6/7/11

Το Ωραίο Μυστήριο του Αύριο



Έτσι έπρεπε να γίνει” της Αλεξάνδρας Μπελεγράτη. Εκδ. Iason Books


... ο κόσμος είναι ακόμα πιο “μικρός” για εκείνους που ο Θεός θέλει να συναντηθούνε”...

Την Αλεξάνδρα την συνάντησα, όπως και τον Γιώργο τον Γλυκοφρύδη, όταν η ζωή μου είχε γυρίσει – όπως και τώρα- κατά κάποιον τρόπο πλευρό, θα μου πείτε αυτή την εποχή έχει γυρίσει γενικώς η Ιστορία, πλευρό, αλλά σε κάτι τέτοιες ακριβώς εποχές οι άνθρωποι είναι πιο ανοιχτοί, μπορεί μεν ευάλωττοι αλλά περισσότερο σοφοί, ας μη τα μπερδεύω, η κατάλληλη φράση είναι ακριβώς “ανοιχτοί”, ανοιχτοί σαν τα παιδιά, στο ενδεχόμενο...

Οι ιστορίες της είχαν μια καθαρότητα που τότε, σε καιρούς σύνθετους, μπορεί και να φάνταζε παράταιρη ή περιττή, η Αλεξάνδρα γενικώς έχει μια καθαρότητα σαν άνθρωπος που τώρα πια απολύτως την έχουμε ανάγκη.

Το μυθιστόρημά της το ξαναδιάβασα ένα Σαββατοκύριακο που η ζωή γενικώς είχε μια γεύση πικρή, και οφείλω να ομολογήσω πως είναι ένα αναστάσιμο βιβλίο, ανοιχτό στη ζωή, στο Ωραίο Μυστήριο του Αύριο, ανοιχτό ακριβώς σ' αυτό που αποζητά η ψυχή, ανοιχτό στο Ενδεχόμενο.

Η ηρωίδα της, η Νιόβη, ξεκινά μποτιλιαρισμένη και μπερδεμένη όπως όλοι μας στη ζωή, στην Κηφισίας, ξέρω αυτό κάτι σας θυμίζει, με μια καρδιά στο στομάχι για μια ζωή που έτσι την βρήκε κι ας πιστεύει ότι αυτή την φτιάχνει, μια ζωή καθωσπρέπει αλλά με πόσο διαφορετικό εκείνο το πρέπει απ' εκείνο του τίτλου που θυμίζει περισσότερο όχι “πρέπει” αλλά “αξίζει”...

Η Νιόβη που κάτι μου θύμισε, μια σπασίκλα μαθήτρια, ένα υποχρεωμένο ψυχικά “χρεωμένο” καλόπαιδο, μια κούκλα με γιακαδάκι δαντέλα και κόκκινο βελούδο φουρό... που ζει ακριβώς αυτά που οφείλει να ζει, αγαπά αυτούς που οφείλει να αγαπά, την αγαπούν όλοι κι εκείνη τρέχει, τρέχει γελαστά σιωπηλή μια ολόκληρη ζωή για να τα προλάβει, σχεδόν ερήμην της, για να τους προλάβει...

Μη μου πείτε... Νιόβη έχουμε υπάρξει για κάποια εποχή όλοι μας σ' αυτή τη ζωή. Και ξαφνικά, κάτι εσωτερικό ή εξωτερικό, καλή ώρα όπως τώρα, και η ζωή σου γυρίζει την πλάτη, ή εσύ της γυρίζεις την πλάτη, αναγκάζεσαι ή η ίδια απλώς βασανιστικά και διακαώς το επιθυμείς, και γυρίζεις σελίδα.

Θα μου πείτε, η Νιόβη, παρά την εφιαλτική φυγή της μητέρας, έτσι ξαφνικά αποφασίζει να εγκαταλείψει μια στρωμένη ζωή. Μια δουλειά όπου την εκτιμούν, ασχέτως αν τρέχει ολημερίς κι ολονυχτίς, μια κάπως έτσι θα την αποκαλούσαν “στρωμένη καριέρα”. Σε μιαν εποχή που φαντάζει τόσο σπάνια και που οι περισσότεροι δεν θα εγκαταλείπαμε ενδεχομένως από ανασφάλεια ούτε και μια φρικτή επαγγελματική ζωή, αλλά αν δεν ζεις όπως διψά η καρδιά, τότε δεν ζεις, νομίζεις πως ζεις, αλλά έχεις ήδη πεθάνει.

Ντάλα Χειμώνας λοιπόν, Χριστούγεννα, κιόλας, ξέρετε αν είσαι με “ξένους” ή “ξένη” μέσα στην ίδια σου τη ζωή, πόσο πικρή γεύση αποκτούν οι γιορτές και η Νιόβη έτσι ξαφνικά αποφασίζει να φύγει. Ο αγαπημένος της, συνήθεια πιο πολύ, επειδή είναι εκεί και επειδή έτσι έχει χαρακτηριστεί “αγαπημένος”. Και οι φίλοι και οι συγγενείς απορημένοι γι' αυτή την ξαφνικά επιτακτική φυγή και η Νόβη να μη μπορεί να κάνει αλλιώς, αλλά μονάχα να φεύγει.

Πόσο αναστάσιμη, αλήθεια, μπορεί να αποδειχθεί μια φυγή? Πόσο νομοτελειακή μπορεί να αποτελεί μια φαινομενικά τυχαία επιλογή και πόσο αν είμαστε στο θεικό παρών θετικοί κι ανοιχτοί, κάπου εκεί έξω μας περιμένει η Συνάντηση που θα είναι για μας Ευλογία;

Η Αλεξάνδρα έχει κάνει μια ιστορία ηθελημένα ή αθέλητα σωτηριολογική, μια ιστορία που επαναφέρει τα βασικά της ζωής στη ζωή, μια ιστορία που κυριολεκτικά, αναπνέει.

