναν έρωτα για μια όμορφη άγνωστη, όπου την κέρδιζε, τελικά, αυτή.
Στο “Ούτε άγιοι, ούτε άγγελοι” ήτανε το κενό, η απουσία νοήματος, στη νέα εποχή. Το συλλογικό όραμα πέθανε κι ο άνθρωπος μόνος προσπαθεί από ερωτικούς, επιστημονικούς, ψευδαισθησιακούς και χημικούς παραδείσους με πάθος, εμμονικά, να κρατηθεί. Η παγωμένη Κριστίνα, ζεσταίνεται στην αγάπη του Γιαν και αγωνίζεται να δώσει πνοή ύπαρξης στην βυθισμένη στα ναρκωτικά και την απόγνωση, κόρη της Γιάννα.
Το “Ένα ερωτικό καλοκαίρι” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αφορά και κρατά για μια ζωή.
Περισσότερο... ποιοτικός προσδιορισμός όσον αφορά το ερωτικό του θέματος (πως λέμε “η ερωτική άνοιξη της κυρίας Στόουν”;) και λιγότερο εποχικός (ε εντάξει, υπάρχει και ένα ταξίδι), προκαλεί ρωγμές ανεπανόρθωτες στη ζωή του Δαβίδ. Παρ' ότι ήταν κατά τέτοιον τρόπο “καλοχτισμένη” η ζωή του παντρεμένου τσέχου επιστήμονα ώστε όλα να δείχνουν ότι τα σχέδια φτάνουν μέχρι που να τελειώσει αυτή αλλά και η άλλη και η άλλη ζωή. Το ερευνητικό του έργο, εξάλλου, ακριβώς αυτό: η... αιωνιότητα! Το ερευνητικό του έργο στηριγμένο στο ελιξήριο για την αθανασία, θα τον έκανε διάσημο, τον κρατούσε ήδη για χρόνια καθησυχασμένο και βολεμένο στην ίδια τροχιά. Η καθημερινότητά του, επικουρική ως προς αυτό: η αθόρυβη εκπαιδευτικός σύζυγός του, τα δυο αθόρυβα παιδιά του και το σπίτι που σκόπευαν με τις οικονομίες να αποκτήσουν για να ησυχάσουν ως τα προς το ζην.
Η κηδεία της σπιτονοικοκυράς του, θα τον βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Διότι σ' αυτή θα γνωρίσει την νεαρή φοιτήτρια Ίβα που θα φέρει τα επάνω κάτω στην τακτοποιημένη του ζωή. Αισθησιακή, αφιερωμένη σαν πεταλούδα στο εφήμερο, θα του αλλάξει τις νύχτες πρώτα (θα ξαγρυπνά για το μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημά της), τις ημέρες κατόπιν (θα τρέχει διαρκώς να τη βρει), τα ίδια τα σχέδιά του, την ίδια του τη ζωή.
Ο παθιασμένος έρωτας θα τον οδηγήσει ακριβώς στο εφήμερο, για να διαπιστώσει ξαφνικά με διαύγεια πως η επιστημονική του πορεία προιόν της έως τώρα ζωής είναι αναπόφευκτο να πέσει στο κενό. “Όποιος μια φορά πάρει ανθρώπινες διαστάσεις, αυτός είναι προορισμένος και να πεθάνει”. Και πως μονάχα στη διάσταση του ανθρώπινου χρόνου μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ζωή.
Η καθημερινότητά του θα δοκιμαστεί μαζί με το προιόν της επιστημονικής του έρευνας και οι προσπάθειές του “να ανήκει εδώ ή εκεί” θα σταθούν για τον Δαβίδ ανεπαρκείς: “Αυτός έφταιγε. Φοβόταν πάρα πολύ πως θα τη χάσει. Την έχασε όμως ακριβώς επειδή έχασε τον εαυτό του. Δεν είναι κανένας. Μόνο ένας υποψήφιος που περιμένει την εύνοιά της. Ένας μεταξύ πολλών”.
Βιώνοντας την αγωνία του-εραστή- υπό-εγκατάλειψη, θα την ακολουθήσει σε ένα προθεσμιακό καλοκαιρινό ταξίδι μετ' επιστροφής. Θα επέστρεφε, ούτως ή άλλως, για να φύγει για επιστημονική έρευνα στο Λονδίνο με την οικογένεια. Δεν γίνεται να το αποφύγει, διαρκώς το αισθάνεται αυτό: “Παρόλο που το πήρε απόφαση και έφυγε μαζί της, δεν γλίτωσε ούτε στιγμή από τις τύψεις και το αίσθημα πως δεν ανήκει εδώ. Εγκατέλειψε τον κόσμο του, δεν κατάφερε να μπει στο δικό της. Βρέθηκε στο κενό”.
Εκείνο που δεν μπορούσε να αισθανθεί με τίποτα ήταν οι αντιδράσεις του άλλου, εφόσον σε μια σχέση κατά τον Γιουνγκ, μεταβάλλονται και οι δυο. Και ο Δαβίδ – ο οποίος πια βασανίζεται δίχως επιστημονικό πυρήνα και στόχο και τον κυνηγούν ως Ερινύες τα συζυγικά κατσαρολικά αλλά και η Ίβα, η οποία μάλλον δεν έχει μάθει να ζει με ημίμετρα και το μόνο της νόημα ζωής πλέον είναι αυτός. 'Ενας έρωτας για τον οποίο θα μπορούσαν κι οι δυο να θυσιάσουν τα πάντα. Αλλά αυτός είχε ήδη για το ελιξίριο της αθανασίας χαραμίσει σχεδόν μια ζωή.
