30/3/09

Ξένα αντικείμενα έχουμε, ξένα ρούχα φορούμε, ξένη γλώσσα μιλούμε, ξένη ζωή ζούμε… Διαμεσολαβημένοι άνθρωποι είμαστε!



ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Αγαθόν το εξομολογείσθαι!


«Δεν φταίνε οι άνθρωποι, είμαστε εδώ σπαρμένοι χωρίς τη θέλησή μας!»


«“Μια γκρεμίνα απέραγη ήταν η ζωή μου αφ’ όντις έφυγα”, έλεγε το ένα παιδί της Αντώνως. “Το δόλιο το κορμί εκεί, η γνώμη εδώ. Στον κόρφο του Θεού ήμασταν Αλέξη αλλά ξωρνιαστήκαμαν, λαιμάργησε ο κόσμο. Σαν τα βουρλοζύγουρα φύγαμαν. Πώς φεύγει ένα μπροστά και κινάν και τ’ άλλα κοντά;”» Και αλληγορικά αν το δούμε, αφορά τους πάντες. Τουλάχιστον τον ίδιο, το παραδέχεται, σίγουρα τον αφορά.
Όλη του η λογοτεχνική διαδρομή, μια κιβωτός. Ελεγεία μαζί και θρήνος. Για την πατρίδα των παιδικών μας χρόνων και την χαμένη μας αθωότητα. Για την χαμένη αθωότητα της γλώσσας. Που, απ’ ό,τι φαίνεται ως συγγραφέας ο Σωτήρης Δημητρίου, το κατορθώνει, τελικά, και την διασώζει.
Εδώ και χρόνια τον θεωρούσα… προσωπική μου υπόθεση. Τα λέγαμε σχεδόν με αφορμή το κάθε του βιβλίο. Αυτή τη φορά η κουβέντα πήγε ακόμα παρά πέρα, και μέχρι τη… διαφωνία. Για να ξαναγαπηθούμε περισσότερο. Και για να διαπιστώσω, για ακόμα μια φορά, πως όσες φορές και να συναντηθούμε, και πάλι δεν τον καλοξέρω.
«Σαν το λίγο το νερό» ο τίτλος του βιβλίου του («Ελληνικά Γράμματα»), νεράκι κι η συζήτηση, και πού δεν μας πήγε.

- «Νερό είναι ο άνθρωπος» μου είχες πει σε συνέντευξη για τα «Οπωροφόρα της Αθήνας». «Σαν το λίγο το νερό», μια άτυπη συνέχεια με τα «Οπωροφόρα»; Από την άποψη ότι και εδώ ο ήρωας είσαι εσύ, αλλά… νεκρός. Μόνο η ψυχή μας μπορεί να περιδιαβαίνει πια τον παράδεισο των παιδικών μας χρόνων;

- Συμφωνώ μ’ αυτό που λες, ότι μόνο δια της νοήσεως, ως ψυχή, κάνουμε ταξίδια- βουτιές. Μόνο δια της ψυχικής νοήσεως. Στην ηλικία της ανιδιοτέλειας και της εκπλήξεως. Μετά την παιδική ηλικία κάποιος έχει πει ότι όλα είναι επαναλήψεις. Στο πρώτο αρυτίδωτο νερό κάνουμε βουτιές μόνο δια της νοήσεως. Πάω εγώ στο χωριό μου με το σώμα μου το τωρινό, χρειάζεται ισχυρή φαντασία για να ενεργοποιήσεις την βουτιά στην παιδική σου ηλικία.

- Δεν είναι κάτι που μπορεί να επανέλθει κατά την γεροντική ηλικία; Από την άποψη ότι συνειδητοποιώντας πως η ζωή τελειώνει και το θαύμα της το αντιμετωπίζουμε με πιο ανοιχτά μάτια…

- Πραγματικά, στο μεσοδιάστημα από την παιδικότητα στην γεροντική ηλικία παλεύουμε να αποδείξουμε ότι είμαστε ικανοί πολεμιστές, να αφήσουμε τα «έχει» μας, τα ποικίλα «έχει» μας. Στην πραγματικότητα, γυμνοί γεννιόμαστε, χωρίς τίποτα, ούτε σκέψη, ούτε κατοχή, και στο τέλος, αν κάποιος δεν μας έντυνε για να μας θάψει, θα φεύγαμε πάλι γυμνοί. Είναι οι δυο πιο ανιδιοτελείς ηλικίες.

- Αν όμως σκεφτόμαστε αυτό που είχε πει ο Σικελιανός, τη ζωή μας ως «μια διαρκή πρόβα θανάτου», δεν θα συνέβαλε στο να μη χάναμε ποτέ το στοιχείο της εκπλήξεως;

- Θα βοηθούσε πάρα πολύ αλλά δεν μας επιτρέπεται. Οι νόμοι της κοινωνίας είναι τέτοιοι ώστε να μας εμποδίζεται αυτή η διαρκής παιδικότητα. Μας απαγορεύεται η εκπληκτική σχέση με τη ζωή. Μέσα από σχολεία, μέσα από την οικογένεια, μέσα από στρατούς, μέσα από εργοστάσια… κάτι έχει γίνει λάθος ή εκ του πονηρού και δυστυχώς ο καθένας μόνος του, με την προσωπική του ψυχική περιουσία, μπορεί να προσεγγίσει ωραίες στιγμές. Σίγουρα ο άνθρωπος μεγαλώνοντας ίσως προσεγγίζει την παιδικότητά του. Όχι όλοι, όμως, γιατί η κακή πάστα γίνεται χειρότερη και η καλή, γίνεται καλύτερη. Είναι θέμα χαρακτήρος.

- «Να πω μια μεγαλοστομία. Η γλώσσα για μένα είναι το παν. Υπάρχει αυτή και υπάρχει ο άνθρωπος, εν πολλοίς», μου έλεγες στην ίδια συνέντευξη. Στο καινούργιο βιβλίο «όλα είναι γλώσσα»;

- Όπως σε κάθε βιβλίο μου, ναι, πολύ μεγάλη μέριμνα. Λέξη- λέξη, ψηφίδα- ψηφίδα, πραγματικά. Και σ’ αυτό έτι περισσότερο. Γιατί ειδικά σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει η σχέση «δια παντός», διότι είναι πεθαμένος ο άνθρωπος που τα διηγείται και δεν μπορεί να επέμβει στο γλωσσικό υλικό του αφού έχει πεθάνει! Δηλαδή είναι ένα ψυχολογικό παιχνίδι, πρέπει να είναι τέλεια η γλώσσα εδώ ως πεθαμένος. Είναι οριστικό αυτό το βιβλίο, συμβολικά οριστικό. Οπότε η μέριμνα ήταν πολύ πιο μεγάλη.

- «Μια γκρεμίνα απέραγη ήταν η ζωή μου αφ’ όντις έφυγα», έλεγε το παιδί της Αντώνως. Η δική σου ζωή;

- Παράλληλη. Το ίδιο. Δεν μπορεί να υπάρξει κατά μόνας ευτυχία. Δηλαδή έξω από μια μορφή καλοήθους συλλογικότητος δεν μπορεί το άτομο, είναι πολύ μικρό, πολύ ατελές. Κάτι θα του διαφεύγει. Κατ’ αρχάς με την επιλογή, κάθε στιγμή κάτι επιλέγει. Και κάθε στιγμή είναι δυσαρεστημένο, γιατί πάντα οι επιλογές είναι οι άλλες οι καλύτερες, αυτές που έχουμε εγκαταλείψει! Πάντα! Οπότε όσο λιγότερη βούληση έχει για ζωή και για ευτυχία μέσα στα συλλογικά σχήματα, τόσο πιο ευτυχισμένο είναι το άτομο. Δηλαδή, εγώ θεωρώ την ευτυχία ως ξεγνοιασιά, ως αμεριμνησία, ως μια επιλογή ζωής. Αν είχα μείνει στο χωριό και δεν είχα φύγει, θα είχα μια επιλογή την οποία θα είχα- θα είχε- ταυτίσει με την φύση, δεν θα εταλανίζετο… Διότι στην πόλη που πήγε, έχει εκατομμύρια επιλογές.

- Αν όμως η επιλογή του χωριού δεν ήταν η επιλογή σου;

- Δεν το ξέρεις!

- Το αισθάνεσαι!

- Καθόλου δεν το αισθάνεσαι, το θεωρείς φυσικό! Δεν θεωρώ ιδανική τη ζωή του χωριού, ουτοπία γράφω στο βιβλίο. Απλώς θεωρώ ότι έξω από το συλλογικό σχήμα, δεν υπάρχει ευτυχία κατά μόνας, δεν υπάρχει νησίδα ευτυχίας για ένα άτομο. Όσο πιο μακριά είναι από την επιδίωξη, τόσο πιο κοντά είναι στην ευτυχία. Μια μορφή ζωώδους υπάρξεως, χωρίς να είναι το μυαλό σε εντατική λειτουργία.

- Αφού τη νοσταλγείς τόσο εκείνη τη ζωή, γιατί τελικά έφυγες;

- Είμαστε αθύρματα, παιγνιδάκια στους μηχανισμούς. Οι δικοί μου έφυγαν απ’ το χωριό μετά το ‘50 γιατί υποτίθεται ήταν ο τόπος φτωχός! Μύθος! Παραμύθια! Ήθελαν να φύγουν! Τους γυάλισαν τα παιχνίδια της τεχνολογίας! Εγώ λοιπόν μπήκα σε σχολεία, μπήκα σε κατάσταση μόνιμης φιλοδοξίας των γονέων μου, να προχωρήσω να κάνω… Όλες οι ιδέες περί ατομικής ανόδου ήταν ετεροκαθορισμένες, δεν τις όρισα εγώ ο ίδιος… οι γονείς, το περιβάλλον, η γειτονιά, η τηλεόραση, οι εφημερίδες… και ήρθα στην Αθήνα ως μετανάστης εσωτερικός επειδή είχα την ατυχία να περάσω σε μια σχολή. Κάτι μου έφταιγε, ένοιωθα έξω από την κοιτίδα μου, έξω απ’ τα νερά μου, αλλά το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα, ότι κακώς έφυγα από τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής. Ότι κακώς έκαναν οι δικοί μου, κακώς αφήσαμε τις εστίες μας. Κάτι που γίνεται και σήμερα. Βλέπεις κατά εκατομμύρια τους ανθρώπους να επιδιώκουν καλύτερες συνθήκες ζωής, αυτές οι καλύτερες συνθήκες ζωής είναι τελικά μεγάλη φενάκη. Είμαι σίγουρος ότι ο τόπος που γεννιούνται οι άνθρωποι… ας πούμε οι Αλβανοί, ήρθαν όλοι εδώ λιγνά παιδιά και χαρούμενοι, τραγουδούσαν τότε, γέλαγαν και τους βλέπεις τώρα πιο σκυθρωποί απ’ τους Έλληνες. Έκαναν περιουσίες αλλά χωρίς ούτε μια στιγμή αναπαύσεως.

- Κι ως «πεταλούδα» επιστρέφεις. Ολοκληρώνοντας και μια άτυπη τριλογία («Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου», «Τους τα λέει ο Θεός»). Είναι, τελικά, και μια επιστροφή το κάθε μας βιβλίο; Στα πιο δικά μας, τα πιο βαθιά, πιο μέσα;

- Με κάθε βιβλίο επιχειρούμε να πάμε ένα σκαλί πιο μέσα. Και χίλια χρόνια να είναι η ζωή και χίλια βιβλία να γράφαμε, το βάθος που πηγαίνουμε είναι χιλιοστό- χιλιοστό, στην επιφάνεια μένουμε ουσιαστικά εσαεί. Είναι η φύση της ζωής. Όσο μένουν αναπάντητα τα μεγάλα ερωτήματα της υπάρξεως, θα παραμείνουν και τα μικρά. Απλώς παρηγοριόμαστε οι συγγραφείς, όταν μορφοποιούμε το χάος. Μας ανακουφίζει αυτό. Δηλαδή, ψευδαίσθηση ανακουφίσεως. Αυτή η ερώτηση με πηγαίνει στο υπέροχο του Μπόρχες ότι κάθε βιβλίο πρέπει να είναι η περίληψη του προηγούμενου. Μεγάλη αλήθεια. Το μισό, το μισό, το μισό, να καταλήξεις όταν πεθάνεις σε μια σελίδα. Να πεις «αυτό είναι»! Με το κάθε βιβλίο προσπαθούμε πιο πολύ, πιο πολύ, πιο πολύ… προς το άρρητο, το αληθές! Ματαιοπονία!

- Και στο καινούργιο βιβλίο σου «Σαν το λίγο το νερό» όπως και στα «Οπωροφόρα των βιβλίων» τολμάς να είσαι ο αφηγητής και ο ήρωας, το υποκείμενο και το αντικείμενο. Αλλά εδώ ως… ψυχή να κάνεις πολύ σκληρή αυτοκριτική, γιατί θέλησες αυτό να το κάνεις;

- Γιατί έχω λίγο ψιλοβαρεθεί τα ψέματα που λένε οι άνθρωποι. Τι φοβούνται, αφού υπάρχει θάνατος. Τον φόβο έχω βαρεθεί, επίσης. Να εκτεθείς. Και ο πιο μεγάλος αμαρτωλός, σιγά τα αμαρτήματα! Φοβόμαστε ο ένας τον άλλον. Αυτό το έχω βαρεθεί. Πριν από πέντε χρόνια θα μου ήταν αδιανόητο να γράψω πολλά απ’ αυτά που γράφω. Φαίνεται, τελικά, έρχεται η στιγμή που λύνεσαι, που ξεφοβάσαι. Κι είναι κι ένα μάθημα παρηγοριάς, «τι φοβάστε, αφού η ζωή είναι δεδομένη, σύντομη»! Θα φοβηθείς 60,70 χρόνια; Λοιπόν; Ξαμολήσου! Τι θα σου κάνουνε! Και ήθελα και να ανακουφίσω και λίγο τους αναγνώστες, εκείνους που μ’ αγαπούν, να τους πω ότι αυτός που αγαπάτε είναι ενδεχομένως χειρότερος από σας! Κι από την άλλη μεριά είναι και ένα ξεκαθάρισμα του χωραφιού του προσωπικού μου και του συγγραφικού μου. Ήθελα να μπω πιο καθαρός στη λογοτεχνία. Αγαθόν το εξομολογείσθαι, λέει το ευαγγέλιο. Ήθελα να ξέρει με ποιον έχει να κάνει ο αναγνώστης. Βέβαια, μετά από αυτή την εξομολόγηση την πικρή, μου δίνεται η ευκαιρία και λέω εναντίον των ανθρώπων τα μύρια όσα! Ελεύθερα, όμως, γιατί πριν έχω φροντίσει να κατηγορήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορεί κανείς να μου πει «ρε φίλε γιατί μας βρίζεις;» Έχω κατηγορήσει τον εαυτό μου χειρότερα!

