15/10/08

Υόκο Ογκάουα: Η γοητεία του αλλόκοτου

«Πολύ πριν με γνωρίσει, ίσως ήταν ήδη νεκρός».

«ΑΡΩΜΑ ΠΑΓΟΥ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 321, τιμή: 18 ευρώ.
Όταν έλαβε το τηλεφώνημα της νοσοκόμας που της ανάγγειλε από το νοσοκομείο το θάνατο του Χιρογιούκι, η Ρυόκο σιδέρωνε στο καθιστικό.
Το προηγούμενο βράδυ είχαν γιορτάσει την επέτειο γνωριμίας τους κι ο Χιρογιούκι της είχε χαρίσει την «Πηγή της μνήμης», ένα άρωμα «αυστηρά προσωπικό». Καιρό το προετοίμαζε κι ήταν λες και της περούσε μια σκάλα για να τον ζητήσει στο επέκεινα, τώρα που εκείνος είναι νεκρός.
Η Υόκο Ογκάουα, γνωστή μας από τον αλλόκοτο «Παράμεσο» και το ερωτικό «Ξενοδοχείο Ίρις» για ακόμα μια φορά ενώνει ζώντες και νεκρούς. Αναζητώντας την «πηγή της μνήμης» άλλοτε για να θυμηθούν (Άρωμα πάγου) κι άλλοτε απλώς για να μπορέσουν να ξεχάσουν (Παράμεσος), οι ήρωές της διαφορετικά ζουν, κερδίζουν ή χάνουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, θυμούνται, ξεχνούν.
Υφαίνοντας την αινιγματική ιστορία της μέσα σε μια αχλύ αριθμών και πάγου, η συγγραφέας θα μας (ξανα)συστήσει έναν άντρα ήδη νεκρό. Διότι η Ρυόκο στο νεκροτομείο μόλις θα πληροφορηθεί: ότι έχει αδελφό, μητέρα που ζει, υπήρξε μαθηματική διάνοια, καλλιτέχνης στο πατινάζ! Έχοντας μάλιστα και ζωή παράλληλη με εκείνη του αρωματοποιού. Ως αρωματοποιό τον γνώρισε, στο εργαστήρι όπου και το αφεντικό του αγνοούσε τα πάντα. Το μόνο που ήξεραν ήταν η υποδειγματική τεχνική ταξινόμησης: στα αρώματα, στα μικροπράγματα της ζωής. Και η έξοχη μύτη του: σε γοητεία και σ’ όσφρηση.
«Όμως, όσο κι αν επέμενα να φαντάζομαι, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη για τίποτα. Ήταν δύσκολο έργο να συνδέσει κανείς το αγόρι με το ταλέντο στο πατινάζ, τον έφηβο που έλυνε με άνεση μαθηματικά προβλήματα και τον Χιρογιούκι που δούλευε κλεισμένος στο εργαστήρι της αρωματοποιίας». Καθώς επίσης:
«Ο Χιρογιούκι, πολύ πριν με γνωρίσει, ίσως ήταν ήδη νεκρός».
Η Ρυόκο, μετά τον θάνατό του, θα βασανιστεί πολύ. Ξεκινώντας ένα αντίστροφο θανατερό παιχνίδι- διαδρομή γνωριμίας και γοητείας, θα βαδίσει όπου βάδισε, θα βρεθεί όπου κάποτε βρέθηκε «ο Ρούκυ» ήδη νεκρός.
«Ήταν το πρώτο μου παιδί, αμέσως όμως κατάλαβα ότι ο Ρούκυ ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ένα παιδί που την ώρα του πρώτου του μπάνιου ο Θεός το έλουσε με ένα ιδιαίτερο φως. Μια μέρα μου είπε το εξής: Αν πεθάνω, θέλω να γυρίσω στην κοιλιά της μαμάς».
«Γιατί άραγε πέθανε αυτό το παιδί…»
