30/8/10

Δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια...

“ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΒΕΡΘΑΣ” της Φωτεινής Τσαλίκογλου, Εκδ. “Καστανιώτη”, σελ. € 16
“Μη βιαστείς να με συμπονέσεις. Δε χρειάζομαι τον οίκτο. Έχω κάτι που οι άλλοι δεν έχουν: Έχω το “Χάρισμα”. Με το “Χάρισμα” βλέπω πίσω από το παραβάν. Ένας άλλος κόσμος απλώνεται εκεί. Πίστεψέ με, λέω την αλήθεια. Μαντεύω αυτό που κάποτε θα γίνει. Και θυμάμαι πράγματα που έχουν από καιρό ξεχαστεί. Η μνήμη είναι εξίσου θαυμαστή με την πρόβλεψη του μέλλοντος”.
Η Βέρθα κατάλαβε τον εαυτό της με έναν θάνατο. Σε ηλικία επτά χρονών. Μαζί με τον εαυτό της, κατάλαβε και το χάρισμα. Ονειρεύτηκε τον εαυτό της, τον Ιωακείμ και δεν ησύχασε παρά όταν ορθώς διαπίστωσε, πώς ήταν νεκρός. Στη συνέχεια θα έπρεπε και να μάθει να ζει με μια παγωμένη, νεκροζώντανη μητέρα. Και με το Χάρισμα. Και με τη μοναξιά. Και με τα όνειρα. Και με τα χρώματα.
Στο καινούργιο της μυθιστόρημα η Φωτεινή Τσαλίκογλου αγγίζει ποιητικά, ψυχολογικά, μαγικά και πάλι, πολλά: την απούσα- παρούσα μητέρα, την αγάπη- παντοτινή λαχτάρα ενός παιδιού να αγαπηθεί αλλά
“Ουκ αν λάβοις παρά της θλιμμένης μητρός”. Και ευτυχώς και υπάρχει και η τέχνη. Επί τω προκειμένω η ζωγραφική και η κυρία Μιράζ.
Κι έτσι μέσα από οκτώ μαθήματα Ζωγραφικής η μικρή Βέθρα “ξαναδιαβάζει” την ψυχή της και τον κόσμο. Αρχίζοντας πρώτα απ' όλα από τη ζωή (και τη σκοτεινιά), από τις εμμονές (και τα πάθη) των ζωγράφων:
Μπαλτίς και “Η κούπα του καφέ”.
Κάσπαρ Φρίντριχ και “Η Παγωμένη θάλασσα”.
Ρενέ Μαγκρίτ και “Οι Εραστές”.
Λεονάρντο ντα Βίντσι και Η Τζοκόντα.
Καραβάτζιο και “Η Κοίμηση της Θεοτόκου”.
Αλοίζ Κορμπάζ και “Εσμεράλδα”.
Χένρυ Ντάργκερ και “Όταν η Τζένυ Ρίτσυ απελευθερώνει ταυτόχρονα κι άλλα φυλακισμένα παιδιά”.
Και τέλος Σίμεον Σόλομον “Το φεγγάρι και ο ύπνος”.
Επειδή, όπως θα πει η Βέθρα στους μονολόγους της:
“Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου. Δεν έχω φίλες. Μετά το μάθημα γυρνώ εκεί που δεν θέλω να είμαι. Αν τύχει και γνωρίσω έναν άνθρωπο, φοβάμαι πως θα με εγκαταλείψει. Αφού εκείνη δε με θέλει, η μάνα μου δηλαδή, γιατί να με θελήσει μια δασκάλα ζωγραφικής; Δεν πιστεύω στον εαυτό μου. Υπάρχουν άνθρωποι που ορκίζονται στο όνομα του εαυτού τους και τον προσκυνούν σαν να είναι Θεός. Θέλω να μ' αγαπούν, αυτό μόνο θέλω. Αγάπη ζητούσαν και οι καλεσμένοι στο σπίτι της κυρίας Ελέσσας. Όμως, τι να την κάνω μια τέτοια αγάπη; Γιατί και ποιος να με θελήσει; Σκοτάδι. Για ποιανού χάρη να βγω στο φως;”
Θα βρει, όμως, τρόπο και μέσα από τα όνειρα, τους πίνακες, τον νεκρό αδελφό, την δασκάλα της και τις λέξεις, τις ιστορίες της να ξαναβγεί στο φως. Ο Ιωακείμ βρίσκεται πάντοτε εκεί με το αγαπημένο του κόκκινο μπουφάν που μεγαλώνει μαζί του σε έναν χρόνο άλλον:
“Πεθαίνω σημαίνει μαθαίνω τα μυστικά των ξένων θανάτων”.
“Πες μου, ονειρεύτηκα;”
“Μόνο οι σκέψεις μας είναι αληθινές”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Οι αληθινές σκέψεις έρχονται μέσα στα όνειρα”.
“Ονειρεύτηκα;”