Ένας παθιασμένος, αταίριαστος έρωτας (αλλά και ποιος παθιασμένος έρωτας είναι ταιριαστός;) που κουβαλά όλο το βάρος της ύπαρξης στο ερωτικό, βασανιστικό του καλοκαίρι. Και δυο τραγικοί ήρωες της αέναης ανθρώπινης τραγωδίας. Κουβαλώντας την ελπίδα του αιώνιου, στη φθαρτή τους ανοικονόμητη ζωή.
Και αρκεί μια στιγμή για την Μέγιστη και ολέθρια διαπίστωση: “Είναι δυνατόν μόνο μια στιγμή να αποφασίσει για τη μοίρα μου; Ή ανέκαθεν είχα μέσα μου την ανάγκη να δραπετεύσω από την προκαθορισμένη μοίρα της ζωής μου, τη λαχτάρα να καταστρέψω την ησυχία μου, να ζήσω το κάτι άλλο, παρόλο που αυτό θα μπορούσε να με καταστρέψει;”
Αλλά συνήθως εκείνος που δραπετεύει είναι ο πλέον αθώος και ο αθώος σ' αυτή την ιστορία ήταν αυτή.
Και εδώ “η ζωή, θλιβερή εκτός από τη σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη αγάπη” αλλά η αγάπη αυτή είναι... καλοκαιρινή, δηλαδή περαστική, παροδική. Μετά απ' εκείνην, το κενό που εμπεριέχουμε και εφόσον το ανύπαρκτο ελιξήριο της αθανασίας πάψει να αποτελεί το ζωτικό μας ψεύδος, κινδυνεύουμε, τελικά, να μας καταπιεί.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Πεζογράφος, δραματουργός, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και δημιουργός ραδιοφωνικών έργων, ο Ιβάν Κλίμα, γεννήθηκε στην Πράγα το 1931.
Σε μικρή ηλικία έζησε τρία χρόνια στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Τέρεζιν της Τσεχίας. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Καρόλου, από τη φιλοσοφική σχολή, με ειδίκευση στην τσέχικη γλώσσα και στην επιστήμη της λογοτεχνίας.
Κατά την περίοδο 1969- 1970 έδινε διαλέξεις ως φιλοξενούμενος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ.
Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, απαγορεύτηκαν όλα τα βιβλία του που πλέον κυκλοφορούσαν παράνομα στη χώρα του ή στο εξωτερικό από γνωστούς εκδοτικούς οίκους.
Μέχρι την αλλαγή του καθεστώτος ο Κλίμα εργαζόταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, αλλά η βασική του ασχολία είχε παραμείνει η συγγραφή μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων, σεναρίων κλπ.
Το 2002 ο Πρόεδρος της Τσέχικης Δημοκρατίας τον τίμησε με το Μετάλλιο του 1ου βαθμού για το σύνολο του καλλιτεχνικού έργου του.
Ζει και εργάζεται στην Πράγα.
“ΕΝΑ ΕΡΩΤΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ” του Ιβάν Κλίμα, Μετάφραση από τα τσέχικα: Σόνια Στάμου- Ντορνιάκοβα. Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. 240, € 18
“Έκανε μια εξαίρεση και αισθάνθηκε την ηδονή της χαλάρωσης, μισόκλεισε τα μάτια του, με αποτέλεσμα όλα να λιώσουν στα χρώματα του ουράνιου τόξου, μπορούσε να υποκύψει στη φαντασίωση πως τα πράγματα γύρω του, όλη η ζωή έχει μια τάξη, μια κατεύθυνση που ίσως και αυτός να καταλάβαινε, και συνειδητοποιούσε με σιγουριά πως το μοναδικό νόημα των πάντων είναι η ζωή και η διάρκειά της. Ξανά- όπως κάποτε όταν ήταν παιδί- του φάνηκε απίστευτο, δεν μπορούσε να φανταστεί, ότι ο ίδιος κάποτε δεν θα υπάρχει, πως το σώμα του, οι για την ώρα τέλειες λειτουργικές αισθήσεις του και το ακριβές και λογικά σκεπτόμενο μυαλό του, πρόκειται να χαθούν. Τότε τί νόημα θα είχε η θάλασσα, ο ουρανός και ο αέρας από πάνω του, τί νόημα θα είχε η διάρκεια του αέρα αν ο ίδιος δεν θα τον ανέπνεε;”
Το νόημα είναι για τον Ιβάν Κλίμα το άλφα και το ωμέγα στις ιστορίες του. Κι ας επικαλείται ως πρόσχημα, τον έρωτα άλλοτε και κάποιες άλλες φορές στην εποχή.
Στην “Απόκρυφη οικειότητα” ήταν ο εφημέριος Ντανιέλ Βέντρα που έχανε την πίστη του μέσα από έναν έρωτα για μια όμορφη άγνωστη, όπου την κέρδιζε, τελικά, αυτή.
Στο “Ούτε άγιοι, ούτε άγγελοι” ήτανε το κενό, η απουσία νοήματος, στη νέα εποχή. Το συλλογικό όραμα πέθανε κι ο άνθρωπος μόνος προσπαθεί από ερωτικούς, επιστημονικούς, ψευδαισθησιακούς και χημικούς παραδείσους με πάθος, εμμονικά, να κρατηθεί. Η παγωμένη Κριστίνα, ζεσταίνεται στην αγάπη του Γιαν και αγωνίζεται να δώσει πνοή ύπαρξης στην βυθισμένη στα ναρκωτικά και την απόγνωση, κόρη της Γιάννα.
Το “Ένα ερωτικό καλοκαίρι” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αφορά και κρατά για μια ζωή.