Θα αναρωτηθεί η σαλεμένη μητέρα του, μετατρέποντας σε μαυσωλείο το δωμάτιο με τα βραβεία του νεκρού.
Κι ο αδελφός του Άκιρα: «Ίσως βέβαια να ήταν θέμα μαθηματικής δεινότητας. Δεν επρόκειται όμως μόνο γι’ αυτό- ο Ρούκυ κουβαλούσε επάνω του την ιδιαίτερη εκείνη λάμψη των επιλέκτων. Σαν μια γραμμή φωτός από τον ουρανό να τον είχε βάλει στόχο της, αυτόν και μόνο, και να είχε χυθεί επάνω του. Ήταν σαν να δημιουργούσε στους ανθρώπους την επιθυμία να τον πλησιάζουν για να λουστούν σ’ αυτή του τη θέρμη…» Θα της πει για να αναρωτηθεί:
«Το μόνο πράγμα που δεν καταλάβαινα ήταν η στάση του όταν εξηγούσε τη λύση κάποιου δύσκολου προβλήματος, μια στάση σαν να ζητούσε συγγνώμη. Δεν επρόκειτο για ταπεινοφροσύνη ή διαφορετικότητα, αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι φανέρωνε ένα αίσθημα ενοχής».
Γι’ αυτό κι επιζητούσε ένα «λάθος», πιο σύνθετο, πιο βαθύ, τόσο αλλόκοτο τελικά και διαφορετικό:
«Το “λάθος” για το οποίο μιλούσε ο Ρούκυ είχε ένα πιο θρησκευτικό νόημα. Ότι δηλαδή ετοίμαζε ο ίδιος εσκεμμένα ένα λάθος για την κάθε μέρα με την ελπίδα ότι αυτή θα κυλούσε κανονικά και ότι έτσι δεν θα ξυπνούσε τα καπρίτσια των θεών».
«Είπε ότι μέσα σε μια μέρα τα λάθη δεν μπορούν να συμβούν για δεύτερη φορά».
Πατώντας από λάθος σε λάθος, εντέλει χάθηκε από την παλιά του ζωή. Για να χαθεί κι απ’ τη νέα, ήδη χαμένος, υπήρξαν ενδείξεις, τώρα θυμάται, αρκετές:
«Είχε την έκφραση κάποιου που βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι, κάποιου που έχει σκοντάψει στη λύση ενός μαθηματικού προβλήματος και δεν έχει πια την παραμικρή ιδέα πού να ψάξει για καινούργιες ενδείξεις».
Αναζητώντας το πρόσωπο του μεγάλου αγαπημένου η Ρυόκο θα βρεθεί στην Πράγα, στην «πηγή της μνήμης», θα ψηλαφίσει το παλιό μυστικό:
«Ο Χιρογιούκι είχε θυσιαστεί για τη μητέρα του. Όπως το είχε κάνει παιδί παίρνοντας τη θέση του Άκιρα όταν εκείνο είχε σπάσει το στηθοσκόπιο. Είχε μαντέψει το παράπτωμα της μητέρας και είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι το είχε διαπράξει ο ίδιος».
Το φινάλε, ανατρεπτικό και απρόσμενο, διότι «το αίνιγμα του άλλου», ακόμα και ενός νεκρού άλλου, δεν έχει τελειωμό.
Όπως δεν τερματίζεται κι η μνήμη, ο χρόνος. Τουλάχιστον όσον αφορά τους ήρωες της Γυόκο, έρωτας, μνήμη, χρόνος, δεν σταματούν πουθενά. Η γέφυρα ενίοτε τους οδηγεί και τους βγάζει και πέρα απ’ τον θάνατο. Στο σκοτεινό κι υγρό «παντού». Στο «πουθενά». Που, όμως, υπάρχει.
Ψυχολογικό, ατμοσφαιρικό, υπαρξιακό θρίλερ, με την μαγεία του παράδοξου να σε κρατά καθηλωμένο διαρκώς.

Με δίψα αναζήτησα ό,τι δικό της, ευγνωμονώντας Librofilo εννοείται σταθερά: «αυτή θα σ’ αρέσει!»
Εννοείται ότι άρχισα απ’ ότι μου είπε: «Ξενοδοχείο Ίρις», ξερή!
«Άρωμα πάγου» (πάγωσα!) (αλήθεια το λέω, με κομμένη την ανάσα, μ’ αφορούσε τόσο, ήξερε αυτός!)
Στον «Παράμεσο» παρ’ ολίγο να πάω να κόψω τον… δικό μου.
Προσμένοντας αγωνιωδώς τα «Η πισίνα των καταδύσων/ Ο κοιτώνας/ Ημερολόγιο εγκυμοσύνης».
Σαφώς πιο αλλόκοτη και παράδοξη από τον Μουρακάμι, διαθέτει την ίδια μαγνητική ατμόσφαιρα, ακόμα μεγαλύτερη δεινότητα ποιητική. Στο χρονικό πλαίσιο, διαφέρουν. Οι ήρωές της είναι παντού και πουθενά, επιδεικτικά το αγνοεί! Εκείνο που δεν αγνοεί είναι η μαγική καθημερινότητα, ο μυστικισμός της την οδηγεί σαν την «Αλίκη στη Χώρα των θαυμάτων», σε φωτεινούς- θεοσκότεινους αντικατοπτρισμούς. Ακολουθώντας, βεβαίως όχι το… κουνέλι, αλλά την ουρίτσα μιας ανάμνησης, ένα κομματάκι χαμένου εαυτού, μια μυρωδιά… Επειδή η ζωή, μάς αποκαλύπτεται στα σημεία. Στη λεπτομέρειά της συγκεντρώνει όλη της τη σοφία η ζωή!


«Κανένας μέσα σ’ αυτό το τεράστιο πλήθος δεν ξέρει τι έκανες εσύ στα πόδια μου».

«ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΊΡΙΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση από τα Ιαπωνικά: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 271, τιμή: 15.50 ευρώ.
Όλα αρχίζουν από «εκείνον τον άντρα», από την πρώτη σελίδα, την πρώτη γραμμή. Η Μαρί και η μητέρα της που έχουν το ξενοδοχείο Ίρις σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη, γίνονται μάρτυρες ενός φοβερού ερωτικού καυγά. Μια γυναίκα, πόρνη φαίνεται, κατηγορεί έναν άνδρα ο οποίος αρκείται σε μια φράση: «Σκάσε, πουτάνα».
Για τη νεαρή Μαρί αυτή η φράση (το ηχόχρωμά της μάλλον, ο τόνος φωνής) είναι αρκετή: Να τον αναζητήσει, να τον προκαλέσει, να τον ερωτευθεί. Με έναν τρόπο «αλλόκοτο», παράλογο, παράδοξο, αμφιλεγόμενο και αντιφατικό. Εξάλλου αλλιώς δεν θα ήταν πάθος ή έρωτας (θα ήτο γάμος). Και στη συνέχεια, από περιέργεια ή έλξη θα τον ακολουθήσει παντού. Στο νησί του, στο σκοτεινό μεταφραστικό σύμπαν του, στο παρελθόν του, στις ερωτικές συνήθειές του, στα βάθη του εαυτού της, τα δίχως επιστροφή.