- Σκέφτηκες καθόλου ότι εκτίθεσαι; Και ότι μπορεί αυτή η προσωπική περίπτωση να μην αφορά τον άλλον;

- Όχι, αυτό δεν το σκέφτηκα! Γιατί έχω μια ιδεοληψία, μια εμμονή όσον αφορά την ομοιότητα των ανθρώπων. Από μικρό παιδί νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουν εννιά ομοιότητες και μια διαφορά και η διαφορά είναι επουσιώδης. Όλοι θέλουν ωραίες μέρες και ίσιες νύχτες, όλοι θέλουν γαλήνη, να μην πεινάνε, να μην κρυώνουν, να μη διψάνε, άντε κι αν είναι τυχεροί κι ένα χεράκι να τους συντροφεύει. Αλλ’ αυτό είναι δώρο της τύχης, δεν το ‘χουν οι άνθρωποι. Κι όσοι το ‘χουν, δεν το εκτιμάνε!

- Γιατί επέλεξες την απλή καθαρεύουσα και την χωριανική ντοπιολαλιά, αυτό που μιλάμε είναι δήθεν, μέτριο, απαξία;

- Εκεί πήγε μόνο του το χέρι, για να απαλύνω την κακή εντύπωση το έντυσα μ’ ένα ρούχο καλό, γλωσσικά. Ένα ρούχο, δηλαδή, επίσημο. Αυτή η εκφορά η επίσημη λίγο στα μάτια μου, στην ψυχή μου, ελάφρυνε την εξομολόγησή μου. Και την γενίκευσε ίσως, την έκανε από περίπτωση προσωπική, γενική παθολογία. Δεν ξέρω πως, οδηγήθηκα… Δεν θα μπορούσα να κάνω την εξομολόγηση ούτε στην καθημερινή γλώσσα, θα ήταν ευτελές μια ευτέλειά μου να την παρουσιάσω με ευτελή τρόπο. Και η δημώδης γλώσσα είναι η γλώσσα την οποία εκτιμώ και αγαπώ γιατί δεν προέκυψε μέσα από σχολεία κι από νόμους γραμματικούς, συντακτικούς, αλλά προέκυψε όπως προκύπτει το ρυάκι, απροόπτως. Χωρίς φόβο, χωρίς πάθος, μόνο με αγάπη. Στην ουσία δηλαδή είναι ένας αποχαιρετισμός γι’ αυτό είναι υβριδιακά δίπολο γλωσσικό και η μη σχολική γλώσσα και η βαθιά σχολική, όπως είναι το πρώτο μέρος.

- Τόλμησες κι άλλο, να αντιμετωπίσεις τους αριστερούς ως κοινούς εγκληματίες. Εντάξει, ειδικά στα χωριά ενδεχομένως έγιναν πολλά, αλλά υπάρχει και «η αλήθεια των άλλων», έτσι δεν είναι;

- Σύμφωνοι αλλά στα χωριά της Μουργκάνας που είχαν την εξουσία, αυτοί έκαναν το καλό και το κακό. Σε άλλο μέρος που είχαν την εξουσία οι δεξιοί, έκαναν αυτοί τέρατα. Εδώ μιλάω τώρα για τα χωριά της Μουργκάνας. Και κατά κάποιον τρόπο αποσιωπήθηκαν τα εγκλήματά τους. Διότι με ένα παράξενο τρόπο οι ηττημένοι νίκησαν στον πνευματικό χώρο. Και πάρα πολλές κρύπτες της ιστορίας είναι κρύπτες. Δεν το έκανα επειδή είμαι δεξιός, ο συγγραφέας δεν είναι ούτε αριστερός, ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος, είναι πάνω απ’ αυτά. Ο συγγραφέας παρατηρεί. Ας μη βιαστούν, λοιπόν, να μου βάλουν ταμπέλα.

- Και γενικά σ’ αυτό το βιβλίο είναι πολύ η δική σου αλήθεια, όσον αφορά τη γλώσσα, την ιστορία, την πόλη και το χωριό… εδώ στην Αθήνα όλα είναι λήθη, είναι ψέμα;

- Δεν είναι αυτή ζωή για να μη γελιόμαστε, εδώ ζουν κατά μόνας. Όσο πιο πολλοί οι άνθρωποι, τόσο πιο μεγάλη μοναξιά. Το μόνο καλό στη μεγαλούπολη είναι αυτό το σιγοντάρισμα του ατομισμού, ότι δεν σε ελέγχει κανείς, δεν σε… αλλά αυτό μακροπρόθεσμα δεν είναι καλό. Διότι σου λείπει και η καλημέρα, δεν αποφορτίζεσαι. Άμα δεν μιλάς, δεν αποφορτίζεσαι. Μόνο οι συγγραφείς αποφορτίζονται. Αυτό που κάνουμε τώρα εμείς υπερβαίνει την αξία, εμπορικά. Συναντηθήκαμε, ομιλούμε, ανταλλάσσουμε, βγαίνει το φορτίο, δια της ομιλίας βγαίνει! Δεν μιλάνε εδώ οι άνθρωποι! Πόσοι μιλάνε μόνοι τους! Είναι φοβερό! Ή τα τηλέφωνα, έχουν πάρει φωτιά τα τηλέφωνα… Δεν είμαι εναντίον της Αθήνας…

- Και δεν θα μπορούσες, γιατί ειδικά σε σένα η Αθήνα έχει φερθεί τόσο καλά.

- Βέβαια!

- Εκτός κι αν έχεις ενοχές που έφυγες και τα εξιδανικεύεις όλα! Ή αν υπήρξες πολύ τυχερός και το χωριό σου ήταν Εδέμ!

- Όχι, δεν υπάρχει σ’ αυτή τη ζωή Εδέμ! Υπερβάλω! Κάνω ουτοπία, συμφωνώ! Έχω μια πρόταση, έναν τρόπο ζωής, στηριγμένο σε κάτι που άκουσα για το χωριό και σε κάτι που ζω. Ρώτα έναν φαρμακοποιό, όμως, εδώ παίρνουν τα φάρμακα με τις χούφτες! Εκεί τουλάχιστον οι άνθρωποι κοιμόντουσαν!

- Στο βιβλίο σου, τρόπον, τινά καταλύεται ο χρόνος και ο χώρος; Ζώντες και τεθνεώτες ζουν και κινούνται μαζί, τα ουράνια και τα γήινα συνυπάρχουν…

- Ναι, μια ολότητα, όντως! Εάν από κάτι πάσχει ο άνθρωπος στις μεγαλουπόλεις, επίσης, είναι η έλλειψη της έντονης ταυτότητος- έχει ταυτότητα αλλά είναι εγωιστική- και της ολότητος, δεν νοιώθει ολόκληρος. Ίσως αυτή η ενότητα ουρανού – γης – τώρα το σκέφτομαι που το λες- είναι η λογοτεχνική επίταση μιας χαμένης ολότητος.

- Έχει τη δυνατότητα η γλώσσα να συνομιλήσει με το επέκεινα; Να νικήσει την λήθη, τον θάνατο, τον χρόνο;

- Έχει βεληνεκές που υπερβαίνει τη ζωή. Αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι νικάει στο τέλος τον χρόνο. Μάλλον στο τέλος νικητής είναι ο χρόνος. Γιατί ο άνθρωπος είναι φοβερά πεπερασμένο όν, ακόμα και σε διαστήματα χιλιετηρίδων. Θα υπάρχουμε ως είδος, δεν θα υπάρχουμε… Είμαστε πολύ νωποί στη γη. Εδώ κάθε μέρα εξαφανίζονται είδη, γιατί όχι κι εμείς; Ένα είδος είμαστε! Γιατί έχουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν είμαστε σαν τα άλλα είδη; Τι είμαστε δηλαδή; Επειδή λίγο σκεφτόμαστε; Δυστυχία είναι αυτή!

- «Τα πιο πολλά πράγματα- με δυσκολία βέβαια- τα έφτιαχναν μόνοι τους. Αλλά αυτή η δυσκολία τους έμαθε να ξεχωρίζουν το σημαντικό και το απαραίτητο και ενστάλαζε στα αντικείμενα αφοσιωμένον χρόνο». Σωτήρη, η… «βραδυπορία του καλού»;

- Βεβαίως! Είναι φοβερό αυτό που μας συμβαίνει, αγοράζουμε ένα πράγμα, μετά από λίγο βγαίνει η καλύτερη εκδοχή του και τα μισούμε όλα! Απλώς το αγοράζουμε! Δεν το πονέσαμε, δεν το κάναμε μόνοι μας, δεν το ποτίσαμε, δεν το χτενίσαμε… Τώρα δεν είναι δικά μας! Ξένα αντικείμενα έχουμε, ξένα ρούχα φορούμε, ξένη γλώσσα μιλούμε, ξένη ζωή ζούμε… Διαμεσολαβημένοι άνθρωποι είμαστε! Στα χωριά δεν ήταν διαμεσολαβημένοι, ούτε από σχολεία, ούτε από… ζούσαν τη δική τους ζωή! Είχαν φοβερή αυτοπεποίθηση! Με τα χεράκια τους τη ζούσαν τη ζωή! Με τα πόδια τους την όργωναν! Μια μέρα στο αμπέλι και είχαν αφηγηθεί φοβερά πράγματα. Τώρα 15 μέρες στην Αμερική, γυρίζουνε, μούγκα! Μούγκα- στρούγκα! Αφού δεν κάνουνε κάτι διαφορετικό από δω! «Τι είδες;» «Α κάτι δρόμους, κάτι κτήρια…»

- «Ήταν ευρύχωρη και αστόμωτη ακόμα η μνήμη τους και είχε καλόν χώρο για τα ουσιώδη της ζωής». Η γλώσσα είναι μνήμη;

- Βεβαίως είναι μνήμη! Σκυτάλη είναι, παραδομένη από στόμα σε στόμα! Κάθε λέξη έχει περάσει από χίλιες ζωές. Μνήμη πολλών ανθρώπων!

- «Ήταν εποχές που ο ξάδελφος ήταν κι αδελφός, η αδελφή και μάνα, ο αδελφός και πατέρας. Οι φίλοι σταυραδέλφια με αίμα απ’ την παλάμη, ευλογημένα από τον παπά σε τελετή. Σταυρομανάδες, μότραιμες, ζόνιες, σταυροθυγατέρες, αδελφοξάδελφα, μαλέκες, μπαρμπάδες, όλο το χωριό, όλα τα κοντοχώρια, ένα σφιχτοδεμένο, ανθηρό σώμα». Ο ξένος;

- Δεν υπήρχε ξένος. Αλλά οσάκις πήγαινε στο χωριό ξένος, ήταν ο βασιλεύς! Είχε τον σεβασμό των πάντων!

- Ο διαφορετικός;

- Ο διαφορετικός όχι! Με παγίδεψες τώρα.

- Είμαι από χωριό και μένω σε χωριό!

- Πλην, όμως, και ο διαφορετικός, απολάμβανε μεγαλύτερου σεβασμού απ’ ότι ο ισότιμος. Η συμπεριφορά του άλλου εμπεριείχε και τρυφερότητα και έναν αλλόκοτο σεβασμό για την μοίρα, για την τύχη, γιατί πίστευαν στη μοίρα. Κι εγώ όσο μεγαλώνω. Η μοίρα και η τύχη τα ξέρει! Είμαστε μαριονέτες, αθύρματα στη μοίρα! Φέρνω στο μυαλό μου τους διαφορετικούς στο χωριό και μάλλον με σεβασμό αντιμετώπιζαν τη διαφορετικότητα. Δεν τους έκρυβαν τους αρρώστους στο χωριό! Ιδίως τους σαλούς! Στις πόλεις τους κρύβουν! Τους εξαφανίζουν!

- «Η πρώτη κουβέντα γνωριμίας ήταν για την καταγωγή. Πούθ’ είσαι, ποιόνου είσαι και τι φαμίλια έχεις». Αυτό δεν είναι λιγάκι… ταξικό; Να είναι δέσμιος δηλαδή κάποιος της καταγωγής του; Και στην περίπτωση που «δεν έχει φαμίλια»; Εγώ, ας πούμε, δεν έχω φαμίλια, ποια θα ήταν η μοίρα μου σε ένα τέτοιο χωριό;

- Ναι, δεν θα ‘ταν καλή! Αλλά, όμως, πάλι υπερίσχυε στις συνειδήσεις, στις ψυχές, στις καρδιές, ο σεβασμός για τον άνθρωπο ο οποίος δεν ήταν στον κοινό παρανομαστή του χωριού. Πάλι θα έλεγαν «ήταν τυχερό»! «Έτσι τα έφερε η μοίρα!»

- «Κατ’ αρχάς με την εθνική εκπαίδευση η οποία περιφρόνησε βαθύτατα την μητρική γλώσσα και τους γλωσσικούς τρόπους των χωρικών. Δεν φυτεύει η εκπαίδευση λέξεις’ μάλλον ξεριζώνει αυτές που φυτεύει η ζωή». Η εκπαίδευση συσκοτίζει αντί να φωτίζει;

- Συσκοτίζει! Οι δυστυχίες της ζωής μου είναι όλες από τη θεσμική εκπαίδευση! Εγώ έχασα τα νιάτα μου επειδή δεν πήρα ένα κωλοπτυχείο! Δηλαδή, τόσο πολύ η κοινωνία έδωσε δύναμη σε θεσμούς ηλίθιους! Γιατί να μη ζήσω εγώ χαλαρός κι ευτυχισμένος… Θα μου πεις, μου βγήκε σε καλό λογοτεχνικά! Να το βράσω! Μ’ είχε σκοτώσει ένας στο ξύλο γιατί δεν έμαθα ένα ποίημα να το πω στην 25η Μαρτίου! Γιατί εγώ να το θυμάμαι τώρα; Μόνο μίσος έχω για την εκπαίδευση!

- «Το πατρικό μου άφαντο. Πού να είναι ‘τες οι λεμονιές της μάνας μου; Πού να ‘ναι το δασάκι με τα πεύκα; Όλα εκείνα τα λογάκια που λέγαμε και ακούγαμε παιδιά, σε ποια ουράνια αντηχεία να αντανακλώνται;» Σωτήρη, τι είναι αυτό το βιβλίο για σένα;

- Είναι σίγουρα ένα σημείο κομβικό για μένα. Και ζωής και… Είναι και ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά όχι ένα ξεκαθάρισμα μίζερο, ουσιαστικών λογαριασμών. Και μια συνομιλία με τους αναγνώστες ουσιαστική, αυτό που είπα και προηγουμένως, «μη ντρέπεστε γι’ αυτό που είστε, δεχθείτε το, δεν φταίνε οι άνθρωποι, είμαστε εδώ σπαρμένοι χωρίς τη θέλησή μας. Ας μη περάσουμε ολόκληρη τη ζωή μέσα στην ενοχή και στην ντροπή». Νοιώθω ότι κάτι κλείνω μ’ αυτό το βιβλίο. Δεν ξέρω. Ας το βρει ο αναγνώστης.

ΥΓ: Δημοσιεύεται στο Index που κυκλοφορεί.




Moha

23/3/09

Αιωνία Επιστροφή...


