9/3/09

Κάθε ζαριά καταλύει το τυχαίο!

Στον Χρήστο Παπουτσάκη του «Αντί», που «έφυγε», άκουσα στο ραδιόφωνο το πρωί…

Ήμουν 19 χρονώ, όχι δεν θα μετρήσω τα χρόνια. Το «Καφενείο των Γυναικών» ήταν ακόμα ανοιχτό, στην «Ένωση Γυναικών» πρόεδρος η Καίτη Παπαρήγα. Ψαχνόμουν. Είχα ό,τι σε Λούξεμπουργκ και ό,τι σε Αλεξάνδρα Κολοντάι.
Πρωτογνωριστήκαμε σε ένα Φεστιβάλ του Ρήγα, ήταν η πρώτη επίσημη «φυγή» από το σπίτι, πρώτη μου κίνηση ήταν να βάλω σκουλαρίκι. Ένα.
Έληξε άδοξα αυτή η πρώτη φυγή (ήρθε με μάζεψε αργά το βράδυ ο μπαμπάς από τη θεία), γνώρισα όμως έναν άνθρωπο που έμελλε να μου αλλάξει την ζωή. Τον Χρήστο Παπουτσάκη του «Αντί».
«Το βλέπεις αυτό το κοριτσάκι εδώ»; Του είπαν. «Δεν ξέρει άλλη καμία όσα αυτή για το Γυναικείο Ζήτημα».
Ε ναι, τότε υπήρχε «γυναικείο ζήτημα»! Δεν το πολυκαταλάβαινα, γιατί στο σπίτι υπήρξε πάντοτε ένας ιδιότυπος «φεμινισμός» και λόγω καταγωγής και μια περίεργη μορφή μητριαρχίας. Αλλά με μάγευε. Να υπερασπίζομαι τα δίκαια των αδυνάτων και των περιθωριακών, ήταν τότε της μοδός και η Σιμόν Ντε Μποβουάρ, το «Σύνδρομο της Σταχτοπούτας» το «Δεύτερο Φύλο».
Στο σχολείο, ούτε πρώτο, ούτε δεύτερο φύλο, εγώ «το καλό φυτό» με τρεις βαθμούς διαφορά κι απ’ το καλύτερο αγόρι.
Ας είναι, το ‘δεσε αυτός. Κι έτσι κάποια στιγμή, και το ‘πε: «έρχεσαι; Θέλω ένα κορίτσι να μου καλύπτει ό,τι για το… δεύτερο φύλο!»
Γελούσε.
Πρώτο μου θέμα ήταν ο βιασμός. Δεύτερο, η Κοινωνική Ασφάλιση των Γυναικών.
Ήταν μια άνοιξη βαριά, κατέβαινα από το λεωφορείο για να πάω στη Δημοχάρους στην πλατεία Μαβίλη.
Με βήμα υπερήφανο, χορευτικό. Ξέρεις τι είναι να γράφεις για τον ήρωά σου; Τι είναι να συμμετέχεις σε κάτι που αντιστέκεται και όταν το λες όλοι να σε κοιτούν με θαυμασμό, όπως με θαυμασμό κοιτάς κι εσύ εκείνον;
Η Λιλή Ζωγράφου είχε γεμίσει τα βιβλιοπωλεία με το «Επάγγελμα Πόρνη», το «Αντί» ετοίμαζε το «Κάτι το Ωραίον» με το κιτς που άφησε εποχή, επικεφαλής του εγχειρήματος ένας φωτογράφος σούπερ σταρ, ο Χρήστος Βλάχος, που θα έγραφε στη ζωή μου τη δική του ιστορία.
Συντακτική επιτροπή, Στέλιος Κούλογλου, Άντεια Φραντζή, Γιάννης Φλώρος, Χρήστος Βακαλόπουλος, Πέτρος Ευθυμίου…