Περισσότερο... ποιοτικός προσδιορισμός όσον αφορά το ερωτικό του θέματος (πως λέμε “η ερωτική άνοιξη της κυρίας Στόουν”;) και λιγότερο εποχικός (ε εντάξει, υπάρχει και ένα ταξίδι), προκαλεί ρωγμές ανεπανόρθωτες στη ζωή του Δαβίδ. Παρ' ότι ήταν κατά τέτοιον τρόπο “καλοχτισμένη” η ζωή του παντρεμένου τσέχου επιστήμονα ώστε όλα να δείχνουν ότι τα σχέδια φτάνουν μέχρι που να τελειώσει αυτή αλλά και η άλλη και η άλλη ζωή. Το ερευνητικό του έργο, εξάλλου, ακριβώς αυτό: η... αιωνιότητα! Το ερευνητικό του έργο στηριγμένο στο ελιξήριο για την αθανασία, θα τον έκανε διάσημο, τον κρατούσε ήδη για χρόνια καθησυχασμένο και βολεμένο στην ίδια τροχιά. Η καθημερινότητά του, επικουρική ως προς αυτό: η αθόρυβη εκπαιδευτικός σύζυγός του, τα δυο αθόρυβα παιδιά του και το σπίτι που σκόπευαν με τις οικονομίες να αποκτήσουν για να ησυχάσουν ως τα προς το ζην.
Η κηδεία της σπιτονοικοκυράς του, θα τον βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Διότι σ' αυτή θα γνωρίσει την νεαρή φοιτήτρια Ίβα που θα φέρει τα επάνω κάτω στην τακτοποιημένη του ζωή. Αισθησιακή, αφιερωμένη σαν πεταλούδα στο εφήμερο, θα του αλλάξει τις νύχτες πρώτα (θα ξαγρυπνά για το μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημά της), τις ημέρες κατόπιν (θα τρέχει διαρκώς να τη βρει), τα ίδια τα σχέδιά του, την ίδια του τη ζωή.
Ο παθιασμένος έρωτας θα τον οδηγήσει ακριβώς στο εφήμερο, για να διαπιστώσει ξαφνικά με διαύγεια πως η επιστημονική του πορεία προιόν της έως τώρα ζωής είναι αναπόφευκτο να πέσει στο κενό. “Όποιος μια φορά πάρει ανθρώπινες διαστάσεις, αυτός είναι προορισμένος και να πεθάνει”. Και πως μονάχα στη διάσταση του ανθρώπινου χρόνου μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ζωή.
Η καθημερινότητά του θα δοκιμαστεί μαζί με το προιόν της επιστημονικής του έρευνας και οι προσπάθειές του “να ανήκει εδώ ή εκεί” θα σταθούν για τον Δαβίδ ανεπαρκείς: “Αυτός έφταιγε. Φοβόταν πάρα πολύ πως θα τη χάσει. Την έχασε όμως ακριβώς επειδή έχασε τον εαυτό του. Δεν είναι κανένας. Μόνο ένας υποψήφιος που περιμένει την εύνοιά της. Ένας μεταξύ πολλών”.
Βιώνοντας την αγωνία του-εραστή- υπό-εγκατάλειψη, θα την ακολουθήσει σε ένα προθεσμιακό καλοκαιρινό ταξίδι μετ' επιστροφής. Θα επέστρεφε, ούτως ή άλλως, για να φύγει για επιστημονική έρευνα στο Λονδίνο με την οικογένεια. Δεν γίνεται να το αποφύγει, διαρκώς το αισθάνεται αυτό: “Παρόλο που το πήρε απόφαση και έφυγε μαζί της, δεν γλίτωσε ούτε στιγμή από τις τύψεις και το αίσθημα πως δεν ανήκει εδώ. Εγκατέλειψε τον κόσμο του, δεν κατάφερε να μπει στο δικό της. Βρέθηκε στο κενό”.
Εκείνο που δεν μπορούσε να αισθανθεί με τίποτα ήταν οι αντιδράσεις του άλλου, εφόσον σε μια σχέση κατά τον Γιουνγκ, μεταβάλλονται και οι δυο. Και ο Δαβίδ – ο οποίος πια βασανίζεται δίχως επιστημονικό πυρήνα και στόχο και τον κυνηγούν ως Ερινύες τα συζυγικά κατσαρολικά αλλά και η Ίβα, η οποία μάλλον δεν έχει μάθει να ζει με ημίμετρα και το μόνο της νόημα ζωής πλέον είναι αυτός. 'Ενας έρωτας για τον οποίο θα μπορούσαν κι οι δυο να θυσιάσουν τα πάντα. Αλλά αυτός είχε ήδη για το ελιξίριο της αθανασίας χαραμίσει σχεδόν μια ζωή.
Ένας παθιασμένος, αταίριαστος έρωτας (αλλά και ποιος παθιασμένος έρωτας είναι ταιριαστός;) που κουβαλά όλο το βάρος της ύπαρξης στο ερωτικό, βασανιστικό του καλοκαίρι. Και δυο τραγικοί ήρωες της αέναης ανθρώπινης τραγωδίας. Κουβαλώντας την ελπίδα του αιώνιου, στη φθαρτή τους ανοικονόμητη ζωή.
Και αρκεί μια στιγμή για την Μέγιστη και ολέθρια διαπίστωση: “Είναι δυνατόν μόνο μια στιγμή να αποφασίσει για τη μοίρα μου; Ή ανέκαθεν είχα μέσα μου την ανάγκη να δραπετεύσω από την προκαθορισμένη μοίρα της ζωής μου, τη λαχτάρα να καταστρέψω την ησυχία μου, να ζήσω το κάτι άλλο, παρόλο που αυτό θα μπορούσε να με καταστρέψει;”
Αλλά συνήθως εκείνος που δραπετεύει είναι ο πλέον αθώος και ο αθώος σ' αυτή την ιστορία ήταν αυτή.