«ΣΤΟ CAFΕ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ» του Πατρίκ Μοντιανό, Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης, Εκδ. «Πόλις», σελ. 151, τιμή: 16 ευρώ.

«Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς… καταλαβαίνετε…»
«Ασφαλώς και καταλάβαινα. Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην αρμενίζουμε ακυβέρνητοι»…
Ενδεχομένως «για να μην αρμενίζει ακυβέρνητη» η Ζακλίν Ντελάνκ ή Λουκί, η Ζακλίν του Κενού, έγινε ένα φεγγάρι η Ζακλίν σύζυγος του Ζαν- Πιέρ Σουρό, η Λουκί του cafe Conde, του cafι της χαμένης τους νιότης. Στο ατμοσφαιρικό και κομψό αριστούργημα του Πατρίκ Μοντανό, που διαδραματίζεται στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’60.
Μια γοητευτική, αινιγματική, νεαρή -διαρκώς -«φεύγουσα»- γυναίκα, εξαφανίζεται. Στο cafe που συχνάζει σαν πολυφορεμένο ρούχο έχει ξεχάσει μόνο το ψευδώνυμο, ουδείς γνωρίζει. Μονάχα εκείνος ο ιδιωτικός ντετέκτιβ ο οποίος γι’ αψυχολόγητους λόγους, παραβαίνει τις συζυγικές εντολές, και την προστατεύει. Αλλά και ο σύζυγος, αυτός κι αν φαίνεται, παρά το πάθος που της έχει, να την αγνοεί. Οι οικείοι μας ξένοι.
Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το σαγηνευτικό, κατακερματισμένο πορτραίτο της ηρωίδας βασιζόμενος στις αφηγήσεις αυτών «των οικείων ξένων», δηλαδή, μιλούν αντ’ αυτής, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο σύζυγος, ένας φοιτητής και ένας εκκολαπτόμενος μυθιστοριογράφος. Ενώ σε μερικά ασπρόμαυρα πλάνα, μας χαρίζεται κάπως κι αυτή.
Ο αναγνώστης θα την παρακολουθήσει να στέκει μόνη της στο cafe εν μέσω των άλλων, να περπατά στους δρόμους του Παρισιού, ανήλικη να αλητεύει, ενήλικη να παντρεύεται σχεδόν εν μία νυχτί και να παρακολουθεί συνεδρίες για την «Αιωνία Επιστροφή». Θα την ακολουθήσει να χάνεται ή έστω να κινδυνεύει να χαθεί, θα ελπίσει ότι ίσως να βρήκε ένα χέρι ή έστω μια άκρη, στο πρόσωπο του Ρολάν:
«Φτάσαμε στην Πλατεία Εγκλίζ, μπροστά από το σταθμό του μετρό. Κι εκεί, τώρα που δεν έχω να χάσω τίποτα, μπορώ να το πω: ένιωσα, για μοναδική φορά στη ζωή μου, τι είναι η Αιωνία Επιστροφή. Μέχρι τότε, προσπαθούσα να διαβάσω κείμενα σχετικά με το θέμα. Ήμουν λίγο πριν κατέβουμε τη σκάλα του σταθμού του μετρό Εγκλίζ- Οτέιγ. Γιατί σ’ αυτό το μέρος; Δεν έχω ιδέα, ούτε έχει σημασία. Έμεινα ακίνητος για μια στιγμή και της έσφιξα το μπράτσο. Ήμαστε εκεί, μαζί, στην ίδια θέση, προ αμνημονεύτων χρόνων, και τη βόλτα μας στο Οτέιγ την είχαμε ήδη κάνει σε χιλιάδες προηγούμενες ζωές μας. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω το ρολόι μου. Ήξερα ότι ήταν μεσημέρι».
Αλλά αυτή η συνάντηση δεν της αρκεί γι’ αυτήν εδώ τη ζωή.
Και ο Ρολάν, χαρτογραφώντας τις «ουδέτερες ζώνες» όπου επιζούσαν τρόπον τινά στο κενό, κυριολεκτικά έξω από τη ζωή (ή και μπορεί εκτός πραγματικότητας), σχεδιάζοντας πώς θα έφευγαν, Μαγιόρκα ίσως ή Μεξικό «στην ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, εκεί όπου ο χρόνος σταματά, και τα ρολόγια δείχνουν πάντα την ίδια ώρα: μεσημέρι», δεν θα προλάβει τελικά.
Θα παραμείνει στις «ουδέτερες ζώνες» να τις περνοδιαβαίνει πάλι και πάλι μέχρι να συναντήσει ξανά τον Γκι ντε Βερ ο οποίος με τον τρόπο του, της είχε κι εκείνος υποταχθεί: «Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του… Γι’ αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε… Ε, Ρολάν;»
Γι’ αυτό και οι πάντες ωθούν προς τα ‘κεί: Ξεδιαλύοντας το μυστήριο της Λουκί, να το περιπλέκουν.
Το βοηθούσε και η Ζακλίν Ντελάνκ ή Λουκί που, από έφηβη είχε μάθει τόσο αριστοτεχνικά να χάνεται στους δρόμους και να δραπετεύει, μέχρι που το κατόρθωσε τελικά, να γίνει η Ζακλίν του Κενού.
Κι όσοι έμειναν πίσω, θα πρέπει πια να μάθουν να ζουν με εκείνο που άφησε, ένα εκτυφλωτικό λευκό κενό που άλλοτε τυφλώνει κι άλλοτε παρηγορεί, όπως συμβαίνει σ’ εκείνους απ’ τη ζωή των οποίων πέρασε ένα τέτοιο εκτυφλωτικό λευκό φως.
Το πορτρέτο μιας γυναίκας που είναι και η αφαιρετική, αλληγορική, τοιχογραφίας μιας εποχής. Μια ιστορία έρωτα και μοναξιάς που είναι στη βάση της, υπαρξιακή. Και οι χαρακτήρες, με αδρές πινελιές, σχεδόν τοξικοί. Η αφήγηση, γεμάτη αμφισημίες, επιστρέφοντας αντικρίζεις το παλίμψιστο μιας αινιγματικής, μοναχικής, σαγηνευτικής ζωής. Στις φωτοσκιάζεις του συγγραφέα κρίνεται (και κρύβεται) το όλον. Η ζωή μιας γυναίκας αλλά και η- χαμένη- μας- νιότη- ζωή.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne- Billancourt.
Από το 1967 ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς.
Έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο Goncourt το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος Pierre de Monaco το 1984 και με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Η μικρή Μπιζού» (Πόλις), «Ηταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά» (Πόλις),
«Νυχτερινό ατύχημα» (Πόλις), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος),
«Κυριακές του Αυγούστου» (Καστανιώτης),
«Ντόρα Μπρούκνερ» (Πατάκης), «Η χαμένη γειτονιά» (Χατζηνικολή),
«Άνθη ερειπίων» (Οδυσσέας) και «Το άρωμα της Υβόννης» (Λιβάνης).
Έχει γράψει τα σενάρια για τις ταινίες του Λουί Μαλ «Lacombe Lucien» και του Ζ.Π. Ραπενώ «Γοητευτικοί ταξιδιώτες».
Άλλα έργα του: «La Place de l’ etoile», «Vestiaire de l’ enfance», «Voyage de noces», «Un inconnues», «Paris tendresse» (με φωτογραφίες του Brassai), «Un pedigree».





Moha

Υ.Γ. Αγώνας δρόμου. 5' λεπτά πριν κλείσω τον υπολογιστή η αγαπημένη μου Alef, ανεβάζει post... Μετά θα λέει ότι δεν την αγαπάω...!!

19/3/09

Η απουσία του εγώ είναι το σπαθί μου


«Με ήθελες κάτι;»
«Όχι, έτσι πήρα! Να σ’ ακούσω. Γιατί;»
Έπλενα τα δόντια μου όταν κτύπησε το κινητό. Με τις οδοντόκρεμες, μίλησα. «Μάκης», είδα.
Δεν του είπα ούτε καλημέρα.
Με έχουν συνηθίσει όταν μου τηλεφωνούν, «να συντρέχει λόγος». Συνήθως κάτι να μου αναθέτουν, υπενθυμίζουν, ζητούν. Κάτι να έχω παραλείψει, να πρέπει να προλάβω, να θυμηθώ να…
Το «γιατί έτσι» - την ώρα που τρέχεις σαν και την παλαβή για να προλάβεις τις «αιτήσεις» μπορεί μέχρι και να το παρεξηγήσεις.
«Γιατί μιλάς έτσι, ακόμα κρυωμένη;»
Το θυμόταν. Τα έχασα. Και το πρόσεξε.
Τον ξέρω τόσα χρόνια, ασυνείδητα ήθελα δεν ήθελα, μου βγήκε ανελέητη ειλικρίνεια: «Τίποτα, έπλενα τα δόντια μου, ξαφνιάστηκα κιόλας που απλώς με πήρες έτσι».
«Θέλεις να τα ξεπλύνεις;»
«Όχι, την κατάπια την οδοντόκρεμα».
Αμηχανία μπροστά στο αυτονόητο. Είναι μεσημεριάτικο… πρωινό, έχει ήλιο, και ένας φίλος που με ξέρει εδώ και… ε θα τα μετρήσω, τριάντα χρόνια, με θυμήθηκε.
Ένας φίλος που γνωρίζει τα δεκαοχτώ μου και τα είκοσι, δεν με βαρέθηκε ακόμα, δεν θέλει κάτι από μένα, έτσι απλώς ήταν πρωί, είχε ήλιο, ήταν καλά, και με θυμήθηκε.
Θυμήθηκα ότι έχουμε αγαπηθεί, συμφωνήσει, διαφωνήσει, σκοτωθεί, χίλιες φορές χωρίσει, ανοίξει, κλείσει εφημερίδες, και ότι αντέχουμε ακόμη.
Εχθές που συζητούσαμε με την Ιουστίνη και τον Αλέξανδρο για τα Ιόνια Νησιά και για τον Νάνο, θυμάμαι ότι τον σκέφτηκα. Θυμήθηκα ότι τον κύριο Νάνο Βαλαωρίτη τον γνώρισα στην Κέρκυρα ένα καλοκαίρι με καύσωνα, σε ημερίδα που το είχε κάνει ο «Πόρφυρας» κι εγώ παρίστανα στης φίλης μου της Ρένας την «Κυρία με το σκυλάκι». Θυμήθηκα ότι το βιβλίο αυτό του Τσέχωφ ο Μάκης μου το χάρισε, το καλοκαίρι που έφευγε για το νησί του. Σκέφτηκα ότι πάει, πέρασαν τα χρόνια και εντάξει, στο δίπλα τραπέζι η Μπέτυ Αρβανίτη η πρώτη μου θεατρική συνέντευξη στην πρώτη της παράσταση στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας. ε τι έγινε που τα θυμήθηκα. Όμως, την είδα ότι όταν χαιρετηθήκαμε και αναγνωριστήκαμε σα να μην πέρασε ούτε μέρα... Και πριν καλοξυπνήσω, την ώρα που έπλενα τα δόντια μου, ντριιιν! να ‘σου και ο άλλος! «Γιατί έτσι», «χωρίς τίποτα», «έτσι επειδή σήμερα που είχε ήλιο, ξύπνησα κι εγώ και σε θυμήθηκα!»
Θυμήθηκα, λοιπόν, κι εγώ ετούτη τη συνέντευξη με τον κύριο Νάνο, και του την αφιερώνω, σας την αφιερώνω.
Του Μάκη, ναι;
Για την ασφάλεια των χρόνων, έτσι σκέφτηκα.
Και, επειδή, για να επανέρχονται οι φίλοι οι παλιοί, μάλλον τίποτα δεν πάει χαμένο.

ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ: O διαμαντένιος γαληνευτής

«Πήρε το έργο του, αλλά όχι τον εαυτό του στα σοβαρά», «Με την ποιητική του γραφή μετατρέπει την πραγματικότητα σε ένα τεράστιο εργοστάσιο της στοιχειώδους ζωής», «ο ποιητής χειρίζεται το λόγο σαν ένας μικρός θεός’ λέει κι ο κόσμος γίνεται»… Είναι ελάχιστα απ’ όσα έχουν γραφτεί για τον έλληνα ποιητή που γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921, κουβαλά στο οικογενειακό του φορτίο τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, υπήρξε φίλος του Σεφέρη, του Ελύτη, του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, σχετίστηκε στενά με τον Μπρετόν, παντρεύτηκε την ζωγράφο Marie Wilson, έζησε στην Αγγλία, στην Γαλλία και στην Αμερική, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, πήρε τρία κρατικά βραβεία κι ένα βραβείο του Ν.P.A (Αμερικάνικη Εταιρία Ποίησης), δημιούργησε τα περιοδικά «Πάλι» και «Συντέλεια», οργάνωσε παρουσίαση των Ελλήνων υπερρεαλιστών στο Κέντρο Πομπιντού και έκανε γνωστούς τους Ελληνες ποιητές στο εξωτερικό.
«Ο διαμαντένιος γαληνευτής», όπως έχουν αποκαλέσει τον Νάνο Βαλαωρίτη και του οποίου κυκλοφορούν ήδη στην Ελλάδα οκτώ ποιητικές συλλογές, οκτώ πεζογραφήματα και τρία δοκιμιακά βιβλία, αυτή την εποχή κυκλοφόρησε ένα ακόμα ποιητικό του βιβλίο. «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ο τίτλος, εκδοτικός του οίκος η «Άγκυρα», και στα περιεχόμενά του ποίηση και εικόνα αυτή την φορά. Τα κολάζ του ποιητή τα οποία κατά την δεκαετία του 1970 είχαν εκτεθεί σε μια μικρή γκαλερί του Σαν Φρανσίσκο.
Από τους σημαντικότερους υπερρεαλιστές ποιητές του καιρού μας, αναγνωρίζει ότι η ποίησή του απαιτεί μυημένο αναγνωστικό κοινό. Η υψηλή λογοτεχνία, εξάλλου, απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό.
Συζητώντας μαζί του, συνειδητοποιήσαμε ότι η σπουδαία τέχνη εκτός από γνώση και ταλέντο, απαιτεί κόπο, πολλή δουλειά και ταπείνωση. Με αυτό το σκεπτικό ενδεχομένως ο Νάνος Βαλαωρίτης και να έγραψε κάποτε την «Μέθοδο Μπράιγ».

- Γιατί «Μια αλφάβητος των κωφαλάλων» τώρα, κύριε Βαλαωρίτη; Σήμερα;

- Ένα βιβλίο βγαίνει συνήθως με συγκυρίες πολλές. Δεν ήταν με ένα σχέδιο προετοιμασμένο εκ των προτέρων. Είχα αυτά τα κολάζ, τα έχω από την Αμερική όπου έγινε μια μικρή έκθεση στο Σαν Φραντσίσκο, και όταν η Αναστασία (των εκδόσεων Αγκυρα) μου ζήτησε να μου βγάλει κάτι, της λέω, κοίταξε, υπάρχουν αυτά τα κολάζ, μπορώ να σου κάνω ένα βιβλίο και να τα συνδέσω με ποιήματα.
Όσο για τη σχέση των ποιημάτων με τα κολάζ είναι ανταποκρίσεις σε λεπτομέρειες. Μέσα στο κείμενα βρίσκει κανείς αναφορές σε έναν κουφό, σε κούκλες, σε διάφορα τέτοια.

