20/5/11

“ Έχε τέρμενο το ροδί σεντόνι θα γίνει λευκό κι όλα θα τα ξαναδείς στον αρράγιστο καθρέφτη...”


όσο βάζεις στόχους και σκοπούς τόσο ξανανιώνεις τόσο μακραίνεις τον χρόνο της ζωής πιστεύοντας πώς δεν γίνεται να φύγεις πρέπει πρώτα να τελειώσεις...”


ΛΟΞΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ” του Παναγιώτη Κουσαθανά. Εκδ. “Ίνδικτος”, σελ. 149, €


- Ναι, η ανθρωπότητα είναι πιασμένη στη φάκα αλλά πάλι για σκέψου να ζούσαμε για πάντα πάντα πάντα να 'ρχόταν λέει η ώρα που θα εκλιπαρούσαμε τον Χρόνο- Μόρο να μας λυτρώσει να κοιμηθούμε να ησυχάσομε κι αυτός να μη μας κάνει αφτιά' α όχι όχι όχι ο Χρόνος πρέπει να 'ναι μακρύς αλλά η ζωή σύντομη ίσως σ' αυτή την παραδοξότητα να κρύβεται το βαθύ αξεδιάλυτο νόημα εκείνου που μ' εξοργιστική ευήθεια οι άνθρωποι λένε “προορισμό”...

Ένα παιχνίδι με την Ύπαρξη και τον Χρόνο, με το Νόημα και με τον Προορισμό, σε μια διαρκή εναλλαγή αφηγηματικού ύφους, αλλού τραγικό, σκωπτικό, σουρεαλιστικό, νοσταλγικό, ονειρικό, αλληγορικό, σε ένα βιβλίο- έκπληξη επί των ημερών μας!

Με οξείες, βαρείες και περισπωμένες, με γλώσσα δόκιμη, λαική, της μάνας και της γιαγιάς μας, ντοπιολαλιά, ποιητική, ο ποιητής και συγγραφέας είκοσι δύο ήδη βιβλίων, Παναγιώτης Κουσοθανάς, αναζητά μέσα από το ιερό ζυμάρι της γλώσσας, την πεμπτουσία και τους αρμούς της ζωής.

Ξεκινώντας με... οικοδομικούς αρμούς, εφόσον στο πρώτο διήγημα της συλλογής (σύνολον, 17 διηγήματα) “Τα εγκαίνια”, η αρχαιολόγος Δ. αντιμετωπίζει την ακμή και την παρακμή, το αίνιγμα του χρόνου και το μυστήριο της φθοράς μέσα στο ολοφώτεινο, ολοκαίνουργιο σπίτι της. Το μισοτελειωμένο, όσο να 'ναι, κι αυτό το γνωρίζει ο κάθε δημιουργός, ήταν μια κάποια παρηγοριά (αποφεύγω να πω, σιγουριά): “Θυμάται πώς όσο έχτιζε ένιωθε άτρωτη σχεδόν αθάνατη παρά τις έγνοιες και την κούρασή της ίσως γιατί είχε μπροστά της να επιτελέσει “έργο” που απομάκρυνε σαν φυλαχτό κάθε συμφορά “-; Μήπως τώρα που τέλειωσα τα χτισίματα πρέπει ν' αρχίσω μιαν άλλη οικοδομή για να ξορκίσω το κακό που πλανιέται τριγύρω; Τι σκαρφίζεται τελοσπάντων το μυαλό του ανθρώπου με τι παραμυθιάζεται' απορεί σαστισμένη “όσο βάζεις στόχους και σκοπούς τόσο ξανανιώνεις τόσο μακραίνεις τον χρόνο της ζωής πιστεύοντας πώς δεν γίνεται να φύγεις πρέπει πρώτα να τελειώσεις...”

Και τα υπόλοιπα δεκαέξι διηγήματα “μυθ- ιστορίες”, ξεκινούν με ποιητικές αναφορές και έχουν σαν αντικείμενό τους πάντα την φθορά και τον χρόνο. Αντιμετωπίζοντας πότε μετωπικά μια καθ' αυτή “λοξή ιστορία” (“Το βάραθρο”), ατενίζοντας άλλοτε “τα λοξά συμβάντα” ενός άκρως επεισοδιακού “Γάμου” και απευθυνόμενα πρωτοπρόσωπα ενίοτε σε έναν “λοξό Θεό” (“Τα εγκαίνια”) (πώς θα μπορούσε κανείς να τον αντικρίσει, εξάλλου, ευθέως!)