Μου ανατέθη να μπω σε κορνιζάδικα και γκαλερί, να βοηθήσω στην έρευνα για τα πλαστά έργα τέχνης. Αλλά και για τ’ άλλα, εκείνα που παίρνουμε στο χρωματισμό του σαλονιού.
Μπαίνω στο πρώτο, νομίζω Πατησίων, και μου ζητάνε δημοσιογραφική ταυτότητα. Βγαίνω προσβεβλημένη, πλαντάζοντας στο κλάμα. Τηλεφωνώ με λυγμούς στο… αφεντικό. «Μ’ έδιωξαν, με προσέβαλαν, δεν έχω ταυτότητα, γι’ αυτό κι εγώ θα φύγω»!
Θυμάμαι, δεν συγκρατούσε τα γέλια. Παρ’ όλα αυτά, αρκούντως αυστηρός: «άκου μικρή εύθικτη, ξεροκέφαλη, δεν φταις εσύ, σκούπισ’ τα δάκρυα και μπες στο αμέσως επόμενο κατάστημα, δικό του το πρόβλημα, εκείνον προσβάλει! Τ’ ακούς;»
«Θα φύγω!»
«Αν φύγεις τώρα, να πας στο χωριό, δεν θέλω να σε ξαναδώ! Άντε, σκούπισε τα ματάκια σου και κάνε ό,τι σου λέω, ξέρω!»
Κι ήξερε! Ο δεύτερος μου έδωσε και συνέντευξη με κέρασε και καφέ.
Κι ύστερα όλα πήραν τον δρόμο.
Εκεί πρωτόγραψα για βιβλία, «μια σταλιά σκατό», όπως έλεγε η μάδερ. Εκεί με πρωταγκάλιασαν με αγάπη και φροντίδα. Κι ας αποτίναξα σαν χαλάκι το παλιό μου επώνυμο, ίδια μ’ αγκάλιαζαν πάντα εκείνοι.
Και απ’ εκεί, μαζί με τον Χρήστο τον έτερο, φύγαμε και για το άλλο το… αστικό μας ταξίδι.
Περιοδικό «Εικόνες», 1983, παπάκι, οι δυο μας ως συνήθως για ρεπορτάζ, φανάρι «Γαλαξία». Μάλλον γνωστός, ούτε θυμάμαι ποιος.
«Ε εσείς παίδες, πού είστε τώρα;»
«Ποιος είναι αυτός;»
«Δεν το θυμάσαι; Φίλος απ’ το Αντί!» η στοργική φωνή του Χρήστου που φωνάζει! «Εικόνες, τώρα!»
«Μπράβο, - μαρσάρει αυτός,- ωραίος… προβιβασμός!» Ακόμα θυμάμαι το δικό μου κλάμα. Ε ναι, Μάρθα Βούρτση, τα δάκρυα στη τσέπη!
Έκτοτε και τι δεν έγινε!
Οι «Εικόνες» έκλεισαν, τον ένα Χρήστο τον έχασα, χάνοντας κι όλη η χώρα τον καλύτερο φωτογράφο. Πού είσαι καλέ; Το «Αντί» έκλεισε, το Γυναικείο Ζήτημα δεν υφίσταται πια, όσο για «Καφενείο Γυναικών», ούτε λόγος!
Τίποτε δεν θυμόμουν, τρέχει τόσο γοργά ο καιρός, μονάχα πού και πού σκεπτόμουν τι να απόγιναν οι Χρήστοι της ζωής μου.
Πώς γίνεται να χάνεσαι απ’ τον καλό σου φίλο, έτσι, στο γύρισμα του καιρού, κι αν επιτρέπεται να έχεις τόσα χρόνια να δεις τον άλλον που του χρωστάς το πρώτο βήμα.
Στα φανάρια της Παιανίας βρισκόμουν.
Ε ναι, το Λιόπεσι είναι Παιανία κι έχει φανάρια τώρα, όταν το άκουσα στο ραδιόφωνο ξαφνικά:

Πέθανε ο εκδότης του Αντί, Χρήστος Παπουτσάκης, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Μαζί κι η αθωότητα κι η νιότη μας. Το Καφενείο των Γυναικών, η πρώτη μας φορά, αλλά ποτέ η αγάπη και η παλιά φιλία.
Ό,τι θέλω λέω, όλα τόσα νωπά.
Για ό,τι ζήσαμε, ανασύρω μια συνέντευξη που τον θυμίζει.
Μαρία Μήτσορα, χρόνια μετά.
Τότε ακριβώς απέναντι. Με την γάτα της να ερωτοτροπεί με τον Ερρίκο του «Αντί». Σίγουρα θα το θυμάσαι, Μαρία.


Είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι…


«Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αιτή. Κι απ’ το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μποκοτά. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι’ αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας.
Έχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Η Μαρία Μήτσορα, μύθος της εφηβείας μου και μια από τις σημαντικότερες ελληνίδες συγγραφείς που επιστρέφει. Ατμοσφαιρική, ποιητική, μαγική και μαγεμένη, ταυτοχρόνως. Επαναστατική και άφθαρτη μέσα στο χρόνο. Αφάνταστα αισιόδοξη, μεσ’ στο ολοκαίνουργιό της βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πατάκη». «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση».
Ο καλύτερος καιρός, για τη Μαρία Μήτσορα.
Την θυμάμαι σα να ‘ναι τώρα έτσι πως έβγαινε παράξενη και αγέρωχη από το σπίτι της, στη Δημοχάρους τότε. Η γάτα της μονίμως σε φλερτ με τον Ερρίκο του «Αντί».
Συναντηθήκαμε… έχει καμιά σημασία πόσα χρόνια μετά; Στη Δεινοκράτους, τώρα. Στα μαύρα και τώρα, εδώ κι αλλού. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα στα χέρια και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ.
«Η αύρα σου μου λέει ότι θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, πως θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι.
Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στην κουβέντα μας και στις σελίδες…

- «Αν το αιτούμενο είναι να σου αποκαλυφθεί το πραγματικό σου πρόσωπο, πρέπει να είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε». Ζωή και ασφάλεια να υποθέσουμε, δεν βαδίζουν χέρι- χέρι…

- Ας μη μιλάμε για ασφάλεια. Ας μιλήσουμε για τα ελλείμματα που κινούν την ανθρώπινη ιστορία. Εχουμε ανασφάλεια όταν εγκλωβιστούμε σε ένα έλλειμμα. Διαφορετικά ένα έλλειμμα είναι πρόκληση.

- Γράφοντας, «είσαι έτοιμος να παίξεις οτιδήποτε»;

- Όχι, υποχρεωτικά. Αλλοι παίζουν επειδή η ίδια η δυναμική του παιχνιδιού τους εκπληρώνει. Αλλοι, επειδή η ζωή τους είναι αδιανόητη χωρίς τα ωφέλιμα του παιχνιδιού. Ποντάρουμε οτιδήποτε, στην περίπτωση που το παιχνίδι έχει γίνει ζήτημα ζωής ή θανάτου.

- Και δομικά ολόκληρο το βιβλίο είναι ένας έρωτας ζαριά- ζαριά. Δεδομένου του γεγονότος ότι «κάθε ζαριά καταλύει το Τυχαίο», κυρία Μήτσορα, έχετε γράψει για ένα μοιραίο έρωτα;

- Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» γράφω για έναν έρωτα που είναι πλήρης. Κανένας έρωτας δεν περιγράφεται και δεν καταγράφεται ως μοιραίος εάν δεν περιέχει την καταστροφή τουλάχιστον του ενός. Εγραψα για έναν έρωτα που είναι το αναπόδραστο ενδεχόμενο της ζωής δύο ανθρώπων, που μέχρι πριν από λίγο δεν συνέκλιναν.

- Είναι ο έρωτας «Περιπέτεια της ψυχής»; Και σ’ έναν έρωτα μπαίνουμε αθέλητα ή ηθελημένα;

- Φυσικά ο έρωτας, αυτός ο αυτοδίδακτος σοφιστής σε οδηγεί σε περιπέτεια της ψυχής. Εσύ, διαλέγεις τις μάσκες σου, παίζεις τις ταυτίσεις του.