“Σου δάνεισα τη σκέψη μου. Έγινα δικός σου”.
Επειδή: “Όταν πεθαίνεις, παύεις να είσαι ένας, αδελφούλα μου, γίνεσαι πολλοί. Η φωνή σου γίνεται πολλές φωνές”.
Και η παρότρυνσή του, τελικά, σωτηριολογική:
“Μην αφήσεις ποτέ τα όνειρα να σε αφήσουν”.
“Μην ξεχάσεις ποτέ να επιθυμήσεις κάτι, Βέρθα. Επιθυμίες, αυτές δεν πρέπει να τις εγκαταλείπει ποτέ κανείς”.
Εξάλλου, ό,τι έχει γίνει, από τα όνειρα, από τις επιθυμίες, απ' την ανάγκη των άλλων και τα σκοτάδια, από την απώλεια έχει γίνει:
“Οι μεγάλοι ζωγράφοι αφήνουν την υπογραφή τους στο κενό. Κάποιοι από εσάς είναι πιο ικανοί από άλλους στην αποκρυπτογράφηση”.
Ψαχτά, λοιπόν, και η Βέθρα, μέσα από έργα που την καλούν και ιστορίες που βρίσκονται κάπου εκεί έξω και την περιμένουν, προσεγγίζει το αίνιγμα αδυνατώντας να προσεγγίσει της μαμάς της την παγωμένη ψυχή:
“... αγνοημένα πράγματα, έρχονται στο φως και φανερώνουν ότι η ευτυχία μας εξαρτάται και αυτή από ένα αίνιγμα δεμένο με τον άνθρωπο και ότι μοναδικό μας καθήκον είναι να προσπαθήσουμε να το γνωρίσουμε”.
Ένα βιβλίο που μεταλλάσσεται σαν Χώρα Θαυμάτων με μια Βέρθα – Αλίκη που ακολουθεί τα χρώματα και τη ζωγραφική για να λύσει το αίνιγμα με ένα αίνιγμα με ένα αίνιγμα διότι εν τέλει, αυτό είναι η ζωή “αυτό που δεν φαντάζομαι”. Και επειδή “δεν υπάρχει τίποτα πιο απατηλό από τις προφανείς εξηγήσεις. Τίποτα πιο μυστηριώδες από την διαύγεια”.
Ένα μυθιστόρημα που παίζει με τις τέχνες, τα είδη, τη μουσική, τη ζωγραφική, αποκαλυπτικό και καθηλωτικό. Ποιητικό και, τελικά, λυτρωτικό.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
H Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Eίναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, όπου διευθύνει το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ψυχολογία και ΜΜΕ». Είναι επίσης τακτική συνεργάτις στην εφημερίδα Τα Νέα και έχει επιμεληθεί σειρές εκπομπών στην κρατική τηλεόραση γύρω από θέματα ψυχικής διαταραχής και αποκλεισμού.
Έχει εκδώσει τα επιστημονικά έργα και δοκίμια: “Σχιζοφρένεια και φόνος” (Αναζητώντας τον χαμένο παράδεισο), “Μυθολογίες βίας και καταστολής”, “Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή”, “Ψυχολογικά, Ψυχο-λογικά” (Οι παγίδες του αυτονόητου), “Η ψυχολογία στην Ελλαδα σήμερα”, “Στην άλλη όχθη” (επιμ.) και “Μήπως;” (διάλογοι με τη Μαργαρίτα Καραπάνου). Επίσης το παραμύθι “Η νεράιδα της Γης” (με εικονογράφηση του Αλέξη Κυριτσόπουλου).
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της:
“Η κόρη της Ανθής Αλκαίου”, 1996
“Έρως φαρμακοποιός”, 1997
“Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά”, 2004
“Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ”, 2000 και
“Tο χάρισμα της Bέρθας”, 2010
η νουβέλα “Όλα τα ναι του κόσμου” 2008,
καθώς και τα βιβλία
“Ψυχολογία της καθημερινής ζωής”, (Η κουλτούρα του εφήμερου), 2008
“Η ψυχή στη χώρα των πραγμάτων”, 2003 και
“Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς” 2008 (Τα παράξενα της μητρικής αγάπης – Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου), 2008.

