12/1/10

“Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου! Μην τον φοβάσαι...”

ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ, α ναι, “μπορεί κανείς να είναι ενάρετος κι από παραξενιά, από ιδιορρυθμία”

Για την γραφή πια αναγνωρίζει ότι “αυτή η δουλειά δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση ή εκτόνωση, αλλά θέλει πίστη και τσαγανό, και “τρέλα” μεγάλη κι άλλη τόση διαύγεια, και γερά νεύρα επίσης για να φέρει κανείς βόλτα τις τόσες αγωνίες”. Αλλά “αυτή είναι η μοίρα της” και την βιώνει καθημερινά. Δεν θα την άλλαζε “ούτε με μια θέση στον παράδεισο”.
Για τον χρόνο, δεν βιάζεται καθόλου (παρ' ότι ανυπόμονη φύση) αλλά στο γράψιμο “δεν χάνει την ψυχή της, δεν την πουλά όσο- όσο”.
Η Ζυράννα Ζατέλη επανέρχεται κάθε επτά χρόνια με ένα μυθιστόρημα που μας μαγεύει αφού την μάγεψε πρώτα. “Το πάθος χιλιάδες φορές” αυτή τη φορά, κι ηρωίδα της η Λεύκα που γράφει και ερωτεύεται ανέμους. Έξάλλου “το ανέφικτο κυνηγάμε με τον έρωτα” κι αλλάζοντας εκείνον, προσδοκούμε ν' αλλάξουμε τον κόσμο.
Απολύτως συμφιλιωμένη με τον χρόνο, γίνεται όλο και πιο ταπεινή, κατανοώντας απόλυτα εκείνο που είπε ο Καμύ, “ό,τι μπορεί κανείς να είναι ενάρετος κι από παραξενιά, από ιδιορρυθμία”. Κι όχι απ' τον φόβο της τιμωρίας ή ενός ψυχρού “πρέπει”, δηλαδή.
Με το καινούργιο της μυθιστόρημα αποκωδικοποιεί χωρίς να απομυθοποιεί ακόμα μια φορά τη ζωή και τη γραφή, με την συνέντευξή της για άλλη μια φορά συνειδητοποιούμε ότι ζωή και ιστορίες της, ταυτίζονται απόλυτα. Μαγεία.

- Μπορεί στο προηγούμενο βιβλίο σας, κυρία Ζατέλη, “o θάνατος (να) ήρθε τελευταίος”, αλλά σ' αυτό εδώ ήρθε πρώτος και μάλιστα νικημένος από τη γραφή. Η γραφή, έρως και πάθος, αντίδοτο στη φθορά;

- Και πώς όχι! Είναι ένα αντίδοτο, ένα είδος εκλεκτής παραμυθίας απέναντι στον φόβο μας για τη φθορά, για την θνητότητά μας. Μα δεν θα μιλούσα ακριβώς για “νικημένο” θάνατο, όπως δεν θα μιλούσα και για “νικημένη” ή “νικήτρια” ζωή. Υπάρχουν μαζί αυτά τα δύο, συμβαίνουν, εξ αρχής και δικαιωματικά, κι αυτό είναι το τραγικόν της ιστορίας. Είμαστε αυτό που είμαστε μέσα από την ζωή και μέσα από τον θάνατο, κι αν κάνει κάτι η γραφή είναι να αξιοποιεί αυτή την τραγικότητα, με άλλα λόγια το δράμα και την πανουργία της ύπαρξης.

- “Αυτός είναι ο ουρανός, ωραία μου! Μην τον φοβάσαι, μην τον τρέμεις- όσο δεν ρίχνει αστραπές!...” Πώς έχω αλήθεια την εντύπωση ότι και όλα σας τα βιβλία, αλλά ειδικά τούτο, κυρία Ζατέλη, το γράψατε κοιτώντας διαρκώς τον ουρανό;

- Ελπίζω να μην σας απογοητεύσω αν σας πω ότι κοιτούσα περισσότερο το αντιφέγγισμα του ουρανού μέσα στην άβυσσο... Άβυσσος γαρ η ψυχή...

