9/10/08

Η ζωή είναι ωραία / σκοτώνομαι να σας το πω / λέει το λουλούδι και πεθαίνει

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΟΙΤΑΣ

Εσάς
δεν σας κοιτώ
ούτε η ζωή μου σας αφορά
αγαπώ ό,τι αγαπώ
και μόνο αυτό κοιτώ
και μ’ αφορά
αγαπώ όσους αγαπώ
αυτούς κοιτώ
μου δίνουν το δικαίωμα.


ΟΙ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ

Εγώ είχα μια λάμπα
κι εσύ τη φλόγα σου
ποιος πούλησε το φυτίλι.


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΣΑΣ

Στη Φλοράνς

Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από το κύμα χαϊδεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
Η ομίχλη του Σεπτέμβρη
πλανιέται πίσω από τα δέντρα
ένα πράσινο λεμόνι είναι ο ήλιος
Και η φτώχια
μέσα στο άδειο της αμάξι
που το σέρνουν τρία κατάξανθα παιδιά
τα ερείπια διασχίζει
και πάει προς τη θάλασσα
Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από το κύμα χαϊδεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
Με τα βαρέλια της τα σιδερένια
τα κομμάτια από μπετόν
σαν ψόφιο σκυλί
ανάσκελα
η λέμβος του Ναυαρχείου
στέκει ακίνητη στα βότσαλα
Μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο ανακατεμένα
μαύρα μαλλιά μαύρα μαλλιά
από τον άνεμο χαϊδεμένα
Ήλιε
λεμόνι πράσινο παρασυρμένο από το χρόνο
η φωνή τη σειρήνας
είναι μια φωνή παιδιού.


Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ

Στην Σεσίλ Μιγκέλ

Πορτοκάλια της πορτοκαλιάς
λεμόνια της λεμονιάς
ελιές της ελιάς
βατόμουρα της βατομουριάς
Μυστήρια μεγαλοπρεπή και καθημερινά

Η ζωή είναι ωραία
σκοτώνομαι να σας το πω
λέει το λουλούδι και πεθαίνει

Χωρίς ν’ απαντήσει στο λουλούδι
ο άντρας διασχίζει τον κήπο
ο άντρας διασχίζει το δάσος
χωρίς ν’ απευθύνει ποτέ στο σκύλο του το λόγο
επιβίωση πράσινη
Το ρόδι σκάει
για τη δίψα
το σύκο πέφτει για την πείνα
το άνθος της αγκινάρας
στον ουρανό του πρωινού
ρίχνει τη βιολετιά κραυγή του την περιφρονημένη
Μόνο για το χρώμα
μόνο για την ομορφιά

Ακέραια μυστικά
πασίγνωστο αριστούργημα της φυσικής ιστορίας

Ο κόσμος της Σεσίλ Μιγκέλ

Ήταν εκεί
παρούσα
στο δυνατό φως
Το τοπίο ρίχτηκε πάνω της
και της είπε
πως ερωτευμένο ήταν μαζί της

Είναι αλήθεια σ’ αγαπώ
είπε η Σεσίλ Μιγκέλ
και μέσα στους πίνακές της
το υπόγειο νερό των Alpes-Maritimes
ψιθυρίζει πως κι αυτό την αγαπά.


Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΡΟΜΠΟΤ

Ένας άντρας γράφει στη γραφομηχανή ένα γράμμα ερωτικό και
η μηχανή απαντά στον άντρα και με το χέρι και στη
θέση της παραλήπτριας
Είναι τόσο τελειοποιημένη η μηχανή
η μηχανή που πλένει τα τσεκ και τα ερωτικά γράμματα
Και ο άντρας άνετα εγκατεστημένος στη μηχανή όπου μένει διαβάζει στη
διαβαζομηχανή του την απάντησή της γραφομηχανής του
Και στην ονειρομηχανή του με την αριθμομηχανή του αγοράζει μια
ερωτομηχανή
Και στη μηχανή για να πραγματοποιεί τα όνειρά του κάνει έρωτα στη
γραφομηχανή στην ερωτομηχανή
Και η μηχανή τον απατά με ένα μαραφέτι
ένα μαραφέτι να πεθαίνεις στα γέλια.


ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ!
(Μπαλέτο)

Το σκηνικό παρουσιάζει ένα σπίτι, ένα νεκροταφείο κι ένα σαλόνι τσαγιού.

- Ω, έχασα τη γυναίκα μου! τραγουδάει και χορεύει ο χήρος απαρηγόρητος,
ιλαρός κι απελπισμένος, με νεύρα σπασμένα και μπαλωμένα.
- Ο άντρας μου μ’ έχασε! Τραγουδάει και χορεύει η γυναίκα, η νεκρή του
ζωντανού, χαμογελαστή, αδιάφορη, αλλά πάντοτε θλιμμένη όπως και στο
παρελθόν.
- Ο άντρας μου με έχασε, που ποτέ δεν με είχε βρει! Δεν έχει λόγο να
παινευτεί. Ακόμα κι αν ήταν ο ίδιος που με είχε χάσει, θα μπορούσε ποτέ να με σώσει;
Και χορεύουν δεξιά κι αριστερά, κοντά στο νεκροταφείο, κοντά στο σαλόνι του
τσαγιού, και μαζί και χώρια, μαζί, όπως κοιμόνταν, ονειρεύονταν και
ξυπνούσαν, καθένας απ’ την κακή του την πλευρά.
Αν και η μουσική είναι ωραία το μπαλέτο δεν είναι εύθυμο.


Ζακ Πρεβέρ, σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου.


ΥΓ. Θα κυκλοφορήσει προσεχώς με προλόγους, έκπληξη.
Όπως ήταν μεγάλη έκπληξη και για μένα, αυτός ο παλιός αγαπημένος.
Ό,τι αγαπήσαμε, εξακολουθούμε ν’ αγαπάμε συνήθως, έστω και λάθος μεταφρασμένο. Σκαλώνουμε στα λάθη μας, εγκλωβιζόμαστε σαν μυγάκια σ’ αυτά. Ο Γιάννης με έκανε να τον «διαβάσω» αλλιώς, να τον αγαπήσω ξανά, πολύ και με πάθος.
Πολιτικός, αισθαντικός, καθημερινός, υπερβατικός, «μυστικιστής» όπως λέει η φίλη μου, ερωτικός, ατμοσφαιρικός, ειρωνικός, σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός, δύσκολος σαν κάθε τι το αυτονόητο, απλός σαν φυσικό φαινόμενο, άλλος κι άλλος κι άλλος αναλόγως με την εποχή μας, την οπτική μας, με αυτό που γίναμε, με αυτό που αντέξαμε, με αυτό που επιτρέψαμε να τερματίσει μαζί μας.
Ανοιχτός σαν παιδί, σαν ζωή, σαν σοφός.
Δροσερός και καυτός, καταπραυντικός κι αφόρητος, κρυστάλλινος αλλά ταυτοχρόνως και τόσο πυκνός, ασκητικός και βασιλικός, μοναχικός αλλά τόσο αναγκεμένα ερωτικός, δοτικός και μοναχικός, ένα παιδί γερασμένο που παίζει και ξανανοιώνει. Κι αυτό κι εμείς μαζί του!
Καλειδοσκοπικός, σάρκινος και οικείος, αέρινος και γεμάτος ύδατα, βαδίζει σ’ αυτά, μας βυθίζει, σωσίβιο γίνεται, «στο κερένιο μουσείο της θύμησης», «στη στοά των αποτυχημένων σχεδίων».
Έτσι ή αλλιώς,
«η ζωή είναι ωραία
σκοτώνομαι να σας το πω
λέει το λουλούδι και πεθαίνει».

ΥΓ2: Αυτό εδώ εγώ πώς το ξέχασα, ε;

ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΤΕ

Στη μεγάλη νύχτα στη μικρή μέρα
στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
θα σ’ αγαπώ
Να τι της τραγουδούσε

Η καρδιά της είχε ψυχραθεί
θα ‘θελα ν’ αγαπάς μονάχα εμένα

Της έλεγε πως τρελός ήταν γι αυτήν
και πως αυτή πολύ λογική ήταν μαζί του

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
στη μεγάλη μέρα και στη νύχτα τη μικρή

Βέβαια
αν σου λέω σ’ αγαπώ
σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου
σ’ αγαπώ και για να ζω
Όμως δε θέλω να πω πως μόνο εσένα αγαπώ
πως δε θέλω να φύγω
να φύγω για να ξαναγυρίσω
πως δε μ’ αρέσει να γελώ
και πως απ’ τα τρυφερά παράπονά σου το χαμόγελό σου προτιμώ

Ν’ αγαπάς μονάχα εμένα
λέει αυτή
ή δεν αξίζει αλλιώς

Προσπάθησε να καταλάβεις

Να καταλάβω δεν μ’ ενδιαφέρει

Έχεις δίκιο δεν έχει σημασία να καταλάβεις
σημασία έχει να ξέρεις

Δεν θέλω τίποτα να ξέρω

Έχεις δίκιο
δεν έχει σημασία να ξέρεις
σημασία έχει να ζεις να είσαι να υπάρχεις

Δεν υπάρχουν όλ’ αυτά
εγώ θέλω να μ’ αγαπάς
μονάχα εμένα ν’ αγαπάς
αλλά θέλω να σ’ αγαπούν κι οι άλλες
κι εσύ τότε για χάρη μου
αυτές να τις αρνείσαι

Πλεονέχτρα τρομερή

Δεν φταίω εγώ έτσι είμαι

Καλά λέει τότε αυτός και φεύγει

Στο μεγάλο ποτέ στη μικρή μέρα
στη μεγάλη νύχτα στο μικρό πάντα

Δεν είναι ανάγκη να ξανάρθω


Τις βαλίτσες του απ’ το παράθυρο τις πέταξε
κι αυτός είναι στο δρόμο
με τις βαλίτσες μόνος

Να τώρα είμαι ολομόναχος σαν σκύλος στη βροχή
έπειτα βλέπει πως δεν βρέχει
κρίμα
δεν πέτυχε πολύ
τελικά δεν γίνεται κάθε βράδυ να ‘χει χιονοθύελλα
και το σκηνικό δεν είναι πάντα δραματικό όπως το επιθυμήσαμε
Ο άντρας αφήνει τις βαλίτσες να πέσουν κάτω
τα πουκάμισα η ηλεκτρική ξυριστική μηχανή
τα μπουκαλάκια με τις πομάδες
και με τα χέρια στις τσέπες
το γιακά της καπαρντίνας σηκωμένο
χώνεται στην ομίχλη
ομίχλη δεν υπάρχει
αλλά ο άντρας σκέφτεται
Τα υπάρχοντά μου αφήνω χώνομαι στην ομίχλη

Υπάρχει λοιπόν ομίχλη
κι ο άντρας είναι μέσα στην ομίχλη
και σκέφτεται το μεγάλο του έρωτα
και κουρντίζει τα βιολιά της θύμησης
και βιάζει το βήμα γιατί κάνει κρύο
και περνά μια γέφυρα και γυρίζει πίσω και περνά μια άλλη γέφυρα
και δεν ξέρει γιατί
Άντρες και γυναίκες βγαίνουν από ένα σινεμά όπου πίσω από μια αφίσα είναι
ένας ιερέας
και το πλήθος φεύγει το φως σβήνει ο παπάς μένει εκεί

Τι δουλειά έχει ο παπάς πίσω απ’ την αφίσα

Καθώς ο άντρας τον κοιτάζει ο παπάς χάνεται
μα κάπου-κάπου ο παπάς βγάζε τα κεφάλι
σαν τον μικρό καπουτσίνο που έχουν τα πολύ παλιά βαρόμετρα
ένα κεφάλι κίτρινο και πλατύ σαν άρρωστο φεγγάρι
σαν μπαγιάτικο ασπράδι αυγού μέσα σε πιάτο βρώμικο
Και τελικά

εμένα τι με νοιάζει
Αυτό το σινεμά
το νάιτ κλαμπ μπορεί να είναι
του παπά

Αλλά ο Παπάς βγάζει μια φωνούλα
σαν γυναικούλα που τη σφάζουν
σαν σκυλάκι που πεθαίνει
στου Λονδίνου την ομίχλη
τη νύχτα μέσα στο Παρίσι
ο άντρας φεύγει τρέχοντας

Στο μεγάλο ποτέ στο μικρό πάντα
απ’ το μεγάλο του έρωτα κυνηγημένος.