«BODYLAND- ΧΩΡΑΣΩΜΑΤΩΝ» της Αργυρώς Μαντόγλου, Εκδ. «Κέδρος», σελ. 266.
Με μότο ένα απολύτως αντιπροσωπευτικού του πυρήνα του το βιβλίο μας προδιαθέτει: «Δεν πάμε στο κρεβάτι σαν απλά ζευγάρια’ σέρνουμε μαζί όλες τις πολιτισμικές μας αποσκευές, ολόκληρο το βιογραφικό μας, όλα τα κομμάτια που απαρτίζουν το μοναδικό γρίφο της ύπαρξής μας» (Αντζελα Κάρτερ).
«Ιστορίες δρόμου + τρόμου» τις χαρακτηρίζει η συγγραφέας τους Αργυρώ Μαντόγλου αλλά το βιβλίο διαθέτει έναν σταθερό και αδιασάλευτο κοινό ιστό, την «Αγνωστη Χ» που το καθιστά και σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Εφόσον στο «Bodyland- ΧΩΡΑΣΩΜΑΤΩΝ» η Αγνωστη Χ μπαινοβγαίνει στις ιστορίες και στις ζωές των άλλων.
Η Χ που όταν «επισκεπτόταν τις τουαλέτες του σχολείου, πάντα καθυστερούσε». Γιατί της άρεσε να διαβάζει τις ιστορίες που έγραφαν πίσω από τις πόρτες. Ομολογίες, μηνύματα, δηλώσεις, σπαρακτικές κραυγές του σώματος και της καρδιάς. Ερωτικά κατά βάση όλα ως περιεχόμενο. Και με το μαύρο της μαρκαδόρο, διόρθωνε. «Σε κάθε δημόσια τουαλέτα άφηνε τα ίχνη της» και όλοι νόμιζαν πως έπασχε από συχνουρία ή ακράτεια, αλλά «η Χ είχε άλλου είδους ακράτεια: λεκτική».
Το όνομά της είναι Χ διότι είναι η μεταβλητή Χ και ως έτσι «παίζει» σε όλες τις ιστορίες. Αλλοτε ως ανάμνηση ενός κοριτσιού που κάποτε έγραφε στις τουαλέτες (Αλεξάνδρα), αλλού ως η νεαρή που πια γράφει στους τοίχους με σπρέι (Μίνα), που κάνει γκράφιτι στους δρόμους (Βικτορία) , συνθήματα σε σχολείο (Σαλώμη), για να γίνει στο τέλος «Η Αγνωστη ΕυΧή».
Διότι θα πρέπει να πούμε ότι όλες οι ιστορίες διαθέτουν και γυναικεία ονόματα. Ετσι είναι: Η Αγνωστη Χ, Λευκή, Αλεξάνδρα, Αρετή, Νίκη, Ευαγγελία, Αλίκη, Άρτεμις, Σταματία, στις ιστορίες «του δρόμου». Και: Μαρία, Μίνα, Βικτορία, Ευγενία, Σαλώμη, Ευτυχία, η Αγνωστη ΕυΧή, σε εκείνες «του τρόμου».
Αλλά όλες οι ιστορίες, όμως, είναι ιστορίες σωμάτων. Μια και το σώμα ποτέ δεν μας προδίδει, δεν ψεύδεται ποτέ. Και εφόσον η γλώσσα η σωματική είναι η μόνη αληθινή μας γλώσσα. Παντού αλλού είτε τα κουτσοκαταφέρνουμε, είτε τα έχουμε κάνει σαλάτα.
Και η συγγραφέας σε όλες αυτές τις ιστορίες είναι και διεισδυτική, και εφευρετική και αποκαλυπτική. Στη γυναικεία ψυχή και όσα από το παρελθόν κουβαλά, πρώτα απ’ όλα. Στις πιθανές συναντήσεις «τυχαία» ή «μοιραία» με τον αντίπαλο πάντοτε εραστή. Σε ό,τι συνεπάγεται και ακολουθεί αυτές τις αναπάντεχες ή αναμενόμενες τελικά συναντήσεις.
Οι ηρωίδες της, γυναίκες που προδίδονται και προδίδουν, που φαρμακώνουν και φαρμακώνονται, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επικοινωνούν με το σώμα (μασάζ, έρωτας, τατουάζ), γυναίκες που επαγρυπνούν ή επαναπαύονται… Πεδίο δράσης πάντα «το σώμα που υποφέρει και ηδονίζεται», «πρωταγωνιστεί με την παρουσία του ή και με την απουσία του» διότι η αφηγήτρια να το πούμε; ο συνεκτικός ιστός, η άγνωστη Χ είναι και «ακτίνες Χ», μπορεί και περνά μέσα από «συμπαγείς όγκους» και «αδιαπέραστους τοίχους» , μπορεί να βλέπει το σύμπτωμα, το αποτέλεσμα αλλά και την γενεσιουργό του αιτία. Παραμένοντας πάντα μια «τηλεφωνική γραμμή βοηθείας», σε γλώσσα συνθηματική «69bodyland» το κινητό της τηλέφωνο.
Πολλές γυναίκες, μας πληροφορεί (το βλέπουμε δηλαδή, ή μάλλον το διαβάζουμε) «ανταποκρίθηκαν και τηλεφώνησαν». Τα ονόματα «και οιωνοί των χαρακτήρων». Εμπεριέχουν ό,τι μια «Λευκή» ή μια «Νίκη», μια «Αρετή» ή μια «Σταματία» συνεπάγεται. Οι εμμονές μας, εξάλλου, διαρκούν όσο και η ζωή.
Και η άγνωστη Χ παρούσα ακόμα και εν τη απουσία της. Ταυτοχρόνως η 69bodyland, η άσπιλη Λευκή, η στατική Σταματία, η αμνησιακή Ευαγγελία, η άστατη Άρτεμις, η μεταβλητή Χ και η αμετάβλητη Ανθή, η ανορεξική Μίνα, η παρ’ ολίγο αποκεφαλίστρια Σαλώμη, η ιδεαλίστρια Αλεξάνδρα, η θλιμμένη Ευτυχία, η κακιωμένη Αρετή, η πολυμήχανη Νίκη, η τελειομανής Αλίκη, η Χ εις την νιοστή, «η Αλίκη στη χώρα των πειθαρχημένων σωμάτων ή η Μαρία στη χώρα των ακόρεστων ασωμάτων». Η αιώνια γυναίκα θύμα και θύτης, παραδομένη, προδομένη, χειραφετημένη, χειραγωγημένη, η γυναίκα που κουβαλά και όλων των προηγούμενων γυναικών το παρελθόν και υποθηκεύει το μέλλον και όσων θα ακολουθήσουν. «Με την παρουσία τους ή με την απουσία τους», όπως το σώμα που πάντα θα πρωταγωνιστεί.
Οι ανδρικοί χαρακτήρες, σκιώδεις αλλά ταυτόχρονα και ο καταλύτης.
Το αποτέλεσμα, ένα βιβλίο ευρηματικό και σοφό για τον απερίγραπτο, απύθμενο, αντιφατικό, γοητευτικό, σαν μαγική εικόνα ή σαν κινούμενη άμμος, κόσμο των γυναικών. Ο παλίμψηστος χάρτης της γυναικείας μας φύσης. Με τρόπο καινούργιο, βαθύ, απρόσμενο και ουσιαστικό. Από τα σπουδαιότερα βιβλία που αναφέρονται στις γυναίκες. Που μάχεται για κείνες θα λέγαμε με τρόπο αντιφεμινιστικό. Καλές οι διεκδικήσεις δεν λέμε, αλλά και πάλι κάπου – ηθελημένα- μείναμε πίσω. Γιατί είτε το θέλουμε, είτε όχι, είμαστε και ευτυχώς και καλά κάνουμε και είμαστε αλλιώς. Ως «το γυναικείο σύμπαν», θα μπορούσε, επίσης, να χαρακτηριστεί το βιβλίο.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ:
Σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία, Κριτική Θεωρία και Φιλοσοφία στην Αγγλία. Εχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια για θέματα λογοτεχνίας, μεταφράσεις και βιβλιοκριτικές.
Είναι συνεργάτρια του ένθετου για το βιβλίο «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας.
Μετέφρασε έργα των Τζορτζ Ελιοτ, Βιρτζίνια Γουλφ, Χένρι Τζέιμς, Αντζελα Κάρτερ, Τζόις Κάρολ Οουτς, Κέιτ Ατκινσον κ.α.
Εγραψε:
«Κατήχηση της άνοιξης», ποίηση, εκδ. «Γκοβόστη», 1992
«Γενέθλια βροχή», ποίηση, εκδ. «Δελφίνι», 1995
«Βιρτζίνια Γουλφ Café», μυθιστόρημα, εκδ. «Απόπειρα», 1999
«Βλέφαρα με τατουάζ», μυθιστόρημα, εκδ. «Πατάκη», 2001
«Νύφη από πολυεστέρα», νουβέλα, εκδ. «Μεταίχμιο», 2003
«Bodyland- ΧΩΡΑΣΩΜΑΤΩΝ», ιστορίες δρόμου + τρόμου, εκδ. «Κέδρος», 2005
30/10/07
29/10/07
Τότε γνωρίζεις τί γίνεται, όταν είσαι μόνος!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, «ο συγγραφέας ίσως και να ‘ναι ο παραγιός του Θεού»
Συναντηθήκαμε στο Desire ένα πρωί Κυριακής. Τηλεφωνιόμαστε, έτσι ή αλλιώς, κάθε μέρα. Με αφορά η ζωή του, όσο και η γραφή του. Πολύ και βασανιστικά. Θέλω – όπου κι αν είναι- να είναι πάντα καλά. Με τον Αντώνη έχεις την αίσθηση ότι ζεις διαρκώς σε μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα της ζωής του που το ξοδεύει για σένα καθημερινά δίχως φειδώ. Όλα τα βλέπεις στη ζωή του κάθε μέρα: Και τους «Συμπαίχτες» και τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» και τον «Γκας τον γκάνγκστερ» και τον «Χορό των Ρόδων» και το «Μπαστούνι» και το «Πάσχα στο χωριό»… Μαζί του έχεις την αίσθηση ότι «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Σε μια Κυριακάτικη Ιστορία κι εσύ («Κυριακάτικες ιστορίες»). Το «Μονοπάτι στη θάλασσα» μαζί του το πέρασα, ανησυχώντας πολύ. Γνώριζα ότι θα ήταν το βιβλίο της ζωής του. Εκεί που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι της ζωής και της γραφής για να γίνει το μονοπάτι που θα τον πάει παντού, ως την άκρη του κόσμου.
Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι η δεύτερη επάνω σ’ αυτό. Επειδή στο μεταξύ το ίδιο βιβλίο- στον χρόνο που μεσολάβησε- έχει γίνει πια ένα άλλο βιβλίο. Αλλά κι αυτός, ένας άλλος Σουρούνης.
- Τι γίνονται οι ήρωες όταν τελειώσει το βιβλίο, Αντώνη;
- Ό,τι κι εγώ! Ξαναγυρνάμε εκεί απ’ όπου ξεκινάμε.
- Εσύ, χάθηκες…
- Έτσι φαίνεται. Μπορεί γι’ αυτούς που ήταν κοντά μου… Όντως εξαφανίστηκα αλλά για μένα όχι. Εγώ είχα γίνει άλλος τόσος κι άλλος τόσος. Όπου να καθόμουνα ήθελα τρεις καρέκλες δηλαδή. Και δεν μιλώ για πάχος, μιλώ για το μέσα μου. Για τους άλλους εξαφανίστηκα. Δεν με χρειάζονταν πια. Είχαν το βιβλίο στα χέρια.
- Αν και γράφοντάς το ήσουν χαμένος. Ακολουθώντας «Το μονοπάτι στη θάλασσα» μέσα από ένα διαμέρισμα, όπως το αποκαλείς «τάφο του Ινδού»…
- Ήμουν χαμένος απ’ το παρόν. Δηλαδή δεν ζούσα το παρόν. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι που ήταν κοντά μου και θέλαν να ζήσουν το παρόν, αναγκάστηκαν να φύγουνε. Τους έδιωξα, εγώ, χωρίς να το θέλω. Εγώ ήμουν στο παρελθόν. Φορούσα κοντά παντελόνια ακόμα.
- Συνηθίζεις να λες «όλα τα μεγάλα τα συναντάμε μόνοι». Εσύ τι έχεις συναντήσει ακριβώς στη μοναξιά;
- Κι ένα λουλούδι που θα δω στο δρόμο όταν είμαι μόνος, αν είμαι μ’ άλλον, μπορεί να μην το δω. Και προ πάντων αν είναι γυναίκα ο άλλος. Εκτός κι αν το κόψω και της το χαρίσω, έτσι; Κοιτάω τη γυναίκα! Αυτή είναι το λουλούδι εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν είσαι μόνος, δεν σου ξεφεύγει τίποτα, βλέπεις τα πάντα.
- Φτάνει ν’ αντέχεις στη μοναξιά. Είναι άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε στιγμή μόνοι. Εσύ δεν έχεις πρόβλημα με τη μοναξιά;
- Όχι, έχω πρόβλημα με το αντίθετο εγώ… Με τον συνωστισμό, με τον πολύ κόσμο… Μέσα στη μοναξιά λειτουργώ καλύτερα και απέναντι στον εαυτό μου. Ο κάθε άνθρωπος θα ‘πρεπε να το κάνει αυτό. Τότε γνωρίζεις τι γίνεται, το τι μπορείς, όταν είσαι μόνος.
Προχθές άκουσα κάτι καλό, ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε περιστασιακά σε ένα φάρο και τον ρωτούσε ο Θεοδωράκης «γιατί είστε εδώ» και είπε κάτι πολύ σπουδαίο αυτός. Ότι «μ’ αρέσει να ζω μεσ’ στη φύση και τη φύση τη νοιώθεις καλύτερα όταν είσαι μόνος». Είναι ακριβώς όπως η γυναίκα, η φύση. Όταν είσαι με μια γυναίκα που σου αρέσει και την αγαπάς, μόνος σου θέλεις να είσαι.
- Για το βιβλίο είναι απαραίτητη η μοναξιά;
- Για μένα, ναι. Απαραίτητη.
- Μπορούμε να πούμε τι έγινες όταν τέλειωσες το βιβλίο;
- Σε μια ακρογιαλιά ήμουνα. Μόνον αυτός που με πήγε, ήξερε πού, τον οποίο τον σκότωσα, τον έθαψα εκεί πέρα. Κι έτσι ούτε κι αυτός μπορούσε να μιλήσει… (Γελά) Τα ‘χω δει στο σινεμά αυτά!
- «Το μονοπάτι στη θάλασσα» είναι ένα βιβλίο που όλο γράφεται, ακόμα γράφεται;
- Από μένα όχι πια. Αλλά πιστεύω από αναγνώστες πολλούς. Σίγουρα θα γράφεται μέσα τους. Εγώ έχω ξεμπερδέψει μ’ αυτό. Ακόμα και εκφράσεις που μου ‘ρχονται καμιά φορά, καθυστερημένες, που είχαν μείνει πολύ πίσω γιατί ήταν ίσως οι καλύτερες οι πιο ψιλομύτες, πώς να στο πω, και μένανε πίσω αρχοντικά, πηγαίνοντας με το πάσο τους, ακόμα κι αυτές, δεν τις σημειώνω πουθενά, δεν θέλω. Τέλειωσε το βιβλίο.
- Σίγουρα είναι ένα βιβλίο «μεγάλο κι αφράτο σαν φρέσκο ψωμί», που επιφύλαξε σε σένα συγκίνηση κόσμου, βραβείο… Άλλες εκπλήξεις, δώρα έτσι πιο… μοναχικά, πιο προσωπικά;
- Τώρα που ερχόμουνα εδώ και καθυστέρησα και σου ζήτησα συγγνώμη, πήρε μια φίλη τηλέφωνο απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατρός, πνευμονολόγος. Και μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη, έτσι μου την ανέφερε ως μεγάλη χάρη. Μου λέει κοίταξε έχω έναν ασθενή σε πολύ άσχημη κατάσταση, δεν ξέρω αν θα ζήσει πολύ ή αν θα πεθάνει, και σκέφτηκα να του κάνω το βιβλίο σου δώρο. Λοιπόν το πήρα, το ‘δωσα στη γυναίκα του και του το διάβασε και ξεθάρρεψε ο άνθρωπος. Γελούσε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και από τότε η γυναίκα του δεν του δίνει πια φάρμακα, του διαβάζει το βιβλίο.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη. Με πήρε ένας φίλος μου απ’ το γυμνάσιο, η γυναίκα του είχε πάθει καρκίνο και εννιά μήνες μου λέει προσπαθούσε όλη η οικογένεια να την κάνει να χαμογελάσει. Ώσπου έπεσαν στα χέρια της οι «Κυριακάτικες ιστορίες», κι άρχισε να γελάει, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αυτό είναι το πράγμα που εισπράττεις και λες είναι χρυσάφι δεν είναι ευρώ…
- Όλα σου τα βιβλία έχουνε κάτι αναστάσιμο μέσα τους…
- Γιατί θέλω κι εγώ να ανασταίνομαι. Σου είπα πως έκοψα το τσιγάρο, ε; Την δεύτερη μέρα του Πάσχα που ξύπνησα ξημερώματα και λέω εντάξει ο Χριστός αναστήθηκε, εγώ τι σκατά κάνω, δεν θα αναστηθώ κι εγώ; Γιατί ήμουνα μέσ’ σε τάφο όταν έφυγα από δω και πήγα στη θάλασσα, μέσ’ την κάσα πήγα, ήμουν πεθαμένος. Από κάθε άποψη, σωματικά, πνευματικά, ψυχικά… ήμουνα λιώμα! Γι’ αυτό τα μάζεψα, δεν μπορούσα να μιλήσω και με άνθρωπο εδώ, μάλωνα με όλο τον κόσμο.
Ε κι όταν ξύπνησα εκεί το πρωί και είπα ότι πρέπει κι εγώ να αναστηθώ, το πρώτο που είπα στον εαυτό μου ήταν σήμερα δεν θα πιω τίποτα. Και μου απάντησε ο εαυτός μου «σιγά ρε μεγάλε, όλα δύσκολα διαλέγεις εσύ». Οπότε είπα να κάνω και κάτι άλλο και να μην καπνίσω όλη μέρα. Περνάει η μέρα τίποτα, ούτε τσιγάρο. Έρχεται η άλλη μέρα, τίποτα. Κι έφυγε έτσι. Σαν ένα ρούχο που πολυφορέθηκε, έλειωσε πάνω μου όπως και οι αμαρτίες οι άλλες. Όλα τα κρίματα έτσι πέφτουνε. Δεν φεύγουν με ταρατατζούμ. Τη στιγμή που τα βαριέσαι και λες «μα γιατί τα ‘χω επάνω μου, γιατί τα ‘χω πάνω στο κεφάλι μου», χάνονται!
- Στο μεταξύ επανακυκλοφορεί «Το Πάσχα στο χωριό», γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτά τα δυο «καινούργια» να πω βιβλία, διαθέτουν κάτι το απολύτως συγγενικό; Είναι ας το πω και τα δυο «αναστάσιμα βιβλία»;
- Στο τέλος όλα μου τα βιβλία έχουν ανάσταση. Τώρα που μου το λες και το σκέφτομαι «Ο χορός των ρόδων» δεν έχει ανάσταση; Μεγάλη!
- Είναι κι αυτό το μοτίβο που επαναλαμβάνεται, «ένα αγόρι που γελάει και κλαίει»…
- Ήτανε πολύ σωστό αυτό που έγραψες τότε, αλλά για να υπάρξει ανάσταση θα πρέπει να υπάρξει σταύρωση. Αλλιώς δεν γίνεται. Πώς να γίνει!
- Και με «Συμπαίχτες» πάντα. Οι άλλοι κι εμείς. Πόσο παρόντες ακόμα και μέσα στη μοναξιά μας είναι οι άλλοι; Φεύγοντας από τους άλλους, τους χάνουμε ή τους βρίσκουμε, τελικά;
- Μπορεί να τους χάνουμε σωματικά, αλλά τους βρίσκουμε σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Κι εγώ τους βρήκα εκεί που πήγα στη μοναξιά, και μάλιστα πιο ωραίους. Ακόμα κι άνθρωποι που μπορεί να σ’ έχουν πικράνει, να σ’ έχουν προσβάλει, όταν είσαι στη μοναξιά, εκτός του ότι όλα τα συγχωρείς, τους ομορφαίνεις κιόλας. Αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις στη μοναξιά σου κι εσύ. Κι αυτή η σκέψη σου μεταδίδεται και γίνονται ωραίοι κι οι άλλοι.
- Τι ξορκίζουμε με το χιούμορ, Αντώνη;
- Όλα. Και τα καλά και τα κακά. Το χιούμορ είναι το μεγάλο όπλο. Ούτε μαχαίρια, ούτε πιστόλια, ούτε πολυβόλα. Το χιούμορ μπορεί να ρίξει στρατηγούς και κυβερνήσεις. Πιστεύω ότι με το χιούμορ ξορκίζεις τα πάντα.
- Με το γράψιμο;
- Το γράψιμο εξυπακούεται ότι θα ‘χει κι αυτό χιούμορ, έτσι; Γιατί αν δεν έχει χιούμορ άστο, μη το γράψεις καλύτερα! Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω μια σελίδα που να μην ανακαλύψω μια δόση χιούμορ μέσα της. Να το ανακαλύψω εγώ όχι να μου το βάλει μέσα ο συγγραφέας. Έτσι; Και να πω «μπράβο ρε Αντώνη μάγκα, το βρήκες!» Όσο να το κρύψει ο συγγραφέας. Όσο πιο καλός συγγραφέας, τόσο πιο βαθιά το χώνει! Κι εσύ να νοιώθεις μετά αυτή την εξιλέωση «το ανακάλυψα, το βρήκα!» Χαίρεται ο συγγραφέας όταν το γράφει και χαίρεται και ο αναγνώστης όταν το διαβάζει.
- Εσύ τι ξόρκισες μ’ αυτό το βιβλίο;
- Όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο, είχαν περάσει τρία χρόνια απ’ τον «Γκας». Και μ’ αυτό ξόρκισα τον φόβο μου για την ανημποριά μου. Πίστευα ότι δεν θα γράψω ποτέ πια. Τρία χρόνια γύριζα από δω κι από κει, είχα άρχισα να ανησυχώ, σκεφτόμουν ότι μπορεί και να ‘χω καθαρίσει. Όταν μου ‘ρθε πια και κάθισα κι έγραφα συνέχεια… Γιατί αυτό μαζευότανε μέσα μου, μαζευότανε, μαζευότανε, 670 σελίδες, πού να χωρέσει… Και γι’ αυτό είναι τόσο πυκνό κι έκανα τρία χρόνια να το ξεδιαλύνω, τρία χρόνια αυτό μαζευότανε. Και τρία χρόνια έκανε για να βγει μετά. Και μέσα από το γράψιμο και την ανημποριά που είπαμε, ξορκίστηκαν κι όλα μου.
- «Όταν ήμουν μικρός νόμιζα πως η Μουσών δεν τελειώνει πουθενά, ότι είναι σαν τον ήλιο που γυρίζει τη γη, το βράδυ χάνεται και το πρωί ξαναγυρνάει». Τελειώνοντας το βιβλίο, Αντώνη, για σένα τέλειωσε η Μουσών;
- Όχι βέβαια, για μένα τώρα αρχίζει.
- «Τίποτα απ’ όσα αγαπούσαμε δεν πιστεύαμε ότι τελειώνουν κάπου, ούτε ότι θα πεθάνουν». Μέσα από τα βιβλία μας ξαναζούν, γίνονται αθάνατοι οι αγαπημένοι;
- Για να τα γράψω όλα αυτά, σημαίνει ότι ήταν μέσα μου αθάνατοι. Αλίμονο αν περίμεναν το βιβλίο για να ζήσουν οι άνθρωποι, μέσα μου ήτανε! Τους βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Τους έχω κι ανάγκη τώρα, πιο πολύ.
- Στο μεταξύ, όλα είναι δρόμος; Κάπου πήγες, θα ‘ρθεις, θα ξαναφύγεις… Ταξιδεύοντας ή γράφοντας «αγκαλιάζεις τη γη»;
- Ταξιδεύοντας την αγκαλιάζεις τη γη. Γράφοντας, εγώ την βλέπω σαν μπάλα τη γη, σαν το τόπι, δηλαδή, παίζεις!
- «Αποχαιρετιστήκαμε και τον έβλεπα που απομακρυνόταν. Κάποτε γύρισε να με δει και σήκωσε ψηλά το χέρι μαζί με το ψωμί που κρατούσε, σα να ‘ταν το τρόπαιο που του δόθηκε επειδή εγκατέλειψε γυναίκα και φίλους κυριακάτικα, για να ‘ρθει δω πάνω μες στη βροχή και να ανακαλύψει αυτό που εμείς δεν πιστεύαμε πως υπάρχει και ήταν κάτω απ’ τα πόδια μας». Θέλει διαδικασία και διαδρομή για να μας αποκαλυφθεί «αυτό που είναι κάτω απ’ τα πόδια μας»; Και εν τέλει τι εγκατέλειψες εσύ για να συναντήσεις «Το μονοπάτι στη θάλασσα»;
- Δεν θέλει διαδικασίες και διαδρομές, αλλά κανείς δεν ψάχνει κάτω απ’ τα πόδια του. Ψάχνει πέρα μακριά. Αυτό τους ενδιαφέρει, από την ώρα που γεννιούνται, πέρα μακριά! Κι εγώ κοιτούσα πέρα μακριά, ποτέ δεν έψαξα τα δάχτυλά μου να δω τι γίνεται.
Και εγκατέλειψα όλους τους άλλους δρόμους! Όλους! Όλους τους δρόμους που με βγάζανε σε φίλους, σε συγγενείς, σε αγαπημένα πρόσωπα, σε χαρές, σε γλέντια, στα πάντα. Όλους τους δρόμους τους εγκατέλειψα για να προχωρήσω σ’ αυτό το μονοπάτι και μπορεί γι’ αυτό να ανακάλυψα και το τέλος του δρόμου. Αλλιώς δεν θα το είχα ανακαλύψει και πάλι.
- Αναμφίβολα με ό,τι έχουμε γράφουμε, τα κείμενα είναι αυτό που είμαστε. Γράφοντας τί κερδίζουμε και εν τέλει τί είναι εκείνο που μένει;
- Τι κέρδισε ο Θεός όταν έκανε τον κόσμο; Όταν γράφεις, κτίζεις έναν ολόκληρο κόσμο. Κι εξαρτάται από τι κόσμο θα χτίσεις. Πώς θα ‘ναι τα ποτάμια, τα δέντρα, οι άνθρωποι… Η διαφορά είναι το ότι ο Θεός μας έπλασε να πράττουμε κατά το μυαλό μας, ενώ ο συγγραφέας όποτε γουστάρει τους σκοτώνει κιόλας άμα θέλει.
- Αποκλείεται ένας ήρωας να διεκδικήσει τη συνέχειά του, τη ζωή του;
- Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, είναι γνωστό το γεγονός, μου τηλεφώνησαν από ένα περιοδικό να γράψω πέντε σελίδες για την παιδική μου ηλικία. Είπα όχι, μετά κάτι συνέβη μέσα μου είπα ναι, και μετά έγραψα άλλες πέντε κι άλλες πέντε και δεν σταμάτησα πια. Αλλά τους ανθρώπους τους άφησα πραγματικά να μιλάνε. Όπως ο θεός που τους δημιούργησε και τους αμόλησε να κάνουν ό,τι θέλουν, είναι δικό τους θέμα πια, έτσι έκανα κι εγώ, δηλαδή τους αμόλησα να κάνουν ό,τι θέλουν. Και υπάρχουν μέσα άνθρωποι που ήταν ανάποδοι στη ζωή και γίνονται ήσυχοι εκεί μέσα στο βιβλίο. Σκέψου τώρα! Προφανώς αναγνώρισαν ότι εν ζωή κάνανε μεγάλο λάθος, ότι έτσι έπρεπε να είχαν ζήσει οι ηλίθιοι. Και ζήσαν έτσι μέσα στο βιβλίο! Τους έδωσα αυτή την ευκαιρία. Μια δεύτερη ζωή δηλαδή, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.
- Τελικά βρήκαμε απάντηση στο γιατί ο Θεός έκανε τον κόσμο και ο συγγραφέας το μυθιστόρημα;
- Κοίτα τώρα που τα ρωτάς με τέτοιο τρόπο με βάζεις στον πειρασμό να απαντήσω μήπως ο συγγραφέας είναι ένα μικρό δάχτυλο του Θεού και κάνει κι αυτός ό,τι προλαβαίνει. Διορθώνει κι αυτός ό,τι ξεχνάει ο Θεός. Παραγιός του Θεού μπορεί να ‘ναι! Τσιράκι!