- Γράφοντας ανάποδα η Λεύκα, η ηρωίδα σας, μοιάζει σα να μη θέλει τόσο να διαβαστεί, αλλά να διαβάσει. Για να μαγευτούμε, γράφουμε, κυρία Ζατέλη, ή για να μαγέψουμε; Για ν' απαντήσουμε ή για να μας δοθεί ενδεχομένως κάποια απάντηση;

- Αν δεν μαγευτούμε πρώτα, σύγκορμα κι σώψυχα, δεν πρόκειται να μαγέψουμε. Και ο καλύτερος μάστορας, διετέλεσε κάποτε τσιράκι. Το θέμα για μένα άλλωστε δεν είναι να απαντήσουμε οπωσδήποτε ή να προσδοκούμε την τέλεια απάντηση. “Αν μου τα δώσεις όλα μ' έχασες”, έτσι πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πότε- πότε. Η αναζήτηση είναι το παν και είναι ατελεύτητη. Δεν θέλω να πεθάνω έχοντας λύσει όλα τα μυστήρια του βίου. Απεναντίας θα επιθυμούσα να πάρω κάτι τις μαζί μου, ή τέλος πάντων να αφήσω πίσω μου αυτό που λένε μια αύρα μυστηρίου. Και μάλλον έτσι θα συμβεί.

- Παρ' όλα αυτά αφιερώνετε το βιβλίο σας “στα παιδιά της άλλης όχθης που κατέχουν το αίνιγμα”.

- Το κατέχουν, έτσι φαντάζομαι. Έτσι το θέλει η δική μου δραματουργία. Αλλά γύρισε κάποιος να μας το πει;

- Και πάλι η σημειολογία, τα γνωστά- άγνωστα φετίχ: το τσεκούρι, ο λύκος, οι τάφοι... οι παράξενοι θάνατοι. Παράξενος θάνατος, παράξενη και ξεχωριστή ζωή;

- Σε παράξενο και ξεχωριστό “κλίμα” μπαίνω όταν γράφω, κι αυτό το πράγμα, αυτό το κλίμα, είναι κάτι που το φτιάχνω αλλά και με φτιάχνει, το δημιουργώ, το επινοώ, αλλά και γίνομαι μέσα απ' αυτό. Από τούτη την άποψη νοιώθω προνομιούχα, τυχερή, σαν να κατέχω μια διπλή οντότητα, και “πονεμένη” όμως με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Καμμιά φορά σκέφτομαι ότι θυσίασα πράγματα στην ζωή μου, και πρόσωπα ακόμη, προκειμένου να μην απιστήσω στο γράψιμο. Όσο για τα γνωστά- άγνωστα φετίχ, θα έλεγα πως πρόκειται για το βαθύτερο, το πιο “αρχαίο” βλέμμα μας πού από κάτι στοιχειώθηκε, αστραποβολήθηκε, μαγεύτηκε ή αλαφιάστηκε, και εννοεί να μας το προβάλει δια βίου, άλλοτε πιο φανερά κι άλλοτε πιο κρυφά. Από κει κι έπειτα ας δώσει ο καθένας τις ερμηνείες του, σύμβολα είναι αυτά.

- Δεν βιάζεστε! Σε έναν κόσμο που τρέχει και δεν φτάνει, εσείς εκεί, στον κύκλο των επτά ετών! Κάτι κερδίζετε, και πρέπει να είναι σπουδαίο, τί;