- «Την αγαπούσε κιόλας και τη χρειαζόταν, γι’ αυτό θα την έβρισκε». Ο,τι επιθυμούμε, βρίσκουμε;

- Δεν πιστεύω ότι βρίσκουμε όλα όσα επιθυμούμε. Αν είμαστε τυχεροί, βρίσκουμε ένα μεγάλο μέρος τους. Αν σε μια οποιαδήποτε φάση της ανθρώπινης εξέλιξης, εκπληρωνόταν απόλυτα η Επιθυμία, θα σταματούσε ίσως και να υπάρχει ζωή. Γιατί η ζωή είναι εξέλιξη, μέσα από προκλήσεις που υπάρχουν ανάμεσα στον άνθρωπο και στον προορισμό του. Προορισμός του ανθρώπου δεν είναι μόνο το θέλω του.

- «Ποτέ δε σου γράφω για να σκοτώσω το χρόνο, αλλά για να τον κάνω πολύτιμο». Εσείς γιατί γράφετε, κυρία Μήτσορα;

- Σίγουρα γράφω προσπαθώντας να σκοτώσω τον Χρόνο. Τουλάχιστον να τον νικήσω, μέσα στα μέτρα των δυνατοτήτων μου. Σίγουρα γράφοντας μετατρέπω τον χρόνο σε κάτι ουσιωδέστερο, κατ’ αυτήν την έννοια και πολύτιμο.

- Τι έχει αλλάξει και τι έχει παραμείνει όμοιο και απαράλλαχτο από τα διηγήματα «Αννα, να ένα άλλο» μέχρι το μυθιστόρημα «Καλός καιρός/ μετακίνηση»;

- Υπάρχει πάντα η περιήγηση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό τοπίο. Στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση» όμως η πόλη εμφανίζεται διαλυμένη, πολιορκημένη θα έλεγα, από το 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο κοινωνικός ιστός είναι σαθρός, το μόνο που κρατάει τα πράγματα σε στέρεη σχέση, είναι η αγάπη και ο έρωτας. Οι χαρακτήρες των προηγούμενων βιβλίων, ήταν τέτοιοι, που μιλούσαν για το ανθρώπινη περιβάλλον της πόλης, σαν ό,τι τελικά και υπερθετικά θα εξελιχθεί στο «Καλός καιρός/ Μετακίνηση».

- Υπάρχει έμμονη ιδέα γραφής; Ξέρετε, αυτό που λέμε ένα βιβλίο γράφουμε για μια ζωή, έναν πίνακα ζωγραφίζουμε, μια μουσική σύνθεση πασχίζουμε να ολοκληρώσουμε… εσείς έχετε εμμονές; Είναι αδιακρισία να ρωτήσουμε ποιες είναι;

- Η πόλη είναι το δοχείο των πιθανοτήτων. Εχω μια εμμονή με το εξωτερικό και εσωτερικό τοπίο, σαν κάτι που περιέχει πιθανότητες.

- Αλήθεια, πώς θα χαρακτηρίζατε το καινούργιο σας μυθιστόρημα; Ερωτική ιστορία; Υπαρξιακή; Μια ιστορία αυτογνωσίας…

- Είναι ένα ερωτικό μυθιστόρημα και συγχρόνως μια αλληγορία για την νίκη της ζωής πάνω στον θάνατο. Αλληγορία για την ζωή της πόλης, όπως αυτή στις μέρες μας, περνάει σε μια φάση προθανάτιου ρόγχου απ’ τον εγκλωβισμό των πιθανοτήτων.

- Ο έρωτας εκτός από περιπέτεια ζωής, είναι αυτογνωσία;

- Είναι αυτογνωσία. Η γνώση που έχει ο άνθρωπος σχετικά με τον εαυτό του, αφορά και τις δυνάμεις που διαθέτει. Ανάμεσα στα στάδια, ανάμεσα στους μετασχηματισμούς, συνειδητοποιεί αυτήν ακριβώς την δύναμή του.