ΥΓ. Εχθές ήταν μια επαναστατικά μοναχική και χαρμόσυνη Κυριακή που πήρα των ομματιών μου και κερνούσα καφέ μόνο εμένα, που κοιτούσα τη θάλασσα σα λωβοτομημένη, που επιθυμούσα διακαώς να γυρίσω σε παλιές αγκαλιές, τηλεφωνηθήκαμε ακριβώς την ώρα της παρέλασης. Η συνέντευξη έχει δημοσιευθεί στο Index και την αναζήτησα ακριβώς για ν’ αναστήσω και όλες τις Κυριακές. Να ξαναθυμηθώ το ξεχασμένο μεν αλλά ήδη γνωστό «στη μοναξιά προσεγγίζω τα μεγάλα», να ξαναπώ στους φίλους που μ’ έχουν αντέξει και έχω αντέξει για μια ζωή, «είμαι και πάλι εδώ» και «συνήλθα», «σ’ αγαπώ» ή «ευχαριστώ», να ξαναβρώ πια ό,τι έχει αντέξει στο χρόνο. Για να ξανατολμήσω να το παίξω η… παρακόρη της ζωής. Για να τους πω «γύρισα, να ‘μαι!», μη σας παιδεύω. Σε ό,τι αγάπησα – και εξακολουθώ ν’ αγαπώ- επέστρεψα λέμε! Κι απόψε το βράδυ που θα τον ξαναδώ, να θυμηθώ να του το πω, Καλημέρα σε όλους.
Συναντηθήκαμε στο Desire ένα πρωί Κυριακής. Τηλεφωνιόμαστε, έτσι ή αλλιώς, κάθε μέρα. Με αφορά η ζωή του, όσο και η γραφή του. Πολύ και βασανιστικά. Θέλω – όπου κι αν είναι- να είναι πάντα καλά. Με τον Αντώνη έχεις την αίσθηση ότι ζεις διαρκώς σε μυθιστόρημα. Στο μυθιστόρημα της ζωής του που το ξοδεύει για σένα καθημερινά δίχως φειδώ. Όλα τα βλέπεις στη ζωή του κάθε μέρα: Και τους «Συμπαίχτες» και τα «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης» και «Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» και τον «Γκας τον γκάνγκστερ» και τον «Χορό των Ρόδων» και το «Μπαστούνι» και το «Πάσχα στο χωριό»… Μαζί του έχεις την αίσθηση ότι «Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι». Σε μια Κυριακάτικη Ιστορία κι εσύ («Κυριακάτικες ιστορίες»). Το «Μονοπάτι στη θάλασσα» μαζί του το πέρασα, ανησυχώντας πολύ. Γνώριζα ότι θα ήταν το βιβλίο της ζωής του. Εκεί που συναντιούνται όλοι οι δρόμοι της ζωής και της γραφής για να γίνει το μονοπάτι που θα τον πάει παντού, ως την άκρη του κόσμου.
Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι η δεύτερη επάνω σ’ αυτό. Επειδή στο μεταξύ το ίδιο βιβλίο- στον χρόνο που μεσολάβησε- έχει γίνει πια ένα άλλο βιβλίο. Αλλά κι αυτός, ένας άλλος Σουρούνης.
- Τι γίνονται οι ήρωες όταν τελειώσει το βιβλίο, Αντώνη;
- Ό,τι κι εγώ! Ξαναγυρνάμε εκεί απ’ όπου ξεκινάμε.
- Εσύ, χάθηκες…
- Έτσι φαίνεται. Μπορεί γι’ αυτούς που ήταν κοντά μου… Όντως εξαφανίστηκα αλλά για μένα όχι. Εγώ είχα γίνει άλλος τόσος κι άλλος τόσος. Όπου να καθόμουνα ήθελα τρεις καρέκλες δηλαδή. Και δεν μιλώ για πάχος, μιλώ για το μέσα μου. Για τους άλλους εξαφανίστηκα. Δεν με χρειάζονταν πια. Είχαν το βιβλίο στα χέρια.
- Αν και γράφοντάς το ήσουν χαμένος. Ακολουθώντας «Το μονοπάτι στη θάλασσα» μέσα από ένα διαμέρισμα, όπως το αποκαλείς «τάφο του Ινδού»…
- Ήμουν χαμένος απ’ το παρόν. Δηλαδή δεν ζούσα το παρόν. Γι’ αυτό όλοι οι άνθρωποι που ήταν κοντά μου και θέλαν να ζήσουν το παρόν, αναγκάστηκαν να φύγουνε. Τους έδιωξα, εγώ, χωρίς να το θέλω. Εγώ ήμουν στο παρελθόν. Φορούσα κοντά παντελόνια ακόμα.
- Συνηθίζεις να λες «όλα τα μεγάλα τα συναντάμε μόνοι». Εσύ τι έχεις συναντήσει ακριβώς στη μοναξιά;
- Κι ένα λουλούδι που θα δω στο δρόμο όταν είμαι μόνος, αν είμαι μ’ άλλον, μπορεί να μην το δω. Και προ πάντων αν είναι γυναίκα ο άλλος. Εκτός κι αν το κόψω και της το χαρίσω, έτσι; Κοιτάω τη γυναίκα! Αυτή είναι το λουλούδι εκείνη τη στιγμή. Αλλά όταν είσαι μόνος, δεν σου ξεφεύγει τίποτα, βλέπεις τα πάντα.
- Φτάνει ν’ αντέχεις στη μοναξιά. Είναι άνθρωποι που δεν μπορούν ούτε στιγμή μόνοι. Εσύ δεν έχεις πρόβλημα με τη μοναξιά;
- Όχι, έχω πρόβλημα με το αντίθετο εγώ… Με τον συνωστισμό, με τον πολύ κόσμο… Μέσα στη μοναξιά λειτουργώ καλύτερα και απέναντι στον εαυτό μου. Ο κάθε άνθρωπος θα ‘πρεπε να το κάνει αυτό. Τότε γνωρίζεις τι γίνεται, το τι μπορείς, όταν είσαι μόνος.
Προχθές άκουσα κάτι καλό, ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε περιστασιακά σε ένα φάρο και τον ρωτούσε ο Θεοδωράκης «γιατί είστε εδώ» και είπε κάτι πολύ σπουδαίο αυτός. Ότι «μ’ αρέσει να ζω μεσ’ στη φύση και τη φύση τη νοιώθεις καλύτερα όταν είσαι μόνος». Είναι ακριβώς όπως η γυναίκα, η φύση. Όταν είσαι με μια γυναίκα που σου αρέσει και την αγαπάς, μόνος σου θέλεις να είσαι.
- Για το βιβλίο είναι απαραίτητη η μοναξιά;
- Για μένα, ναι. Απαραίτητη.
- Μπορούμε να πούμε τι έγινες όταν τέλειωσες το βιβλίο;
- Σε μια ακρογιαλιά ήμουνα. Μόνον αυτός που με πήγε, ήξερε πού, τον οποίο τον σκότωσα, τον έθαψα εκεί πέρα. Κι έτσι ούτε κι αυτός μπορούσε να μιλήσει… (Γελά) Τα ‘χω δει στο σινεμά αυτά!
- «Το μονοπάτι στη θάλασσα» είναι ένα βιβλίο που όλο γράφεται, ακόμα γράφεται;
- Από μένα όχι πια. Αλλά πιστεύω από αναγνώστες πολλούς. Σίγουρα θα γράφεται μέσα τους. Εγώ έχω ξεμπερδέψει μ’ αυτό. Ακόμα και εκφράσεις που μου ‘ρχονται καμιά φορά, καθυστερημένες, που είχαν μείνει πολύ πίσω γιατί ήταν ίσως οι καλύτερες οι πιο ψιλομύτες, πώς να στο πω, και μένανε πίσω αρχοντικά, πηγαίνοντας με το πάσο τους, ακόμα κι αυτές, δεν τις σημειώνω πουθενά, δεν θέλω. Τέλειωσε το βιβλίο.
- Σίγουρα είναι ένα βιβλίο «μεγάλο κι αφράτο σαν φρέσκο ψωμί», που επιφύλαξε σε σένα συγκίνηση κόσμου, βραβείο… Άλλες εκπλήξεις, δώρα έτσι πιο… μοναχικά, πιο προσωπικά;
- Τώρα που ερχόμουνα εδώ και καθυστέρησα και σου ζήτησα συγγνώμη, πήρε μια φίλη τηλέφωνο απ’ τη Θεσσαλονίκη, γιατρός, πνευμονολόγος. Και μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη, έτσι μου την ανέφερε ως μεγάλη χάρη. Μου λέει κοίταξε έχω έναν ασθενή σε πολύ άσχημη κατάσταση, δεν ξέρω αν θα ζήσει πολύ ή αν θα πεθάνει, και σκέφτηκα να του κάνω το βιβλίο σου δώρο. Λοιπόν το πήρα, το ‘δωσα στη γυναίκα του και του το διάβασε και ξεθάρρεψε ο άνθρωπος. Γελούσε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και από τότε η γυναίκα του δεν του δίνει πια φάρμακα, του διαβάζει το βιβλίο.
Και δεν είναι η πρώτη φορά που συνέβη. Με πήρε ένας φίλος μου απ’ το γυμνάσιο, η γυναίκα του είχε πάθει καρκίνο και εννιά μήνες μου λέει προσπαθούσε όλη η οικογένεια να την κάνει να χαμογελάσει. Ώσπου έπεσαν στα χέρια της οι «Κυριακάτικες ιστορίες», κι άρχισε να γελάει, να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Αυτό είναι το πράγμα που εισπράττεις και λες είναι χρυσάφι δεν είναι ευρώ…
- Όλα σου τα βιβλία έχουνε κάτι αναστάσιμο μέσα τους…
- Γιατί θέλω κι εγώ να ανασταίνομαι. Σου είπα πως έκοψα το τσιγάρο, ε; Την δεύτερη μέρα του Πάσχα που ξύπνησα ξημερώματα και λέω εντάξει ο Χριστός αναστήθηκε, εγώ τι σκατά κάνω, δεν θα αναστηθώ κι εγώ; Γιατί ήμουνα μέσ’ σε τάφο όταν έφυγα από δω και πήγα στη θάλασσα, μέσ’ την κάσα πήγα, ήμουν πεθαμένος. Από κάθε άποψη, σωματικά, πνευματικά, ψυχικά… ήμουνα λιώμα! Γι’ αυτό τα μάζεψα, δεν μπορούσα να μιλήσω και με άνθρωπο εδώ, μάλωνα με όλο τον κόσμο.
Ε κι όταν ξύπνησα εκεί το πρωί και είπα ότι πρέπει κι εγώ να αναστηθώ, το πρώτο που είπα στον εαυτό μου ήταν σήμερα δεν θα πιω τίποτα. Και μου απάντησε ο εαυτός μου «σιγά ρε μεγάλε, όλα δύσκολα διαλέγεις εσύ». Οπότε είπα να κάνω και κάτι άλλο και να μην καπνίσω όλη μέρα. Περνάει η μέρα τίποτα, ούτε τσιγάρο. Έρχεται η άλλη μέρα, τίποτα. Κι έφυγε έτσι. Σαν ένα ρούχο που πολυφορέθηκε, έλειωσε πάνω μου όπως και οι αμαρτίες οι άλλες. Όλα τα κρίματα έτσι πέφτουνε. Δεν φεύγουν με ταρατατζούμ. Τη στιγμή που τα βαριέσαι και λες «μα γιατί τα ‘χω επάνω μου, γιατί τα ‘χω πάνω στο κεφάλι μου», χάνονται!
- Στο μεταξύ επανακυκλοφορεί «Το Πάσχα στο χωριό», γιατί έχω την αίσθηση ότι αυτά τα δυο «καινούργια» να πω βιβλία, διαθέτουν κάτι το απολύτως συγγενικό; Είναι ας το πω και τα δυο «αναστάσιμα βιβλία»;
- Στο τέλος όλα μου τα βιβλία έχουν ανάσταση. Τώρα που μου το λες και το σκέφτομαι «Ο χορός των ρόδων» δεν έχει ανάσταση; Μεγάλη!
- Είναι κι αυτό το μοτίβο που επαναλαμβάνεται, «ένα αγόρι που γελάει και κλαίει»…
- Ήτανε πολύ σωστό αυτό που έγραψες τότε, αλλά για να υπάρξει ανάσταση θα πρέπει να υπάρξει σταύρωση. Αλλιώς δεν γίνεται. Πώς να γίνει!
- Και με «Συμπαίχτες» πάντα. Οι άλλοι κι εμείς. Πόσο παρόντες ακόμα και μέσα στη μοναξιά μας είναι οι άλλοι; Φεύγοντας από τους άλλους, τους χάνουμε ή τους βρίσκουμε, τελικά;
- Μπορεί να τους χάνουμε σωματικά, αλλά τους βρίσκουμε σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Κι εγώ τους βρήκα εκεί που πήγα στη μοναξιά, και μάλιστα πιο ωραίους. Ακόμα κι άνθρωποι που μπορεί να σ’ έχουν πικράνει, να σ’ έχουν προσβάλει, όταν είσαι στη μοναξιά, εκτός του ότι όλα τα συγχωρείς, τους ομορφαίνεις κιόλας. Αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις στη μοναξιά σου κι εσύ. Κι αυτή η σκέψη σου μεταδίδεται και γίνονται ωραίοι κι οι άλλοι.
- Τι ξορκίζουμε με το χιούμορ, Αντώνη;
- Όλα. Και τα καλά και τα κακά. Το χιούμορ είναι το μεγάλο όπλο. Ούτε μαχαίρια, ούτε πιστόλια, ούτε πολυβόλα. Το χιούμορ μπορεί να ρίξει στρατηγούς και κυβερνήσεις. Πιστεύω ότι με το χιούμορ ξορκίζεις τα πάντα.
- Με το γράψιμο;
- Το γράψιμο εξυπακούεται ότι θα ‘χει κι αυτό χιούμορ, έτσι; Γιατί αν δεν έχει χιούμορ άστο, μη το γράψεις καλύτερα! Εγώ δεν μπορώ να διαβάσω μια σελίδα που να μην ανακαλύψω μια δόση χιούμορ μέσα της. Να το ανακαλύψω εγώ όχι να μου το βάλει μέσα ο συγγραφέας. Έτσι; Και να πω «μπράβο ρε Αντώνη μάγκα, το βρήκες!» Όσο να το κρύψει ο συγγραφέας. Όσο πιο καλός συγγραφέας, τόσο πιο βαθιά το χώνει! Κι εσύ να νοιώθεις μετά αυτή την εξιλέωση «το ανακάλυψα, το βρήκα!» Χαίρεται ο συγγραφέας όταν το γράφει και χαίρεται και ο αναγνώστης όταν το διαβάζει.
- Εσύ τι ξόρκισες μ’ αυτό το βιβλίο;
- Όταν άρχισα να γράφω αυτό το βιβλίο, είχαν περάσει τρία χρόνια απ’ τον «Γκας». Και μ’ αυτό ξόρκισα τον φόβο μου για την ανημποριά μου. Πίστευα ότι δεν θα γράψω ποτέ πια. Τρία χρόνια γύριζα από δω κι από κει, είχα άρχισα να ανησυχώ, σκεφτόμουν ότι μπορεί και να ‘χω καθαρίσει. Όταν μου ‘ρθε πια και κάθισα κι έγραφα συνέχεια… Γιατί αυτό μαζευότανε μέσα μου, μαζευότανε, μαζευότανε, 670 σελίδες, πού να χωρέσει… Και γι’ αυτό είναι τόσο πυκνό κι έκανα τρία χρόνια να το ξεδιαλύνω, τρία χρόνια αυτό μαζευότανε. Και τρία χρόνια έκανε για να βγει μετά. Και μέσα από το γράψιμο και την ανημποριά που είπαμε, ξορκίστηκαν κι όλα μου.
- «Όταν ήμουν μικρός νόμιζα πως η Μουσών δεν τελειώνει πουθενά, ότι είναι σαν τον ήλιο που γυρίζει τη γη, το βράδυ χάνεται και το πρωί ξαναγυρνάει». Τελειώνοντας το βιβλίο, Αντώνη, για σένα τέλειωσε η Μουσών;
- Όχι βέβαια, για μένα τώρα αρχίζει.
- «Τίποτα απ’ όσα αγαπούσαμε δεν πιστεύαμε ότι τελειώνουν κάπου, ούτε ότι θα πεθάνουν». Μέσα από τα βιβλία μας ξαναζούν, γίνονται αθάνατοι οι αγαπημένοι;
- Για να τα γράψω όλα αυτά, σημαίνει ότι ήταν μέσα μου αθάνατοι. Αλίμονο αν περίμεναν το βιβλίο για να ζήσουν οι άνθρωποι, μέσα μου ήτανε! Τους βλέπω συνέχεια μπροστά μου. Τους έχω κι ανάγκη τώρα, πιο πολύ.
- Στο μεταξύ, όλα είναι δρόμος; Κάπου πήγες, θα ‘ρθεις, θα ξαναφύγεις… Ταξιδεύοντας ή γράφοντας «αγκαλιάζεις τη γη»;
- Ταξιδεύοντας την αγκαλιάζεις τη γη. Γράφοντας, εγώ την βλέπω σαν μπάλα τη γη, σαν το τόπι, δηλαδή, παίζεις!
- «Αποχαιρετιστήκαμε και τον έβλεπα που απομακρυνόταν. Κάποτε γύρισε να με δει και σήκωσε ψηλά το χέρι μαζί με το ψωμί που κρατούσε, σα να ‘ταν το τρόπαιο που του δόθηκε επειδή εγκατέλειψε γυναίκα και φίλους κυριακάτικα, για να ‘ρθει δω πάνω μες στη βροχή και να ανακαλύψει αυτό που εμείς δεν πιστεύαμε πως υπάρχει και ήταν κάτω απ’ τα πόδια μας». Θέλει διαδικασία και διαδρομή για να μας αποκαλυφθεί «αυτό που είναι κάτω απ’ τα πόδια μας»; Και εν τέλει τι εγκατέλειψες εσύ για να συναντήσεις «Το μονοπάτι στη θάλασσα»;
- Δεν θέλει διαδικασίες και διαδρομές, αλλά κανείς δεν ψάχνει κάτω απ’ τα πόδια του. Ψάχνει πέρα μακριά. Αυτό τους ενδιαφέρει, από την ώρα που γεννιούνται, πέρα μακριά! Κι εγώ κοιτούσα πέρα μακριά, ποτέ δεν έψαξα τα δάχτυλά μου να δω τι γίνεται.
Και εγκατέλειψα όλους τους άλλους δρόμους! Όλους! Όλους τους δρόμους που με βγάζανε σε φίλους, σε συγγενείς, σε αγαπημένα πρόσωπα, σε χαρές, σε γλέντια, στα πάντα. Όλους τους δρόμους τους εγκατέλειψα για να προχωρήσω σ’ αυτό το μονοπάτι και μπορεί γι’ αυτό να ανακάλυψα και το τέλος του δρόμου. Αλλιώς δεν θα το είχα ανακαλύψει και πάλι.
- Αναμφίβολα με ό,τι έχουμε γράφουμε, τα κείμενα είναι αυτό που είμαστε. Γράφοντας τί κερδίζουμε και εν τέλει τί είναι εκείνο που μένει;
- Τι κέρδισε ο Θεός όταν έκανε τον κόσμο; Όταν γράφεις, κτίζεις έναν ολόκληρο κόσμο. Κι εξαρτάται από τι κόσμο θα χτίσεις. Πώς θα ‘ναι τα ποτάμια, τα δέντρα, οι άνθρωποι… Η διαφορά είναι το ότι ο Θεός μας έπλασε να πράττουμε κατά το μυαλό μας, ενώ ο συγγραφέας όποτε γουστάρει τους σκοτώνει κιόλας άμα θέλει.
- Αποκλείεται ένας ήρωας να διεκδικήσει τη συνέχειά του, τη ζωή του;
- Όταν έγραφα αυτό το βιβλίο, είναι γνωστό το γεγονός, μου τηλεφώνησαν από ένα περιοδικό να γράψω πέντε σελίδες για την παιδική μου ηλικία. Είπα όχι, μετά κάτι συνέβη μέσα μου είπα ναι, και μετά έγραψα άλλες πέντε κι άλλες πέντε και δεν σταμάτησα πια. Αλλά τους ανθρώπους τους άφησα πραγματικά να μιλάνε. Όπως ο θεός που τους δημιούργησε και τους αμόλησε να κάνουν ό,τι θέλουν, είναι δικό τους θέμα πια, έτσι έκανα κι εγώ, δηλαδή τους αμόλησα να κάνουν ό,τι θέλουν. Και υπάρχουν μέσα άνθρωποι που ήταν ανάποδοι στη ζωή και γίνονται ήσυχοι εκεί μέσα στο βιβλίο. Σκέψου τώρα! Προφανώς αναγνώρισαν ότι εν ζωή κάνανε μεγάλο λάθος, ότι έτσι έπρεπε να είχαν ζήσει οι ηλίθιοι. Και ζήσαν έτσι μέσα στο βιβλίο! Τους έδωσα αυτή την ευκαιρία. Μια δεύτερη ζωή δηλαδή, και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό.
- Τελικά βρήκαμε απάντηση στο γιατί ο Θεός έκανε τον κόσμο και ο συγγραφέας το μυθιστόρημα;
- Κοίτα τώρα που τα ρωτάς με τέτοιο τρόπο με βάζεις στον πειρασμό να απαντήσω μήπως ο συγγραφέας είναι ένα μικρό δάχτυλο του Θεού και κάνει κι αυτός ό,τι προλαβαίνει. Διορθώνει κι αυτός ό,τι ξεχνάει ο Θεός. Παραγιός του Θεού μπορεί να ‘ναι! Τσιράκι!
ΥΓ. Εχθές ήταν μια επαναστατικά μοναχική και χαρμόσυνη Κυριακή που πήρα των ομματιών μου και κερνούσα καφέ μόνο εμένα, που κοιτούσα τη θάλασσα σα λωβοτομημένη, που επιθυμούσα διακαώς να γυρίσω σε παλιές αγκαλιές, τηλεφωνηθήκαμε ακριβώς την ώρα της παρέλασης. Η συνέντευξη έχει δημοσιευθεί στο Index και την αναζήτησα ακριβώς για ν’ αναστήσω και όλες τις Κυριακές. Να ξαναθυμηθώ το ξεχασμένο μεν αλλά ήδη γνωστό «στη μοναξιά προσεγγίζω τα μεγάλα», να ξαναπώ στους φίλους που μ’ έχουν αντέξει και έχω αντέξει για μια ζωή, «είμαι και πάλι εδώ» και «συνήλθα», «σ’ αγαπώ» ή «ευχαριστώ», να ξαναβρώ πια ό,τι έχει αντέξει στο χρόνο. Για να ξανατολμήσω να το παίξω η… παρακόρη της ζωής. Για να τους πω «γύρισα, να ‘μαι!», μη σας παιδεύω. Σε ό,τι αγάπησα – και εξακολουθώ ν’ αγαπώ- επέστρεψα λέμε! Κι απόψε το βράδυ που θα τον ξαναδώ, να θυμηθώ να του το πω, Καλημέρα σε όλους.
23/10/07
Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω, σε σχήμα βιβλίου μεγάλο!
Την αφορμή γι’ αυτό το ποστ την έδωσε ο Librofilo με το αριστουργηματικό δικό του («Παρόρμηση», πριν από μία εβδομάδα).
Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο απολογητικός εαυτός μου: συγγραφική αντιπαράθεση στο αναμφισβήτητο δίκαιο του αναγνώστη.
Συμφωνώ απολύτως, θα πρέπει να διαβάζουμε βιβλία που μας «δαγκώνουν» και μας «τσιμπούν» και κάθε βιβλίο θα πρέπει να είναι «ο πέλεκυς στην παγωμένη μας θάλασσα», αλλά υπάρχει, όμως, και το δίκαιο του συγγραφέα. Ο τρόμος του μπροστά στο άσπρο χαρτί, ο φόβος του στο ακατανόητο άγνωστο, η αγωνία του να βάλει τάξη στο χάος, έχοντας την ψευδαίσθηση πως βάζει τάξη και στη δική του ζωή. Ο τρόπος του ν’ αναζητήσει απαντήσεις. Υπάρχουν πολλοί (καλή ώρα) που εάν δεν την γράψουν, δεν την κατανοούν τη ζωή, με λίγα λόγια αν δεν το γράψουν, δεν ξέρουν τι ζούνε!
Το κίνητρο, όμως, είναι – όπως και να το κάνουμε- διαφορετικό για τον καθένα. «Το κίνητρο» έψαχνα (συγγραφικό, που όμως είναι, μπορεί κάλλιστα να είναι, και το κίνητρο του αναγνώστη). Αλλ’ είδα πώς είχε ήδη αναρτηθεί σχεδόν από τους πρώτους μήνες του μπλογκ μας.
Στο μεταξύ, πολλά άλλαξαν. Γι’ αυτό και είπα- λόγω επικαιρότητας- να το ανασύρω από τη λήθη. Μαζί με έναν πρόλογό μου σε ένα αφιέρωμα για βιβλία όπου εκεί πια διεκδίκησα και το δίκαιο του αναγνώστη. Αναγνώστρια με πάθος (και πάθη) για μια ολόκληρη ζωή. Από δίψα ανάγνωσης (κλεμμένη Μάρω εδώ) άλλωστε γράφω.
Και σας τα παραθέτω σαν τρενάκι, όλα μαζί!
Τα κίνητρα γραφής πρώτα και τ’ άλλα, τα αναγνωστικά μας δίκαια, διότι διαβάζοντας γράφεις το δικό σου βιβλίο! Κανένας δεν θα διαβάσει αυτό το βιβλίο (το ίδιο βιβλίο) όπως εσύ!
Και τ’ αφιερώνουμε, βεβαίως, στο Librofilo που υπήρξε η αφορμή και η αιτία. Με την «Παρόρμησή» του την τόσο γόνιμη και τελικά… διαισθητική.
Αλλά πρώτα ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ
Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Έτσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Άτγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι.
Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί.
Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε.
Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση.
Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα.
Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί.
Για να παράγω τάξη από το χάος.
Επειδή με ευχαριστεί.
Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών.
Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο.
Για να κοροιδέψω τον Θάνατο.
Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό.
Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά.
Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη.
Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα.
Για να επιβιώσω και μετά θάνατον.
Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα.
Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά.
Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου.
Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους.
Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου.
Για προσωπική έκφραση.
Για προσωπική ευχαρίστηση.
Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε.
Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Για να ξανακερδίσω τον χαμένο καιρό. Για να κάνω πολύτιμο τον ελάχιστο χρόνο μου.
Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά. Την ίδια τη στάση μας στη ζωή. Και τα… ευπώλητα, ίσως;
Και η ανάγνωση, ύστερα, επειδή…
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ, ΓΡΑΦΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ!
Μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή; Μπορεί! Στο ίδιο σημείο που το κατόρθωσε ν’ αλλάξει και τη ζωή του συγγραφέα του.
Το υποδηλώνει η αφάνταστα μοναδική και αφύσικα μοναχική διαδικασία και της ανάγνωσης αλλά και της γραφής. Μόνος εσύ και οι άσπρες ή τυπωμένες σελίδες. Εσύ και τα πάντα, εσύ πια παντού. Μονάχα το κενό, αυτές τις ώρες, απουσιάζει. Γιατί έτσι, εν τέλει, νικάς το κενό. Και τον χρόνο νικάς. Που είναι ο μέγιστος τρόμος. Με ένα βιβλίο ξανακερδίζεις τον χαμένο καιρό. Και σημαδεύεις τον χρόνο. Με ό,τι αξίζει τη μνήμη.
Αν είσαι συγγραφέας ή αναγνώστης, μικρή η διαφορά. Έτσι ή αλλιώς διαβάζοντας γράφεις το δικό σου βιβλίο. Ένα βιβλίο, πολλά βιβλία, όσα κι οι αναγνώστες. Ένα βιβλίο, πολλά βιβλία, αναλόγως την εποχή, ακόμα και για μας. Ένα βιβλίο, μια συνάντηση, πάντα. Ενίοτε και μοιραία. Αναλόγως τις συγκυρίες και την αυτοδιάθεση. Διότι πρέπει να είσαι διαθέσιμος, ανοιχτός για ένα βιβλίο. Ακριβώς όπως στον έρωτα. Ειδ’ αλλιώς…. Προξενιό!
Αυτό το Φθινόπωρο, διαβάζοντας, γράψτε κι εσείς το δικό σας βιβλίο. Κι ευχόμαστε αυτά τα βιβλία να είναι όσο το δυνατόν πιο πολλά. Και να πέσετε επάνω στο… μοιραίο βιβλίο, αυτό που θα σας κάνει να δείτε με άλλα μάτια και τη ζωή αλλά κι εσάς.
Διότι διαβάζοντας ξαναγράφω το βιβλίο του κόσμου.
Με τις θερμότερες ευχές μας, λοιπόν,
για το ομορφότερο και καταλυτικότερο Φθινόπωρο και χειμώνα,
καλές αναγνώσεις κι ακόμα καλύτερες βόλτες στην πόλη ή στη βροχή…
η υπογραφή μου εδώ και τα ενοχικά μου υστερόγραφα όπως πάντα:
ΥΓ1: Εμείς, σημαδάκια αφήνουμε. Ακολουθείστε τα αν θέλετε. Στις προθήκες αλλά και μέσα στα ράφια θα ξετρυπώσετε βιβλία πολλά. Το… ραντεβού σας μπορεί να βρίσκεται έξω από τις σελίδες μας. Διότι, μη το ξεχνάτε, ένα βιβλίο είναι όπως μπουκάλι σε ωκεανό. Και το δικό σας μπουκάλι μπορεί να βρέθηκε σε άλλη παραλία.
ΥΓ2: Άσχετο: «Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», Καρυωτάκης, θυμάστε; Δεν ξεπεράστηκε. Έτσι γινόταν πάντα, έτσι γίνεται ακόμα.