- Και σε έναν κόσμο όπου όλα έχουν ξαναειπωθεί, πόσο σημαντικός είναι ο τρόπος, κύριε Βαλαωρίτη;

- Τώρα τελευταία γίνονται πάρα πολλές συζητήσεις και με πολεμική διάθεση για το τέλος του μοντερνισμού. Πολλοί λένε ότι ο μοντερνισμός τελείωσε και όλα αυτά. Ναι, σύμφωνοι, λοιπόν, τελείωσε. Αλλά τι τελείωσε; Πρώτα- πρώτα ο μοντερνισμός δεν είναι ένα πράγμα, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο, αφ’ ενός. Αφ’ ετέρου, τίποτα ουσιαστικά δεν τελειώνει. Και οι διάφοροι μοντερνισμοί ουσιαστικά είναι ο τρόπος της μορφής του εικοστού αιώνα.
Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν πιστεύω να υπάρχει ουσιαστικά ένας μόνος τρόπος γραφής αφ’ ενός και αφ’ ετέρου δεν πιστεύω ότι όλοι οι συγγραφείς είναι το ίδιο. Δηλαδή, τελευταία ο Κουμανταρέας σε μια συνέντευξη λέει ότι τελείωσε ο μοντερνισμός, και γιατί μερικοί επιμένουν να γράφουν έτσι.
Εγώ δεν βλέπω τίποτα να τελειώνει, απλώς γίνεται μια μεταλλαγή στα ονόματα. Και αυτά τα ονόματα των ειδών, έχουνε συνήθως θεωρητική αξία, περισσότερο για τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι διδάσκουν στους φοιτητές και έχουν εφεύρει και το μεταμοντέρνο. Γιατί το μεταμοντέρνο είναι ουσιαστικά η συνέχεια του μοντέρνου με άλλον τρόπο.
Πολύ μικρή η διαφορά για να πούμε ότι υπάρχει κάτι το καινούργιο, το διαφορετικό.
Μέσα στον μοντερνισμό υπάρχουν πολλά είδη γραφής. Δεν είναι μόνο το ημερολογιακό, υπάρχει και το επιστολικό μυθιστόρημα, το φανταστικό σε σχέση με το ρεαλιστικό… Όλα αυτά, βέβαια, διασταυρώνονται. Δεν μπορείς να πεις ότι ένα πράγμα υπήρξε και τελείωσε έτσι μονοκόμματα. Εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε την τάση να κάνουμε δογματικές διατυπώσεις για τα θέματα αυτά.
Εδώ υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία και στην Αμερική και στη Γαλλία και στην Αγγλία τα οποία έχουν μεικτά είδη γραφής. Άλλωστε αυτό προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Ένα μεικτό δείγμα γραφής.

- Παίζετε, κιόλας, με τα είδη.

- Ναι, παίζω. Παίζω με τα είδη και με το ύφος και με το στυλ. Αυτό το κάνω συνέχεια. Νομίζω, ότι οι σημαντικοί συγγραφείς γράφουνε με οποιονδήποτε τρόπο. Είτε με τον ένα τρόπο, είτε με τον άλλο, θα ξεχωρίζουν. Δεν έχει σημασία πώς γράφεις, σημασία έχει το ταλέντο του συγγραφέα. Αν θα μπορέσει σε αυτό το είδος, με αυτή την τεχνική που διαλέγει, να κάνει κάτι το σημαντικό.
Υπάρχουν πολλά μέτρια μοντερνιστικά, όπως υπάρχουν και πολλά μέτρια ρεαλιστικά. Σωρός από τέτοια βγαίνουνε και τα βλέπουμε συχνά, αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

- Και εν τέλει, αυτός ο τρόπος, τι είναι κύριε Βαλαωρίτη; Εφεύρεση, επιδίωξη, χαρακτήρας… Τι εφεύρατε, δηλαδή, και τι ήδη κουβαλούσατε μέσα σας; Θέλω να πω, επιλέγουμε τον τρόπο που γράφουμε ή μας επιλέγει;

- Και τα δύο. Δηλαδή, όταν άρχισα να γράφω και έβγαλα «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», βγήκε μια δεύτερη έκδοση με έναν μικρό πρόλογο για τους αναγνώστες, για να καταλάβουν γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο έτσι. Εκεί είχα την εξής παρατήρηση που είχα κάνει. Πρώτα- πρώτα δεν έχουμε μεγάλη παράδοση μυθιστορήματος στην Ελλάδα, όπως έχουν οι Ρώσοι, οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι. Εμείς ξεκινάμε ουσιαστικά την δεκαετία του ‘30 που εγκαθιδρύεται το ελληνικό μυθιστόρημα. Και επειδή δεν έχομε αυτή την παράδοση, πρέπει να την δημιουργήσουμε. Γιατί πρέπει να ανατρέξομε κάπου, όπου μπορούμε, να συνδεθούμε με κάτι στο παρελθόν. Μιλάμε για την ελληνική γραμματεία μεσ’ στους αιώνες. Και η μόνη συνέχεια που μπορούμε να έχουμε είναι πριν από 2.000 χρόνια. Δηλαδή, είναι τα μυθιστορήματα του Λουκιανού, το ελληνορωμαικό μυθιστόρημα, το Σατυρικό του Πετρώνιου, είναι μυθιστορήματα ταξιδιωτικά.
Λοιπόν, στην Ελλάδα ουσιαστικά χωρίς παράδοση αφ’ ενός και χωρίς κοινωνική ενδοχώρα, εννοώ ότι είμαστε μικρό έθνος όπου όλοι γνωριζόμαστε με κάποιον τρόπο, το οικείο ξεπερνάει το ανοίκειο. Δηλαδή, είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσεις μιαν απόσταση για την γραφή από το οικείο. Και πολλές φορές σ’ αυτά που διαβάζουμε δεν καταφέρνουμε να διατηρήσουμε αυτή την απόσταση για να υπάρξει ένας κόσμος μυθοπλαστικός.
Ξέρετε, η μυθοπλασία δημιουργείται με την απόσταση. Δεν μπορεί να μιλάμε σα να βγαίνουμε απ’ την πόρτα μας και να συναντάμε την Βαγγελιώ, ξέρω ’γω, στην γειτονιά και να βγει μυθιστόρημα πειστικό. Είναι πολύ δύσκολο αυτό. Γι’ αυτό δεν πετυχαίνουν αυτά τα μυθιστορήματα τα σημερινά τα οποία προσπαθούν να κάνουν ηθογραφία των πόλεων. Επειδή όλοι αυτοί οι συγγραφείς βλέπει κανείς ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν από το υποκειμενικό. Χρειάζεται μια απόσταση περίεργη που να σου δημιουργήσει αυτή την αίσθηση. Και ουσιαστικά είναι μια τεχνική όλο αυτό. Αλλά αυτή την τεχνική δεν την γνωρίζουμε.

- Δεδομένου, όμως, του γεγονότος ότι ο άνθρωπος που γράφει, ο άνθρωπος που ζωγραφίζει, που κάνει μουσική, ο καλλιτέχνης γενικά, εκ των πραγμάτων, είναι σε σύγκρουση με τον κόσμο, γιατί ουσιαστικά ζει σ’ ένα ανοίκειο κόσμο, δηλαδή, κουβαλά από μόνος του έναν κόσμο…

- Ναι, σωστό είναι αυτό. Ο καλλιτέχνης μοιραία αν είναι πραγματικά καλλιτέχνης, βρίσκεται σε αντίθεση με το περιβάλλον του. Αυτό είναι το ψυχολογικό υλικό. Πως θα διοχετευτεί ως οργανωμένη γραφή, εκεί είναι που δημιουργείται το πρόβλημα. Γιατί το υλικό από μόνο του δεν αποτελεί στοιχείο το οποίο μπορεί να δώσει μια έτοιμη γραφή. Διότι ουσιαστικά δεν υπάρχει η απόσταση που να δημιουργεί έναν κόσμο αυθύπαρκτο.
Και εγώ βρέθηκα σ’ αυτό το δίλημμα ως εξής. Όταν ήθελα να γράψω κάτι από την πείρα την δικιά μου, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα ότι αυτά τα πράγματα που μου έχουν συμβεί στην ζωή, μου είναι οικεία. Δηλαδή, δεν με ενδιαφέρουν και πάρα πολύ. Αυτό ήταν για μένα το μεγάλο πρόβλημα. Οπότε η λύση σε αυτό το θέμα ήταν να δημιουργήσω έναν κόσμο ο οποίος δεν με αφορούσε άμεσα. Κι αυτό το έκανα και με το δεύτερο μυθιστόρημα, τον «Θησαυρό του Ξέρξη».
Στο «Θησαυρό του Ξέρξη» το περιβάλλον δεν δηλώνεται σαφώς, είναι ένα αφηρημένο περιβάλλον.

- Δεν θα μπορούσε, δηλαδή, ο ίδιος ο συγγραφέας να είναι μακριά από τον εαυτό του;

- Μα ακριβώς, είναι! Και αν δεν είναι, θα βαρεθεί ο ίδιος ο συγγραφέας να γράφει!

- Όμως, όλα αλλάζουν μαζί μας. Ακόμα και το παρελθόν μας δεν είναι χρόνος τετελεσμένος.

- Ακριβώς! Αλλάζουν οι παράμετροι. Όλα αυτά μπορούν να επισημοποιηθούν, αλλά είναι ο τρόπος που θα επισημοποιηθούν! Ο τρόπος!

- Εν τέλει ο τρόπος είναι τεχνική ή χαρακτήρας;

- Ο τρόπος είναι δύο πράγματα, αφ’ ενός η παράδοση γραφής και αφ’ ετέρου αυτά τα στοιχεία που βάζουμε εμείς μέσα. Και αυτό το κάνει με μοναδικό τρόπο ο Καβάφης. Ελληνολάτρης ο ποιητής αφ’ ενός, σκεπτικιστής απέναντι στην ιστορία, η οποία ιστορία είναι κοινή και αφ’ ετέρου εντελώς μέσα στα προσωπικά του. Είναι δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης αυτές. Οι οποίες δύο διαφορετικές όψεις της μνήμης στον Καβάφη συνδυάζονται και δημιουργούν αυτό που είναι.
Και απ’ αυτή την άποψη ο Κουμανταρέας έχει δίκιο ότι πρέπει να υπάρχει μια δυικότητα μέσα στον καλλιτέχνη, ότι πρέπει να ζει δύο διαφορετικές ζωές, όπως υποστηρίζει. Γιατί η δυικότητα γράφει το έργο του, του δίνει έναυσμα. Με κάποιον τρόπο είναι, θα έλεγα, το στοιχείο αυτό το οποίο κάνει και κινείται η γραφή.

- Σε σας αυτό το στοιχείο ποιο είναι;

- Εγώ αναφέρομαι πάντα πλάγια στη ζωή μου. Ποτέ απ’ ευθείας. Αλλά είναι φανερό ότι υπάρχουνε στοιχεία αυτοβιογραφικά. Τώρα το ποια είναι, αυτά πρέπει να τα βρούνε οι κριτικοί. Θέλω πάντα η ζωή μου να υπάρχει πλάγια στο έργο μου. Και το ίδιο ισχύει και για τα ποιήματα. Δεν θα βρεις ένα ποίημα που να είναι άμεσα βιογραφικά ερωτικό. Μερικά θα βρεις περιστασιακά, όπως εκείνα που αναφέρονται στον θάνατο του παιδιού μου. Αλλά και πάλι, δεν δίνω στοιχεία κυριολεκτικά, πάντοτε μεταφορικά. Και γι’ αυτό εκείνα που γράφω δεν νομίζω, ας πούμε, ότι υπάρχει ένας τρόπος που να μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν άμεσα. Ούτε από μένα. Και δεν είναι θέμα του να κρύβει κανείς. Το να κρύβεις είναι το να δείχνεις. Είναι κι αυτό το παιχνίδι που γίνεται. Όπως κάνουν τα παιδιά το κρυφτό.

- Ένα ποίημα τι είναι; Δημιούργημα; Κομμάτι μας; Μέσα μας, έξω από μας και μας φλερτάρει; Πώς έρχεται ένα ποίημα;

- Έχουν ειπωθεί πολύ διαφορετικές απόψεις γι’ αυτό. Στον 20ο αιώνα θεωρήθηκε ότι το ποίημα εμφανίζεται μέσα από το υποσυνείδητο. Όπως έχει πει ο Μπρετόν ότι μια φράση χτυπάει το παράθυρο και θέλει να μπει. Κι αρχίζει κάτι από κει.
Τώρα, αυτό είναι μια άποψη. Κι ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικά στοιχεία. Π.χ. Πολλά ποιήματά μου ξεκινάνε από την πρώτη φράση. Μια φράση η οποία δημιουργεί την επόμενη, δημιουργεί την επόμενη κτλπ. Δηλαδή, δεν είναι υπάρχει προκαθορισμένο στοιχείο. Σε άλλα ποιήματα όπου υπάρχουν προκαθορισμένα στοιχεία είναι μια συνεχή επιλογή η οποία, βέβαια, δεν είναι καθαρά, ας πούμε, κλασικού τύπου.
Ο κάθε ποιητής, όμως, ενεργεί διαφορετικά. Ο Ελύτης είχε πει ότι για να γράψει, πρέπει να διαβάσει. Να μπει μέσα στην ατμόσφαιρα. Εμένα δεν μου έρχεται από την ανάγνωση, αλλά με έναν περίεργο τρόπο, για παράδειγμα, περπατώντας στο δρόμο. Σκέφτομαι κάτι, μια φράση, μια ιδέα. Και αυτό μπορεί να συμβεί οπουδήποτε. Ξαφνικά, δηλαδή, έτσι όπως το λέει ο Μπρετόν, κάτι χτυπάει την πόρτα μου. Και θα δούμε αν ανοίξει η πόρτα για να μπει ένα ποίημα. Γιατί καμία φορά δεν ανοίγει η πόρτα.

