27/1/10

Η Νεφέλη στο Νησί του Παντός

Για την Νεφέλη που σήμερα γίνεται τεσσάρων, για την Ντανιέλα και τη Dorothy Snot που όταν μπερδεύομαι με ξανακάνουν παιδί, για εκείνα τα γοβάκια που κάποτε τα είχα κάνει ποίημα και πάει, χάθηκαν, λέει (στο ποίημα)...

Της Νεφέλης, λοιπόν, που τα βρήκε σ’ ένα περίπτερο αυτά τα γοβάκια,
με την αγάπη μου που είναι τόοοοοοσο μεγάλη και φτάνει παντού, ως το Νησί του Παντός. Και της Αναστασίας που, σαν την Πολυάννα και την Σταχτοπούτα, ακόμα τα φορά. Με την φιλία μου που είναι τόοοοοση μεγάλη που με στηρίζει και φτάνει παντού, ως και την Μαγική Καθημερινότητα, τελικά.


(Ένα Παραμύθι για
Το Θαύμα της Τέχνης,
τον Σωστό Χρόνο και
το Νόημα στη Ζωή).


Η Νεφέλη είχε μάθει να ταξιδεύει από μικρή. Η Νεφέλη ήξερε να ταξιδεύει μέσα στα όνειρά της. Κι έβλεπε όνειρα πολλά. Περνούσε καλά σε όλα τα όνειρά της.
Έφτανε μόνο να κλείσει τα μάτια της η Νεφέλη για να μπορέσει να ονειρευτεί και να μεταφερθεί στη Χώρα του Ποτέ- Ποτέ, στο Νησί του Παντός, στην Πολιτεία του Πράσινου και του Κίτρινου Ήλιου, στον πλανήτη του Κόκκινου Παπαγάλου, στο ποτάμι του Ροζ Ελέφαντα, στο δάσος της Ντόροθι Σνοτ, στη λίμνη του Κίτρινου Κύκνου, στην έρημο της Πορτοκαλιάς Καμήλας, στη στέπα της Γαλάζιας Αρκούδας, στον πλανήτη του Εξωγήινου που μιλά με εικόνες, στο φεγγάρι με τα Ασημένια Ζαχαρωτά, στη πλατεία με τους πολύχρωμους Φτερωτούς Κλόουν, στη σοφίτα της Άσπρης Νεράιδας, στο Πύργο του Κόμη της Σοκολάτας, στο σπιτάκι στο δάσος όπου μιλούν με ανθρώπινη φωνή τα πουλιά, στην Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη με τον φίλο της τον κυρ- Παντογνώστη, στη Πολιτεία του Νερού με τον καπετάν Φουρτούνα, στο Μουσείο της Γνώσης με την κυρία Ξερόλα, στο πειρατικό του Κάπτεν Χουκ.
Το δωμάτιό της είναι ένα δωμάτιο που περπατά. Αλλά και ποιος θα την πιστέψει; Αποφάσισε να μην το αποκαλύψει σε κανέναν. «Θα το δουν μόνοι τους», σκέφτηκε. Αλλά τα μάτια των μεγάλων συνήθισαν. Και πια δεν βλέπουν πολλά. Και όσο για τα μυστικά, παύουν να υπάρχουν έτσι και αρχίσεις να τα λες στον καθένα.

Το πρώτο ταξίδι της έγινε μια ηλιόλουστη Κυριακή. Το σπίτι κοιμόταν. Μονάχα η Ζαχαρούλα η κούκλα της ήταν ξύπνια. Και αυτή είχε και την ιδέα.
Με την Ζαχαρούλα δεν χρειαζόταν καν να μιλά. Για να καταλάβει ό,τι σκεφτόταν, έφτανε απλώς να το σκεφτεί. Ή να της ρίξει ένα έξυπνο βλέμμα.
Το τεράστιο μολύβι ο Πινόκιο ήταν ήδη εκεί. Δίπλα στο ροζ- μοβ κομοδίνο. Και το σημειωματάριο με τις γαλάζιες πεταλούδες κι ένα αυτοκίνητο που ήταν άμαξα πρώτα και πολύ παλιά, κολοκύθα.
Για να πάει την Σταχτοπούτα στο χορό. Αλλά τώρα για να ταξιδεύει την Νεφέλη, κάποιες φορές, μπορεί να γίνει και ένα αμάξι με φτερά.