ΥΓ3: Αυτά, έτσι έγραφα πριν από λίγο καιρό, έτσι δημοσιεύθηκαν κάποια άλλη στιγμή και δεν έχω αλλάξει θέση και στάση, ακόμα.
Ο πρώτος που αντέδρασε ήταν ο απολογητικός εαυτός μου: συγγραφική αντιπαράθεση στο αναμφισβήτητο δίκαιο του αναγνώστη.
Συμφωνώ απολύτως, θα πρέπει να διαβάζουμε βιβλία που μας «δαγκώνουν» και μας «τσιμπούν» και κάθε βιβλίο θα πρέπει να είναι «ο πέλεκυς στην παγωμένη μας θάλασσα», αλλά υπάρχει, όμως, και το δίκαιο του συγγραφέα. Ο τρόμος του μπροστά στο άσπρο χαρτί, ο φόβος του στο ακατανόητο άγνωστο, η αγωνία του να βάλει τάξη στο χάος, έχοντας την ψευδαίσθηση πως βάζει τάξη και στη δική του ζωή. Ο τρόπος του ν’ αναζητήσει απαντήσεις. Υπάρχουν πολλοί (καλή ώρα) που εάν δεν την γράψουν, δεν την κατανοούν τη ζωή, με λίγα λόγια αν δεν το γράψουν, δεν ξέρουν τι ζούνε!
Το κίνητρο, όμως, είναι – όπως και να το κάνουμε- διαφορετικό για τον καθένα. «Το κίνητρο» έψαχνα (συγγραφικό, που όμως είναι, μπορεί κάλλιστα να είναι, και το κίνητρο του αναγνώστη). Αλλ’ είδα πώς είχε ήδη αναρτηθεί σχεδόν από τους πρώτους μήνες του μπλογκ μας.
Στο μεταξύ, πολλά άλλαξαν. Γι’ αυτό και είπα- λόγω επικαιρότητας- να το ανασύρω από τη λήθη. Μαζί με έναν πρόλογό μου σε ένα αφιέρωμα για βιβλία όπου εκεί πια διεκδίκησα και το δίκαιο του αναγνώστη. Αναγνώστρια με πάθος (και πάθη) για μια ολόκληρη ζωή. Από δίψα ανάγνωσης (κλεμμένη Μάρω εδώ) άλλωστε γράφω.
Και σας τα παραθέτω σαν τρενάκι, όλα μαζί!
Τα κίνητρα γραφής πρώτα και τ’ άλλα, τα αναγνωστικά μας δίκαια, διότι διαβάζοντας γράφεις το δικό σου βιβλίο! Κανένας δεν θα διαβάσει αυτό το βιβλίο (το ίδιο βιβλίο) όπως εσύ!
Και τ’ αφιερώνουμε, βεβαίως, στο Librofilo που υπήρξε η αφορμή και η αιτία. Με την «Παρόρμησή» του την τόσο γόνιμη και τελικά… διαισθητική.
Αλλά πρώτα ΤΟ ΚΙΝΗΤΡΟ
Αυτό που προέχει, είναι το κίνητρο. Στα πάντα. Στην αμαρτία. Στο έγκλημα. Στην εξέλιξη. Στις επιδιώξεις. Στις επιλογές. Και στη συγγραφή.
Έτσι η συγγραφέας Μάργκαρετ Άτγουντ μάζεψε κίνητρα. «Συνομιλώντας με τους νεκρούς». Δηλαδή με τους συγγραφείς που αγάπησε. Τα φαντάσματά της. Τους μελλοντικούς της ήρωες που θα ζωντανέψει. Και ιδού μερικά… κίνητρα απ’ αυτά, και το προσωπικό. Τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς στο ερώτημα «γιατί γράφω»:
Για να καταγράψω τον κόσμο όπως είναι.
Για να καταγράψω το παρελθόν προτού λησμονηθεί.
Για να ανασκάψω το παρελθόν επειδή λησμονήθηκε.
Για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου για εκδίκηση.
Επειδή ήξερα πως έπρεπε να συνεχίσω να γράφω αλλιώς θα πέθαινα.
Επειδή να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνεις ρίσκα, και μόνον έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί.
Για να παράγω τάξη από το χάος.
Επειδή με ευχαριστεί.
Για να εκφράσω την ανέκφραστη ζωή των μαζών.
Για να κατονομάσω το μέχρι τούδε ακατανόμαστο.
Για να κοροιδέψω τον Θάνατο.
Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό.
Για να αρέσω στις γυναίκες γενικά.
Για να ευχαριστήσω και να ψυχαγωγήσω τον αναγνώστη.
Για να φανώ πιο ενδιαφέρων απ’ ότι ήμουν στην πραγματικότητα.
Για να επιβιώσω και μετά θάνατον.
Για να βγάλω λεφτά και να χλευάσω αυτούς που πριν χλεύαζαν εμένα.
Για να εκτονώσω την αντικοινωνική μου συμπεριφορά.
Γιατί η ιστορία στοίχειωσε μέσα μου και δεν με άφηνε στην ησυχία μου.
Για να μιλήσω για αυτούς που δεν μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους.
Για να επιδιώξω να με κατανοήσει ο αναγνώστης και ο εαυτός μου.
Για προσωπική έκφραση.
Για προσωπική ευχαρίστηση.
Για να επιστρέψω κάτι από αυτό που δόθηκε.
Για να μιλήσω με τους νεκρούς…
Το κίνητρο είναι εκείνο που θα καθορίσει πολλά στη συνέχεια: ποιότητα, αισθητική, ειλικρίνεια, πάθος, ματαιοδοξία, ύφος…
Αλλά αυτό το κίνητρο, εν τέλει, είναι και αναγνωστικό. Πως θα μπορούσε, εξάλλου, να γίνει διαφορετικά. Αυτά τα δύο είναι «σε σχέση». Κατά συνέπεια θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε γιατί διαβάζουμε εμείς: Για να μαθαίνω. Για να βαθαίνω. Για να ανακαλύπτω. Για να καταλαβαίνω. Για να κρίνω. Για να ταξιδεύω. Γιατί με ευχαριστεί. Γιατί με ένα βιβλίο ανακαλύπτω εμένα. Ανακαλύπτω τους άλλους. Τη ζωή.
Γιατί επικοινωνώ. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί με παρηγορεί. Με ασφαλίζει. Γιατί είναι must. Γιατί με ένα βιβλίο ξεχνιέμαι. Για σκοτώσω την ώρα μου. Για να ξανακερδίσω τον χαμένο καιρό. Για να κάνω πολύτιμο τον ελάχιστο χρόνο μου.
Κι επίσης, αυτό το κίνητρο είναι που καθορίζει πολλά. Την ίδια τη στάση μας στη ζωή. Και τα… ευπώλητα, ίσως;
Και η ανάγνωση, ύστερα, επειδή…
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ, ΓΡΑΦΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΒΙΒΛΙΟ!
Μπορεί ένα βιβλίο να σου αλλάξει τη ζωή; Μπορεί! Στο ίδιο σημείο που το κατόρθωσε ν’ αλλάξει και τη ζωή του συγγραφέα του.
Το υποδηλώνει η αφάνταστα μοναδική και αφύσικα μοναχική διαδικασία και της ανάγνωσης αλλά και της γραφής. Μόνος εσύ και οι άσπρες ή τυπωμένες σελίδες. Εσύ και τα πάντα, εσύ πια παντού. Μονάχα το κενό, αυτές τις ώρες, απουσιάζει. Γιατί έτσι, εν τέλει, νικάς το κενό. Και τον χρόνο νικάς. Που είναι ο μέγιστος τρόμος. Με ένα βιβλίο ξανακερδίζεις τον χαμένο καιρό. Και σημαδεύεις τον χρόνο. Με ό,τι αξίζει τη μνήμη.
Αν είσαι συγγραφέας ή αναγνώστης, μικρή η διαφορά. Έτσι ή αλλιώς διαβάζοντας γράφεις το δικό σου βιβλίο. Ένα βιβλίο, πολλά βιβλία, όσα κι οι αναγνώστες. Ένα βιβλίο, πολλά βιβλία, αναλόγως την εποχή, ακόμα και για μας. Ένα βιβλίο, μια συνάντηση, πάντα. Ενίοτε και μοιραία. Αναλόγως τις συγκυρίες και την αυτοδιάθεση. Διότι πρέπει να είσαι διαθέσιμος, ανοιχτός για ένα βιβλίο. Ακριβώς όπως στον έρωτα. Ειδ’ αλλιώς…. Προξενιό!
Αυτό το Φθινόπωρο, διαβάζοντας, γράψτε κι εσείς το δικό σας βιβλίο. Κι ευχόμαστε αυτά τα βιβλία να είναι όσο το δυνατόν πιο πολλά. Και να πέσετε επάνω στο… μοιραίο βιβλίο, αυτό που θα σας κάνει να δείτε με άλλα μάτια και τη ζωή αλλά κι εσάς.
Διότι διαβάζοντας ξαναγράφω το βιβλίο του κόσμου.
Με τις θερμότερες ευχές μας, λοιπόν,
για το ομορφότερο και καταλυτικότερο Φθινόπωρο και χειμώνα,
καλές αναγνώσεις κι ακόμα καλύτερες βόλτες στην πόλη ή στη βροχή…
η υπογραφή μου εδώ και τα ενοχικά μου υστερόγραφα όπως πάντα:
ΥΓ1: Εμείς, σημαδάκια αφήνουμε. Ακολουθείστε τα αν θέλετε. Στις προθήκες αλλά και μέσα στα ράφια θα ξετρυπώσετε βιβλία πολλά. Το… ραντεβού σας μπορεί να βρίσκεται έξω από τις σελίδες μας. Διότι, μη το ξεχνάτε, ένα βιβλίο είναι όπως μπουκάλι σε ωκεανό. Και το δικό σας μπουκάλι μπορεί να βρέθηκε σε άλλη παραλία.
ΥΓ2: Άσχετο: «Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο», Καρυωτάκης, θυμάστε; Δεν ξεπεράστηκε. Έτσι γινόταν πάντα, έτσι γίνεται ακόμα.
ΥΓ3: Αυτά, έτσι έγραφα πριν από λίγο καιρό, έτσι δημοσιεύθηκαν κάποια άλλη στιγμή και δεν έχω αλλάξει θέση και στάση, ακόμα.
22/10/07
Ευτυχώς που υπάρχει η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια
Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι,
όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι…
«Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» του Ίρβιν Γιάλομ, Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου- Γιάννης Ζέρβας, Εκδ. «Αγρα», σελ. 333, τιμή: 20 ευρώ.
«Πώς μπορείς ν’ αντλείς ευχαρίστηση από οποιοδήποτε κομμάτι της ζωής σου, από οποιαδήποτε δραστηριότητα, όταν ο θάνατος παραμονεύει κι εσύ δεν έχεις παρά μόνο μια ζωή;»
«Ίσως ο θάνατος να κάνει τη ζωή πιο ζωτική, πιο πολύτιμη. Το δεδομένο του θανάτου χαρίζει μια ιδιαίτερη ένταση, μια γλυκόπικρη ποιότητα στις δραστηριότητες της ζωής».
«Όλοι αυτοί που φοβούνται περισσότερο τον θάνατο είναι εκείνοι που τον πλησιάζουν με πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζωής μέσα τους».
Δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων το καινούργιο βιβλίο στα καθ’ ημάς του Ιρβιν Γιάλομ «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και μοιάζει σαν την ύστατη προσπάθεια του συγγραφέα – ψυχοθεραπευτή να ξαναβάλει «τα ρούχα στην ντουλάπα». Να επανεξετάσει τα δεδομένα της ύπαρξης, να βάλει το μαχαιράκι της επίγνωσης όσο βαθύτερα γίνεται, να μας τα πει απλά αλλά και αλληγορικά, να εξομολογηθεί τα πιο οδυνηρά, να ξαναπαίξει για μας το φιλμάκι της παιδικής του ηλικίας πάλι και πάλι.
Το πρώτο του βιβλίο με αφηγήματα «Ο δήμιος του έρωτα» ήταν η πρώτη προσπάθεια να κάνει τη βιωμένη ψυχοθεραπεία, μάθημα θελκτικό αλλά και λογοτεχνία. Να αντιμετωπίσει τον θάνατο μέσα από το αντίπαλο δέος του, τον έρωτα. Στο βιβλίο του όμως «Η μάνα και το νόημα της ζωής» η «σύγκρουση» είναι πλέον μετωπική, αλλά περισσότερο θεωρητική απ’ εκείνη που αποτόλμησε στο μυθιστόρημα «Η θεωρία του Σοπενάουερ».
Το πρώτο διήγημα της συλλογής, αυστηρά προσωπικό αλλά και τόσο γενναίο. Είναι εκείνο που χαρίζει στο βιβλίο τον τίτλο κι αφορά τη μάνα του. Πρώτη παράγραφος, δυο παράλληλα σύμπαντα. Η αλήθεια και τ’ όνειρο. Εκείνος σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, μισοσκόταδο, στα σωθικά του θανάτου κι ο ίδιος παιδί- το παιδί που δεν ξέχασε- σε ένα λούνα παρκ, μυρωδιά υγρή και καραμελωμένη. Ένα βαγονέτο στρίβει απ’ τη γωνιά και φρενάρει κάνοντας θόρυβο μπροστά του. Μπαίνει μέσα, της γνέφει, κατεβάζει τη μπάρα και πριν το μαύρο σκοτάδι τον καταπιεί, φωνάζει πάλι και πάλι: «Μάνα! Πώς τα πήγα, Μάνα;»
Ακόμα και τώρα, αναγνωρίζει, που είναι δέκα χρόνια νεκρή, οι ίδιες λέξεις έχουν μείνει κολλημένες στο λαιμό του: «πώς τα πήγα, Μάνα;»
Αναγνωρίζοντας πώς ήταν το μεγάλο αίνιγμα της ζωής του. «Ματαιόδοξη, ελεγκτική, παρεμβατική, καχύποπτη, μοχθηρή και τρομερά ισχυρογνώμων» ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί δεν έπαψε αυτή η παλιά αγωνιώδης κραυγή «Πώς τα πήγα, Μάνα;» ακόμα και τώρα που είναι ήδη δέκα χρόνια νεκρή. Κραυγή που αναγκάζει τον Γιάλομ- παιδί αλλά και ψυχοθεραπευτή να παραδεχθεί ότι εφόσον είμαστε πλάσματα που αναζητούν ένα νόημα και αφού το επινοήσουμε μετά θα πρέπει να κατορθώσουμε να ξεχάσουμε το γεγονός ότι είναι δική μας επινόηση, και εφόσον την δική του, πάει την επέλεξε και είναι η δημιουργικότητα, το όνειρο έρχεται να του πει τελικά άλλα: ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα εντελώς διαφορετικό στόχο- στο να κερδίσει την αποδοχή της πεθαμένης του μάνας.
Στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου «Ταξίδια με την Πώλα» εκείνο που υπερτερεί είναι ο θάνατος, εφόσον η Πώλα ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Και η μάνα παίζει αυτή τη φορά από την πλευρά της κόρης.
Στο τρίτο αφήγημα «Southerh Comfort» η ψυχοθεραπευτική του ομάδα είναι και πάλι «υψηλού κινδύνου». Ο χρόνος που έχει στην διάθεσή του ελάχιστος κι όλοι τους θα πρέπει να μάθουν να παίρνουν και να δίνουν.
Στα «Εφτά μαθήματα θεραπείας πένθους για προχωρημένους» όλα λέγονται με τ’ όνομά τους. Για την Αιρήν, άλλωστε, δεν υπάρχει χρόνος. Ο αγαπημένος της σύζυγος όπου να ‘ναι πεθαίνει κι εκείνη ως χειρουργός το γνωρίζει καλά. Κατά την διάρκεια της θεραπείας θα χάσει μάνα, πατέρα, και βαφτισιμιό, έχει χάσει παλιά και αδελφό, θα πρέπει να μάθει να επιβιώσει του θανάτου, θα πρέπει να ξαναμάθει να ζει στη ζωή. Μέσα απ’ την Αιρήν θα πρέπει να έρθει κοντά στον θάνατο και ο Γιάλομ.
Στην «Διπλή έκθεση» όπως και στο «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας» κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος Έρνεστ Λας που γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή «Στο ντιβάνι». Και στα δύο αφηγήματα, εκτίθεται πολλαπλώς. Στο πρώτο ως ψυχοθεραπευτής, αποτελώντας ταυτοχρόνως ο ίδιος και το μέλος μιας άλλης ψυχοθεραπευτικής ομάδας. Στο δεύτερο, ως άντρας και άνθρωπος, αντιμέτωπος με τις «φαντασιώσεις διάσωσης» που τον χαρακτηρίζουν και τον κατατρέχουν. Το… φάντασμα μιας ουγγαρέζικης γάτας που συναντά στο όνειρο και η κατάρα της, θα τον υποχρεώσουν και πάλι να αναμετρηθεί με τον θάνατο. Υπογράφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ο Γιάλομ και το πλέον αλληγορικό του αφήγημα, αναφερόμενος πάλι και πάλι σε ό,τι πιο πολύ μας πονά, στο αίνιγμα της ζωής μας όπως και αν εκφράζεται. Και στον γόρδιο δεσμό μας που ποτέ δεν λύνεται αλλά και η επίγνωση όλο και κάτι είναι.
Ένα απολαυστικό βιβλίο, με σπαρταριστές ιστορίες, συγκλονιστικούς και αποκαλυπτικούς διαλόγους, ερωτηματικά που μας βγάζουν από το φως στο σκοτάδι. Διότι η αλήθεια, εν τέλει, (μας το διδάσκει ο Γιάλομ αυτό) μπορεί να είναι πολύ γοητευτική και ο θάνατος μέγιστο μάθημα ζωής.
«Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι. Όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι». Στην ύστατη περίπτωση εξάλλου υπάρχει κι αυτό. Και, βεβαίως, «η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια» όπως έλεγε ο Νίτσε. Κι ο Γιάλομ φαίνεται αυτό να το γνωρίζει καλά. Γνωρίζοντας, ακόμα, και πώς να μας το μάθει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε το 1931 και είναι ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.
Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει δυο συλλογές διηγημάτων: «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η μάνα και το νόημα της ζωής»
Και τρία μυθιστορήματα: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ» που έχουν γίνει μπεστ- σέλλερ σε πολλές χώρες.
Όλα τα του τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελούν ιστορίες ψυχοθεραπείας και ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο, όπως λέει, βρίθει ούτως ή άλλως ιστοριών και διηγήσεων.
Από τις εκδόσεις «Άγρα» κυκλοφορούν: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα», «Θρησκεία και Ψυχιατρική», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και ετοιμάζονται «Κάθε μέρα πιο κοντά», «Θεωρεία και πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας» και «Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία».
ΥΓ. Άλλα σκεπτόμουν για σήμερα, αλλά όταν εμείς κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελά! Περί ανάγνωσης και γραφής ήταν η πρόθεση, μετά το άκρως ενδιαφέρον ποστ του Librofilo για το ποια βιβλία και κάτω από ποιες (ψυχικές ή πνευματικές) προυποθέσεις θα πρέπει να τα διαβάσουμε, ήθελα να ανεβάσω ποστ για τις αιτίες που γράφουμε. Παίρνοντας πια το… μέρος του συγγραφέα (ευρισκόμενη και η ίδια εξάλλου στο μεταίχμιο). Ήθελα επίσης να αναφερθώ στο «ραντεβού» μας με ένα, με πολλά βιβλία, διότι η συνάντησή μας με ένα βιβλίο είναι, εν τέλει, ραντεβού (φτάνει να μη νικά ο αναγνωστικός ψυχαναγκασμός μας). Αλλά το πρωινό τηλεφώνημα ήταν αμείλικτο: ήταν τριάντα δύο χρονών, νέος και όμορφος, επιτυχημένος χρηματιστής και φίλος, είχε δύο μικρά παιδιά και γιατρό σύζυγο. Το πρωινό Σαββάτου έπαιζε με συναδέλφους μου, ποδόσφαιρο. «Έφυγε» σήμερα το πρωί από ανακοπή, «γιατί έτσι»! Κανείς δεν κατάλαβε, ούτε η γιατρός που κοιμόταν πλάι του μπόρεσε κάτι να κάνει. Όσο για μένα, δεν θα την καταλάβω ποτέ: την απώλεια. Τόνους χαρτιά κι ας γεμίσω, τόμους βιβλία κι ας διαβάσω, κι όσο κι αν τρέξω, όσο σπασίκλα κι αν γίνω, την μισοτελειωμένη κίνηση δεν θα την προλάβω ποτέ. Έτσι να βρίσκομαι να κάνω, πράγματα μισά. Έτσι θα αντιλαμβάνομαι τις αλήθειες, σπαράγματα και κατακερματισμένες.
Κατόπιν τούτου, ανεβάζουμε Γιάλομ εκτάκτως περί Μάνας, δηλαδή περί νοήματος και θανάτου τελικά. Αγνοώντας και το νόημα, και τον θάνατο κι αδυνατώντας να κατανοήσουμε αυτό που ξαφνικά ένα πρωινό Δευτέρας μπορεί να συμβαίνει.
Το σίγουρον, ένα: ότι δεν θα πρέπει να αφήνουμε πράγματα μισά. Κι ό,τι αγαπάμε, όσο είναι ακόμα καιρός, καλόν είναι κάποιος να το τελειώνει. Τα μισοειπωμένα «σ’ αγαπώ» πονάνε πιο πολύ κι από θάνατο. Τα όνειρα που μένουν στα συρτάρια, σ’ εκδικούνται.
Συγχωρείστε μου την συγκίνηση, να καταλάβω προσπαθώ. Κι έτσι μπορόλα και ξερόλα που είμαι συνήθως, όταν οι αλήθειες μου βγαίνουν απ’ τα κουτάκια τους, μπερδεύομαι, πονώ και δεν ξέρω τι γράφω και τι κάνω. Αλλά, έτσι ή αλλιώς, από ακατανόητο σε ακατανόητο βαδίζει κανείς στη ζωή. Ή μήπως όχι?
όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι…
«Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» του Ίρβιν Γιάλομ, Μετάφραση: Ευαγγελία Ανδριτσάνου- Γιάννης Ζέρβας, Εκδ. «Αγρα», σελ. 333, τιμή: 20 ευρώ.
«Πώς μπορείς ν’ αντλείς ευχαρίστηση από οποιοδήποτε κομμάτι της ζωής σου, από οποιαδήποτε δραστηριότητα, όταν ο θάνατος παραμονεύει κι εσύ δεν έχεις παρά μόνο μια ζωή;»
«Ίσως ο θάνατος να κάνει τη ζωή πιο ζωτική, πιο πολύτιμη. Το δεδομένο του θανάτου χαρίζει μια ιδιαίτερη ένταση, μια γλυκόπικρη ποιότητα στις δραστηριότητες της ζωής».
«Όλοι αυτοί που φοβούνται περισσότερο τον θάνατο είναι εκείνοι που τον πλησιάζουν με πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζωής μέσα τους».
Δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων το καινούργιο βιβλίο στα καθ’ ημάς του Ιρβιν Γιάλομ «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και μοιάζει σαν την ύστατη προσπάθεια του συγγραφέα – ψυχοθεραπευτή να ξαναβάλει «τα ρούχα στην ντουλάπα». Να επανεξετάσει τα δεδομένα της ύπαρξης, να βάλει το μαχαιράκι της επίγνωσης όσο βαθύτερα γίνεται, να μας τα πει απλά αλλά και αλληγορικά, να εξομολογηθεί τα πιο οδυνηρά, να ξαναπαίξει για μας το φιλμάκι της παιδικής του ηλικίας πάλι και πάλι.
Το πρώτο του βιβλίο με αφηγήματα «Ο δήμιος του έρωτα» ήταν η πρώτη προσπάθεια να κάνει τη βιωμένη ψυχοθεραπεία, μάθημα θελκτικό αλλά και λογοτεχνία. Να αντιμετωπίσει τον θάνατο μέσα από το αντίπαλο δέος του, τον έρωτα. Στο βιβλίο του όμως «Η μάνα και το νόημα της ζωής» η «σύγκρουση» είναι πλέον μετωπική, αλλά περισσότερο θεωρητική απ’ εκείνη που αποτόλμησε στο μυθιστόρημα «Η θεωρία του Σοπενάουερ».
Το πρώτο διήγημα της συλλογής, αυστηρά προσωπικό αλλά και τόσο γενναίο. Είναι εκείνο που χαρίζει στο βιβλίο τον τίτλο κι αφορά τη μάνα του. Πρώτη παράγραφος, δυο παράλληλα σύμπαντα. Η αλήθεια και τ’ όνειρο. Εκείνος σ’ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, μισοσκόταδο, στα σωθικά του θανάτου κι ο ίδιος παιδί- το παιδί που δεν ξέχασε- σε ένα λούνα παρκ, μυρωδιά υγρή και καραμελωμένη. Ένα βαγονέτο στρίβει απ’ τη γωνιά και φρενάρει κάνοντας θόρυβο μπροστά του. Μπαίνει μέσα, της γνέφει, κατεβάζει τη μπάρα και πριν το μαύρο σκοτάδι τον καταπιεί, φωνάζει πάλι και πάλι: «Μάνα! Πώς τα πήγα, Μάνα;»
Ακόμα και τώρα, αναγνωρίζει, που είναι δέκα χρόνια νεκρή, οι ίδιες λέξεις έχουν μείνει κολλημένες στο λαιμό του: «πώς τα πήγα, Μάνα;»
Αναγνωρίζοντας πώς ήταν το μεγάλο αίνιγμα της ζωής του. «Ματαιόδοξη, ελεγκτική, παρεμβατική, καχύποπτη, μοχθηρή και τρομερά ισχυρογνώμων» ποτέ του δεν κατάλαβε γιατί δεν έπαψε αυτή η παλιά αγωνιώδης κραυγή «Πώς τα πήγα, Μάνα;» ακόμα και τώρα που είναι ήδη δέκα χρόνια νεκρή. Κραυγή που αναγκάζει τον Γιάλομ- παιδί αλλά και ψυχοθεραπευτή να παραδεχθεί ότι εφόσον είμαστε πλάσματα που αναζητούν ένα νόημα και αφού το επινοήσουμε μετά θα πρέπει να κατορθώσουμε να ξεχάσουμε το γεγονός ότι είναι δική μας επινόηση, και εφόσον την δική του, πάει την επέλεξε και είναι η δημιουργικότητα, το όνειρο έρχεται να του πει τελικά άλλα: ότι έχει αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα εντελώς διαφορετικό στόχο- στο να κερδίσει την αποδοχή της πεθαμένης του μάνας.
Στο δεύτερο αφήγημα του βιβλίου «Ταξίδια με την Πώλα» εκείνο που υπερτερεί είναι ο θάνατος, εφόσον η Πώλα ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Και η μάνα παίζει αυτή τη φορά από την πλευρά της κόρης.
Στο τρίτο αφήγημα «Southerh Comfort» η ψυχοθεραπευτική του ομάδα είναι και πάλι «υψηλού κινδύνου». Ο χρόνος που έχει στην διάθεσή του ελάχιστος κι όλοι τους θα πρέπει να μάθουν να παίρνουν και να δίνουν.
Στα «Εφτά μαθήματα θεραπείας πένθους για προχωρημένους» όλα λέγονται με τ’ όνομά τους. Για την Αιρήν, άλλωστε, δεν υπάρχει χρόνος. Ο αγαπημένος της σύζυγος όπου να ‘ναι πεθαίνει κι εκείνη ως χειρουργός το γνωρίζει καλά. Κατά την διάρκεια της θεραπείας θα χάσει μάνα, πατέρα, και βαφτισιμιό, έχει χάσει παλιά και αδελφό, θα πρέπει να μάθει να επιβιώσει του θανάτου, θα πρέπει να ξαναμάθει να ζει στη ζωή. Μέσα απ’ την Αιρήν θα πρέπει να έρθει κοντά στον θάνατο και ο Γιάλομ.
Στην «Διπλή έκθεση» όπως και στο «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας» κεντρικός ήρωας είναι ο ψυχίατρος Έρνεστ Λας που γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή «Στο ντιβάνι». Και στα δύο αφηγήματα, εκτίθεται πολλαπλώς. Στο πρώτο ως ψυχοθεραπευτής, αποτελώντας ταυτοχρόνως ο ίδιος και το μέλος μιας άλλης ψυχοθεραπευτικής ομάδας. Στο δεύτερο, ως άντρας και άνθρωπος, αντιμέτωπος με τις «φαντασιώσεις διάσωσης» που τον χαρακτηρίζουν και τον κατατρέχουν. Το… φάντασμα μιας ουγγαρέζικης γάτας που συναντά στο όνειρο και η κατάρα της, θα τον υποχρεώσουν και πάλι να αναμετρηθεί με τον θάνατο. Υπογράφοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ο Γιάλομ και το πλέον αλληγορικό του αφήγημα, αναφερόμενος πάλι και πάλι σε ό,τι πιο πολύ μας πονά, στο αίνιγμα της ζωής μας όπως και αν εκφράζεται. Και στον γόρδιο δεσμό μας που ποτέ δεν λύνεται αλλά και η επίγνωση όλο και κάτι είναι.
Ένα απολαυστικό βιβλίο, με σπαρταριστές ιστορίες, συγκλονιστικούς και αποκαλυπτικούς διαλόγους, ερωτηματικά που μας βγάζουν από το φως στο σκοτάδι. Διότι η αλήθεια, εν τέλει, (μας το διδάσκει ο Γιάλομ αυτό) μπορεί να είναι πολύ γοητευτική και ο θάνατος μέγιστο μάθημα ζωής.