Στην αρένα του πόθου, οι ρόλοι θύτη και θύματος θα εναλλάσσονται και η κορύφωση θα έρθει με την μορφή ενός κωφάλαλου ανεψιού. Η Μαρί- θύμα, θα γίνει για λίγο ο θύτης και το φινάλε θα είναι για όλους συγκλονιστικό.
«Κανένας μέσα σ’ αυτό το τεράστιο πλήθος δεν ξέρει τι έκανες εσύ στα πόδια μου. Κι επίσης δεν υπάρχει κανένας που να ξέρει ότι το αριστερό σου στήθος είναι ελαφρώς πιο μεγάλο, ότι όταν φοβάσαι έχεις τη συνήθεια να πιάνεις αυτόματα το λοβό του αυτιού σου, ότι στη βάση των γλουτών σου έχεις ένα κοίλωμα που μοιάζει με λακκάκι. Πόσο όμορφη ήταν η έκφραση στο πελδινό σου πρόσωπο τη στιγμή που, ασφυκτιώντας, προσπάθησες να με καλέσεις σε βοήθεια. Εγώ είμαι ο μόνος που σε έχει αγγίξει παντού. Μέσα στο πλοίο μηρυκάζω το μυστικό μου και βυθίζομαι στην ηδονή μου».
Ανάμεσα στις σελίδες, πέρα και πίσω από τις γραμμές, ο μυστικός παράφορος κόσμος του έρωτα, η συνενοχή των εραστών. Τα «μυστικά» μου μας καθιστούν ωσεί Θεούς, σημαντικούς κι αθάνατους.
Ερωτική ιστορία που αγγίζει τα άκρα (κι ενίοτε τα προσπερνά), στο δυτικό της θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε «Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα» του Πασκάλ Μπρυκνέρ εάν οι ιάπωνες δεν διέθεταν τόσο ιδιαίτερα τελετουργικό και αισθησιακό ερωτικό κωδικό. Διότι στις ιστορίες έρωτα του Χαρούκι Μουρακάμι, του Γιούκιο Μισίμα, του Γιασουνάρι Καβαμπάτα (θυμηθείτε το αριστουργηματικό «Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών»), της Υόκο Ογκάουα, το ερωτικό παιχνίδι παίζεται αλλιώς! Θυμηθείτε πως «έφυγαν» Μισίμα και Καβαμπάτα, τη σχέση των συγγραφέων αυτών με τον θάνατο, για να κατανοήσετε γιατί και η σχέση τους με τον έρωτα, δεν γίνεται παρά να είναι αλλιώς!


