28/1/10

“Μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος για λίγο μας ξεκουνάνε”.

“Πριν με ονόμασες κοφτερή...”
“Μη με παρεξηγείς, απάντησα. Για μένα υπήρξες αυτές τις μέρες ένας καθρέφτης. Με χάιδεψες και σε χάιδεψα. Με δάγκωσες και σε δάγκωσα. Ακόμη και χωρίς να το ξέρεις, βρήκες το στόχο και τον τρύπησες”.
“Το στόχο;”
“Ναι, την ψυχή μου. Έπεσες σαν σταγόνα βροχής στο κεφάλι μου κι αυτομάτως το μυαλό μου έπαψε να δουλεύει. Δεν ξέρεις πόσο είχα ανάγκη αυτή τη σιωπή. Ήταν μια γεμάτη σιωπή. Εσύ, μια άγνωστη, μ' έκανες να ξανανιώσω παιδί και να ξαναβρώ τον ανδρισμό μου. Να ξαναγίνω άνθρωπος. Γι' αυτό ήρθε η ώρα να φύγω...”

“ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ” του Κωστή Γκιμοσούλη. Εκδ. “Κέδρος”, σελ. 264, € 14

“Μια ιστορία θα σου αφηγηθώ όμοια με εκατομμύρια άλλες. Κι όμως εμείς οι άνθρωποι θέλουμε ν' ακούμε ιστορίες κι ας τις έχουμε ξανακούσει με διαφορετικούς τρόπους χιλιάδες φορές. Λες και μας παρηγορούν, επειδή στην ουσία μένουμε ακίνητοι όπως οι πέτρες. Μόνο ο παράφορος έρωτας και το πένθος για λίγο μας ξεκουνάνε”.
Ισχυρίζεται η Περσεφόνη, η ηρωίδα στο καινούργιο του μυθιστόρημα “Το φάντασμά της” αλλά ο συγγραφέας της το πραγματοποιεί κατ' επανάληψη. Παράφορος έρωτας, πένθος και ταξίδι, και η ζωή, η ύπαρξη, αλλάζει πλευρό.
Μυθιστορήματα δρόμου, τα τελευταία του μυθιστορήματα, κι υπαρξιακού θάμβους, παντελώς ανοιχτά στο ενδεχόμενο, τελικά.
“Το Φάντασμά της” αρχίζει με ένα... πραγματικό φάντασμα. Ο αφηγητής, έχοντας χάσει την πίστη του και τον προσανατολισμό του, χάνει και την μηχανή του στη μέση του πουθενά ακολουθώντας μιαν άγνωστη που γνωρίζει στο κοιμητήριο μετά από παρότρυνση του νεκρού άνδρα της που του μοιάζει: “αγάπα την για να μπορέσω να αναληφθώ στον ουρανό” σχεδόν του το λέει.
Και για όσο, όπως, αμήχανα κι άτσαλα, τραυματισμένα, στο μέτρο του δυνατού, “την αγαπά”. Ταξιδεύουν μαζί, κοιμούνται μαζί, μαγειρεύει γι' αυτόν και τρώει απ' τα φαγάκια της, γίνεται φίλος με τα παιδιά της, συνεννοείται μαζί τους ωσεί παιδί.
Την γιατρεύει και γιατρεύεται, αγγίζει μαζί της απίστευτα συνειδησιακά βάθη, συμφιλιώνεται με τα προσωπικά ψεύδη και προσεύχεται στον πατέρα, τον προσωπικό άγιο. Αποποιείται τον ψεύτικο εαυτό και επανεξετάζει την θανάσιμη αίσθηση της επιστροφής, αναζητώντας το βλέμμα εκείνου που επειδή φοβήθηκε πολύ δεν έχει πια τίποτε να φοβηθεί.
Τα λυμένα ζητήματα πολλά, παρ' ό,τι “όλα είναι δρόμος”. Ενδεχομένως επειδή “όλα είναι δρόμος”! “Η ζωή, μέσα κι έξω από το κεφάλι, είναι για μένα αποτελεσματική μόνο όταν μετακινούμαι”, ο ήρωας και αφηγητής θα μας το πει απ' την αρχή. Και η Συνάντηση, μάλλον γρίφος επίσης που μέλει να αποδειχθεί: “Τη διάλεξα; Με διάλεξε εκείνη; Μάλλον το δεύτερο. Δεν ήμουν παρά ένας περιπλανώμενος, κάποιος που έχει χάσει το ενδιαφέρον του για τα πάντα”. Που τον τρομάζει απίστευτα, όμως, ο ψεύτικος εαυτός.
Τελειώνοντας, θα είναι όπως σ' εκείνο “Το γεράκι της Μάλτας” του Χάμετ, ακριβώς το ίδιο μετά από έναν έρωτα και από μια περιπλάνηση, και σε εκείνον θα του έχει συμβεί: “Ένιωσε σαν κάποιος να είχε βγάλει το καπάκι απ' τη ζωή και τον άφησε να δει πώς δουλεύουν τα γρανάζια μέσα”. Και το φάντασμά της, φάντασμά του στα δικά του γρανάζια, τελικά.
Ενδεχομένως και ο πλέον αποκαλυπτικός και ψυχαναλυτικός Γκιμοσούλης. Με το φάντασμα του πατέρα αλλά και αντίπαλου εραστή και με την Μητέρα και τον άλυτο γρίφο της, το ημιτελές χάδι να μπαίνει επί τάπητος στην πεζογραφική του μυθολογία για πρώτη φορά.
Ατμοσφαιρικός, αισθησιακός, ποιητικός, ηρωικά απελπισμένος, πηγαινοέρχεται με την “Περσεφόνη” (καθόλου τυχαία) στα κρυφά και στα φανερά, στη ζωή τη ζώσα και στον πανταχού παρόντα θάνατο, αφήνοντας φινάλε, όπως κι ο ήρωας την πόρτα: ανοιχτή.
Μια ιστορία που ξεκίνησε ως μεταφυσική και τελειώνοντας έχει γίνει αλληγορική, διαδρομή αυτογνωσίας, ιαματικά παραβολική. Όπου “Το θηρίο (που) είναι παντού” κι εδώ γίνεται “Το φάντασμά της” αλλά που υπάρχει μόνον και εφόσον το εμπεριέχεις.
“Πριν με ονόμασες κοφτερή...”
“Μη με παρεξηγείς, απάντησα. Για μένα υπήρξες αυτές τις μέρες ένας καθρέφτης. Με χάιδεψες και σε χάιδεψα. Με δάγκωσες και σε δάγκωσα. Ακόμη και χωρίς να το ξέρεις, βρήκες το στόχο και τον τρύπησες”.
“Το στόχο;”
“Ναι, την ψυχή μου. Έπεσες σαν σταγόνα βροχής στο κεφάλι μου κι αυτομάτως το μυαλό μου έπαψε να δουλεύει. Δεν ξέρεις πόσο είχα ανάγκη αυτή τη σιωπή. Ήταν μια γεμάτη σιωπή. Εσύ, μια άγνωστη, μ' έκανες να ξανανιώσω παιδί και να ξαναβρώ τον ανδρισμό μου. Να ξαναγίνω άνθρωπος. Γι' αυτό ήρθε η ώρα να φύγω...”
Με μια επιστροφή όπου δεν θα είναι θάνατος, αυτή τη φορά...


ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
Ο Κωστής Γκιμοσούλης γράφει διηγήματα, που καμιά φορά μεγαλώνουν και γίνονται μυθιστορήματα, όπως "Ο άγγελος της μηχανής", "Μια νύχτα με την Κόκκινη", "Ανατολή" και "Χέρι στη φωτιά". Επίσης ποιητικές συλλογές, όπως "Ο ξυλοκόπος πυρετός", "Αγία μελάνη", "Το στόμα κλέφτης", "Επικίνδυνα παιδιά", αλλά και το "ανάμεικτο" "Μαύρος χρυσός" (Ποιήματα + διηγήματα + ζωγραφιές).
Εργα του:
Ποιήματα:
“Ο ξυλοκόπος πυρετός”, 1983
“Η αγία μελάνη”, 1983
“Το στόμα κλέφτης”, 1986
“Επικίνδυνα παιδιά”, 1992
“Αγάπη από ζήλια”, 2004
Πεζά:
“Στάχτη στα μάτια”, 1988
“Ο άγγελος της μηχανής”, 1990
“Μια νύχτα με την κόκκινη”, 1995
“Ανατολή”, 1998
“Χέρι στη φωτιά”, 1999
“Βρέχει φως”, 2002
“Το θηρίο είναι παντού”, 2003
“Εξομολόγηση σ' ένα κολομβιανό σκύλο”, 2006
“Η κραυγή της πεταλούδας”, 2007
“Το φάντασμά της”, 2009
Ανάμεικτα:
“Μαύρος χρυσός (ποιήματα + ζωγραφιές), 2000


ΥΓ1. Με τον Κωστή, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο συμπίπτουμε: στις ιστορίες ζωής, στις χάρτινες ιστορίες. Το κουφό είναι το ότι αυτό συμβαίνει και την ίδια χρονική στιγμή! 'Ασχετο...

ΥΓ2. Σχετικό. Σάββατο δωδεκάμιση μεσημέρι στην ΕΤ3 η μεγάλη αναμέτρηση με την... σπατάλη και το εύθραυστο που είναι παντού, τουλάχιστον στη δική μου ζωή. Με τον Βασίλη Βασιλικό και με αφορμή “Το βιβλίο του Κακού” (Μαγικό Κουτί) κι εκείνον το απίστευτο Σκοτ Φιτζέραλντ (το εύθραυστο ζεύγος Φιτζέραλντ, τελικά, που δεν έπαψε σε όλη του τη ζωή να αγαπιέται και να αλληλολαβώνεται). Ούτε και τώρα το καταλαβαίνω γιατί η Σπατάλη είναι Αμάρτημα, και γιατί έβδομο κύκλο Κόλασης, παρακαλώ, κύριε Δάντη? Ευχαριστώ, πάντα θα τον ευχαριστώ, τον φίλο που μου χάρισε την ιδέα. Το “Ράγισε” βγήκε μια ενδιαφέρουσα ιστορία και ναι “στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος”, κύριε Μπόρχες! Και στην αρχή της ζωής και στο τέλος της, πάλι ο μύθος! (ε να μη πω κι εγώ το σύνηθες κάτι τις μου?)

ΥΓ3.Σιωπή από σιωπή, έχει μεγάλη διαφορά. Το σκεφτόμουν με αφορμή τη Σιωπή του Σάλιντζερ με έναν "Φύλακα" ωστόσο τόσο βροντερό. Υπάρχει η Σιωπή του ασκητή, του σοφού, του ενόχου, του δειλού, του μπουρδουκλωμένου, του κενού... Και δεν είναι πάντα χρυσός! Χωρίς αποδείξεις μπορεί να είναι και... αέρας κοπανιστός! (υπάρχει κι αυτό το "δεν μιλώ δεν λαλώ για να καλοπαντρευτώ!" τι φρίκη!)