«Όπου είναι ο θάνατος, εγώ δεν είμαι. Όπου είμαι εγώ, ο θάνατος δεν είναι». Στην ύστατη περίπτωση εξάλλου υπάρχει κι αυτό. Και, βεβαίως, «η τέχνη, για να μη μας σκοτώσει η αλήθεια» όπως έλεγε ο Νίτσε. Κι ο Γιάλομ φαίνεται αυτό να το γνωρίζει καλά. Γνωρίζοντας, ακόμα, και πώς να μας το μάθει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Γεννήθηκε το 1931 και είναι ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ.
Μαθητής και συνεργάτης του Rollo May, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της υπαρξιακής σχολής στην ψυχιατρική και είναι συγγραφέας του εγκυρότερου και πληρέστερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχοθεραπείας.
Το λογοτεχνικό του έργο περιλαμβάνει δυο συλλογές διηγημάτων: «Ο δήμιος του έρωτα» και «Η μάνα και το νόημα της ζωής»
Και τρία μυθιστορήματα: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι» και «Η θεραπεία του Σοπενάουερ» που έχουν γίνει μπεστ- σέλλερ σε πολλές χώρες.
Όλα τα του τα λογοτεχνικά βιβλία αποτελούν ιστορίες ψυχοθεραπείας και ο ίδιος τα θεωρεί προέκταση του διδακτικού του έργου, το οποίο, όπως λέει, βρίθει ούτως ή άλλως ιστοριών και διηγήσεων.
Από τις εκδόσεις «Άγρα» κυκλοφορούν: «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι», «Ο δήμιος του έρωτα», «Θρησκεία και Ψυχιατρική», «Το δώρο της ψυχοθεραπείας», «Η μάνα και το νόημα της ζωής» και ετοιμάζονται «Κάθε μέρα πιο κοντά», «Θεωρεία και πρακτική της ομαδικής ψυχοθεραπείας» και «Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία».
ΥΓ. Άλλα σκεπτόμουν για σήμερα, αλλά όταν εμείς κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελά! Περί ανάγνωσης και γραφής ήταν η πρόθεση, μετά το άκρως ενδιαφέρον ποστ του Librofilo για το ποια βιβλία και κάτω από ποιες (ψυχικές ή πνευματικές) προυποθέσεις θα πρέπει να τα διαβάσουμε, ήθελα να ανεβάσω ποστ για τις αιτίες που γράφουμε. Παίρνοντας πια το… μέρος του συγγραφέα (ευρισκόμενη και η ίδια εξάλλου στο μεταίχμιο). Ήθελα επίσης να αναφερθώ στο «ραντεβού» μας με ένα, με πολλά βιβλία, διότι η συνάντησή μας με ένα βιβλίο είναι, εν τέλει, ραντεβού (φτάνει να μη νικά ο αναγνωστικός ψυχαναγκασμός μας). Αλλά το πρωινό τηλεφώνημα ήταν αμείλικτο: ήταν τριάντα δύο χρονών, νέος και όμορφος, επιτυχημένος χρηματιστής και φίλος, είχε δύο μικρά παιδιά και γιατρό σύζυγο. Το πρωινό Σαββάτου έπαιζε με συναδέλφους μου, ποδόσφαιρο. «Έφυγε» σήμερα το πρωί από ανακοπή, «γιατί έτσι»! Κανείς δεν κατάλαβε, ούτε η γιατρός που κοιμόταν πλάι του μπόρεσε κάτι να κάνει. Όσο για μένα, δεν θα την καταλάβω ποτέ: την απώλεια. Τόνους χαρτιά κι ας γεμίσω, τόμους βιβλία κι ας διαβάσω, κι όσο κι αν τρέξω, όσο σπασίκλα κι αν γίνω, την μισοτελειωμένη κίνηση δεν θα την προλάβω ποτέ. Έτσι να βρίσκομαι να κάνω, πράγματα μισά. Έτσι θα αντιλαμβάνομαι τις αλήθειες, σπαράγματα και κατακερματισμένες.
Κατόπιν τούτου, ανεβάζουμε Γιάλομ εκτάκτως περί Μάνας, δηλαδή περί νοήματος και θανάτου τελικά. Αγνοώντας και το νόημα, και τον θάνατο κι αδυνατώντας να κατανοήσουμε αυτό που ξαφνικά ένα πρωινό Δευτέρας μπορεί να συμβαίνει.
Το σίγουρον, ένα: ότι δεν θα πρέπει να αφήνουμε πράγματα μισά. Κι ό,τι αγαπάμε, όσο είναι ακόμα καιρός, καλόν είναι κάποιος να το τελειώνει. Τα μισοειπωμένα «σ’ αγαπώ» πονάνε πιο πολύ κι από θάνατο. Τα όνειρα που μένουν στα συρτάρια, σ’ εκδικούνται.
Συγχωρείστε μου την συγκίνηση, να καταλάβω προσπαθώ. Κι έτσι μπορόλα και ξερόλα που είμαι συνήθως, όταν οι αλήθειες μου βγαίνουν απ’ τα κουτάκια τους, μπερδεύομαι, πονώ και δεν ξέρω τι γράφω και τι κάνω. Αλλά, έτσι ή αλλιώς, από ακατανόητο σε ακατανόητο βαδίζει κανείς στη ζωή. Ή μήπως όχι?
17/10/07
Μόνο ό,τι αγαπάμε, γνωρίζουμε
ΜΑΡΩ ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ, η φίλη μου
Αυτή τη φορά, δεν θα υπάρξει υστερόγραφο, αλλά πρόλογος. Μικρός, διότι το πολύ δεν σηκώνει πολλά. Είναι η φίλη μου, ο τυφλοσούρτης ζωής μου, το γέλιο, το κλάμα μου, και κάθε μας συνέντευξη δύσκολη, όπως δύσκολο είναι να μιλάμε για ό,τι πιο πολύ αγαπάμε.
Δυσκολεύτηκα να το κάνω (να ανεβάσω συνέντευξη που αφορά έναν τόσο δικό μου άνθρωπο) αλλά μετά, όταν το καλοσκέφτηκα, διαπίστωσα ότι ομοίως αγνώμονες συνήθως γινόμαστε όλοι μας στη ζωή. Ό,τι αγαπάμε, το θεωρούμε «δεδομένο» και ότι «εξυπακούεται».
Ε λοιπόν αποφάσισα να το πάρω αλλιώς. Να μιλήσω για ό,τι και όσους αγαπώ και να τους το πω.
Δεν θα είχε υπάρξει άλεφ, εάν η Μάρω δεν μου είχε απλώσει το χέρι της: έγραψα, επέζησα, έμαθα να γελώ και έφυγε πια μακριά η σκοτεινιά απ’ τα μάτια μου. Διότι η Μάρω και στη ζωή της, όπως και στις ιστορίες της, γνωρίζει το φωτεινό μυστικό.
Δεν το ξέρει ότι θα το κάνω, κι ελπίζω να μην έχει αντιρρήσεις. Αλλά η κουβέντα που ακολουθεί είναι κάτι που θα ήθελα τόσο πολύ να μοιραστώ μαζί σας.
Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό
Η συγγραφέας που βάζει το μαχαιράκι της μνήμης όσο πιο μέσα γίνεται. Με χρώμα και μουσική, με ήχους όπως τα βήματα σε ξύλινο πάτωμα. Απαλά, απαλά σαν βηματάκια σε ύφασμα βελούδο. Μας πήρε από το χέρι κι από τον έρωτα μας οδήγησε στον Θείο Έρωτα. Από την αναζήτηση του ενός στην Αναζήτηση των πάντων. Με όλα τα μέσα: γράφοντας και ζωγραφίζοντας, τώρα φωτογραφίζοντας. Βαθύτατα ψυχαναλυτική, ξυπνά μνήμες και χαμένους παράδεισους στον καθένα. Με περισσότερα από τριάντα βιβλία της στις προθήκες (Ντούλια, Χρόνια πολλά γλυκιά μου, Ο αντίπαλος εραστής, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, Η μοναξιά είναι από χώμα, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό κ.α.) κρατά ένα κομματάκι όντως ζωής για τον καθένα. Η Μάρω Βαμβουνάκη στη συνέντευξη που ακολουθεί μας χαρίζει γενναιόδωρα και τις εικόνες της. Εικόνες ζωής που ξετυλίγοντας από τα Χανιά, στην Ρόδο και στην Αθήνα κι ενώνουν το παρόν με το άχρονο. Διότι <είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα>. Και επειδή <δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται>. <Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε>, παραδέχεται. Να αναβιώσει, να κατανοήσει τι έγινε, ποια είναι: <Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή>.
- Οι πρώτες εικόνες ζωής σας; Τι είναι τα Χανιά για σας, κυρία Βαμβουνάκη; Και κατά πόσο υπάρχουν ή επανέρχονται στο έργο σας;
- Κάτι σαν ομίχλη, από τούλι, μάλλον η κουνουπιέρα στην κούνια μου. ΄Ηχος βροχής έξω, ίσως γιατί γεννήθηκα φθινόπωρο. Τρίξιμο βημάτων στο ξύλινο πάτωμα ή στην ξύλινη σκάλα μας. Κάποιος έρχεται, ο μπαμπάς μου μάλλον που όλο έλειπε...Βλέπετε ως εικόνες σας λέω ήχους τελικά. Πάντα τα μπερδεύω αυτά. Για το τι είναι για μένα τα Χανιά δεν γίνεται να σας πω. Δεν το χωράω κάτι τέτοιο και με κομματιάζει. Μου είναι αδύνατον να ξεπεράσω μια τέτοια χαρμολύπη.
- Ισχύει αυτό που λέγεται για την <πατρίδα> των παιδικών μας χρόνων; Και κατά πόσο είναι ασφαλής ή επισφαλής; Αληθινή ή ψευδαισθησιακή;
- Άλλο κόσμος φανταστικών κι άλλο κόσμος αοράτων. Τα αόρατα και τα νοούμενα είναι στη ζωή μας τα πιο υπαρκτά και δραστικά. Και βέβαια ισχύει η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων! Πού θα βαδίζαμε αλλιώς, ποια χαρτογραφία θα μας προσανατόλιζε; Εμπνέει και αναστατώνει η νοσταλγία της διότι-μια και τα παιδιά ζουν μεταφυσικά-πάει πολύ πίσω, ριζώνει στην αρχή μας, στον παράδεισό μας, τον χαμένο και τον ερχόμενο.
- Το πρώτο σας ραντεβού με την λογοτεχνία; Ως ανάγνωσμα αλλά και ως γράψιμο…
- Πάντα στα Χανιά. Στην τετάρτη δημοτικού διάβαζα το ''΄Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν'' της Μπέτυ Σμίθ, σε συνέχειες στη Διάπλαση των Παίδων. Επί μήνες ζούσα μ΄ αυτό. Πρώτη φορά ένιωσα πόσο σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου ένα λογοτέχνημα και γλυκάθηκα. Το πρώτο μου γράψιμο ήταν με την πρώτη-πρώτη έκθεση στο σχολείο. Μόλις βρέθηκα μπρος την άδεια λευκή σελίδα του τετραδίου ένιωσα ό,τι και τώρα νιώθω:Ηδονικό ίλιγγο για άλμα στο κενό. Τον ίδιο φόβο και μαγνήτη μιας δημιουργικής αβύσσου.
- Πόσο χρονών φύγατε απ’ τα Χανιά; Οι πρώτες εικόνες απ’ την Αθήνα;
- Έφυγα όταν έμπαινα στην έκτη δημοτικού. ΄Εφυγα με απερίγραπτη θλίψη, γιατί εκεί ήμουν ευτυχισμένη και το ήξερα ότι ήμουν ευτυχισμένη, δεν είναι συνηθισμένο αυτό. Την τελευταία μέρα, κι όπως όλα μας τα πράγματα ήταν αμπαλαρισμένα για τη μετακόμιση, ορκίστηκα μέσα μου με πείσμα:Θα ξαναγυρίσω να ζήσω εδώ! Ακόμα δεν το τήρησα.. ΄Εφυγαν ή πέθαναν και τόσοι δικοί μου εκεί...Με ματώνουν όλο και πιο πολύ οι επιστροφές μου. Περισσότερο πόλη-μνήμη παρά παρόν. Κι εγώ σαν μνήμη κυκλοφορώ στους δρόμους όταν πηγαίνω.
Ζηλεύω εκείνους που ζουν και τελειώνουν στα χώματα που γεννήθηκαν. Δεν θα είναι τυχαίο το ότι ο Θεός μας γεννά σ΄ ένα συγκεκριμένο τόπο τον καθένα. Ισως να είναι ανοησία που απομακρυνόμαστε, το πληρώνουμε με διαρκή εξορία μετά. Ισως και πουθενά αλλού να μην μπορεί κανείς να βρει τον πιο αληθινό εαυτό του.
Η πρώτη εικόνα μου απ΄ την Αθήνα ήταν όπως μπαίναμε χαράματα στον Πειραιά με το πλοίο, το ''Αγγέλικα'' ίσως, απ΄ τη Σούδα. Ομίχλη και κάτι πολύ μακριά, ψηλά, κοντά στον ουρανό, σαν τεράστιο ρολόι μέσα στην πάχνη. Ηταν ο Παρθενώνας. Θυμάμαι και τον κινηματογράφο ΄Εσπερο στη Σταδίου όταν μας πήγε ο πατέρας μου να δούμε μια υπέροχη ταινία:''Η ωραιότερη μέρα της ζωής μου'' με την Παιδική χορωδία της Βιέννης.
- Η Αθήνα πέρασε κάπως στο έργο σας; Και πώς;
- Η Αθήνα-και παρά τη βασανιστική σύγκριση με τα Χανιά-με κέρδισε. Πάντα-και παράλληλα με κάθε απώλεια-εμένα το ''εδώ και τώρα'' με κερδίζει. ΄Οπου κι αν βρεθώ, η περιέργεια και ο μαγνητισμός του καινούργιου είναι πολύ ισχυρά. Είναι αδύνατον να εντοπίσω τις επιδράσεις της Αθήνας σ΄ αυτό που είμαι και κάνω, είναι αμέτρητες και μυστικές. Στο ''΄Οχι άλλη αναβολή, Μιχάλη'', που είναι αυτοβιογραφικό της εφηβείας μου, η παρουσία της Αθήνας είναι διαβρωτική. Οταν το έγραφα ξαναταξίδεψα σ΄ εκείνο το μυθικό τότε πέλαγος της οδού Πατησίων.
- Η Ρόδος σίγουρα σας σημάδεψε. Τι ήταν εκείνο που πρωτοείδατε όταν βρεθήκατε στο νησί;
- Η Ρόδος-μια και δεν μπορούσα να γυρίσω στα Χανιά-στάθηκε η πατρίδα της επιλογής μου. Πρωτοέφτασα με καράβι και η εικόνα της απίστευτα ωραίας προκυμαίας της ,μόλις στρίψουμε τη βενετσιάνικη νομαρχία, μ΄ όλη τη μουσειακή παράθεση της ιστορίας στη σειρά, με άφησε άναυδη. Μα υπάρχει τέτοια πόλη; απορούσα! Και δεν την είχα δει ακόμα νύχτα με φεγγάρι ή χειμωνιάτικη και έρημη από τουρίστες ,με τα εκεί πρόσωπα της ζωής μου, άγνωστα ακόμα, έτσι όπως την ερωτεύτηκα και ρίζωσα μετά. Με αιχμαλώτισε, με σημαδεύει και πηγαινοέρχομαι.
- Επηρεάζουν οι τόποι το έργο; Τον χαρακτήρα μας;
- Οι τόποι είναι πλασμένοι από χώμα, νερό και πνοές, όπως κι εμείς. Είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα. Εγώ κι από μια γειτονιά της Αθήνας να περνώ, κατακλύζομαι αυτόματα από συναισθηματικούς συνειρμούς ανάλογα με το ποιος δικός μου έζησε ή ζει εκεί, τι θυμίζει. Δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται. Αμα πάθει κάποιος αμνησία, η έκφραση του προσώπου του μεταμορφώνεται. Γίνεται τρομαχτικά άγνωστος και για τους πιο κοντινούς του.
- Εν τέλει, είμαστε οι επιλογές μας ή οι καταβολές μας;
- Αχ το μέγα μυστήριο της ελεύθερης επιλογής!...΄Εχουν χυθεί ωκεανοί μελάνης στους αιώνες για το πόσο ελεύθεροι είμαστε. Πιστεύω πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τρία κομμάτια του:Την κληρονομικότητά του. Την αγωγή και το περιβάλλον του. Και την ελευθερία του. Την τρομερή ελευθερία του που μπορεί να φέρει τούμπα και τα δύο προηγούμενα. Φοβόμαστε όμως να είμαστε ελεύθεροι γιατί η ελευθερία απαιτεί δουλειά κι ευθύνη. Προτιμούμε να ζαρώνουμε σε μια ''ξεκούραστη'' δυστυχία, σε μια ηδονική γκρίνια, από τους ανοιχτούς ορίζοντες. Αν δεν μπορούσαμε να διαλέγουμε ελεύθερα δεν θα είχε νόημα να έρθει ο Χριστός να μας καλέσει να τον διαλέξουμε. Ολα θα ήταν καλουπωμένα και ακίνητα ερήμην μας. Μου φαίνεται πολύ άνοστη και γελοία η θεωρία του ντετερμινισμού. Δυστυχώς ή ευτυχώς είμαστε ελεύθεροι ακόμα και να μην είμαστε ελεύθεροι. Πόσο μ΄ αρέσει η φράση:Γεννηθήκαμε με το πρόσωπο που μας χάρισε ο Θεός και με τα χρόνια αποκτούμε το πρόσωπο που μας αξίζει!
- Υπάρχουν πρόσωπα που σας καθόρισαν; Και δίχως αυτά θα ήσασταν άλλη, αλλιώς θα γράφατε;
- Ρωτάτε για πρόσωπα;...Μα οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισός μας. Το αλωνάκι που αλέθεται ο εγωκεντρισμός μας. Οι άλλοι είναι οι μάρτυρες πως υπάρχουμε. Ο καθρέφτης που ψάχνουμε το ποιοί είμαστε ή πώς δείχνουμε. Η ανταλλαγή της σχέσης και μόνο μας πλάθει. ΄Αλλοι, πάρα πολλοί άλλοι είμαι εγώ και ό,τι κάνω. Μέσα μου γίνεται συνωστισμός! Ζωντανοί άλλοι και κάποιοι νεκροί περισσότερο ζωντανοί από κάποιους που ζουν ακόμα. Νεκροί που όσο περνά ο καιρός και η αγάπη τους αποσαφηνίζεται, με πλησιάζουν πιο κοντά. Μόνο ό,τι αγαπάμε γνωρίζουμε, δεν υπάρχει άλλο σχολειό. 'Ολα τα’ άλλα, φαντασιώσεις εγωισμού και σκιές ονείρων, στιγμιαίες.
- Αυτά τα περί εμμονών, ότι δηλαδή, ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, αληθεύουν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει οι εμμονές σας;
- Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Κάθε βιβλίο είναι ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε. Να αναβιώσω, να κατανοήσω τι έγινε, ποια είμαι. Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει και λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή.
- Ξανακοιτάζοντας το παρελθόν, το βλέπετε άλλο;
- Το πιο γοητευτικό ίσως στοιχείο της ψυχανάλυσης-τρομαχτικό για κάποιους-είναι ότι σε βάζει να υποψιάζεσαι ότι αυτό που πιστεύεις για παρελθόν σου δεν είναι το αληθινό παρελθόν σου. Πως οι απωθήσεις όσων σε φόβισαν ή απαγορεύεται να ποθείς σε έκαναν να παραμορφώσεις στη συνείδησή σου όσα έζησες. Η εξιδανίκευση του παρελθόντος μας είναι ένας επικίνδυνος αμυντικός μηχανισμός. ΄Οσο τολμάς να ξεσκεπάσεις, τόσο ξαναδιαβάζεις τα παλιά αλλιώς. Τι ενδιαφέρουσα που είναι η όντως μνήμη και η αναβίωση! Τόσα στρώματα σενάριων, τόσοι λαβύρινθοι μέχρι την αλήθεια που σώζει!
- Και ζωγραφίσατε. Και φωτογραφίζετε. Τι είναι εκείνο που σας κάνει να θέλετε να εκφραστείτε με εικόνες;
- Παλιά ζωγράφιζα πολύ. Μετά φωτογράφιζα και φωτογραφίζω. Από ενθουσιασμό για μια ωραιότητα μπρος μου, αλλά και από πανικό να διασώσω κάτι απ΄ το τώρα που διαρκώς φεύγει. Με τον καιρό γίνομαι πιο ψύχραιμη. Καταλαβαίνω πως η φωτογραφία δεν συλλαμβάνει εντέλει αυτό που ζητάς. Πάλι φεύγει. Καλύτερα η μνήμη. Εκείνη ξέρει πώς θα τακτοποιήσει την εμπειρία μας, έχει άλλη σοφία στην κατάταξη και την ανακατάταξη, άλλη ζωντάνια απ΄ την ακινησία της φωτογραφίας που ψοφάει με τον χρόνο σαν καρφιτσωμένη νεκρή πεταλούδα.
- Αν σας ζητούσα να αφηγηθείτε τα βασικά της ζωής σας με εικόνες, ποιες θα επιλέγατε;
- Δύσκολη τόση αυτογνωσία που μου ζητάτε...Οι φωτογραφίες όμως που διάλεξα να σας δώσω είναι μερικές απ’ αυτές τις εικόνες ζωής. Για τον χρόνο τους, για τον τόπο τους, για το αίσθημα στον αέρα τους, κάπου και για εκείνον που με φωτογράφισε και δεν φαίνεται στη φωτογραφία, η σκιά του μόνο...
- Σε χρώμα;
- Πάντα με γοητεύει η μαυρόασπρη φωτογραφία. Είναι πιο υπαινικτική. Σου επιτρέπει να θυμάσαι και να επιστρέφεις καλύτερα.
- Στο οικογενειακό σας πάνθεον, βλέπουμε Ντοστογιέφσκι και Φρόιντ, τοπία γκρίζα, εικόνες αγίων και μάσκες… Ακόμα και η μάσκα (η επιλογή της) είναι αποκαλυπτική της εικόνας μας; Υπάρχουν εικόνες – καταφύγιο για σας;
- Ναι, υπάρχουν πάντα τα προσωπικά μας εικονοστάσια. Μορφές που λαχταρούμε κοντά μας, είτε πρόσωπο με πρόσωπο, είτε πίσω από μάσκα. Η κορυφαία όμως εικόνα μου είναι ο Χριστός της Μονής Χιλανδαρίου. Είναι το ΄Αλεφ μου.
- Αλλά και στα βιβλία σας οι εικόνες είναι καθοριστικές: Το αλωνάκι της Ντούλιας (Ντούλια), το νησί όπου κατέφυγε ο άντρας της Μοναξιάς (Η μοναξιά είναι από χώμα), τα δωμάτια όπου βασανίζονται οι εραστές (Ο αντίπαλος εραστής), το ξενοδοχείο χωρίς όνομα στο τελευταίο σας βιβλίο (Τα πράγματα που ζουν απ’ τον Χαμό), αυτή η γυναίκα που επιστρέφει στις παλιές αγάπες (Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο), το σπιτικό της γυναίκας στη μοιχεία… ως εικόνες τις βλέπετε πρώτα τα ιστορίες σας;
- Εικόνες, νοήματα, ήχοι, αισθήματα, αρώματα, συνεργάζονται για να ''δεις''. Κάθε αίσθηση αναζητά τις υπόλοιπες για να λειτουργήσει. Παλιά ήθελα να γίνω ζωγράφος, ανάγκη που μου ικανοποιήθηκε όταν άρχισα να γράφω ιστορίες. Και η μουσική!...Τι κόσμοι! Τι κλίμα!...΄Οταν έγραφα το τελευταίο μου,'' Τα πράγματα που ζουν απ΄ τον χαμό'' άκουγα ασταμάτητα το σάουντρακ της ταινίας ''2046''.
- Ποια θεωρείτε σημαντικότερη εποχή; Το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον; Και η νοσταλγία από πού έρχεται; Απ’ ό,τι χάσαμε ή απ’ αυτό που ψάχνουμε να βρούμε;
- Σίγουρα το παρόν μόνο υπάρχει. Επειδή ακριβώς περιέχει απ΄ όλα. Πάντα από όλα:Παρελθόν και μέλλον. Είναι ενιαίος ο χρόνος μας, επειδή ακριβώς ποθεί να βγει στο άχρονο. Εκεί που αιώνια εκβάλλουν όλα. Η νοσταλγία προέρχεται απ΄ όσα δεν χάσαμε. Τίποτα αληθινό δεν χάνεται. Πάντα το διαισθανόμουν αυτό αλλά εντέλει μου επιβεβαιώθηκε όταν πέθαναν κάποιοι πολύ αγαπημένοι μου.
Αυτή τη φορά, δεν θα υπάρξει υστερόγραφο, αλλά πρόλογος. Μικρός, διότι το πολύ δεν σηκώνει πολλά. Είναι η φίλη μου, ο τυφλοσούρτης ζωής μου, το γέλιο, το κλάμα μου, και κάθε μας συνέντευξη δύσκολη, όπως δύσκολο είναι να μιλάμε για ό,τι πιο πολύ αγαπάμε.
Δυσκολεύτηκα να το κάνω (να ανεβάσω συνέντευξη που αφορά έναν τόσο δικό μου άνθρωπο) αλλά μετά, όταν το καλοσκέφτηκα, διαπίστωσα ότι ομοίως αγνώμονες συνήθως γινόμαστε όλοι μας στη ζωή. Ό,τι αγαπάμε, το θεωρούμε «δεδομένο» και ότι «εξυπακούεται».
Ε λοιπόν αποφάσισα να το πάρω αλλιώς. Να μιλήσω για ό,τι και όσους αγαπώ και να τους το πω.
Δεν θα είχε υπάρξει άλεφ, εάν η Μάρω δεν μου είχε απλώσει το χέρι της: έγραψα, επέζησα, έμαθα να γελώ και έφυγε πια μακριά η σκοτεινιά απ’ τα μάτια μου. Διότι η Μάρω και στη ζωή της, όπως και στις ιστορίες της, γνωρίζει το φωτεινό μυστικό.
Δεν το ξέρει ότι θα το κάνω, κι ελπίζω να μην έχει αντιρρήσεις. Αλλά η κουβέντα που ακολουθεί είναι κάτι που θα ήθελα τόσο πολύ να μοιραστώ μαζί σας.
Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό
Η συγγραφέας που βάζει το μαχαιράκι της μνήμης όσο πιο μέσα γίνεται. Με χρώμα και μουσική, με ήχους όπως τα βήματα σε ξύλινο πάτωμα. Απαλά, απαλά σαν βηματάκια σε ύφασμα βελούδο. Μας πήρε από το χέρι κι από τον έρωτα μας οδήγησε στον Θείο Έρωτα. Από την αναζήτηση του ενός στην Αναζήτηση των πάντων. Με όλα τα μέσα: γράφοντας και ζωγραφίζοντας, τώρα φωτογραφίζοντας. Βαθύτατα ψυχαναλυτική, ξυπνά μνήμες και χαμένους παράδεισους στον καθένα. Με περισσότερα από τριάντα βιβλία της στις προθήκες (Ντούλια, Χρόνια πολλά γλυκιά μου, Ο αντίπαλος εραστής, Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο, Η μοναξιά είναι από χώμα, Τα πράγματα που ζουν απ’ τον χαμό κ.α.) κρατά ένα κομματάκι όντως ζωής για τον καθένα. Η Μάρω Βαμβουνάκη στη συνέντευξη που ακολουθεί μας χαρίζει γενναιόδωρα και τις εικόνες της. Εικόνες ζωής που ξετυλίγοντας από τα Χανιά, στην Ρόδο και στην Αθήνα κι ενώνουν το παρόν με το άχρονο. Διότι <είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα>. Και επειδή <δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται>. <Κάθε βιβλίο, ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε>, παραδέχεται. Να αναβιώσει, να κατανοήσει τι έγινε, ποια είναι: <Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή>.
- Οι πρώτες εικόνες ζωής σας; Τι είναι τα Χανιά για σας, κυρία Βαμβουνάκη; Και κατά πόσο υπάρχουν ή επανέρχονται στο έργο σας;
- Κάτι σαν ομίχλη, από τούλι, μάλλον η κουνουπιέρα στην κούνια μου. ΄Ηχος βροχής έξω, ίσως γιατί γεννήθηκα φθινόπωρο. Τρίξιμο βημάτων στο ξύλινο πάτωμα ή στην ξύλινη σκάλα μας. Κάποιος έρχεται, ο μπαμπάς μου μάλλον που όλο έλειπε...Βλέπετε ως εικόνες σας λέω ήχους τελικά. Πάντα τα μπερδεύω αυτά. Για το τι είναι για μένα τα Χανιά δεν γίνεται να σας πω. Δεν το χωράω κάτι τέτοιο και με κομματιάζει. Μου είναι αδύνατον να ξεπεράσω μια τέτοια χαρμολύπη.