- Τουλάχιστον δεν χάνω την ψυχή μου, δεν την πουλώ όσο- όσο, κάτι είναι κι αυτό. Ξέρετε, από την φύση μου και ανυπόμονη είμαι και παρορμητική, αλλά με το γράψιμο έμαθα να θητεύω και στην υπομονή. Και ποιός ξέρει, μπορεί αυτή να είναι η βαθύτερη φύση μου. Συζητούσα πριν από καιρό με μια φίλη συγγραφέα, η οποία μου έλεγε ότι γράφει σαν να φοβάται ότι του χρόνου δεν θα ζει. “Πάλι καλά που δίνεις τέτοιο τράτο”, της είπα αστειευόμενη. Εγώ κάθε πρωί σχεδόν αναρωτιέμαι αν όντως... ξημερώθηκα ή έτσι μου φαίνεται, αν δεν πέθανα στον ύπνο μου ή αν θα ζω ως το επόμενο πρωί για να κάνω αυτές τις σπουδαίες σκέψεις!... Θέλω να πω, ο καθένας βρίσκει τρόπους για να ξορκίζει τους φόβους του, μέσω έστω – όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται- του ιδίου φόβου, της επαγρύπνησης... Πρέπει να πω πάντως πως όταν γράφω, τον καιρό και τις ώρες που γράφω, “ξεχνάω τα πάντα΄', είναι σα να έχω όλο τον χρόνο μπροστά μου κι οι φόβοι ας περιμένουν στη γωνία. Μέχρι που θα ΄ρθει βέβαια κι εκείνη η ώρα η άφατη, η όντως τελευταία ημέρα, μαζί και κάποια λέξη πάνω στο χαρτί που δεν θα την ακολουθεί μια άλλη. Ως τότε τραβώ τον δρόμο μου όπως τον τραβάω.

- “Κανείς δεν ανεβαίνει τόσο ψηλά για να κατέβει αμέσως”, φράση κλειδί, αν και την λέει ένας τυχαίος στον δρόμο για κάποιον τεχνικό σκαρφαλωμένο σε τηλεγραφόξυλο. Αλλά και όλο το μυθιστόρημα είναι εν τέλει μια σπουδή γραφής. “Πόσα μελανοδοχεία να σου παραγγείλω, πόσες δεσμίδες χαρτί- που το γεννούν τα δάση, τα δεντράκια, να θυμάσαι- για να μας στείλεις όλους απ' τον πάνω στον κάτω κόσμο και τανάπαλιν;” ρωτάει ο Σέρκας την νεαρή ανιψιά του Λεύκα. Για να υπερβούμε τον χρόνο, την φθορά, γράφουμε;

- Ας πούμε καλύτερα για να απαλύνουμε την ροή του χρόνου, να δώσουμε μια πιο ενδόμυχη διάρκεια και διάσταση στο εφήμερον του βίου. Ο χρόνος είναι ένας καθρέφτης που όπως τον κοιτάζεις έτσι θα σε κοιτάξει. Με πονάει η φθορά που επιφέρει πάνω μας, αυτή η ανήλεη “μαστοριά” του να μας την φέρνει... Αλλά κομίζει και δώρα ο χρόνος, όχι μόνο φθορές, ας μην το παραβλέψουμε. Το ότι, για παράδειγμα, μου αρέσει να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, να μπαίνω στην θέση του άλλου, να μη θυμώνω για ψύλλου πήδημα- έστω κι αν δεν τα καταφέρνω πάντα-, είναι ένα κέρδος που αποκτώ με την ωριμότητα, είναι μαθήματα ζωής. Και ταπεινότητας, γιατί όχι. Πάντα τριγυρίζει στο μυαλό μου εκείνο που είπε ο Καμύ, ότι μπορεί κανείς να είναι ενάρετος από παραξενιά, από ιδιορρυθμία. Κι όχι απ' τον φόβο της τιμωρίας δηλαδή, ή χάριν ενός ψυχρού “πρέπει”. Όλα αυτά βέβαια προυποθέτουν και κάποια εσωτερικά προσωπικά εφόδια, μια ενδιάθετη σοφία, για να μας δείξει ο χρόνος και τη μεγαλόθυμη πλευρά του, όχι μονάχα την σκληρή και “άκαρδη”.

- Κυρία Ζατέλη, εσείς πότε πρωτογράψατε; Είστε η Λεύκα;