- «Αλίμονο σε μένα, με τι αδέξια υπεροψία/ έφτιαξα ρίμες εύκολες από μια σκέτη παρρησία». Γιατί γράφουμε και ξαναγράφουμε, κύριε Βαλαωρίτη;

- Αυτή είναι μια αυτοκριτική αφ’ ενός και αφ’ ετέρου μια σάτιρα γι’ αυτούς που θεωρούν ότι ο μόνος τρόπος να γράφει κανείς είναι με ρίμες. Γιατί υπάρχει αυτή η τάση σήμερα. Εγώ δεν είμαι εναντίον αυτού, αντιθέτως. Είναι και πάλι αναλόγως του πώς γράφει κανείς. Και, νομίζω, ότι οι περισσότεροι έχουνε κάνει και μια λάθος εκτίμηση του τι σημαίνει ουσιαστικά ελεύθερος στίχος. Αυτή η αίσθηση για τον ελεύθερο στίχο είναι πάρα πολύ απατηλή. Διότι δεν υπάρχουν ελεύθεροι στίχοι. Οι ποιητές που γράφουν τα καλύτερα ποιήματα σε άνισους στίχους είναι συνήθως ποιητές που γράφουν με μεγάλη συνείδηση του τι είναι ο στίχος. Και θα φέρω ένα παράδειγμα που είναι ο Εμπειρίκος. Οι στίχοι του είναι παρμένοι από κλασικά ελληνικά μέτρα. Οι περισσότεροι νέοι ποιητές – δεν λέω όλοι- γράφουνε με πεζολογικό τρόπο, νομίζοντας ότι ο Σεφέρης εγκαινίασε μια πεζολογία η οποία επιτρέπεται στον ποιητή. Ενώ δεν επιτρέπεται. Διότι και ο Σεφέρης έχει πάρει τους στίχους του από πάρα πολλά στοιχεία της κλασικής παράδοσης, από τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη… και συνδυάζει τους ρυθμούς αυτούς με μουσικότητα.
Εάν δεν έχεις μια πείρα αρκετά προχωρημένη δεν μπορείς να γράψεις ένα ποίημα με άνισο στίχο, είναι το πιο δύσκολο πράγμα.

- Κι εσείς που προσεγγίζετε ταυτόχρονα το ποιητικό σώμα αλλά γνωρίζετε και την ανατομία του, τι κερδίζετε και τι χάνετε από αυτή την ταυτόχρονη ικανότητα – γνώση;

- Εγώ είμαι υπέρ του να διδάσκεται η ποίηση. Βέβαια, στην Αμερική υπερβάλουν κάπως. Γιατί έχει δημιουργηθεί αυτό το σύστημα της δημιουργικής γραφής, όπου διδάσκονται οι φοιτητές να γράφουν σωστά τα μοντερνιστικά ποιήματα. Ποιήματα καλογραμμένα, αλλά άδεια. Δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο της προσωπικότητας που είπα. Αλλά είναι καλοφτιαγμένα.
Όλο αυτό, όμως, που γίνεται στην Αμερική δεν οδηγεί στην ενδιαφέρουσα ποίηση, οδηγεί μάλλον σε έναν καινούργιο συντηρητισμό, μοντέρνο, όχι μοντερνιστικό, δηλαδή. Μοντέρνο συντηρητισμό όπου γράφονται διάφορα ποιήματα με ένα, ας πούμε, επιφανειακό τρόπο.
Μπορούσα κάλλιστα να κάνω ένα βιβλίο κριτικής για όλα τα ποιήματά μου. Αυτό το ‘χουν κάνει οι ποιητές και λέγεται η Ποιητική τους.

- Ενώ έχετε κάνει τόσα πράγματα για την Ελλάδα και τους Έλληνες ποιητές και παρ’ ότι είστε τόσο γνωστός στο εξωτερικό, απέναντι στο έργο σας αντιδρά κάπως αμήχανα η χώρα μας. Η δουλειά σας απαιτεί μυημένο αναγνώστη;

- Ασφαλώς! Έκανε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο Τζον Κόλντερ. Ένας εκδότης δύσκολων έργων στην Αγγλία, που έχει δημοσιεύσει όλους αυτούς τους συγγραφείς οι οποίοι θεωρούνται μη εμπορικοί. Λοιπόν είπε το εξής, ότι πραγματικά η υψηλή λογοτεχνία απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό. Κι αυτό πάντα ήταν έτσι. Εκτός ίσως από εποχές όπου υπήρχε ένας κοινός μύθος.
Η δική μας περίοδος η σημερινή χρειάζεται κάποια μύηση. Δεν γίνεται διαφορετικά. Κι εγώ όταν ξεκίνησα να γράφω, νομίζετε ότι ήξερα ως έφηβος τι έγραφα; Δεν ήξερα! Αλλά ήμουνα τυχερός να βρεθώ με εκείνους τους ποιητές του ‘30. Με τον Σεφέρη, τον γνώρισα, γίναμε φίλοι, με τον Ελύτη, με τον Γκάτσο, με τον Εγγονόπουλο… Και ιδίως ο Ελύτης και ο Γκάτσος στην αλληλογραφία τους με βοήθησαν κάνοντας σχόλια.
Δεν νομίζω να μπορεί εκ του μηδενός να βγει κάτι. Πρέπει να υπάρχει κάποια επαφή με κάποιον, για να μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί μια προσωπικότητα.
Τώρα, επειδή εγώ λείπω πάρα πολλά χρόνια, τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου λείπω από την Ελλάδα, έχω γράψει αγγλικά, έχω γράψει γαλλικά, έχω πολυσχιδές έργο το οποίο είναι άγνωστο εδώ.
Τώρα, για την ποίησή μου δεν είναι εύκολη ποίηση. Είναι μια ποίηση, όπως είπα πλάγια, η οποία ασχολείται θεματογραφικά με παιγνιώδη τρόπο σε διάφορα είδη και αυτό νομίζω δημιουργεί κάποια απορία στους έλληνες αναγνώστες. Γιατί, νομίζω, ότι δεν είναι και πολύ συνηθισμένοι σε τέτοια έργα.
Υπάρχει και με μια κριτική αντίληψη τρέχουσα η οποία είναι άθλια. Ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας κόσμος τόσο ανάστατος και ανερμάτιστος που δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει το πράγμα, δεν έχεις ιδέα. Είναι σα να οδεύουμε στο σκοτάδι. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν κάποια φωτεινά σημεία που μας δείχνουν ότι μπορούμε να οδηγήσουμε το σκάφος και μέσα στο σκοτάδι.
Δεν θέλω να φαίνομαι δασκαλίστικος, γιατί δεν μου αρέσει να επιβάλω αυτό που κάνω- να γράφουν σαν εμένα- θέλω όμως να μοιράζονται τις γνώσεις μου, να μοιράζονται αυτά που ξέρω. Και γι’ αυτό με ενδιαφέρει να βγάζω περιοδικά, για να βοηθάω άλλους να καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτή την γενικευμένη άγνοια η οποία υπάρχει.
Εδώ στην Ελλάδα ζούμε στην απόλυτη άγνοια. Και καμιά φορά είναι να απορεί κανείς πως βγαίνει και ένα έργο, δηλαδή. Είναι σαν ένα θαύμα.
Όσο για μένα προσωπικά, εκείνο που μου έχει γίνει εμπόδιο είναι το όνομά μου. Αν ήμουν ένας τελείως άγνωστος θα ήταν πιο εύκολο, γιατί με ταυτίζουν με τον ποιητή τον πρόγονο. Με τον οποίο δεν έχω άμεση σχέση. Έχω γράψει, βέβαια, σε μια επιλογή που έχω κάνει στο έργο του, διότι θεωρώ ότι έχει αδικηθεί ως ρομαντικός. Δηλαδή, δεν ήταν μόνο ένα φερέφωνο του Ουγκώ, όπως τον φέρουν καμιά φορά. Υπάρχει μια κριτική τύφλα εδώ στην Ελλάδα και αυτό, νομίζω, γίνεται γιατί δεν είναι γνωστές πολύ οι συνθήκες του ρομαντισμού στην Ευρώπη για να μπορεί να κρίνει κανείς έναν δικό μας ποιητή. Γι’ αυτό λέω ότι οι γνώσεις χρειάζονται για να μπορεί να έχει κανείς μια σωστή άποψη των πραγμάτων. Έτσι, λοιπόν, το όνομά μου έγινε εμπόδιο. Και επειδή έλειπα δεν είχα και πολλές επαφές με πολύ κόσμο.

- Τα κολάζ που υπάρχουν στην ποιητική συλλογή και είναι εκεί από το 1970, αποδεικνύουν ότι «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» ενυπήρχε μέσα σας. Πόσο σημαντικός είναι ο ορθός χρόνος;

- Γεγονός είναι ότι με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι με προβλήματα. Όπως π.χ. οι τυφλοί που κάνουνε Μπράιγ. ΄Εχω γράψει και ένα κομμάτι, η «Μέθοδος Μπράιγ» που είναι ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι.
Οι τυφλοί είναι μια εκπληκτική κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι έχουν την ικανότητα να βλέπουνε πιο βαθιά από κείνους που βλέπουνε. Διότι αισθάνονται τα πράγματα στην γενικότητά τους. Πιάνουνε όλη την ατμόσφαιρα. Αυτό είναι που οδήγησε τους αρχαίους να λένε ότι οι τυφλοί είναι προφήτες. Και έχουμε τον Τειρεσία, έχουμε τον Ομηρο τον μεγάλο ποιητή…

- Είναι μια τέτοιου είδους επιδίωξη αυτή εδώ η ποιητική συλλογή; «Παίζω επικίνδυνα παιχνίδια», «το τηλέφωνο βάρυνε», «έξω χαλάει ο κόσμος από διαδηλώσεις και γραπτά», «τι έκανα παρακαλώ Θεέ μου για να μου λάχει μια τέτοια θύελλα αναμνήσεων;» «προσπαθώ να σβήσω τον εαυτό μου από τούτο το τεφτέρι», «μετατοπίζομαι διαρκώς κοιτάζοντας πίσω μου», «η φωνή μου ακούγεται ολοένα πιο απόμακρη θρυμματισμένη βραδύγλωσση ξένη»… «Μια αλφάβητος κωφαλάλων» για μια γλώσσα πιο σωματική, πιο ουσιαστική, για μια εκ θεμελίων νέα γλώσσα, κύριε Βαλαωρίτη; Σα να είναι, δηλαδή, τριγύρω το χάος κι εμείς να προσπαθούμε να στήσουμε τα γράμματα από την αρχή.

- Μα το λέτε πολύ καλά! Τελικά είναι μια πρωτότυπη ιδέα για το βιβλίο αυτό που σας την οφείλω!

- «Η απουσία του εγώ είναι το σπαθί μου». Με ταπεινότητα προσεγγίζεται η τέχνη; Και πόσο εφικτό είναι να εξαφανιστεί το εγώ του ποιητή από το ποίημα;

- Αυτό που είπε ο Σωκράτης «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» είναι ταπεινότητα αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου είναι και μια συνείδηση του τι είναι. Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν είναι το παν. O άνθρωπος είναι ένα ευάλωτο πλάσμα που υπάρχει μέσα στην αδυναμία του και όχι μέσα στη δύναμή του. Αυτοί που επιχειρούν να εμφανίζουν τους εαυτούς τους ως παντοδύναμους είναι οι πιο αδύναμοι. Και η ταπεινότητα είναι αυτό που μας οδηγεί στο να μη θεωρούμε ότι είμαστε το παν, αλλά ότι οι άλλοι είναι εκείνοι που μας συνθέτουν. Αυτοί οι άλλοι που αγαπούμε.
Όσο για το εγώ, ξέρουμε καλά πόσο αυτό το εγώ παρασέρνει τους ανθρώπους σε φοβερές αδικίες και βέβαια εις βάρος τους, τελικά. Ο Οδυσσέας στην σπηλιά του Κύκλωπα που λέει ότι είναι Κανένας, εκεί τα λέει όλα. Δηλαδή, ο Κύκλωπας ο οποίος έχει όλη τη δύναμη στα χέρια του και μπορούσε να τους εξοντώσει, καθηλώνεται μπροστά σε έναν που λέει ότι δεν είναι τίποτα.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γεννήθηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας το 1921.
Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου, Σορβόνης.
Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και γραφή στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο.
Στην Ελλάδα κυκλοφορούν τα εξής έργα του:
Ποίηση:
«Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη», Ικαρος, 1979
«Η Πουπουλένια εξομολόγηση», Ικαρος, 1982
«Στο κάτω κάτω της γραφής», Νεφέλη (εξαντλημένο)
«Ο έγχρωμος στυλογράφος», Δωδώνη, 1986
«Ποιήματα Ι», Υψιλον, 1987
«Ποιήματα ΙΙ», (εξαντλημένο)
«Ανιδεογράμματα», Καστανιώτης, 1996
«Ηλιος, ο Δήμιος μιας πράσινης σκέψης», Καστανιώτης, 1996
«Αλληγορική Κασσάνδρα», Καστανιώτης, 1998
«Η κάθοδος των Μ.», Υψιλον, 2002
«Μια αλφάβητος κωφαλάλων» (ποίηση με κολάζ), Αγκυρα, 2004
Πεζά:
«Ο προδότης του γραπτού λόγου», Ικαρος, 1980
«Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη», Νεφέλη, 1982
«Ο θησαυρός του Ξέρξη», Εστία, 1984, Άγκυρα, 2008
«Η δολοφονία», Θεμέλιο, 1984
«Η ζωή μου μετά θάνατον», Νεφέλη, 1995
«Παραμυθολογία», Νεφέλη, 1996
«Ο σκύλος του Θεού», Καστανιώτης, 1998
«Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου», Αγρα, 2002
Δοκίμια:
«Ανδρέας Εμπειρίκος», Υψιλον, 1989
«Για μια θεωρία της γραφής», Εξάντας, 1990
«Μοντερνισμός, πρωτοπορία και πάλι», Καστανιώτης, 1997






Κέρκυρα κι εδώ. Κόρε Ύδρο. Το σπίτι. Εδώ που δεν έχουμε τραίνα.

Moha


16/3/09

Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε...

«ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΒΟΣΠΟΡΟΣ» της Λιλής Πρίφτη, Εκδ. «Μπιλιέτο», σελ. 359, τιμή: 25 ευρώ.

«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε…»
«Δεν πρόλαβε να μοιραστεί σχεδόν τίποτα μαζί τους και αναρωτήθηκε μήπως δεν αγκάλιασε, παρά μόνο σκιές…»
«Μόνος είχε ζήσει και μόνος θα πέθαινε, βασιλιάς χωρίς βασίλειο, αυτοκράτορας μιας πόλης καταδικασμένης, που θα την υπερασπιζόταν με το αίμα του»…
Κι όμως ήταν εκείνος που το ‘χε αποφασίσει:
«Την Πόλη, δεν την παραδίνω. Δεν έχω τέτοιο δικαίωμα ούτε εγώ, ούτε κανένας άλλος απ’ αυτούς που την κατοικούν. Είμαστε αποφασισμένοι να πεθάνουμε και θα την υπερασπιστούμε, χωρίς να λογαριάσουμε τη ζωή μας».
Είχε, τελικά, αυτός αποφασίσει;
«Αν είναι να χαθεί η πόλη μου, θα χαθώ μαζί της».
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος τέλους που άλλαξε ροή στην ιστορία, επέλεξε για την καινούργια της μυθιστορία η συγγραφέας. Εφόσον «η πόλις εάλω» από την πρώτη σελίδα.
Και τα σημάδια, παντού, εμφανή.
Η Λιλή Πρίφτη είναι επιδέξια και τολμηρή πεζογράφος. Σε γεμίζει σασπένς για κάτι που ήδη γνωρίζεις απ’ την αρχή. Επιλέγοντας μια κομβική, μοιραία στιγμή της Ιστορίας για να μιλήσει για τα πάθη και τα λάθη τ’ ανθρώπινα που παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα σε κάθε εποχή: γέννηση, έρωτας, προδοσία, φόβος, μοναξιά, μοιραίο, συγκυρία και θάνατος. Ό,τι απαρτίζει την ανθρώπινη μοίρα, στο πιο υψηλό τους σημείο, σ’ εκείνη την πιο τραγική, σχεδόν προδικασμένη στιγμή.
Η πόλη, θα πέσει. Η Βασιλεύουσα, παρά τη θυσία, θα αλωθεί. Η άλωση έχει ξεκινήσει από παρελθόντα πάθη και λάθη. Το αύριο, αποτελείται απ’ το χθες.
Και η συγγραφέας φροντίζει να μας αποκαλύπτει αυτό το χθες. Στην τριτοπρόσωπη, ψύχραιμη για τέτοιες ώρες και τόσο μεγάλα γεγονότα αφήγηση, σαν πανεπόπτης Θεός. Αρχίζοντας σχεδόν απ’ την αρχή. Δυο πορείες, παράλληλες: Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που στέφεται αυτοκράτορας και ξεκινά απ’ το Μυστρά ως Ιησούς για να ακολουθήσει, εν πλήρη δόξη στην αρχή, τον δικό του Γολγοθά.
Και του Αλέξιου Καντακουζηνού του Κορίνθιου, που όλα τα ‘χασε και ξεκινά οικειοθελώς για να τα βρει όλα και να χαθεί: την αγάπη της Θεοφανώς που είναι γι’ αυτόν και περιμένει σχεδόν, στη Βασιλεύουσα, εφόσον κατά τον Μπόρχες «οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού». Την τιμή του αυτοκράτορα και την τιμή της Βασιλεύουσας. Του αδικοχαμένου πατρός του, τη χαμένη τιμή. Τρία χρόνια νωρίτερα, πριν από τη μεγάλη τους ώρα. Απ’ τη Μεγάλη Στιγμή, εκείνη που λες και για εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχουν και οι δυο γεννηθεί.
Η Θεοφανώ, βέβαια, έχει γεννηθεί μονάχα για την αγάπη τους. Η Αγνή, για τη δοκιμασία και τη θυσία. Ο Βάρδας, διψασμένος για εξουσία, για την προδοσία. Ο Νικήτας, για τη φιλία. Ο Λαόνικος για τη καρτερία. Η Ζωή, λίγο παραπάνω από έπιπλο, για την τραγική γυναικεία της μοίρα. Και ο Γιάγκος, για να γίνει το ανθρώπινο πιόνι στα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας.
Η συγγραφέας παρακολουθεί καλειδοσκοπικά τα βήματά τους, δίνοντας σάρκα και αίμα, πάθος και δίλημμα, φως και σκοτάδι, βούληση ελεύθερη και ανάσα στους χαρακτήρες, σε μιαν εποχή που ιστορικά και ο πιο μικρός δρόμος παραμένει μονόδρομος.
Εκμεταλλευόμενη σοφά μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας, όπου όλα μεγαλώνουν στο μέγιστο, φαντάζοντας σχεδόν υπερφυσικά. Και ο έρωτας που στερείται χρόνο και μέλλον. Και ο φόβος που ξεδιπλώνει τον πλέον ζωώδη εαυτό. Και η θυσία που εξυψώνει τον άνθρωπο σε μέγεθος θείου. Και το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι που αναγκάζεται κάποιος να πει.
Φόντο, ατμόσφαιρα παρακμής που μοιάζει σαν ζωντανή ταινία, μάχες ολοζώντανες που σε κάνουν να απορείς και να θαυμάζεις το πώς στήθηκαν έτσι από γυναίκα συγγραφέα, η ιστορικοπολιτική κατάσταση που καθορίζει σχεδόν τα πάντα και επικρατεί.
Υπαρξιακές συγκρούσεις που ωθούν τους ήρωες στα όρια και στα άκρα, στο πιο σκοτεινό και πιο φωτεινό τους σημείο. Ερωτικά πάθη που συμπυκνώνουν το χρόνο κι αγγίζουν το απόλυτο, εφόσον δεν έχουν πια μέλλον, «πού πια καιρός». Μίση και δίψα εξουσίας που τυφλώνουν ακόμα και τον εξυπνότερο άνθρωπο. Παιδικά τραύματα που καθιστούν τον μέλλοντα δρόμο, μονόδρομο: εφόσον κάποτε αυτά έτσι έγιναν, γι’ αυτό και τώρα μόνον αυτά θα μπορούσαν να συμβούν!
Κλασική περίπτωση ο έφηβος ταπεινωμένος Μωάμεθ. Που μοναχά στο πανούργο, αιμοχαρή κι αιμοδιψή σουλτάνο θα μπορούσε να οδηγήσει και να μετεξελιχθεί.
Αλλά και ο άλλος που, ακόμα και την ώρα της στέψης του, ξέρει:
«Δίνει την υπόσχεση, παίρνει επάνω του όλη την ευθύνη, ενώ ξέρει».
Εφόσον η τύχη πριν εγκαταλείψει την Βασιλεύουσα, της στέλνει έναν ζωντανό θρύλο για κεφαλή.
Αλλά και ο Αλέξιος που τον ακολουθεί ενώ δεν είναι καθόλου υποχρεωμένος, μοιάζει να ξέρει: «Είχε ανάγκη να μείνει μόνος για να πάρει μιαν απόφαση. Είχε κουραστεί να φεύγει αδιάκοπα και να βρίσκει παντού τον εαυτό του. Χρειαζόταν το πιο πολύ, το πιο μακρινό, μια ιδέα, ένα ιδανικό. Ένιωθε να τον βαραίνουν τα προηγούμενα χρόνια και σκέφτηκε πως τα είχε αφήσει να κυλήσουν άσκοπα». Και ακριβώς επειδή το χρειαζόταν «αυτό το μεγάλο», γι’ αυτό και το βρήκε: Έτσι «όταν άνοιξε τα μάτια του η άβυσσος φάνταζε λιγότερο τρομακτική. Θα έπαιρνε κι όρκο μάλιστα, ότι του έγνεφε φιλικά από το σκοτεινό της βάθος αινιγματική», «ικανή να του εμπνεύσει μια παράτολμη πράξη».
Διότι αυτό, τελικά, κάνουν σε άλλες συντεταγμένες και οι δυο: Και ο Παλαιολόγος που ενώ γνωρίζει, φορτώνεται το ύψιστο χρέος, σχεδόν σταυρικό, αλλά και ο Αλέξιος που προκειμένου να ζήσει κάτι σπουδαίο, εν τέλει, τη μοίρα του μοιάζει να ακολουθεί.
Η συγγραφέας χειρίζεται αριστοτεχνικά για τις συγκρούσεις των χαρακτήρων τη χρονική συγκυρία, κατορθώνει να κάνει τον αναγνώστη να παρακολουθεί με ανάσα κομμένη μια μάχη χαμένη απ’ την αρχή. Βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να μιλήσει με καθαρότητα και παρρησία για όλα αυτά τα δεινά που μαστίζουν το έθνος: εμφύλιος σπαραγμός, διχασμός, Ορθόδοξη και Δυτική εκκλησία και «η καλοσύνη των ξένων» ήτοι των ομοθρήσκων δυτικών που, ή δεν φτάνει ποτέ, ή ποτέ δεν είναι αρκετή.
Χωρίς να λησμονεί να αποδώσει τα δίκαια και σ’ εκείνους που, το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν: «Είναι αμαρτία να το λέω, αλλά τους λυπάμαι. Δεν ζητούν, παρά μόνο να ζήσουν. Δε νοιάζονται που η ζωή τους είναι σκληρή, αυτήν έχουν μόνον. Θέλουν να συνεχίσουν να δουλεύουν, να φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους και να πεθαίνουν χριστιανικά. Το μυαλό τους δεν χωράει ιδανικό τόσο μεγάλο, που να αξίζει περισσότερο απ’ αυτήν».
Η Λιλή Πρίφτη αφήνει περιθώρια και για τις «αλήθειες των άλλων», φωτίζοντας επαρκώς κάθε μεγάλη ή μικρή στιγμή, σκηνή. Και αποδίδοντας στο έπακρο το υπεράνθρωπο μεγαλείο εκείνου που «η αντίστασή του στο γραμμένο έδινε άλλο νόημα στον αγώνα του. Ζωντανός ακόμα και χωρίς να κάνει κάτι ο ίδιος γι’ αυτό, περνούσε στο θρύλο». Κι αυτό, όλοι το ένοιωθαν, όλοι το έβλεπαν, ακόμα και ο εχθρός που «έτρεμε στη σκέψη πως ίσως τελικά να τον νικούσε ο βασιλιάς, έστω και νικημένος».
Ε λοιπόν η Λιλή Πρίφτη αυτό το κατορθώνει. Και με τρόπο απέριττο και λιτό, περιγράφει όλο το ανθρώπινο μεγαλείο. Με αξιοπρέπεια και φως, μετατρέπει την περιστασιακή ήττα σε ύψιστη χρονικά νίκη, φωτίζει με χρέος και θυσία μια ημερομηνία για μας σκοτεινή: 29 Μαίου 1453.
«Η πόλις εάλω» για να γίνει σύμβολο, τελικά, στην Ιστορία.
Και ο αυτοκράτορας θανατώθηκε, για να μην πεθάνει ποτέ, για να μαρμαρωθεί.
Μια ιστορική μυθιστορία που είναι και μια κατ’ εξοχήν υπαρξιακή ιστορία. Ένα δοκίμιο φιλοσοφικό επάνω στην ανθρώπινη μοίρα και την ελεύθερη επιλογή. Αλλά και ένα ιστορικό θρίλερ. Κι ακόμα μια παθιασμένη ερωτική ιστορία. Εφόσον ένα σπουδαίο βιβλίο, αναλόγως τον αναγνώστη, γίνεται και ένα άλλο βιβλίο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
Η Λιλή Πρίφτη έχει γράψει τρία ιστορικά μυθιστορήματα:
«Στα σταυροδρόμια του κόσμου» (Ιστορικό μυθιστόρημα για τις σταυροφορίες, Αθήνα, 1999)
«Η Νεφερτίτη στο αμόνι του ήλιου» (Αιγυπτιακή μυθιστορία, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2000) και
«Ματωμένος Βόσπορος» (Μυθιστορία για την Άλωση της Πόλης, Παιανία, Εκδόσεις Μπιλιέτο, 2008)

ΥΓ. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στις εκδόσεις «Μπιλιέτο» στην Παιανία. Κατά την παρουσίασή του συνειδητοποίησα πως όλοι μας ζούμε, μέχρι την αμετάκλητη πτώση μας, την δική μας προσωπική άλωση και γι’ αυτό «το νόημα της ζωής του» θα πρέπει να το επιλέγει κανείς. Μικρή ζωή και σίγουρος θάνατος, ας είναι τουλάχιστον όσο γίνεται Δικός μας ο Βηματισμός.







Χωρίς λόγια. Μετά από τόσο καιρό θα έπρεπε να βρω πολλά. Και δεν έχω.
moha

12/3/09

Η αρχή της ανυποταγής


"Κοινωνική ζωή σημαίνει όλος ο κόσμος είναι εδώ και κανένας δεν υπάρχει. Κοινωνική ζωή είναι όλοι να συμμορφώνονται μ' εκείνο που κανένας δεν επιθυμεί. Η γλυπτική είν' ένας τρόπος να ξεφύγεις απ' αυτή την αθλιότητα. Μια παραλλαγή της μοναξιάς, ακριβώς όπως ο έρωτας ή το παιχνίδι- η αρετή της ανυποταγής, μια αρετή της παιδικότητας".

Κριστιάν Μπομπέν "Η ξέφρενη πορεία".

ΥΓ. Και η ποίηση, και η μουσική, και η λογοτεχνία και η ανάγνωση, όμως. Είναι ένας τρόπος. Για κάποιους, Ο Τρόπος.
Είμαι χάλια, χωρίς φωνή αλλά με βιβλία, άρα όλα καλά, είμαι καλά.

11/3/09

Οι έγκλειστοι, από καταβολής κόσμου, σκαρώνουν σχέδια απόδρασης...

ΝΥΧΤΕΣ ΥΠΟΤΑΓΗΣ
της Ελένης Στασινού

Oι εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου της συγγραφέως Ελένης Στασινού, «Νύχτες Υποταγής».

Για το βιβλίο θα µιλήσει η Ελένη Γκίκα.
Aποσπάσµατα θα διαβάσει ο ηθοποιός Χρήστος Τσάγκας.
Η λαϊκή βαλκανική μουσική μ’ έναν τρόπο αισθαντικό θα επιστρέψει το φως στο μύθο των λέξεων.
Βιολί θα παίξει ο Alexanter Mato (Oρχ. Χρωμάτων-ΚΑΜΕΡΑΤΑ-Ο.Δ.Α.-Ε.Λ.Σ.), κιθάρα, ο Apollon Kukumveskakis (καθηγητής του ATHENAEUM). Η soprana coloratura Μαριάννα Μανσόλα(Ε.Λ.Σ.-Μ.Μ.Θ.-Ο.Δ.Α.) θα τραγουδήσει σύνθεση του μεγάλου Λαμπελέτ.

Ώρα: 7:00 μ.μ.Χώρος: ΑΓΚΥΡΑ ΠΟΛΥΧΩΡΟΣ, Σόλωνος 124 & Εμμ. Μπενάκη, Αθήνα, τηλ.: 210 3837667

9/3/09

Κάθε ζαριά καταλύει το τυχαίο!