- Ισχύει αυτό που λέγεται για την <πατρίδα> των παιδικών μας χρόνων; Και κατά πόσο είναι ασφαλής ή επισφαλής; Αληθινή ή ψευδαισθησιακή;
- Άλλο κόσμος φανταστικών κι άλλο κόσμος αοράτων. Τα αόρατα και τα νοούμενα είναι στη ζωή μας τα πιο υπαρκτά και δραστικά. Και βέβαια ισχύει η πατρίδα των παιδικών μας χρόνων! Πού θα βαδίζαμε αλλιώς, ποια χαρτογραφία θα μας προσανατόλιζε; Εμπνέει και αναστατώνει η νοσταλγία της διότι-μια και τα παιδιά ζουν μεταφυσικά-πάει πολύ πίσω, ριζώνει στην αρχή μας, στον παράδεισό μας, τον χαμένο και τον ερχόμενο.
- Το πρώτο σας ραντεβού με την λογοτεχνία; Ως ανάγνωσμα αλλά και ως γράψιμο…
- Πάντα στα Χανιά. Στην τετάρτη δημοτικού διάβαζα το ''΄Ενα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν'' της Μπέτυ Σμίθ, σε συνέχειες στη Διάπλαση των Παίδων. Επί μήνες ζούσα μ΄ αυτό. Πρώτη φορά ένιωσα πόσο σε συμφιλιώνει με τον εαυτό σου ένα λογοτέχνημα και γλυκάθηκα. Το πρώτο μου γράψιμο ήταν με την πρώτη-πρώτη έκθεση στο σχολείο. Μόλις βρέθηκα μπρος την άδεια λευκή σελίδα του τετραδίου ένιωσα ό,τι και τώρα νιώθω:Ηδονικό ίλιγγο για άλμα στο κενό. Τον ίδιο φόβο και μαγνήτη μιας δημιουργικής αβύσσου.
- Πόσο χρονών φύγατε απ’ τα Χανιά; Οι πρώτες εικόνες απ’ την Αθήνα;
- Έφυγα όταν έμπαινα στην έκτη δημοτικού. ΄Εφυγα με απερίγραπτη θλίψη, γιατί εκεί ήμουν ευτυχισμένη και το ήξερα ότι ήμουν ευτυχισμένη, δεν είναι συνηθισμένο αυτό. Την τελευταία μέρα, κι όπως όλα μας τα πράγματα ήταν αμπαλαρισμένα για τη μετακόμιση, ορκίστηκα μέσα μου με πείσμα:Θα ξαναγυρίσω να ζήσω εδώ! Ακόμα δεν το τήρησα.. ΄Εφυγαν ή πέθαναν και τόσοι δικοί μου εκεί...Με ματώνουν όλο και πιο πολύ οι επιστροφές μου. Περισσότερο πόλη-μνήμη παρά παρόν. Κι εγώ σαν μνήμη κυκλοφορώ στους δρόμους όταν πηγαίνω.
Ζηλεύω εκείνους που ζουν και τελειώνουν στα χώματα που γεννήθηκαν. Δεν θα είναι τυχαίο το ότι ο Θεός μας γεννά σ΄ ένα συγκεκριμένο τόπο τον καθένα. Ισως να είναι ανοησία που απομακρυνόμαστε, το πληρώνουμε με διαρκή εξορία μετά. Ισως και πουθενά αλλού να μην μπορεί κανείς να βρει τον πιο αληθινό εαυτό του.
Η πρώτη εικόνα μου απ΄ την Αθήνα ήταν όπως μπαίναμε χαράματα στον Πειραιά με το πλοίο, το ''Αγγέλικα'' ίσως, απ΄ τη Σούδα. Ομίχλη και κάτι πολύ μακριά, ψηλά, κοντά στον ουρανό, σαν τεράστιο ρολόι μέσα στην πάχνη. Ηταν ο Παρθενώνας. Θυμάμαι και τον κινηματογράφο ΄Εσπερο στη Σταδίου όταν μας πήγε ο πατέρας μου να δούμε μια υπέροχη ταινία:''Η ωραιότερη μέρα της ζωής μου'' με την Παιδική χορωδία της Βιέννης.
- Η Αθήνα πέρασε κάπως στο έργο σας; Και πώς;
- Η Αθήνα-και παρά τη βασανιστική σύγκριση με τα Χανιά-με κέρδισε. Πάντα-και παράλληλα με κάθε απώλεια-εμένα το ''εδώ και τώρα'' με κερδίζει. ΄Οπου κι αν βρεθώ, η περιέργεια και ο μαγνητισμός του καινούργιου είναι πολύ ισχυρά. Είναι αδύνατον να εντοπίσω τις επιδράσεις της Αθήνας σ΄ αυτό που είμαι και κάνω, είναι αμέτρητες και μυστικές. Στο ''΄Οχι άλλη αναβολή, Μιχάλη'', που είναι αυτοβιογραφικό της εφηβείας μου, η παρουσία της Αθήνας είναι διαβρωτική. Οταν το έγραφα ξαναταξίδεψα σ΄ εκείνο το μυθικό τότε πέλαγος της οδού Πατησίων.
- Η Ρόδος σίγουρα σας σημάδεψε. Τι ήταν εκείνο που πρωτοείδατε όταν βρεθήκατε στο νησί;
- Η Ρόδος-μια και δεν μπορούσα να γυρίσω στα Χανιά-στάθηκε η πατρίδα της επιλογής μου. Πρωτοέφτασα με καράβι και η εικόνα της απίστευτα ωραίας προκυμαίας της ,μόλις στρίψουμε τη βενετσιάνικη νομαρχία, μ΄ όλη τη μουσειακή παράθεση της ιστορίας στη σειρά, με άφησε άναυδη. Μα υπάρχει τέτοια πόλη; απορούσα! Και δεν την είχα δει ακόμα νύχτα με φεγγάρι ή χειμωνιάτικη και έρημη από τουρίστες ,με τα εκεί πρόσωπα της ζωής μου, άγνωστα ακόμα, έτσι όπως την ερωτεύτηκα και ρίζωσα μετά. Με αιχμαλώτισε, με σημαδεύει και πηγαινοέρχομαι.
- Επηρεάζουν οι τόποι το έργο; Τον χαρακτήρα μας;
- Οι τόποι είναι πλασμένοι από χώμα, νερό και πνοές, όπως κι εμείς. Είμαστε τόποι όπως και οι τόποι είναι πρόσωπα. Εγώ κι από μια γειτονιά της Αθήνας να περνώ, κατακλύζομαι αυτόματα από συναισθηματικούς συνειρμούς ανάλογα με το ποιος δικός μου έζησε ή ζει εκεί, τι θυμίζει. Δίχως μνήμη ο άνθρωπος αποδομείται. Αμα πάθει κάποιος αμνησία, η έκφραση του προσώπου του μεταμορφώνεται. Γίνεται τρομαχτικά άγνωστος και για τους πιο κοντινούς του.
- Εν τέλει, είμαστε οι επιλογές μας ή οι καταβολές μας;
- Αχ το μέγα μυστήριο της ελεύθερης επιλογής!...΄Εχουν χυθεί ωκεανοί μελάνης στους αιώνες για το πόσο ελεύθεροι είμαστε. Πιστεύω πως ο άνθρωπος καθορίζεται από τρία κομμάτια του:Την κληρονομικότητά του. Την αγωγή και το περιβάλλον του. Και την ελευθερία του. Την τρομερή ελευθερία του που μπορεί να φέρει τούμπα και τα δύο προηγούμενα. Φοβόμαστε όμως να είμαστε ελεύθεροι γιατί η ελευθερία απαιτεί δουλειά κι ευθύνη. Προτιμούμε να ζαρώνουμε σε μια ''ξεκούραστη'' δυστυχία, σε μια ηδονική γκρίνια, από τους ανοιχτούς ορίζοντες. Αν δεν μπορούσαμε να διαλέγουμε ελεύθερα δεν θα είχε νόημα να έρθει ο Χριστός να μας καλέσει να τον διαλέξουμε. Ολα θα ήταν καλουπωμένα και ακίνητα ερήμην μας. Μου φαίνεται πολύ άνοστη και γελοία η θεωρία του ντετερμινισμού. Δυστυχώς ή ευτυχώς είμαστε ελεύθεροι ακόμα και να μην είμαστε ελεύθεροι. Πόσο μ΄ αρέσει η φράση:Γεννηθήκαμε με το πρόσωπο που μας χάρισε ο Θεός και με τα χρόνια αποκτούμε το πρόσωπο που μας αξίζει!
- Υπάρχουν πρόσωπα που σας καθόρισαν; Και δίχως αυτά θα ήσασταν άλλη, αλλιώς θα γράφατε;
- Ρωτάτε για πρόσωπα;...Μα οι άλλοι είναι η κόλαση και ο παράδεισός μας. Το αλωνάκι που αλέθεται ο εγωκεντρισμός μας. Οι άλλοι είναι οι μάρτυρες πως υπάρχουμε. Ο καθρέφτης που ψάχνουμε το ποιοί είμαστε ή πώς δείχνουμε. Η ανταλλαγή της σχέσης και μόνο μας πλάθει. ΄Αλλοι, πάρα πολλοί άλλοι είμαι εγώ και ό,τι κάνω. Μέσα μου γίνεται συνωστισμός! Ζωντανοί άλλοι και κάποιοι νεκροί περισσότερο ζωντανοί από κάποιους που ζουν ακόμα. Νεκροί που όσο περνά ο καιρός και η αγάπη τους αποσαφηνίζεται, με πλησιάζουν πιο κοντά. Μόνο ό,τι αγαπάμε γνωρίζουμε, δεν υπάρχει άλλο σχολειό. 'Ολα τα’ άλλα, φαντασιώσεις εγωισμού και σκιές ονείρων, στιγμιαίες.
- Αυτά τα περί εμμονών, ότι δηλαδή, ένα βιβλίο μια ζωή γράφουμε, αληθεύουν; Και εν τοιαύτη περιπτώσει οι εμμονές σας;
- Κατά κάποιο τρόπο, ναι. Κάθε βιβλίο είναι ένα νέο λαγούμι προς τον απόκρυφο εαυτό και την πνοή που με ζωντάνεψε. Να αναβιώσω, να κατανοήσω τι έγινε, ποια είμαι. Υπάρχει πιο διεγερτικό κίνητρο απ’ αυτό το δύσκολο αίνιγμα; Σαν λιθοξόος που λαξεύει και λαξεύει ένα βράχο για να βγάλει στο φως την κρυμμένη μορφή.
- Ξανακοιτάζοντας το παρελθόν, το βλέπετε άλλο;
- Το πιο γοητευτικό ίσως στοιχείο της ψυχανάλυσης-τρομαχτικό για κάποιους-είναι ότι σε βάζει να υποψιάζεσαι ότι αυτό που πιστεύεις για παρελθόν σου δεν είναι το αληθινό παρελθόν σου. Πως οι απωθήσεις όσων σε φόβισαν ή απαγορεύεται να ποθείς σε έκαναν να παραμορφώσεις στη συνείδησή σου όσα έζησες. Η εξιδανίκευση του παρελθόντος μας είναι ένας επικίνδυνος αμυντικός μηχανισμός. ΄Οσο τολμάς να ξεσκεπάσεις, τόσο ξαναδιαβάζεις τα παλιά αλλιώς. Τι ενδιαφέρουσα που είναι η όντως μνήμη και η αναβίωση! Τόσα στρώματα σενάριων, τόσοι λαβύρινθοι μέχρι την αλήθεια που σώζει!
- Και ζωγραφίσατε. Και φωτογραφίζετε. Τι είναι εκείνο που σας κάνει να θέλετε να εκφραστείτε με εικόνες;
- Παλιά ζωγράφιζα πολύ. Μετά φωτογράφιζα και φωτογραφίζω. Από ενθουσιασμό για μια ωραιότητα μπρος μου, αλλά και από πανικό να διασώσω κάτι απ΄ το τώρα που διαρκώς φεύγει. Με τον καιρό γίνομαι πιο ψύχραιμη. Καταλαβαίνω πως η φωτογραφία δεν συλλαμβάνει εντέλει αυτό που ζητάς. Πάλι φεύγει. Καλύτερα η μνήμη. Εκείνη ξέρει πώς θα τακτοποιήσει την εμπειρία μας, έχει άλλη σοφία στην κατάταξη και την ανακατάταξη, άλλη ζωντάνια απ΄ την ακινησία της φωτογραφίας που ψοφάει με τον χρόνο σαν καρφιτσωμένη νεκρή πεταλούδα.
- Αν σας ζητούσα να αφηγηθείτε τα βασικά της ζωής σας με εικόνες, ποιες θα επιλέγατε;
- Δύσκολη τόση αυτογνωσία που μου ζητάτε...Οι φωτογραφίες όμως που διάλεξα να σας δώσω είναι μερικές απ’ αυτές τις εικόνες ζωής. Για τον χρόνο τους, για τον τόπο τους, για το αίσθημα στον αέρα τους, κάπου και για εκείνον που με φωτογράφισε και δεν φαίνεται στη φωτογραφία, η σκιά του μόνο...
- Σε χρώμα;
- Πάντα με γοητεύει η μαυρόασπρη φωτογραφία. Είναι πιο υπαινικτική. Σου επιτρέπει να θυμάσαι και να επιστρέφεις καλύτερα.
- Στο οικογενειακό σας πάνθεον, βλέπουμε Ντοστογιέφσκι και Φρόιντ, τοπία γκρίζα, εικόνες αγίων και μάσκες… Ακόμα και η μάσκα (η επιλογή της) είναι αποκαλυπτική της εικόνας μας; Υπάρχουν εικόνες – καταφύγιο για σας;
- Ναι, υπάρχουν πάντα τα προσωπικά μας εικονοστάσια. Μορφές που λαχταρούμε κοντά μας, είτε πρόσωπο με πρόσωπο, είτε πίσω από μάσκα. Η κορυφαία όμως εικόνα μου είναι ο Χριστός της Μονής Χιλανδαρίου. Είναι το ΄Αλεφ μου.
- Αλλά και στα βιβλία σας οι εικόνες είναι καθοριστικές: Το αλωνάκι της Ντούλιας (Ντούλια), το νησί όπου κατέφυγε ο άντρας της Μοναξιάς (Η μοναξιά είναι από χώμα), τα δωμάτια όπου βασανίζονται οι εραστές (Ο αντίπαλος εραστής), το ξενοδοχείο χωρίς όνομα στο τελευταίο σας βιβλίο (Τα πράγματα που ζουν απ’ τον Χαμό), αυτή η γυναίκα που επιστρέφει στις παλιές αγάπες (Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο), το σπιτικό της γυναίκας στη μοιχεία… ως εικόνες τις βλέπετε πρώτα τα ιστορίες σας;
- Εικόνες, νοήματα, ήχοι, αισθήματα, αρώματα, συνεργάζονται για να ''δεις''. Κάθε αίσθηση αναζητά τις υπόλοιπες για να λειτουργήσει. Παλιά ήθελα να γίνω ζωγράφος, ανάγκη που μου ικανοποιήθηκε όταν άρχισα να γράφω ιστορίες. Και η μουσική!...Τι κόσμοι! Τι κλίμα!...΄Οταν έγραφα το τελευταίο μου,'' Τα πράγματα που ζουν απ΄ τον χαμό'' άκουγα ασταμάτητα το σάουντρακ της ταινίας ''2046''.
- Ποια θεωρείτε σημαντικότερη εποχή; Το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον; Και η νοσταλγία από πού έρχεται; Απ’ ό,τι χάσαμε ή απ’ αυτό που ψάχνουμε να βρούμε;
- Σίγουρα το παρόν μόνο υπάρχει. Επειδή ακριβώς περιέχει απ΄ όλα. Πάντα από όλα:Παρελθόν και μέλλον. Είναι ενιαίος ο χρόνος μας, επειδή ακριβώς ποθεί να βγει στο άχρονο. Εκεί που αιώνια εκβάλλουν όλα. Η νοσταλγία προέρχεται απ΄ όσα δεν χάσαμε. Τίποτα αληθινό δεν χάνεται. Πάντα το διαισθανόμουν αυτό αλλά εντέλει μου επιβεβαιώθηκε όταν πέθαναν κάποιοι πολύ αγαπημένοι μου.
Για την Μάρω, αυτό:
Σήμερα είδα το post. Για να δείτε σε τι πλανήτη βρίσκομαι. Θα το είχα φροντίσει νωρίτερα αλλιώς, Μάρω.
Moha
15/10/07
Κάθε ζαριά καταλύει το τυχαίο!
ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ, μια φίλη απ’ τα παλιά
«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή. Κι απ’ το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μποκοτά. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι’ αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας.
Εχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Η Μαρία Μήτσορα, μύθος της εφηβείας μου και μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες συγγραφείς που επιστρέφει. Ατμοσφαιρική, ποιητική, μαγική και μαγεμένη, ταυτοχρόνως. Επαναστατική και άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Αφάνταστα αισιόδοξη, μεσ’ στο ολοκαίνουργιό της βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη». «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση».
Ο καλύτερος καιρός, για τη Μαρία Μήτσορα.
Την θυμάμαι σα να ‘ναι τώρα έτσι πως έβγαινε παράξενη και αγέρωχη από το σπίτι της, στη Δημοχάρους τότε. Η γάτα της μονίμως σε φλερτ με τον Ερρίκο του «Αντί».
Συναντηθήκαμε… έχει καμιά σημασία πόσα χρόνια μετά; Στη Δεινοκράτους, τώρα. Στα μαύρα και τώρα, εδώ κι αλλού. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα στα χέρια και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ.
«Η αύρα σου μου λέει ότι θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, πως θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι.
Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στην κουβέντα μας και στις σελίδες…
- «Αν το αιτούμενο είναι να σου αποκαλυφθεί το πραγματικό σου πρόσωπο, πρέπει να είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε». Ζωή και ασφάλεια να υποθέσουμε, δεν βαδίζουν χέρι- χέρι…
- Ας μη μιλάμε για ασφάλεια. Ας μιλήσουμε για τα ελλείμματα που κινούν την ανθρώπινη ιστορία. Εχουμε ανασφάλεια όταν εγκλωβιστούμε σε ένα έλλειμμα. Διαφορετικά ένα έλλειμμα είναι πρόκληση.
- Γράφοντας, «είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε»;
- Όχι, υποχρεωτικά. Άλλοι παίζουν επειδή η ίδια η δυναμική του παιχνιδιού τους εκπληρώνει. Άλλοι, επειδή η ζωή τους είναι αδιανόητη χωρίς τα ωφέλιμα του παιχνιδιού. Ποντάρουμε οτιδήποτε, στην περίπτωση που το παιχνίδι έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου.
- Και δομικά ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας έρωτας ζαριά- ζαριά. Δεδομένου του γεγονότος ότι «κάθε ζαριά καταλύει το Τυχαίο», κυρία Μήτσορα, έχετε γράψει για ένα μοιραίο έρωτα;
Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση> γράφω για έναν έρωτα που είναι πλήρης. Κανένας έρωτας δεν περιγράφεται και δεν καταγράφεται ως μοιραίος εάν δεν περιέχει την καταστροφή τουλάχιστον του ενός. Έγραψα για έναν έρωτα που είναι το αναπόδραστο ενδεχόμενο της ζωής δύο ανθρώπων, που μέχρι πριν από λίγο δεν συνέκλιναν.
- Είναι ο έρωτας «Περιπέτεια της ψυχής»; Και σ’ έναν έρωτα μπαίνουμε αθέλητα ή ηθελημένα;
- Φυσικά ο έρωτας, αυτός ο αυτοδίδακτος σοφιστής σε οδηγεί σε περιπέτεια της ψυχής. Εσύ, διαλέγεις τις μάσκες σου, παίζεις τις ταυτίσεις του.
- «Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε». Ο,τι επιθυμούμε, βρίσκουμε;
- Δεν πιστεύω ότι βρίσκουμε όλα όσα επιθυμούμε. Αν είμαστε τυχεροί, βρίσκουμε ένα μεγάλο μέρος τους. Αν σε μια οποιαδήποτε φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, εκπληρωνόταν απόλυτα η Επιθυμία, θα σταματούσε ίσως και να υπάρχει ζωή. Γιατί η ζωή είναι εξέλιξη, μέσα από προκλήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στον προορισμό του. Προορισμός του ανθρώπου δεν είναι μόνο το θέλω του.
- «Ποτέ δε σου γράφω για να σκοτώσω το χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο». Εσείς γιατί γράφετε, κυρία Μήτσορα;
- Σίγουρα γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον Χρόνο. Τουλάχιστον να τον νικήσω, μέσα στα μέτρα των δυνατοτήτων μου. Σίγουρα γράφοντας μετατρέπω τον χρόνο σε κάτι ουσιωδέστερο, κατ’ αυτήν την έννοια και πολύτιμο.
- Τι έχει αλλάξει και τι έχει παραμείνει όμοιο και απαράλλαχτο από τα διηγήματα «Αννα, να ένα άλλο» μέχρι το μυθιστόρημα «Καλός καιρός/ μετακίνηση»;
- Υπάρχει πάντα η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο. Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» όμως η πόλη εμφανίζεται διαλυμένη, πολιορκημένη θα έλεγα, από το 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοινωνικός ιστός είναι σαθρός, το μόνο που κρατάει τα πράγματα σε στέρεη σχέση, είναι η αγάπη και ο έρωτας. Οι χαρακτήρες των προηγούμενων βιβλίων, ήταν τέτοιοι, που μιλούσαν για το ανθρώπινη περιβάλλον της πόλης, σαν ό,τι τελικά και υπερθετικά θα εξελιχθεί στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση».
- Υπάρχει έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, αυτό που λέμε ένα βιβλίο γράφουμε για μια ζωή, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε, μια μουσική σύνθεση πασχίζουμε να ολοκληρώσουμε… εσείς έχετε εμμονές; Είναι αδιακρισία να ρωτήσουμε ποιες είναι;
- Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Έχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες.
- Αλήθεια, πώς θα χαρακτηρίζατε το καινούργιο σας μυθιστόρημα; Ερωτική ιστορία; Υπαρξιακή; Μια ιστορία αυτογνωσίας…
- Είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για την νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Αλληγορία για την ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων.
- Ο έρωτας εκτός από περιπέτεια ζωής, είναι αυτογνωσία;
- Είναι αυτογνωσία. Η γνώση που έχει ο άνθρωπος σχετικά με τον εαυτό του, αφορά και τις δυνάμεις που διαθέτει. Ανάμεσα στα στάδια, ανάμεσα στους μετασχηματισμούς, συνειδητοποιεί αυτήν ακριβώς την δύναμή του.
- Το άλλο μισό μας- πιστεύετε, υπάρχει κυρία Μήτσορα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει μια φορά αγαπάμε έτσι δυνατά στη ζωή μας; Αν και οι εραστές του βιβλίου σας αγαπήθηκαν δυνατά και πολύ και σε άλλες ζωές. Πιστεύετε ότι είναι καρμικές κάποιες σχέσεις; («Εχουμε αγαπηθεί με τόσους τρόπους, που μόνο προσωρινά τους ξεχάσαμε, από τότε που για ένα λόγο ανεξήγητο υποχρεωθήκαμε ν’ αλλάξουμε πρόσωπα και σώματα, ονόματα και τόπους»)
- Αυτό είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό ζήτημα. Η κοινωνία κάνει αναγκαιότητα την αναζήτηση και την εύρεση του άλλου μισού. Αυτό όμως που είναι κοινωνικά συμφωνημένο ως ωφέλιμο, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τις ανθρώπινες δυνατότητες, ούτε ότι προσδιορίζει την ανθρώπινη μονάδα. Εδώ μπαίνει και η φαντασία. Το κάρμα, αν υπάρχει, για μένα σαν έννοια λειτουργεί καθησυχαστικά. Για άλλους λειτουργεί ανησυχητικά.
- Κι αν δεν είμαστε διαθέσιμοι; Υπάρχει περίπτωση να περάσει το άλλο μισό μας και να μην το πάρουμε είδηση; («Να σε θυσιάσω γιατί φοβάμαι το θαύμα όσο και το θάνατο»)
- Αυτό έχει σχέση, με την εσωτερική αφή, με την εσωτερική όραση.
- «Ηθος ανθρώπου δαίμων, ο χαρακτήρας είναι η μοίρα, αυτό ισχύει για όλους». Είναι αδιακρισία να σας ρωτήσουμε να μας πείτε κάποιες φορές που ο χαρακτήρας σας έχει πάρει διαστάσεις μοιραίες;
- «Ηθος Ανθρώπου Δαίμων». Έχω κι εγώ, όπως όλοι, μια μοιραία σχέση με τον εαυτό μου.
- Το γράψιμο έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μας; Και κατά πόσο παίζει ρόλο η επιλογή;
- Κατ’ αρχήν οι επιλογές δεν είναι το μόνο που περιγράφει τον χαρακτήρα μας. Μπορεί να ζούμε μια πολύ απλή ζωή και να έχουμε μια πολύ άγρια φαντασία. Σίγουρα όμως από τις επιλογές που κάνουμε γράφοντας διαφαίνονται στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το χάρισμα του γραψίματος απαντά σ’ ένα κάλεσμα από το άγνωστο. Γράφοντας τυχαίνει να αισθάνομαι ότι με παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού. Π.χ. το τελευταίο κεφάλαιο του «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση», το έγραψα σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, από έναν άλλο, άγνωστο εαυτό μου.
- «Ζαριά/ Το αξίωμα της επιλογής». Η ζωή μας έχει νομοτελειακές διαστάσεις;
- Είμαστε εγκλωβισμένοι στην κοινωνική σύμβαση της υπάρξεώς μας. Όπως λέει και ο Εμπειρίκος, στο «σεσημασμένο δέρας» της υπάρξεώς μας.
- «Ζαριά/ Ο Μαγικός Κύκλος». Εσείς έχετε βρεθεί σε τέτοιους μαγικούς τόπους; Αλήθεια ποια η σημασία του τόπου στην ιστορία;
- Κάθε τόπος έχει και μια μαγική διάσταση. Είναι πάλι θέμα εσωτερικής όρασης. Όλοι έχουμε νοιώσει στην μέση του πουθενά.
- Του χρόνου; Ο σωστός χρόνος κατά πόσο καθορίζει ανθρώπους και σχέσεις;
- Πρέπει να αφηνόμαστε στην εξέλιξη που φέρνει ο Χρόνος και όχι να αντιστεκόμαστε, ακόμα και αν είναι καταλυτικός.
- «Ηταν ο μόνος που αναγνώρισε την κρυμμένη Έλλη». Γινόμαστε άλλοι ανάλογα με τον απέναντι;
- Υπάρχουν άνθρωποι που απελευθερώνουν άγνωστες δυνάμεις μέσα μας. Μ’ αυτή την έννοια υπάρχουν και μοιραίες συναντήσεις.
- Έχετε πάει στη κινέζικη πόλη Γου Φέι; Τι είναι για σας τα ταξίδια; Μετά από ένα ταξίδι επιστρέφετε αλλιώς; Ποιο ήταν για σας το πιο αποκαλυπτικό σας ταξίδι;
- Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους.
- «Υπάρχει μια κατηγορία δώρων που δεν μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Πρέπει να τα χαρίσουμε σε κάποιον άλλο, για να τα παραλάβουμε από αυτόν». Να επιμείνουμε λίγο σ’ αυτά τα δώρα; Είναι κι αυτό το «τελικά, ό,τι δίνεις έχεις, ό,τι κρατάς το χάνεις».
- Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο. Συγχρόνως, όμως, είμαστε πάντα υπεύθυνοι γι’ αυτούς που θα μας αγάπησαν, όπως λέει και ο Eluard. Ένα βιβλίο που φωτίζει πτυχές του εαυτού μας, ναι, είναι ένα δώρο.
- «Όταν σε φτάσω και καταφέρω να σε αγγίξω πραγματικά, τότε μόνο θα συμβεί αυτό που θα με μεταμορφώσει». Εκτός από τον έρωτα, μια ιστορία μπορεί να μας μεταμορφώσει;
- Έχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι.
- Αλήθεια, όταν δεν γράφετε, εσείς, που βρίσκεστε; Να πούμε πώς είναι η τελετουργία γραφής για να βγουν, τελικά, αυτές οι ατμοσφαιρικές, μαγικές ιστορίες;
- Όταν δεν γράφω, είμαι για τον εαυτό μου μια Χαλιμά, που διηγούμαι ιστορίες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πλήττω. Άλλοτε πάλι, χάνομαι μέσα στους άλλους απορροφώντας, το φως τους, τις χειρονομίες τους, ψυχικές και υλικές, όλα αυτά που κάποτε μπορεί να αποτυπώσω σ’ έναν απ’ τους ήρωές μου. Είμαι γενικά πολύ αφηρημένη.
- Την αγαπάτε την Αθήνα, έτσι δεν είναι; Κανείς άλλος δεν έχει γράψει τόσο ποιητικά για την Αθήνα…
- Η ερώτησή σας έπρεπε να είναι, Αν αγαπώ την Αθήνα; Με την Αθήνα είμαι δεμένη, με την Αθηναική της διάλεκτο, αλλά και με τον τρόπο που είναι κάποιοι δεμένοι με τον τόπο του εγκλήματος.
- «Η περίληψη του κόσμου» θα ήταν άλλη σήμερα;
- «Η Περίληψη του κόσμου» σήμερα, χρειάζεται περισσότερη ελπίδα και αντίσταση. Χρειάζεται επίσης περισσότερη τρυφερότητα για την απώλεια της Φύσης. Ας μην ξεχνάμε, ότι έχει έρθει εν τω μεταξύ το μεταμοντέρνο που όλα τα θρυμματίζει και όλα τα συγχωνεύει για να τα ανακυκλώσει.
Τώρα τα πράγματα είναι λιγότερο απρόβλεπτα. Υπερισχύει συνεχώς ο νέος ορισμός της δημοκρατίας. Όλο και περισσότεροι να συμμετέχουν στην κατανάλωση και όλο και λιγότεροι στην δημιουργία. Χρειάζεται αντίσταση.
Βασιλεύει η προτίμηση για το εύπεπτο.
Ακόμα και το δικό μου τελευταίο βιβλίο διαβάζεται πιο εύκολα. Αφομοιώνω κι εγώ τον καιρό στον οποίο ζω και επιμένω στην Ελπίδα. Σα μια προσευχή γι’ αυτόν τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τρόπο της σκέψης μας.
ΥΓ. Ζορίστηκα να βάλω τίτλο, πολλοί με βασάνιζαν. Όπως:
«Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε» ή
«Ποτέ δεν σου γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο».
Ακόμα
«Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο».
Αλλά και
«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους»,
«Έχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι».
Θα ήταν υπερβολή να σας ζητούσα να επιλέξετε εσείς τίτλο; Τον τίτλο που ΕΣΕΙΣ θα θέλατε ή θα βάζατε σ’ αυτή τη συνέντευξη; Απ’ όσους προτείνω αλλά και απ’ εκείνους που δεν έχω ποτέ φανταστεί.
Αφιερωμένο σε όλους σας.
Ακολουθεί κείμενο για το βιβλίο της Μαρίας «Άννα να ένα άλλο» που επανεκδόθηκε φέτος από τον «Πατάκη». Το πρώτο βιβλίο της και το έσχατο.
Γράφεις μ’ αυτά που είσαι, γράφεις αυτό που είσαι!
«ΆΝΝΑ, ΝΑ ΕΝΑ ΆΛΛΟ» της Μαρίας Μήτσορα, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 176, τιμή: 11 ευρώ.
«Η Αδριανή ήτανε από αυτούς που πιστεύουνε στην αποκάλυψη, πως κάποτε σκίζονται οι μαύρες μεμβράνες και χωρίς φόβο ο κόσμος σκάει μύτη φρεσκοκομμένος στο τρυφερότερο σχήμα του».
Δεν είναι μόνον η Αδριανή που το πιστεύει αλλά κι εκείνη που εμπνεύστηκε την Αδριανή. Για να της χαρίσει ό,τι περισσότερο πιστεύει και, επειδή ακριβώς το πιστεύει, το επιτυγχάνει μια ζωή.
Πέρυσι που κυκλοφόρησε από τον «Πατάκη» το καινούργιο μυθιστόρημα της Μαρίας Μήτσορα «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» αμέσως φάνηκε το πόσο έλειψε ο μαγικός ποιητικός της λόγος από το αναγνωστικό κοινό. Κι εκείνη λες και το ήξερε: επέστρεψε με ένα αφάνταστα «φωτεινό» μυθιστόρημα, εντελώς ανοιχτό στο ενδεχόμενο, με μια ιστορία σαν ζωή. Ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. «Αλληγορία για τη ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων», όπως σε συνέντευξή μας είχε αποδεχθεί. «Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Έχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες», είχε παραδεχθεί.
Αυτές τις μέρες, από τις ίδιες εκδόσεις (Πατάκη) επανακυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο: «Άννα, να ένα άλλο», μια συλλογή με διηγήματα με την οποία είχε μπει το 1978 στη ζωή μας (εκδόσεις «Ακμων» τότε) με τρόπο θριαμβευτικό.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο (στη νέα, αναθεωρημένη έκδοση), συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά, πως ό,τι έχουμε να πούμε, το λέμε με την μία, από την πρώτη- πρώτη φορά. Και, όπως είπε ο Μάρκες «την ιστορία της ζωής μας και της οικογένειάς μας γράφουμε», την πρώτη αλλά και την έσχατη φορά. Με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο εμφανές, ρεαλιστικό, αλληγορικό, και με όσες μεταβιβάσεις τραβά η ψυχή μας. Κατά συνέπεια, παραφράζοντας κάπως φράση του Κριστιάν Μπομπέν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι «ισχύει στην γραφή ό,τι και στον καλό καιρό: γράφεις μ’ αυτά που είσαι. Γράφεις αυτό που είσαι».
Με αυτά που είναι γράφοντας η Μαρία Μήτσορα, αυτό που είναι κι αυτό που έγινε μας παραδίδει και πάλι. Σκίζοντας πάντα τις ίδιες μαύρες μεμβράνες. Με τον κόσμο να σκάει μύτη αφάνταστα φρέσκος και τρυφερός!
Κι απ’ τα πρώτα της ήδη βήματα, όλες οι βελούδινες και μεταξωτές εμμονές της: Η λατρεία της πόλης (κορίτσια η Αλεξάνδρα, η Σοφία και Αμαλία, τεντώνουν το κορμί τους και ακκίζονται, λαχταριστή πατρίδα η Νέα Σμύρνη όπως μόνο τα παιδικά μας χρόνια μπορούν έτσι να χαρακτηριστούν για μια ζωή). Το παιχνίδι με τις λέξεις (λέξη κι η ίδια, να μεγαλώνει και να μετασχηματίζεται υδάτινη ή αέρινη, σχεδόν). Η διαρκής ροή της ζωής (γράφοντας ευθύς εξαρχής, επιχειρούσε να σκοτώσει τον χρόνο, σίγουρα να τον μετατρέψει σε κάτι ουσιωδέστερο). Η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο («τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», έχει ισχυριστεί). Και βέβαια, η οικογενειακή μυθολογία, η ολότελα προσωπική Πινακοθήκη. Με τον υπέροχα «διανοητικώς κίτρινο» αδελφό στο «Ξενοδοχείο των δυτών» να της χαρίζει τον τίτλο και μια από τις ωραιότερες ιστορίες. Μοναδικό δείγμα γραφής, αυτό: <«Εδώ δεν είναι κάθε μέρα κλινική» μου είπε «είναι μονάχα μέρα παρά μέρα, γιατί κάθε μέρα είναι το Ξενοδοχείο των Δυτών». Κάτι έπαθα- κάτι έχασα- καμιά μέρα δεν είναι πια σαν άλλη μέρα. Είναι σαν η άλλη μέρα να κοιτάζεται στον καθρέφτη- κοιμάμαι και ξυπνάω μέσα στον καθρέφτη της προηγούμενης μέρας- κάτω από τόνους Λυπημένου και Αμίλητου Νερού- κι όσο πιο πολύ ρουτίνα γίνονται όλα, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω – τότε που δεν ήξερα αν πήγαινα ή αν ερχόμουνα, ήξερα κάτι καλύτερα – γι’ αυτό ζούσα μέσα σε βαλίτσες- ερωτευόμουνα τις γωνίες των δρόμων- όλες μου τις αναπνοές τις έχω ξανα- αναπνεύσει- τυφλά ψάρια θα μου φάνε τα μάτια».
Στο «Πυράκανθο και το σκοτάδι», όλοι όσοι υπήρξαν πριν απ’ αυτήν και την εμπεριέχουν και τους εμπεριέχει. Στον «Μαγευτικό Φακό» οι φίλοι ή οι φίλες που «αρχίσανε να τρώνε τον εαυτό τους με το τσάι τους» (Η μπανιέρα- τσαγιέρα, το μαχαίρι –χέρι, η παλάμη- σαλάμι, στο βάθος – λάκκος).
Στο «Σε πήρε κάποιος Αντώνης», «άνθρωποι που είχα χάσει πριν από χρόνια, γνωριμίες, φιλίες, έρωτες, όλοι της περασμένης δεκαετίας, ξεπηδούσαν συνεχώς μπροστά μου, μέσα στο ίδιο ασανσέρ». Πέφτοντας «ο ένας μέσα στο παρόν του άλλου». Το βιβλίο ολόκληρο «ζω τη ζωή μου σαν να ήταν η ζωή κάποιου άλλου- η ζωή κάποιου δεύτερου- η ζωή κάποιου τρίτου».
Στο «Ποσοστό συμμετοχής» η κηδεία του πατέρα (και ο παρ’ ολίγον από ψάρι, πνιγμός). Στο «Ξαφνικό Δωμάτιο» η Νέα Σμύρνη και η μαμά, «μαμά, θα ήθελες να είσαι δίδυμη αδελφή μου- να σε λένε Αλίκη και να με λένε η Χώρα των Θαυμάτων».
Και ολόκληρο το βιβλίο, ακριβώς αυτό: Η Μαρία Μήτσορα, Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων. Να μπαινοβγαίνει με τη μαύρη ποιητική παραβολική μαγεία της στα εσωτερικά και εξωτερικά τοπία που την διαμόρφωσαν. Σκιαγραφώντας τη δική της συγγραφική ανθρωπογεωγραφία, ολότελα ανοιχτή: σε ό,τι προηγήθηκε και σε ό,τι επακολούθησε. Και το διαπιστώνουμε ότι εμπεριείχε όλη τη νοσταλγία του μέλλοντος σ΄ αυτό το πρώτο αποκαλυπτικό, συγγραφικό παρελθόν.
Η Μαρία Μήτσορα που ήταν και που έγινε.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων.
Εχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή, από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Εχει γράψει επίσης τα μυθιστορήματα:
«Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας)
«Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος)
«Ο Ηλιος δύω» (Οδυσσέας) και
«Καλός καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»)
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή. Κι απ’ το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μποκοτά. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι’ αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας.
Εχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Η Μαρία Μήτσορα, μύθος της εφηβείας μου και μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες συγγραφείς που επιστρέφει. Ατμοσφαιρική, ποιητική, μαγική και μαγεμένη, ταυτοχρόνως. Επαναστατική και άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Αφάνταστα αισιόδοξη, μεσ’ στο ολοκαίνουργιό της βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πατάκη». «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση».
Ο καλύτερος καιρός, για τη Μαρία Μήτσορα.
Την θυμάμαι σα να ‘ναι τώρα έτσι πως έβγαινε παράξενη και αγέρωχη από το σπίτι της, στη Δημοχάρους τότε. Η γάτα της μονίμως σε φλερτ με τον Ερρίκο του «Αντί».
Συναντηθήκαμε… έχει καμιά σημασία πόσα χρόνια μετά; Στη Δεινοκράτους, τώρα. Στα μαύρα και τώρα, εδώ κι αλλού. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα στα χέρια και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ.
«Η αύρα σου μου λέει ότι θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, πως θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι.
Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στην κουβέντα μας και στις σελίδες…
- «Αν το αιτούμενο είναι να σου αποκαλυφθεί το πραγματικό σου πρόσωπο, πρέπει να είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε». Ζωή και ασφάλεια να υποθέσουμε, δεν βαδίζουν χέρι- χέρι…
- Ας μη μιλάμε για ασφάλεια. Ας μιλήσουμε για τα ελλείμματα που κινούν την ανθρώπινη ιστορία. Εχουμε ανασφάλεια όταν εγκλωβιστούμε σε ένα έλλειμμα. Διαφορετικά ένα έλλειμμα είναι πρόκληση.
- Γράφοντας, «είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε»;
- Όχι, υποχρεωτικά. Άλλοι παίζουν επειδή η ίδια η δυναμική του παιχνιδιού τους εκπληρώνει. Άλλοι, επειδή η ζωή τους είναι αδιανόητη χωρίς τα ωφέλιμα του παιχνιδιού. Ποντάρουμε οτιδήποτε, στην περίπτωση που το παιχνίδι έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου.
- Και δομικά ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας έρωτας ζαριά- ζαριά. Δεδομένου του γεγονότος ότι «κάθε ζαριά καταλύει το Τυχαίο», κυρία Μήτσορα, έχετε γράψει για ένα μοιραίο έρωτα;
Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση> γράφω για έναν έρωτα που είναι πλήρης. Κανένας έρωτας δεν περιγράφεται και δεν καταγράφεται ως μοιραίος εάν δεν περιέχει την καταστροφή τουλάχιστον του ενός. Έγραψα για έναν έρωτα που είναι το αναπόδραστο ενδεχόμενο της ζωής δύο ανθρώπων, που μέχρι πριν από λίγο δεν συνέκλιναν.
- Είναι ο έρωτας «Περιπέτεια της ψυχής»; Και σ’ έναν έρωτα μπαίνουμε αθέλητα ή ηθελημένα;
- Φυσικά ο έρωτας, αυτός ο αυτοδίδακτος σοφιστής σε οδηγεί σε περιπέτεια της ψυχής. Εσύ, διαλέγεις τις μάσκες σου, παίζεις τις ταυτίσεις του.
- «Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε». Ο,τι επιθυμούμε, βρίσκουμε;
- Δεν πιστεύω ότι βρίσκουμε όλα όσα επιθυμούμε. Αν είμαστε τυχεροί, βρίσκουμε ένα μεγάλο μέρος τους. Αν σε μια οποιαδήποτε φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, εκπληρωνόταν απόλυτα η Επιθυμία, θα σταματούσε ίσως και να υπάρχει ζωή. Γιατί η ζωή είναι εξέλιξη, μέσα από προκλήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στον προορισμό του. Προορισμός του ανθρώπου δεν είναι μόνο το θέλω του.
- «Ποτέ δε σου γράφω για να σκοτώσω το χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο». Εσείς γιατί γράφετε, κυρία Μήτσορα;
- Σίγουρα γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον Χρόνο. Τουλάχιστον να τον νικήσω, μέσα στα μέτρα των δυνατοτήτων μου. Σίγουρα γράφοντας μετατρέπω τον χρόνο σε κάτι ουσιωδέστερο, κατ’ αυτήν την έννοια και πολύτιμο.
- Τι έχει αλλάξει και τι έχει παραμείνει όμοιο και απαράλλαχτο από τα διηγήματα «Αννα, να ένα άλλο» μέχρι το μυθιστόρημα «Καλός καιρός/ μετακίνηση»;
- Υπάρχει πάντα η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο. Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» όμως η πόλη εμφανίζεται διαλυμένη, πολιορκημένη θα έλεγα, από το 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοινωνικός ιστός είναι σαθρός, το μόνο που κρατάει τα πράγματα σε στέρεη σχέση, είναι η αγάπη και ο έρωτας. Οι χαρακτήρες των προηγούμενων βιβλίων, ήταν τέτοιοι, που μιλούσαν για το ανθρώπινη περιβάλλον της πόλης, σαν ό,τι τελικά και υπερθετικά θα εξελιχθεί στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση».
- Υπάρχει έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, αυτό που λέμε ένα βιβλίο γράφουμε για μια ζωή, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε, μια μουσική σύνθεση πασχίζουμε να ολοκληρώσουμε… εσείς έχετε εμμονές; Είναι αδιακρισία να ρωτήσουμε ποιες είναι;
- Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Έχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες.
- Αλήθεια, πώς θα χαρακτηρίζατε το καινούργιο σας μυθιστόρημα; Ερωτική ιστορία; Υπαρξιακή; Μια ιστορία αυτογνωσίας…
- Είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για την νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Αλληγορία για την ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων.
- Ο έρωτας εκτός από περιπέτεια ζωής, είναι αυτογνωσία;
- Είναι αυτογνωσία. Η γνώση που έχει ο άνθρωπος σχετικά με τον εαυτό του, αφορά και τις δυνάμεις που διαθέτει. Ανάμεσα στα στάδια, ανάμεσα στους μετασχηματισμούς, συνειδητοποιεί αυτήν ακριβώς την δύναμή του.
- Το άλλο μισό μας- πιστεύετε, υπάρχει κυρία Μήτσορα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει μια φορά αγαπάμε έτσι δυνατά στη ζωή μας; Αν και οι εραστές του βιβλίου σας αγαπήθηκαν δυνατά και πολύ και σε άλλες ζωές. Πιστεύετε ότι είναι καρμικές κάποιες σχέσεις; («Εχουμε αγαπηθεί με τόσους τρόπους, που μόνο προσωρινά τους ξεχάσαμε, από τότε που για ένα λόγο ανεξήγητο υποχρεωθήκαμε ν’ αλλάξουμε πρόσωπα και σώματα, ονόματα και τόπους»)
- Αυτό είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό ζήτημα. Η κοινωνία κάνει αναγκαιότητα την αναζήτηση και την εύρεση του άλλου μισού. Αυτό όμως που είναι κοινωνικά συμφωνημένο ως ωφέλιμο, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τις ανθρώπινες δυνατότητες, ούτε ότι προσδιορίζει την ανθρώπινη μονάδα. Εδώ μπαίνει και η φαντασία. Το κάρμα, αν υπάρχει, για μένα σαν έννοια λειτουργεί καθησυχαστικά. Για άλλους λειτουργεί ανησυχητικά.
- Κι αν δεν είμαστε διαθέσιμοι; Υπάρχει περίπτωση να περάσει το άλλο μισό μας και να μην το πάρουμε είδηση; («Να σε θυσιάσω γιατί φοβάμαι το θαύμα όσο και το θάνατο»)
- Αυτό έχει σχέση, με την εσωτερική αφή, με την εσωτερική όραση.
- «Ηθος ανθρώπου δαίμων, ο χαρακτήρας είναι η μοίρα, αυτό ισχύει για όλους». Είναι αδιακρισία να σας ρωτήσουμε να μας πείτε κάποιες φορές που ο χαρακτήρας σας έχει πάρει διαστάσεις μοιραίες;
- «Ηθος Ανθρώπου Δαίμων». Έχω κι εγώ, όπως όλοι, μια μοιραία σχέση με τον εαυτό μου.
- Το γράψιμο έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μας; Και κατά πόσο παίζει ρόλο η επιλογή;
- Κατ’ αρχήν οι επιλογές δεν είναι το μόνο που περιγράφει τον χαρακτήρα μας. Μπορεί να ζούμε μια πολύ απλή ζωή και να έχουμε μια πολύ άγρια φαντασία. Σίγουρα όμως από τις επιλογές που κάνουμε γράφοντας διαφαίνονται στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το χάρισμα του γραψίματος απαντά σ’ ένα κάλεσμα από το άγνωστο. Γράφοντας τυχαίνει να αισθάνομαι ότι με παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού. Π.χ. το τελευταίο κεφάλαιο του «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση», το έγραψα σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, από έναν άλλο, άγνωστο εαυτό μου.
- «Ζαριά/ Το αξίωμα της επιλογής». Η ζωή μας έχει νομοτελειακές διαστάσεις;
- Είμαστε εγκλωβισμένοι στην κοινωνική σύμβαση της υπάρξεώς μας. Όπως λέει και ο Εμπειρίκος, στο «σεσημασμένο δέρας» της υπάρξεώς μας.
- «Ζαριά/ Ο Μαγικός Κύκλος». Εσείς έχετε βρεθεί σε τέτοιους μαγικούς τόπους; Αλήθεια ποια η σημασία του τόπου στην ιστορία;
- Κάθε τόπος έχει και μια μαγική διάσταση. Είναι πάλι θέμα εσωτερικής όρασης. Όλοι έχουμε νοιώσει στην μέση του πουθενά.
- Του χρόνου; Ο σωστός χρόνος κατά πόσο καθορίζει ανθρώπους και σχέσεις;
- Πρέπει να αφηνόμαστε στην εξέλιξη που φέρνει ο Χρόνος και όχι να αντιστεκόμαστε, ακόμα και αν είναι καταλυτικός.
- «Ηταν ο μόνος που αναγνώρισε την κρυμμένη Έλλη». Γινόμαστε άλλοι ανάλογα με τον απέναντι;
- Υπάρχουν άνθρωποι που απελευθερώνουν άγνωστες δυνάμεις μέσα μας. Μ’ αυτή την έννοια υπάρχουν και μοιραίες συναντήσεις.
- Έχετε πάει στη κινέζικη πόλη Γου Φέι; Τι είναι για σας τα ταξίδια; Μετά από ένα ταξίδι επιστρέφετε αλλιώς; Ποιο ήταν για σας το πιο αποκαλυπτικό σας ταξίδι;
- Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους.
- «Υπάρχει μια κατηγορία δώρων που δεν μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Πρέπει να τα χαρίσουμε σε κάποιον άλλο, για να τα παραλάβουμε από αυτόν». Να επιμείνουμε λίγο σ’ αυτά τα δώρα; Είναι κι αυτό το «τελικά, ό,τι δίνεις έχεις, ό,τι κρατάς το χάνεις».
- Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο. Συγχρόνως, όμως, είμαστε πάντα υπεύθυνοι γι’ αυτούς που θα μας αγάπησαν, όπως λέει και ο Eluard. Ένα βιβλίο που φωτίζει πτυχές του εαυτού μας, ναι, είναι ένα δώρο.
- «Όταν σε φτάσω και καταφέρω να σε αγγίξω πραγματικά, τότε μόνο θα συμβεί αυτό που θα με μεταμορφώσει». Εκτός από τον έρωτα, μια ιστορία μπορεί να μας μεταμορφώσει;
- Έχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι.
- Αλήθεια, όταν δεν γράφετε, εσείς, που βρίσκεστε; Να πούμε πώς είναι η τελετουργία γραφής για να βγουν, τελικά, αυτές οι ατμοσφαιρικές, μαγικές ιστορίες;
- Όταν δεν γράφω, είμαι για τον εαυτό μου μια Χαλιμά, που διηγούμαι ιστορίες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πλήττω. Άλλοτε πάλι, χάνομαι μέσα στους άλλους απορροφώντας, το φως τους, τις χειρονομίες τους, ψυχικές και υλικές, όλα αυτά που κάποτε μπορεί να αποτυπώσω σ’ έναν απ’ τους ήρωές μου. Είμαι γενικά πολύ αφηρημένη.
- Την αγαπάτε την Αθήνα, έτσι δεν είναι; Κανείς άλλος δεν έχει γράψει τόσο ποιητικά για την Αθήνα…
- Η ερώτησή σας έπρεπε να είναι, Αν αγαπώ την Αθήνα; Με την Αθήνα είμαι δεμένη, με την Αθηναική της διάλεκτο, αλλά και με τον τρόπο που είναι κάποιοι δεμένοι με τον τόπο του εγκλήματος.
- «Η περίληψη του κόσμου» θα ήταν άλλη σήμερα;
- «Η Περίληψη του κόσμου» σήμερα, χρειάζεται περισσότερη ελπίδα και αντίσταση. Χρειάζεται επίσης περισσότερη τρυφερότητα για την απώλεια της Φύσης. Ας μην ξεχνάμε, ότι έχει έρθει εν τω μεταξύ το μεταμοντέρνο που όλα τα θρυμματίζει και όλα τα συγχωνεύει για να τα ανακυκλώσει.
Τώρα τα πράγματα είναι λιγότερο απρόβλεπτα. Υπερισχύει συνεχώς ο νέος ορισμός της δημοκρατίας. Όλο και περισσότεροι να συμμετέχουν στην κατανάλωση και όλο και λιγότεροι στην δημιουργία. Χρειάζεται αντίσταση.
Βασιλεύει η προτίμηση για το εύπεπτο.
Ακόμα και το δικό μου τελευταίο βιβλίο διαβάζεται πιο εύκολα. Αφομοιώνω κι εγώ τον καιρό στον οποίο ζω και επιμένω στην Ελπίδα. Σα μια προσευχή γι’ αυτόν τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τρόπο της σκέψης μας.
ΥΓ. Ζορίστηκα να βάλω τίτλο, πολλοί με βασάνιζαν. Όπως:
«Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε» ή
«Ποτέ δεν σου γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο».
Ακόμα
«Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο».
Αλλά και
«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους»,
«Έχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι».
Θα ήταν υπερβολή να σας ζητούσα να επιλέξετε εσείς τίτλο; Τον τίτλο που ΕΣΕΙΣ θα θέλατε ή θα βάζατε σ’ αυτή τη συνέντευξη; Απ’ όσους προτείνω αλλά και απ’ εκείνους που δεν έχω ποτέ φανταστεί.
Αφιερωμένο σε όλους σας.
Ακολουθεί κείμενο για το βιβλίο της Μαρίας «Άννα να ένα άλλο» που επανεκδόθηκε φέτος από τον «Πατάκη». Το πρώτο βιβλίο της και το έσχατο.
Γράφεις μ’ αυτά που είσαι, γράφεις αυτό που είσαι!
«ΆΝΝΑ, ΝΑ ΕΝΑ ΆΛΛΟ» της Μαρίας Μήτσορα, Εκδ. «Πατάκη», σελ. 176, τιμή: 11 ευρώ.
«Η Αδριανή ήτανε από αυτούς που πιστεύουνε στην αποκάλυψη, πως κάποτε σκίζονται οι μαύρες μεμβράνες και χωρίς φόβο ο κόσμος σκάει μύτη φρεσκοκομμένος στο τρυφερότερο σχήμα του».
Δεν είναι μόνον η Αδριανή που το πιστεύει αλλά κι εκείνη που εμπνεύστηκε την Αδριανή. Για να της χαρίσει ό,τι περισσότερο πιστεύει και, επειδή ακριβώς το πιστεύει, το επιτυγχάνει μια ζωή.
Πέρυσι που κυκλοφόρησε από τον «Πατάκη» το καινούργιο μυθιστόρημα της Μαρίας Μήτσορα «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» αμέσως φάνηκε το πόσο έλειψε ο μαγικός ποιητικός της λόγος από το αναγνωστικό κοινό. Κι εκείνη λες και το ήξερε: επέστρεψε με ένα αφάνταστα «φωτεινό» μυθιστόρημα, εντελώς ανοιχτό στο ενδεχόμενο, με μια ιστορία σαν ζωή. Ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο. «Αλληγορία για τη ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων», όπως σε συνέντευξή μας είχε αποδεχθεί. «Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Έχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες», είχε παραδεχθεί.
Αυτές τις μέρες, από τις ίδιες εκδόσεις (Πατάκη) επανακυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο: «Άννα, να ένα άλλο», μια συλλογή με διηγήματα με την οποία είχε μπει το 1978 στη ζωή μας (εκδόσεις «Ακμων» τότε) με τρόπο θριαμβευτικό.
Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο (στη νέα, αναθεωρημένη έκδοση), συνειδητοποίησα για ακόμα μια φορά, πως ό,τι έχουμε να πούμε, το λέμε με την μία, από την πρώτη- πρώτη φορά. Και, όπως είπε ο Μάρκες «την ιστορία της ζωής μας και της οικογένειάς μας γράφουμε», την πρώτη αλλά και την έσχατη φορά. Με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο εμφανές, ρεαλιστικό, αλληγορικό, και με όσες μεταβιβάσεις τραβά η ψυχή μας. Κατά συνέπεια, παραφράζοντας κάπως φράση του Κριστιάν Μπομπέν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι «ισχύει στην γραφή ό,τι και στον καλό καιρό: γράφεις μ’ αυτά που είσαι. Γράφεις αυτό που είσαι».
Με αυτά που είναι γράφοντας η Μαρία Μήτσορα, αυτό που είναι κι αυτό που έγινε μας παραδίδει και πάλι. Σκίζοντας πάντα τις ίδιες μαύρες μεμβράνες. Με τον κόσμο να σκάει μύτη αφάνταστα φρέσκος και τρυφερός!
Κι απ’ τα πρώτα της ήδη βήματα, όλες οι βελούδινες και μεταξωτές εμμονές της: Η λατρεία της πόλης (κορίτσια η Αλεξάνδρα, η Σοφία και Αμαλία, τεντώνουν το κορμί τους και ακκίζονται, λαχταριστή πατρίδα η Νέα Σμύρνη όπως μόνο τα παιδικά μας χρόνια μπορούν έτσι να χαρακτηριστούν για μια ζωή). Το παιχνίδι με τις λέξεις (λέξη κι η ίδια, να μεγαλώνει και να μετασχηματίζεται υδάτινη ή αέρινη, σχεδόν). Η διαρκής ροή της ζωής (γράφοντας ευθύς εξαρχής, επιχειρούσε να σκοτώσει τον χρόνο, σίγουρα να τον μετατρέψει σε κάτι ουσιωδέστερο). Η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο («τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», έχει ισχυριστεί). Και βέβαια, η οικογενειακή μυθολογία, η ολότελα προσωπική Πινακοθήκη. Με τον υπέροχα «διανοητικώς κίτρινο» αδελφό στο «Ξενοδοχείο των δυτών» να της χαρίζει τον τίτλο και μια από τις ωραιότερες ιστορίες. Μοναδικό δείγμα γραφής, αυτό: <«Εδώ δεν είναι κάθε μέρα κλινική» μου είπε «είναι μονάχα μέρα παρά μέρα, γιατί κάθε μέρα είναι το Ξενοδοχείο των Δυτών». Κάτι έπαθα- κάτι έχασα- καμιά μέρα δεν είναι πια σαν άλλη μέρα. Είναι σαν η άλλη μέρα να κοιτάζεται στον καθρέφτη- κοιμάμαι και ξυπνάω μέσα στον καθρέφτη της προηγούμενης μέρας- κάτω από τόνους Λυπημένου και Αμίλητου Νερού- κι όσο πιο πολύ ρουτίνα γίνονται όλα, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω – τότε που δεν ήξερα αν πήγαινα ή αν ερχόμουνα, ήξερα κάτι καλύτερα – γι’ αυτό ζούσα μέσα σε βαλίτσες- ερωτευόμουνα τις γωνίες των δρόμων- όλες μου τις αναπνοές τις έχω ξανα- αναπνεύσει- τυφλά ψάρια θα μου φάνε τα μάτια».