Ελένη Γκίκα, Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

27/8/10

“πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά”

δυστυχώς...

“ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΦΙΛΟΥΣ” της Σοφίας Νικολαίδου. Εκδ. “Μεταίχμιο”, σελ. 272, € 15

“Κυρία Νίνα, της είχε πει περνώντας για μια καλημέρα από την αυλή της, άτιμο πράγμα η Ιστορία. Πέφτει επάνω στη ζωή και την πλακώνει”.
Με τον τίτλο “Απόψε δεν έχουμε φίλους”, ειρωνική φοιτητική κραυγή από τη νύχτα της μεγάλης Φωτιάς, η Σοφία Νικολαίδου επιχειρεί ένα τολμηρό εγχείρημα, ν' αγγίξει την νεώτερη ιστορία και να τα πει με-τ' όνομά τους τα γεγονότα, με ονόματα, και όσο γίνεται αντικειμενικά. Εξάλλου, ακόμα, συνέπειες πληρώνουμε, έστω κι αν έχει ξεθωριάσει τόσο μέχρι που να είναι πια αόρατη και η αιτία και η αφορμή.
Θεσσαλονίκη και ο χρόνος πηγαινοέρχεται. Σπαράγματα πεμπτουσίας του αρχίζοντας από το παρόν. Δεκέμβριος 2008, φωτιά και συνθήματα σε μια μεγάλη πανεπιστημιακή σχολή. “Κουβάλα τον προτζέκτορα/ να σε κάνουν λέκτορα”, το μόνο σταθερό μέσα στον χρόνο. Εξάλλου:
“Για τον Μαρίνο η Ιστορία δε φορούσε εσθήτα και δάφνινο στεφάνι, όπως την απεικόνιζαν οι πίνακες. Δεν έγραφε με φτερό από αγριόχηνα. Τη φανταζόταν πιο πολύ σαν μια γιαγιά με ρόμπα και στραβοπατημένες παντόφλες, που έλεγε ιστορίες στα εγγόνια της, την ώρα που τηγάνιζε πατάτες”.
Και το άλμα του χρόνου, εκτινάζεται αντί για το μέλλον πρώτα στο πρόσφατο παρελθόν. Σιγά- σιγά κανείς επιστρέφει πίσω, ναρκοθετημένο το χθες αλλάζει αναλόγως με το παρόν. Η γνώση (και η επίγνωση) το κάνει ν' αλλάζει.
Οκτώβριος 1081- 1989. Ανυποψίαστος αλλά αποφασισμένος ιστορικός αποφασίζει να θέσει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, το διδακτορικό του απαγορευμένο, δωσίλογοι και γερμανοφασιστικές οργανώσεις στην πόλη κατά την κατοχή. Ο καθηγητής του προοδευτικός και αυτοδημιούργητος. Τον παροτρύνει, τον πιστεύει, τον εμπιστεύεται, τον προδίδει. Το “προοδευτικό” έχει όριο. Αλλά στο μεταξύ εκείνος γυρίζει πίσω, σε επικίνδυνες, επώδυνες ιστορικές σελίδες, θαμμένες, και ξεχασμένες, παλιές.
Θεσσαλονίκη 1934- 1944, Ναζιστική Γερμανία, εβραίοι, διώξεις, κι ένας καθηγητής φιλοναζιστής. Ποτέ του δεν γνώρισε την αποκαθήλωση. Τριγύρω γονείς, φοιτητές, προδότες και πατριώτες, μικρές και μεγάλες ζωές. Επιζήσαντες κάποιοι. Επιλήσμονες οι περισσότεροι. Προδότες εκόντες άκοντες οι πιο πολλοί. Προδομένοι οι περισσότεροι. Τα διλήμματα εδώ, βασανιστικά, διαρκή: η σωστή και η λάθος πλευρά. Αλλά και πάλι κατά πόσον επιλέγει κάποιος πλευρά;
“Θέλω να πω, σχολίασε κοιτώντας στα μάτια το φοιτητή του, εγώ, παιδί μου, δεν μπορώ να γίνω κομμουνιστής. Αδύνατον. Μου σκότωσαν τη μάνα.
Έσφιξε τα χείλη και συμπλήρωσε πικρά:
Όπως καταλαβαίνεις, παιδί μου, η Ιστορία είναι υπόθεση προσωπική. Πρώτα κοιτάς που χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά”.
'Ενα μεταμοντέρνο κατακερματισμένο μυθιστόρημα για ένα κλασικό, παραδοσιακά κλασικό, επώδυνο και απαγορευμένο ζήτημα. Οι καζαντζακικοί αδελφοφάδες σε ένα πανεπιστημιακό μυθιστόρημα διότι η καρδιά της μάχης – και μάλιστα με χίλιους τρόπους- δίνεται εκεί.
Χαρακτήρες αναγνωρίσιμοι και ταυτοχρόνως αρχετυπικοί, προδοσίες και καταστροφές που βαραίνουν ακόμα και φράσεις που κόβουν σαν μαχαιράκι, εικόνες αναλλοίωτες που ακόμα μας κυνηγούν, για πάντα θα μας κυνηγούν και “φωτεινά μυαλά” που σκορπίζουν στον άνεμο διότι “η ζωή δεν είναι δίκαια” εκτός και αν η δικαιοσύνη της είναι “κάπως αλλιώς” ή “αλλού”.
Ελλειπτική γραφή, κατακερματισμένη αφήγηση, αυτό που απομένει εξάλλου δεν είναι... πιλάφι, αλλά αποξεχασμένες νάρκες που ωστόσο ακόμα μας καθορίζουν, σαφώς πονούν.
Η Σοφία Νικολαίδου αποφασίζει να θυμηθεί. Και να ψάξει. Και να τα πει. Και το κάνει τολμηρά, ποιητικά, δραματικά, αλλά μετ' αποδοχής. “Έτσι είναι” και “Αυτά”. Δεν γυρίζει αλλιώς η σελίδα διαφορετικά. Αποφασίζει λοιπόν και κάνει αριστοτεχνικά και την βρόμικη δουλειά. Μυθιστόρημα που δεν αγαπήθηκε τυχαία που συνδυάζει πολλά: ιστορία, ψυχολογία, πολιτική, πανεπιστημιακό καθεστώς, κοινωνιολογία, μια καθημερινότητα ποιητικά επώδυνη, μαγική, σοφή. Και με λόγο, “άνευ λόγου” ποτέ.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Η Σοφία Νικολαΐδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1968. Σπούδασε κλασική φιλολογία (μεταπτυχιακό δίπλωμα Κλασικών Σπουδών Α.Π.Θ.). Έχει μεταπτυχιακή εξειδίκευση στην παιδαγωγική αξιοποίηση των υπολογιστικών και δικτυακών τεχνολογιών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συμμετείχε στην ερευνητική ομάδα που συγκρότησε το Υπουργείο Παιδείας για τη μελέτη των προβλημάτων, τα οποία παρουσίαζε το ισχύον πρόγραμμα διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο (1994-5). Εργάζεται στη μέση εκπαίδευση ως επιμορφώτρια στις Τεχνολογίες της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας. Της ιδίας: -"Η διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας από μετάφραση στη Μέση Εκπαίδευση", Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων-Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 1998 (συμμετοχή στην ερευνητική και συγγραφιική ομάδα) -"Ξανθιά πατημένη", διηγήματα, Κέδρος, 1997, 2η έκδοση 1998 -"Ο φόβος θα σε βρει και θα 'σαι μόνος", διηγήματα, Κέδρος, 1999 -"Πλανήτης Πρέσπα", μυθιστόρημα, Κέδρος, 2002 -"Ο μωβ μαέστρος", μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006.

Ελένη Γκίκα, Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

20/8/10

“Το τάνγκο είναι μεγάλη πληγή”

αλλά “το τάνγκο είναι και μια κραυγή με σιγανή φωνή”


“ΜΕ ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ” της Έλια Μπαρθελό. Μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 232, € 13.89