- Το άλλο μισό μας- πιστεύετε, υπάρχει κυρία Μήτσορα; Και εν τοιαύτη περιπτώσει μια φορά αγαπάμε έτσι δυνατά στη ζωή μας; Αν και οι εραστές του βιβλίου σας αγαπήθηκαν δυνατά και πολύ και σε άλλες ζωές. Πιστεύετε ότι είναι καρμικές κάποιες σχέσεις; («Εχουμε αγαπηθεί με τόσους τρόπους, που μόνο προσωρινά τους ξεχάσαμε, από τότε που για ένα λόγο ανεξήγητο υποχρεωθήκαμε ν’ αλλάξουμε πρόσωπα και σώματα, ονόματα και τόπους»)

- Αυτό είναι ένα τεράστιο φιλοσοφικό ζήτημα. Η κοινωνία κάνει αναγκαιότητα την αναζήτηση και την εύρεση του άλλου μισού. Αυτό όμως που είναι κοινωνικά συμφωνημένο ως ωφέλιμο, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι εξαντλεί τις ανθρώπινες δυνατότητες, ούτε ότι προσδιορίζει την ανθρώπινη μονάδα. Εδώ μπαίνει και η φαντασία. Το κάρμα, αν υπάρχει, για μένα σαν έννοια λειτουργεί καθησυχαστικά. Για άλλους λειτουργεί ανησυχητικά.

- Κι αν δεν είμαστε διαθέσιμοι; Υπάρχει περίπτωση να περάσει το άλλο μισό μας και να μην το πάρουμε είδηση; («Να σε θυσιάσω γιατί φοβάμαι το θαύμα όσο και το θάνατο»)

- Αυτό έχει σχέση, με την εσωτερική αφή, με την εσωτερική όραση.

- «Ηθος ανθρώπου δαίμων, ο χαρακτήρας είναι η μοίρα, αυτό ισχύει για όλους». Είναι αδιακρισία να σας ρωτήσουμε να μας πείτε κάποιες φορές που ο χαρακτήρας σας έχει πάρει διαστάσεις μοιραίες;

- «Ηθος Ανθρώπου Δαίμων». Εχω κι εγώ, όπως όλοι, μια μοιραία σχέση με τον εαυτό μου.

- Το γράψιμο έχει να κάνει με τον χαρακτήρα μας; Και κατά πόσο παίζει ρόλο η επιλογή;

- Κατ’ αρχήν οι επιλογές δεν είναι το μόνο που περιγράφει τον χαρακτήρα μας. Μπορεί να ζούμε μια πολύ απλή ζωή και να έχουμε μια πολύ άγρια φαντασία. Σίγουρα όμως από τις επιλογές που κάνουμε γράφοντας διαφαίνονται στοιχεία του χαρακτήρα μας.
Το χάρισμα του γραψίματος απαντά σ’ ένα κάλεσμα από το άγνωστο. Γράφοντας τυχαίνει να αισθάνομαι ότι με παίρνουν οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού. Π.χ. το τελευταίο κεφάλαιο του «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση», το έγραψα σχεδόν καθ’ υπαγόρευση, από έναν άλλο, άγνωστο εαυτό μου.

- «Ζαριά/ Το αξίωμα της επιλογής». Η ζωή μας έχει νομοτελειακές διαστάσεις;

- Είμαστε εγκλωβισμένοι στην κοινωνική σύμβαση της υπάρξεώς μας. Όπως λέει και ο Εμπειρίκος, στο «σεσημασμένο δέρας» της υπάρξεώς μας.

- «Ζαριά/ Ο Μαγικός Κύκλος». Εσείς έχετε βρεθεί σε τέτοιους μαγικούς τόπους; Αλήθεια ποια η σημασία του τόπου στην ιστορία;

- Κάθε τόπος έχει και μια μαγική διάσταση. Είναι πάλι θέμα εσωτερικής όρασης. Ολοι έχουμε νοιώσει στην μέση του πουθενά.

- Του χρόνου; Ο σωστός χρόνος κατά πόσο καθορίζει ανθρώπους και σχέσεις;

- Πρέπει να αφηνόμαστε στην εξέλιξη που φέρνει ο Χρόνος και όχι να αντιστεκόμαστε, ακόμα και αν είναι καταλυτικός.

- «Ηταν ο μόνος που αναγνώρισε την κρυμμένη Ελλη». Γινόμαστε άλλοι ανάλογα με τον απέναντι;

- Υπάρχουν άνθρωποι που απελευθερώνουν άγνωστες δυνάμεις μέσα μας. Μ’ αυτή την έννοια υπάρχουν και μοιραίες συναντήσεις.