Στον Χρήστο Παπουτσάκη του «Αντί», που «έφυγε», άκουσα στο ραδιόφωνο το πρωί…

Ήμουν 19 χρονώ, όχι δεν θα μετρήσω τα χρόνια. Το «Καφενείο των Γυναικών» ήταν ακόμα ανοιχτό, στην «Ένωση Γυναικών» πρόεδρος η Καίτη Παπαρήγα. Ψαχνόμουν. Είχα ό,τι σε Λούξεμπουργκ και ό,τι σε Αλεξάνδρα Κολοντάι.
Πρωτογνωριστήκαμε σε ένα Φεστιβάλ του Ρήγα, ήταν η πρώτη επίσημη «φυγή» από το σπίτι, πρώτη μου κίνηση ήταν να βάλω σκουλαρίκι. Ένα.
Έληξε άδοξα αυτή η πρώτη φυγή (ήρθε με μάζεψε αργά το βράδυ ο μπαμπάς από τη θεία), γνώρισα όμως έναν άνθρωπο που έμελλε να μου αλλάξει την ζωή. Τον Χρήστο Παπουτσάκη του «Αντί».
«Το βλέπεις αυτό το κοριτσάκι εδώ»; Του είπαν. «Δεν ξέρει άλλη καμία όσα αυτή για το Γυναικείο Ζήτημα».
Ε ναι, τότε υπήρχε «γυναικείο ζήτημα»! Δεν το πολυκαταλάβαινα, γιατί στο σπίτι υπήρξε πάντοτε ένας ιδιότυπος «φεμινισμός» και λόγω καταγωγής και μια περίεργη μορφή μητριαρχίας. Αλλά με μάγευε. Να υπερασπίζομαι τα δίκαια των αδυνάτων και των περιθωριακών, ήταν τότε της μοδός και η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, το «Σύνδρομο της Σταχτοπούτας» το «Δεύτερο Φύλο».
Στο σχολείο, ούτε πρώτο, ούτε δεύτερο φύλο, εγώ «το καλό φυτό» με τρεις βαθμούς διαφορά κι απ’ το καλύτερο αγόρι.
Ας είναι, το ‘δεσε αυτός. Κι έτσι κάποια στιγμή, και το ‘πε: «έρχεσαι; Θέλω ένα κορίτσι να μου καλύπτει ό,τι για το… δεύτερο φύλο!»
Γελούσε.
Πρώτο μου θέμα ήταν ο βιασμός. Δεύτερο, η Κοινωνική Ασφάλιση των Γυναικών.
Ήταν μια άνοιξη βαριά, κατέβαινα από το λεωφορείο για να πάω στη Δημοχάρους στην πλατεία Μαβίλη.
Με βήμα υπερήφανο, χορευτικό. Ξέρεις τι είναι να γράφεις για τον ήρωά σου; Τι είναι να συμμετέχεις σε κάτι που αντιστέκεται και όταν το λες όλοι να σε κοιτούν με θαυμασμό, όπως με θαυμασμό κοιτάς κι εσύ εκείνον;
Η Λιλή Ζωγράφου είχε γεμίσει τα βιβλιοπωλεία με το «Επάγγελμα Πόρνη», το «Αντί» ετοίμαζε το «Κάτι το Ωραίον» με το κιτς που άφησε εποχή, επικεφαλής του εγχειρήματος ένας φωτογράφος σούπερ σταρ, ο Χρήστος Βλάχος, που θα έγραφε στη ζωή μου τη δική του ιστορία.
Συντακτική επιτροπή, Στέλιος Κούλογλου, Άντεια Φραντζή, Γιάννης Φλώρος, Χρήστος Βακαλόπουλος, Πέτρος Ευθυμίου…
Μου ανατέθη να μπω σε κορνιζάδικα και γκαλερί, να βοηθήσω στην έρευνα για τα πλαστά έργα τέχνης. Αλλά και για τ’ άλλα, εκείνα που παίρνουμε στο χρωματισμό του σαλονιού.
Μπαίνω στο πρώτο, νομίζω Πατησίων, και μου ζητάνε δημοσιογραφική ταυτότητα. Βγαίνω προσβεβλημένη, πλαντάζοντας στο κλάμα. Τηλεφωνώ με λυγμούς στο… αφεντικό. «Μ’ έδιωξαν, με προσέβαλαν, δεν έχω ταυτότητα, γι’ αυτό κι εγώ θα φύγω»!
Θυμάμαι, δεν συγκρατούσε τα γέλια. Παρ’ όλα αυτά, αρκούντως αυστηρός: «άκου μικρή εύθικτη, ξεροκέφαλη, δεν φταις εσύ, σκούπισ’ τα δάκρυα και μπες στο αμέσως επόμενο κατάστημα, δικό του το πρόβλημα, εκείνον προσβάλει! Τ’ ακούς;»
«Θα φύγω!»
«Αν φύγεις τώρα, να πας στο χωριό, δεν θέλω να σε ξαναδώ! Άντε, σκούπισε τα ματάκια σου και κάνε ό,τι σου λέω, ξέρω!»
Κι ήξερε! Ο δεύτερος μου έδωσε και συνέντευξη με κέρασε και καφέ.
Κι ύστερα όλα πήραν τον δρόμο.
Εκεί πρωτόγραψα για βιβλία, «μια σταλιά σκατό», όπως έλεγε η μάδερ. Εκεί με πρωταγκάλιασαν με αγάπη και φροντίδα. Κι ας αποτίναξα σαν χαλάκι το παλιό μου επώνυμο, ίδια μ’ αγκάλιαζαν πάντα εκείνοι.
Και απ’ εκεί, μαζί με τον Χρήστο τον έτερο, φύγαμε και για το άλλο το… αστικό μας ταξίδι.
Περιοδικό «Εικόνες», 1983, παπάκι, οι δυο μας ως συνήθως για ρεπορτάζ, φανάρι «Γαλαξία». Μάλλον γνωστός, ούτε θυμάμαι ποιος.
«Ε εσείς παίδες, πού είστε τώρα;»
«Ποιος είναι αυτός;»
«Δεν το θυμάσαι; Φίλος απ’ το Αντί!» η στοργική φωνή του Χρήστου που φωνάζει! «Εικόνες, τώρα!»
«Μπράβο, - μαρσάρει αυτός,- ωραίος… προβιβασμός!» Ακόμα θυμάμαι το δικό μου κλάμα. Ε ναι, Μάρθα Βούρτση, τα δάκρυα στη τσέπη!
Έκτοτε και τι δεν έγινε!
Οι «Εικόνες» έκλεισαν, τον ένα Χρήστο τον έχασα, χάνοντας κι όλη η χώρα τον καλύτερο φωτογράφο. Πού είσαι καλέ; Το «Αντί» έκλεισε, το Γυναικείο Ζήτημα δεν υφίσταται πια, όσο για «Καφενείο Γυναικών», ούτε λόγος!
Τίποτε δεν θυμόμουν, τρέχει τόσο γοργά ο καιρός, μονάχα πού και πού σκεπτόμουν τι να απόγιναν οι Χρήστοι της ζωής μου.
Πώς γίνεται να χάνεσαι απ’ τον καλό σου φίλο, έτσι, στο γύρισμα του καιρού, κι αν επιτρέπεται να έχεις τόσα χρόνια να δεις τον άλλον που του χρωστάς το πρώτο βήμα.
Στα φανάρια της Παιανίας βρισκόμουν.
Ε ναι, το Λιόπεσι είναι Παιανία κι έχει φανάρια τώρα, όταν το άκουσα στο ραδιόφωνο ξαφνικά:

Πέθανε ο εκδότης του Αντί, Χρήστος Παπουτσάκης, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Μαζί κι η αθωότητα κι η νιότη μας. Το Καφενείο των Γυναικών, η πρώτη μας φορά, αλλά ποτέ η αγάπη και η παλιά φιλία.
Ό,τι θέλω λέω, όλα τόσα νωπά.
Για ό,τι ζήσαμε, ανασύρω μια συνέντευξη που τον θυμίζει.
Μαρία Μήτσορα, χρόνια μετά.
Τότε ακριβώς απέναντι. Με την γάτα της να ερωτοτροπεί με τον Ερρίκο του «Αντί». Σίγουρα θα το θυμάσαι, Μαρία.


Είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι…


«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή. Κι απ’ το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μποκοτά. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι’ αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας.
Έχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Η Μαρία Μήτσορα, μύθος της εφηβείας μου και μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες συγγραφείς που επιστρέφει. Ατμοσφαιρική, ποιητική, μαγική και μαγεμένη, ταυτοχρόνως. Επαναστατική και άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Αφάνταστα αισιόδοξη, μεσ’ στο ολοκαίνουργιό της βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη». «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση».
Ο καλύτερος καιρός, για τη Μαρία Μήτσορα.
Την θυμάμαι σα να ‘ναι τώρα έτσι πως έβγαινε παράξενη και αγέρωχη από το σπίτι της, στη Δημοχάρους τότε. Η γάτα της μονίμως σε φλερτ με τον Ερρίκο του «Αντί».
Συναντηθήκαμε… έχει καμιά σημασία πόσα χρόνια μετά; Στη Δεινοκράτους, τώρα. Στα μαύρα και τώρα, εδώ κι αλλού. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα στα χέρια και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ.
«Η αύρα σου μου λέει ότι θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, πως θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι.
Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στην κουβέντα μας και στις σελίδες…

- «Αν το αιτούμενο είναι να σου αποκαλυφθεί το πραγματικό σου πρόσωπο, πρέπει να είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε». Ζωή και ασφάλεια να υποθέσουμε, δεν βαδίζουν χέρι- χέρι…

- Ας μη μιλάμε για ασφάλεια. Ας μιλήσουμε για τα ελλείμματα που κινούν την ανθρώπινη ιστορία. Εχουμε ανασφάλεια όταν εγκλωβιστούμε σε ένα έλλειμμα. Διαφορετικά ένα έλλειμμα είναι πρόκληση.

- Γράφοντας, «είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε»;

- Όχι, υποχρεωτικά. Αλλοι παίζουν επειδή η ίδια η δυναμική του παιχνιδιού τους εκπληρώνει. Αλλοι, επειδή η ζωή τους είναι αδιανόητη χωρίς τα ωφέλιμα του παιχνιδιού. Ποντάρουμε οτιδήποτε, στην περίπτωση που το παιχνίδι έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου.

- Και δομικά ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας έρωτας ζαριά- ζαριά. Δεδομένου του γεγονότος ότι «κάθε ζαριά καταλύει το Τυχαίο», κυρία Μήτσορα, έχετε γράψει για ένα μοιραίο έρωτα;

- Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» γράφω για έναν έρωτα που είναι πλήρης. Κανένας έρωτας δεν περιγράφεται και δεν καταγράφεται ως μοιραίος εάν δεν περιέχει την καταστροφή τουλάχιστον του ενός. Εγραψα για έναν έρωτα που είναι το αναπόδραστο ενδεχόμενο της ζωής δύο ανθρώπων, που μέχρι πριν από λίγο δεν συνέκλιναν.

- Είναι ο έρωτας «Περιπέτεια της ψυχής»; Και σ’ έναν έρωτα μπαίνουμε αθέλητα ή ηθελημένα;

- Φυσικά ο έρωτας, αυτός ο αυτοδίδακτος σοφιστής σε οδηγεί σε περιπέτεια της ψυχής. Εσύ, διαλέγεις τις μάσκες σου, παίζεις τις ταυτίσεις του.

- «Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε». Ο,τι επιθυμούμε, βρίσκουμε;

- Δεν πιστεύω ότι βρίσκουμε όλα όσα επιθυμούμε. Αν είμαστε τυχεροί, βρίσκουμε ένα μεγάλο μέρος τους. Αν σε μια οποιαδήποτε φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, εκπληρωνόταν απόλυτα η Επιθυμία, θα σταματούσε ίσως και να υπάρχει ζωή. Γιατί η ζωή είναι εξέλιξη, μέσα από προκλήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στον προορισμό του. Προορισμός του ανθρώπου δεν είναι μόνο το θέλω του.

- «Ποτέ δε σου γράφω για να σκοτώσω το χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο». Εσείς γιατί γράφετε, κυρία Μήτσορα;

- Σίγουρα γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον Χρόνο. Τουλάχιστον να τον νικήσω, μέσα στα μέτρα των δυνατοτήτων μου. Σίγουρα γράφοντας μετατρέπω τον χρόνο σε κάτι ουσιωδέστερο, κατ’ αυτήν την έννοια και πολύτιμο.

- Τι έχει αλλάξει και τι έχει παραμείνει όμοιο και απαράλλαχτο από τα διηγήματα «Αννα, να ένα άλλο» μέχρι το μυθιστόρημα «Καλός καιρός/ μετακίνηση»;

- Υπάρχει πάντα η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο. Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» όμως η πόλη εμφανίζεται διαλυμένη, πολιορκημένη θα έλεγα, από το 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοινωνικός ιστός είναι σαθρός, το μόνο που κρατάει τα πράγματα σε στέρεη σχέση, είναι η αγάπη και ο έρωτας. Οι χαρακτήρες των προηγούμενων βιβλίων, ήταν τέτοιοι, που μιλούσαν για το ανθρώπινη περιβάλλον της πόλης, σαν ό,τι τελικά και υπερθετικά θα εξελιχθεί στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση».

- Υπάρχει έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, αυτό που λέμε ένα βιβλίο γράφουμε για μια ζωή, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε, μια μουσική σύνθεση πασχίζουμε να ολοκληρώσουμε… εσείς έχετε εμμονές; Είναι αδιακρισία να ρωτήσουμε ποιες είναι;

- Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Εχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες.

- Αλήθεια, πώς θα χαρακτηρίζατε το καινούργιο σας μυθιστόρημα; Ερωτική ιστορία; Υπαρξιακή; Μια ιστορία αυτογνωσίας…

- Είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για την νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Αλληγορία για την ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων.

- Ο έρωτας εκτός από περιπέτεια ζωής, είναι αυτογνωσία;

- Είναι αυτογνωσία. Η γνώση που έχει ο άνθρωπος σχετικά με τον εαυτό του, αφορά και τις δυνάμεις που διαθέτει. Ανάμεσα στα στάδια, ανάμεσα στους μετασχηματισμούς, συνειδητοποιεί αυτήν ακριβώς την δύναμή του.

- Το άλλο μισό μας- πιστεύετε, υπάρχει κυρία Μήτσορα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει μια φορά αγαπάμε έτσι δυνατά στη ζωή μας; Αν και οι εραστές του βιβλίου σας αγαπήθηκαν δυνατά και πολύ και σε άλλες ζωές. Πιστεύετε ότι είναι καρμικές κάποιες σχέσεις; («Εχουμε αγαπηθεί με τόσους τρόπους, που μόνο προσωρινά τους ξεχάσαμε, από τότε που για ένα λόγο ανεξήγητο υποχρεωθήκαμε ν’ αλλάξουμε πρόσωπα και σώματα, ονόματα και τόπους»)

- Αυτό είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό ζήτημα. Η κοινωνία κάνει αναγκαιότητα την αναζήτηση και την εύρεση του άλλου μισού. Αυτό όμως που είναι κοινωνικά συμφωνημένο ως ωφέλιμο, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τις ανθρώπινες δυνατότητες, ούτε ότι προσδιορίζει την ανθρώπινη μονάδα. Εδώ μπαίνει και η φαντασία. Το κάρμα, αν υπάρχει, για μένα σαν έννοια λειτουργεί καθησυχαστικά. Για άλλους λειτουργεί ανησυχητικά.

- Κι αν δεν είμαστε διαθέσιμοι; Υπάρχει περίπτωση να περάσει το άλλο μισό μας και να μην το πάρουμε είδηση; («Να σε θυσιάσω γιατί φοβάμαι το θαύμα όσο και το θάνατο»)

- Αυτό έχει σχέση, με την εσωτερική αφή, με την εσωτερική όραση.

- «Ηθος ανθρώπου δαίμων, ο χαρακτήρας είναι η μοίρα, αυτό ισχύει για όλους». Είναι αδιακρισία να σας ρωτήσουμε να μας πείτε κάποιες φορές που ο χαρακτήρας σας έχει πάρει διαστάσεις μοιραίες;

- «Ηθος Ανθρώπου Δαίμων». Εχω κι εγώ, όπως όλοι, μια μοιραία σχέση με τον εαυτό μου.

- Το γράψιμο έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μας; Και κατά πόσο παίζει ρόλο η επιλογή;

- Κατ’ αρχήν οι επιλογές δεν είναι το μόνο που περιγράφει τον χαρακτήρα μας. Μπορεί να ζούμε μια πολύ απλή ζωή και να έχουμε μια πολύ άγρια φαντασία. Σίγουρα όμως από τις επιλογές που κάνουμε γράφοντας διαφαίνονται στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το χάρισμα του γραψίματος απαντά σ’ ένα κάλεσμα από το άγνωστο. Γράφοντας τυχαίνει να αισθάνομαι ότι με παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού. Π.χ. το τελευταίο κεφάλαιο του «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση», το έγραψα σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, από έναν άλλο, άγνωστο εαυτό μου.

- «Ζαριά/ Το αξίωμα της επιλογής». Η ζωή μας έχει νομοτελειακές διαστάσεις;

- Είμαστε εγκλωβισμένοι στην κοινωνική σύμβαση της υπάρξεώς μας. Όπως λέει και ο Εμπειρίκος, στο «σεσημασμένο δέρας» της υπάρξεώς μας.

- «Ζαριά/ Ο Μαγικός Κύκλος». Εσείς έχετε βρεθεί σε τέτοιους μαγικούς τόπους; Αλήθεια ποια η σημασία του τόπου στην ιστορία;

- Κάθε τόπος έχει και μια μαγική διάσταση. Είναι πάλι θέμα εσωτερικής όρασης. Ολοι έχουμε νοιώσει στην μέση του πουθενά.

- Του χρόνου; Ο σωστός χρόνος κατά πόσο καθορίζει ανθρώπους και σχέσεις;

- Πρέπει να αφηνόμαστε στην εξέλιξη που φέρνει ο Χρόνος και όχι να αντιστεκόμαστε, ακόμα και αν είναι καταλυτικός.

- «Ηταν ο μόνος που αναγνώρισε την κρυμμένη Ελλη». Γινόμαστε άλλοι ανάλογα με τον απέναντι;

- Υπάρχουν άνθρωποι που απελευθερώνουν άγνωστες δυνάμεις μέσα μας. Μ’ αυτή την έννοια υπάρχουν και μοιραίες συναντήσεις.

- Εχετε πάει στη κινέζικη πόλη Γου Φέι; Τι είναι για σας τα ταξίδια; Μετά από ένα ταξίδι επιστρέφετε αλλιώς; Ποιο ήταν για σας το πιο αποκαλυπτικό σας ταξίδι;

- Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους.

- «Υπάρχει μια κατηγορία δώρων που δεν μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Πρέπει να τα χαρίσουμε σε κάποιον άλλο, για να τα παραλάβουμε από αυτόν». Να επιμείνουμε λίγο σ’ αυτά τα δώρα; Είναι κι αυτό το «τελικά, ό,τι δίνεις έχεις, ό,τι κρατάς το χάνεις».

- Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο. Συγχρόνως, όμως, είμαστε πάντα υπεύθυνοι γι’ αυτούς που θα μας αγάπησαν, όπως λέει και ο Eluard. Ένα βιβλίο που φωτίζει πτυχές του εαυτού μας, ναι, είναι ένα δώρο.

- «Όταν σε φτάσω και καταφέρω να σε αγγίξω πραγματικά, τότε μόνο θα συμβεί αυτό που θα με μεταμορφώσει». Εκτός από τον έρωτα, μια ιστορία μπορεί να μας μεταμορφώσει;

- Εχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι.

- Αλήθεια, όταν δεν γράφετε, εσείς, που βρίσκεστε; Να πούμε πώς είναι η τελετουργία γραφής για να βγουν, τελικά, αυτές οι ατμοσφαιρικές, μαγικές ιστορίες;

- Όταν δεν γράφω, είμαι για τον εαυτό μου μια Χαλιμά, που διηγούμαι ιστορίες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πλήττω. Αλλοτε πάλι, χάνομαι μέσα στους άλλους απορροφώντας, το φως τους, τις χειρονομίες τους, ψυχικές και υλικές, όλα αυτά που κάποτε μπορεί να αποτυπώσω σ’ έναν απ’ τους ήρωές μου. Είμαι γενικά πολύ αφηρημένη.

- Την αγαπάτε την Αθήνα, έτσι δεν είναι; Κανείς άλλος δεν έχει γράψει τόσο ποιητικά για την Αθήνα…

- Η ερώτησή σας έπρεπε να είναι, Αν αγαπώ την Αθήνα; Με την Αθήνα είμαι δεμένη, με την Αθηναική της διάλεκτο, αλλά και με τον τρόπο που είναι κάποιοι δεμένοι με τον τόπο του εγκλήματος.

- «Η περίληψη του κόσμου» θα ήταν άλλη σήμερα;

- «Η Περίληψη του κόσμου» σήμερα, χρειάζεται περισσότερη ελπίδα και αντίσταση. Χρειάζεται επίσης περισσότερη τρυφερότητα για την απώλεια της Φύσης. Ας μην ξεχνάμε, ότι έχει έρθει εν τω μεταξύ το μεταμοντέρνο που όλα τα θρυμματίζει και όλα τα συγχωνεύει για να τα ανακυκλώσει.
Τώρα τα πράγματα είναι λιγότερο απρόβλεπτα. Υπερισχύει συνεχώς ο νέος ορισμός της δημοκρατίας. Ολο και περισσότεροι να συμμετέχουν στην κατανάλωση και όλο και λιγότεροι στην δημιουργία. Χρειάζεται αντίσταση.
Βασιλεύει η προτίμηση για το εύπεπτο.
Ακόμα και το δικό μου τελευταίο βιβλίο διαβάζεται πιο εύκολα. Αφομοιώνω κι εγώ τον καιρό στον οποίο ζω και επιμένω στην Ελπίδα. Σα μια προσευχή γι’ αυτόν τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τρόπο της σκέψης μας.

3/3/09

Νόμιζα πως ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα

Το ποίημα που σιωπά

«Μόνη εγώ, ενέχυρο του εαυτού μου.
Να αποδείξω ότι δεν υπήρξα απολύτως τίποτα».

«Η ΛΟΝΔΡΕΖΙΚΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΩΡΑΣ ΤΖΑΚΣΟΝ» του Χρήστου Χρυσόπουλου, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 205, τιμή: 16 ευρώ.

«Το συναρπαστικότερο στοιχείο στην προσωπικότητα της Λώρας Τζάκσον, αυτό που καθιστά μια παραδειγματική προσωπικότητα για όποιον στοχάζεται τη φύση του δημιουργικού ανθρώπου, είναι ότι πάλεψε με πείσμα μέσα σε αντιφάσεις, αποτυχίες και υστερικές παρορμήσεις, για να υλοποιήσει τη ρήση του Ενρίκε Βίλα- Μάτας: «Εγώ νόμιζα πως ήθελα να γίνω ποιητής, αλλά κατά βάθος ήθελα να γίνω ποίημα». Η Λώρα (Ράιντινγκ) Τζάκσον βρήκε τη δική της απάντηση σε αυτήν την πρόκληση, παραδεχόμενη ότι το τελειότερο ποίημα είναι εκείνο που σιωπά».
Κι ο Χρήστος Χρυσόπουλος αναμφισβήτητα ο συγγραφέας που τολμά. Να προχωρήσει ένα βήμα πάρα πέρα, με το όποιο ρίσκο του, την λογοτεχνία. Εντυπωσιάζοντας άμα τη εμφανίσει του, το 1996 με τον «Βομβιστή στον Παρθενώνα».
Απ’ εκεί κι ύστερα φροντίζει ανελλιπώς κανένα του βιβλίου να μη μοιάζει και να μη θυμίζει το άλλο. Και δεν εννοούμε απλώς θεματολογικά, αλλά και υφολογικά, ξεκινώντας με τον «Περίκλειστο κόσμο» του το 2003, ένα κατακερματισμένο μυθιστόρημα (στη εντυπωσιακότατη «Σουνυάτα» που προηγήθηκε είχε κάνει το πρώτο δειλό, πλην σημαντικότατο βήμα). Με το «Φανταστικό μουσείο» κατόρθωσε να αναδείξει τον συγγραφέα ή ποιητή ως την κατ’ εξοχήν ιστορία ή το ποίημα. Τολμώντας να βάλει δύσκολα στον μέσο αναγνώστη που επιθυμεί ντε και καλά, από τα αρχαία χρόνια μια λογοτεχνία σημερινή και σύγχρονη, σε μια κατακερματισμένη εποχή, να διαθέτει αρχή, μέση, τέλος και συνέπεια.
Συνεπής στη λογοτεχνική του αναζήτηση που δοκιμιακά υποστήριξε με «Το γλωσσικό κουτί» του, στην «Λονδρέζικη μέρα της Λώρας Τζάκσον» πηγαίνει ένα βήμα ακόμα πάρα πέρα και ενώνει τα είδη.
«Ένα μεγάλο περιστέρι κοιτά επίμονα μέσα στους ομόκεντρους κύκλους του ματιού της. Τα χρώματα ιριδίζουν γύρω από τη σκοτεινή διασταλμένη κόρη: αχνό κίτρινο έως βαθύ μοβ. Τα φτερά του πτηνού είναι γεμάτα σκόνη, το ράμφος του αιχμηρό και διάστικτο από λευκές κηλίδες. Το κεφάλι του μοιάζει με γύπα. Στέκεται λίγα μόνο εκατοστά από το ακουμπισμένο στο πεζοδρόμιο πρόσωπό της. Εκείνη δεν μπορεί να κινηθεί…».
Όπως και στον «Περίκλειστο κόσμο» ο συγγραφέας αρχίζει το μυθιστόρημα από την ύψιστη ώρα. Η ποιήτρια Λώρα Τζάκσον έχει ήδη πηδήξει και κείτεται ανήμπορη.
Συνεχίζει με την Λώρα σε ανάρρωση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, θανάτου και ζωής. Ανοιγοκλείνοντας τα κεφάλαια που διαθέτουν το ύφος της, την υπαρξιακή αγωνία και θέση της, την ατμόσφαιρα και την μυρωδιά της, τους υπόκωφους ήχους, τις υποδόριες σκέψεις και την βαθύτερη εικόνα της, με ποιήματά της απολύτως αντιπροσωπευτικά:
«Ήρθα σπίτι κουβαλώντας
ένα δωμάτιο στον ώμο μου…
Το βρήκα, είπε. Δεν το είχε
Κανείς υπό την προστασία του…
Θέλω να το χτενίζω
και να το βγάζω βόλτα
και να σιγουρέψω ότι εσύ ποτέ,
ποτέ δεν θα έρθεις μέσα του
όταν κοιμάμαι».
Ένα δωμάτιο κι η ίδια, όπου κι αν είναι. Ακόμα κι εκείνη την ώρα της διπλής απόπειρας αυτοκτονίας με τον εραστή της ποιητή Ρόμπερτ Γκρέιβς και υπό το βλέμμα της συζύγου του, κάποια λονδρέζικη μέρα του 1929.
Στις 205 σελίδες του βιβλίου ο συγγραφέας αλλάζει ύφος και πρόσωπο πολλές φορές. Αλλού ποιητικός και ατμοσφαιρικός, κάπου αλληγορικός και δοκιμιακός, συνθέτει ψηφίδα- ψηφίδα το αινιγματικό πρόσωπο της ηρωίδας του. Εντάσσοντάς την στον χρόνο και στον τόπο της, εγκιβωτίζοντας σκηνές, στίχους και αποσπάσματα από τη ζωή, την ποίησή και το δοκίμιο της ζωής της, αφήνοντάς την σαν ζωντανό ενδεχόμενο, ανοιχτό. Ένας άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, πόσο μάλλον εκείνη η τόσο σύνθετη, είναι όσοι και οι άνθρωποι- καθρέφτες του:
«Εδώ αποφασίζω να σταματήσω. Γράφω τη λέξη «Τέλος» κι αυτό σημαίνει ότι επιλέγω να απομακρυνθώ. Όχι ότι έχω τελειώσει… Ό,τι ξεκίνησε ως μυθιστόρημα απομένει ένα αρχείο. Μυθιστόρημα – αρχείο».
Πράττοντας ακριβώς ό,τι και η ηρωίδα του. Εκείνος που χειρίζεται τόσο καλά τις λέξεις και τα είδη, αποδέχεται ότι στην περίπτωση του ενός προσώπου, της μιας ιστορίας, ποτέ δεν φτάνει το αρκετό.
Μικρό απόσπασμα- κλειδί και για τη Λώρα Τζάκσον και για το μυθιστόρημα: «Η Τζάκσον κάνει συχνά λόγο για μια ποίηση που θα μπορεί να είναι ελεύθερη να στοχαστεί και να καινοτομήσει, παραμένοντας εντός των αδιάρρηκτων λογικών ορίων που θέτει η συναίνεση της γλώσσας. Η δυσκολία σε αυτό το εγχείρημα έγκειται στο ότι ο ποιητής πασχίζει να ξεπεράσει το όριο χωρίς να εξέλθει από το συμφωνημένο «γλωσσικό παιχνίδι». Επιθυμεί να φτάσει στο «επέκεινα» παραμένοντας φρόνιμα «εντεύθεν». Σε αυτήν την επιδίωξη κάθε σύλληψη και κάθε φαντασία τελείται μέσα στο πλαίσιο της γλώσσας, πέρα από το οποίο φαίνεται ότι τα πάντα αφανίζονται. Όντως, επέκεινα του «παιχνιδιού» αρχίζει το αδιανόητο, που συνήθως δεν έχουμε το σθένος να αντικρίσουμε».
Ένα περίπλοκο μυθιστόρημα που αφορά αυτή καθ’ εαυτή την ουσία της αντιφατικότητας της ύπαρξης, την πεπερασμένη δυνατότητα της τέχνης και δη της γραφής. Άκρως ενδιαφέρον ως ύφος, ως πρόταση, ως αποτέλεσμα για τα ζητήματα που θέτει και την Λώρα Τζάκσον που μας κάνει γνωστή. Η πιο διάσημη αποκήρυξη στην Ιστορία της ποίησης, μας γίνεται σχεδόν απτή, κατανοητή:
«Μόνη εγώ, ενέχυρο του εαυτού μου.
Να αποδείξω ότι δεν υπήρξα απολύτως τίποτα».


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ:
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα.
Άλλα βιβλία του είναι:
«Το γλωσσικό κουτί» (Εκδ. «Καστανιώτη», 2006),
«Φανταστικό μουσείο» (Εκδ. «Καστανιώτη», 2005),
«Σουνυάτα» (2η Εκδ. «Καστανιώτη», 2004),
«Περίκλειστος κόσμος» (Εκδ. «Καστανιώτη», 2003),
«Encounters» (Listasafn, Reykjavik, 2003),
«The Black Dress» (RCIPP, N.J, 2002),
«Ο μανικιουρίστας» (2000),
«Οι συνταγές του Ναπολέοντα Δελάστου» (1997),«Ο βομβιστής του Παρθενώνα» (1996)