“Εκείνη τη στιγμή μου δημιουργήθηκε η φευγαλέα αίσθηση πως βρισκόμουν ανάμεσα σε φαντάσματα, αλλά το τάνγκο θολώνει τα πράγματα, τα κάνει θαμπά όπως το αλκοόλ, και τα φαντάσματα ήταν μια καλή παρέα για τον δεύτερο εαυτό μου, τον νυχτερινό, που όλη τη μέρα δεν τον σκεφτόμουν σχεδόν καθόλου αλλά τη νύχτα, στις μιλόνγκες, έπαιρνε τον απόλυτο έλεγχο και αναδυόταν ποθώντας μιαν εποχή που δεν είχα γνωρίσει ποτέ, νοσταλγώντας μια γυναίκα που δεν είχα ποτέ, να με περιμένει στη Λα Μπόκα”.
Σε μια ευρωπαική πόλη ένας άνδρας χορεύει τάνγκο με μια γυναίκα τυχαία σε κάποιο μπαρ. Δεν αμφιβάλει ούτε στιγμή: είναι το άλλο μισό του, η γυναίκα που ψάχνει. Την χάνει κρατώντας μονάχα έναν τόπο: Λα Μπόκα, Μπουένος Άιρες. Και τ' όνομά της: Ναταλία.
Θα βάλει σκοπό της ζωής να την βρει.
Στο καινούργιο μυθιστόρημα της Μπαρθελό που την γνωρίσαμε από το “Μυστικό του χρυσοχόου”, παρακολουθούμε και πάλι το παιχνίδι του χωροχρόνου και τον χορό της ψυχής. Υπό τους ήχους του τάνγκο αυτή τη φορά, εφόσον:
“Δεν υπάρχει άλλη πολιτισμένη δραστηριότητα του ανθρώπινου είδους στην οποία το αρσενικό να μπορεί να υποδεικνύει τι θέλει και η γυναίκα να το ακολουθεί τυφλά, όλο εμπιστοσύνη και σιγουριά. Το αργεντίνικο τάνγκο είναι το μοναδικό συμβόλαιο που δεν μπορεί να σπάσει”.
Του αργεντίνικου τάνγκο που κυριολεκτικά ανοίγει μια τρύπα στον χρόνο, κι ενώνει παρόν με ατελεύτητο παρελθόν. Σε μια αφήγηση που πηγαινοέρχεται στον χρόνο σαν τα βήματα του χορού ή σαν παλιρροϊκό κύμα.
Ογδόντα χρόνια και πριν, σε ένα σπιτάκι στη Λα Μπόκα στο Μπουένος Άιρες, ένα κορίτσι, παραμονές του γάμου του χορεύει με έναν άγνωστο ένα τάνγκο. Παντρεύεται ύστερα, ακολουθώντας την ειμαρμένη. Εκείνος χάνεται σε ναυάγιο, εκείνη γίνεται επαγγελματίας χορεύτρια του τάνγκο όπως και ο άγνωστος της νύχτας. Κι οι δυο, πορτρέτο ενός ζωγράφου που αγαπά το τάνγκο. Το τέλος, πικρό. Με ένα φιλί μισοτελειωμένο για ογδόντα χρόνια στο παντού ή στο πουθενά.
Με κεφάλαια που εναλλάσσονται στον χρόνο, η Έλια Μπαρθελό παρακολουθεί τις στιγμές των δυο ζευγαριών. Επαναλαμβάνοντας κύκλους ζωής που θυμίζουν την αιώνια επιστροφή και το θεώρημα του Πουανκαρέ. Τη σκηνή που προβάλλεται πάλι και πάλι μέχρι να ολοκληρωθεί, τελικά, μέσα στον χρόνο. Τη μισοτελειωμένη κίνηση που δεν γίνεται παρά κάπου στο μέλλον και να ολοκληρωθεί. Την δική της μισοτελειωμένη συγγραφική κίνηση στο “Μυστικό του χρυσοχόου” όπου το ζευγάρι της ιστορίας μας συναντήθηκε όταν “πού πια καιρός”.
Αλλά στο καινούργιο της μυθιστόρημα επιλέγει να έχει πια αίσιο τέλος. Έστω και αν το κάνει ρομάντζο, ακόμα και αν στην τελική φαντάζει μελό. Έτσι:
“Στο εξωπραγματικό φως της συσκευής, καθώς στεκόσασταν αντικριστά, κοιταχτήκατε, συνειδητοποιώντας σιγά σιγά ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου την ιστορία εκείνου του σπιτιού και συνάμα τη δική σας, από τη στιγμή που, σε μια πόλη μακριά από κει, είχατε ανακαλύψει το πάθος του τάνγκο σε μια ανύπαρκτη διάσταση. Μα δεν ήταν αρκετό. Και οι δυο ξέρατε πως έλειπε ένα κομμάτι και πως αυτό το κομμάτι ήταν απαραίτητο για να βάλετε ένα τέλος σε μια ιστορία που είχε μείνει μισή ογδόντα ολόκληρα χρόνια”.
Μια συγκινητική ιστορία με χάπι εντ που θα ήταν ένα εξαίσιο μυθιστόρημα του φανταστικού εάν δεν αφορούσε έναν έρωτα μόνον. 'Η μήπως όλα είναι έρωτας και μισοτελειωμένη κίνηση, τελικά; Με τα “επιτρέπεται” και “απαγορεύεται” της κάθε εποχής και τους ρυθμούς του τάνγκο να χαρίζει ποιητικότητα και μουσικότητα έως το τέλος. Ατμοσφαιρικό, παραμυθένιο, ρυθμικό.
“Το τάνγκο είναι μεγάλη πληγή” αλλά “το τάνγκο είναι και μια κραυγή με σιγανή φωνή” (τιτλοφορεί τα πορτρέτα του ο άγνωστος ζωγράφος), που επιμένει επιβάλλοντας τη σιωπηλή του κραυγή μέσα στον χρόνο.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΟ ΤΗΣ:
Η Έλια Μπαρθελό (Έλδα, Αλικάντε, 1957) διδάσκει ισπανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Ίνσμπουργκ στην Αυστρία και έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα και δοκίμια. Με τα πρώτα τρία μυθιστορήματά της (Sagrada, El Mundo de Yarek - Διεθνές Βραβείο UPC για την καλύτερη νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, 1993 - , Consecuencias naturales) καθιερώθηκε ως μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές φωνές στο χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας στην Ισπανία. Το τέταρτο βιβλίο της, με τίτλο "El vuelo del Hipogrifo", ένα μυθιστόρημα που δύσκολα εντάσσεται σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κάνοντάς την γνωστή σε ένα ευρύτερο κοινό διεθνώς. Ακολούθησε "Το μυστικό του χρυσοχόου" (El secreto del orfebre, 2003), το πρώτο έργο της που μεταφράζεται στα ελληνικά. Έχει επίσης γράψει νεανικά μυθιστορήματα, περισσότερα από τριάντα φανταστικά και αστυνομικά διηγήματα και ένα δοκίμιο για τα αρχέτυπα του τρόμου στο έργο του Χούλιο Κορτάσαρ.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

18/8/10

“Αυτός που μας δημιούργησε χωρίς τη βοήθειά μας, δεν θα μας σώσει χωρίς τη συγκατάθεσή μας”

Η ασθένεια του σύγχρονου θεανθρώπου

Για τον φίλο μου τον Μάκη Αρμένη (ιερός Αυγουστίνος και μην κάνεις κιχ!)