Στο «Πυράκανθο και το σκοτάδι», όλοι όσοι υπήρξαν πριν απ’ αυτήν και την εμπεριέχουν και τους εμπεριέχει. Στον «Μαγευτικό Φακό» οι φίλοι ή οι φίλες που «αρχίσανε να τρώνε τον εαυτό τους με το τσάι τους» (Η μπανιέρα- τσαγιέρα, το μαχαίρι –χέρι, η παλάμη- σαλάμι, στο βάθος – λάκκος).
Στο «Σε πήρε κάποιος Αντώνης», «άνθρωποι που είχα χάσει πριν από χρόνια, γνωριμίες, φιλίες, έρωτες, όλοι της περασμένης δεκαετίας, ξεπηδούσαν συνεχώς μπροστά μου, μέσα στο ίδιο ασανσέρ». Πέφτοντας «ο ένας μέσα στο παρόν του άλλου». Το βιβλίο ολόκληρο «ζω τη ζωή μου σαν να ήταν η ζωή κάποιου άλλου- η ζωή κάποιου δεύτερου- η ζωή κάποιου τρίτου».
Στο «Ποσοστό συμμετοχής» η κηδεία του πατέρα (και ο παρ’ ολίγον από ψάρι, πνιγμός). Στο «Ξαφνικό Δωμάτιο» η Νέα Σμύρνη και η μαμά, «μαμά, θα ήθελες να είσαι δίδυμη αδελφή μου- να σε λένε Αλίκη και να με λένε η Χώρα των Θαυμάτων».
Και ολόκληρο το βιβλίο, ακριβώς αυτό: Η Μαρία Μήτσορα, Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων. Να μπαινοβγαίνει με τη μαύρη ποιητική παραβολική μαγεία της στα εσωτερικά και εξωτερικά τοπία που την διαμόρφωσαν. Σκιαγραφώντας τη δική της συγγραφική ανθρωπογεωγραφία, ολότελα ανοιχτή: σε ό,τι προηγήθηκε και σε ό,τι επακολούθησε. Και το διαπιστώνουμε ότι εμπεριείχε όλη τη νοσταλγία του μέλλοντος σ΄ αυτό το πρώτο αποκαλυπτικό, συγγραφικό παρελθόν.
Η Μαρία Μήτσορα που ήταν και που έγινε.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων.
Εχει ταξιδέψει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή, από το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά. Εχει γράψει επίσης τα μυθιστορήματα:
«Σκόρπια δύναμη» (Οδυσσέας)
«Περίληψη του κόσμου» (Κέδρος)
«Ο Ηλιος δύω» (Οδυσσέας) και
«Καλός καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»)
Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.
11/10/07
Επειδή τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν δεν πεθάνει...
«Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ» του Αχιλλέα Κυριακίδη, Εκδ. «Πόλις», σελ. 70, τιμή: 14 ευρώ.
«Γράφοντας ανακαλύπτουμε τι θέλει να ειπωθεί» (Max Aub). Μ’ αυτό το μότο ο κατεξοχήν (και εξαιρετικός) μεταφραστής του Χόρχε Λουί Μπόρχες, ξεκινά την τελευταία συλλογή διηγημάτων του. «Ο καθρέφτης του τυφλού» ο τίτλος. Εκδοτικός οίκος «Πόλις».
Επτά διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούν «τα θεικά» όσον αφορά τ’ ανθρώπινα «συμπτώματα»: ο χρόνος (σαν άμμος βαθύς και κινούμενος), η μουσική (στ’ αυτιά του θεού μονάχα εκείνη φτάνει), η γλώσσα (που είναι σκέψη, σχεδόν ειμαρμένη), τα όνειρα (ένα σύμπαν παράλληλο), η απομόνωση (μονάχα μέσα στη μοναξιά μας βρίσκουνε τα σημαντικότερα, έτσι ή αλλιώς μόνοι μας είμαστε), ο θάνατος (η μόνη αλήθεια και βεβαιότητα), ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (ο συνθέτης που μίλησε στον θεό), ο έρωτας (το αντίδοτο του θανάτου), η ιστορία (τ’ ανθρώπινα αχνάρια στον χρόνο), η σιωπή (ο τρόπος να συνομιλείς με το αόρατο)…
Οι επιμέρους τίτλοι: «Είσοδος κινδύνου», «Tabula raza», «Μπονζάι», «Ars petica», «Κόντρες», «Ισόβια», «Κουίζ».
Οι συγγραφικές εμμονές (με δεξιοτεχνικό τρόπο εκφρασμένες), η διαρκής αναζήτηση του Άλλου (ούτε θηρία, ούτε Θεοί), η ματαιότητα της αυτογνωσίας (πάντοτε κάτι θα μας ξεφεύγει), καθώς και μια περίεργη σύμπραξη του παράδοξου με το ρεαλισμό (είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι όλα είναι μόνο τόσο).
Στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Είσοδος κινδύνου» ένας «μεταφυσικός ρεαλιστής» συγγραφέας ταξιδεύει. Ένα διπλό ταξίδι στη σύγχρονη Βαβέλ («αναρωτιέμαι ποιος θα καταλάβαινε τίποτα αν διάβαζα τη σελίδα 8 πριν από την 5») και στον τόπο εκείνο όπου μπορούν να φτάσουν μόνο οι πεπτωκότες («αυτοί που πρέπει πια να μη φοβηθούν γιατί φοβήθηκαν»). Αναζητώντας την μη επινοημένη γλώσσα.
Σ’ αυτήν την γλώσσα που είναι ταυτόχρονα και αλληγορική και υπαινικτική, και σωματική και αμφίθυμη, κι εκείνο που δηλώνει αλλά και το αντίθετό της, κι εκεί που τελειώνει αλλά και λίγο παρακάτω, ο κατ’ εξοχήν μεταφραστής του Μπόρχες με μπορχεσική ατμόσφαιρα υπογράφει και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής.
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής «Tabula raza» ένας άντρας σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου δεν αναγνωρίζει τίποτα και κανένα. Προσπαθεί να ξαναγράψει την ζωή του, κυριολεκτικά. «Τα τεστ της επομένης δείχνουν ολική αποξένωση, ολική απομάκρυνση, ολική αμνησία». «Δηλαδή, πρέπει όλα να τα μάθει απ’ την αρχή, να μάθει πώς να συνταιριάζει ερεθισμούς με αντιδράσεις, να συλλαβίζει αισθήματα». Μέχρι εκείνη τη στιγμή που το μυαλό του κατακλύστηκε από μαθηματικούς τύπους.
Στο «Μπονζάι» ένας άνθρωπος της σκιάς διεκδικεί το μερίδιό του στην ενοχή σαν τον κύριο Κάππα της «Δίκης».
Στο «Ars poetica» «τα πάντα είναι ποίηση» διότι «Ποίηση είναι η σχέση του ανθρώπου με το θάνατο» (Max Aub) και δεν υπάρχει άλλη σχέση, όλα είναι υποσύνολα αυτής της σχέσης. Κεντρικός ήρωας ένας ήδη ποιητής. Βραβευμένος, με πορεία ήδη μέσα στο χρόνο, πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής που θα έκρινε το μεγαλύτερο ποιητικό βραβείο της χώρας για πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς. Κι απέναντί του ένας νεαρός που έγραψε «το απόλυτο ποίημα». «Τέσσερις στίχοι συμπύκνωναν όλη την ποίηση και, ταυτόχρονα, άνοιγαν τους ασκούς να πνεύσει μια κοινότροπη μαγεία. Τέσσερις στίχοι τηρούσαν όλους τους κανόνες της προσωδίας υποσκάπτοντάς τους. Τέσσερις στίχοι έλεγαν όλα όσα είχε τολμήσει η ποίηση να γράψει, με τρόπο που ποτέ δεν τόλμησε να ψάξει». Κι απέναντί του ο θάνατος. Διότι «τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν δεν πεθάνει, πόσο μάλλον η ποίηση».
Στις «Κόντρες», ο χρόνος του Θεού σε ένα κόκκινο φανάρι: οι δυο επιλογές, η συνετή και η άλλη. Η ξοδεμένη ζωή και «το ταξίδι που δεν έγινε», «η φράση που την έγραψε άλλος». Κι ύστερα, πράσινο. Ποτέ δεν θα μάθουμε το τι συνέβη σ’ αυτή την αναμέτρηση.
Στα «Ισόβια» ο έγκλειστος ήρωας λύνει γρίφους και παραβολές, και ονειρεύεται «το αίνιγμα που η λύση του είναι «Κύριος οίδε». Σε μια φυλακή όπου «ναι υπήρχε κάποτε» αλλά «πάνε χρόνια τώρα, δυο και τρεις αιώνες, που οι άνθρωποι την είχανε γκρεμίσει».
Στο «Κουίζ», το πλέον φιλόδοξο διήγημα του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί να λύσει (ωσεί θεός) όλα τα αινίγματα, να δώσει όλες τις απαντήσεις. Όπου, όπως στο «Ars poetica» υπονοούνται όλες οι ερωτήσεις, στο «Κουίζ» έχουμε αντίστοιχα τις απαντήσεις, «άμαχες κι άκαπνες στον κάμπο, χρόνια και χρόνια». Ο ήρωας, συλλέκτης απαντήσεων, δεν χρειάστηκε να δώσει καμία. Διότι αυτό που αναζητείται, στο φινάλε, είναι η ερώτηση.
Μια σπάνια συλλογή διηγημάτων σαν γρίφος και σαν κουίζ, επίσης. Σαν μαγική εικόνα, αναλόγως την γωνία. Κολλημένη ψηφίδα, ψηφίδα. Και ένα «και» να ξεφύγει, ένα «να», ένα άρθρο, διαταράσσεται.
Ένα βιβλίο που υπονοεί όλες τις ερωτήσεις, όλες τις απαντήσεις. Γι’ αυτό και δεν καταδέχεται, ούτε να ρωτήσει, ούτε να απαντήσει. Καθρέφτης είναι η φιλοδοξία του. Κι αν έβλεπε ο αναγνώστης πόσα θα έβλεπε!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Εχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια.
Το 2004, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του <Τεχνητές αναπνοές> (εκδόσεις <Πόλις>).
Εργα του:
<Διαφάνεια> (Δωδώνη, 1973)
<Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες> (Δωδώνη, 1974)
<Στοιχεία ταυτότητος> (Δωδώνη, 1977)
<Η συνέχεια επί της οθόνης> (Υψιλον, 1984)
<Ο πληθυντικός μονόλογος> (Υψιλον, 1985)
<Διεστραμμένες ιστορίες> (Υψιλον, 1988)
<Μουσική> (Υψιλον, 1995)
<Ψευδομαρτυρίες> (Υψιλον, 1998)
<Τεχνητές αναπνοές> (Πόλις, 2003) κ.α.
Κυκλοφορούν πάνω από πενήντα μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Ζαν Εσενόζ κ.α. ενώ τελευταία μεταφραστική του δουλειά είναι τα <Απαντα πεζά> και τα «Δοκίμια» του Μπόρχες (εκδόσεις <Ελληνικά Γράμματα> 2005, 2006).
ΥΓ. Για όσους αγαπούν τον Μπόρχες και τον Κυριακίδη. Στο Librofilo επειδή όσους αγαπούν τον Μπόρχες τους θεωρώ συγγενείς μου (και τον Κυριακίδη), στο Moha που έτσι ή αλλιώς, συγγενής μου είναι. Από τη μεγάλη οικογένεια που επέλεξα και είμαι τυχερή και πολύ υπερήφανη που την έχω.
«Γράφοντας ανακαλύπτουμε τι θέλει να ειπωθεί» (Max Aub). Μ’ αυτό το μότο ο κατεξοχήν (και εξαιρετικός) μεταφραστής του Χόρχε Λουί Μπόρχες, ξεκινά την τελευταία συλλογή διηγημάτων του. «Ο καθρέφτης του τυφλού» ο τίτλος. Εκδοτικός οίκος «Πόλις».
Επτά διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούν «τα θεικά» όσον αφορά τ’ ανθρώπινα «συμπτώματα»: ο χρόνος (σαν άμμος βαθύς και κινούμενος), η μουσική (στ’ αυτιά του θεού μονάχα εκείνη φτάνει), η γλώσσα (που είναι σκέψη, σχεδόν ειμαρμένη), τα όνειρα (ένα σύμπαν παράλληλο), η απομόνωση (μονάχα μέσα στη μοναξιά μας βρίσκουνε τα σημαντικότερα, έτσι ή αλλιώς μόνοι μας είμαστε), ο θάνατος (η μόνη αλήθεια και βεβαιότητα), ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (ο συνθέτης που μίλησε στον θεό), ο έρωτας (το αντίδοτο του θανάτου), η ιστορία (τ’ ανθρώπινα αχνάρια στον χρόνο), η σιωπή (ο τρόπος να συνομιλείς με το αόρατο)…
Οι επιμέρους τίτλοι: «Είσοδος κινδύνου», «Tabula raza», «Μπονζάι», «Ars petica», «Κόντρες», «Ισόβια», «Κουίζ».
Οι συγγραφικές εμμονές (με δεξιοτεχνικό τρόπο εκφρασμένες), η διαρκής αναζήτηση του Άλλου (ούτε θηρία, ούτε Θεοί), η ματαιότητα της αυτογνωσίας (πάντοτε κάτι θα μας ξεφεύγει), καθώς και μια περίεργη σύμπραξη του παράδοξου με το ρεαλισμό (είναι αφέλεια να πιστεύουμε ότι όλα είναι μόνο τόσο).
Στο πρώτο διήγημα της συλλογής «Είσοδος κινδύνου» ένας «μεταφυσικός ρεαλιστής» συγγραφέας ταξιδεύει. Ένα διπλό ταξίδι στη σύγχρονη Βαβέλ («αναρωτιέμαι ποιος θα καταλάβαινε τίποτα αν διάβαζα τη σελίδα 8 πριν από την 5») και στον τόπο εκείνο όπου μπορούν να φτάσουν μόνο οι πεπτωκότες («αυτοί που πρέπει πια να μη φοβηθούν γιατί φοβήθηκαν»). Αναζητώντας την μη επινοημένη γλώσσα.
Σ’ αυτήν την γλώσσα που είναι ταυτόχρονα και αλληγορική και υπαινικτική, και σωματική και αμφίθυμη, κι εκείνο που δηλώνει αλλά και το αντίθετό της, κι εκεί που τελειώνει αλλά και λίγο παρακάτω, ο κατ’ εξοχήν μεταφραστής του Μπόρχες με μπορχεσική ατμόσφαιρα υπογράφει και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής.
Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής «Tabula raza» ένας άντρας σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου δεν αναγνωρίζει τίποτα και κανένα. Προσπαθεί να ξαναγράψει την ζωή του, κυριολεκτικά. «Τα τεστ της επομένης δείχνουν ολική αποξένωση, ολική απομάκρυνση, ολική αμνησία». «Δηλαδή, πρέπει όλα να τα μάθει απ’ την αρχή, να μάθει πώς να συνταιριάζει ερεθισμούς με αντιδράσεις, να συλλαβίζει αισθήματα». Μέχρι εκείνη τη στιγμή που το μυαλό του κατακλύστηκε από μαθηματικούς τύπους.
Στο «Μπονζάι» ένας άνθρωπος της σκιάς διεκδικεί το μερίδιό του στην ενοχή σαν τον κύριο Κάππα της «Δίκης».
Στο «Ars poetica» «τα πάντα είναι ποίηση» διότι «Ποίηση είναι η σχέση του ανθρώπου με το θάνατο» (Max Aub) και δεν υπάρχει άλλη σχέση, όλα είναι υποσύνολα αυτής της σχέσης. Κεντρικός ήρωας ένας ήδη ποιητής. Βραβευμένος, με πορεία ήδη μέσα στο χρόνο, πρόεδρος της πενταμελούς επιτροπής που θα έκρινε το μεγαλύτερο ποιητικό βραβείο της χώρας για πρωτοεμφανιζόμενους δημιουργούς. Κι απέναντί του ένας νεαρός που έγραψε «το απόλυτο ποίημα». «Τέσσερις στίχοι συμπύκνωναν όλη την ποίηση και, ταυτόχρονα, άνοιγαν τους ασκούς να πνεύσει μια κοινότροπη μαγεία. Τέσσερις στίχοι τηρούσαν όλους τους κανόνες της προσωδίας υποσκάπτοντάς τους. Τέσσερις στίχοι έλεγαν όλα όσα είχε τολμήσει η ποίηση να γράψει, με τρόπο που ποτέ δεν τόλμησε να ψάξει». Κι απέναντί του ο θάνατος. Διότι «τίποτα δεν μπορεί να ξαναγεννηθεί αν δεν πεθάνει, πόσο μάλλον η ποίηση».
Στις «Κόντρες», ο χρόνος του Θεού σε ένα κόκκινο φανάρι: οι δυο επιλογές, η συνετή και η άλλη. Η ξοδεμένη ζωή και «το ταξίδι που δεν έγινε», «η φράση που την έγραψε άλλος». Κι ύστερα, πράσινο. Ποτέ δεν θα μάθουμε το τι συνέβη σ’ αυτή την αναμέτρηση.
Στα «Ισόβια» ο έγκλειστος ήρωας λύνει γρίφους και παραβολές, και ονειρεύεται «το αίνιγμα που η λύση του είναι «Κύριος οίδε». Σε μια φυλακή όπου «ναι υπήρχε κάποτε» αλλά «πάνε χρόνια τώρα, δυο και τρεις αιώνες, που οι άνθρωποι την είχανε γκρεμίσει».
Στο «Κουίζ», το πλέον φιλόδοξο διήγημα του βιβλίου ο συγγραφέας επιχειρεί να λύσει (ωσεί θεός) όλα τα αινίγματα, να δώσει όλες τις απαντήσεις. Όπου, όπως στο «Ars poetica» υπονοούνται όλες οι ερωτήσεις, στο «Κουίζ» έχουμε αντίστοιχα τις απαντήσεις, «άμαχες κι άκαπνες στον κάμπο, χρόνια και χρόνια». Ο ήρωας, συλλέκτης απαντήσεων, δεν χρειάστηκε να δώσει καμία. Διότι αυτό που αναζητείται, στο φινάλε, είναι η ερώτηση.
Μια σπάνια συλλογή διηγημάτων σαν γρίφος και σαν κουίζ, επίσης. Σαν μαγική εικόνα, αναλόγως την γωνία. Κολλημένη ψηφίδα, ψηφίδα. Και ένα «και» να ξεφύγει, ένα «να», ένα άρθρο, διαταράσσεται.
Ένα βιβλίο που υπονοεί όλες τις ερωτήσεις, όλες τις απαντήσεις. Γι’ αυτό και δεν καταδέχεται, ούτε να ρωτήσει, ούτε να απαντήσει. Καθρέφτης είναι η φιλοδοξία του. Κι αν έβλεπε ο αναγνώστης πόσα θα έβλεπε!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ:
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης γεννήθηκε το 1946 στο Κάιρο.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Εχει εκδώσει εννέα βιβλία με διηγήματα, μικρά πεζά και δοκίμια (κινηματογραφικά και φιλολογικά), έχει γράψει τρία σενάρια που γυρίστηκαν σε ισάριθμες κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους, και έχει σκηνοθετήσει επτά ταινίες μικρού μήκους σε δικά του σενάρια.
Το 2004, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για το βιβλίο του <Τεχνητές αναπνοές> (εκδόσεις <Πόλις>).
Εργα του:
<Διαφάνεια> (Δωδώνη, 1973)
<Ο Ναπολέων Αστός σε νέες περιπέτειες> (Δωδώνη, 1974)
<Στοιχεία ταυτότητος> (Δωδώνη, 1977)
<Η συνέχεια επί της οθόνης> (Υψιλον, 1984)
<Ο πληθυντικός μονόλογος> (Υψιλον, 1985)
<Διεστραμμένες ιστορίες> (Υψιλον, 1988)
<Μουσική> (Υψιλον, 1995)
<Ψευδομαρτυρίες> (Υψιλον, 1998)
<Τεχνητές αναπνοές> (Πόλις, 2003) κ.α.
Κυκλοφορούν πάνω από πενήντα μεταφράσεις του έργων συγγραφέων όπως ο Ζορζ Περέκ, ο Ρεμόν Κενό, ο Λουίς Σεπούλβεδα, ο Ζαν Εσενόζ κ.α. ενώ τελευταία μεταφραστική του δουλειά είναι τα <Απαντα πεζά> και τα «Δοκίμια» του Μπόρχες (εκδόσεις <Ελληνικά Γράμματα> 2005, 2006).
ΥΓ. Για όσους αγαπούν τον Μπόρχες και τον Κυριακίδη. Στο Librofilo επειδή όσους αγαπούν τον Μπόρχες τους θεωρώ συγγενείς μου (και τον Κυριακίδη), στο Moha που έτσι ή αλλιώς, συγγενής μου είναι. Από τη μεγάλη οικογένεια που επέλεξα και είμαι τυχερή και πολύ υπερήφανη που την έχω.
Μπαχ, αφού μίλησε με τον Θεό.
Moha
9/10/07
Επειδή οι άνθρωποι καρφώνουν ό,τι αγαπούν!
«ΤΟ ΜΠΑΣΤΟΥΝΙ» του Αντώνη Σουρούνη, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 84, τιμή: 14 ευρώ.
Τι μπορεί να κάνει, αλήθεια, κάποιος όταν, είναι απένταρος, τριάντα χρονών, βρίσκεται σε νοσοκομείο τυλιγμένος σαν βρέφος με γάζες, άρτι διασωθείς από ένα ναυτικό ατύχημα που όμως θα πρέπει να βρίσκεται για δύο χρόνια σε αναμονή, μήπως ανέβει κανένα από τα σπασμένα κοκαλάκια προς τον εγκέφαλο και τον σκοτώσει, σε περίπτωση που πρέπει να γίνει νονός στον νεογεννηθέντα γιο της αδελφής του;
Εάν είναι Αντώνης Σουρούνης, «Το μπαστούνι»! Το 1972 που ήταν για ‘κείνον «μια καλή χρονιά»! Εννοώντας βεβαίως πως είχε πέσει σε «φλέβα γεγονότων»: «Είχα σωθεί από ένα μεγάλο ατύχημα την ώρα που μπαίναμε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο, έγινα τριάντα χρόνων μέσα στο νοσοκομείο με το κεφάλι τυλιγμένο σε επιδέσμους, αναγνώρισα στη Νάξο τη Δανέζα γυναίκα μου και ζήσαμε είκοσι ασχεδίαστα χρόνια μαζί, ενώ στην Αθήνα τον ίδιο καιρό γεννιόταν μια άλλη γυναίκα, που είχε αρχίσει κιόλας να μπουσουλάει προς το μέρος μου», όπως ομολογεί ο ίδιος.
Αυτή τη χρονιά, λοιπόν, και τελώντας εν αναμονή (για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει), κάθισε κι έγραψε «Το Μπαστούνι»: «Τρεις μήνες μού πήρε», θα πει. «Ήθελα να γράψω ένα παραμυθάκι για να το διαβάζει η αδελφή μου στο βαφτισιμιό μου και να κοιμάται, δεν είχα καταλάβει ότι περιέγραφα εμένα για να τον κρατάω ξύπνιο. Σήμερα ο γιος της είναι πιο μεγάλος απ’ όσο ήμουν εγώ τότε και η ιστορία αυτή η πιο μικρή που έγραψα ποτέ για την πιο έντρομη περίοδο της ζωής μου. Ειλικρινής όμως, παρόλο που μιλάει για κούτσουρα και δέντρα. ‘Η μάλλον, γι’ αυτό ακριβώς», θα καταλήξει προλογίζοντας την νέα έκδοση ενός διαφορετικού πια βιβλίου.
Ο χρόνος το ανέδειξε σε φιλοσοφικό παραμύθι ζωής και ο συγγραφικός του βίος, σε προσωπική πυξίδα. «Μπαστούνι» αποδείχθηκε ο ίδιος για μια ζωή. Περπατώντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, για να στηρίζεται πάντα στον ίδιο τον εαυτό του και να του επιτρέπεται διαρκώς να τριγυρίζει.
Στο «Μπαστούνι» του, η ιστορία ενός δέντρου που το κόβουν για να γίνει τραπέζι. Μέσα στο μαραγκούδικο θα μάθει πολλά, πρώτα απ’ όλα ότι θα πρέπει πια απ’ εδώ και πέρα να ζει σαν το ζώο, με τέσσερα πόδια. Που όμως δεν θα περπατάει όπως αυτά, γιατί θα ζει με καρφιά, εφόσον οι άνθρωποι ό,τι χρειάζονται, το καρφώνουν. Ακόμα και άνθρωπο «κάρφωσαν» επειδή τον χρειάστηκαν, αλλά αυτό θα το μάθει μετά. Πρώτα θα χρειαστεί να μάθει για την πόρτα (που δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από ένα τέταρτο κύκλου), την πολυθρόνα (που μόνον ο άνθρωπος μπορεί να την μετακινήσει), τη βιβλιοθήκη (η μόνη που δεν ξεκουραζόταν ποτέ, αλλά κουβαλούσε το φορτίο της κάθε μέρα), το κρεβάτι (όπου πάνω του οι άνθρωποι κοιμούνται, ονειρεύονται και ανταμώνουν το Θεό»), το μπαστούνι (χοντρό σαν φίδι, και δίχως καρδιά που κυκλοφορεί στους δρόμους και συμμερίζεται την ανθρώπινη μοίρα).
Ως τραπέζι (που τελικά θα γίνει) θα ζήσει πολλά: την μάταιη επανάσταση μιας πόρτας, θα γνωρίσει τον θεό – χρόνο και θα προσευχηθεί για πρώτη φορά, θα μάθει για έναν περίεργο βασιλιά «που ζει ολομόναχος στο μπάνιο» και θα τολμήσει κάποια στιγμή να επαναστατήσει κι αυτό, διεκδικώντας την… ξύλινή του μοίρα. Θα καταλήξει μπαστούνι στα χέρια του μπαρμπα- Παρόλα, περαστικού, θα κάνει ό,τι κι ο συγγραφέας του, θα κυνηγήσει τ’ όνειρό του. Κόντρα στην τρέχουσα θεωρία και ηθική των άλλων επίπλων «μα κανένας δεν είναι ό,τι θέλει» επέλεξε να «πεθάνει» μια μέρα γιορτής για να αναγεννηθεί όπως ακριβώς θέλει.
Ένα αλληγορικό παραμύθι για μεγάλα, εντάξει και μικρά παιδιά, αν και εκείνα είναι σοφά όλα τα ξέρουν, όπου μέσα από την ψυχή των αντικειμένων προσεγγίζεται η ψυχή του κόσμου. Η ανθρώπινη μοίρα με την ανελέητη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα «ελεύθερη επιλογή» και αλήθειες πικρά διαχρονικές που μοναχά έτσι αντέχει ν’ ακούσει κανείς, μέσα από ένα αλληγορικό παραμύθι. Ο,τι αγαπάμε το καρφώνουμε, για να το σκοτώσουμε και να το χάσουμε, τελικά. Ένα μικρό πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό βιβλίο που εμπεριέχει και όλη την σουρούνεια λογική και τακτική, τον κωδικό ανάγνωσης όλου του μετέπειτα έργου. Διότι τα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε κανείς να τ’ ακούσει, στο «Χορό των ρόδων» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε να παραβρεθεί, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» πώς θα μπορούσε αλλιώς να διασχίσει;
Καθόλου τυχαίο βεβαίως το ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε από τον συγγραφέα την εποχή του ύψιστου φόβου. Σα να του χάρισε ο… θεός χρόνος (γενναιόδωρα και διορατικά) μια χαραμάδα για να μπορέσει να διασχίσει την «ζώνη των επιθυμιών» και ν’ αντικρίσει το μέλλον.
Το αποτέλεσμα, ένα παραμύθι ζωής ολότελα ανοιχτό στο ενδεχόμενο. Κι ένας κοινωνικός καθρέφτης τόσο πικρός που μόνο η παραμυθένια γλύκα του μας σώζει! Η πιο τρυφερή κι οξυδερκής, φιλοσοφική και παιγνιώδης πλευρά του Αντώνη Σουρούνη. Διότι αυτή τη φορά «το αγόρι που γελάει και κλαίει» τολμά και παίζει. Και όλοι ξέρουμε πόσο σοβαρό (σκληρό, αληθινό κι αποκαλυπτικό) είναι το παιχνίδι για τα παιδιά!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Α.Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942.
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς.
Μετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας.
Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Εγραψε:
<Οι συμπαίχτες>, μυθιστόρημα, 1977
<Το μπαστούνι>, παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, 1979, 1996
<Μερόνυχτα Φραγκφούρτης>, διηγήματα, 1982
<Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου>, διηγήματα, 1983
<Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι>, μυθιστόρημα, 1985
<Πάσχα στο χωριό>, νουβέλα, 1991
<Υπ’ όψιν της Λίτσας>, 1992
<Ο Χορός των ρόδων>, μυθιστόρημα, 1994 (Κρατικό βραβείο, 1995)
<Μισόν αιώνα άνθρωπος>, αφηγήματα, 1996
<Γκας ο γκάνγκστερ>, μυθιστόρημα, 2000
<Κυριακάτικες ιστορίες>, 2002
<Το μονοπάτι στη θάλασσα>, μυθιστόρημα, 2006
ΥΓ. Μικρό κείμενο αφιερωμένο σε όσους θα ήθελαν να «αναγεννηθούν» μπαστούνι, από την υποφαινόμενη, όμως, που θα επιθυμούσε… κρεβάτι! Για να μπορούν οι άνθρωποι επάνω της να κοιμηθούν, ν’ αγαπηθούν και να μιλήσουν με την ψυχή τους και τον Θεό τους.
Όταν σε φίλο μου καλό είπα ότι θα ήθελα να είμαι… κρεβάτι, γράψ’ το, μου είπε γελώντας. Το έγραψα, λοιπόν. Αλλά για να μην παρεξηγηθεί, θα έπρεπε πρώτα να εξηγηθεί. Όχι, βιβλιοθήκη δεν ήθελα, σας προλαβαίνω για να μη με ρωτήσετε! Πόρτα, τραπέζι ή πολυθρόνα, ποτέ! Για μπαστούνι, είμαι λίγο τεμπέλα, πολλά πηγαινέλα για το χατίρι των άλλων. Προτιμώ να «ακούω» τις σκέψεις τους, ν’ ακουμπώ τους φόβους και τα όνειρά τους.
Αλήθεια, εσείς, τι θα ζητούσατε από τον… μαραγκό να σας κάνει?
Τι μπορεί να κάνει, αλήθεια, κάποιος όταν, είναι απένταρος, τριάντα χρονών, βρίσκεται σε νοσοκομείο τυλιγμένος σαν βρέφος με γάζες, άρτι διασωθείς από ένα ναυτικό ατύχημα που όμως θα πρέπει να βρίσκεται για δύο χρόνια σε αναμονή, μήπως ανέβει κανένα από τα σπασμένα κοκαλάκια προς τον εγκέφαλο και τον σκοτώσει, σε περίπτωση που πρέπει να γίνει νονός στον νεογεννηθέντα γιο της αδελφής του;
Εάν είναι Αντώνης Σουρούνης, «Το μπαστούνι»! Το 1972 που ήταν για ‘κείνον «μια καλή χρονιά»! Εννοώντας βεβαίως πως είχε πέσει σε «φλέβα γεγονότων»: «Είχα σωθεί από ένα μεγάλο ατύχημα την ώρα που μπαίναμε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης να ξεφορτώσουμε πετρέλαιο, έγινα τριάντα χρόνων μέσα στο νοσοκομείο με το κεφάλι τυλιγμένο σε επιδέσμους, αναγνώρισα στη Νάξο τη Δανέζα γυναίκα μου και ζήσαμε είκοσι ασχεδίαστα χρόνια μαζί, ενώ στην Αθήνα τον ίδιο καιρό γεννιόταν μια άλλη γυναίκα, που είχε αρχίσει κιόλας να μπουσουλάει προς το μέρος μου», όπως ομολογεί ο ίδιος.
Αυτή τη χρονιά, λοιπόν, και τελώντας εν αναμονή (για το αν θα ζήσει ή θα πεθάνει), κάθισε κι έγραψε «Το Μπαστούνι»: «Τρεις μήνες μού πήρε», θα πει. «Ήθελα να γράψω ένα παραμυθάκι για να το διαβάζει η αδελφή μου στο βαφτισιμιό μου και να κοιμάται, δεν είχα καταλάβει ότι περιέγραφα εμένα για να τον κρατάω ξύπνιο. Σήμερα ο γιος της είναι πιο μεγάλος απ’ όσο ήμουν εγώ τότε και η ιστορία αυτή η πιο μικρή που έγραψα ποτέ για την πιο έντρομη περίοδο της ζωής μου. Ειλικρινής όμως, παρόλο που μιλάει για κούτσουρα και δέντρα. ‘Η μάλλον, γι’ αυτό ακριβώς», θα καταλήξει προλογίζοντας την νέα έκδοση ενός διαφορετικού πια βιβλίου.
Ο χρόνος το ανέδειξε σε φιλοσοφικό παραμύθι ζωής και ο συγγραφικός του βίος, σε προσωπική πυξίδα. «Μπαστούνι» αποδείχθηκε ο ίδιος για μια ζωή. Περπατώντας σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, για να στηρίζεται πάντα στον ίδιο τον εαυτό του και να του επιτρέπεται διαρκώς να τριγυρίζει.
Στο «Μπαστούνι» του, η ιστορία ενός δέντρου που το κόβουν για να γίνει τραπέζι. Μέσα στο μαραγκούδικο θα μάθει πολλά, πρώτα απ’ όλα ότι θα πρέπει πια απ’ εδώ και πέρα να ζει σαν το ζώο, με τέσσερα πόδια. Που όμως δεν θα περπατάει όπως αυτά, γιατί θα ζει με καρφιά, εφόσον οι άνθρωποι ό,τι χρειάζονται, το καρφώνουν. Ακόμα και άνθρωπο «κάρφωσαν» επειδή τον χρειάστηκαν, αλλά αυτό θα το μάθει μετά. Πρώτα θα χρειαστεί να μάθει για την πόρτα (που δεν μπορεί να κάνει τίποτα περισσότερο από ένα τέταρτο κύκλου), την πολυθρόνα (που μόνον ο άνθρωπος μπορεί να την μετακινήσει), τη βιβλιοθήκη (η μόνη που δεν ξεκουραζόταν ποτέ, αλλά κουβαλούσε το φορτίο της κάθε μέρα), το κρεβάτι (όπου πάνω του οι άνθρωποι κοιμούνται, ονειρεύονται και ανταμώνουν το Θεό»), το μπαστούνι (χοντρό σαν φίδι, και δίχως καρδιά που κυκλοφορεί στους δρόμους και συμμερίζεται την ανθρώπινη μοίρα).
Ως τραπέζι (που τελικά θα γίνει) θα ζήσει πολλά: την μάταιη επανάσταση μιας πόρτας, θα γνωρίσει τον θεό – χρόνο και θα προσευχηθεί για πρώτη φορά, θα μάθει για έναν περίεργο βασιλιά «που ζει ολομόναχος στο μπάνιο» και θα τολμήσει κάποια στιγμή να επαναστατήσει κι αυτό, διεκδικώντας την… ξύλινή του μοίρα. Θα καταλήξει μπαστούνι στα χέρια του μπαρμπα- Παρόλα, περαστικού, θα κάνει ό,τι κι ο συγγραφέας του, θα κυνηγήσει τ’ όνειρό του. Κόντρα στην τρέχουσα θεωρία και ηθική των άλλων επίπλων «μα κανένας δεν είναι ό,τι θέλει» επέλεξε να «πεθάνει» μια μέρα γιορτής για να αναγεννηθεί όπως ακριβώς θέλει.
Ένα αλληγορικό παραμύθι για μεγάλα, εντάξει και μικρά παιδιά, αν και εκείνα είναι σοφά όλα τα ξέρουν, όπου μέσα από την ψυχή των αντικειμένων προσεγγίζεται η ψυχή του κόσμου. Η ανθρώπινη μοίρα με την ανελέητη αλλά και τόσο ελπιδοφόρα «ελεύθερη επιλογή» και αλήθειες πικρά διαχρονικές που μοναχά έτσι αντέχει ν’ ακούσει κανείς, μέσα από ένα αλληγορικό παραμύθι. Ο,τι αγαπάμε το καρφώνουμε, για να το σκοτώσουμε και να το χάσουμε, τελικά. Ένα μικρό πολυεπίπεδο αποκαλυπτικό βιβλίο που εμπεριέχει και όλη την σουρούνεια λογική και τακτική, τον κωδικό ανάγνωσης όλου του μετέπειτα έργου. Διότι τα «Τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε κανείς να τ’ ακούσει, στο «Χορό των ρόδων» μονάχα ως μπαστούνι θα μπορούσε να παραβρεθεί, «Το μονοπάτι στη θάλασσα» πώς θα μπορούσε αλλιώς να διασχίσει;
Καθόλου τυχαίο βεβαίως το ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε από τον συγγραφέα την εποχή του ύψιστου φόβου. Σα να του χάρισε ο… θεός χρόνος (γενναιόδωρα και διορατικά) μια χαραμάδα για να μπορέσει να διασχίσει την «ζώνη των επιθυμιών» και ν’ αντικρίσει το μέλλον.
Το αποτέλεσμα, ένα παραμύθι ζωής ολότελα ανοιχτό στο ενδεχόμενο. Κι ένας κοινωνικός καθρέφτης τόσο πικρός που μόνο η παραμυθένια γλύκα του μας σώζει! Η πιο τρυφερή κι οξυδερκής, φιλοσοφική και παιγνιώδης πλευρά του Αντώνη Σουρούνη. Διότι αυτή τη φορά «το αγόρι που γελάει και κλαίει» τολμά και παίζει. Και όλοι ξέρουμε πόσο σοβαρό (σκληρό, αληθινό κι αποκαλυπτικό) είναι το παιχνίδι για τα παιδιά!
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Α.Σουρούνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942.
Όταν τελείωσε το γυμνάσιο, έφυγε για τη Γερμανία, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι του οι συγγενείς.
Μετά από μερικά εξάμηνα σε γερμανικά και αυστριακά πανεπιστήμια, ο συγγραφέας διακόπτει τη φοίτηση και ταξιδεύει δουλεύοντας.
Εργάστηκε από τραπεζικός υπάλληλος μέχρι ναυτικός και από hotel boy μέχρι επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας.
Εγραψε:
<Οι συμπαίχτες>, μυθιστόρημα, 1977
<Το μπαστούνι>, παραμύθι για μικρούς και μεγάλους, 1979, 1996
<Μερόνυχτα Φραγκφούρτης>, διηγήματα, 1982
<Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου>, διηγήματα, 1983
<Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι>, μυθιστόρημα, 1985
<Πάσχα στο χωριό>, νουβέλα, 1991
<Υπ’ όψιν της Λίτσας>, 1992
<Ο Χορός των ρόδων>, μυθιστόρημα, 1994 (Κρατικό βραβείο, 1995)
<Μισόν αιώνα άνθρωπος>, αφηγήματα, 1996
<Γκας ο γκάνγκστερ>, μυθιστόρημα, 2000
<Κυριακάτικες ιστορίες>, 2002
<Το μονοπάτι στη θάλασσα>, μυθιστόρημα, 2006
ΥΓ. Μικρό κείμενο αφιερωμένο σε όσους θα ήθελαν να «αναγεννηθούν» μπαστούνι, από την υποφαινόμενη, όμως, που θα επιθυμούσε… κρεβάτι! Για να μπορούν οι άνθρωποι επάνω της να κοιμηθούν, ν’ αγαπηθούν και να μιλήσουν με την ψυχή τους και τον Θεό τους.
Όταν σε φίλο μου καλό είπα ότι θα ήθελα να είμαι… κρεβάτι, γράψ’ το, μου είπε γελώντας. Το έγραψα, λοιπόν. Αλλά για να μην παρεξηγηθεί, θα έπρεπε πρώτα να εξηγηθεί. Όχι, βιβλιοθήκη δεν ήθελα, σας προλαβαίνω για να μη με ρωτήσετε! Πόρτα, τραπέζι ή πολυθρόνα, ποτέ! Για μπαστούνι, είμαι λίγο τεμπέλα, πολλά πηγαινέλα για το χατίρι των άλλων. Προτιμώ να «ακούω» τις σκέψεις τους, ν’ ακουμπώ τους φόβους και τα όνειρά τους.
Αλήθεια, εσείς, τι θα ζητούσατε από τον… μαραγκό να σας κάνει?
Για να μην λέτε ότι δεν σας φροντίζω και ότι έχω μουτρώσει. Γιατί τα μαθαίνω όλα. Έχω πάρει για λίγο το κουβαδάκι μου και παίζω στην παραλία μου μέχρι να πάρει το κύμα 1-2 πραγματάκια που έχω να διαχειριστώ.
Moha
3/10/07
Όταν πέσει το πουλί, όταν τα φτερά του κλείσουν…
Η σάγκα της μοναξιάς
«ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» της Αννυ Πρου, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 473, τιμή: 20.90 ευρώ.
«Ήξερε πως όποια σκέψη, όποια πράξη της ως τώρα ζωής του έπρεπε να διαγραφεί, πως η ζωή του ξανάρχιζε απ’ το μηδέν. Ακόμα κι αν κατάφερνε να το σκάσει».
Η Αννυ Πρου στην «Καρτ ποστάλ» της είναι πολύ τολμηρή. Αρχίζει από την αποκορύφωση του δράματος, μας δίνει την λύση του γρίφου, ενδεχομένως επειδή το δράμα που σκοπεύει, τελικά, να μας αφηγηθεί είναι πιο λεπταίσθητης υφής, η λύση του γρίφου άδηλη κι άφατη.
Ο Λόιαλ Μπλαντ, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας της αμερικανικής υπαίθρου, που λατρεύει τον τόπο του, έχει καλλιεργήσει την γη του κι έχει μόλις αγοράσει καινούργιες γελάδες, έχοντας μόλις δολοφονήσει την ερωμένη του, αναγκάζεται να φύγει απ’ το σπίτι.
Η Αννυ Πρου, την οποία γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα με ακορντεόν» όπου και ξεδιπλώνει όλη την ιστορία της μετανάστευσης που οικοδόμησε το «αμερικάνικο όνειρο» και αγαπήσαμε από «Το μυστικό του Brokeback Mountain» με το σκληρό και καθοριστικό σαν πεπρωμένο τοπίο του Γουαιόμινγκ, και στο «Καρτ ποστάλ» ακτινογραφεί την καρδιά μιας ανεξιχνίαστης φύσης. Η οποία τους καταδιώκει, τους συντροφεύει, τους εκδικείται, τους καταπίνει, λαβώνεται απ’ εκείνους και ξεπουλιέται, κομματάκια γίνεται για όποιον ονειρεύεται μια καλύβα για εξοχικό ή γι’ αλλαγή. Η μοίρα τους, γονατισμένη απ’ τα χρέη. Και τι δεν επινοούν, χάνονται μέσα από τις επινοήσεις και τις συνέπειες. Διότι δεν είναι μόνον η ζωή του Λόιαλ που έσφαλε που θ’ αλλάξει. Αλλά και του Νταμπ, του μονόχειρα αδελφού του, και της αδελφής του της Μέρνελ, και του Μινκ και της Τζούελ που θ’ αναγκαστούν, όταν ο υγιής τους γιος θα χαθεί, να ξεπουλήσουν το βιός τους και να βγουν να δουλέψουν. Ο Μινκ δεν θ’ αντέξει τα όσα θα ρθούν και θα κρεμαστεί.
Όλοι τους, θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι ανελέητα μόνοι. Και ηττημένοι. Εκ των προτέρων, καμένα χαρτιά. Και ειδικά ο Λόιαλ μετά την δολοφονία της Μπίλι. Της Μπίλι που θα τον καταδιώκει σαν Ερινύα για μια ζωή, δεν θα τον αφήνει πουθενά να στεριώσει.
«Και τώρα ξέρει: στις ύστατες διαυγείς στιγμές της συνείδησης, με την πλάτη στραμμένη σ’ αυτή τη λύσσα που ο ίδιος νόμιζε για πάθος αλλά στην πραγματικότητα ήταν η απελπισμένη απόπειρα να τινάξει το φονικό κορμί του από πάνω της, εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα η Μπίλι τον είχε καταραστεί με κάθε ετοιμοθάνατο άτομο του κορμού και της ψυχής της. Θα τον κυνηγούσε μέχρι να σαπίσει, από δυστυχία σε δυστυχία, θα τον καταδίωκε, θα ‘κανε τη ζωή του μαρτύριο. Ηδη τον είχε διώξει από το σπίτι και τον τόπο του, τον είχε αναγκάσει να ζει ξένος μεταξύ ξένων, είχε σβήσει κάθε ελπίδα του για γυναίκα και παιδιά, τον είχε ρίξει στη φτώχια, είχε οπλίσει το χέρι του Ινδιάνου με το μαχαίρι που του ‘γδαρε το κεφάλι, και τώρα είχε έρθει να φάει τα πόδια του σαν τη μούχλα στο σκοτάδι. «Μπίλι, αν ξαναζωντάνευες, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί…» ψιθύρισε».
Κάθε προσπάθεια διαφυγής, μάταιη: είτε στα ορυχεία δουλέψει, είτε αναζητώντας κόκαλα δεινοσαύρων, «η Μπίλι δεν ξαναζωντανεύει», ο Λόιαλ δεν θα στεριώσει ποτέ, θα περιπλανιέται έρημος. Ξεφυλλίζοντας το εναπομείναν ημερολόγιο του Ινδιάνου, αντικρίζοντας στις άδειες σελίδες, λιβάδια.
«Όταν πέσει το πουλί, όταν τα φτερά του κλείσουν…» θα τραγουδά κρατώντας ένα μισοσαπισμένο κλαρί: «Θες να χορέψουμε κούκλα; Όταν πέσειειιιι τοοο πουλί…» βέλαζε στην ερημιά, παραπατώντας μες στα βρύα, κρατώντας το κλαρί από τη μέση, ταρακουνώντας το πέρα δώθε, γέρνοντάς το όπως θα ‘γερνε μια γυναίκα στην αγκαλιά του, για να λυθούν και να κυλήσουν τα μαλλιά της»…
Όμως «η μοναξιά του δεν ήταν αθωότητα». Κι είναι κι αυτός εκεί ο συνεχής αντικατοπτρισμός (του πόθου του), βλέποντας τον γαλαζωπό λεκέ του καπνού, να βγαίνει απ’ τα δέντρα: «Φαντάστηκε: έναν άντρα και μια γυναίκα να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ένα μακρύ τραπεζομάντιλο με κρόσσια πού πέφτει ως το πάτωμα, τα πόδια τους κρυμμένα στις πτυχές. Η γυναίκα ξεδιαλέγει μια φράουλα σε σχήμα καρδιάς, όχι άγρια, από μια γαβάθα. Το χέρι της, το μπράτσο, το μισό της πρόσωπο σβησμένο, αλλά η φράουλα λάμπει σαν διαμάντι, την κρατάει από το μίσχο με δυο δάχτυλα, ο αντίχειρας αγγίζει την πρησμένη, κόκκινη σάρκα. Τα μαύρα σποράκια σαν μια σειρά από κόμματα, φυτεμένα στους κόκκινους πόρους. Ο άντρας είναι ο ίδιος ο Λόιαλ».
Η ζωή που δεν θα ζήσει ποτέ. Η εκδοχή της, πού πάει την έχασε!
Το αποτέλεσμα, η σάγκα της μοναξιάς, ή μάλλον ακόμα χειρότερα, ακόμα σκληρότερα, της απόλυτης ερημίας. Η ελεγεία της ήττας με τους ήρωες θύτες και ταυτοχρόνως τα θύματα, σαν τους αντίστοιχους της αρχαίας τραγωδίας.
Και πανταχού παρόν το τοπίο, μαγικό και μαγευτικό, άγριο και καθοριστικό, σχεδόν θεικό, απολύτως παντοδύναμο, άλλοτε να τους παρηγορεί και άλλοτε να τους λαβώνει και να τους καταπίνει.
Συγγραφικά ευρήματα μοναδικά, οι καρτ ποστάλ που χαρακτηρίζουν την ιστορία και ξεκινούν το κάθε κεφάλαιο. Και η πανεπόπτης αφηγήτρια ωσεί θεός στα κεφάλαια «Τι βλέπω εγώ».
Το επιμύθιο, ίσως καλά κρυμμένο στη σελίδα 268: «Ο σπόρος της ζωής, απειροελάχιστος, βαρύς, με χρώμα βαθυκόκκινο, ήταν φυλαγμένος σαν μυστικό μέσα στο βάβισμα του δάσους. Πώς θα μπορούσε να τον καταλάβει;». Η Πρου, όμως, φαίνεται να τον ξέρει καλά.
Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, εξαιρετική. Εξάλλου και «Το μυστικό του Brokeback Mountain» ο Κορτώ το έχει μεταφράσει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αννυ Ε. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουιτς Κονέκτικατ.
Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι.
Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Καρτ Ποστάλ», και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ.
Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα «Ναυτιλιακά Νέα», απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν το μυθιστόρημα
«Εγκλήματα με ακορντεόν» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, 1998) και
η συλλογή διηγημάτων «Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2006) που έδωσε το έναυσμα για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
ΥΓ. Αννυ Πρου, αφιερωμένη εξαιρετικά σε όσους την λατρεύουν: στους φίλους μου Μάρω, Librofilo, Ιωάννα και Αύγουστο (που μας έκανε και να την αγαπήσουμε, ό,τι δικό της διάβασα από άλλον, ήταν λιγότερο).
«ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» της Αννυ Πρου, Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 473, τιμή: 20.90 ευρώ.
«Ήξερε πως όποια σκέψη, όποια πράξη της ως τώρα ζωής του έπρεπε να διαγραφεί, πως η ζωή του ξανάρχιζε απ’ το μηδέν. Ακόμα κι αν κατάφερνε να το σκάσει».
Η Αννυ Πρου στην «Καρτ ποστάλ» της είναι πολύ τολμηρή. Αρχίζει από την αποκορύφωση του δράματος, μας δίνει την λύση του γρίφου, ενδεχομένως επειδή το δράμα που σκοπεύει, τελικά, να μας αφηγηθεί είναι πιο λεπταίσθητης υφής, η λύση του γρίφου άδηλη κι άφατη.
Ο Λόιαλ Μπλαντ, πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας της αμερικανικής υπαίθρου, που λατρεύει τον τόπο του, έχει καλλιεργήσει την γη του κι έχει μόλις αγοράσει καινούργιες γελάδες, έχοντας μόλις δολοφονήσει την ερωμένη του, αναγκάζεται να φύγει απ’ το σπίτι.
Η Αννυ Πρου, την οποία γνωρίσαμε από τα «Εγκλήματα με ακορντεόν» όπου και ξεδιπλώνει όλη την ιστορία της μετανάστευσης που οικοδόμησε το «αμερικάνικο όνειρο» και αγαπήσαμε από «Το μυστικό του Brokeback Mountain» με το σκληρό και καθοριστικό σαν πεπρωμένο τοπίο του Γουαιόμινγκ, και στο «Καρτ ποστάλ» ακτινογραφεί την καρδιά μιας ανεξιχνίαστης φύσης. Η οποία τους καταδιώκει, τους συντροφεύει, τους εκδικείται, τους καταπίνει, λαβώνεται απ’ εκείνους και ξεπουλιέται, κομματάκια γίνεται για όποιον ονειρεύεται μια καλύβα για εξοχικό ή γι’ αλλαγή. Η μοίρα τους, γονατισμένη απ’ τα χρέη. Και τι δεν επινοούν, χάνονται μέσα από τις επινοήσεις και τις συνέπειες. Διότι δεν είναι μόνον η ζωή του Λόιαλ που έσφαλε που θ’ αλλάξει. Αλλά και του Νταμπ, του μονόχειρα αδελφού του, και της αδελφής του της Μέρνελ, και του Μινκ και της Τζούελ που θ’ αναγκαστούν, όταν ο υγιής τους γιος θα χαθεί, να ξεπουλήσουν το βιός τους και να βγουν να δουλέψουν. Ο Μινκ δεν θ’ αντέξει τα όσα θα ρθούν και θα κρεμαστεί.
Όλοι τους, θα συνειδητοποιήσουν ότι είναι ανελέητα μόνοι. Και ηττημένοι. Εκ των προτέρων, καμένα χαρτιά. Και ειδικά ο Λόιαλ μετά την δολοφονία της Μπίλι. Της Μπίλι που θα τον καταδιώκει σαν Ερινύα για μια ζωή, δεν θα τον αφήνει πουθενά να στεριώσει.
«Και τώρα ξέρει: στις ύστατες διαυγείς στιγμές της συνείδησης, με την πλάτη στραμμένη σ’ αυτή τη λύσσα που ο ίδιος νόμιζε για πάθος αλλά στην πραγματικότητα ήταν η απελπισμένη απόπειρα να τινάξει το φονικό κορμί του από πάνω της, εκείνα τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα η Μπίλι τον είχε καταραστεί με κάθε ετοιμοθάνατο άτομο του κορμού και της ψυχής της. Θα τον κυνηγούσε μέχρι να σαπίσει, από δυστυχία σε δυστυχία, θα τον καταδίωκε, θα ‘κανε τη ζωή του μαρτύριο. Ηδη τον είχε διώξει από το σπίτι και τον τόπο του, τον είχε αναγκάσει να ζει ξένος μεταξύ ξένων, είχε σβήσει κάθε ελπίδα του για γυναίκα και παιδιά, τον είχε ρίξει στη φτώχια, είχε οπλίσει το χέρι του Ινδιάνου με το μαχαίρι που του ‘γδαρε το κεφάλι, και τώρα είχε έρθει να φάει τα πόδια του σαν τη μούχλα στο σκοτάδι. «Μπίλι, αν ξαναζωντάνευες, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί…» ψιθύρισε».
Κάθε προσπάθεια διαφυγής, μάταιη: είτε στα ορυχεία δουλέψει, είτε αναζητώντας κόκαλα δεινοσαύρων, «η Μπίλι δεν ξαναζωντανεύει», ο Λόιαλ δεν θα στεριώσει ποτέ, θα περιπλανιέται έρημος. Ξεφυλλίζοντας το εναπομείναν ημερολόγιο του Ινδιάνου, αντικρίζοντας στις άδειες σελίδες, λιβάδια.
«Όταν πέσει το πουλί, όταν τα φτερά του κλείσουν…» θα τραγουδά κρατώντας ένα μισοσαπισμένο κλαρί: «Θες να χορέψουμε κούκλα; Όταν πέσειειιιι τοοο πουλί…» βέλαζε στην ερημιά, παραπατώντας μες στα βρύα, κρατώντας το κλαρί από τη μέση, ταρακουνώντας το πέρα δώθε, γέρνοντάς το όπως θα ‘γερνε μια γυναίκα στην αγκαλιά του, για να λυθούν και να κυλήσουν τα μαλλιά της»…
Όμως «η μοναξιά του δεν ήταν αθωότητα». Κι είναι κι αυτός εκεί ο συνεχής αντικατοπτρισμός (του πόθου του), βλέποντας τον γαλαζωπό λεκέ του καπνού, να βγαίνει απ’ τα δέντρα: «Φαντάστηκε: έναν άντρα και μια γυναίκα να κάθονται σ’ ένα τραπέζι. Ένα μακρύ τραπεζομάντιλο με κρόσσια πού πέφτει ως το πάτωμα, τα πόδια τους κρυμμένα στις πτυχές. Η γυναίκα ξεδιαλέγει μια φράουλα σε σχήμα καρδιάς, όχι άγρια, από μια γαβάθα. Το χέρι της, το μπράτσο, το μισό της πρόσωπο σβησμένο, αλλά η φράουλα λάμπει σαν διαμάντι, την κρατάει από το μίσχο με δυο δάχτυλα, ο αντίχειρας αγγίζει την πρησμένη, κόκκινη σάρκα. Τα μαύρα σποράκια σαν μια σειρά από κόμματα, φυτεμένα στους κόκκινους πόρους. Ο άντρας είναι ο ίδιος ο Λόιαλ».
Η ζωή που δεν θα ζήσει ποτέ. Η εκδοχή της, πού πάει την έχασε!
Το αποτέλεσμα, η σάγκα της μοναξιάς, ή μάλλον ακόμα χειρότερα, ακόμα σκληρότερα, της απόλυτης ερημίας. Η ελεγεία της ήττας με τους ήρωες θύτες και ταυτοχρόνως τα θύματα, σαν τους αντίστοιχους της αρχαίας τραγωδίας.
Και πανταχού παρόν το τοπίο, μαγικό και μαγευτικό, άγριο και καθοριστικό, σχεδόν θεικό, απολύτως παντοδύναμο, άλλοτε να τους παρηγορεί και άλλοτε να τους λαβώνει και να τους καταπίνει.
Συγγραφικά ευρήματα μοναδικά, οι καρτ ποστάλ που χαρακτηρίζουν την ιστορία και ξεκινούν το κάθε κεφάλαιο. Και η πανεπόπτης αφηγήτρια ωσεί θεός στα κεφάλαια «Τι βλέπω εγώ».
Το επιμύθιο, ίσως καλά κρυμμένο στη σελίδα 268: «Ο σπόρος της ζωής, απειροελάχιστος, βαρύς, με χρώμα βαθυκόκκινο, ήταν φυλαγμένος σαν μυστικό μέσα στο βάβισμα του δάσους. Πώς θα μπορούσε να τον καταλάβει;». Η Πρου, όμως, φαίνεται να τον ξέρει καλά.
Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ, εξαιρετική. Εξάλλου και «Το μυστικό του Brokeback Mountain» ο Κορτώ το έχει μεταφράσει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Αννυ Ε. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουιτς Κονέκτικατ.
Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι.
Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα «Καρτ Ποστάλ», και γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ.
Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα «Ναυτιλιακά Νέα», απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award.
Από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν το μυθιστόρημα
«Εγκλήματα με ακορντεόν» (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, 1998) και
η συλλογή διηγημάτων «Το Μυστικό του Brokeback Mountain» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, 2006) που έδωσε το έναυσμα για την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία που γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο.
ΥΓ. Αννυ Πρου, αφιερωμένη εξαιρετικά σε όσους την λατρεύουν: στους φίλους μου Μάρω, Librofilo, Ιωάννα και Αύγουστο (που μας έκανε και να την αγαπήσουμε, ό,τι δικό της διάβασα από άλλον, ήταν λιγότερο).
Δυστυχώς αυτές τις μέρες δεν σας χαίρομαι. Κάποια στιγμή θα γίνει πάλι.
Moha
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)