20/6/11

"Κάθε μέρα θα παίζουμε ένα παιχνίδι... Θα το λέμε “Θυμάμαι- Δεν ξεχνώ”...



ΟΙ ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΠΥΡΓΟΥ” της Λίτσας Ψαραύτη. Εκδ. “Πατάκη”, σελ. 179, €


Θα μας κάνουν να ξεχάσουμε την πατρίδα μας, τη γλώσσα μας και τους δικούς μας. Εμείς όμως δεν πρέπει να τους αφήσουμε. Κάθε μέρα θα παίζουμε ένα παιχνίδι.... Θα το λέμε “Θυμάμαι- Δεν ξεχνώ”.

Συγγραφέας των μεγάλων αφηγήσεων” όπως έχει ήδη γραφτεί, η Λίτσα Ψαραύτη αρέσκεται στα δύσκολα: έιτζ και νέοι, ναρκωτικά και λαβωμένη εφηβεία, διαζύγιο και παιδιά, κλωνοποίηση... στα βιβλία της “νεανική” ή παιδική λογοτεχνία, βαδίζει πάντα στο όριο, το επικίνδυνο όριο και βρίσκει τρόπο να το υπερνικά.

Στο καινούργιο της μυθιστόρημα “Οι δραπέτες του καστρόπυργου” τολμά να θίξει ένα ζήτημα όσον αφορά τη νεώτερη ιστορία που δεν έχει τολμήσει για την ώρα ν' αγγίξει κανείς. Πατώντας στην στέρεη αφήγηση του κυρ Στυλιανού τον οποίο συνάντησε σε παρουσίαση βιβλίου της και στην ταβέρνα του τυχαία, επιστρέφει στον εμφύλιο και μιλά για το “παιδομάζωμα” απ' την όποια πλευρά.

Με γλώσσα λιτή, ταπεινή, στιβαρή, τα μεγάλα λέγονται χαμηλόφωνα, και φόντο ένα ελληνικό χωριό, με πυρήνα την ελληνική οικογένεια που εμπεριέχει τους πάντες και τα πάντα, ήρωες και εφιάλτες και ανθρώπους φιλήσυχους, καθημερινούς, ξεκινώντας από το καλοκαίρι του 1948, παρακολουθεί την μεγάλη ανατροπή. “Κάποτε είχα κι εγώ οικογένεια, άντρα και παιδί, και παρά τη φτώχεια μας ήμασταν ευτυχισμένοι”. Το πρώτο σημάδι, ο θάνατος του πατέρα. Κι αμέσως μετά, τίποτε δεν ήταν όπως και πριν: “Κοίταζα τριγύρω να δω αν ο κόσμος έστεκε στη θέση του. Ο ουρανός, το βουνό, τα σπίτια, τα δέντρα. Κι ο πατέρας μου νεκρός, μέσα στην κάσα. Πώς γίνεται τη μια μέρα να φεύγει γερός και δυνατός και την άλλη να μας τον φέρνουν σκοτωμένο; Ποιόν; Τον πατέρα μου, που ήταν η ίδια η ζωή, που έδινε ζωή σε όλους μας και κανόνιζε και τις δικές μας ζωές. Ήθελα να φανώ δυνατός να μην κλάψω μπροστά στον κόσμο”.

Σιγά σιγά ξαναγυρίσαμε στην κανονική ζωή, αλλά τίποτα δεν ήταν όπως πριν”. “Δεν μας έλειπε τίποτα. Κι όμως μας έλειπε ο κόσμος όλος, ο ήλιος, το γέλιο, η χαρά”.

Στη συνέχεια, τα πάθη και τα λάθη του λαού μας:

Και κάθε φορά ο δάσκαλος τόνιζε πως η κατάρα της Ελλάδας είναι να μαλώνουν τα παιδιά της αναμεταξύ τους, να πολεμούν, να χύνεται και να κυλάει το αίμα τους και από τις δυο μεριές”.

Παράμετροι ευαίσθητοι, με μπερδεμένα αίτιο και αιτιατό:

Παλιά μίση και πάθη, κτηματικές διαφορές, αρραβώνες που διαλύθηκαν, χρέη που ποτέ δεν πληρώθηκαν, όλα ξαναφούντωναν και γίνονταν αιτία ν' αλλάζουν οι άνθρωποι ιδέες και πιστεύω”.

Οι Γερμανοί που απομακρυνόμενοι καίνε το σύμπαν, οι συμπτώσεις και η σωτηρία που έρχεται εκ του Θεού ή εκ του μηδενός:

Ο Θεός όμως είχε άλλα σχέδια. Το σύννεφο που είχε καθίσει στην κορφή του βουνού κατηφόρισε, στάθηκε πάνω από το χωριό και άδειασε όλο το νερό που κουβαλούσε. Η φωτιά έσβησε. Μόνο δυο τρία σπίτια κάηκαν. Οι χωριανοί στέκονταν μέσα στη δυνατή βροχή, φώναζαν, παραληρούσαν από χαρά και με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό ευχαριστούσαν το Μεγαλοδύναμο που σώθηκαν τα σπίτια τους”.

Η φτώχεια, η πείνα και οι “συνεργάτες”: “Ήταν άτιμη φάρα οι μαυραγορίτες, συνεργάτες των Γερμανών οι περισσότεροι, που έπεφταν δίπλα τους και κονομούσαν ολόκληρα φορτία τρόφιμα. Μια οκά αλεύρι την πουλούσαν μια χρυσή λίρα. Μια οκά λάδι γινόταν ανταλλαγή με ένα ασημένιο σερβίτσιο. Μια κονσέρβα κρέας ένα χρυσό ρολόι. Όλοι εκείνοι οι γερμανόφιλοι, οι σπιούνοι, οι κλέφτες, αγρίμια χωρίς έλεος, χωρίς ανθρωπιά, γέμιζαν τα σπίτια τους με λίρες, σακούλια με χρυσαφικά, χαλιά, πίνακες αξίας, ακόμα και πιάνα πανάκριβα”.