- Εχετε πάει στη κινέζικη πόλη Γου Φέι; Τι είναι για σας τα ταξίδια; Μετά από ένα ταξίδι επιστρέφετε αλλιώς; Ποιο ήταν για σας το πιο αποκαλυπτικό σας ταξίδι;

- Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους.

- «Υπάρχει μια κατηγορία δώρων που δεν μπορούμε να κάνουμε στον εαυτό μας. Πρέπει να τα χαρίσουμε σε κάποιον άλλο, για να τα παραλάβουμε από αυτόν». Να επιμείνουμε λίγο σ’ αυτά τα δώρα; Είναι κι αυτό το «τελικά, ό,τι δίνεις έχεις, ό,τι κρατάς το χάνεις».

- Στον έρωτα χαρίζουμε αυτό που δεν έχουμε, για να μας το επιστρέψει ο άλλος μετουσιωμένο. Συγχρόνως, όμως, είμαστε πάντα υπεύθυνοι γι’ αυτούς που θα μας αγάπησαν, όπως λέει και ο Eluard. Ένα βιβλίο που φωτίζει πτυχές του εαυτού μας, ναι, είναι ένα δώρο.

- «Όταν σε φτάσω και καταφέρω να σε αγγίξω πραγματικά, τότε μόνο θα συμβεί αυτό που θα με μεταμορφώσει». Εκτός από τον έρωτα, μια ιστορία μπορεί να μας μεταμορφώσει;

- Εχω συχνά την αίσθηση, ότι είμαστε σαν αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι.

- Αλήθεια, όταν δεν γράφετε, εσείς, που βρίσκεστε; Να πούμε πώς είναι η τελετουργία γραφής για να βγουν, τελικά, αυτές οι ατμοσφαιρικές, μαγικές ιστορίες;

- Όταν δεν γράφω, είμαι για τον εαυτό μου μια Χαλιμά, που διηγούμαι ιστορίες. Γι’ αυτό ποτέ δεν πλήττω. Αλλοτε πάλι, χάνομαι μέσα στους άλλους απορροφώντας, το φως τους, τις χειρονομίες τους, ψυχικές και υλικές, όλα αυτά που κάποτε μπορεί να αποτυπώσω σ’ έναν απ’ τους ήρωές μου. Είμαι γενικά πολύ αφηρημένη.

- Την αγαπάτε την Αθήνα, έτσι δεν είναι; Κανείς άλλος δεν έχει γράψει τόσο ποιητικά για την Αθήνα…

- Η ερώτησή σας έπρεπε να είναι, Αν αγαπώ την Αθήνα; Με την Αθήνα είμαι δεμένη, με την Αθηναική της διάλεκτο, αλλά και με τον τρόπο που είναι κάποιοι δεμένοι με τον τόπο του εγκλήματος.

- «Η περίληψη του κόσμου» θα ήταν άλλη σήμερα;

- «Η Περίληψη του κόσμου» σήμερα, χρειάζεται περισσότερη ελπίδα και αντίσταση. Χρειάζεται επίσης περισσότερη τρυφερότητα για την απώλεια της Φύσης. Ας μην ξεχνάμε, ότι έχει έρθει εν τω μεταξύ το μεταμοντέρνο που όλα τα θρυμματίζει και όλα τα συγχωνεύει για να τα ανακυκλώσει.
Τώρα τα πράγματα είναι λιγότερο απρόβλεπτα. Υπερισχύει συνεχώς ο νέος ορισμός της δημοκρατίας. Ολο και περισσότεροι να συμμετέχουν στην κατανάλωση και όλο και λιγότεροι στην δημιουργία. Χρειάζεται αντίσταση.
Βασιλεύει η προτίμηση για το εύπεπτο.
Ακόμα και το δικό μου τελευταίο βιβλίο διαβάζεται πιο εύκολα. Αφομοιώνω κι εγώ τον καιρό στον οποίο ζω και επιμένω στην Ελπίδα. Σα μια προσευχή γι’ αυτόν τον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο που βρίσκεται ήδη μέσα στον τρόπο της σκέψης μας.