Τα παπούτσια – εισβολείς: «Κάναμε αυτή τη συζήτηση σαν δυο άνθρωποι που είναι στο κρεβάτι. Εμείς όμως δεν είχαμε πέσει ποτέ μαζί σε πραγματικό κρεβάτι».

«Ο ΠΑΡΑΜΕΣΟΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 125, τιμή: 9.50 ευρώ.
Και σ’ αυτό το μαγευτικό αφήγημα ξανά ο έρωτας, ξανά οι αναμνήσεις (για να ξεχάσουμε αυτή τη φορά), ξανά η λατρεία των… ποδιών.
Η αφηγήτρια της ιστορίας, χάνει ένα κομματάκι απ’ τον παράμεσο του αριστερού της χεριού, στο εργοστάσιο αναψυκτικών όπου εργάζεται. Τη βασανίζει η μοίρα αυτού του μικρού σωματικού της κομματιού. Αναζητώντας άλλη δουλειά, θα βρεθεί σε ένα παλιό ερημικό οικοτροφείο κοριτσιών 420 δωματίων, που ο κύριος Ντεσιμάρου, ταριχευτής αναμνήσεων, έχει μετατρέψει σε εργαστήριο. Θα γίνει γραμματέας του και βοηθός. Βιώνοντας μια αλλόκοτη μοναχική καθημερινότητα σε έναν παράδοξο χώρο όπου:
«Υπήρχαν πολλά και διάφορα δείγματα. Βολβοί υάκινθου, μαγικά δαχτυλίδια, μελανοδοχεία, κοκαλάκια μαλλιών, καβούκι χελώνας και καλτσοδέτες αναπαύονταν εκεί σε ύπνο βαθύ. Πολύ καιρό τώρα δεν τα είχε αγγίξει χέρι ανθρώπου και είχαν την όψη πραγμάτων εγκαταλελειμμένων στη λήθη. Κάθε φορά που άνοιγα ένα συρτάρι έτρεμαν στον πυθμένα του υγρού των δοκιμαστικών σωλήνων σαν να τα είχα τρομάξει», η αφηγήτρια θα δεχθεί ένα παράξενο δώρο από το καινούργιο της αφεντικό. Ένα ζευγάρι παπούτσια, που αμέσως δένουν όμορφα κι απαλά με το δέρμα. Δεν τα αποχωρίζεται ποτέ.
Όταν ένας ηλικιωμένος στιλβωτής παπουτσιών θα βρεθεί στο εργαστήρι για να της φέρει ένα δείγμα, έκπληκτος θαυμάζοντας αλλά και προειδοποιώντας την, θα της πει:
«Δεν βλέπετε πως τα όρια ανάμεσα στο παπούτσι και το πόδι είναι δυσδιάκριτα; Απόδειξη ότι το παπούτσι είχε αρχίσει να εισβάλλει στο πόδι. Σπανιότατα βρίσκει κανείς τόσο φοβερά παπούτσια. Παπούτσια εισβολείς».
Αλλά έτσι ή αλλιώς, με διαβρωτικό κι αργό τρόπο, έχει ήδη εισβάλει στη ζωή της ο κύριος Ντεσιμάρου. Μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί μια ιδιόρρυθμη σχέση, αλλόκοτη όπως όλοι οι έρωτες της Ογκάουα κι αυτή:
«Στη διάρκεια αυτής της τακτοποίησης η καρδιά μου πήγαινε πάντα να σπάσει. Ήταν η στιγμή που εκείνος αποφάσιζε αν θα με καλούσε στο μπάνιο ή όχι. Είτε μου έλεγε μια μονολεκτική καληνύχτα και ύστερα έφευγε είτε έβαζε την πλατιά του παλάμη στην πλάτη μου και με ωθούσε προς το διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα των λουτρών. Ένα από τα δυο.
Ενώ τακτοποιούσα, και η παραμικρή του κίνηση έκανε τα νεύρα μου να χορεύουν. Δεν αρνήθηκα τις προσκλήσεις του ούτε μια φορά. Η παλάμη του στην πλάτη μου αιχμαλώτιζε σφιχτά όλο μου το σώμα, τόσο που έχανα κάθε βούληση ν’ αντισταθώ. Απ’ την άλλη, ποτέ δεν βρήκα τη δύναμη να τον προσκαλέσω εγώ πρώτη. Ήταν γιατί η μονολεκτική του καληνύχτα έπεφτε τόσο μα τόσο απόμακρη».
Οι «εραστές» της ιστορίες δεν θα βρεθούν ποτέ κανονικά σε ένα κρεβάτι. Η σχέση τους η οποία θυμίζει έντονα την ερωτική σχέση στο «Ξενοδοχείο Ίρις» στα ίδια χνάρια σχεδόν θα φουντώσει και θα κορυφωθεί. Κι όταν μια μέρα εκείνη από τη ζήλια της, απρόσεκτα θα τα κάνει κομμάτια και θρύψαλα όλα, θα ξενυχτίσουν μαζεύοντας ψηφίδα- ψηφίδα τα σύμβολα από μια γιαπωνέζικη γραφομηχανή.
«Εκείνος γονάτισε δίπλα στο αυτί μου και με αγκάλιασε απ’ τους ώμους. Τα μεγάλα ζεστά του μπράτσα μου έδωσαν ευχαρίστηση. Να είμαι κλεισμένη μέσα στην αγκαλιά του χωρίς να μπορώ να κουνηθώ ήταν μάλλον ευχάριστο και καθησυχαστικό. Γιατί ήταν όμορφο ν’ αφήνομαι απλώς να με κάνει ό,τι θέλει χωρίς να χρειάζεται να σκέφτομαι τίποτε.
- Δούλεψες όλη τη νύχτα για μένα.
- Μμμ, υποδεχθήκαμε μαζί το πρωινό.
Κάναμε αυτή τη συζήτηση σαν δυο άνθρωποι που είναι στο κρεβάτι. Εμείς όμως δεν είχαμε πέσει ποτέ μαζί σε πραγματικό κρεβάτι».
Στο νεφελώδες τοπίο του εργαστηρίου και της σχέσης του, το φινάλε θα ‘ρθει ανατρεπτικό και αυτοθυσιαστικό. Τα παπούτσια – εισβολείς έχουν κάνει ήδη για τα καλά τη δουλειά τους. Ο στιλβωτής θα της το πει σχεδόν ήδη αργά:
«Εγώ δεν σκαμπάζω από δύσκολα, αυτό που ξέρω είναι πως φταίνε αυτά τα παπούτσια. Η διάβρωση που προκαλούν και η διάβρωση που προέρχεται από αυτόν τον κύριο συνδέονται, βλέπετε. Τέλος πάντων, αυτό που μπορώ εγώ να σας πω είναι ότι, αν δεν βγάλετε αμέσως ετούτη τη στιγμή, αυτά τα παπούτσια, δεν θα μπορέσετε ποτέ πια να ξεφύγετε. Θέλω να πω, δεσποινίς μου, πώς με κανέναν τρόπο πια αυτά τα παπούτσια δεν θα αφήσουν ελεύθερα τα πόδια σας».
Αλλά κι εκείνη ήδη θα το έχει αποφασίσει:
«Όμως εγώ δεν έχω πια σκοπό να βγάλω από πάνω μου αυτά τα παπούτσια, μουρμούρισα μετά από μια μεγάλη σιωπή. Δεν θέλω καθόλου να ελευθερωθώ. Θέλω εκείνος να με κλείσει στο εργαστήριο δειγμάτων μ’ αυτά τα παπούτσια στα πόδια μου».
Μια ιστορία έρωτα, χρόνου, μνήμης, σκοτεινή με όρια δυσδιάκριτα, με έναν ερωτισμό διάχυτο και το παράλογο πανταχού παρόν. Με φινάλε ανοιχτό, στο ενδεχόμενο, στο οικειοθελές λάθος, διότι στο αλωνάκι της ελευθερίας μας παραδίδουμε την καρδιά μας, τα… πόδια μας και τον… παράμεσό μας, στα… παπούτσια και στις σκοτεινές ερωτικές διαθέσεις του άλλου.
Αριστούργημα, λέμε!