Τα Δεκεμβριανά, μέσα από τα καθαρά μάτια ενός φοιτητή:

Παππού, στην Αθήνα έγιναν αγριότητες που δεν τις χωράει ο νους του ανθρώπου. Μακάρι η Ελλάδα να μην ξαναδεί μέρες σαν εκείνες του Δεκέμβρη του '44. Μάχες γίνονταν στους δρόμους της Αθήνας. Από τη μια οι αντάρτες μας, του ΕΛΑΣ, κι από την άλλη ο κυβερνητικός στρατός, οι χωροφύλακες και οι Εγγλέζοι”.

Και η υποχρεωτική “στράτευση”, είτε στους παιδότοπους της Φρειδερίκης, είτε στις γειτονικές λαικές δημοκρατίες από τον Δημοκρατικό Στρατό.

Ο Στέλιος στα δεκατέσσερά του και η αδελφή του Μαριάνθη που θα ντυθεί αγόρι και θα παριστάνει τον κωφάλαλο μαζί με εκατοντάδες άλλα παιδιά, ο αδελφός του Βαγγέλης, υποχρεωτικά σε πόλεμο “Πήγαινα να πολεμήσω με το ζόρι, ενώ άλλα λαχταρούσε η ψυχή μου”, η επίκληση “μάνα μου” “Η δική του μάνα άδικα θα τον περίμενε να γυρίσει...” και μια σημαδεμένη για πάντα ζωή: “Η δική μου όμως η ζωή είχε σημαδευτεί για πάντα. Είχα σκοτώσει έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα και δε μου είχε φταίξει σε τίποτα”.

Μια κοινωνία σε διχασμό, σε μαρασμό: “Άνθρωποι που γνωρίζονταν χρόνια και είχαν ζήσει πλάι πλάι έδειχναν επιφυλακτικοί. Είχε χαθεί η εμπιστοσύνη και η συντροφικότητα, που εκείνες τις δύσκολες μέρες ήταν η μοναδική πηγή ελπίδας, το βάλσαμο της ψυχής. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άρχισαν να μας λείπουν τρόφιμα, αλλά κυρίως φάρμακα, πετρέλαιο για τις λάμπες φωτισμού, λάδι, αλάτι, ακόμα και σπίρτα για ν' ανάβουμε φωτιά”.

Αλλά και η ελπίδα, η χαραμάδα στο όνειρο, η μεγάλη φυγή, η επιστροφή, σε ένα συναρπαστικό, στιβαρό μυθιστόρημα που ανατέμνει ψυχές, εποχές. Με σοβαρότητα κι ευθύνη.


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-

ΕΡΓΑ ΤΗΣ:

H Λίτσα Ψαραύτη γεννήθηκε στη Σάμο. Mετά τις σπουδές της στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο σπούδασε αγγλικά και εργάσθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Eκκλησιών και στην Aμερικανική Πρεσβεία στην Aθήνα. Tο πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1980 και από τότε είχε μια γόνιμη καριέρα γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα και ανθολογίες.

Tο έργο της γρήγορα αναγνωρίσθηκε ευρύτατα στην Eλλάδα και τιμήθηκε με πολλά ελληνικά βραβεία. Tο μυθιστόρημά της "Tο διπλό ταξίδι" γράφτηκε το 1988 στον Tιμητικό Πίνακα "Πιέρ Πάολο Bερτζέριο" για την παιδική λογοτεχνία του Πανεπιστημίου της Πάντοβα της Iταλίας. Tο 1991 το βιβλίο της "Tο αυγό της έχιδνας" πήρε Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών. Tο μυθιστόρημά της "Tα δάκρυα της Περσεφόνης" γράφτηκε το 1996 στον Tιμητικό Πίνακα της IBBY (International Board on Books for Young People). Πήρε επίσης τη μεγαλύτερη στην Eλλάδα διάκριση για την παιδική λογοτεχνία, το "Kρατικό Bραβείο 1996" του Yπουργείου Πολιτισμού για το βιβλίο της "Tο χαμόγελο της Eκάτης". Tο έτος 2000 ήταν υποψήφια για το Bραβείο Άντερσεν, το Nόμπελ της παιδικής λογοτεχνίας.

Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια: π.χ. το 1986 εκπροσώπησε την ελληνική παιδική λογοτεχνία στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων και Eικονογράφων Παιδικής Λογοτεχνίας στο Oχάϊο των HΠA και το 1987 προσκλήθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων και το περιοδικό "Nτέτσκαγια Λιτερατούρα" στο πλαίσιο προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. H Λίτσα Ψαραύτη καλείται πολύ συχνά σε σχολεία και σε άλλες εκδηλώσεις "συνάντησης με το συγγραφέα" σε όλη την Eλλάδα και είναι ομιλήτρια σε πολιτιστικά γεγονότα, συνέδρια και παρουσιάσεις βιβλίων. Eίναι μέλος πολιτιστικών σωματείων όπως ο "Kύκλος του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου" και η "Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά". Eίναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του περιοδικού "Διαδρομές".

Τα βιβλία της, 30 μέχρι σήμερα, περιλαμβάνουν και τα μυθιστορήματα για νέους: “Στα βήματα του Σαμοθήριου”, “Το διπλό ταξίδι”, “Το αυγό της Έχιδνας”, “Το χαμόγελο της Εκάτης”, “Η σπηλιά της γοργόνας”, “Κασσάνδρα, η μάντισσα της Τροίας” κ.α.



Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής