ΝΤΑΓΚΕΣΤΑΝ
Ξάπλωνα στην κορυφή του βουνού,
ήμουν πολιορκημένος απ' τη γη.
Η μαγεμένη χώρα κάτω
απ' όλα τα χρώματα κράτησε μόνο δυο:
το κυονόλευκο,
την ώχρα εκεί, που πάνω
στη γαλάζια πέτρα έγραφε η πένα του Ασραήλ.
Γύρω μου ξάπλωνε το Νταγκεστάν.
Άραγε τότε καταλάβαινα,
πώς ήταν η τελευταία φορά
που διάβαζα γράμματα αραβικά στις γαλανές πέτρες
της περήφανης γης;
Πώς τόλμησα ν' αλλάξω εγώ το λαχείο
της αγάπης
τον αραιό αέρα του βουνού;
Και πώς τόλμησα στη φωτιά εδώ
σ' ένα κουτάλι να λιώσω
του Νταγκεστάν το ασήμι;
Και να τραγουδήσω;
“Εκεί κατοικούσα πάνω απ' το ρυάκι
σε παγωμένο νερό έπλενα
τα λιτά μου ρούχα”;
Αποχαιρετώ όλα όσα ήμουνα και ζούσα,
όσα περιφρονούσα, μισούσα, αγαπούσα.
Της νέας ζωής την αρχή κρατώ,
το δέρμα της χτεσινής μέρας τ' αποχαιρετώ,
από τον εαυτό μου ειδήσεις δεν θέλω πια,
τον εαυτό μου αποχαιρετώ ολοκληρωτικά,
πάνω από μένα στέκομαι λοιπόν και με κοιτάζω,
την ψυχραμένη ψυχή μου την αδειάζω,
τον εαυτό μου αφήνω στο κενό,
με βλέπω αδιάφορα σαν κάποιος άλλος να 'ναι εδώ.
Σας χαιρετώ, σας χαιρετώ, στήθη μου παγωμένα,
ψωμί χωρίς εμένα, κρασί χωρίς εμένα,
όνειρα της νύχτας και πεταλούδες της μέρας χωρίς εμένα
σας χαιρετώ, όλα χωρίς εμένα κι όλους χωρίς εμένα!
Διαβάζω σελίδες από τα άγραφα βιβλία,
ακούω του στρογγύλου μήλου την κυκλική ομιλία,
ακούω του λευκού σύννεφου τον κάτασπρο λόγο εδώ,
μα ούτε μια λέξη για σας να φυλάξω δεν ξέρω εγώ,
γιατί σαν άδειο δοχείο έζησα τη ζωή μου
και δεν ξέρω γιατί θρυψάλιασα την ψυχή μου.
Την κινούμενη σφαίρα στο χέρι μου πια δεν κρατώ
κι ούτε λέξη χωρίς λέξη δεν θα σας πω.
Μα κάποτε, άνθρωποι, φύλλα και χόρτα, ψάρια και πέτρες
βαρειές,
έβρισκαν μέσα μου λέξεις βαθειές.
Υπέροχος Αρσένι Ταρκόφσκι από το “ΧΡΟΝΟΣ Εικοσιπέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο”. Εκδόσεις “Ίνδικτος”, σε μετάφραση Μαξίμ Κισιλιέρ και Λίνου Ιωαννίδη και εξαιρετικό πρόλογο Λίνου Ιωαννίδη.
Και μια ακόμα μπουκίτσα φωτός απ' “Το πορτραίτο” του:
“.... Γεννήθηκα πολύ παλιά
κι από καιρό σ' άλλο καιρό
ακούω πάνω να περνά
το κρύο νερό.
Και στο βυθό του ποταμού,
θ' αρχίσω το τραγούδι μου
με το χορτάρι, μια χούφτα άμμου,
και τα κλειστά τα χείλη μου.
Γεννήθηκα πολύ παλιά
δεν ξέρω να μιλώ
κι είδα στον ύπνο μου βαθειά
μια πόλη πέτρινη, μες στο γιαλό.
Και στο βυθό του ποταμού,
πέρα απ' το νερό κοιτάζω
φως μακρινό, το ύψος του σπιτιού,
την πράσινη ακτίνα απ' το άστρο....”
Ε ναι,
“Με κανέναν πια εγώ δεν μένω,
εκτός μ' ένα πορτραίτο στον τοίχο κρεμασμένο”....
Και όχι,
η Ποίηση δεν είναι δεκανίκι (ούτε το καταφύγιο που φθονούμε),
είναι Ζωή αληθινή κι ακριβή!