«Ο άλλος» ως το απόλυτο φετίχ και οι σαρκοβόρες τουλίπες στην γραφή της Ογκάουα που διαθέτει αφή!

«Η ΠΙΣΙΝΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ/ Ο ΚΟΙΤΩΝΑΣ/ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ» της Υόκο Ογκάουα, Μετάφραση: Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Εκδ. «Άγρα», σελ. 249, τιμή: 14 ευρώ.
Τρεις νουβέλες εβδομήντα σελίδων η κάθε μία, με την ίδια αλλόκοτη ατμόσφαιρα που σε απορροφά. Με το ίδιο διφορούμενο ανοιχτό φινάλε στο παράλογο. Τον ίδιο ερωτισμό, αισθησιασμό, την ίδια σκληρότητα και την ίδια αιμορραγούσα ευαισθησία. Με την ίδια φετιχιστική σχέση με τα δάχτυλα, παράξενα αντικείμενα, τον χώρο και τον χρόνο, την ανεπαίσθητη αλλαγή.

«Η ΠΙΣΙΝΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ» είναι το χρονικό μιας εφηβείας. Οι γονείς της αφηγήτριας διευθύνουν ένα ορφανοτροφείο (θυμηθείτε οικοτροφείο στον «Παράμεσο»), κατά συνέπεια μεγαλώνει «σαν ορφανό» ανάμεσα στα ορφανά. Μοναδική διαφορά το ότι ενώ όλοι φεύγουν εκείνη παραμένει: στα αζήτητα πάντα.
Για να αντέξει αυτή τη μοναξιά και την παραξενιά, ερωτεύεται τον Τζουν, έναν όμορφο έφηβο και της αρέσει να τον κοιτάζει στην πισίνα. Και βασανίζει την δίχρονη Ρίε. Χωρίς ηθικούς φραγμούς, με διαρκείς μεταπτώσεις από την άκρατη σκληρότητα στην επώδυνη τρυφερότητα η ηρωίδα, παρακολουθείται από τον Τζουν ενώ τον παρακολουθεί. Το φινάλε, σαν θεία δίκη. Θα χάσει, μάλλον, και τα δυο της… παιχνίδια.
Θυμίζει «Η Κασσάνδρα κι ο λύκος» της Καραπάνου, αλλά είναι πολύ πιο υπαινικτικό, ατμοσφαιρικό, τελετουργικό. Η σκληρότητα των εφήβων δεν μετριέται με κανένα ηθικό κώδικα ή κανόνα.

«Ο ΚΟΙΤΩΝΑΣ» είναι το μυστήριο μιας εξαφάνισης ή μάλλον πολλών. Για να εξυπηρετήσει τον ξαδελφό της η ηρωίδα τον συστήνει σε μια ιδιότυπη φοιτητική εστία. Όλα φθίνουν εκεί. Ο «καθηγητής» (έτσι αποκαλεί τον ιδιοκτήτη) χωρίς χέρια και δίχως αριστερό πόδι, είναι σχεδόν ο μόνος εναπομείνας σε ένα κτήριο που «διαβρώνεται» με τον καιρό. Μαζί με το κτίριο, φεύγει κι εκείνος:
«Σας έχω ήδη μιλήσει γι’ αυτό και το βλέπετε κι εσείς ότι ο κοιτώνας βρίσκεται από κάθε άποψη σε μια διαδικασία ολοσχερούς εκφυλισμού. Βρισκόμαστε στην καρδιά αυτής της διαδικασίας. Για να ολοκληρωθεί ο εκφυλισμός χρειάζεται κάποιο χρόνο. Δεν είναι τόσο άμεσο όσο το πάτημα ενός διακόπτη. Η ατμόσφαιρα του κοιτώνα βαθμιαία διαβρώνεται. Εσείς βέβαια δεν μπορείτε ακόμη να το συλλάβετε πλήρως. Μόνο οι αμέσως εμπλεκόμενοι σ’ αυτήν τη διάβρωση το αισθάνονται. Πού πηγαίνουμε; Όταν το συνειδητοποιήσει κανείς, βρίσκεται ήδη πολύ μακριά. Δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω».
Και η αφηγήτρια όλο αυτό θα χρειαστεί να το συνειδητοποιήσει για τα καλά, κάπως αργά.

Το «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ» το οποίο εν τέλει και βραβεύτηκε, είναι εκείνο που με βασάνισε αρκετά. Με ανελέητη ειλικρίνεια και ανοιχτό στο παράλογο γενετήσιο αίνιγμα η Υόκο Ογκάουα ενώνει ζωή και θάνατο μέσα από ένα ημερολόγιο, αριστοτεχνικά. Η αδελφή της εγκυμονούσας βιώνει το θαύμα της ζωής που κυοφορεί τον θάνατο. Παρ’ ό,τι ρεαλιστικά γραμμένο το αφήγημα, ως κεντρική ιδέα παραμένει αλληγορικό. Ο θάνατος μετρά από την ώρα της γέννησής μας, έτσι δεν είναι; Βουλιμίες, ναυτίες, υπερηχογραφήματα, περνούν σχεδόν μεταφυσικά:
«Όμως αυτός που το απαιτεί δεν είμαι εγώ η ίδια. Αυτός που το ζητάει είναι η “εγκυμοσύνη” μέσα μου. Η εγ-κυ-μο-σύ-νη, ναι! Γι’ αυτό κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα». Διότι η «εγκυμοσύνη» είναι μια κατάσταση πολλές φορές έξω από μας! Όπως ο πόθος της ή ο φόβος της. Μέγας κι ακατανόητος κι αυτός, οδυνηρός και ηδονικός.