Στην πρώτη σελίδα είχε ζωγραφίσει τις κούκλες της, η Νεφέλη. Τη Ζαχαρούλα με ροζ πουέντ και φουρό μπαλαρίνας. Τη Δωροθέα, με γαλάζιο φόρεμα, έτοιμη κι αυτή για το χορό. Τη Μεταξία την είχε ντύσει με τις πιζάμες της, σα λιβάδι με φράουλες, μόλις είχε βγάλει τη ροζ χνουδάτη της ρόμπα.
Έτσι, προτού κοιμηθεί, χάζευε λίγο τον χορό της Ζαχαρούλας, ευχόταν «καλή διασκέδαση» στη Δωροθέα και «Καληνύχτα» στη Μεταξούλα.

Σήμερα, όμως, είναι πολύ πρωί, Κυριακή, και όλοι κοιμούνται στο σπίτι. Παίρνει το μολύβι- Πινόκιο που μπορεί και γράφει σε όλα τα χρώματα, καφέ για τα βουνά, γαλάζιο για τον ουρανό και τη θάλασσα, πράσινο για τους κάμπους, κίτρινο για τα χωράφια και τα σπαρτά, κόκκινο για τα λουλούδια, τα μήλα και τα κεραμίδια, και αρχίζει να ζωγραφίζει μια χώρα που ονειρεύεται συχνά.
Ένα νησί καταπράσινο με καταρράχτες, ποτάμια, μικρές λίμνες και γεμάτο μέλισσες και πεταλούδες και πουλιά.
«Εκεί κατοικούν οι ήρωες των παραμυθιών», της είχε πει η μαμά. «Κι αν το μπορέσει κάποιος να πάει, θα βρει οπωσδήποτε την Σταχτοπούτα και την Χιονάτη, τον πραγματικό Πινόκιο του παραμυθιού, τον Πήτερ Παν, τον Ροβινσώνα Κρούσο, τον πλοίαρχο Νέμο και τον Οδυσσεβάχ. Αν είναι τυχερός, και την Πολυάννα μικρή που, κάποιες φορές, επιστρέφει».

Η θάλασσα γύρω είναι γλυκιά, σα να ‘χουνε λειώσει χίλια γλειφιτζούρια. Γι’ αυτό και τα καράβια των μεγάλων, δεν ταξιδεύουνε συχνά, επειδή κολλάνε. Βλέπετε, το Νησί του Παντός για να σε δεχτεί, θα πρέπει να σε περιμένει και να το πιστεύεις.

Η Νεφέλη, όμως, το ονειρεύεται συχνά. Και είναι σα να το έχει κιόλας επισκεφθεί, σα να το ξέρει.
Το βλέπει ολοζώντανο πρώτα στο χαρτί. Φροντίζει γι’ αυτό ο Πινόκιο-μολύβι.
Τα σμαραγδιά νερά του νησιού αστράφτουν σαν διαμαντάκια μέσα στον ήλιο. Τ’ αηδόνια την καλούν και της τραγουδούν «έλα να παίξουμε όλοι μαζί Νεφέλη». Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους της έχουν ξαπλώσει στην καταπράσινη χλόη. Η Σταχτοπούτα με το ένα γοβάκι της έχει μόλις γυρίσει απ’ το χορό. Ο Πήτερ Παν βρήκε επιτέλους το νησί των ονείρων του και σκέφτηκε «για πάντα εδώ να μείνει». Κι ο Ροβινσώνας Κρούσος έχει φτιάξει σπιτάκια ξύλινα, έχει ψαρέψει και ετοιμάζει φαγητό. Ο Κοντορεβιθούλης, για να μην ανησυχεί κανείς, έχει γεμίσει σποράκια τη θάλασσα και τον ουρανό. Με όποιον τρόπο κι αν ταξιδέψει κανείς, δεν πρόκειται να χάσει ποτέ τον δρόμο.

Η Ζαχαρούλα είναι σύμφωνη. Η Δωροθέα, πετά τη σκούφια της για εκδρομές. Η Μεταξούλα, λίγο, νυστάζει. Αλλά είναι φίλες της, και τους αρέσει πολύ η συντροφιά με τη Νεφέλη.