Από τον τίτλο κιόλας... τόσο μα τόσο... ελπιδοφόρα και καταπραυντική,

έτσι έπρεπε να γίνει”

εννοώντας πως

έτσι μονάχα αξίζει να γίνει”.

Με την όντως ζωή να οριοθετείται από μια φυγή, απ' ό,τι σάπιο, επιβεβλημένο και ξένο προς τη δική μας ψυχή, εξάλλου έτσι δεν λένε, πως ό,τι δεν αλλάζει, σαπίζει;

Ακόμα κι αν στην αρχή μας φανεί ακατανόητη ή αμήχανη αυτή η αλλαγή, ακόμα κι αν φαινομενικά βάζει σε κίνδυνο προαποφασισμένα και κεκτημένα. Αλλά χωρίς ρίσκο, αξίζει άραγε αυτή εδώ η ζωή; Και πόσο μπορεί κάποιος να ζει την ζωή ενός ξένου ή μιας ξένης;

Η ζωή της Νιόβης αρχές άνοιξης – όχι τυχαία φαντάζομαι- σ' εκείνο το μικρό νησί, μας ξανασυλλαβίζει αξιακά τα βασικά της ζωής, ξανάνιωσα με την Νιόβη της, συνειδητοποιώντας το πόσο απλά αλλά καθόλου δεδομένα και αυτονόητα δεν είναι εν τέλει τα βασικά, ξαναθυμήθηκα ένα σπουδαίο βιβλίο το μοναδικό τώρα τελευταία που αισθάνομαι να μ' ανακουφίζει:

Λέει ο Π. Ευδοκίμοφ: Η ώρα που περνάς τώρα, ο άνθρωπος που συναντάς τώρα και εδώ, το έργο που επιτελείς αυτήν εδώ την στιγμή- αυτά είναι πάντοτε τα πιο σημαντικά σ' ολόκληρή τη ζωή σου”. Εκείνη το ζούσε και το ήξερε όσο λίγοι. Τιμούσε τον καιρό διότι ήταν νηπτικός άνθρωπος. Γνώριζε την ιερότητα του χρόνου και του χώρου κι ότι μπορούσε να ανοίξουν ολόκληρο παράθυρο στην Αιωνιότητα”.

Απ' την Ασκητική της Αγάπης, Γερόντισσα Γαβιηλία, αλλά κι η Νιόβη της Αλεξάνδρας είναι σαν άνθρωπος απόλυτα νηπτική: σαν προσκυνητής φεύγει για να βρει στο πουθενά τα όσιά της και ιερά, τολμά να γκρεμίσει διότι μονάχα έτσι γνωρίζει ότι χτίζει.

Αυτά σκεπτόμουν απολαμβάνοντας μια απολύτως καθαρή, κρυστάλλινη θάλεγε κανείς, απόλυτα διαυγή γραφή, με ατμόσφαιρα και κρυφή μελωδία που μοιάζει με κύμα κι άλλες φορές με αναστάσιμη θεική σιωπή, ταυτιζόμουν και το είχα ανάγκη με εκείνη την ακατανόητα για τους γύρω της, επαναστατημένη Νιόβη.

Αν το καλοσκεφτούμε όλοι μας, εκόντες άκοντες, κάποια στιγμή όλοι μα όλοι θα αποφασίσουμε ή θα αναγκαστούμε εκ των πραγμάτων για μια επανάσταση στη ζωή, κι η Αλεξάνδρα έρχεται σ' αυτό το σημείο όπου όλοι μπλοκάρουμε κάπως, να λύσει έναν κόμπο. Η Μεγάλη Εβδομάδα, και η δική μας εβδομάδα Παθών, εξάλλου Ανάσταση δίχως Σταύρωση, δεν την καταλαβαίνει κανείς, στην επανάληψη και στο όμοιο άντε να καταλάβεις εσύ το καλό και το κακό, και η δική της Ανάσταση, ένα δικό μας βήμα προς το Ωραίο Μυστήριο του Αύριο.

Ένα βιβλίο που με γύρισε πίσω, αποδεικνύοντας μου πως τίποτε δεν είναι τυχαίο σ' αυτή τη ζωή, όλα έχουν τον λόγο τους κι όλοι βρίσκουν τη θέση τους, αρκεί να σέβονται απολύτως τον χρόνο και την αλήθεια τους την πιο εσωτερική.

Κάπως έτσι σχεδόν νομοτελειακά, εκτός από την Αλεξάνδρα και τον Γιώργο τον Γλυκοφρύδη (σ' αυτόν εδώ ακριβώς τον χώρο, θυμάσαι Γιώργο; την πρώτη φορά) μπήκε και η Σεμπνέμ στη δική μου ζωή. Μου μίλησε για εκείνη μια φίλη κι αμέσως έγινε φίλη. Για να την ακούσω έκπληκτη να μου λέει για το “Έτσι έπρεπε να γίνει” της Αλεξάνδρας Μπελεγράτη παρηγορώντας με τελικά σα να υπάρχει θείο εργόχειρο με σχέδιο που αγνοώ στη ζωή...

Κι έτσι φτάσαμε εδώ... Να μιλάμε για ένα βιβλίο που θα είναι καλότυχο σίγουρα και καλοτάξιδο...

Αλεξάνδρα, Σεμπνέμ, σας ευχαριστώ γι' αυτή τη Συνάντηση κι εσάς και την ίδια μας τη ζωή....

Ελ. Γκ. Από την χθεσινή όμορφη παρουσίαση στον Ιανό.