“Κι αν ακόμα δεν υπήρχε Θεός, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε”, ναι, Βολταίρος. Αλλά το πήραμε αψήφιστα φερόμενοι ωσεί Θεοί. Η ασθένεια του Δυτικού ανθρώπου. Το σύγχρονο Δράμα, Βαθιά Υπαρξιακό και αβάσταχτο, το συνειδητοποιείς διαβάζοντας τον τελευταίο Ροθ, το περιγράφει ως τα έγκατα στην “Ταπείνωση” με τρόπο αριστουργηματικά τραγικό.
“Ήταν όλα τυχαία, Τζέρι, τυχαίο που μου δόθηκε ένα κάποιο ταλέντο, τυχαίο που μου αφαιρέθηκε. Η ίδια η ζωή είναι τυχαία, από την αρχή ως το τέλος”. Ο Σάιμον Άξλερ, παλαίμαχος ηθοποιός τεράστιος στη δύση του, παρακολουθεί τη ζωή του ως παράσταση να φθίνει, το ταλέντο του- νόημα να δύει και να χάνεται, κάλπης στην ίδια του τη ζωή- σκηνή.
Το αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή με σαφήνεια, κρυστάλλινα, από την πρώτη αράδα: “Είχε χάσει τη δύναμη να σαγηνεύει. Η ορμή του είχε ξοδευτεί”.
Αποσύρεται για να γλείψει τις πληγές σαν σκυλί, αντιστέκεται στο αυτοκτονικό του φινάλε, νοσηλεύεται, ερωτεύεται, προσπαθεί. Αλλά...
“Αν υπάρχει Θεός, όλα επιτρέπονται”, γράφει ο Ντοστογιέφσκι ζώντας κι αγγίζοντας τα πάνδεινα. Ο Σάιμον Άξλερ, όμως...
“Όλα τα θεωρούσε ασκήσεις χωρίς νόημα. Αυτό που εξακολουθούσε να τον φοβίζει, καθώς πλησίαζε η μέρα του εξιτηρίου, ήταν το γεγονός ότι τίποτα από όσα του είχαν συμβεί δεν φαινόταν να συνδέεται με κάτι άλλο”...
“Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει, είπε στον γιατρό αργότερα, την ίδια μέρα. “Χάνεις, κερδίζεις- όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης. Η παντοδυναμία του καπρίτσιου. Η πιθανότητα της ανατροπής. Ναι, η απρόβλεπτη ανατροπή και η εξουσία της”. Δεν μπορεί να ελπίζει, δεν έχει που να πιαστεί, στο Κενό, στο απόλυτο Τίποτα, δεν υπάρχει χειρολαβή.
“Αυτός που μας δημιούργησε χωρίς τη βοήθειά μας, δεν θα μας σώσει χωρίς τη συγκατάθεσή μας”, γράφει ο Ιερός Αυγουστίνος επιτρέποντάς μας να είμαστε έρμαια της απόλυτης, αφόρητης ελευθερίας την κάθε στιγμή ως την ύστερη στιγμή. Γι' αυτό και ο Σύγχρονος- Τυχαία- Υπεράνθρωπος- Σίσυφος γονατίζει, εφόσον εδώ έχουμε έρθει να χάσουμε τα πάντα, ως και την συνείδησή μας αυτή καθ' εαυτή, όπως ο Φρόυντ έχει πει.
Το αποτέλεσμα, από ένα θεικά “μαύρο” βιβλίο, η διαπίστωση ότι, τελικά, οι μεγάλοι συγγραφείς είναι ιαματικοί. Όπως η Τέχνη, αποτελώντας το Νόημα. Ο Νίτσε αυτό δεν είχε πει; Γι' αυτό, φινάλε με... Γκράχαμ Γκρην: “Αυτός που ψάχνει το Θεό, τον έχει ήδη βρει”. Γιατί όλα είναι φως και ταυτοχρόνως σκοτάδι, αναλόγως τη ματιά, τη στιγμή.

YG. Με συγκινεί ο φίλος μου (καλά μη τα μετράτε τα χρόνια, από το... τέλος πάντων, από τα 18). Εκεί που εξαφανίζεται και με εξαφανίζει, εκεί που μας αφανίζει ο χρόνος και στάχτη όλα και λήθη, τσουπ νάσου το ίδιο συναίσθημα, το ίδιο βάρος, το όμοιο βάσανο, η ίδια ματιά στη ζωή, αυτό το -τελικά- δεν- είσαι- ελέφαντας- ρε παιδί μου!
"Μνήμη Αυγούστου" και από τον Μάκη Αρμένη σήμερα το πρωί και φυσικά θαλπωρή. Αφού αντέχει η φιλία τριάντα χρόνια????? υπάρχει τελικά βεβαιότητα σ' αυτή τη ζωή!
Και επειδή στο τηλέφωνο ήμουν παναγία- βοήθα- με-το- κεφάλι- στα- υπόγεια, τρίτο πάτωμα κόλασης, δλδ, μόλις ανέβηκα το... ανέβασα και του το αφιερώνω, ναι οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι, με γιάτρεψε με την αύρα της φιλίας του και τα φαγάκια που μου υποσχέθηκε το πρωί. Λοιπόν βουαλά Μάκη, Φως απ' το Μαύρο, ναι? Ξέρουμε εμείς! Όπως ξέρουμε εμείς!