Κοιτά ένα γύρω, η Νεφέλη, κανείς. Ανοίγει τ’ αυτιά της, η μαμά κι ο μπαμπάς της ακόμα κοιμούνται. Κι έχει έναν ήλιο στο Νησί του Παντός που την καλεί, μα έναν ήλιο…

Πρώτα στέλνει τη Ζαχαρούλα και την Δωροθέα με το ιπτάμενό της αμάξι. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι καλός οδηγός, το αυτοκίνητο που ζωγραφίζει είναι σαν το Νησί του Παντός, πηγαίνει παντού. Είναι ένα μαγικό αμάξι.
Μετά, ανεβαίνει και η ίδια η Νεφέλη. Η Μεταξούλα, μόλις που προλαβαίνει να βγάλει τις πιζάμες με τις φράουλες και την ροζ ρόμπα.
Και μόλις τελειώνει και την τελευταία μπλε, μοβ, σμαραγδί μολυβιά έχουν βρεθεί στο Νησί του Παντός και επιτέλους η Νεφέλη γνωρίζει κι από κοντά όλους όσους αγάπησε τόσο πολύ μέσα από τα παραμύθια.
Η Χιονάτη, είναι ακόμα ωραιότερη και αστραφτερή. Οι νάνοι, τόσο καλοί, κάνουν τούμπες απ’ την χαρά τους.
Η Σταχτοπούτα φορά το ασημένιο γοβάκι της και τους δείχνει την άμαξα- κολοκύθα. Ο Πινόκιο έχει τελειώσει τις περιπέτειές του στον κόσμο και είναι φίλοι καλοί με τον Πήτερ Παν, η Πολυάννα έρχεται εδώ, της λέει, συχνά, γιατί σ’ αυτό το Νησί μπορεί και γίνεται πάντα παιδί. Και από τώρα και στο εξής, όποτε θέλει, θα μπορεί να έρχεται και η Νεφέλη.
Η Ζαχαρούλα, η Δωροθέα και η Μεταξούλα είναι χαρούμενες γιατί όλα είναι ζωντανά εδώ και μιλούν: τα πουλιά, τα λουλούδια, τα ποτάμια, οι πολυθρόνες, τα παράθυρα στο ξύλινο σπίτι στο δάσος.
Περνούν την ώρα τους με ιστορίες που αφηγείται ο καθένας, γνωρίζουν το νησί, παίζουν και τρέχουν και τραγουδούν με τις ώρες. Μέχρι που ο ήλιος χαμηλώνει πέρα στην θάλασσα και πίσω από τα βουνά.
Εκείνη την ώρα βλέπει τον Αχιλλέα η μικρή Νεφέλη. Ακόμα δεν ξέρει ότι τον λένε Αχιλλέα, το μόνο που ξέρει, όμως, είναι ότι τον γνωρίζει καλά. Το μόνο που ξέρει είναι πως είναι σα να τον ξέρει. Αυτά τα μπλε μάτια που σε κανένα μολύβι δεν είχε συναντήσει ποτέ, την ατίθαση τούφα που είναι σα να την χαιρετά.
Τον φέρνει η Κλο- Κλο, δεν την ξέρει, επειδή ειδικά η Κλο- Κλο αφήνει τον καθένα να την φωνάζει όπως θέλει. Όμως η Νεφέλη το ξέρει, και την φωνάζει Κλο- Κλο. Τους βλέπει να έρχονται, να έρχονται, μαζί με τη μέρα στο Νησί του Παντός που μοιάζει να φεύγει. Ο Αχιλλέας θα φύγει πίσω από τα βουνά με τον Πήτερ Παν. Η Νεφέλη θα κοιτάξει με απορία τη Χιονάτη που είναι φίλη της πια, θα ρωτήσει τη Σταχτοπούτα που ξέρει: “Δεν έχει έρθει ακόμα εκείνη η ώρα για τον χορό! Θα πρέπει να περιμένεις, να ταξιδέψεις πάλι και πάλι, να μάθεις τα βήματα στην εντέλεια!”
Η Νεφέλη, όμως, βιάζεται, αφήνει πίσω και Μεταξία και Δωροθέα και Ζαχαρούλα. Βιάζεται και θέλει να συναντήσει τον Πήτερ Παν. Μα πιο πολύ βιάζεται για να βρει πάλι τον Αχιλλέα.
Το μονοπάτι είναι κλεισμένο με πέτρες, τα βράχια γλιστρούν, δεν ξέρει ποιο δρόμο να πάρει.
Θα χαθεί και μια και δυο και πολλές φορές, αλλά δεν θα τα χάσει, ξέρει ακριβώς τι ζητά. Σ' ένα ξέφωτο θα βρει το αηδόνι που μιλά, θα την οδηγήσει σοφά η χελώνα Μαρίνα.
Ο Αχιλλέας είναι σ' ένα κάστρο παλιό και μαζί με τον Πήτερ Πάν, ετοιμάζει το μέλλον! Έτσι της λέει: “Το μέλλον που μπορείς να ετοιμάσεις κι εσύ με τις ζωγραφιές. Τώρα που είδες και κάστρο και βουνό, τώρα που πάτησες στο δύσκολο και κρυφό μονοπάτι. Για ό,τι χρειαστείς, θα έχεις δίπλα σου την Κλο- Κλο. Ακόμα κι όταν φαίνεται ότι απουσιάζει. Κι εγώ θα είμαι στο κάστρο ή θα γυρίζω τον κόσμο. Θα ταξιδεύω και θα 'ρχομαι να σου λέω ιστορίες για να τις κάνεις ζωγραφιστές. Και για να μείνουν αθάνατες μέσα απ' τις ζωγραφιές σου. Και για την βραδιά του χορού, θα σου πει η Κλο- Κλο. Μόλις γυρίσω από ένα μεγάλο ταξίδι”.
Και μαζί με τον Πήτερ Παν, ο Αχιλλέας την χαιρετά. Την οδηγεί απ' το κρυφό μονοπάτι στους άλλους που έχουν αρχίσει ν' ανησυχούν, η σοφή χελώνα Μαρίνα.