Τρεις νουβέλες – κέντημα με σταυροβελονιά το παράδοξο και καμβά το ήδη γνωστό, καθημερινό.
Με τον έρωτα να πρωτοστατεί, διαφορετικός απ’ ότι τον ξέρουμε.
Με τον χρόνο να κάνει παιχνίδια έξω από το ήδη μετρήσιμο και γνωστό.
Με τον χώρο να εκτείνεται πέρα απ’ το αναγνωρίσμο, πεπατημένο και βιωμένο.
Με τους ήρωες να διακρίνουν και να αισθάνονται και πέρα από τα φαινόμενα.
«Να αισθάνονται», μάλλον αυτό! Διότι η ατμόσφαιρα της Υόκο Ογκάουα είναι αίσθηση, σε καταπίνει μαγεύοντάς σε, διαθέτει αφή! Σαν σαρκοβόρα τουλίπα σε τυλίγει, σε αφομοιώνει, σε εγκιβωτίζει, σε παραλύει! (στον «Κοιτώνα» θα συναντήσει κανείς κι αυτήν!)

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ-
ΕΡΓΑ ΤΗΣ:
Η Υόκο Ογκάουα γεννήθηκε το 1962 στην επαρχία της Οκαγιάμα.
Αποφοίτησε το 1984 από το Πανεπιστήμιο Ουασέντα του Τόκυο, όπου σπούδασε λογοτεχνία και τέχνες.
Ενώ δούλευε σ’ ένα ιατρικό Πανεπιστήμιο στην Οκαγιάμα, άρχισε να γράφει νουβέλες.
Το 1988 κέρδισε το βραβείο Καιέν για νέους συγγραφείς με τη νουβέλα της «Όταν σπάζει η πεταλούδα».
Η φήμη της μεγάλωσε όταν οι επόμενες δουλειές της «Ο τέλειος θάλαμος αρρώστων», «Η πισίνα των καταδύσεων», «Το τσάι που δεν κρυώνει» και το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης»- ήταν υποψήφιες η μια μετά την άλλη για το βραβείο Ακουταγκάουα.
Το «Ημερολόγιο εγκυμοσύνης» κέρδισε τελικά το βραβείο με το τόσο μεγάλο γόητρο, το 1991, όταν η Ογκάουα ήταν 29 ετών.
Μια από τις πρώτες επιρροές της Ογκάουα ήταν οι γονείς της, που ήταν ευσεβείς σιντοιστές. Στο γυμνάσιο είχε αφιερωθεί στην ποίηση και σε νεαρή ακόμα ηλικία διάβασε πολλά έργα της Μιέο Κανάι και του Χαρούκι Μουρακάμι.
Το ενδιαφέρον της για τον κόσμο του πνεύματος- ιδιαίτερα το σημείο συνάντησης των ζωντανών με τους νεκρούς- χρονολογείται από αυτήν την πρώτη περίοδο. Το βαθύ της ενδιαφέρον για τέτοια φανταστικά θέματα, ένας αλλόκοτος ερωτισμός και ανομολόγητα συναισθήματα βρίσκουν έκφραση στα τοπία των αφηγημάτων της.
Η Γυόκο Οκάουα ζει με τον άντρα και την κόρη της στο Κουράσικι, μια ιστορική πόλη στην επαρχία της Οκαγιάμα.
Στις εκδόσεις Άγρα κυκλοφορούν τα βιβλία της: «Ο παράμεσος»,
«Η πισίνα των καταδύσεων/ Ο κοιτώνας/ Ημερολόγιο εγκυμοσύνης» και
«Ξενοδοχείο Ίρις». Ενώ ετοιμάζεται το μυθιστόρημά της
«Ο αγαπημένος μαθηματικός τύπος του καθηγητή».