- Σε ό,τι αφορά το γράψιμο, το πάθος και τα πάθη της γραφής, θα μπορούσα να πω πως είμαι σε αρκετό βαθμό η Λεύκα. Όμως ας μην περιορίζουμε το ζήτημα σε τέτοιου είδους ταυτίσεις- είμαι μέσα στο κάθε πρόσωπο που δημιουργώ αλλά και δεν είμαι. Εντός πολύ και πέραν. Και θα πρέπει να άρχισα να γράφω από μικρή, αφού έχω βρει κάποια τετραδιάκια μου της δευτέρας και τρίτης Δημοτικού- ποιος τα διέσωσε αλήθεια;- όπου στις πίσω σελίδες τους σκάλιζα δικές μου απίθανες ιστοριούλες. Και μετά σ' όλη την εφηβεία μου έγραφα, έγραφα, έγραφα, είχα βρει δουλειά που λέμε. Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετά χρόνια, για να καταλάβω πως αυτή η δουλειά δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση ή εκτόνωση, αλλά θέλει πίστη και τσαγανό, και “τρέλα” μεγάλη κι άλλη τόση διαύγεια, και γερά νεύρα επίσης για να φέρει κανείς βόλτα τις τόσες αγωνίες... Αυτή είναι η μοίρα μου και την βιώνω καθημερινά. Και για να πω κάτι ακόμη, δεν θα την άλλαζα ούτε με μια θέση στον παράδεισο.

- “Μερικές γυναίκες γι' αυτό γεννιούνται, για να ερωτεύονται ανέμους”. Ερωτευθήκατε ανέμους εσείς;

- Με τον έρωτα κυνηγάμε το ανέφικτο συνήθως, κάπως σαν να κυνηγάμε τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν μας φτάνει, θέλουμε να τον αλλάξουμε και μέσα απ' αυτόν να αλλάξουμε τον κόσμο όλο, κι όταν αυτό δεν γίνεται- δεν είναι δα και το ευκολότερο-, τότε ή σπάμε τα μούτρα μας ή ο ίδιος ο έρωτας αλλάζει το πρόσωπό του. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν ερωτεύθηκα αρκετούς “ανέμους”, ας μην το αναλύσουμε περισσότερο.

- Και τι ηρωίδα, αλήθεια, αυτή η Ζήλη ή Ωραιοζήλη! Σε συνέντευξή σας διάβασα ότι υπήρξε, είναι πρόσωπο υπαρκτό!

- Ως ένα σημείο ναι, τα υπόλοιπα είναι καρπός της πένας μου, πράγμα εξ ίσου υπαρκτό. Ήταν ένα άμοιρο κοριτσάκι, παραμορφωμένο, ανάπηρο μέσα κι έξω μετά από ένα ατύχημα στην βρεφική της ηλικία. “Ένα σκιάχτρο” για τα άλλα παιδιά, ένα φόβητρο, αλλά κι η απόλυτη ενσάρκωση της αθωότητας, της πιο λαβωμένης αθωότητας. Η μητέρα μου δεν έπαυε να μου λέει, όποτε την βλέπαμε στον δρόμο, ότι μαζί γεννηθήκαμε εγώ κι εκείνη, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, και να την έχω σαν αδελφή. Υπέφερα απ' ό,τι θυμάμαι, δεν καταλάβαινα γιατί τόσο επέμενε να μου το θυμίζει, ούτε και τώρα μπορώ να το εξηγήσω, όμως είμαι πλέον σε θέση να την θαυμάσω γι' αυτήν της την πράξη. Το “είστε σαν αδελφές, σαν δίδυμες αδελφές” που μου έλεγε, έδρασε καταλυτικά, γόνιμα, έστω κι αν φάνηκε αυτό μετά από σαράντα χρόνια- η “δίδυμη” πέθανε όταν ήμασταν δώδεκα ετών, Μαίρη την έλεγαν.
Ό,τι έκανα γι' αυτήν μέσα στο “Πάθος”, η μυθική σχεδόν διάσταση που έδωσα στο σύντομο και τόσο άτυχο πέρασμά της απ' αυτή την γη, είναι κάτι που της το ώφειλα από τότε. Και πάλι λίγο είναι.


YG. Ζητώ την κατανόηση για το κλείσιμο των σχολίων, αλλά τα ανώνυμα παιχνιδάκια αλλού, όχι εδώ! Κι όποιος έχει τα κότσια, ονοματάκι έχει, υπογράφει. Κι ενίοτε εκτίθεται και δεν κρίνει εκ του ασφαλούς και από την τρύπα του, όσους το κάνουν. Ουδόλως με αφορά αλλά σε μένα, ΕΔΩ, δεν θα παίξει! Το κουβαδάκι του και σ' άλλη παραλία! Σ' αυτήν εδώ με τα καλά σας και με την υπογραφή σας!