16/8/10

Μνήμη Αυγούστου

“Μάθε να ξεχνάς” και “Θα πρέπει να θυμηθείς για να μπορέσεις, τελικά, να ξεχάσεις”. Για όλα φταίει ο Αύγουστος ή μάλλον ο χρόνος που διαστέλλεται υπέρ μας ή σε βάρος μας, πάντοτε τέτοια εποχή.
Άλλοι, όπου φύγει φύγει, γιατί έτσι πρέπει, άλλοι, μονάχα τώρα κλείνει η επιχείρηση, κι άλλοι, στο σπίτι τελώντας εν αδεία, θέλοντας και μη. Σε μια Αθήνα κούκλα, εάν δεν φοβάσαι φυσικά τη μοναξιά. Ακόμα κι εκεί που μένω το βουνό γίνεται πιο βουνό, οι δρόμοι ατέλειωτοι κι οι νύχτες ταινίες και παρελθόν. Προχθές, «Καθρέφτης», «Νοσταλγία» και Ταρκόφσκι, εχθές, Βισκόντι και «Αθώος», μια Τετάρτη, «Γλυκό πουλί της Νιότης» και Τενεσί Ουίλιαμς.
Γκιώνης, τζιτζίκια και βιβλία. Θρίλερ μετά μανίας, Φίτσεκ και «Θεραπεία», Φίτσεκ και «Πείραμα Μνήμης». Εκείνο το «μάθε να ξεχνάς» του εξωφύλλου άρχισε τη ζημιά. Σελίδες με αλήθειες που μπορεί να φαντάζουν υπερβολικές, μα είναι ωστόσο αληθινές. Τα στάδια του πένθους, ο διεσταλμένος χρόνος, ταινία η ίδια μας η ζωή, αυτό που περιγράφουν οι επιζήσαντες, όλα σε αργή κίνηση, με μια διαύγεια φοβερή.
Αλλά και ΑΥΑ, Ατομα Υπεραισθητηριακής Αντίληψης, ή άλλως, Σύνδρομο Αρωγής. Μεσσιανικό σύνδρομο που μου καταλογίζει η φίλη μου η Βίκυ. Εκείνο που σε κάνει να λιποθυμάς μπροστά στο ατύχημα, να υποφέρεις σχεδόν σωματικά στις τηλεοπτικές ειδήσεις, να ξενυχτάς για τους φίλους σου και να αντιδράς προσωπικά και υπερβολικά. Να είναι όλα «δική σου υπόθεση». Το σύνδρομο της καλής μαθήτριας, που μας καταλόγιζαν παιδιά; Και που φαντάζει ψεύτικο σε μιαν εποχή που δεν δίνει κανείς του αγγέλου του νερό. Και που στην τελική είναι κι ασθένεια, τα ταγκαλάκια του γέροντος Παΐσιου, η υπερευαισθησία δεν ωφέλησε ποτέ. Ποιος είπε πως τα θρίλερ γίνονται μόδα σήμερα αποτελώντας τον δικό μας θαυματοποιό Χάρι Πότερ, αφού θαυματοποιός είναι η ίδια η ζωή.
Ο Ταρκόφσκι όταν του έλεγαν πως κάνει αλληγορία, επέμενε «ρεαλισμός». Κι ο Ντοστογιέφσκι όταν του καταλόγιζαν πως ο «Ηλίθιος» δεν υπάρχει, έλεγε η πραγματικότητα είναι αυτή. Μια πραγματικότητα που είναι Φιλοκαλία και Γεροντικό και Θρίλερ και «Στάλκερ» και «Ηλίθιος» και «Δαιμονισμένοι» ή και όλα μαζί. Αλλά και το «Πείραμα Μνήμης» του Φίτσεκ είναι. Γιατί μπορεί η ιστορία να είναι ψευδής, αλλά ο Αύγουστος σε κάνει να διαπιστώνεις ότι τα επιμέρους είναι αληθινά. Κι ίσως αυτό να βλέπει ο αναγνώστης.

Yg. Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής

9/8/10

Το μουσείο του έρωτα

“Όχι, δεν επέστρεφε σ' ένα σπίτι, ούτε στον έρωτα μιας γυναίκας, ούτε καν στο παρελθόν – γιατί το σπίτι, ο έρωτας μιας γυναίκας και το παρελθόν ακόμα ποτέ δεν έχουν απόλυτη ανοσία στο πέρασμα του χρόνου...”


“ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ” του Άλαν Πάουλς. Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου. Εκδ. “Πάπυρος”, σελ. 605, € 22