Η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων και το σεπτό πρόσωπο της μητέρας, οι κεκοιμημένοι, ο γενέθλιος τόπος, η δημιουργία, η ποιητικότητα της καθημερινότητας και το όνειρο, αποτελούν το συγγραφικό όχημα για να φτάσει ο αφηγητής, εν τέλει, στο προορισμό και στο νόημα. Επώδυνα, άλλοτε:

- Δηλαδή ; ύστερα τι; τί ύστερα;” επιμένω μες στον λυτρωτικό λυγμό μου που ΄ρθε σαν ευλογημένο πρωτοβρόχι να ποτίσει τη στέγνια “αν και αναβλέψας ;είμαι άραγε τυφλός χαμένος;” Μια διάφωτη σκιά περνά ξυστά δίπλα μου ψιθυρίζοντας (ένεκα η “τρυφερότη” που έλεγα) “- Έχε τέρμενο το ροδί σεντόνι θα γίνει λευκό κι όλα θα τα ξαναδείς στον αρράγιστο καθρέφτη εγώ θα 'μαι κοντά σου να ξεμπλέκω το κουβάρι του Χρόνου να μερεύω τον σάλο των ημερών γλυκαίνοντας το όξος και τη χολή του κόσμου”. Αν κι έχω πενήντα χρόνια ν' ακούσω τη φωνή της αυτοστιγμεί την αναγνωρίζω να επανακυρώνει το γλυκόπικρο μυστήριο της Ζωής κι αυτομάτως οι ερωτήσεις βρίσκουν την απάντησή τους απόψε την αφέγγαρη τη σκοτεινότερη νύχτα του χρόνου ; ποιος θα το 'λεγε;”

Και κάποιες άλλες φορές με οχηματαγωγό τη νοσταλγία και τη μνήμη: “λένε λοιπόν ότι οι άνθρωποι ζουν τόσο όσο τους θυμούνται οι ζωντανοί και μνημονεύουν τα ονόματά τους ίσως να είναι έτσι εγώ όμως άλλα πιστεύω οι άνθρωποι παύουν να ζουν από τη στιγμή που κλείνουν τα μάτια τους και δεν βλέπουν δεν μυρίζουν δεν λυπούνται ούτε χαίρονται ;ήλθαμε άρα για να παρέλθομε; ;για να σβήσουμε αθόρυβα σαν φωτοαντίγραφα σ' ένα σκοτεινό συρτάρι;”

Το αποτέλεσμα, ένα άκρως μαγικό, απαλό, γλωσσικό ατένισμα στο ανείδωτο και στο ανείπωτο, με τρόπο “τόσο όσο” ώστε να είναι και αληθινό και θαυματουργικό, ταυτοχρόνως.

Ένα βιβλίο- έκπληξη σε μια εποχή που όλα αποτελούν μια ευθεία. Με στίξη, αίσθημα, βάθος κι ανάστημα, και για τον συγγραφέα του μια έντιμη, συνεπής, αριστουργηματική “έκθεση ιδεών” διαρκείας. Μια αέναη επιστροφή σε ό,τι δεν χάνεται, στα θολά βασικά μας τα μοναδικά που μπορούν να αποκαταστήσουν την χαμένη μας γεύση και όραση, την χαμένη επαφή με τον έσω εαυτό μας και την όντως ζωή μας.



ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:

Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς είναι φιλόλογος, ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1945 στη Μύκονο, όπου και διαμένει. Σπούδασε αγγλική και ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε επί μια εικοσαετία ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση.

Έχει εκδώσει είκοσι δύο βιβλία με ποιήματα, διηγήματα, κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία του γενέθλιου τόπου του και έχει μεταφράσει αγγλόφωνη ποίηση.

Το πρώτο βιβλίο του “Συρραφή ονείρων” (ποιήματα, 1980), έχει τιμηθεί με το Βραβείο Μαρίας Περ. Ράλλη και τα “Παραμιλητά Α' και Β'”, Κείμενα για τον πολιτισμό και την ιστορία της Μυκόνου” (Ίνδικτος, 2002) με το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Χρονικού- Μαρτυρίας.

Τελευταία του βιβλία:

Μικρό τρίπτυχο του νόστου” (Ίνδικτος 2006) και

Λουδοβίκου Ρουσέλ, Παραμύθια της Μυκόνου” (Ίνδικτος και Δήμος Μυκόνου 2007).

Οι “Λοξές ιστορίες” (διηγήματα από την Ίνδικτο, επίσης) τιμήθηκαν με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2010.


Επειδή με “Λοξές ιστορίες” ήθελα να αλλάξω τον χρόνο


Δημοσιεύεται και στο Έθνος της Κυριακής.