Και εδώ “η ζωή, θλιβερή εκτός από τη σπάνιες στιγμές που σκάει μύτη αγάπη” αλλά η αγάπη αυτή είναι... καλοκαιρινή, δηλαδή περαστική, παροδική. Μετά απ' εκείνην, το κενό που εμπεριέχουμε και εφόσον το ανύπαρκτο ελιξήριο της αθανασίας πάψει να αποτελεί το ζωτικό μας ψεύδος, κινδυνεύουμε, τελικά, να μας καταπιεί.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Πεζογράφος, δραματουργός, δημοσιογράφος, σεναριογράφος και δημιουργός ραδιοφωνικών έργων, ο Ιβάν Κλίμα, γεννήθηκε στην Πράγα το 1931.
Σε μικρή ηλικία έζησε τρία χρόνια στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Τέρεζιν της Τσεχίας. Αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Καρόλου, από τη φιλοσοφική σχολή, με ειδίκευση στην τσέχικη γλώσσα και στην επιστήμη της λογοτεχνίας.
Κατά την περίοδο 1969- 1970 έδινε διαλέξεις ως φιλοξενούμενος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν των ΗΠΑ.
Μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, απαγορεύτηκαν όλα τα βιβλία του που πλέον κυκλοφορούσαν παράνομα στη χώρα του ή στο εξωτερικό από γνωστούς εκδοτικούς οίκους.
Μέχρι την αλλαγή του καθεστώτος ο Κλίμα εργαζόταν σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, αλλά η βασική του ασχολία είχε παραμείνει η συγγραφή μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων, σεναρίων κλπ.
Το 2002 ο Πρόεδρος της Τσέχικης Δημοκρατίας τον τίμησε με το Μετάλλιο του 1ου βαθμού για το σύνολο του καλλιτεχνικού έργου του.
Ζει και εργάζεται στην Πράγα.
4/8/09
Ο τελευταίος της αυλής
“ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ” της Τζίλιαν Φλιν. Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 475, € 20
“Χωρίς κανένα λόγο, κράτησα την ανάσα μου καθώς περνούσα την πινακίδα που με καλωσόριζε στο Γουίντ Γκαπ, έτσι όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν περνάνε έξω από νεκροταφείο. Είχα οχτώ χρόνια να έρθω, αλλά το σκηνικό μου γύρισε τ' άντερα”...
“Σ' όλους τους φανοστάτες του δρόμου υπήρχε το πρόσωπο ενός κοριτσιού σε μια φωτοτυπία όλο κόκκο... “Αγνοείται”.
Η αμερικανίδα τηλεκριτικός Τζίλιαν Φλιν με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα “Αιχμηρά αντικείμενα” έκανε τους πάντες να μιλούν για το φρέσκο ανατριχιαστικό ύφος της. “Είχα περίπου τριάντα χρόνια να διαβάσω τόσο ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ”, δήλωνε ο Στίβεν Κινγκ. Η αστυνομική συντάκτης Καμίλ Πρίκερ, επιστρέφει ύστερα από χρόνια στην πατρίδα της και με αφορμή την εξαφάνιση (και τον θάνατο απ' ό,τι θα αποδειχτεί) ενός κοριτσιού, θ' αναγκαστεί να ξεθάψει τους οικείους νεκρούς, θα ζωντανέψει την νεκρή παιδική της ηλικία. Πριν από λίγο καιρό και ένα άλλο χαρισματικό και ζόρικο κοριτσάκι είχε στραγγαλιστεί κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και το τρόπαιο του δολοφόνου ήταν κι αυτή τη φορά τα... δόντια της. Η αδελφή της Μάριον, που σημάδεψε με τον θάνατό της, το κορμί και τη ζωή της Καμίλ Πρίκερ (χαρακωνόταν! Με ψυχαναγκαστικό τρόπο χάραζε λέξεις για να τις ξορκίσει ή για να τις κάνει να υπάρξουν σε όλο της το κορμί), όμως, όλα έδειχναν ότι είχε πεθάνει με φυσικό τρόπο.
Η αγία οικογένεια και η αγία Μητέρα στο μικροσκόπιο, καθώς και οι αντιφατικές οικογενειακές σχέσεις. Με απύθμενο ψυχαναλυτικό βάθος η Φλιν αγγίζει τη σχέση Μάνας και Κόρης, σκιαγραφώντας τον σαδιστή και μαζοχιστή εαυτό, και την αβάσταχτη σκληρότητα των παιδιών, καθώς επίσης και των παιδικών μας χρόνων.
Στο “Σκοτεινό Τόπο” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, επίσης, από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο” στα ελληνικά, το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημά της, η οικογένεια και οι εγκληματικές της παράμετροι θα βρεθούν και πάλι στο συγγραφικό μικροσκόπιο.
Η Λίμπι Ντέι, η μικρούλα που επέζησε ενός απίστευτου μακελιού, όπου ο δεκαπεντάχρονος αδελφός της σκοτώνει τη μητέρα τους και τις δυο αδελφές του, τώρα πια που μεγάλωσε και έχοντας ανάγκη από χρήματα, αποφασίζει να πουλήσει την οικογενειακή τους ιστορία. Θα χρειαστεί να διανύσει αντίστροφα την ίδια διαδρομή. Και ενώ ο ανυποψίαστος αναγνώστης θεωρεί απριόρι ότι όλα έχουν ειπωθεί και ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη τιμωρημένος στη φυλακή, η αντίστροφη πορεία θα φέρει τα επάνω- κάτω.
“Τι έγινε εκείνη τη νύχτα, Μπεν; Το έχω ανάγκη, πρέπει να μάθω!” Εκλιπαρεί κάποια στιγμή τον αδελφό της στη φυλακή, παίζοντας ήδη μια χαμένη παρτίδα:
“Λίμπι, δεν πρόκειται να το κερδίσεις αυτό το παιχνίδι. Αν σου πω είμαι αθώος, σημαίνει ότι εσύ είσαι ένοχη, μου κατέστρεψες τη ζωή. Αν σου πω είμαι ένοχος... δεν νομίζω ότι αυτό θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα, ή όχι;” Η Λίμπι, παρότι τότε μικρό παιδί, ήταν εκείνη που τον είχε καταδώσει.
Και η Λίμπι- κόρη, όπως και η ενοχική Καμίλ είναι πεπεισμένες στις δυο ιστορίες ότι είναι οι φορείς του κακού. Κομματιάζουν τον εαυτό τους για να μην κομματιάσουν. Και οι δυο θα χρειαστεί με τρόπο επώδυνο να ξεθάψουν το παρελθόν και να θυμηθούν, να δικάσουν αντίστροφα τη μητέρα- Θεό και να την αθωώσουν ή να την καταδικάσουν.
Η ζοφώδης ατμόσφαιρα της Φλιν ολοζώντανη και πειστική, κινείται πολυεπίπεδα οδηγώντας σε απύθμενα υποσυνείδητα βάθη. Χαρακτήρες πολύπλοκοι, με μυστικά και βαρύ, σκοτεινό παρελθόν, ανακατεύουν αμέτρητες φορές τα χαρτιά στην ίδια παρτίδα. Η συγγραφική ευστροφία και τα ευρήματα τα καθοριστικά, χαρίζουν στην αστυνομική λογοτεχνία δυο ιδιόρρυθμες, απρόσμενες, αλλόκοτες, σαν σκοτεινά παραμύθια του Άντερσεν, ιστορίες. Η κακιά μάγισσα που τιμωρεί τα ζωηρά κοριτσάκια στη μια, και ο σατανιστής έφηβος που βάφει τα χέρια με αίμα στην άλλη.
Αλλά πέρα από την σαγηνευτική αφήγηση και την απρόσμενη πλοκή, αυτό που “σπάει κόκαλα” όπως ο Στήβεν Κινγκ θα πει, είναι και στη μία περίπτωση και στην άλλη, η αυτοκαταστροφική και ενοχική, στα όρια του μαζοχισμού σχεδόν, κεντρική ηρωίδα.
Το αόρατο θύμα, εν τέλει, εφόσον τα μεγάλα εγκλήματα δεν προυποθέτουν ντε και καλά αίμα και πτώμα.
“Ο σκοτεινός Τόπος” δεν είναι άλλος από την σκοτεινή δική μας ψυχή, και το φιλμάκι των παιδικών μας χρόνων που έχει αποσβέσει η αυτοσυντήρηση, ο νόμος της εντροπίας κι ο χρόνος. Και “Τα αιχμηρά αντικείμενα”, δοντάκια, μητρικά νυχάκια, μαχαίρια και βελούδα σατέν που εξακολουθούν και ως μνήμη να γδέρνουν.
Η γυναίκα- ανοιχτό βιβλίο και η άλλη που πρέπει να ξεδοντιάζει και να πονά, διότι αλλιώς αισθάνεται αόρατη, πολύ απλά “δεν υπάρχει”. Η άλλη όψη ακριβώς του ιδίου νομίσματος. Η βία που υφιστάμεθα και γεννά βία, στον άλλον, ή ενίοτε στον ίδιο μας τον εαυτό, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας.
Η μητρική αυταπάρνηση και η Μητέρα- τιμωρός.
Το δίχως άλλο, δυο μεγάλα βιβλία σαν αρχαία τραγωδία. Όπου η κατάδυση στην κόλαση είναι μονόδρομος για τη λύτρωση πια.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τζίλιαν Φλιν είναι τηλεκριτικός στο αμερικάνικο περιοδικό Entertainment Weekly και ζει στο Σικάγο.
Το πρώτο της βιβλίο “Αιχμηρά αντικείμενα” (εκδ. “Μεταίχμιο”), δημιούργησε τεράστια αίσθηση διεθνώς,
αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνώστες,
ενώ χάρισε στη συγγραφέα του τα βραβεία CWA lan Fleming Steel Dagger CWA New Blood Fiction Fagger.
ΥΓ1: Εχθές αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Το σκεπτόμουν μεσάνυχτα Κυριακής. Κοιτώντας τη σιδερένια αυλόπορτα πώς την έκανε ξύλινη.... ντεραυλή το φεγγάρι. Το γκαράζ του αγροτικού που όταν θόλωναν τα μάτια μου απ' τα δάκρυα, γινόταν το πουρλάκι, πατητήρι. Τα σιδερένια κάγκελα, ο ασπρισμένος ξυλόφουρνος του παππού, αλήθεια το σπίτι της γιαγιάς το γκρέμισαν? Τί να 'χει απομείνει εκεί σ' αυτό το σκοτεινό “από πίσω”? Μου μύρισε ματζουράνα και λεβάντα αλλά ήταν που μας είχε λιβανίσει η σπλαχνική βουλγάρα που φρόντιζε τον θειό μου στα τελευταία. Κι αυτό που είδα για τους ιβίσκους της γιαγιάς, ήταν μια πλαστική σακούλα που την έπαιζε το αεράκι που είχε απομείνει.
Κανείς δεν μιλούσε. Κι όμως, το ήξερα, ζώντες και τεθνεώντες, είμαστε όλοι εκεί! Μήνες την ονειρεύεται τη γιαγιά η μαμά, “να δεις θα έρθει η μάνα, να πάρει τον θείο τον Χρίστο!”
Κι έδινε πίσω από την πλάτη μου κρυφά ραντεβού- εντολή: “Δευτέρα στις έξι το απόγευμα θα με πας, ε? Κι άστηνα να φωνάζει, αυτή πονάει το πιο πολύ!”
Έξι τ' απόγευμα της Δευτέρας τον σήκωσαν, μύριζε ο τόπος αγιόκλημα, γιασεμί, όσο είχε απομείνει.
Κι εγώ, σα να μεγάλωσα ξαφνικά. Αφού θα κλείσει για μένα πια για πάντα αυτή η αυλή, τώρα που έφυγε απ' αυτήν κι ο τελευταίος!
Η αυλή των θαυμάτων. Εκείνη που ευθύνεται για τη σχιζοφρένεια και για τις αντιφάσεις μου. Ο ολόφωτος, καλειδοσκοπικός, σκοτεινός μου Τόπος. Εκεί όπου μου επιτρέπονταν – για όσο υπάρχει, υπήρχε, θα υπάρχει?- τα πάντα ή σχεδόν: αποστειρωμένοι οι πάντες μεσ' στη βελούδινη σάλα της μαμάς, σαν κούκλα ψεύτικη κι εγώ, ξυπόλυτη και βρόμικη εκεί, μέσα στο χώμα, έτοιμη για του κόσμου τις αλάνες. Ένα δρόμο πιο πάνω, τα γύφτικα, τσαντίρια κανονικά. Και όλοι φίλοι μου. Μαζί κι ο Γιώργος, η Χρυσούλα, ο Πε... στη δεξαμενή, “κλέφτες κι αστυνόμοι”. Στους κλέφτες πάντοτε, με τόνα πόδι στο παιχνίδι και τ' άλλο στα φαντάσματα, σαν το αερικό, στα γκρεμισμένα.
Σ' αυτή την αυλή, όλα ήταν αλήθεια, πριγκίπισσες και μάγισσες, η λάμια του Πάτημα κι οι αδικοσκοτωμένοι. Η θειά Κουλιώ έπαιζε για το χατίρι μας Καραγκιόζη με την κουρτίνα της κουζίνας για μπερντέ, εμείς φορούσαμε τα υφαντά της γιαγιάς και είμαστε ινδιάνοι. Αν διάβασα σαν μανιακή, τα παραμύθια τα δικά της αναζητούσα, κι αν έγραψα, ήταν και πάλι “να τα βρω”, επειδή δεν τα βρήκα σε βιβλίο.
Εχθές, αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Να έρχεστε, ακούτε? Κι ας μεγάλωσα, είπα σε όλους. Δίχως εσάς, δεν θα 'μαι αυτή. Και άλλωστε συνήθισα, στη βελουδένια σάλα της η μισή και η άλλη, λασπωμένη και γδαρμένη, μονίμως διχασμένη, στην αλάνα. Μισή εδώ κι άλλη μισή με τους ψιθύρους σας. Ολόκληρη μόνο μ' εσάς. Σ' αυτή εδώ την αυλή όπου όλα ήταν, είναι, θα είναι δυνατά, και θα την καταπιώ, σαν σιροπάκι toplexil, ώστε να γίνετε όλοι κι όλα, σάρκα και αίμα.
Γιαγιάκα μου... Πάντα εδώ. Κι ας ήμουν έντεκα χρονώ. Πώς πίστεψα ποτέ πώς θα μ' αφήσεις!
ΥΓ2: Και για την Κραταιά Σιωπή, τ' αυτιά μου φταίνε.
Άσχετο.
“Χωρίς κανένα λόγο, κράτησα την ανάσα μου καθώς περνούσα την πινακίδα που με καλωσόριζε στο Γουίντ Γκαπ, έτσι όπως κάνουν τα μικρά παιδιά όταν περνάνε έξω από νεκροταφείο. Είχα οχτώ χρόνια να έρθω, αλλά το σκηνικό μου γύρισε τ' άντερα”...
“Σ' όλους τους φανοστάτες του δρόμου υπήρχε το πρόσωπο ενός κοριτσιού σε μια φωτοτυπία όλο κόκκο... “Αγνοείται”.
Η αμερικανίδα τηλεκριτικός Τζίλιαν Φλιν με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα “Αιχμηρά αντικείμενα” έκανε τους πάντες να μιλούν για το φρέσκο ανατριχιαστικό ύφος της. “Είχα περίπου τριάντα χρόνια να διαβάσω τόσο ανατριχιαστικό ψυχολογικό θρίλερ”, δήλωνε ο Στίβεν Κινγκ. Η αστυνομική συντάκτης Καμίλ Πρίκερ, επιστρέφει ύστερα από χρόνια στην πατρίδα της και με αφορμή την εξαφάνιση (και τον θάνατο απ' ό,τι θα αποδειχτεί) ενός κοριτσιού, θ' αναγκαστεί να ξεθάψει τους οικείους νεκρούς, θα ζωντανέψει την νεκρή παιδική της ηλικία. Πριν από λίγο καιρό και ένα άλλο χαρισματικό και ζόρικο κοριτσάκι είχε στραγγαλιστεί κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, και το τρόπαιο του δολοφόνου ήταν κι αυτή τη φορά τα... δόντια της. Η αδελφή της Μάριον, που σημάδεψε με τον θάνατό της, το κορμί και τη ζωή της Καμίλ Πρίκερ (χαρακωνόταν! Με ψυχαναγκαστικό τρόπο χάραζε λέξεις για να τις ξορκίσει ή για να τις κάνει να υπάρξουν σε όλο της το κορμί), όμως, όλα έδειχναν ότι είχε πεθάνει με φυσικό τρόπο.
Η αγία οικογένεια και η αγία Μητέρα στο μικροσκόπιο, καθώς και οι αντιφατικές οικογενειακές σχέσεις. Με απύθμενο ψυχαναλυτικό βάθος η Φλιν αγγίζει τη σχέση Μάνας και Κόρης, σκιαγραφώντας τον σαδιστή και μαζοχιστή εαυτό, και την αβάσταχτη σκληρότητα των παιδιών, καθώς επίσης και των παιδικών μας χρόνων.
Στο “Σκοτεινό Τόπο” που κυκλοφόρησε πρόσφατα, επίσης, από τις εκδόσεις “Μεταίχμιο” στα ελληνικά, το δεύτερο αστυνομικό μυθιστόρημά της, η οικογένεια και οι εγκληματικές της παράμετροι θα βρεθούν και πάλι στο συγγραφικό μικροσκόπιο.
Η Λίμπι Ντέι, η μικρούλα που επέζησε ενός απίστευτου μακελιού, όπου ο δεκαπεντάχρονος αδελφός της σκοτώνει τη μητέρα τους και τις δυο αδελφές του, τώρα πια που μεγάλωσε και έχοντας ανάγκη από χρήματα, αποφασίζει να πουλήσει την οικογενειακή τους ιστορία. Θα χρειαστεί να διανύσει αντίστροφα την ίδια διαδρομή. Και ενώ ο ανυποψίαστος αναγνώστης θεωρεί απριόρι ότι όλα έχουν ειπωθεί και ο δολοφόνος βρίσκεται ήδη τιμωρημένος στη φυλακή, η αντίστροφη πορεία θα φέρει τα επάνω- κάτω.
“Τι έγινε εκείνη τη νύχτα, Μπεν; Το έχω ανάγκη, πρέπει να μάθω!” Εκλιπαρεί κάποια στιγμή τον αδελφό της στη φυλακή, παίζοντας ήδη μια χαμένη παρτίδα:
“Λίμπι, δεν πρόκειται να το κερδίσεις αυτό το παιχνίδι. Αν σου πω είμαι αθώος, σημαίνει ότι εσύ είσαι ένοχη, μου κατέστρεψες τη ζωή. Αν σου πω είμαι ένοχος... δεν νομίζω ότι αυτό θα σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα, ή όχι;” Η Λίμπι, παρότι τότε μικρό παιδί, ήταν εκείνη που τον είχε καταδώσει.
Και η Λίμπι- κόρη, όπως και η ενοχική Καμίλ είναι πεπεισμένες στις δυο ιστορίες ότι είναι οι φορείς του κακού. Κομματιάζουν τον εαυτό τους για να μην κομματιάσουν. Και οι δυο θα χρειαστεί με τρόπο επώδυνο να ξεθάψουν το παρελθόν και να θυμηθούν, να δικάσουν αντίστροφα τη μητέρα- Θεό και να την αθωώσουν ή να την καταδικάσουν.
Η ζοφώδης ατμόσφαιρα της Φλιν ολοζώντανη και πειστική, κινείται πολυεπίπεδα οδηγώντας σε απύθμενα υποσυνείδητα βάθη. Χαρακτήρες πολύπλοκοι, με μυστικά και βαρύ, σκοτεινό παρελθόν, ανακατεύουν αμέτρητες φορές τα χαρτιά στην ίδια παρτίδα. Η συγγραφική ευστροφία και τα ευρήματα τα καθοριστικά, χαρίζουν στην αστυνομική λογοτεχνία δυο ιδιόρρυθμες, απρόσμενες, αλλόκοτες, σαν σκοτεινά παραμύθια του Άντερσεν, ιστορίες. Η κακιά μάγισσα που τιμωρεί τα ζωηρά κοριτσάκια στη μια, και ο σατανιστής έφηβος που βάφει τα χέρια με αίμα στην άλλη.
Αλλά πέρα από την σαγηνευτική αφήγηση και την απρόσμενη πλοκή, αυτό που “σπάει κόκαλα” όπως ο Στήβεν Κινγκ θα πει, είναι και στη μία περίπτωση και στην άλλη, η αυτοκαταστροφική και ενοχική, στα όρια του μαζοχισμού σχεδόν, κεντρική ηρωίδα.
Το αόρατο θύμα, εν τέλει, εφόσον τα μεγάλα εγκλήματα δεν προυποθέτουν ντε και καλά αίμα και πτώμα.
“Ο σκοτεινός Τόπος” δεν είναι άλλος από την σκοτεινή δική μας ψυχή, και το φιλμάκι των παιδικών μας χρόνων που έχει αποσβέσει η αυτοσυντήρηση, ο νόμος της εντροπίας κι ο χρόνος. Και “Τα αιχμηρά αντικείμενα”, δοντάκια, μητρικά νυχάκια, μαχαίρια και βελούδα σατέν που εξακολουθούν και ως μνήμη να γδέρνουν.
Η γυναίκα- ανοιχτό βιβλίο και η άλλη που πρέπει να ξεδοντιάζει και να πονά, διότι αλλιώς αισθάνεται αόρατη, πολύ απλά “δεν υπάρχει”. Η άλλη όψη ακριβώς του ιδίου νομίσματος. Η βία που υφιστάμεθα και γεννά βία, στον άλλον, ή ενίοτε στον ίδιο μας τον εαυτό, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας.
Η μητρική αυταπάρνηση και η Μητέρα- τιμωρός.
Το δίχως άλλο, δυο μεγάλα βιβλία σαν αρχαία τραγωδία. Όπου η κατάδυση στην κόλαση είναι μονόδρομος για τη λύτρωση πια.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Τζίλιαν Φλιν είναι τηλεκριτικός στο αμερικάνικο περιοδικό Entertainment Weekly και ζει στο Σικάγο.
Το πρώτο της βιβλίο “Αιχμηρά αντικείμενα” (εκδ. “Μεταίχμιο”), δημιούργησε τεράστια αίσθηση διεθνώς,
αγαπήθηκε από εκατομμύρια αναγνώστες,
ενώ χάρισε στη συγγραφέα του τα βραβεία CWA lan Fleming Steel Dagger CWA New Blood Fiction Fagger.
ΥΓ1: Εχθές αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Το σκεπτόμουν μεσάνυχτα Κυριακής. Κοιτώντας τη σιδερένια αυλόπορτα πώς την έκανε ξύλινη.... ντεραυλή το φεγγάρι. Το γκαράζ του αγροτικού που όταν θόλωναν τα μάτια μου απ' τα δάκρυα, γινόταν το πουρλάκι, πατητήρι. Τα σιδερένια κάγκελα, ο ασπρισμένος ξυλόφουρνος του παππού, αλήθεια το σπίτι της γιαγιάς το γκρέμισαν? Τί να 'χει απομείνει εκεί σ' αυτό το σκοτεινό “από πίσω”? Μου μύρισε ματζουράνα και λεβάντα αλλά ήταν που μας είχε λιβανίσει η σπλαχνική βουλγάρα που φρόντιζε τον θειό μου στα τελευταία. Κι αυτό που είδα για τους ιβίσκους της γιαγιάς, ήταν μια πλαστική σακούλα που την έπαιζε το αεράκι που είχε απομείνει.
Κανείς δεν μιλούσε. Κι όμως, το ήξερα, ζώντες και τεθνεώντες, είμαστε όλοι εκεί! Μήνες την ονειρεύεται τη γιαγιά η μαμά, “να δεις θα έρθει η μάνα, να πάρει τον θείο τον Χρίστο!”
Κι έδινε πίσω από την πλάτη μου κρυφά ραντεβού- εντολή: “Δευτέρα στις έξι το απόγευμα θα με πας, ε? Κι άστηνα να φωνάζει, αυτή πονάει το πιο πολύ!”
Έξι τ' απόγευμα της Δευτέρας τον σήκωσαν, μύριζε ο τόπος αγιόκλημα, γιασεμί, όσο είχε απομείνει.
Κι εγώ, σα να μεγάλωσα ξαφνικά. Αφού θα κλείσει για μένα πια για πάντα αυτή η αυλή, τώρα που έφυγε απ' αυτήν κι ο τελευταίος!
Η αυλή των θαυμάτων. Εκείνη που ευθύνεται για τη σχιζοφρένεια και για τις αντιφάσεις μου. Ο ολόφωτος, καλειδοσκοπικός, σκοτεινός μου Τόπος. Εκεί όπου μου επιτρέπονταν – για όσο υπάρχει, υπήρχε, θα υπάρχει?- τα πάντα ή σχεδόν: αποστειρωμένοι οι πάντες μεσ' στη βελούδινη σάλα της μαμάς, σαν κούκλα ψεύτικη κι εγώ, ξυπόλυτη και βρόμικη εκεί, μέσα στο χώμα, έτοιμη για του κόσμου τις αλάνες. Ένα δρόμο πιο πάνω, τα γύφτικα, τσαντίρια κανονικά. Και όλοι φίλοι μου. Μαζί κι ο Γιώργος, η Χρυσούλα, ο Πε... στη δεξαμενή, “κλέφτες κι αστυνόμοι”. Στους κλέφτες πάντοτε, με τόνα πόδι στο παιχνίδι και τ' άλλο στα φαντάσματα, σαν το αερικό, στα γκρεμισμένα.
Σ' αυτή την αυλή, όλα ήταν αλήθεια, πριγκίπισσες και μάγισσες, η λάμια του Πάτημα κι οι αδικοσκοτωμένοι. Η θειά Κουλιώ έπαιζε για το χατίρι μας Καραγκιόζη με την κουρτίνα της κουζίνας για μπερντέ, εμείς φορούσαμε τα υφαντά της γιαγιάς και είμαστε ινδιάνοι. Αν διάβασα σαν μανιακή, τα παραμύθια τα δικά της αναζητούσα, κι αν έγραψα, ήταν και πάλι “να τα βρω”, επειδή δεν τα βρήκα σε βιβλίο.
Εχθές, αποχαιρέτησα και τον τελευταίο της αυλής. Να έρχεστε, ακούτε? Κι ας μεγάλωσα, είπα σε όλους. Δίχως εσάς, δεν θα 'μαι αυτή. Και άλλωστε συνήθισα, στη βελουδένια σάλα της η μισή και η άλλη, λασπωμένη και γδαρμένη, μονίμως διχασμένη, στην αλάνα. Μισή εδώ κι άλλη μισή με τους ψιθύρους σας. Ολόκληρη μόνο μ' εσάς. Σ' αυτή εδώ την αυλή όπου όλα ήταν, είναι, θα είναι δυνατά, και θα την καταπιώ, σαν σιροπάκι toplexil, ώστε να γίνετε όλοι κι όλα, σάρκα και αίμα.
Γιαγιάκα μου... Πάντα εδώ. Κι ας ήμουν έντεκα χρονώ. Πώς πίστεψα ποτέ πώς θα μ' αφήσεις!
ΥΓ2: Και για την Κραταιά Σιωπή, τ' αυτιά μου φταίνε.
Άσχετο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)