Όταν επιστρέφουν, έχει νυχτώσει για τα καλά. Αλλά η Κλο- Κλο που είναι πάντα δίπλα της είναι εκεί και είναι για όλους, η καλή Νεράιδα, δεν την αφήνει καθόλου ν' ανησυχεί.
Ο Κοντορεβιθούλης, που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, έχει φροντίσει τα πάντα, και με τα αθάνατα σποράκια του, τους δείχνει τον δρόμο για την επιστροφή. Και η Νεφέλη βλέποντας λάδι τη θάλασσα, αποφασίζει να ταξιδέψουν γυρίζοντας μ’ ένα καράβι. Θ’ αφήσει το ιπτάμενο αυτοκίνητο στους φίλους της για να μπορούν να έρχονται όποτε θέλουν στο δωμάτιό της για να την βρουν. Να είναι εκεί για τη μεγάλη βραδιά του χορού, όπως της έχει υποσχεθεί ο φίλος της ο Αχιλλέας. Έτσι λοιπόν, φτιάχνει άσπρο και μπλε καράβι και ζωγραφίζει ολόλευκα πανιά, ανοιχτά και γερά, για να ‘ναι καλοτάξιδο και για ν’ αντέχει μέσ’ στους ανέμους.
Πρώτα ανεβαίνει στην ξύλινη σκάλα η Ζαχαρούλα, ύστερα η Δωροθέα και τελευταία η Μεταξούλα που κλαίει γιατί θέλει να μείνει.
Για την Νεφέλη είναι αρκετές τρεις μολυβιές. Τα μαλλιά της που ανεμίζουν στον άνεμο, το ροζ φόρεμα και τα γοβάκια που της χάρισε η Σταχτοπούτα.
Τον δρόμο, τον ξέρει.

Έτσι, μεσημεράκι λοιπόν, όταν η μαμά θα της πει «ξύπνα, υπναρού, Καλημέρα», εκτός από την υπέροχη ζωγραφιά με το Νησί του Παντός, θα πρέπει να λύσει και ένα αίνιγμα.
Για τα γοβάκια που αστράφτουν στο πλευρό της Νεφέλης.

Αύγουστος 2009

Ελένη Γκίκα

ΥΓ. Ευχαριστώ (αιώνια) όσους συνέβαλαν ηθελημένα ή αθέλητα στο να έρθει η Νεφέλη στη ζωή μου.