“Ο έρωτας μπορεί να είναι αμοιβαίος, όχι όμως και το τέλος του έρωτα, ποτέ. Οι σιαμαίοι χωρίζονται. Και ούτε καν αυτοί' γιατί μόνοι τους δεν μπορούν να το κάνουν. Πρέπει να τους χωρίσει κάποιος άλλος, ένας τρίτος, ένας χειρουργός, που μ' ένα νυστέρι κόβει στη μέση το όργανο ή το μέλος ή τη μεμβράνη που τους ενώνει και χύνει αίμα και τις περισσότερες φορές, ας το πούμε παρεμπιπτόντως, σκοτώνει, σκοτώνει τον ένα, τουλάχιστον, και καταδικάζει τον άλλον, τον επιζήσαντα, σε αιώνιο πένθος, γιατί το μέρος του κορμιού του πονάει, πονάει πάντα, και αναλαμβάνει πάντα να του θυμίζει ό,τι δεν είναι κι ούτε θα είναι ποτέ ολόκληρος, ότι αυτό που του αφαίρεσαν δεν θα το έχει ποτέ ξανά”.
Μπουένος Άιρες, τέλος της δεκαετίας του '80 και ο Ρίμινι και η Σοφία εν πλήρη νηφαλιότητι και μέσα στην απόλυτη ευτυχία (δώδεκα χρόνια μαζί και καλά) αποφασίζουν να χωρίσουν για να μη ζήσουν τη φθορά. Τόσο όμορφοι, τόσο αλλιώτικοι, τόσο τέλειοι, κι αποφασίζουν κατά την Φρίντα ξαφνικά “να γίνουν φυσιολογικοί”. Αυτοί οι δυο που ήταν ένας να ξαναγίνουν δυο, και τα παρενθετικά σημειώματα της Σοφία προς τον Ρίμινι πια για πάντα να κοπούν.
Αλλά πόσο εύκολο είναι να κοπεί σε ένα τέτοιο ζευγάρι ο ομφάλιος λώρος; Η Σοφία δεν δοκιμάζει να το κόψει ποτέ. Μένει στο σπίτι όπου έμεναν, κρατά φωτογραφίες, παλιά έπιπλα και τις αναμνήσεις (θεματοφύλακας γίνεται), τα στέλνει κομμάτι κομμάτι και του εμφανίζεται άλλοτε γράφοντας κι άλλοτε με την φυσική της παρουσία σε κομβικά σημεία ζωής, σταθμούς. Αλλάζοντας την ροή του ή διακόπτοντας, τελικά, την όποια ροή.
Ο Ρίμινι θα θελήσει να πάει τη ζωή του παρακάτω. Συγκατοικεί με μια νεαρή ζηλιάρα και μεταφράζει παίρνοντας κόκα σαν τον τρελό. Ερωτεύεται μια Κάρμεν, και οδηγεί την Βέρα (την νεαρή ζηλιάρα) σε θανάσιμο ατύχημα, γεννά έναν γιο, εξαιτίας της Σοφία χάνει και Κάρμεν και γιο. Κλέβει έναν πίνακα ενός ζωγράφου που αποτελούσε το σύμβολο της σχέσης τους, τον καταγγέλλει η ερωμένη του και πηγαίνει φυλακή. Τον σώζει η Σοφία για να τον “φυλακίσει” στο Παρελθόν του και στο Ζευγάρι δια παντός. Περνά τις μέρες του προσπαθώντας να θυμηθεί και ξεδιαλύνει φωτογραφίες, υποτιτλίζοντας λεζάντες, ανασταίνοντας την σχέση του και εαυτόν. Βοηθά στην οργάνωση που δουλεύει η Σοφία “Αντέλ Ουγκώ:Οι γυναίκες που αγαπούν υπερβολικά”. Κι αιμορραγώντας, την δικαιώνει (και την Σοφία και την οργάνωση).
'Ενα μυθιστόρημα- ποταμός, με τεράστιες θουκυδίδειες παραγράφους, παρενθέσεις, παρεμβολές, γοητευτικούς συνειρμούς που ανοιγοκλείνει σαν βεντάλια για να υποδεχθεί: την εξάρτηση από τη μετάφραση, την ιστορία του Ρίλτσε που ζωγράφιζε ως θύτης και θύμα ταυτοχρόνως την ασθένεια και την απόκλιση, τη σουρεαλιστική διαδρομή ενός πίνακα που εκ του προχείρου έφτιαξε για να δωρίσει στον εραστή του, την ζωή και τα πάθη της Αντέλ Ουγκώ, μεταφραστικά συνέδρια, μουσεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γυναικείες ομάδες, και τα γράμματα της Σοφία, αλλόκοτα και ποιητικά, που υποτάσσονται στους συντακτικούς κανόνες της μυθιστορηματικής αρχιτεκτονικής, ανοιγοκλείνουν με τη σειρά τους στο χρόνο, στα συναισθήματα, με παρενθέσεις που αποτελούν στη δική της ζωή, η όντως ζωή, και αποτελούν σήμα κατατεθέν.
Επειδή αυτό που ζουν ως ζευγάρι, είναι ένα δικό τους παράλληλο σύμπαν με ό,τι άλλο συμβαίνει να λειτουργεί, για την Σοφία, τουλάχιστον, παρενθετικά.
Ένα ασθματικό βιβλίο που ή το λατρεύεις ή το μισείς, μέσον όρο δεν έχει. Με απογειωτικές στιγμές, χαρακτήρες πολυδαίδαλους και διαχρονικούς, μαύρο χιούμορ, σπαρακτικό και ταυτοχρόνως σαρκαστικό, τολμηρό, πρωτοποριακό, παντελώς διαφορετικό απ' ότι οτιδήποτε έχει διαβάσει ο καθένας μας μέχρι στιγμής. Και σαφώς ένας μεταφραστικός άθλος (εδώ είναι αναγνωστικός!) Απίστευτα γοητευτικό ανάγνωσμα.
Μικρό απόσπασμα για το τέλος: “Όχι, δεν επέστρεφε σ' ένα σπίτι, ούτε στον έρωτα μιας γυναίκας, ούτε καν στο παρελθόν – γιατί το σπίτι, ο έρωτας μιας γυναίκας και το παρελθόν ακόμα ποτέ δεν έχουν απόλυτη ανοσία στο πέρασμα του χρόνου. Επέστρεφε σ' ένα μουσείο: το μουσείο το οποίο είχε γεννηθεί, που τον είχε διαμορφώσει, από το οποίο τον είχαν κλέψει και που, στο πέρασμα των χρόνων, όχι μόνο είχε αρνηθεί να γεμίσει τη θέση του με κάποιο άλλο έκθεμα, αλλά την είχε διατηρήσει έτσι, άδεια, ενάντια στα πάντα, όπως διατηρείται ο χώρος όπου συνέβη ένα θαύμα, με την ελπίδα, τη βεβαιότητα ακόμα καλύτερα, πως αργά ή γρήγορα, αυτός, ο Ρίμινι, θα την καταλάμβανε και πάλι και το θαύμα θα συνέβαινε ακόμα μια φορά”.
Και την... κατέλαβε φυσικά!
Ένα κυνικά ερωτικό βιβλίο για τις εξαρτήσεις (παντός είδους), και τις αποκλίσεις (που μας κάνουν τόσο πολύ διαφορετικούς). Επιδέχεται, βεβαίως, πολλαπλών αναγνώσεων. Δηλαδή, εκεί όπου κάποιος μπορεί και να διακρίνει έναν μεγάλο έρωτα, κάποιος άλλος μπορεί να δει και μια φυλακή.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Άλαν Πάουλς (Alan Pauls) γεννήθηκε στo Μπουένος Άιρες το 1959. Σπούδασε στη Σχολή Τεχνών στο Πανεπιστήμιο της πόλης του και εργάστηκε ως δημοσιογράφος, μεταφραστής, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου. Δίδαξε Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπούενος Άιρες, και κατά τη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία ίδρυσε το περιοδικό Lecturas Críticas. Από το 1983 ασχολείται και με τη συγγραφή σεναρίων. Στην Αργεντινή έγινε κυρίως γνωστός από το κριτικό του έργο ενώ έχει εκδώσει και μια μονογραφία για τον Μπόρχες. Είναι συγγραφέας συνολικά έξι μυθιστορημάτων.

ΥΓ. Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής.

2/8/10

Κι όμως, πριν από οχτώ μήνες ήταν ένας γαλήνιος άνθρωπος...

“Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΩΝ ΕΡΑΣΤΩΝ” του Πάμπλο Σιμονέττι. Μετάφραση: Τιτίνα Σπερελάκη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 320, € 17

“Πάντα υπάρχει μια πρώτη φορά για όλα, ακόμα και για να νιώσεις τα συναισθήματα που περισσότερο φοβάσαι και λαχταράς”. Φρασούλα- κλειδί που σου κλείνει το μάτι με το που θα το ξεκινήσεις το βιβλίο, γεννημένη ή μάλλον γραμμένη ή προορισμένη για να περάσει απαρατήρητη, εφόσον ό,τι ακολουθεί στη “Λογική των εραστών” είναι καταιγιστικό: η Λάουρα που ετοιμάζεται και περιμένει αδημονώντας τον Μανουέλ για να πάνε στην όπερα, καλεσμένη από την τράπεζα όπου εργάζεται για το πρώτο επίσημο και δημόσιο γκαλά. Η ζωή τους κι ο χαρακτήρας τους, το παρελθόν και η σχέση τους που πηγαινοέρχεται όπως συμβαίνει μέσα από τις σκέψεις και τα όνειρα στην όντως ζωής. Αυτό καθ' εαυτό το γκαλά και η φυσιογνωμία του Ντιέγκο. Ο Ντιέγκο Λίρα, γοητευτικός και αμφιλεγόμενος, δικηγόρος και ιδιοκτήτης φιλόδοξης διαδικτυακής εφημερίδας που με τη μία, κατακτά και τους δυο. Για την Λάουρα, είναι ο νέος έρωτας που ονειρεύεται. Για τον Μανουέλ ο επιστήθιος φίλος που δεν έχει. Στην πορεία, οι εξελίξεις θα είναι καταιγιστικές.
Στην Χιλή που περιμένει ανυπόμονα τις αλλαγές που θα φέρει η εκλογή του Ρικάρδο Λάγος, ως πρώτου σοσιαλιστή προέδρου μετά από τριάντα χρόνια γύψου, τα πάντα αλλάζουν καταιγιστικά: οι πολιτικές προσδοκίες, οι κοινωνικές και συναισθηματικές ισορροπίες και οι ζωές, φυσικά, και των... ζευγαριών.
Η πυρίτιδα που θα δυναμυτίσει, όλα αυτά, ο Ντιέγκο, η... κατσαρίδα που θα επιζήσει η αυταρχική Λάουρα και ο αδύναμος κρίκος και το μοναδικό θύμα ο Μανουέλ. Εφόσον εκείνον επιλέγει ο αδίστακτος Ντιέγκο και επειδή “για όλα υπάρχει η πρώτη φορά”. Ο φιλήσυχος Μανουέλ θα ζήσει οριακές εμπειρίες, θα διακινδυνεύσει ψυχικά όρια, τιμή και υπόληψη, καριέρα, κυριολεκτικά θα πέσει στη φωτιά. Θα ζήσει ό,τι δεν θα μπορούσε να φανταστεί πριν από λίγο, θα το πληρώσει με υπεξαίρεση, απόρριψη, απόλυση, διασυρμό, προσωπική διάλυση, σπαραγμό.
Εν μέσω οικονομικής κρίσης στην Χιλή, διαδηλώσεων, εκλογών, υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και δανείων, θα ανεβεί εκών άκων τον δικό του προσωπικό γολγοθά.
Ένα μυθιστόρημα όπου κυριολεκτικά η γοητεία και η αλήθεια του κινείται στα ημιτόνια, με μια πρόζα ιλιγγιώδη, διεισδυτική, αποκαλυπτική. Ο καινούργιος άξονας της ζωής θέτει υπό αμφισβήτηση δεδομένα και αυτονόητα, όλες τις μέχρι εχθές σταθερές και ο μικρόκοσμος του ζευγαριού δεν γίνεται παρά να υποκύψει στους εξωτερικούς κραδασμούς.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι πρόκειται για το χρονικό ενός παρεκκλίνοντος έρωτα, εάν δεν ήταν η ακτινογραφία της σχέσης ενός σύγχρονου ζευγαριού, το πορτραίτο της σύγχρονης κοινωνίας έτσι όπως διαμορφώνεται εάν δεν ήταν ο σωτήριος γολγοθάς της αυτογνωσίας που το καθιστά εν τέλει και βαθύτατα υπαρξιακό. Μικρά αποσπάσματα για το τέλος: “Τότε, μια ιδέα που από καιρό ψάχνει μια ρωγμή για να αναδυθεί στην επιφάνεια, έρχεται στο μυαλό του με σαφήνεια: Η πλήρης συνύπαρξη σ' ένα γάμο είναι ουτοπία, του ίδιου διαμετρήματος με την απαίτηση να είναι κανείς συνεπής σε όλες του τις πράξεις”. “Πριν από οχτώ μήνες ήταν ένας άνθρωπος, αν όχι ευτυχισμένος, γαλήνιος. Αμέσως παραδέχεται πως κάνει λάθος. Το γεγονός πως δε συνέβαινε τίποτα στη ζωή του δεν πάει να πει πως ήταν γαλήνιος' αντίθετα, η ηρεμία ήταν κακός οιωνός. Εκείνος ήταν που έφτασε σ' αυτή την κατάσταση, χωρίς να τον υποχρεώσει κανείς, όμως δεν παύει να σκέφτεται πως μια δύναμη που δεν καταλαβαίνει συνέβαλε στο έργο. Δεν πρόκειται για τη μοίρα, στην οποία συνήθως αποδίδονται τα σκαμπανεβάσματα της ζωής. Είναι μια άλλη δύναμη εντελώς διαφορετική, μια δύναμη που γεννήθηκε από τη Λάουρα κι από τον ίδιο, και που βρήκε στον Ντιέγκο τον πυροκροτητή της”. Όπως αντιλαμβάνεστε για τον όλεθρο αρκούν όχι οχτώ μήνες αλλά και οχτώ λεπτά! Υπάρχει ο όλεθρος μέσα μας, ακόμα και όταν νομίζουμε πως παραμένουμε γαλήνιοι.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Πάμπλο Σιμονέττι γεννήθηκε στο Σαντιάγο της Χιλής το 1961 στους κόλπους μιας οικογένειας Ιταλών μεταναστών.
Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της χώρας του και πήρε μάστερ στα Engineering-Economic Systems από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, στην Καλιφόρνια. Επί ένα διάστημα άσκησε το επάγγελμά του σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Από το 1996 αφιερώθηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία. Το 1997 κέρδισε τον σημαντικό διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Πάουλα με το διήγημά του "Σάντα Λουσία". Το 1999 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων "Vidas Vulnerables" ("Ευάλωτες ζωές") και ακολούθησε το 2004 το μυθιστόρημα "Madre que estas en los cielos" ("Μήτερ υμών η εν τοις ουρανοίς"). Τα βιβλία αυτά γνώρισαν ενθουσιώδη υποδοχή από τους συναδέλφους του, από τους κριτικούς και από τους αναγνώστες σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.
Με τη "Λογική των εραστών", που κυκλοφόρησε το 2007, ο Πάμπλο Σιμρνέττι έκανε μια ακόμη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία, διευρύνοντας το κοινό του και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής